Καθισμένος σε ένα μικρό βράχο που προεξείχε από τα ριζά της πλαγιάς, ο Ματ έκανε ένα μορφασμό, καθώς χαμήλωνε το πλατύγυρο καπέλο του κόντρα στον πρωινό ήλιο. Ένας λόγος ήταν πως ήθελε να σκιάσει τα μάτια του από τον ήλιο. Υπήρχε κάτι ακόμα που δεν ήθελε να δει, αν και του το θύμιζαν τα κοψίματα και οι μελανιές, ειδικά η χαρακιά του βέλους στον κρόταφό του, που την πίεζε το καπέλο. Μια αλοιφή που είχε βγάλει ο Ντήριντ από τα σακίδια της σέλας του είχε σταματήσει την αιμορραγία, εκεί και σε άλλες πληγές, όμως όλο το σώμα του ακόμα πονούσε και σχεδόν παντού έτσουζε. Αυτό το τελευταίο θα χειροτέρευε. Μόλις είχε αρχίσει να απλώνεται η ζέστη της μέρας, όμως ο ιδρώτας γέμιζε κόμπους το πρόσωπό του και ήδη μούσκευε τα ασπρόρουχά του και το πουκάμισό του. Αναρωτήθηκε αφηρημένα αν θα ερχόταν ποτέ το φθινόπωρο στην Καιρχίν. Τουλάχιστον, η δυσφορία τον εμπόδιζε να σκέφτεται πόσο κουρασμένος ήταν· παρ’ όλο που δεν είχε κοιμηθεί όλη νύχτα, δεν θα τον έπιανε ο ύπνος ούτε καν σε πουπουλένιο κρεβάτι, πόσο μάλλον πάνω σε κουβέρτες στο χώμα. Όχι ότι είχε καμία διάθεση να πάει στη σκηνή του.
Σε τι χάλι έμπλεξα. Παραλίγο θα σκοτωνόμουν, ιδρώνω σαν γουρούνι, δεν βρίσκω βολικό μέρος να ξαπλώσω, και δεν τολμώ να μεθύσω. Μα το αίμα και τις στάχτες! Έπαψε να παίζει με το σχίσιμο που είχε το σακάκι του στο στήθος —δυο πόντοι πιο κει, και η λόγχη εκείνη θα τον είχε καρφώσει στην καρδιά· μα το Φως, ο άνθρωπος εκείνος ήξερε φοβερό σημάδι― κι έδιωξε αυτή τη σκέψη από το νου του. Όχι πως ήταν εύκολο, μ’ όλα αυτά που γίνονταν γύρω του.
Πάντως, τώρα οι Δακρυνοί και οι Καιρχινοί δεν έδειχναν να ενοχλούνται που έβλεπαν Αελίτικες σκηνές από τη μια άκρη ως την άλλη. Υπήρχαν Αελίτες ακόμα και μέσα στο στρατόπεδο, και, κάτι που έμοιαζε κι αυτό με θαύμα, Δακρυνοί που έκαναν παρέα με Καιρχινούς ανάμεσα στις φωτιές και στους καπνούς. Όχι ότι όλοι έτρωγαν· τα κατσαρολικά δεν ήταν πάνω στις φωτιές, αν και ο Ματ κάπου μύριζε κρέας να καίγεται. Αντί γι’ αυτό, οι περισσότεροι είχαν βάλει τα δυνατά τους να μεθύσουν με κρασί, μπράντυ ή Αελίτικο ουσκουάι, γελώντας και γιορτάζοντας. Σε κοντινή σχετικά απόσταση από κει που καθόταν, υπήρχαν δώδεκα Υπερασπιστές της Πέτρας, οι οποίοι χόρευαν φορώντας τα ιδρωμένα πουκάμισά τους, ενώ δεκαπλάσιοι θεατές χτυπούσαν παλαμάκια. Είχαν σχηματίσει μια σειρά, πιάνοντας καθένας τον ώμο του άλλου, κι έκαναν τόσο γρήγορα τα βήματα του χορού, ώστε ήταν θαύμα που ούτε είχε σκοντάψει κάποιος ούτε είχε κλωτσήσει τον διπλανό του. Μέσα σ’ έναν άλλο κύκλο θεατών, κοντά σε ένα στύλο τριών μέτρων μπηγμένο στο έδαφος —ο Ματ απέστρεψε βιαστικά το βλέμμα― άλλοι τόσοι Αελίτες κλωτσούσαν κι αυτοί. Ο Ματ υπέθεσε πως ήταν χορός· ένας άλλος Αελίτης τους έπαιζε αυλό. Αυτοί πηδούσαν όσο ψηλότερα μπορούσαν, τίναζαν το πόδι ακόμα ψηλότερα, μετά έπεφταν σε κείνο το πόδι και αμέσως ξαναπηδούσαν πάνω, ολοένα και γρηγορότερα, ενώ μερικές φορές στριφογυρνούσαν σαν σβούρα στο αποκορύφωμα του άλματός τους ή έκαναν τούμπες, κανονικές ή ανάποδες. Επτά-οκτώ Δακρυνοί και Καιρχινοί κάθονταν, τρίβοντας τα σπασμένα κόκαλα που είχαν αποκτήσει στην προσπάθειά τους να μιμηθούν τους Αελίτες, ενώ ταυτοχρόνως τους επευφημούσαν και γελούσαν σαν τρελοί, περνώντας ο ένας στον άλλο ένα πέτρινο σκεύος που περιείχε κάτι. Αλλού χόρευαν κι άλλοι, ίσως και να τραγουδούσαν. Ήταν δύσκολο να διακρίνεις μέσα σε κείνο το σαματά. Ο Ματ, χωρίς να σαλέψει από κει που ήταν, μετρούσε δέκα φλάουτα, διπλάσιες σφυρίχτρες, ενώ ένας Καιρχινός με κουρελιασμένο σακάκι φυσούσε κάτι που έμοιαζε λίγο με φλάουτο και λίγο με κέρας, με κάτι μυστήρια επιπλέον εξαρτήματα. Και υπήρχαν αμέτρητα τύμπανα, τα περισσότερα κατσαρόλες που τις χτυπούσαν με κουτάλια.
Εν γένει, το στρατόπεδο ήταν τρελοκομείο κι επίσημος χορός μαζί. Το αναγνώριζε, κυρίως από τις αναμνήσεις, που, αν συγκεντρωνόταν καλά, ήξερε ότι ανήκαν σε άλλους ανθρώπους. Γιόρταζαν το ότι ήταν ακόμα ζωντανοί. Άλλη μια φορά είχαν περπατήσει κάτω από τη μύτη του Σκοτεινού και είχαν επιζήσει για να πουν την ιστορία. Άλλος ένας χορός στην κόψη του ξυραφιού είχε τελειώσει. Ήταν σχεδόν νεκροί χθες, μπορεί να ήταν νεκροί αύριο, αλλά ήταν ζωντανοί, υπέροχα ζωντανοί σήμερα. Δεν είχε όρεξη να γιορτάσει. Τι να το κάνεις που ήσουν ζωντανός, αν σήμαινε ότι έπρεπε να ζήσεις στο κλουβί;
Κούνησε το κεφάλι του, καθώς τον προσπέρασαν τρεκλίζοντας ο Ντήριντ, ο Εστέαν και ένας στιβαρός κοκκινομάλλης Αελίτης άγνωστός του, κρατώντας ο ένας τον άλλο για να σταθούν όρθιοι. Ο Ντήριντ και ο Εστέαν, που μόλις και ακούγονταν μέσα στην οχλοβοή, προσπαθούσαν να διδάξουν στον ψηλό ανάμεσά τους τα λόγια του «Χόρεψε με τον Φύλακα των Σκιών».
«Θα τραγουδάμε όλη νύχτα και θα πίνουμε όλη μέρα,
και θα φάμε το μισθό μας με τα κορίτσια,
και όταν τελειώσει, τότε θα φύγουμε,
για να χορέψουμε με τον Φύλακα των Σκιών».
Ο ηλιοκαμένος φίλος δεν ενδιαφερόταν να μάθει, φυσικά —εκτός φυσικά αν τον έπειθαν ότι ήταν ένας ταιριαστός πολεμικός ύμνος·αλλά τους άκουγε και δεν ήταν ο μόνος. Όταν οι τρεις τους απομακρύνθηκαν και χάθηκαν μέσα στο πλήθος, είχαν μαζέψει άλλους είκοσι για συνοδεία, που ανέμιζαν κασσιτέρινα κύπελλα και φλιτζάνια από πισσωμένο δέρμα, μουγκρίζοντας το σκοπό μ’ όλη τη δύναμη των πνευμόνων τους.
«Σου δίνουν μεγάλη απόλαυση η μπύρα και το κρασί,
και κάποια οι κοπελιές με τις λεπτές τις κνήμες,
αλλά η απόλαυση μου, ναι, που θα είναι πάντα δική μου,
είναι να χορέψω με τον Φύλακα των Σκιών».
Ο Ματ μετάνιωσε που τους είχε διδάξει το τραγούδι. Τους το είχε μάθει για να έχει κάτι να ασχολείται με το νου του όσο ο Ντήριντ σταματούσε τη θανατηφόρα αιμορραγία του· η αλοιφή που του είχε βάλει έτσουζε όσο είχαν τσούξει και οι χαρακιές, και καμία ράφτρα δεν θα ζήλευε την επιδεξιότητα του Ντήριντ με τη βελόνα. Όμως το τραγούδι είχε εξαπλωθεί από τους πρώτους εκείνους δώδεκα σαν πυρκαγιά σε ξερό λιβάδι. Δακρυνοί και Καιρχινοί, έφιπποι και πεζοί, το τραγουδούσαν όλοι όταν επέστρεψαν την αυγή.
Όταν επέστρεψαν. Ακριβώς στην κοιλάδα των λόφων απ’ όπου είχαν ξεκινήσει, κάτω από τα απομεινάρια του ξύλινου πύργου, χωρίς να έχει ο Ματ καμία ευκαιρία να το σκάσει. Είχε προσφερθεί να πάει με το άλογο μπροστά, και ο Ταλμέηνς και ο Ναλέσεν παραλίγο θα πιάνονταν στα χέρια για το ποιος θα του παρείχε συνοδεία. Δεν είχαν γίνει όλοι φιλαράκια. Το μόνο που του έλειπε τώρα ήταν να έρθει η Μουαραίν και να τον ρωτήσει πού είχε πάει και γιατί, να του κάνει κήρυγμα περί τα’βίρεν και καθήκοντος, περί Σχήματος και Τάρμον Γκάι’ντον, ζαλίζοντάς του το κεφάλι. Σίγουρα τώρα η Άες Σεντάι ήταν στο πλευρό του Ραντ, όμως κάποια στιγμή θα έβρισκε και τον Ματ.
Σήκωσε το βλέμμα στην λοφοκορφή και στο κουφάρι των συντετριμμένων πελεκημένων κορμών ανάμεσα στα τσακισμένα δένδρα. Ο Καιρχινός που είχε φτιάξει τα κιάλια του Ραντ, ήταν εκεί πάνω με τους μαθητευόμενους του και ξεσκάλιζαν. Οι Αελίτες ήταν όλο ιστορίες γι’ αυτό που είχε συμβεί εκεί. Ήταν πια ώρα να φεύγει. Το μενταγιόν με την ασημένια αλεπουδοκεφαλή τον προστάτευε από γυναίκες που διαβίβαζαν, αλλά είχε ακούσει αρκετά από τον Ραντ, ώστε να ξέρει ότι η διαβίβαση των ανδρών ήταν διαφορετική. Δεν τον ενδιέφερε να ανακαλύψει αν αυτό το πράγμα θα τον προφύλασσε από τον Σαμαήλ και τη φάρα του.
Έκανε μια γκριμάτσα από τις σουβλιές του πόνου και στηρίχτηκε στο δόρυ με το μαύρο κοντάρι για να σηκωθεί όρθιος. Γύρω του, η γιορτή συνεχιζόταν. Αν τώρα κατέβαινε αδιάφορα στις σειρές των πασσάλων όπου είχαν δέσει τα άλογα... Δεν τον ενθουσίαζε η ιδέα ότι θα έπρεπε να σελώσει τον Πιπς.
«Ο ήρωας δεν πρέπει να κάθεται δίχως να πίνει».
Ξαφνιασμένος, γύρισε απότομα, μουγκρίζοντας από τον οξύ πόνο των πληγών του, και είδε τη Μελίντρα. Είχε μια μεγάλη πήλινη κανάτα στο ένα χέρι, όχι δόρατα, και το πρόσωπό της δεν είχε πέπλο, όμως τα μάτια της έμοιαζαν να τον ζυγίζουν. «Άκου με μια στιγμή, Μελίντρα, μπορώ να σου τα εξηγήσω όλα».
«Τι να εξηγήσεις;» ρώτησε εκείνη, αγκαλιάζοντάς τον από τους ώμους με το ελεύθερο χέρι της. Παρά το ξαφνικό τράνταγμα, αυτός προσπάθησε να σταθεί πιο στητός· δεν είχε συνηθίσει να υψώνει το βλέμμα στις γυναίκες. «Το ήξερα ότι θα αναζητούσες την τιμή σου. Ο Καρ’α’κάρν ρίχνει πλατιά σκιά, αλλά κανένας δεν θέλει να περάσει τη ζωή του στο απόσκιο».
Αυτός έκλεισε βιαστικά το στόμα και κατάφερε να πει αχνά, «Φυσικά», Δεν θα επιχειρούσε να τον σκοτώσει. «Αυτό ακριβώς». Μέσα στην ανακούφισή του, της πήρε την κανάτα, αλλά έφτυσε ξαφνιασμένος τη γουλιά που ήπιε. Ήταν το πιο δυνατό μπράντυ διπλής απόσταξης που είχε γευτεί ποτέ.
Εκείνη του πήρε την κανάτα, ίσα για να πιει μια γουλιά, και μετά αναστέναξε με ευγνωμοσύνη και του την ξανάδωσε. «Ήταν άνθρωπος με μεγάλη τιμή, Ματ Κώθον. Θα ’ταν προτιμότερο να τον είχες αιχμαλωτίσει, αλλά, ακόμα και σκοτώνοντάς τον, έχεις κερδίσει πολύ τζι. Έκανες καλά που τον αναζήτησες».
Άθελά του, ο Ματ κοίταξε αυτό που απέφευγε να κοιτάξει, και ανατρίχιασε. Ένα δερμάτινο κορδόνι δεμένο στα κοντά πυροκόκκινα μαλλιά κρεμούσε το κεφάλι του Κουλάντιν στην κορυφή του τρίμετρου στύλου κοντά στο σημείο που χόρευαν οι Αελίτες. Το πράγμα έμοιαζε να χαμογελά. Στον Ματ.
Είχε αναζητήσει τον Κουλάντιν; Είχε βάλει τα δυνατά του, ώστε να έχει τις λόγχες ανάμεσα στον ίδιο και στους Σάιντο. Αλλά εκείνο το βέλος τού είχε γδάρει το πλάι του κεφαλιού και ο ίδιος είχε βρεθεί στο χώμα χωρίς να το καταλάβει, παλεύοντας να σηκωθεί όρθιος, με τη μάχη να λυσσομανά γύρω του, ανεμίζοντας το δόρυ με το σημάδι του κορακιού, προσπαθώντας να γυρίσει στον Πιπς. Ο Κουλάντιν είχε εμφανιστεί από το πουθενά, φορώντας το πέπλο για να σκοτώσει, όμως δεν υπήρχε περίπτωση να μην αναγνωρίσει κάποιος εκείνα τα γυμνά χέρια, που τα κύκλωναν Δράκοντες λαμπεροί και χρυσοκόκκινοι. Άνοιγε μονοπάτι ανάμεσα στους λογχοφόρους με τα δόρατά του, φωνάζοντας στον Ραντ να εμφανιστεί, φωνάζοντας ότι αυτός ήταν ο αληθινός Καρ’α’κάρν. Ίσως να το είχε πλέον πιστέψει στ’ αλήθεια. Ο Ματ ακόμα δεν ήξερε αν ο Κουλάντιν τον είχε αναγνωρίσει, αλλά δεν είχε σημασία, αφού ο Αελίτης είχε αποφασίσει να πατήσει στο πτώμα του για να βρει τον Ραντ. Δεν ήξερε ποιος είχε κόψει μετά το κεφάλι του Κουλάντιν.
Πάσχιζα να μείνω ζωντανός και δεν προλάβαινα να κοιτάξω, σκέφτηκε ξινά. Έβλεπε το αίμα του να κυλά και έλπιζε να μην αιμορραγούσε μέχρι θανάτου. Παλιά στους Δύο Ποταμούς ήταν από τους καλύτερους στην πολεμική ράβδο, και η πολεμική ράβδος δεν διέφερε πολύ από το δόρυ, όμως ο Κουλάντιν είχε γεννηθεί με δόρατα στα χέρια. Φυσικά, στο τέλος η δεξιοτεχνία του Κουλάντιν δεν τον είχε σώσει. Ίσως να μου έμεινε λίγη τύχη. Φως μου, ας με ευνοήσει τώρα!
Αναρωτιόταν πώς μπορούσε να ξεφορτωθεί τη Μελίντρα, για να σελώσει τον Πιπς, όταν εμφανίστηκε ο Ταλμέηνς, κάνοντας μια επίσημη υπόκλιση με το χέρι στην καρδιά, όπως συνήθιζαν οι Καιρχινοί. «Η χάρη να σου χαμογελά, Ματ».
«Και σε σένα», είπε αυτός αφηρημένα. Η Μελίντρα δεν θα έφευγε, αν της το ζητούσε. Ίσα-ίσα που τότε θα της έμπαιναν ψύλλοι στ’ αυτιά. Ίσως, αν της έλεγε ότι ήθελε να πάει μια βόλτα... Λεγόταν ότι οι Αελίτες μπορούσαν να κυνηγήσουν άλογο μέχρι να σκάσει.
«Μια αποστολή ήρθε από την πόλη μέσα στη νύχτα. Θα κάνουν μια πομπή θριάμβου για τον Άρχοντα Δράκοντα σε ένδειξη ευγνωμοσύνης από την Καιρχίν».
«Ναι, ε;» Σίγουρα η Μελίντρα θα είχε κάποια καθήκοντα εκεί. Οι Κόρες πάντα περιτριγύριζαν τον Ραντ· ίσως την καλούσαν γι’ αυτό. Όπως την έβλεπε όμως, μάλλον δεν θα ’πρεπε να βασίζεται σ’ αυτό. Η Μελίντρα είχε ένα πλατύ χαμόγελο, ένα χαμόγελο... κτητικό.
«Η αποστολή είναι του Υψηλού Άρχοντα Μάιλαν», είπε ο Ναλέσεν, σιμώνοντάς τους. Υποκλίθηκε εξίσου τυπικά, με τα δύο χέρια να κάνουν μια πλατιά χειρονομία, αλλά πιο βιαστικά. «Αυτός διοργανώνει την πομπή για τον Άρχοντα Δράκοντα».
«Έχουν έρθει επίσης για τον Άρχοντα Δράκοντα ο Άρχοντας Ντομπραίν, ο Άρχοντας Μαρίνγκιλ και η Αρχόντισσα Κολαβήρ, μεταξύ άλλων».
Ο Ματ έστρεψε το νου του στη στιγμή. Ο καθένας απ’ αυτούς τους δύο προσπαθούσε να υποκριθεί ότι ο άλλος δεν υπήρχε —και οι δύο τον κοίταζαν κατάματα, και κανενός το βλέμμα δεν πετιόταν έστω για μια στιγμή στον άλλο― όμως τα πρόσωπά τους ήταν τεταμένα σαν τον τόνο της φωνής τους, και τα δάχτυλά τους είχαν ασπρίσει στις λαβές των σπαθιών τους. Θα ήταν το αποκορύφωμα όλων αυτών, αν κατέληγαν να ξιφομαχήσουν, κι ο ίδιος θα πάσχιζε κούτσα-κούτσα να παραμερίσει, όταν ένας από τους δύο θα τον κάρφωνε κατά λάθος. «Τι σημασία έχει ποιος έστειλε εκπρόσωπο, αρκεί να γίνει μια σωστή παρέλαση για τον Ραντ;»
«Έχει σημασία να του ζητήσεις τη δικαιωματική θέση μας στην κεφαλή της», είπε γοργά ο Ταλμέηνς. «Έσφαξες τον Κουλάντιν και κέρδισες επάξια για μας αυτή τη θέση», Ο Ναλέσεν έκλεισε το στόμα και κατσούφιασε· προφανώς ήταν έτοιμος να πει το ίδιο πράγμα.
«Ρωτήστε τον εσείς οι δύο», είπε ο Ματ. «Δεν είναι δική μου υπόθεση». Το χέρι της Μελίντρα σφίχτηκε στο σβέρκο του, αλλά δεν τον ένοιαζε. Σίγουρα η Μουαραίν δεν θα ήταν μακριά από τον Ραντ. Δεν ήθελε να βάλει το λαιμό του και σε δεύτερη θηλιά τη στιγμή που πάσχιζε να γλιτώσει από την πρώτη.
Ο Ταλμέηνς και ο Ναλέσεν τον κοίταξαν με το στόμα ανοιχτό, σαν να του είχε σαλέψει. «Είσαι αυτός που μας οδήγησε στη μάχη», διαμαρτυρήθηκε ο Ναλέσεν. «Ο στρατηγός μας».
«Η ορντινάντσα μου θα σου γυαλίσει τις μπότες», πετάχτηκε ο Ταλμέηνς μ’ ένα χαμογελάκι, το οποίο πολύ προσεκτικά δεν έστρεψε προς τον Δακρυνό με το τετράγωνο πρόσωπο, «θα βουρτσίσει και θα μπαλώσει τα ρούχα σου. Για να εμφανιστείς άψογος».
Ο Ναλέσεν τίναξε νευρικά το λαδωμένο γένι του· τα μάτια του έκαναν να γυρίσουν προς τον άλλο, προτού τα προλάβει. «Αν έχω την άδειά σου, μπορώ να προσφέρω ένα καλό σακάκι, που νομίζω πως θα σου ταιριάζει. Χρυσό σατέν και πορφύρα». Ήταν η σειρά του Καιρχινού να αγριέψει.
«Στρατηγός!» αναφώνησε ο Ματ, ενώ στηριζόταν στο δόρυ του. «Που να καεί, δεν είμαι-! Θέλω να πω, δεν θα ήθελα να σφετεριστώ τη θέση σου». Ας έβγαζαν άκρη μόνοι τους ποιον εννοούσε.
«Που να καεί η ψυχή μου», είπε ο Ναλέσεν, «χάρη στην πολεμική σου δεξιότητα κερδίσαμε και επιζήσαμε. Για να μην πω για την τύχη σου. Έχω ακούσει ότι πάντα διαλέγεις το σωστό χαρτί, αλλά αυτό είναι το κάτι άλλο. Θα σε ακολουθούσα ακόμα κι αν δεν είχες συναντήσει ποτέ τον Άρχοντα Δράκοντα».
«Είσαι ο ηγέτης μας», είπε ο Ταλμέηνς, αμέσως μόλις τελείωσε ο άλλος, με φωνή πιο βαριά αν και εξίσου αποφασισμένη. «Μέχρι χθες, ακολουθούσα ανθρώπους από άλλες χώρες επειδή έπρεπε. Εσένα θα σε ακολουθήσω επειδή το θέλω. Μπορεί στο Άντορ να μην είσαι άρχοντας, αλλά εδώ πέρα εγώ λέω ότι είσαι, και σου ορκίζομαι υπακοή».
Καιρχινός και Δακρυνός κοιτάχτηκαν, σαν να τους ξάφνιαζε που εξέφραζαν ίδια συναισθήματα, και μετά αργά, απρόθυμα, ένευσαν κοφτά. Ακόμα κι αν δεν συμπαθούσαν ο ένας τον άλλο —και μόνο ένας βλάκας θα στοιχημάτιζε για το αντίθετο― σ’ αυτό τουλάχιστον συμφωνούσαν. Κατά κάποιον τρόπο.
«Θα στείλω τον ιπποκόμο μου να ετοιμάσει το άλογό σου για την παρέλαση», είπε ο Ταλμέηνς, και συνοφρυώθηκε λιγάκι όταν ο Ναλέσεν πρόσθεσε, «Μπορεί να τον βοηθήσει ο δικός μου. Το άτι σου πρέπει να μας κάνει περήφανους. Και, που να καεί η ψυχή μου, χρειαζόμαστε λάβαρο. Το λάβαρό σου». Ακούγοντας αυτό, ο Καιρχινός ένευσε με έμφαση.
Ο Ματ δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει υστερικά ή να κάτσει κατάχαμα και να κλάψει. Αυτές οι καμένες οι αναμνήσεις. Αν δεν ήταν αυτές, θα είχε σηκωθεί να φύγει. Αν δεν ήταν ο Ραντ, δεν θα τις είχε. Έβλεπε τα βήματα που είχαν οδηγήσει σ’ αυτές· το καθένα έμοιαζε αναγκαίο, αυτοτελές, τότε που το έκανε, αλλά αναπόφευκτα το καθένα οδηγούσε στο επόμενο. Στην αρχή όλων ήταν ο Ραντ. Και το ότι ήταν τα’βίρεν. Ο Ματ δεν καταλάβαινε γιατί κάτι που έμοιαζε απολύτως αναγκαίο και ουσιαστικά ακίνδυνο, πάντα έμοιαζε να τον ρίχνει πιο βαθιά στο βάλτο. Η Μελίντρα είχε αρχίσει να του χαϊδεύει το σβέρκο αντί να τον σφίγγει. Αυτό του έλειπε τώρα...
Σήκωσε το βλέμμα στο λόφο, και να σου την εκεί. Η Μουαραίν, καβάλα στη λευκή φοράδα της με τον ντελικάτο βηματισμό, ο Λαν να ορθώνεται ψηλός πλάι της στο μαύρο άτι του. Ο Πρόμαχος έσκυψε κοντά της, σαν να το έκανε για να ακούσει κάτι, και φάνηκε να ακολουθεί μια σύντομη λογομαχία, μια σφοδρή διαμαρτυρία εκ μέρους του, αλλά έπειτα από μια στιγμή η Άες Σεντάι τράβηξε τα χαλινάρια της Αλντίμπ και χάθηκε, κατεβαίνοντας την πέρα πλαγιά. Ο Λαν έμεινε εκεί, καβάλα στον Μαντάρμπ, κοιτάζοντας το στρατόπεδο πιο κάτω. Κοιτάζοντας τον Ματ.
Ο Ματ ρίγησε. Το κεφάλι του Κουλάντιν έμοιαζε πραγματικά να του χαμογελά. Σχεδόν τον άκουγε να μιλάει. Μπορεί να με σκότωσες, αλλά έχωσες το πόδι βαθιά στην παγίδα. Εγώ είμαι νεκρός, αλλά εσύ ποτέ δεν θα είσαι ελεύθερος.
«Θαύμα, που να καεί», μουρμούρισε και ήπιε μια μεγάλη γουλιά μπράντυ, που τον έκανε να πνιγεί. Ο Ταλμέηνς και ο Ναλέσεν πήραν τα λόγια του τοις μετρητοίς και η Μελίντρα συμφώνησε γελώντας.
Περίπου πενήντα Δακρυνοί και Καιρχινοί είχαν συγκεντρωθεί για να δούνε τους δύο άρχοντες να του μιλάνε και, βλέποντάς τον να πίνει, το πήραν σαν σύνθημα για να του τραγουδήσουν, αρχίζοντας με μια δική τους στροφή.
«Θα ρίξουμε τα ζάρια κι ας φέρουν ό,τι θέλουν,
θα αγκαλιάσουμε τις κοπελιές, είτε ψηλές είτε κοντές,
και μετά θα ακολουθήσουμε τον νεαρό Ματ όπου κι αν μας πάει,
για να χορέψουμε με τον Φύλακα των Σκιών».
Μ’ ένα βραχνό γέλιο, που του ήταν αδύνατο να το σταματήσει, ο Ματ ξανάπεσε στο βράχο και άρχισε να πίνει από την κανάτα. Πρέπει να υπήρχε τρόπος να το σκάσει απ’ όλα αυτά. Πρέπει να υπήρχε.
Τα μάτια του Ραντ άνοιξαν αργά, κοιτώντας ψηλά το ταβάνι της σκηνής του. Ήταν γυμνός, κάτω από μία κουβέρτα. Η απουσία πόνου σχεδόν τον ξάφνιασε, όμως ένιωθε ακόμα πιο ασθενικός απ’ όσο θυμόταν. Και θυμόταν. Είχε πει πράγματα, είχε σκεφτεί πράγματα... Το δέρμα του πάγωσε. Δεν μπορώ να τον αφήσω να κυριαρχήσει! Είμαι εγώ! Εγώ! Ψηλάφισε κάτω από την κουβέρτα, βρήκε τη λεία, στρογγυλή ουλή στο πλευρό του, που πονούσε, αλλά ήταν επουλωμένη.
«Η Μουαραίν Σεντάι σε Θεράπευσε», είπε η Αβιέντα, κι εκείνος τινάχτηκε.
Δεν την είχε δει εκεί, όπως καθόταν σταυροπόδι στα στοιβαγμένα χαλάκια κοντά στην εστία, πίνοντας από ένα ασημένιο κύπελλο με ζωγραφισμένες λεοπαρδάλεις. Ο Ασμόντιαν ήταν ξαπλωμένος στα μαξιλαράκια με τις φούντες, με το σαγόνι στα χέρια του. Δεν έδειχναν να έχουν κοιμηθεί· υπήρχαν μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια τους.
«Κανονικά δεν θα έπρεπε να το κάνει», συνέχισε η Αβιέντα με ψυχρή φωνή. Μπορεί να ήταν κουρασμένη, αλλά τα μαλλιά της ήταν προσεγμένα κι άψογα, και τα περιποιημένα ρούχα της έρχονταν σε αντίθεση με τα τσαλακωμένα σκούρα βελούδα του Ασμόντιαν. Πού και πού, έστριβε το φιλντισένιο βραχιόλι με τα τριαντάφυλλα και τα αγκάθια που της είχε χαρίσει, σαν να μην συνειδητοποιούσε την κίνηση της. Φορούσε επίσης το ασημένιο περιδέραιο με τις χιονονιφάδες. Ακόμα δεν του είχε πει ποιος της το είχε δώσει, μολονότι το είχε βρει αστείο, όταν κατάλαβε ότι ο Ραντ στ’ αλήθεια ήθελε να μάθει. Τώρα πάντως δεν φαινόταν να γελά. «Η Μουαραίν Σεντάι ήταν έτοιμη να σωριαστεί, τόσους τραυματίες Θεράπευσε. Ο Ααν’αλάιν χρειάστηκε να την πάει σηκωτή στη σκηνή της. Εξαιτίας σου, Ραντ αλ’Θόρ. Επειδή έδωσε και την τελευταία ικμάδα της δύναμής της για να σε Θεραπεύσει».
«Η Άες Σεντάι είναι ήδη όρθια και τριγυρνά», παρενέβη ο Ασμόντιαν, πνίγοντας ένα χασμουρητό. Δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην Αβιέντα, που τον κοίταζε με αιχμηρό βλέμμα. «Ήρθε εδώ δυο φορές από τότε που ξημέρωσε, αν και είπε ότι θα αναρρώσεις. Νομίζω ότι χθες το βράδυ δεν ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Ούτε κι εγώ ήμουν σίγουρος». Τράβηξε την άρπα και την έφερε μπροστά του, καταπιάστηκε μ’ αυτήν μιλώντας με αδιάφορο τόνο. «Έκανα ό,τι μπορούσα για σένα, φυσικά —η ζωή μου και η μοίρα μου είναι αλληλένδετες με τις δικές σου― αλλά το ταλέντο μου βρίσκεται αλλού, όχι στη Θεραπεία, αν με αντιλαμβάνεσαι». Έπαιξε μερικές νότες για να γίνει κατανοητός. «Απ’ όσο γνωρίζω, ένας άνδρας μπορεί να σκοτωθεί ή να ειρηνευθεί από μόνος του, κάνοντας αυτό που έκανες. Το να είσαι ισχυρός στη Δύναμη δεν σε βοηθάει, αν το σώμα σου είναι κατάκοπο. Το σαϊντίν εύκολα μπορεί να σε σκοτώσει, αν το σώμα είναι κατάκοπο. Τουλάχιστον, έτσι έχω ακούσει».
«Τελείωσες τα σοφά σου λόγια, Τζέησιν Νατάελ;» Ο τόνος της Αβιέντα ήταν ακόμα πιο παγερός και δεν περίμενε την απάντηση του προτού στρέψει στον Ραντ ένα βλέμμα όμοιο με γαλαζοπράσινο πάγο. Απ’ ό,τι φαινόταν, αυτή η διακοπή ήταν δικό του σφάλμα. «Ένας άνδρας μπορεί καμιά φορά να φερθεί σαν βλάκας, αυτό δεν πειράζει, αλλά ο αρχηγός πρέπει να είναι κάτι παραπάνω από έναν απλό άνδρα, και ακόμα περισσότερο ο αρχηγός των αρχηγών. Δεν είχες δικαίωμα να πιέσεις τον εαυτό σου τόσο, ώστε να φτάσεις μέχρι το κατώφλι του θανάτου. Η Εγκουέν κι εγώ προσπαθούσαμε να σε πείσουμε να έρθεις μαζί μας, όταν κουραστήκαμε τόσο, που δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε, αλλά εσύ δεν μας άκουγες. Μπορεί να είσαι πολύ πιο δυνατός από μας, όπως ισχυρίζεται η Εγκουέν, αλλά δεν παύεις να είσαι από σάρκα. Είσαι ο Καρ’α’κάρν, όχι ένας νέος Σέια Ντουν που αναζητά τιμή. Ραντ, έχεις τοχ, υποχρέωση, στο Άελ, και δεν μπορείς να την εκπληρώσεις νεκρός. Δεν μπορείς να κάνεις τα πάντα μόνος σου».
Για μια στιγμή, έμεινε να την κοιτάζει. Είχε κάνει ελάχιστα πράγματα, πρακτικά είχε αφήσει τη μάχη σε άλλους, ενώ ο ίδιος τριγυρνούσε και προσπαθούσε να φανεί χρήσιμος. Δεν είχε μπορέσει καν να εμποδίσει τον Σαμαήλ να χτυπά όπου και όποτε ήθελε. Και η Αβιέντα τον μάλωνε που είχε κάνει τόσα πολλά.
«Θα προσπαθήσω να το θυμάμαι», της είπε τελικά. Ακόμα κι έτσι, αυτή φαινόταν έτοιμη να συνεχίσει το κήρυγμα. «Τι νέα από το Μιαγκόμα και τις άλλες τρεις φατρίες;» ρώτησε, τόσο για να της αποσπάσει την προσοχή, όσο και επειδή ήθελε να μάθει. Οι γυναίκες δεν έλεγαν να βάλουν γλώσσα μέσα προτού σε ταπεινώσουν, εκτός αν κατάφερνες να τις κάνεις να σκεφτούν κάτι άλλο.
Το κόλπο πέτυχε. Φυσικά, είχαν πάρει τα μυαλά της αέρα μ’ όσα ήξερε και ήταν πρόθυμη τόσο να μαλώσει όσο και να διδάξει. Οι απαλοί αρπισμοί του Ασμόντιαν —έτσι γι’ αλλαγή, έπαιζε κάτι ευχάριστο, βουκολικό θα ’λεγες― πρόσφεραν ένα παράξενο φόντο στα λόγια της.
Οι Μιαγκόμα, οι Σιάντε, οι Νταράυν και οι Κοντάρα είχαν στρατοπεδεύσει έτσι, ώστε να διακρίνονται οι μεν από τους δε, λίγα μίλια πιο πέρα, προς τα ανατολικά. Ένα σταθερό ανθρώπινο ποταμάκι από άνδρες και Κόρες κυλούσε ανάμεσα στα στρατόπεδα, αλλά μόνο μεταξύ κοινωνιών, ενώ ο Ιντίριαν και οι άλλοι αρχηγοί δεν σάλευαν. Τώρα, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι τελικά θα τάσσονταν με το μέρος του Ραντ, αλλά μόνο αφού πρώτα οι Σοφές τελείωναν τις διαβουλεύσεις τους.
«Ακόμα μιλάνε;» είπε ο Ραντ. «Τι στο Φως έχουν να συζητήσουν και καθυστερούν τόσο; Οι αρχηγοί ήρθαν να ακολουθήσουν εμένα, όχι, αυτές».
Εκείνη του έριξε μια ανέκφραστη ματιά, ίδια η Μουαραίν. «Τα λόγια των Σοφών απευθύνονται στις Σοφές, Ραντ αλ’Θόρ». Δίστασε, σαν να έκανε μια παραχώρηση. «Ίσως σου πει κάτι η Εγκουέν. Όταν τελειώσουν». Ο τόνος της άφηνε να εννοηθεί ότι μπορεί και να μην του έλεγε.
Αντιστάθηκε στις προσπάθειές του να μάθει κάτι ακόμα, και στο τέλος ο Ραντ έδωσε τόπο στην οργή. Ίσως μάθαινε κάτι προτού να είναι πολύ αργά, ίσως και όχι, πάντως δεν θα της έπαιρνε λόγια χωρίς τη θέλησή της. Οι Αελίτισσες Σοφές φυλούσαν τα μυστικά τους και άφηναν μια ατμόσφαιρα μυστηρίου να πλανιέται γύρω τους με τρόπο που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα σ’ αυτό το θέμα από τον αντίστοιχο των Άες Σεντάι. Η Αβιέντα είχε μάθει πολύ καλά αυτό το συγκεκριμένο μάθημα.
Η παρουσία της Εγκουέν στη συνάντηση των Σοφών ήταν μια έκπληξη, όπως και η απουσία της Μουαραίν —ο Ραντ θα περίμενε να είναι η Μουαραίν εκεί ανάμεσά τους, προωθώντας τα σχέδιά της — αλλά, όπως φάνηκε, το ένα πήγαζε από το άλλο. Οι νεοφερμένες Σοφές ήθελαν να συναντήσουν μια από τις Άες Σεντάι που ακολουθούσαν τον Καρ’α’κάρν, και η Μουαραίν, παρ’ όλο που τον είχε ήδη Θεραπεύσει και στεκόταν πάλι στα πόδια της, είχε ισχυριστεί ότι δεν είχε χρόνο. Είχαν ξεσηκώσει την Εγκουέν από τις κουβέρτες της ως αντικαταστάτρια.
Αυτό έκανε την Αβιέντα να γελάσει. Ήταν εκεί έξω, όταν η Σορίλεα και η Μπάιρ είχαν βγάλει σχεδόν σέρνοντας την Εγκουέν από τη σκηνή της, η οποία προσπαθούσε να βάλει τα ρούχα της, ενώ αυτές την τραβολογούσαν. «Της είχα πει ότι, αν την έπιαναν να κάνει σκανταλιά, αυτή τη φορά θα την έβαζαν να σκάψει τρύπες στο χώμα με τα δόντια της, κι αυτή ήταν τόσο νυσταγμένη που με πίστεψε. Αρχισε να διαμαρτύρεται ότι δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα, τόσο έντονα που η Σορίλεα τη ρώτησε τι είχε κάνει για να της μπει τέτοια ιδέα στο νου. Που να ’βλεπες την έκφραση της Εγκουέν». Γέλασε τόσο δυνατά που παραλίγο θα έπεφτε κάτω.
Ο Ασμόντιαν τη στραβοκοίταξε —ο Ραντ δεν κατάλαβε γιατί άραγε, με δεδομένο τι και ποιος ήταν ο Ασμόντιαν― αλλά ο Ραντ απλώς την περίμενε υπομονετικά να πάρει μια ανάσα για να συνεχίσει. Ήταν μια ήπια στιγμή του Αελίτικου χιούμορ. Κάτι που θα περίμενε μάλλον από τον Ματ παρά από μια γυναίκα, αλλά πάντως ήταν ήπιο.
Όταν η Αβιέντα ξανασηκώθηκε και σκούπισε τα μάτια, της είπε, «Τι γίνεται με τους Σάιντο, λοιπόν; Ή μήπως είναι και οι δικές τους Σοφές σ’ αυτή τη σύσκεψη;»
Εκείνη του απάντησε, ενώ ακόμα χασκογελούσε με το πρόσωπο κοντά στο φλιτζάνι με το κρασί· θεωρούσε ότι οι Σάιντο είχαν τελειώσει, ότι ήταν πια αμελητέοι. Είχαν πιαστεί χιλιάδες αιχμάλωτοι κι έρχονταν ακόμα κάποιοι λίγοι με σταθερό ρυθμό, και οι μάχες είχαν καταλαγιάσει, με εξαίρεση μερικές αψιμαχίες εδώ κι εκεί. Αλλά όσα περισσότερα του έλεγε, τόσο λιγότερο πίστευε αυτός ότι το Σάιντο είχε ξοφλήσει. Με τις τέσσερις φατρίες να απασχολούν τον Χαν, ο κύριος όγκος των ανδρών του Κουλάντιν είχε περάσει τον Γκάελιν με τάξη, παίρνοντας μάλιστα μαζί και τους περισσότερους Καιρχινούς που είχαν αιχμαλωτίσει. Και το χειρότερο ήταν ότι είχαν καταστρέψει πίσω τους τις πέτρινες γέφυρες.
Αυτό δεν την αφορούσε, αλλά αφορούσε αυτόν. Δεκάδες χιλιάδες Σάιντο βόρεια του ποταμού, χωρίς τρόπο να τους φτάσει προτού αντικατασταθούν οι γέφυρες, και ήθελε χρόνο ακόμα και για να φτιαχτούν ξύλινες. Το χρόνο αυτόν δεν τον είχε.
Στο τέλος πια, όταν του φαινόταν πως δεν είχε να του πει τίποτα άλλο για τους Σάιντο, του είπε κάτι που τον έκανε να ξεχάσει την ανησυχία του για το Σάιντο και το πρόβλημα που θα του προκαλούσαν. Απλώς το ξεφούρνισε, σαν να το είχε ξεχάσει.
«Ο Ματ σκότωσε τον Κουλάντιν;» είπε ο Ραντ χωρίς να το πιστεύει, όταν αυτή τελείωσε. «Ο Ματ;»
«Αυτό δεν είπα;» Η φωνή της ήταν σκληρή, αλλά δεν το εννοούσε. Κοιτώντας τον πάνω από το κύπελλό της, έμοιαζε να την ενδιαφέρει περισσότερο το πώς θα έπαιρνε ο Ραντ τα νέα, αν θα αμφέβαλλε για τα λόγια της.
Ο Ασμόντιαν έπαιξε μερικές συγχορδίες ενός στρατιωτικού σκοπού· η άρπα φάνηκε να αντηχεί τύμπανα και σάλπιγγες. «Σε μερικά πράγματα, ένας νεαρός που κρύβει μέσα του τόσες εκπλήξεις όσες κι εσύ. Ειλικρινά, ανυπομονώ να συναντήσω κάποια μέρα τον τρίτο της παρέας σου, εκείνον τον Πέριν».
Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. Αρα ο Ματ δεν είχε γλιτώσει την έλξη του τα’βίρεν προς τα’βίρεν. Ή ίσως να τον είχε πιάσει το Σχήμα και το ότι ήταν τα’βίρεν κι ο ίδιος. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο Ματ τώρα σίγουρα δεν ένιωθε την παραμικρή χαρά. Αντίθετα από τον Ραντ, ο Ματ δεν είχε μάθει αυτό το μάθημα. Όταν προσπαθείς να το σκάσεις, ο Τροχός σε ξαναφέρνει πίσω, συχνά απότομα· όταν τρέχεις προς την κατεύθυνση που σε υφαίνει ο Τροχός, μερικές φορές βρίσκεις κάποιον έλεγχο στη ζωή σου. Μερικές φορές. Με λίγη τύχη, ίσως περισσότερο απ’ όσο θα περίμενες, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα. Αλλά είχε πιο επείγουσες έγνοιες από τον Ματ ή από τους Σάιντο, τώρα που ο Κουλάντιν ήταν νεκρός.
Ρίχνοντας μια ματιά στην είσοδο, είδε ότι ο ήλιος είχε σηκωθεί, αν και το μόνο άλλο που φαινόταν ήταν δυο Κόρες που γονάτιζαν οκλαδόν ακριβώς έξω, με τα δόρατα στα γόνατα. Είχε περάσει μια νύχτα και σχεδόν ολόκληρο το πρωί αναίσθητος και ο Σαμαήλ ή δεν είχε προσπαθήσει να τον βρει, ή είχε προσπαθήσει και είχε αποτύχει.
Πρόσεχε πολύ ώστε να χρησιμοποιεί αυτό το όνομα, ακόμα και για τον εαυτό του, παρ’ όλο που ένα άλλο τώρα έπλεε στο βάθος του μυαλού του. Τελ Τζάνιν Ήλιναρ. Η ιστορία δεν είχε καταγράψει αυτό το όνομα, δεν το περιείχε ούτε ένα απόσπασμα στη βιβλιοθήκη της Ταρ Βάλον· η Μουαραίν του είχε πει όσα ήξεραν οι Άες Σεντάι για τους Αποδιωγμένους, τα οποία ήταν ελαχίστως περισσότερα απ’ όσα έλεγαν τα παραμύθια στα χωριά. Ακόμα και ο Ασμόντιαν τον έλεγε πάντα Σαμαήλ, αν και για διαφορετικό λόγο. Πολύ προτού τελειώσει ο Πόλεμος της Σκιάς, οι Αποδιωγμένοι είχαν υιοθετήσει τα ονόματα που τους είχαν δώσει οι άνθρωποι, ως σύμβολα της αναγέννησης τους στη Σκιά. Το αληθινό όνομα του Ασμόντιαν ―Τζόαρ Άνταμ Νεσόσιν― τον είχε κάνει να μορφάσει, και ισχυριζόταν ότι είχε ξεχάσει τα ονόματα των άλλων ύστερα από τρεις χιλιάδες χρόνια.
Ίσως να μην υπήρχε πραγματικός λόγος για να κρύβει αυτό που συνέβαινε στο μυαλό του —ίσως να ήταν μονάχα μια απόπειρα για να αρνηθεί την πραγματικότητα κι στον ίδιο του τον εαυτό― αλλά θα άφηνε τον άλλο να παραμείνει Σαμαήλ. Και, ως Σαμαήλ, θα πλήρωνε με το παραπάνω για κάθε Κόρη που είχε σκοτώσει. Για τις Κόρες που δεν είχε μπορέσει να προστατεύσει ο Ραντ.
Την ίδια στιγμή που έδινε αυτό τον όρκο, έκανε μια γκριμάτσα. Είχε κάνει μια αρχή στέλνοντας τον Γουίραμον πίσω στο Δάκρυ —αν ήθελε το Φως, μονάχα ο ίδιος και ο Γουίραμον θα ήξεραν τι είδους αρχή ήταν αυτή ως τώρα― αλλά δεν μπορούσε να σηκωθεί και να κυνηγήσει τον Σαμαήλ, ό,τι κι αν ήθελε, ό,τι κι αν ορκιζόταν. Όχι ακόμα. Υπήρχαν πρώτα ζητήματα με τα οποία έπρεπε να ασχοληθεί εδώ στην Καιρχίν. Η Αβιέντα μπορεί να νόμιζε ότι ο Ραντ δεν καταλάβαινε από τζι’ε’τόχ, και μπορεί όντως να μην καταλάβαινε; αλλά καταλάβαινε από καθήκον και είχε καθήκον στην Καιρχίν. Εκτός αυτού, υπήρχαν τρόποι να λύσει το ζήτημα του Γουίραμον.
Ανακαθίζοντας —ενώ προσπαθούσε να μη δείξει πόσο τον δυσκόλευε η κίνηση― σκεπάστηκε με την κουβέρτα όσο πιο αξιοπρεπώς μπορούσε, κι αναρωτήθηκε πού να ήταν άραγε τα ρούχα του· έβλεπε μόνο τις μπότες του, πίσω από την Αβιέντα. Αυτή μάλλον θα ήξερε. Μπορεί να τον είχαν ξεντύσει οι γκαϊ’σάιν, αλλά εξίσου πιθανό ήταν να τον είχε ξεντύσει κι αυτή. «Θέλω να πάω στην πόλη. Νατάελ, βάλε να σελώσουν και να φέρουν τον Τζήντ’εν».
«Ίσως αύριο», του είπε η Αβιέντα με σταθερή φωνή, πιάνοντας τον Ασμόντιαν από το μανίκι, καθώς αυτός έκανε να σηκωθεί. «Η Μουαραίν Σεντάι είπε ότι πρέπει να αναπαυθείς για―»
«Σήμερα, Αβιέντα. Τώρα. Δεν ξέρω γιατί δεν ήρθε ο Μάιλαν, αν είναι ζωντανός ακόμα, αλλά θα το μάθω. Νατάελ, το άλογό μου!»
Εκείνη πήρε ένα πεισματάρικο ύφος, όμως ο Ασμόντιαν τράβηξε το χέρι του, ίσιωσε τις ζάρες του βελούδου και είπε, «Ο Μάιλαν ήρθε εδώ, όπως και άλλοι».
«Δεν έπρεπε να μάθει ότι―» άρχισε να λέει θυμωμένα η Αβιέντα, και μετά έσφιξε το στόμα, προτού τελειώσει τη φράση της. «Χρειάζεται ξεκούραση».
Άρα οι Σοφές πίστευαν ότι μπορούσαν να του αποσιωπούν πράγματα. Ε, λοιπόν, δεν ήταν τόσο αδύναμος όσο νόμιζαν. Προσπάθησε να σηκωθεί, κρατώντας πάνω του την κουβέρτα, και, μόλις ένιωσε τα πόδια του να μην τον υπακούουν, προσποιήθηκε ότι απλώς ήθελε να αλλάξει θέση. Μπορεί να ήταν αδύναμος όσο νόμιζαν. Αλλά δεν θα τον εμπόδιζε αυτό.
«Θα ξεκουραστώ όταν πεθάνω», είπε και μετάνιωσε που το έκανε, βλέποντάς την να μορφάζει σαν να είχε δεχθεί χτύπημα. Όχι, η Αβιέντα δεν θα μόρφαζε μ’ ένα χτύπημα. Το σημαντικό γι’ αυτήν ήταν να μείνει ο Ραντ ζωντανός για χάρη του Άελ, και μια απειλή σε βάρος του θα την πονούσε περισσότερο από ένα χτύπημα. «Πες μου για τον Μάιλαν, Νατάελ».
Η Αβιέντα βυθίστηκε σε μια βλοσυρή σιωπή, αν και αγριοκοίταζε τον Ασμόντιαν και τον Ραντ.
Ένας καβαλάρης είχε έρθει σταλμένος από τον Μάιλαν μέσα στη νύχτα, όλο μελίρρυτα εγκώμια και διαβεβαιώσεις περί αιώνιας υπακοής. Την αυγή είχε εμφανιστεί ο ίδιος ο Μάιλαν, μαζί με τους έξι άλλους Υψηλούς Άρχοντες του Δακρύου που ήταν στην πόλη, και μια μικρή κουστωδία Δακρυνών στρατιωτών, οι οποίοι άγγιζαν τις λαβές των σπαθιών τους κι έσφιγγαν τις λόγχες τους, σαν να περίμεναν πως θα πολεμούσαν με τους Αελίτες που στέκονταν αμίλητοι και τους έβλεπαν να έρχονται.
«Λίγο έλειψε», είπε ο Ασμόντιαν. «Αυτός ο Μάιλαν δεν έχει συνηθίσει να του λένε όχι, νομίζω, ούτε και οι άλλοι. Ειδικά εκείνος ο χοντροπρόσωπος —ο Τορέαν;― και ο Σίμααν. Ο Σίμααν έχει βλέμμα κοφτερό σαν τη μύτη του. Ξέρεις ότι είμαι συνηθισμένος σε επικίνδυνες παρέες, αλλά αυτοί με τον τρόπο τους είναι από τους πιο επικίνδυνους που έχω γνωρίσει».
Η Αβιέντα ξεφύσηξε δυνατά. «Ό,τι και να είχαν συνηθίσει, δεν είχαν άλλη επιλογή, αφού στη μια άκρη στέκονταν η Σορίλεα, η Άμυς, η Μπάιρ και η Μελαίν, και στην άλλη η Σούλιν με χίλιες Φαρ Ντάραϊς Μάι. Υπήρχαν και μερικά Σκυλιά της Πέτρας», παραδέχτηκε, «και μερικοί Αναζητητές Νερού και κάποιες Κόκκινες Ασπίδες. Αν στ’ αλήθεια υπηρετείς τον Καρ’α’κάρν όπως ισχυρίζεσαι, Τζέησιν Νατάελ, θα πρέπει να προστατεύεις και την ανάπαυση του, όπως κάνουν κι αυτοί».
«Εγώ ακολουθώ τον Αναγεννημένο Δράκοντα, νεαρή μου. Τον Καρ’α’κάρν τον αφήνω σε σας».
«Συνέχισε, Νατάελ», είπε ανυπόμονα ο Ραντ και η Αβιέντα ξεφύσηξε γι’ αυτόν τούτη τη φορά.
Η Αβιέντα είχε δίκιο σχετικά με τις επιλογές των Δακρυνών, αν και ίσως να είχαν μεγαλύτερη επιρροή στην απόφασή τους όχι οι Σοφές αλλά οι Κόρες και οι άλλοι που άγγιζαν τα πέπλα τους. Εν πάση περιπτώσει, όταν τελικά γύρισαν τα άλογα να φύγουν, ακόμα και ο Άρακομ, ένας λεπτός γκριζομάλλης με ήπια ιδιοσυγκρασία, έβραζε από το θυμό του, και ο Γκέγιαμ, που ήταν φαλακρός σαν βότσαλο και γεροδεμένος σαν σιδεράς, είχε ασπρίσει από την οργή. Ο Ασμόντιαν δεν ήξερε αν αυτό που τους είχε εμποδίσει να ξιφουλκήσουν ήταν η βεβαιότητα της ήττας, ή αν είχαν καταλάβει ότι, εφόσον κατόρθωναν να φτάσουν ως τον Ραντ, αυτός μάλλον δεν θα τους καλοδεχόταν με το αίμα των συμμάχων του στις λεπίδες τους.
«Τα μάτια του Μάιλαν είχαν γουρλώσει και ήταν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες», κατέληξε ο βάρδος. «Αλλά προτού φύγουν, φώναξε δυνατά ότι σου προσφέρει την υποταγή και την υπακοή του. Μπορεί να σκέφτηκε ότι θα τον ακούσεις. Οι άλλοι αμέσως τον μιμήθηκαν, όμως ο Μάιλαν πρόσθεσε κάτι που τους έκανε να τον κοιτάξουν. “Δωρίζω την Καιρχίν στον Άρχοντα Δράκοντα”, είπε. Και μετά ανακοίνωσε ότι θα ετοίμαζε θριαμβευτική υποδοχή για σένα όταν θα ήσουν έτοιμος να μπεις στην πόλη».
«Υπάρχει ένα παλιό ρητό στους Δύο Ποταμούς», είπε ξερά ο Ραντ. «“Όσο πιο δυνατά σου λέει κάποιος ότι είναι τίμιος, τόσο πιο πολύ πρέπει να προσέχεις το πουγκί σου”. Κι ένα άλλο έλεγε, «Η αλεπού συχνά προσφέρει στην πάπια τη λιμνούλα της». Η Καιρχίν ήταν δική του, χωρίς να του τη δωρίσει ο Μάιλαν.
Δεν είχε καμία αμφιβολία για την αφοσίωση του άλλου. Θα διαρκούσε για όσο διάστημα πίστευε ο Μάιλαν ότι ο Ραντ θα τον τιμωρούσε, αν μάθαινε κάτι για οποιαδήποτε προδοσία του. Αν μάθαινε· αυτή ήταν η παγίδα. Αυτοί οι επτά Υψηλοί Αρχοντες στην Καιρχίν ήταν εκείνοι που το είχαν βάλει πείσμα να τον σκοτώσουν στο Δάκρυ. Γι’ αυτό τους είχε στείλει εδώ. Αν εκτελούσε όλους τους Δακρυνούς αριστοκράτες που είχαν μηχανορραφήσει εναντίον του, τότε μπορεί να μην είχε μείνει κανένας ζωντανός. Τότε, ο Ραντ είχε σκεφτεί ότι ο καλύτερος τρόπος προκειμένου να ματαιώσει τα σχέδιά τους, κάνοντας ταυτοχρόνως και κάτι καλό εκεί που χρειαζόταν, ήταν να τους στείλει χίλια μίλια παραπέρα, για να αντιμετωπίσουν την αναρχία, το λιμό και τον εμφύλιο πόλεμο. Φυσικά, τότε ο Ραντ δεν γνώριζε την ύπαρξη του Κουλάντιν, και πολύ λιγότερο ότι ο άνθρωπος αυτός θα τον οδηγούσε στην Καιρχίν.
Θα ήταν ευκολότερο, αν όλα αυτά ήταν ένα παραμύθι, σκέφτηκε. Στα παραμύθια, οι εκπλήξεις κάποια στιγμή τελείωναν και ο ήρωας ήξερε ό,τι έπρεπε να ξέρει· ο ίδιος προσωπικά δεν έμοιαζε να ξέρει ούτε το ένα τέταρτο όσων συνέβαιναν.
Ο Ασμόντιαν δίστασε ―όπως γνώριζε πολύ καλά, το παλιό ρητό γι’ αυτούς που σε διαβεβαιώνουν ως προς την τιμιότητα τους μπορεί να ίσχυε και για τον ίδιο― αλλά, όταν ο Ραντ δεν συνέχισε να μιλάει, εκείνος πρόσθεσε, «Νομίζω ότι θέλει να γίνει Βασιλιάς της Καιρχίν. Υποτελής σου, φυσικά».
«Και κατά προτίμηση εν τη απουσία μου». Ο Μάιλαν πιθανότατα περίμενε πως ο Ραντ θα ξαναγυρνούσε στο Δάκρυ και στο Καλαντόρ. Ο Μάιλαν δεν φοβόταν την εξουσία· όσο περισσότερη, τόσο καλύτερα.
«Φυσικά». Ο Ασμόντιαν μίλησε ακόμα πιο ξερά απ’ όσο είχε μιλήσει ο Ραντ. «Υπήρξε και άλλη μια επίσκεψη ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο». Δώδεκα Καιρχινοί άρχοντες και αρχόντισσες, δίχως ακολουθία, είχαν έρθει φορώντας μανδύες, με πρόσωπα κρυμμένα σε κουκούλες, παρά τη ζέστη. Ολοφάνερα γνώριζαν ότι οι Αελίτες αποστρέφονται τους Καιρχινούς, και ολοφάνερα επίσης ανταπέδιδαν το συναίσθημα αυτό. Όμως ήταν ταραγμένοι, τόσο από το ενδεχόμενο να τους σκοτώσουν οι Αελίτες, όσο και από το να μάθαινε ο Μάιλαν για την επίσκεψη τους. «Όταν με είδαν», είπε πικρόχολα ο Ασμόντιαν, «λίγο έλειψε να με σκοτώσουν, φοβούμενοι πως είμαι Δακρυνός. Μπορείς να ευχαριστήσεις τις Φαρ Ντάραϊς Μάι που έχεις ακόμα τον βάρδο σου».
Αν και λίγοι, οι Καιρχινοί αποδείχθηκε δυσκολότερο να απομακρυνθούν απ’ όσο ο Μάιλαν· όσο περνούσε η ώρα, ίδρωναν και χλώμιαζαν όλο και πιο πολύ, αλλά απαιτούσαν πεισματικά να δουν τον Άρχοντα Δράκοντα. Ενδεικτικό του μεγέθους της επιθυμίας τους αυτής ήταν το ότι, εφόσον οι απαιτήσεις τους απορρίφθηκαν, κατάντησαν τελικά να ικετεύουν απροκάλυπτα. Ο Ασμόντιαν μπορεί να έβρισκε παράξενο ή σκληρό το χιούμορ των Αελιτών, αλλά γελούσε πνιχτά λέγοντας για τους αριστοκράτες με τα μεταξωτά σακάκια και τα φορέματα ιππασίας που υποκρίνονταν πως αυτός δεν ήταν εκεί, ενώ γονάτιζαν για να σφίξουν τις μάλλινες φούστες των Σοφών.
«Η Σορίλεα τους απείλησε ότι θα τους γδύσει και θα τους μαστιγώνει σ’ όλο το δρόμο μέχρι την πόλη». Το γέλιο του σταμάτησε, συνέχισε να μιλά σαν να μην πίστευε αυτά που έλεγε. «Αυτό το συζήτησαν μεταξύ τους. Αν ήταν όρος για να σε δουν, πιστεύω ότι μερικοί θα τον είχαν δεχθεί».
«Η Σορίλεα θα το έκανε», είπε η Αβιέντα, με ασυνήθιστα φιλικό τόνο. «Οι επίορκοι δεν έχουν τιμή. Τελικά η Μελαίν έβαλε να τους ρίξουν σαν σακιά στα άλογά τους και να διώξουν τα άλογα από το στρατόπεδο, με τους επίορκους να κρέμονται όπως-όπως».
Ο Ασμόντιαν ένευσε. «Αλλά πριν απ’ αυτό, δύο μου μίλησαν, όταν βεβαιώθηκαν ότι δεν είμαι Δακρυνός κατάσκοπος. Ο Άρχοντας Ντομπραίν και η Αρχόντισσα Κολαβήρ. Τα περιτύλιξαν όλα με τόσους υπαινιγμούς και υπονοούμενα, που δεν ξέρω στα σίγουρα, αλλά δεν θα με ξάφνιαζε, αν σκοπεύουν να σου προσφέρουν τον Θρόνο του Ήλιου. Θα μπορούσαν να πουν δυο κουβέντες με... μερικούς ανθρώπους τους οποίους κάποτε γνώριζα».
Ο Ραντ γέλασε σαρκαστικά. «Μπορεί και να το κάνουν. Αν μπορέσουν να προσφέρουν ίδιους όρους με τον Μάιλαν». Δεν χρειαζόταν τη Μουαραίν για να του πει ότι οι Καιρχινοί έπαιζαν το Παιχνίδι των Οίκων ακόμα και στον ύπνο τους, ούτε και τον Ασμόντιαν για να του πει ότι θα δοκίμαζαν να κάνουν το ίδιο με τους Αποδιωγμένους. Οι Υψηλοί Άρχοντες στα αριστερά και οι Καιρχινοί στα δεξιά. Μια μάχη τελείωνε και μια άλλη άρχιζε, διαφορετικού είδους αλλά όχι με λιγότερους κινδύνους. «Εν πάση περιπτώσει, το Θρόνο του Ήλιου τον προορίζω για κάποιον που έχει δικαίωμα σ’ αυτόν». Αγνόησε το συλλογισμένο βλέμμα του Ασμόντιαν· μπορεί ο άνδρας να τον είχε βοηθήσει την περασμένη νύχτα, μπορεί και όχι, αλλά δεν τον εμπιστευόταν αρκετά για να του πει τα σχέδιά του. Παρ’ όλο που το μέλλον του Ασμόντιαν ήταν δεμένο με το δικό του, η αφοσίωσή του στον Ραντ ήταν αποτέλεσμα αναγκαιότητας και ήταν ο ίδιος εκείνος άνθρωπος που είχε επιλέξει να δώσει την ψυχή του στη Σκιά. «Ο Μάιλαν θέλει να μου οργανώσει μια λαμπρή υποδοχή όταν ετοιμαστώ, ε; Το καλύτερο θα είναι να δω τι συμβαίνει τώρα, που δεν το περιμένει». Κατάλαβε γιατί η Αβιέντα είχε γίνει τόσο φιλική, συμμετέχοντας ακόμα και στη συζήτηση. Όσο ο Ραντ καθόταν εκεί κουβεντιάζοντας, έκανε ακριβώς αυτό που ήθελε η Αβιέντα. «Θα μου φέρεις το άλογο, Νατάελ, ή θα το φέρω μόνος μου;»
Ο Ασμόντιαν υποκλίθηκε βαθιά, επίσημα, και, τουλάχιστον επιφανειακά, με ειλικρίνεια. «Υπηρετώ τον Άρχοντα Δράκοντα».