Η Νυνάβε τελείωσε το πρωινό της πλύσιμο, σκουπίστηκε και φόρεσε απρόθυμα μια καθαρή μεταξωτή καμιζόλα. Το μετάξι δεν ήταν δροσερό σαν το λινό, και, παρ’ όλο που ο ήλιος μόλις είχε σηκωθεί, η ζέστη μέσα στην άμαξα προμηνούσε άλλη μια μέρα καμίνι. Εκτός αυτού, το ρούχο ήταν τέτοιου τύπου, ώστε η Νυνάβε φοβόταν ότι θα της έπεφτε γύρω από τους αστραγάλους, αν ανάσαινε με λάθος τρόπο. Τουλάχιστον δεν ήταν υγρό από τον ιδρώτα της νύχτας, σαν το άλλο που είχε βγάλει.
Ενοχλητικά όνειρα είχαν βασανίσει τον ύπνο της, όνειρα με τη Μογκέντιεν, που την έκαναν να ξυπνά και να ορθώνεται στο κρεβάτι —αυτά ήταν καλύτερα από τα άλλα που δεν την έκαναν να ξυπνήσει — και όνειρα με την Μπιργκίτε, που της έριχνε βέλη και δεν αστοχούσε, όνειρα με τους οπαδούς του Προφήτη να ξεσπούν σε ταραχές στο θηριοτροφείο, άλλα, στα οποία έμενε αιχμάλωτη στη Σαμάρα, επειδή κανένα πλοίο δεν περνούσε, και άλλα, όπου έφτανε στο Σαλιντάρ και έβρισκε ότι επικεφαλής ήταν η Ελάιντα. Ή η Μογκέντιεν επίσης, κι εκεί. Όταν το είχε δει αυτό, είχε ξυπνήσει κλαίγοντας.
Όλα αυτά οφείλονταν στην ανησυχία, βεβαίως, κάτι αρκετά φυσικό. Είχαν κατασκηνώσει εκεί πέρα τρία βράδια χωρίς να φανεί ούτε πλοίο, τρεις καυτές μέρες που στεκόταν με τα μάτια δεμένα κόντρα σε κείνο τον καταραμένο τοίχο. Όλοι θα ταράζονταν, ακόμα και αν δεν ανησυχούσαν μήπως τους ζύγωνε η Μογκέντιεν. Αλλά βέβαια, παρ’ όλο που η Αποδιωγμένη ήξερε ότι η Νυνάβε και η παρέα της βρισκόταν σ’ ένα θηριοτροφείο, δεν σήμαινε ότι έπρεπε να τις βρει στη Σαμάρα. Υπήρχαν κι άλλα θηριοτροφεία στον κόσμο εκτός απ’ αυτά που είχαν συγκεντρωθεί εδώ. Όμως ήταν πιο εύκολο να σκέφτεται λόγους για να μην ανησυχεί, παρά πραγματικά να μην ανησυχεί.
Μα γιατί άραγε ανησυχούσα για την Εγκουέν; Βούτηξε ένα κλαδάκι σε ένα μικρό πιάτο με αλάτι και σόδα στο έπιπλο του νιπτήρα και άρχισε να καθαρίζει τα δόντια της με ζέση. Η Εγκουέν ξεφύτρωνε σχεδόν σ’ όλα τα όνειρά της και της έπιανε ψιλή κουβέντα, αλλά η Νυνάβε δεν καταλάβαινε τι δουλειά είχε η Εγκουέν εκεί.
Η αλήθεια ήταν ότι η αγωνία και η έλλειψη ύπνου δεν ήταν οι μόνοι λόγοι που δεν μιλιόταν σήμερα το πρωί. Υπήρχαν και άλλοι, ασήμαντα πραγματάκια, που όμως ήταν πραγματικά. Ένα πετραδάκι στο παπούτσι σου είναι μηδαμινό πράγμα σε σύγκριση με το να σε αποκεφαλίσουν, αλλά, αν το βότσαλο είναι υπαρκτό, και ο δήμιος πιθανώς να μην έρθει ποτέ...
Δεν ήταν δυνατόν να αποφύγει το είδωλό της, τα μαλλιά της που χύνονταν λυτά στους ώμους της, αντί να είναι σεμνά χτενισμένα σε πλεξούδα. Όσο και να τα βούρτσιζε, το φανταχτερό κόκκινο χρώμα δεν γινόταν λιγότερο απεχθές. Και ήξερε πολύ καλά ότι στο κρεβάτι πίσω της ήταν απλωμένο ένα γαλάζιο φόρεμα. Τόσο γαλάζιο, που θα ξάφνιαζε ακόμα και Μαστόρισσα, με χαμηλό ντεκολτέ, όπως η αρχική κόκκινη εσθήτα που κρεμόταν από ένα ξύλινο κρεμαστάρι. Γι’ αυτό είχε βάλει αυτή την καμιζόλα που κολλούσε επικίνδυνα πάνω της. Κατά τον Βάλαν Λούκα, ένα τέτοιο φόρεμα δεν ήταν αρκετό. Η Κλαρίν έφτιαχνε άλλα δύο, το ένα με χτυπητό κατακίτρινο χρώμα, και κάτι έλεγαν για ρίγες. Η Νυνάβε δεν ήθελε ούτε να ακούει για ρίγες.
Τουλάχιστον, ας με άφηνε να διαλέξω εγώ τα χρώματα, σκέφτηκε, κουνώντας με μανία το κλαδάκι, Ας άφηνε την Κλαρίν. Αλλά όχι, αυτός είχε τις δικές του ιδέες και δεν ρωτούσε. Ο Βάλαν Λούκα δεν ρωτούσε ποτέ. Οι χρωματικές επιλογές του μερικές φορές την έκαναν να ξεχάσει τα ντεκολτέ. Έπρεπε να του το πετάξω κατάμουτρα! Όμως ήξερε ότι δεν μπορούσε να του το πετάξει. Η Μπιργκίτε φορούσε αυτά τα φορέματα και επιδεικνυόταν χωρίς να κοκκινίζει. Δεν θύμιζε καθόλου τις ιστορίες που έλεγαν γι’ αυτήν! Όχι ότι η Νυνάβε θα φορούσε αδιαμαρτύρητα αυτό το χαζό φόρεμα επειδή το φορούσε η Μπιργκίτε. Δεν ανταγωνιζόταν με κανέναν τρόπο την άλλη γυναίκα. Απλώς... «Αν είναι να κάνεις κάτι», μούγκρισε, με το κλαδάκι στο στόμα, «τουλάχιστον πρέπει να το συνηθίσεις».
«Τι είπες;» ρώτησε η Ηλαίην. «Αν θες να πεις κάτι, τουλάχιστον βγάλ’ το αυτό από το στόμα σου. Ο ήχος είναι αηδιαστικός».
Η Νυνάβε σκούπισε το σαγόνι της και την αγριοκοίταξε πάνω από τον ώμο της. Η Ηλαίην καθόταν στο στενό κρεβάτι της με τα πόδια διπλωμένα και ανεβασμένα πάνω στα στρωσίδια κι έπλεκε τα βαμμένα μαύρα μαλλιά της. Ήδη είχε φορέσει το λευκό παντελόνι της, που ήταν γεμάτο πούλιες, και μια χιονόλευκη μεταξωτή μπλούζα με σούρες στο βαθύ ντεκολτέ. Πλάι της ήταν το πνιγμένο στις πούλιες λευκό σακάκι της. Λευκό. Είχε κι αυτή δύο κοστούμια για την παράσταση, με ένα τρίτο που φτιαχνόταν, όλα κατάλευκα, αν και όχι απλά. «Αν είναι να φοράς τέτοια ρούχα, Ηλαίην, μην κάθεσαι έτσι. Είναι απρεπές».
Η άλλη την αγριοκοίταξε βλοσυρά, αλλά κατέβασε τα πόδια της με τα γοβάκια στο πάτωμα. Και σήκωσε το σαγόνι με τον υπεροπτικό τρόπο της. «Λέω να κάνω μια βόλτα στην πόλη τώρα το πρωί», είπε ψυχρά, φτιάχνοντας ακόμα την πλεξούδα της. «Αυτή η άμαξα... με πλακώνει».
Η Νυνάβε ξέπλυνε το στόμα κι έφτυσε στο νιπτήρα. Δυνατά. Η άμαξα πράγματι έμοιαζε να μικραίνει τη μέρα. Μπορεί όντως να έπρεπε να μείνουν αθέατες όσο το δυνατόν περισσότερο —ήταν δική της η ιδέα και κόντευε να το μετανιώσει― αλλά η κατάσταση γινόταν γελοία. Ήταν τρεις μέρες κλεισμένη με την Ηλαίην, με εξαίρεση την ώρα που έβγαιναν για την παράσταση, και ένιωθε σαν να ήταν τρεις βδομάδες. Ή τρεις μήνες. Ποτέ πριν δεν είχε καταλάβει πόσο δηλητηριώδη γλώσσα είχε η Ηλαίην. Σίγουρα θα ερχόταν κάποιο πλοίο. Οποιουδήποτε είδους πλοίο. Θα έδινε και το τελευταίο νόμισμα που είχε κρυμμένο στην πλίνθινη εστία, και το τελευταίο κόσμημά της, οτιδήποτε, προκειμένου να ερχόταν πλοίο σήμερα. «Αποκλείεται να τραβούσες την προσοχή, σωστά; Αλλά ίσως σου χρειάζεται η άσκηση. Ή ίσως να είναι το πώς στρώνει αυτό το παντελόνι στους γοφούς σου».
Τα γαλάζια μάτια άστραψαν, αλλά το πηγούνι της Ηλαίην έμεινε υψωμένο και ο τόνος της ήταν πάλι ψυχρός. «Ονειρεύτηκα την Εγκουέν χθες το βράδυ και, αφού μίλησε για τον Ραντ και την Καιρχίν —αντίθετα από σένα, εγώ αγωνιώ για το τι συμβαίνει εκεί― είπε παρεμπιπτόντως ότι σιγά-σιγά γίνεσαι μια μέγαιρα που συνέχεια βάζει τις φωνές. Όχι ότι κατ’ ανάγκη πιστεύω κι εγώ το ίδιο. Εγώ θα έλεγα ψαράς».
«Για άκου να σου πω, κακότροπο μυξιάρικο! Αν δεν―» Αγριοκοιτάζοντάς την ακόμα, η Νυνάβε έκλεισε το στόμα και ανάσανε αργά. Με μεγάλο κόπο, ηρέμησε τη φωνή της. «Ονειρεύτηκες την Εγκουέν;» Η Ηλαίην ένευσε κοφτά. «Και μίλησε για τον Ραντ και την Καιρχίν;» Η άλλη κοίταξε το ταβάνι με μια επιτηδευμένη έκφραση αγανάκτησης και συνέχισε να φτιάχνει την πλεξούδα της. Η Νυνάβε πίεσε το χέρι της να ξεσφίξει τα φανταχτερά κόκκινα μαλλιά, πίεσε τον εαυτό της να μην σκέφτεται πια ότι έπρεπε να δώσει ένα μάθημα στοιχειώδους ευγένειας στην Κόρη-Διάδοχο του καμένου του Άντορ. Αν δεν έβρισκαν σύντομα πλοίο... «Αν μπορείς να βάλεις στο μυαλό σου κάτι άλλο, εκτός από το να αποκαλύψεις ακόμα περισσότερο τα πόδια σου, ίσως θα σε ενδιέφερε να μάθεις ότι ήταν και στα δικά μου όνειρα. Είπε ότι ο Ραντ πέτυχε λαμπρή νίκη στην Καιρχίν χθες».
«Μπορεί να αποκαλύπτω τα πόδια μου», γάβγισε η Ηλαίην, και τα μάγουλά της κοκκίνισαν λιγάκι, «τουλάχιστον όμως δεν επιδεικνύω το... Την ονειρεύτηκες κι εσύ;»
Δεν άργησαν να συγκρίνουν τι είχαν δει, αν και η Ηλαίην συνέχισε τα δηλητηριώδη σχόλια· η Νυνάβε είχε κάθε λόγο για να βάλει τις φωνές στην Εγκουέν, και η Ηλαίην μάλλον ονειρευόταν να παρελάσει μπροστά στον Ραντ με το όλο πούλιες κοστούμι της ή φορώντας ακόμα λιγότερα ρούχα. Της το είχε πει από καθαρή ειλικρίνεια. Έστω κι έτσι, σύντομα έγινε σαφές ότι η Εγκουέν είχε πει τα ίδια πράγματα στα όνειρα και των δύο τους, και αυτό δεν άφηνε μεγάλο περιθώριο για αμφιβολίες.
«Όλο έλεγε ότι ήταν στ’ αλήθεια εκεί», μουρμούρισε η Νυνάβε, «όμως εγώ νόμισα ότι ήταν απλώς μέρος του ονείρου». Η Εγκουέν τους έλεγε αρκετά συχνά ότι αυτό μπορούσε να γίνει, να μιλήσεις σε κάποιον στα όνειρα του, αλλά δεν είχε πει ποτέ ότι μπορούσε να το κάνει. «Γιατί να την πιστέψω; Θέλω να πω, είπε ότι επιτέλους είχε αναγνωρίσει πως ένα δόρυ που συνηθίζει να κρατά ο Ραντ είναι δημιούργημα Σωντσάν. Αυτό είναι εξωφρενικό».
«Φυσικά». Η Ηλαίην ύψωσε ένα φρύδι με ενοχλητικό τρόπο. «Όσο εξωφρενικό είναι το ότι βρήκαμε την Σεράντιν και τα σ’ρέντιτ της. Σίγουρα υπάρχουν κι άλλοι Σωντσάν πρόσφυγες, Νυνάβε, και τα δόρατα είναι το πιο ασήμαντο απ’ όσα έχουν αφήσει πίσω τους».
Γιατί δεν μπορούσε να πει τίποτα χωρίς να πετάει αιχμές; «Πρόσεξα πόσο το πίστεψες εσύ».
Η Ηλαίην πέταξε την τελειωμένη πλεξούδα πάνω από τον ώμο της και μετά τίναξε πάλι το κεφάλι, για σιγουριά. «Ελπίζω να είναι καλά ο Ραντ». Η Νυνάβε ξεφύσηξε· η Εγκουέν είχε πει ότι θα χρειαζόταν πολλές μέρες ανάπαυσης ακόμα για να σταθεί στα πόδια του, αλλά ότι τον είχαν Θεραπεύσει. Η άλλη συνέχισε λέγοντας, «Κανένας δεν του έμαθε ότι δεν πρέπει να παρακουράζεται. Δεν ξέρει πως η Δύναμη μπορεί να τον σκοτώσει, αν αντλήσει πολλή, αν υφαίνει ενώ είναι κουρασμένος; Αυτά ισχύουν τόσο για μας όσο και γι’ αυτόν».
Ήθελε λοιπόν να αλλάξει θέμα, ε; «Ίσως να μην το ξέρει», της είπε γλυκά η Νυνάβε, «αφού δεν υπάρχει Λευκός Πύργος για άνδρες». Αυτό την έκανε να σκεφτεί κάτι άλλο. «Πιστεύεις ότι ήταν πράγματι ο Σαμαήλ;»
Η Ηλαίην, με τη σαρκαστική απάντηση έτοιμη στα χείλη, την αγριοκοίταξε λοξά και μετά αναστέναξε θυμωμένα. «Δεν έχει σημασία για μας, ε; Αυτό που πρέπει να σκεφτόμαστε είναι αν θα ξαναχρησιμοποιήσουμε το δαχτυλίδι. Για κάτι παραπάνω από συναντήσεις με την Εγκουέν. Υπάρχουν τόσα να μάθουμε. Όσο περισσότερα μαθαίνω, τόσο περισσότερο καταλαβαίνω πόσα δεν έχω μάθει ακόμα».
«Όχι». Η Νυνάβε μπορεί να μην περίμενε πως η Ηλαίην θα έβγαζε εκεί μπροστά της το τερ’ανγκριάλ δαχτυλίδι, αλλά έκανε αντανακλαστικά ένα βήμα προς την πλίνθινη εστία. «Όχι άλλα ταξίδια στον Τελ’αράν’ριοντ, για καμία από τις δυο μας, παρά μόνο για να συναντούμε την Εγκουέν».
Η Ηλαίην συνέχισε να μιλά, δείχνοντας να μην την είχε προσέξει. Λες και η Νυνάβε μιλούσε μόνη της. «Όχι ότι θα χρειαστεί να διαβιβάσουμε. Δεν θα προδοθούμε μ’ αυτόν τον τρόπο». Δεν κοίταξε τη Νυνάβε, αλλά η φωνή της είχε ένταση. Ισχυριζόταν ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη Δύναμη, αν πρόσεχαν. Η Νυνάβε δεν ήξερε μάλιστα μήπως η Ηλαίην έκανε ακριβώς αυτό πίσω από την πλάτη της. «Πάω στοίχημα ότι, αν απόψε μια από μας επισκεφθεί την Πέτρα του Δακρύου, η Εγκουέν θα είναι εκεί. Σκέψου, αν μπορούσαμε να της μιλήσουμε εμείς στα δικά της όνειρα, δεν θα είχαμε να ανησυχούμε μήπως συναντούσαμε πια τη Μογκέντιεν στον Τελ’αράν’ριοντ».
«Νομίζεις ότι είναι εύκολο να το μάθει κανείς, ε;» ρώτησε ξερά η Νυνάβε. «Αν είναι έτσι, τότε γιατί δεν μας το δίδαξε; Γιατί δεν το έκανε νωρίτερα;» Αλλά δεν το έλεγε με την καρδιά της. Από τις δύο, αυτή ανησυχούσε για τη Μογκέντιεν. Η Ηλαίην ήξερε ότι η γυναίκα εκείνη ήταν επικίνδυνη, αλλά με τον τρόπο που ήξερε ότι μια οχιά είναι επικίνδυνη· η Ηλαίην το ήξερε, αλλά το δάγκωμα το είχε δεχτεί η Νυνάβε. Επίσης, η ικανότητα να επικοινωνούν δίχως να μπαίνουν στον Τελ’αράν’ριοντ θα ήταν πολύτιμη, κι όχι μόνο επειδή θα απέφευγαν τη Μογκέντιεν.
Εν πάση περιπτώσει, η Ηλαίην ακόμα δεν της έδινε σημασία. «Αναρωτιέμαι γιατί επέμενε να μην πούμε τίποτα σε κανέναν. Δεν έχει νόημα αυτό». Για μια στιγμή, δάγκωσε το κάτω χείλος της. «Υπάρχει κι άλλος λόγος για να της μιλήσουμε το συντομότερο δυνατόν. Δεν το κατάλαβα τότε, αλλά την τελευταία φορά που μου μίλησε, χάθηκε στα μισά της φράσης της. Αυτό που θυμάμαι τώρα είναι ότι, προτού χαθεί, ξαφνικά έδειξε έκπληκτη, φοβισμένη».
Η Νυνάβε πήρε μια βαθιά ανάσα και πίεσε τα χέρια στο στομάχι της, σε μια μάταια προσπάθεια να σταματήσει την αναγούλα που ένιωθε. Κατάφερε όμως να μιλήσει ήρεμα. «Η Μογκέντιεν;»
«Φως μου, όλο τα χαρούμενα σκέφτεσαι! Όχι. Αν η Μογκέντιεν μπορούσε να μπει στα όνειρά μας, νομίζω ότι τώρα πια θα το ξέραμε». Ένα μικρό τρέμουλο διέτρεξε το κορμί της Ηλαίην· είχε κάποια ιδέα για το πόσο επικίνδυνη ήταν η Μογκέντιεν. «Τέλος πάντων, δεν ήταν τέτοια ματιά. Φοβόταν, αλλά όχι και τόσο».
«Τότε ίσως να μην κινδυνεύει. Ίσως...» Η Νυνάβε κατέβασε με κόπο τα χέρια κι έσφιξε θυμωμένα τα χείλη της. Αλλά δεν ήξερε με ποια είχε θυμώσει.
Ήταν καλή ιδέα που έκρυβαν αμέσως το δαχτυλίδι, βγάζοντάς το μόνο για τις συναντήσεις με την Εγκουέν. Όντως. Αν τολμούσαν να μπουν στον Κόσμο των Ονείρων, θα έβρισκαν τη Μογκέντιεν, και ήταν κάτι παραπάνω από καλή ιδέα να την αποφεύγουν. Η Νυνάβε γνώριζε ήδη ότι η Μογκέντιεν ήταν ανώτερή της. Αυτή η σκέψη την έτρωγε, χειρότερα κάθε φορά που το σκεφτόταν, αλλά ήταν η απλή αλήθεια.
Τώρα όμως υπήρχε η πιθανότητα να χρειαζόταν η Εγκουέν βοήθεια. Μια μικρή πιθανότητα. Μπορεί να ήταν επιφυλακτική, και σωστά, απέναντι στη Μογκέντιεν, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι υποβάθμιζε αυτήν την πιθανότητα. Επίσης, ίσως ο Ραντ να είχε κι αυτός έναν Αποδιωγμένο να τον κυνηγά με τον ίδιο προσωπικό τρόπο που η Μογκέντιεν κυνηγούσε την ίδια και την Ηλαίην. Αυτά που τους ανέφερε η Εγκουέν, τόσο για την Καιρχίν όσο και για τα βουνά, έδειχναν έναν άνδρα που προκαλούσε έναν άλλο να παλέψουν. Η Νυνάβε βέβαια δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Η Εγκουέν όμως...
Μερικές φορές της Νυνάβε της φαινόταν ότι είχε ξεχάσει το λόγο που είχε φύγει από τους Δύο Ποταμούς. Το είχε κάνει για να προστατεύσει μερικούς νεαρούς από το χωριό της, που είχαν πέσει στους ιστούς των Άες Σεντάι. Δεν ήταν πολύ νεότεροι από την ίδια —λίγα χρόνια μόνο― αλλά το χάσμα φαινόταν μεγαλύτερο όταν ήσουν η Σοφία του χωριού. Φυσικά, ο Κύκλος των Γυναικών στο Πεδίο του Έμοντ θα πρέπει τώρα πια να είχε διαλέξει μια καινούρια Σοφία, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν ήταν το χωριό της Νυνάβε, ο λαός της. Στα μύχια της καρδιάς της, δεν σήμαινε ότι δεν ήταν η Σοφία τους. Όμως με κάποιον τρόπο, από κει που είχε ξεκινήσει να προστατεύσει τον Ραντ και την Εγκουέν και τον Ματ και τον Πέριν από τις Άες Σεντάι, είχε συνεχίσει, προσπαθώντας να τους βοηθήσει να επιζήσουν, και τελικά, χωρίς να συνειδητοποιεί πότε ή πώς, ακόμα κι αυτός ο στόχος είχε μεταμορφωθεί σε άλλες ανάγκες. Είχε μπει στον Λευκό Πύργο για να μάθει καλύτερα πώς να νικήσει τη Μουαραίν, και αυτό είχε γίνει μια καυτή επιθυμία να μάθει πώς να Θεραπεύει. Ακόμα και το μίσος της για τις Άες Σεντάι, επειδή ανακατεύονταν στις ζωές των ανθρώπων, συνυπήρχε με τη λαχτάρα της να γίνει και η ίδια μία από αυτές. Όχι ότι το ήθελε στ’ αλήθεια, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος για να μάθει αυτά που ήθελε να μάθει. Όλα είχαν μπερδευτεί σαν τους ιστούς των Άες Σεντάι, είχε μπερδευτεί και η ίδια και δεν ήξερε πώς να ξεφύγει.
Είμαι ακόμα αυτή που ήμουν πάντα. Θα τους βοηθήσω, όσο μπορώ. «Απόψε», είπε μεγαλόφωνα, «θα χρησιμοποιήσω εγώ το δαχτυλίδι». Κάθισε στο κρεβάτι να βάλει τις κάλτσες της. Το χοντρό μαλλί δεν ήταν βολικό μ’ αυτή τη ζέστη, αλλά τουλάχιστον ένα μέρος του σώματός της θα ήταν ευπρεπώς ντυμένο. Γερές κάλτσες και γερά παπούτσια. Η Μπιργκίτε φορούσε μπροκάρ γοβάκια και αραχνοΰφαντες μεταξωτές κάλτσες, που έδειχναν εξαιρετικά δροσερές. Έδιωξε τη σκέψη από το νου της. «Μόνο και μόνο για να δω αν η Εγκουέν είναι πράγματι στην Πέτρα. Αν δεν είναι, θα επιστρέψω, και δεν θα ξαναχρησιμοποιήσουμε το δαχτυλίδι, παρά μόνο στην επόμενη κανονισμένη συνάντηση».
Η Ηλαίην την παρακολουθούσε, μ’ ένα προσηλωμένο βλέμμα που την έκανε να τραβήξει τις κάλτσες της με μεγάλη δυσφορία. Δεν έλεγε τίποτα, όμως το ανέκφραστο βλέμμα της υπαινισσόταν ότι η Νυνάβε ίσως έλεγε ψέματα. Έτσι το ένιωθε η Νυνάβε. Δεν τη βοηθούσε το γεγονός ότι μια σκέψη είχε πεταρίσει στα σύνορα του μυαλού της, ότι μπορούσε να μην βάλει το δαχτυλίδι να αγγίξει το δέρμα της όταν θα κοιμόταν· δεν υπήρχε βάσιμος λόγος να πιστεύουν ότι η Εγκουέν θα περίμενε απόψε στην Καρδιά της Πέτρας. Η σκέψη είχε φύγει άπιαστη, η Νυνάβε δεν είχε καθίσει να τη συλλογιστεί, αλλά είχε υπάρξει, και γι’ αυτό τώρα δεν μπορούσε να αντικρίσει το βλέμμα της Ηλαίην. Τι κι αν φοβόταν τη Μογκέντιεν; Ήταν συνετός ο φόβος, όσο κι αν δίσταζε να το παραδεχτεί.
Θα κάνω αυτό που πρέπει. Αγνόησε το ανακάτεμα που ένιωθε στο στομάχι της. Όταν πια κατέβασε την καμιζόλα πάνω από τις κάλτσες, ένιωθε μεγάλη βιασύνη να φορέσει το γαλάζιο φόρεμα και να βγει στη ζέστη, μόνο και μόνο για να γλιτώσει από τα μάτια της Ηλαίην.
Η Ηλαίην τη βοηθούσε να κουμπώσει τις σειρές των μικρών κουμπιών στην πλάτη και κόντευε να τελειώσει —μουρμουρίζοντας ότι κανένας δεν είχε βοηθήσει την ίδια· λες και χρειαζόταν βοήθεια για να βάλεις παντελόνι― όταν η πόρτα της άμαξας άνοιξε με πάταγο, αφήνοντας να μπει μέσα ένα κύμα ζεστού αέρα. Ξαφνιασμένη, η Νυνάβε αναπήδησε και σκέπασε τον κόρφο της και με τα δύο χέρια, προτού προλάβει να εμποδίσει την κίνηση. Όταν μπήκε μέσα η Μπιργκίτε αντί για τον Βάλαν Λούκα, η Νυνάβε προσποιήθηκε ότι έστρωνε το ντεκολτέ της.
Η Μπιργκίτε, σιάζοντας το πανομοιότυπο φόρεμά της από λαμπερό γαλάζιο μετάξι, τράβηξε τη χοντρή μελαχρινή πλεξούδα πάνω από το γυμνό ώμο της μ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης. «Αν θέλεις να τραβήξεις την προσοχή του κόσμου, άσ’ το στην ησυχία του. Είναι ολοφάνερο. Αρκεί να ανασαίνεις βαθιά». Της έκανε μια επίδειξη και μετά γέλασε με το κατσούφικο βλέμμα της Νυνάβε.
Η Νυνάβε προσπάθησε να κρατήσει τα νεύρα της. Αν και δεν ήξερε γιατί. Τώρα δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί ότι αρχικά ένιωθε τύψεις μ’ αυτό που είχε συμβεί. Ο Γκάινταλ Κέιν μάλλον θα χαιρόταν που είχε ξεφύγει απ’ αυτή τη γυναίκα. Και η Μπιργκίτε μπορούσε να χτενίζει τα μαλλιά της όπως ήθελε. Όχι ότι αυτό είχε σχέση με κάτι. «Ήξερα κάποια ίδια με σένα στους Δύο Ποταμούς, Μέριον. Η Κέιλ ήξερε όλους τους φρουρούς των εμπόρων με τα μικρά τους ονόματα και δεν είχε μυστικά από κανέναν τους».
Το χαμόγελο της Μπιργκίτε στένεψε. «Κι εγώ είχα γνωρίσει κάποτε μια γυναίκα σαν και σένα. Η Μαθίνα κοίταζε τους άνδρες αφ’ υψηλού και είχε βάλει να εκτελέσουν έναν φουκαρά που την είχε πετύχει τυχαία να κάνει μπάνιο γυμνή. Δεν την είχαν φιλήσει ποτέ, μέχρι τη στιγμή που ο Ζέρες της έκλεψε ένα φιλί. Έκανε, λες και ανακάλυπτε τους άνδρες για πρώτη φορά. Ξετρελάθηκε τόσο, που ο Ζέρες αναγκάστηκε να πάει να ζήσει στα βουνά για να της ξεφύγει. Πρόσεξε τον πρώτο άνδρα που θα σε φιλήσει. Κάποια στιγμή θα έρθει, δεν μπορεί».
Με τις γροθιές σφιγμένες, η Νυνάβε έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. Ή τουλάχιστον προσπάθησε. Με κάποιον τρόπο, η Ηλαίην ήταν ανάμεσά τους, με τα χέρια σηκωμένα.
«Σταματήστε τώρα αμέσως», είπε, κοιτώντας τες εναλλάξ με υπεροπτικό βλέμμα. «Η Λίνι πάντα έλεγε, “Η αναμονή κάνει τους άνδρες σαν τις αρκούδες στο στάβλο και τις γυναίκες σαν γάτες στο σακί”, αλλά εσείς οι δυο θα βάλετε τα νύχια μέσα τώρα αμέσως! Δεν θα το ανεχθώ άλλο πια!»
Προς έκπληξη της Νυνάβε, η Μπιργκίτε κοκκίνισε και μουρμούρισε μουτρωμένα μια συγγνώμη. Προς την Ηλαίην, φυσικά, αλλά ήταν έκπληξη το ότι είχε ζητήσει συγγνώμη. Η Μπιργκίτε είχε μείνει με την Ηλαίην από επιλογή —δεν υπήρχε λόγος να κρύβεται κι αυτή― αλλά ύστερα από τρεις μέρες η ζέστη την επηρέαζε όσο και την Ηλαίην. Η Νυνάβε έριξε το πιο παγερό βλέμμα της στην Κόρη-Διάδοχο. Είχε καταφέρει και φερόταν ήρεμα όσο περίμεναν, κλεισμένες μαζί —στ’ αλήθεια― όμως η Ηλαίην δεν δικαιούταν να μιλά.
«Λοιπόν», είπε η Ηλαίην με κείνο τον ψυχρό τόνο, «έχεις λόγο που χίμηξες μέσα σαν ταύρος, ή απλώς ξέχασες πώς να χτυπάς;»
Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα της να πει κάτι για γάτες —απλώς μια ευγενική υπενθύμιση― αλλά η Μπιργκίτε την πρόλαβε, αν και μίλησε με πιο τεταμένη φωνή.
«Ο Θομ και ο Τζούιλιν γύρισαν από τη πόλη».
«Γύρισαν!» αναφώνησε η Νυνάβε, και η Μπιργκίτε την κοίταξε, προτού στραφεί πάλι στην Ηλαίην.
«Δεν τους είχες στείλει εσύ;»
«Όχι», είπε σκοτεινά η Ηλαίην.
Προτού η Νυνάβε προλάβει να πει κουβέντα, η Ηλαίην είχε πεταχτεί από την πόρτα, με την Μπιργκίτε κατά πόδας. Μόνο να τις ακολουθήσει μπορούσε, γκρινιάζοντας. Καλά θα έκανε η Ηλαίην να μην πίστευε ότι αυτή έδινε τις διαταγές. Η Νυνάβε ακόμα δεν την είχε συγχωρήσει που είχε αποκαλύψει τόσα πράγματα στους άνδρες.
Η κουφόβραση έξω έμοιαζε ακόμα χειρότερη, παρ’ όλο που ο ήλιος μόλις είχε βγει ψηλότερα από το μουσαμαδένιο τείχος γύρω από το θηριοτροφείο. Προτού καν κατέβει τη σκάλα, το μέτωπό της γέμισε ιδρώτα, αλλά αυτή τη φορά δεν έκανε γκριμάτσα.
Οι δύο άνδρες κάθονταν σε τρίποδα σκαμνάκια πλάι στη φωτιά, τα μαλλιά τους ήταν ανακατεμένα και τα σακάκια έμοιαζαν σαν να ’χαν κυλιστεί στο χώμα. Ένα κόκκινο ρυάκι έσταζε κάτω από ένα πανί, που ο Θομ πίεζε στο κεφάλι του, και κατηφόριζε πάνω από το απλωμένο, ξεραμένο αίμα που σκέπαζε το μάγουλό του και λέκιαζε το μακρύ, λευκό μουστάκι του. Πλάι στο μάτι του Τζούιλιν ξεπρόβαλλε ένα μελανό πρήξιμο, μεγάλο σαν αυγό χήνας· το ραβδί του από ανοιχτόχρωμο, αυλακωτό ξύλο, χοντρό σαν τον αντίχειρά του, το κρατούσε σ’ ένα χέρι που ήταν πρόχειρα τυλιγμένο μ’ ένα ματωμένο επίδεσμο. Το γελοίο κωνικό κόκκινο καπέλο του, που στεκόταν στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, έμοιαζε τσαλαπατημένο.
Από τους ήχους που έρχονταν από τους μουσαμαδένιους τοίχους, καταλάβαινες ότι οι αλογατάρηδες είχαν ήδη πιάσει δουλειά και καθάριζαν τα κλουβιά, και δίχως αμφιβολία η Σεράντιν ήταν μαζί με το σ’ρέντιτ της —οι άνδρες δεν τα ζύγωναν― όμως ακόμα δεν υπήρχε ιδιαίτερο σούσουρο γύρω από τις άμαξες. Ο Πέτρα κάπνιζε την πίπα του με το μακρύ επιστόμιο, ενώ βοηθούσε την Κλαρίν να ετοιμάσει το πρωινό τους. Δύο Τσαβάνα εξέταζαν ένα όργανο του εξοπλισμού τους μαζί με τη Μιούελιν, τη γυναίκα-κόμπο, ενώ οι άλλοι δύο φλυαρούσαν με τις δύο από τις έξι ακροβάτισσες που ο Λούκα είχε αποσπάσει με χρηματικά ανταλλάγματα από την παράσταση της Σίλια Σεράνο. Ισχυρίζονταν ότι ήταν αδελφές ονόματι Μουρασάκα, παρ’ όλο που μεταξύ τους διέφεραν σε εμφάνιση και σε χρώμα δέρματος πιο πολύ απ ’όσο οι Τσαβάνα. Από τις δύο που έστεκαν φορώντας πολύχρωμες μεταξωτές ρόμπες κοντά στον Μπρου και τον Τάερικ, η μία είχε γαλανά μάτια και σχεδόν λευκά μαλλιά, η άλλη δέρμα σκούρο σχεδόν όσο τα μάτια της. Όλοι οι άλλοι ήταν ήδη ντυμένοι για το πρώτο νούμερο της μέρας· οι άνδρες με το στέρνο γυμνό φορούσαν πολύχρωμα παντελόνια, η Μιούελιν αραχνοΰφαντο κόκκινο παντελόνι και στενό ασορτί γιλέκο, η Κλαρίν πράσινη μπλούζα με ψηλό γιακά και πούλιες.
Ο Θομ και ο Τζούιλιν τράβηξαν μερικά βλέμματα, αλλά ευτυχώς κανείς δεν θεώρησε αναγκαίο να έρθει να τους ρωτήσει αν ήταν καλά. Ίσως έφταιγε το ότι κάθονταν τόσο αξιολύπητοι εκεί, με τους ώμους καμπουριασμένους, το βλέμμα στο χώμα μπροστά στις μπότες τους. Σίγουρα ήξεραν ότι τους περίμενε άγρια κατσάδα. Η Νυνάβε αυτό σκόπευε να κάνει.
Η Ηλαίην όμως άφησε μια μικρή κραυγούλα βλέποντας τους και πήγε τρέχοντας να γονατίσει πλάι στον Θομ, με τον προηγούμενο θυμό της να εξανεμίζεται. «Τι έγινε; Αχ, Θομ, το κεφάλι σου. Σε πονάει πολύ, ε; Αυτό ξεπερνά τις ικανότητές μου. Η Νυνάβε θα σε πάρει μέσα να σε φροντίσει. Θομ, παραείσαι μεγάλος για να μπλέκεις σε τέτοιους καυγάδες».
Εκείνος προσπάθησε να τη διώξει αγανακτισμένος, ενώ κρατούσε την κομπρέσα στη θέση της. «Άφησέ με, παιδί μου. Έχω πάθει και χειρότερα πέφτοντας από το κρεβάτι. Κάνε πιο πέρα, επιτέλους».
Η Νυνάβε δεν σκόπευε να Θεραπεύσει τίποτα, παρ’ όλο που ήταν αρκετά θυμωμένη, ώστε να μπορεί. Στήθηκε μπροστά στον Τζούιλιν, με τις γροθιές στους γοφούς και ύφος που έλεγε να αφήσουν τις σαχλαμάρες και να της απαντήσουν αμέσως. «Πού το σκεφτήκατε να φύγετε κρυφά χωρίς να μου το πείτε;» Καλά θα έκανε να δείξει στην Ηλαίην ότι δεν είχε εκείνη το επάνω χέρι. «Αν σας είχαν κόψει το αυτί, αντί να τη γλιτώσετε μ’ ένα μαυρισμένο μάτι, πού θα ξέραμε τι σας συνέβη; Δεν υπήρχε λόγος να φύγετε. Κανένας λόγος! Για το πλοίο έχει κανονιστεί».
Ο Τζούιλιν σήκωσε το βλέμμα και την αγριοκοίταξε, σπρώχνοντας το καπέλο πιο μπροστά στο κεφάλι του. «Έχει κανονιστεί, ε; Γι’ αυτό οι τρεις σας αρχίσατε να τριγυρνάτε σαν―» Σταμάτησε, μόλις ο Θομ βόγκηξε δυνατά και ταλαντεύτηκε.
Όταν ο γερο-βάρδος είχε ησυχάσει την αναστατωμένη Ηλαίην, λέγοντας ότι τον είχε πιάσει απλώς μια περαστική ζαλάδα, ότι άντεχε ακόμα και σε επίσημο χορό να πάει —αφού είχε ρίξει και μια ματιά με νόημα στον Τζούιλιν, ελπίζοντας προφανώς ότι δεν θα την πρόσεχε η Ηλαίην― η Νυνάβε ξαναγύρισε το απειλητικό βλέμμα της στον μελαψό Δακρυνό, για να της πει τι εννοούσε λέγοντας ότι τριγυρνούσαν.
«Καλά που πήγαμε», της είπε εκείνος, με ένταση στη φωνή. «Η Σαμάρα είναι ένα σμάρι ασημόκαρφα γύρω από ένα κομμάτι ματωμένο κρέας. Ο όχλος σε κάθε δρόμο κυνηγά Σκοτεινόφιλους και όσους δεν θέλουν να δεχθούν τον Προφήτη ως τη μοναδική αληθινή φωνή του Αναγεννημένου Δράκοντα».
«Η αρχή έγινε πριν από τρεις περίπου ώρες κοντά στο ποτάμι», παρενέβη ο Θομ και παραδόθηκε στην Ηλαίην, που του καθάριζε το πρόσωπο μ’ ένα βρεγμένο πανί. Έμοιαζε να αγνοεί τα μουρμουρητά της, κάτι οπωσδήποτε δύσκολο, εφόσον η Νυνάβε την άκουγε καθαρά να λέει μεταξύ άλλων, «ανόητος γέρος» και «χρειάζεται κάποια να τον φροντίζει για να μη σκοτωθεί» με τόνο αγανακτισμένο όσο και τρυφερό. «Το πώς έγινε η αρχή, δεν το ξέρω. Άκουσα να κατηγορούν Άες Σεντάι, Λευκομανδίτες, Τρόλοκ, τους πάντες εκτός των Σωντσάν, και, αν ήξεραν το όνομα, θα τους κατηγορούσαν κι αυτούς». Μόρφασε όταν τον πίεσε η Ηλαίην. «Την τελευταία ώρα βρεθήκαμε προσωπικά ανακατεμένοι και δεν προλάβαμε να μάθουμε πολλά».
«Έχουν ανάψει φωτιές», είπε η Μπιργκίτε. Ο Πέτρα και η γυναίκα του την πρόσεξαν που έδειχνε και σηκώθηκαν για να κοιτάξουν κι αυτοί ανήσυχοι. Δύο μαύρες στήλες καπνού υψώνονταν πάνω από το μουσαμαδένιο τοίχο προς την κατεύθυνση της πόλης.
Ο Τζούιλιν σηκώθηκε και κοίταξε τη Νυνάβε κατάματα μ’ ένα σκληρό βλέμμα. «Είναι καιρός να φύγουμε. Ίσως ξεχωρίζουμε από τους άλλους αρκετά για να μας βρει η Μογκέντιεν, αλλά αμφιβάλλω· ο κόσμος τρέχει όπου μπορεί. Σε δυο ώρες δεν θα είναι δύο φωτιές, θα είναι πενήντα· τι καλό θα μας κάνει που την αποφύγαμε, αν μας έχει κάνει χίλια κομμάτια το πλήθος; Όταν διαλύσουν ό,τι διαλύεται μέσα στην πόλη, θα στραφούν στα θηριοτροφεία».
«Μη χρησιμοποιείς αυτό το όνομα», τον αποπήρε η Νυνάβε και κοίταξε την Ηλαίην με σμιγμένα τα φρύδια, αλλά εκείνη δεν την είδε. Ήταν πάντα λάθος να δίνεις πολλές πληροφορίες στους άνδρες. Το πρόβλημα ήταν ότι ο Τζούιλιν είχε δίκιο, αλλά δεν μπορούσες να το παραδεχθείς αυτό αμέσως σ’ έναν άνδρα. «Θα σκεφτώ την πρότασή σου, Τζούιλιν. Δεν θα ήθελα να το βάλουμε άδικα στα πόδια, και μετά να μάθουμε ότι ήρθε πλοίο λίγο μετά την αναχώρησή μας». Αυτός την κοίταξε σαν να ήταν τρελή, και ο Θομ κούνησε το κεφάλι, παρ’ όλο που η Ηλαίην το κρατούσε ακίνητο για να του το πλύνει, αλλά μια μορφή που περνούσε ανάμεσα από τις άμαξες έκανε τη Νυνάβε να χαρεί. «Ίσως να ήρθε κιόλας».
Η ζωγραφισμένη καλύπτρα οφθαλμού του Ούνο και το χαρακωμένο πρόσωπό του, ο κότσος στην κορυφή του κεφαλιού και το σπαθί στην πλάτη του, έκαναν τον Πέτρα και τους Τσαβάνα να νεύσουν φιλικά, και τη Μιούελιν να ανατριχιάσει. Ερχόταν ο ίδιος προσωπικά κάθε απόγευμα, αν και χωρίς τίποτα να αναφέρει. Η παρουσία του τώρα πρέπει να σήμαινε ότι κάτι υπήρχε.
Όπως συνήθως, χαμογέλασε πλατιά στη Μπιργκίτε μόλις την είδε, κι έστρεψε το ορφανό μάτι του με ένα επιδεικτικό βλέμμα στον εκτεθειμένο κόρφο της, κι εκείνη, ως συνήθως, του ανταπέδωσε το χαμόγελο και τον κοίταξε αργά από την κορφή ως τα νύχια. Αυτή τη φορά όμως τη Νυνάβε δεν την ένοιαζε πόσο κατακριτέα ήταν η συμπεριφορά τους. «Υπάρχει πλοίο;»
Το χαμόγελο του Ούνο έσβησε. «Υπάρχει ένα καμ ― ένα πλοίο», είπε σκοτεινά, «αν μπορέσω να σας πάω εκεί ζωντανές».
«Ξέρουμε για τις ταραχές. Σίγουρα δεκαπέντε Σιναρανοί θα μπορέσουν να μας συνοδεύσουν με ασφάλεια».
«Ξέρεις για τις ταραχές», μουρμούρισε εκείνος, κοιτώντας τον Θομ και τον Τζούιλιν. «Που να κ― μήπως ξέρεις επίσης ότι οι άνθρωποι του Μασέμα πολεμούν στους δρόμους με τους Λευκομανδίτες; Ξέρεις ότι διέταξε τους ανθρώπους του να πάρουν την Αμαδισία με τη φωτιά και το σπαθί; Ήδη χιλιάδες έχουν περάσει τον καμ —ααα!― τον ποταμό».
«Μπορεί να είναι έτσι», είπε σταθερά η Νυνάβε, «αλλά περιμένω να κάνεις αυτό που είπες ότι θα κάνεις. Αν θυμάσαι, υποσχέθηκες ότι θα υπακούς σε μένα». Έδωσε λίγη έμφαση στη λέξη κι έριξε στην Ηλαίην μια ματιά με νόημα.
Εκείνη, προσποιούμενη ότι δεν την είδε, σηκώθηκε, με το ματωμένο πανί στο χέρι, στρέφοντας την προσοχή της στον Ούνο. «Ανέκαθεν μου έλεγαν ότι οι Σιναρανοί είναι από τους γενναιότερους στρατιώτες στον κόσμο». Η κοφτερή σαν ξυράφι φωνή της τώρα είχε γίνει όλο βασιλικό μετάξι και μέλι. «Ακουγα πολλές ιστορίες για τη γενναιότητα των Σιναρανών όταν ήμουν παιδί». Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του Θομ, όμως το βλέμμα της έμεινε καρφωμένο στον Ούνο. «Ακόμα τις θυμάμαι. Ελπίζω να τις θυμάμαι πάντα».
Η Μπιργκίτε πλησίασε πιο κοντά και άρχισε να κάνει μασάζ στο λαιμό του Ούνο, ενώ τον κοίταζε κατάματα. Εκείνο το αγριεμένο μάτι στην καλύπτρα δεν φαινόταν να την ταράζει καθόλου. «Τρεις χιλιάδες χρόνια φρουρείτε τη Μάστιγα», είπε απαλά. Απαλά. Δυο μέρες είχε να μιλήσει έτσι στη Νυνάβε! «Τρεις χιλιάδες χρόνια, και ποτέ δεν κάνατε βήμα πίσω που να μην το ανταποδώσετε στο δεκαπλάσιο με το αίμα τους. Μπορεί να μην είναι εδώ το Ενκάρα ή το Σοράλε Στεπ, αλλά ξέρω τι θα κάνετε».
«Τι έκανες», μούγκρισε αυτός, «διάβασες όλες τις καμένες τις ιστορίες για τις καμένες τις Μεθόριες;» Αμέσως μόρφασε και κοίταξε τη Νυνάβε. Καλά έκανε που του είχε πει να προσέχει τη γλώσσα του. Δεν το δεχόταν εύκολα, αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να τον προλάβει να μην ξανακυλήσει, και η Μπιργκίτε κακώς την κοίταζε σμίγοντας τα φρύδια έτσι. «Μπορείς να τους μιλήσεις;» ρώτησε ο Ούνο τον Θομ και τον Τζούιλιν. «Είναι καμ― είναι ανόητες που θέλουν να το δοκιμάσουν».
Ο Τζούιλιν σήκωσε τα χέρια ψηλά και ο Θομ γέλασε δυνατά. «Έχεις γνωρίσει ποτέ σου γυναίκα που να ακούει τη φωνή της λογικής όταν δεν θέλει;» απάντησε ο βάρδος. Μούγκρισε, όταν η Ηλαίην του τράβηξε την κομπρέσα και άρχισε να σκουπίζει την πληγή στο κρανίο ίσως λιγάκι πιο δυνατά απ’ όσο χρειαζόταν.
Ο Ούνο κούνησε το κεφάλι. «Ας με κοροϊδέψουν, τι να κάνω. Αλλά άκου αυτό που σου λέω. Οι άνθρωποι του Μασέμα βρήκαν το πλοίο —Ρίβερσνεηκ, κάπως έτσι― μια ώρα μετά απ’ όταν έδεσε, αλλά το άρπαξαν οι Λευκομανδίτες. Έτσι άρχισε αυτός ο μικροκαυγάς. Τα κακά νέα είναι ότι οι Λευκομανδίτες ακόμα ελέγχουν τους μόλους. Το χειρότερο είναι ότι μπορεί ο Μασέμα να ξέχασε το πλοίο —πήγα να τον δω και δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα για πλοία· όλο λέει πως θέλει να κρεμάσει Λευκομανδίτες και να βάλει την Αμαδισία να γονατίσει μπροστά στον Άρχοντα Δράκοντα, ακόμα κι αν χρειαστεί να πυρπολήσει ολόκληρη τη χώρα για να το καταφέρει― αλλά δεν το είπε σ’ όλους τους δικούς του. Έχουν γίνει μάχες κοντά στο ποτάμι και μπορεί να επαναληφθούν. Θα είναι αρκετά δύσκολο να σας περάσουμε από τα μέρη που γίνονται ταραχές, αλλά, αν γίνεται μάχη στους μόλους, δεν υπόσχομαι τίποτα. Και δεν έχω ιδέα πώς να σας ανεβάσω σ’ ένα πλοίο που είναι στα χέρια των Λευκομανδιτών». Άφησε μια βαθιά ανάσα και σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του με τη ράχη του χαρακωμένου χεριού του. Ήταν φανερή στο πρόσωπό του η ένταση που του είχε προκαλέσει ένα ολόκληρο λογύδριο δίχως βλαστήμιες.
Η Νυνάβε ίσως να έπαιρνε πίσω αυτό που του είχε πει για τη γλώσσα του ― όμως είχε μείνει αποσβολωμένη. Πρέπει να ήταν σύμπτωση. Φως μου, ζήτησα πλοίο με κάθε τρόπο, αλλά δεν εννοούσα αυτό. Όχι αυτό! Δεν ήξερε γιατί την κοίταζαν τόσο ανέκφραστα η Ηλαίην και η Μπιργκίτε. Ήξεραν ό,τι ήξερε και η ίδια, και καμία δεν είχε αναφέρει αυτό το ενδεχόμενο. Οι τρεις άνδρες αντάλλαξαν ματιές, προφανώς νιώθοντας ότι κάτι έτρεχε, προφανώς χωρίς να ξέρουν τι, κάτι για το οποίο η Νυνάβε ευχαρίστησε το Φως. Ήταν πολύ καλύτερα όταν δεν ήξεραν τα πάντα.
Πρέπει να ήταν σύμπτωση.
Κατά κάποιον τρόπο, χάρηκε, βλέποντας έναν ακόμα άνδρα που περνούσε ανάμεσα από τις άμαξες· της έδινε την ευκαιρία να τραβήξει το βλέμμα της από την Ηλαίην και την Μπιργκίτε. Κατά έναν άλλο, η εικόνα του Γκάλαντ την έκανε να μουδιάσει.
Φορούσε απλά καφέ ρούχα και ένα ίσιο βελούδινο καπέλο, αντί για το συνηθισμένο λευκό μανδύα και τη στιλβωμένη πανοπλία, αλλά είχε ακόμα το σπαθί στο γοφό. Δεν είχε ξανάρθει στις άμαξες και το πρόσωπό του είχε δραματικά αποτελέσματα. Η Μιούελιν έκανε ασυναίσθητα ένα βήμα πιο κοντά του και οι δύο λεπτές ακροβάτισσες έγειραν μπροστά με το στόμα ανοιχτό. Οι Τσαβάνα ήταν σαν να μην υπήρχαν, και είχαν πάρει μια μουτρωμένη έκφραση γι’ αυτό. Ακόμα και η Κλαρίν έσιαξε το φόρεμά της, καθώς τον κοίταζε, ώσπου ο Πέτρα έβγαλε την πίπα από το στόμα και της είπε κάτι. Τότε εκείνη τον πλησίασε εκεί που καθόταν, γέλασε, του έπιασε το πρόσωπο και το ακούμπησε στον αφράτο κόρφο της. Αλλά τα μάτια της ακόμα ακολουθούσαν τον Γκάλαντ πάνω από το κεφάλι του συζύγου της.
Η Νυνάβε, με τη διάθεση που είχε, δεν επηρεαζόταν από ένα ωραίο πρόσωπο, και η ανάσα της σχεδόν δεν έγινε πιο κοφτή. «Εσύ ήσουν, ε;» τον ρώτησε επιτακτικά, προτού καν την πλησιάσει. «Εσύ άρπαξες το Ρίβερσνεηκ, σωστά; Γιατί;»
«Το Ριβερσέρπεντ», τη διόρθωσε αυτός, κοιτώντας την απορημένος. «Μου ζήτησες να σου βρω πλοίο».
«Δεν σου ζήτησα να ξεκινήσεις ταραχές!»
«Ταραχές;» παρενέβη η Ηλαίην. «Πόλεμο. Εισβολή. Όλα άρχισαν γι’ αυτό το πλοίο».
Ο Γκάλαντ απάντησε γαλήνια, «Έδωσα στη Νυνάβε το λόγο μου, αδελφή μου. Το πρώτο μου καθήκον είναι να σε δω να ξεκινάς με ασφάλεια προς το Κάεμλυν. Και η Νυνάβε, φυσικά. Τα Τέκνα κάποια στιγμή θα αναγκάζονταν να πολεμήσουν αυτόν τον Προφήτη».
«Δεν μπορούσες απλώς να μας πεις ότι ήρθε το πλοίο;» ρώτησε κουρασμένα η Νυνάβε. Αχ, αυτοί οι άνδρες και ο λόγος της τιμής τους. Ήταν κάτι αξιέπαινο κάποιες φορές, αλλά κακώς δεν είχε ακούσει την Ηλαίην, όταν της έλεγε ότι ο Γκάλαντ θα έκανε αυτό που θεωρούσε σωστό, όποιος κι αν πληγωνόταν.
«Δεν ξέρω για ποιο λόγο ήθελε ο Προφήτης το πλοίο, αλλά αμφιβάλλω αν το ήθελε για να σου προσφέρει πέρασμα στον ποταμό». Η Νυνάβε μόρφασε. «Εκτός αυτού, πλήρωσα στον καπετάνιο τα ναύλα σου ενώ ακόμα ξεφόρτωνε το φορτίο του. Άφησα δυο άνδρες να προσέχουν μήπως ξεκινήσει χωρίς εσένα, και μια ώρα μετά ο ένας ήρθε να μου πει ότι ο άλλος είχε σκοτωθεί και ότι ο Προφήτης είχε πάρει το πλοίο. Δεν καταλαβαίνω γιατί ταράζεσαι. Ήθελες πλοίο, χρειαζόσουν πλοίο, και σου το βρήκα». Ο Γκάλαντ, σμίγοντας τα φρύδια, απευθύνθηκε στον Θομ και στον Τζούιλιν. «Τι έχουν πάθει αυτές; Γιατί όλο κοιτάζονται μεταξύ τους;»
«Γυναίκες», είπε απλά ο Τζούιλιν, και για τον κόπο του έφαγε μια σφαλιάρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού από την Μπιργκίτε. Γύρισε και την αγριοκοίταξε.
«Οι αλογόμυγες τσιμπάνε άσχημα», του είπε αυτή χαμογελώντας, και η άγρια ματιά του έγινε αβέβαιη καθώς έστρωνε το καπέλο του.
«Μπορούμε να κάτσουμε όλη μέρα να συζητάμε το σωστό και το λάθος», είπε ξερά ο Θομ, «ή μπορούμε να πάρουμε αυτό το πλοίο. Τα ναύλα είναι πληρωμένα και τώρα ο καπετάνιος αποκλείεται να δώσει τα λεφτά πίσω».
Η Νυνάβε μόρφασε ξανά. Μ’ όποιο νόημα κι αν το. είχε πει, αυτή το είχε εννοήσει με το δικό της τρόπο.
«Ίσως δυσκολευτούμε να φτάσουμε στο ποτάμι», είπε ο Γκάλαντ. «Φόρεσα τέτοια ρούχα επειδή τα Τέκνα αυτή τη στιγμή δεν είναι πολύ αγαπητά στη Σαμάρα, όμως οι όχλοι μπορεί να επιτεθούν στον οποιονδήποτε». Κοίταξε με αμφιβολία τον Θομ, με τα λευκά μαλλιά και τα μακριά λευκά μουστάκια του, και τον Τζούιλιν κάπως πιο σίγουρα —ακόμα κι έτσι ταλαιπωρημένος, ο Δακρυνός φαινόταν δυνατός και σκληροτράχηλος― και μετά στράφηκε στον Ούνο. «Πού είναι ο φίλος σου; Θα μας φανεί χρήσιμο άλλο ένα σπαθί, μέχρι να φτάσουμε στους άνδρες μου».
Ο Ούνο πήρε ένα δολοφονικό χαμόγελο. Προφανώς δεν συμπαθούνταν τώρα περισσότερο απ’ όσο σε κείνη την πρώτη συνάντησή τους. «Εδώ γύρω. Και μπορεί να ’χω έναν-δυο ακόμα. Θα τις πάω ως το πλοίο, αν μπορέσετε να το κρατήσετε εσείς οι Λευκομανδίτες. Ακόμα κι αν δεν μπορέσετε».
Η Ηλαίην άνοιξε το στόμα, όμως η Νυνάβε βιάστηκε να μιλήσει. «Φτάνει πια, το λέω και για τους δύο!» Η Ηλαίην θα άρχιζε πάλι τα γλυκά λογάκια της. Μπορεί να έφερναν αποτέλεσμα, όμως η Νυνάβε ήθελε να ξεσπάσει. Σε κάτι, οτιδήποτε. «Πρέπει να κινηθούμε γρήγορα». Έπρεπε να είχε σκεφτεί τι μπορεί να συμβεί όταν βάλεις δυο τρελούς να πετύχουν τον ίδιο στόχο. «Ούνο, μάζεψε τους υπόλοιπους ανθρώπους σου, όσο πιο γρήγορα μπορείς». Αυτός προσπάθησε να της πει ότι περίμεναν στην άλλη μεριά του θηριοτροφείου, αλλά εκείνη συνέχισε ακάθεκτη. Ήταν τρελοί, και οι δύο. Όλοι οι άνδρες ήταν τρελοί! «Γκάλαντ, εσύ―»
«Σηκωθείτε και μαζευτείτε!» Η φωνή του Λούκα έκοψε τα λόγια της, καθώς έτρεχε ανάμεσα στις άμαξες, κουτσαίνοντας, με μια μεγάλη μελανιά στο πλάι του κεφαλιού του. Η πορφυρή κάπα του ήταν λερωμένη και σχισμένη. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο Θομ κι ο Τζούιλιν δεν ήταν οι μόνοι που είχαν μπει στην πόλη. «Μπρου, πες στους αλογατάρηδες να ζέψουν τα άλογα! Θα πρέπει να εγκαταλείψουμε το μουσαμά», είπε, κάνοντας μια γκριμάτσα, «αλλά θέλω σε μια ώρα να έχουμε ξεκινήσει! Αντάγια, Κούαν, πάρτε τις αδελφές σας! Ξυπνήστε όποιον κοιμάται ακόμα και, αν πλένονται, πείτε τους να ντυθούν άπλυτοι ή να έρθουν γυμνοί! Βιαστείτε, εκτός αν θέλετε να χαιρετήσετε τον Προφήτη και να πάτε σηκωτοί στην Αμαδισία! Ο Τσιν Ακίμα έχασε το κεφάλι του, μαζί με τους μισούς καλλιτέχνες του, ενώ μαστίγωσαν τη Σίλια Σεράνο και καμιά ντουζίνα δικούς της, επειδή καθυστερούσαν πολύ! Κουνηθείτε!» Μέχρι να τα πει αυτά, όλοι εκεί, εκτός απ’ όσους ήταν γύρω από την άμαξα της Νυνάβε, είχαν αρχίσει να τρέχουν.
Ο Λούκα βράδυνε το χωλό του βήμα όταν πλησίασε, κοιτώντας επιφυλακτικά τον Γκάλαντ. Και τον Ούνο επίσης, αν και τον μονόφθαλμο τον είχε ξαναδεί δυο φορές. «Νάνα, θέλω να μιλήσουμε», είπε χαμηλόφωνα. «Μόνοι μας».
«Δεν θα έρθουμε μαζί σου, αφέντη Λούκα», του είπε αυτή.
«Μόνοι μας», της είπε, αρπάζοντάς την από το χέρι, και την τράβηξε απόμερα.
Η Νυνάβε κοίταξε πίσω για να πει στους άλλους να μην αναμιχθούν ― και βρήκε ότι δεν χρειαζόταν. Η Ηλαίην και η Μπιργκίτε έτρεχαν στο μουσαμαδένιο τοίχο που περιέκλειε το θηριοτροφείο, και οι τέσσερις άνδρες, ρίχνοντας μόνο μερικές ματιές σ’ αυτήν και τον Λούκα, το είχαν ρίξει στη συζήτηση. Ξεφύσηξε δυνατά. Άνδρες να σου πετύχουν, που έβλεπαν να τραβάνε με τη βία μια γυναίκα χωρίς να κάνουν τίποτα.
Τράβηξε το χέρι της και συνέχισε να περπατά πλάι στον Λούκα, ενώ τα μεταξωτά φουστάνια της άφηναν ένα δυνατό θρόισμα που έδειχνε τη δυσαρέσκειά της. «Φαντάζομαι ότι θα θέλεις τα λεφτά σου, τώρα που φεύγουμε. Θα τα πάρεις λοιπόν. Εκατό χρυσά μάρκα. Αν και νομίζω ότι πρέπει να κόψεις κάτι για την άμαξα και τα άλογα που αφήνουμε πίσω. Και για τα κέρδη που φέραμε. Αυξήσαμε τον αριθμό των πελατών σου. Η Μορέλιν και ο Τζούιλιν που υψοπερπατούσαν, εγώ με τα βέλη, ο Θομ―»
«Νομίζεις ότι θέλω το χρυσάφι, κυρά μου;» ρώτησε εκείνος απότομα, γυρνώντας προς το μέρος της. «Αν το ήθελα, θα το ζητούσα από τη μέρα που πρωτοπεράσαμε το ποτάμι. Το ζήτησα; Αναρωτήθηκες ποτέ γιατί όχι;»
Άθελά της, έκανε ένα βήμα πίσω και σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος της. Κι αμέσως ευχήθηκε να μην το είχε κάνει· αυτή η στάση τόνιζε και με το παραπάνω αυτό που άφηνε εκτεθειμένο. Από πείσμα, δεν άλλαξε θέση στα χέρια της —δεν ήθελε να του δώσει την εντύπωση ότι ήταν ταραγμένη, ειδικά αφού ήταν― όμως η έκπληξη ήταν ότι τα μάτια του έμειναν καρφωμένα στα δικά της. Μπορεί να ήταν άρρωστος. Ποτέ άλλοτε δεν απέφευγε να κοιτάξει τον κόρφο της και, αν ο Βάλαν Λούκα δεν ενδιαφερόταν ούτε για κόρφους ούτε για χρυσάφι... «Αν δεν είναι για το χρυσάφι, τότε γιατί θες να μιλήσουμε;»
«Σ’ όλο το δρόμο γυρνώντας από την πόλη», είπε εκείνος αργά, ακολουθώντας την, «σκεφτόμουν ότι τώρα πια θα φύγετε». Αυτή αρνήθηκε να οπισθοχωρήσει κι άλλο, ακόμα κι όταν αυτός κατέληξε να ορθωθεί πάνω της και να χαμηλώσει το βλέμμα με προσήλωση. Τουλάχιστον ακόμα κοίταζε το πρόσωπό της. «Δεν ξέρω από πού το σκας, Νάνα. Μερικές φορές, σχεδόν πιστεύω το παραμύθι σας. Η Μορέλιν σίγουρα έχει έναν αέρα αριστοκράτισσας πάνω της, αν μη τι άλλο. Όμως εσύ δεν ήσουν ποτέ υπηρέτρια αρχόντισσας. Τις τελευταίες μέρες, νόμιζα ότι θα σας δω να κυλιέστε στο χώμα και να ξεριζώνετε η μια τα μαλλιά της άλλης, Κι ότι μπορεί να έμπαινε και η Μέριον στον αγώνα». Πρέπει να είχε διακρίνει κάτι στην έκφρασή της, γιατί ξερόβηξε και συνέχισε να μιλά γοργά. «Το θέμα είναι ότι μπορώ να βρω κάποια άλλη για να τη σημαδεύει η Μέριον. Ουρλιάζεις τόσο όμορφα, που όλοι θα πίστευαν ότι είσαι πράγματι τρομαγμένη, αλλά―» Ξερόβηξε ξανά, ακόμα πιο βιαστικά, και αποτραβήχτηκε. «Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι θέλω να μείνεις. Εκεί έξω υπάρχει ένας πλατύς κόσμος, χίλιες πόλεις που περιμένουν μια παράσταση σαν τη δική μου, και αυτό που σε κυνηγά δεν θα σε βρει ποτέ μαζί μου. Κάποιοι από τους ανθρώπους του Ακίμα, και μερικοί της Σίλια που δεν τους πέταξαν στην άλλη μεριά του ποταμού ― θα έρθουν μαζί μου. Η παράσταση του Βάλαν Λούκα θα είναι η πιο λαμπρή που έχει δει ποτέ ο κόσμος».
«Να μείνω; Γιατί να μείνω; Σου είπα από την αρχή ότι απλώς θέλουμε να φτάσουμε στην Γκεάλνταν, και τίποτα δεν έχει αλλάξει».
«Γιατί; Μα, για να γεννήσεις τα παιδιά μου, φυσικά». Πήρε το χέρι της στα χέρια του. «Νάνα, η ματιά σου μου πίνει την ψυχή, τα χείλη σου πυρπολούν την καρδιά μου, οι ώμοι σου στέλνουν το σφυγμό μου στα ύψη, το―»
Εκείνη τον διέκοψε βιαστικά. «Θέλεις να με παντρευτείς;» τον ρώτησε χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά της.
«Να σε παντρευτώ;» Ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Ε...α... ναι. Ναι, φυσικά». Η φωνή του πήρε πάλι φόρα, πίεσε τα δάχτυλά του στα χείλη της. «Θα παντρευτούμε στην πρώτη πόλη που θα μπορέσω να το κανονίσω. Ποτέ άλλοτε δεν ζήτησα από γυναίκα να με παντρευτεί».
«Το πιστεύω», του είπε αυτή ξεψυχισμένα. Δυσκολεύτηκε να τραβήξει το χέρι της. «Καταλαβαίνω την τιμή που μου κάνεις, αφέντη Λούκα, αλλά―»
«Βάλαν, Νάνα. Βάλαν».
«Αλλά πρέπει να απορρίψω την πρόταση. Είμαι αρραβωνιασμένη με άλλον». Μα ήταν, τρόπον τινά. Ο Λαν Μαντράγκοραν μπορεί να θεωρούσε ότι το σφραγιδοφόρο δαχτυλίδι του ήταν απλώς ένα δώρο, όμως αυτή το έβλεπε διαφορετικά. «Και θα φύγω».
«Θα ’πρεπε να σε δέσω και να σε κουβαλήσω μαζί μου». Τα χώματα και τα σκισίματα χάλασαν κάπως το μεγαλοπρεπές ανέμισμα της κάπας του, καθώς όρθωνε το ανάστημά του. «Με τον καιρό, θα ξεχνούσες αυτόν τον άλλο».
«Για δοκίμασε, και θα βάλω τον Ούνο να σου δείξει, θα εύχεσαι να σε είχαν κάνει κομματάκια για λουκάνικο». Ο ανόητος δεν πτοήθηκε σχεδόν καθόλου μ’ αυτό. Η Νυνάβε κάρφωσε το δάχτυλό της στο στέρνο του. «Δεν με ξέρεις, Βάλαν Λούκα. Δεν ξέρεις τίποτα για μένα. Οι εχθροί μου, αυτοί που απορρίπτεις τόσο ανέμελα, θα σε έκαναν να βγάλεις το δέρμα σου και να χορέψεις με τα κόκαλά σου, και θα χαιρόσουν που δεν σου κάνουν τίποτα χειρότερο. Λοιπόν. Φεύγω, και δεν έχω χρόνο για ν’ ακούω τις ασυναρτησίες σου. Όχι, μην πεις άλλα! Το αποφάσισα, και δεν μου αλλάζεις γνώμη, γι’ αυτό σταμάτα».
Ο Λούκα βαριαναστέναξε. «Είσαι η μοναδική γυναίκα για μένα, Νάνα. Ας διαλέγουν οι άλλοι άνδρες ανιαρές γυναίκες, που τους κολακεύουν και αναστενάζουν ντροπαλά. Εσένα κάθε φορά που θα ήθελε να σε πλησιάσει ένας άνδρας, θα ήξερε ότι πρέπει να περάσει από τη φωτιά και να δαμάσει μια λιονταρίνα με γυμνά τα χέρια. Κάθε μέρα θα ήταν μια περιπέτεια και κάθε νύχτα...» Εκείνη παραλίγο θα του έστριβε και τα δύο αυτιά για το χαμόγελο του. «Θα σε ξαναβρώ, Νάνα, και θα με διαλέξεις. Το ξέρω εδώ μέσα». Χτύπησε δραματικά το στήθος του και ανέμισε ακόμα πιο επιδεικτικά την κάπα του. «Το ξέρεις κι εσύ η ίδια, πολυαγαπημένη μου Νάνα. Στη γλυκιά καρδιά σου, το ξέρεις».
Η Νυνάβε δεν ήξερε αν έπρεπε να κουνήσει το κεφάλι ή να μείνει χάσκοντας. Οι άνδρες ήταν τρελοί. Όλοι τους.
Εκείνος επέμεινε να τη συνοδεύσει ως την άμαξά της, κρατώντας της το χέρι σαν να πήγαιναν σε χορό.
Όπως προχωρούσε ανάμεσα στη φασαρία των αλογατάρηδων που έτρεχαν να ζέψουν τα άλογα, στην οχλοβοή των ανδρών που φώναζαν, στα άλογα που χλιμίντριζαν, στις αρκούδες που μούγκριζαν, στις αναστατωμένες λεοπαρδάλεις, η Ηλαίην γκρίνιαζε μέσα από τα δόντια της χειρότερα από τα ζώα. Η Νυνάβε δεν είχε δικαίωμα να της λέει ότι έδειχνε τα πόδια της. Είδε δει πώς είχε σταθεί η Νυνάβε με στητό το κορμί όταν εμφανίστηκε ο Βάλαν Λούκα. Κι επίσης πώς ανάσαινε βαθύτερα. Το ίδιο επίσης είχε κάνει για τον Γκάλαντ. Η Ηλαίην δεν απολάμβανε το να φορά παντελόνια. Ήταν βεβαίως πιο άνετα και πιο δροσερά από τα φουστάνια. Καταλάβαινε γιατί η Μιν προτιμούσε να φορά ανδρικά ρούχα. Σχεδόν. Το πρόβλημα ήταν να ξεπεράσει την αίσθηση ότι το σακάκι ήταν ένα φόρεμα που μόλις της σκέπαζε τους γοφούς. Μόλις που το είχε καταφέρει. Όχι ότι θα το έλεγε στη Νυνάβε, με τη φαρμακερή γλώσσα της. Η Νυνάβε έπρεπε να είχε καταλάβει ότι ο Γκάλαντ αψηφούσε οποιοδήποτε κόστος προκειμένου να τηρήσει την υπόσχεσή του. Της τα είχε πει τόσες φορές. Και από πάνω, είχε πάει και είχε μπλέξει τον Προφήτη! Η Νυνάβε έπραττε χωρίς να σκέφτεται τι έκανε.
«Είπες τίποτα;» τη ρώτησε η Μπιργκίτε. Είχε μαζέψει τα φουστάνια της στο ένα χέρι για να προχωρά γρήγορα, γυμνώνοντας ξεδιάντροπα τα πόδια της από τα γαλάζια μπροκάρ γοβάκια ως πολύ πάνω από τα γόνατα, και οι ψιλές μεταξωτές κάλτσες κάλυπταν λιγότερα από ένα παντελόνι.
Η Ηλαίην σταμάτησε επί τόπου. «Τι γνώμη έχεις για τα ρούχα που φοράω;»
«Σου επιτρέπουν ελευθερία κινήσεων», είπε σκεπτικά η άλλη. Η Ηλαίην ένευσε. «Ευτυχώς, βέβαια, που ο πισινός σου δεν είναι πολύ μεγάλος, γιατί τόσο στενό που είναι αυτό το―»
Η Ηλαίην προχώρησε με μεγάλες, οργισμένες δρασκελιές, τραβώντας πιο χαμηλά το σακάκι με απότομες, κοφτές κινήσεις.
Η γλώσσα της Μπιργκίτε δεν υστερούσε σε τίποτα μπροστά στη γλώσσα της Νυνάβε. Η Ηλαίην θα έπρεπε να της είχε ζητήσει κάποιον όρκο υπακοής, ή τουλάχιστον να της δείχνει τον προσήκοντα σεβασμό. Θα έπρεπε να το θυμάται αυτό όταν θα ερχόταν η ώρα να δεσμεύσει τον Ραντ. Η Μπιργκίτε την πρόφτασε, με μια ξινή έκφραση, σαν να είχε ξεπεράσει εκείνη τα όριά της, και συνέχισαν αμίλητες.
Η Σωντσάν με τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά και τις πράσινες πούλιες χρησιμοποιούσε το βούκεντρό της για να καθοδηγήσει το πελώριο αρσενικό σ’ρέντιτ, καθώς το κεφάλι του έσπρωχνε τη βαριά άμαξα που είχε το κλουβί του λιονταριού με τη μαύρη χαίτη. Ένας αλογατάρης με φθαρμένο δερμάτινο γιλέκο κρατούσε το ρυμό και οδηγούσε την άμαξα εκεί που θα μπορούσαν να ζέψουν πιο εύκολα τα άλογα. Το λιοντάρι έκανε βόλτες, μαστίγωνε με την ουρά του και κάποιες φορές άφηνε ένα ξερό βήξιμο, που έμοιαζε με προοίμιο βρυχηθμού.
«Σεράντιν», είπε η Ηλαίην, «πρέπει να σου μιλήσω».
«Μια στιγμή, Μορέλιν». Με την προσοχή στραμμένη στο γκρίζο ζώο με τους χαυλιόδοντες, η βαριά, μπερδεμένη λαλιά της ήταν σχεδόν ακατάληπτη.
«Τώρα, Σεράντιν. Δεν έχουμε χρόνο».
Η γυναίκα όμως άφησε το σ’ρέντιτ και γύρισε να τη δει μονάχα όταν ο αλογατάρης φώναξε ότι η άμαξα ήταν στη σωστή θέση. Τότε είπε ανυπόμονα, «Τι θέλεις, Μορέλιν; Έχω πολλή δουλειά ακόμα. Και θα ήθελα να αλλάξω· αυτό το φόρεμα δεν κάνει για ταξίδι». Το ζώο στεκόταν περιμένοντας υπομονετικά πίσω της.
Η Ηλαίην έσφιξε λιγάκι το στόμα. «Φεύγουμε, Σεράντιν».
«Ναι, το ξέρω. Οι ταραχές. Αυτά τα πράγματα έπρεπε να απαγορεύονται. Αν ο Προφήτης θελήσει να μας πειράξει, θα μάθει τι μπορούν να κάνουν ο Μερ και η Σάνιτ». Έστριψε για να ξύσει με το βούκεντρό της τον όλο ζάρες ώμο του Μερ, κι εκείνος της άγγιξε τον ώμο με τη μακριά μύτη του. Την «προβοσκίδα», όπως την έλεγε η Σεράντιν. «Μερικοί προτιμούν τα λόπαρ ή τα γκρολμ για μάχη, αλλά, αν χρησιμοποιήσεις σωστά τα σ’ρέντιτ―»
«Κλείσε το στόμα και άκου με», είπε με σταθερό τόνο η Ηλαίην. Της ήταν δύσκολο να κρατά την αξιοπρέπειά της, με τη Σωντσάν από τη μια μεριά να μην καταλαβαίνει, και την Μπιργκίτε από την άλλη να στέκεται δίπλα της με τα χέρια σταυρωμένα. Ήταν σίγουρη ότι η Μπιργκίτε καραδοκούσε για να πετάξει κάτι τσουχτερό. «Δεν εννοώ το θηριοτροφείο. Εννοώ εμένα και τη Νάνα κι εσένα. Θα μπαρκάρουμε σε πλοίο τώρα το πρωί. Σε λίγες ώρες, θα είμαστε για πάντα μακριά από τον Προφήτη».
Η Σεράντιν κούνησε αργά το κεφάλι. «Ελάχιστα ποταμόπλοια μπορούν να μεταφέρουν σ’ρέντιτ, Μορέλιν. Ακόμα κι αν βρήκες τέτοιο, τι θα κάνουν; Τι θα κάνω εγώ; Δεν νομίζω ότι θα μπορώ να κερδίσω όσα εδώ με τον αφέντη Λούκα, ακόμα κι αν εσύ υψοπερπατάς και η Μέριον σημαδεύει με το τόξο της. Και υποθέτω ότι ο Θομ θα κάνει ταχυδακτυλουργικά. Όχι. Όχι, είναι καλύτερο να μείνουμε με το θηριοτροφείο».
«Τα σ’ρέντιτ θα πρέπει να μείνουν εδώ», παραδέχθηκε η Ηλαίην, «αλλά είμαι βέβαιη ότι ο αφέντης Λούκα θα τα προσέχει. Δεν θα δίνουμε παραστάσεις, Σεράντιν. Δεν θα χρειάζεται πια. Εκεί που πάω υπάρχουν κάποιες που θα ήθελαν να μάθουν για...» Συνειδητοποίησε ότι ο αλογατάρης, ένας κοκαλιάρης με αταίριαστη χοντρή μύτη, στεκόταν κοντά και μπορούσε να τις ακούσει. «...για το μέρος απ’ όπου ήρθες. Πολύ περισσότερα απ’ όσα μας έχεις ήδη πει». Όχι, δεν άκουγε. Κοίταζε πρόστυχα. Εναλλάξ τον κόρφο της Μπιργκίτε και τα πόδια της Ηλαίην. Εκείνη τον κοίταξε, το αυθάδικο βλέμμα του πάγωσε, και ξαναγύρισε στις δουλειές του.
Η Σεράντιν κουνούσε πάλι το κεφάλι. «Πρέπει να αφήσω τον Μερ και τη Σάνιτ και τη Νέριν στη φροντίδα ανθρώπων που φοβούνται να τα ζυγώσουν; Όχι, Μορέλιν. Θα μείνουμε με τον αφέντη Λούκα. Κι εσείς επίσης. Είναι πολύ καλύτερο. Θυμάσαι πόσο ταλαιπωρημένες ήσασταν τη μέρα που ήρθατε; Δεν θέλεις να ξαναγυρίσετε σ’ αυτά».
Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα και την πλησίασε κι άλλο. Μόνο η Μπιργκίτε ήταν αρκετά κοντά για να τις ακούει, αλλά δεν ήθελε να το ρισκάρει έτσι ανόητα. «Σεράντιν, το αληθινό μου όνομα είναι Ηλαίην του Οίκου Τράκαντ, Κόρη-Διάδοχος του Άντορ. Κάποια μέρα θα είμαι Βασίλισσα του Άντορ».
Με βάση τη συμπεριφορά της Σεράντιν την πρώτη μέρα και πολύ περισσότερο με βάση όσα είχε πει για τους Σωντσάν, αυτό θα έπρεπε να αρκεί για να καταπνίξει τις όποιες αντιρρήσεις της. Αντιθέτως, η Σεράντιν την κοίταξε κατάματα. «Ισχυρίστηκες ότι είσαι αρχόντισσα την πρώτη μέρα που ήρθες, αλλά...» Σούφρωσε τα χείλη και κοίταξε το παντελόνι της Ηλαίην. «Είσαι πολύ καλή στο υψοπερπάτημα, Μορέλιν. Με την εξάσκηση ίσως κάποια μέρα να είσαι αρκετά καλή για να κάνεις παράσταση μπροστά στην Αυτοκράτειρα. Όλοι έχουν μια θέση και όλοι πρέπει να είναι στη θέση τους».
Η Ηλαίην έμεινε για μια στιγμή ν’ ανοιγοκλείνει το στόμα της χωρίς να βγάζει ήχο. Η Σεράντιν δεν την πίστευε! «Αρκετή ώρα σπατάλησα, Σεράντιν».
Έκανε να την πιάσει από το μπράτσο, για να τη σύρει από κει, αν χρειαζόταν, αλλά η Σεράντιν της έπιασε το χέρι, το έστριψε και η Ηλαίην, γουρλώνοντας τα μάτια και αφήνοντας μια ψιλή κραυγούλα, βρέθηκε να πατά στις μύτες των ποδιών της και να αναρωτιέται αν θα έσπαζε πρώτα ο καρπός της και μετά θα έβγαινε το μπράτσο από την άρθρωσή του. Η Μπιργκίτε απλώς στεκόταν εκεί με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από το στήθος της και είχε το θράσος να σηκώσει το φρύδι ερωτηματικά!
Η Ηλαίην έτριξε τα δόντια της. Δεν θα ζητούσε βοήθεια. «Άφησέ με, Σεράντιν», είπε με απαιτητικό ύφος, ενώ ευχόταν να μην ακουγόταν τόσο τρεμουλιαστή η φωνή της. «Άφησέ με, είπα!»
Η Σεράντιν την άφησε έπειτα από μια στιγμή κι έκανε πίσω επιφυλακτικά. «Είσαι φίλη μου, Μορέλιν, και πάντα θα είσαι. Θα μπορούσες κάποια μέρα να γίνεις αρχόντισσα. Έχεις τους τρόπους και, αν προσελκύσεις έναν άρχοντα, ίσως σε πάρει για άσα του. Μερικές φορές οι άσα γίνονται σύζυγοι. Πήγαινε με το Φως, Μορέλιν. Πρέπει να τελειώσω τη δουλειά μου». Άπλωσε το βούκεντρο, για να τυλίξει ο Μερ την προβοσκίδα του γύρω απ’ αυτό, και το μεγάλο ζώο την άφησε να το οδηγήσει.
«Σεράντιν», είπε κοφτά η Ηλαίην. «Σεράντιν!» Η γυναίκα με τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά δεν γύρισε να κοιτάξει. Η Ηλαίην αγριοκοίταξε την Μπιργκίτε. «Ευχαριστώ για τη βοήθεια», μούγκρισε και ξεκίνησε, προτού η άλλη προλάβει να απαντήσει.
Η Μπιργκίτε την πρόφτασε και συνέχισε βαδίζοντας δίπλα της. «Απ’ ό,τι άκουγα κι απ’ ό,τι έχω δει, αφιέρωσες πολλές ώρες για να διδάξεις σ’ αυτή τη γυναίκα αποφασιστικότητα. Νόμιζες πως θα σε βοηθούσα να της την πάρεις πίσω;»
«Δεν προσπάθησα να κάνω κάτι τέτοιο», μουρμούρισε η Ηλαίην. «Προσπάθησα να την προφυλάξω. Είναι μακριά από την πατρίδα της, ξένη όπου κι αν πάει, και υπάρχουν κάποιοι που δεν θα της φέρονταν με το γάντι, αν μάθαιναν από πού προέρχεται».
«Μια χαρά τη βλέπω να προφυλάσσει τον εαυτό της», είπε ξερά η Μπιργκίτε. «Αλλά, βέβαια, μήπως της το δίδαξες κι αυτό εσύ; Ίσως ήταν ανήμπορη προτού τη βρεις». Η ματιά της Ηλαίην δεν έμοιαζε να την αγγίζει καθόλου, σαν πάγος που γλιστρούσε σε ζεστό ατσάλι.
«Απλώς στεκόσουν και την κοίταζες. Υποτίθεται ότι είσαι η...» Κοίταξε γύρω της· μια απλή ματιά έριξε μόνο, όμως οι αλογατάρηδες έσκυψαν αμέσως το κεφάλι. «Πρόμαχός μου. Υποτίθεται ότι θα με βοηθάς να υπερασπιστώ τον εαυτό μου όταν δεν μπορώ να διαβιβάσω».
Κι η Μπιργκίτε κοίταξε ολόγυρα, δυστυχώς όμως δεν υπήρχε κανείς κοντά για να αναγκαστεί να προσέξει τα λόγια της. «Θα σε υπερασπιστώ όταν είσαι σε κίνδυνο, αλλά, αν ο κίνδυνος είναι μήπως σε βάλουν στο γόνατο και σε δείρουν, επειδή φέρεσαι σαν κακομαθημένο παιδάκι, τότε θα πρέπει να αποφασίσω αν είναι καλύτερα να σε αφήσω να μάθεις ένα μάθημα που θα σε γλιτώσει από κάτι αντίστοιχο ή χειρότερο στο μέλλον. Να της λες ότι είσαι διάδοχος ενός θρόνου! Αν είναι δυνατόν. Αν θες να γίνεις Άες Σεντάι, μάθε να λυγίζεις την αλήθεια, όχι να τη σπας σε χίλια κομμάτια».
Η Ηλαίην έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Μόνο όταν σκόνταψε στα ίδια της τα πόδια, κατάφερε να πει, «Μα είμαι!»
«Αφού το λες εσύ», είπε η Μπιργκίτε, κοιτώντας δύσπιστα το παντελόνι με τις πούλιες.
Η Ηλαίην δεν άντεξε άλλο. Η Νυνάβε είχε γλώσσα κοφτερή σαν μαχαίρι, η Σεράντιν ήταν πεισματάρα σαν δύο μουλάρια, και τώρα αυτό. Έγειρε πίσω το κεφάλι και ούρλιαξε από τη σύγχυση.
Όταν έσβησε ο ήχος, της φάνηκε ότι τα ζώα είχαν ησυχάσει. Οι αλογατάρηδες στέκονταν και την κοιτούσαν. Τους αγνόησε ψυχρά. Τίποτα δεν θα την άγγιζε τώρα. Ήταν γαλήνια σαν πάγος, είχε τον απόλυτο έλεγχο του εαυτού της.
«Ήταν κραυγή βοήθειας αυτό», είπε η Μπιργκίτε, γέρνοντας το κεφάλι, «ή μήπως πεινάς; Φαντάζομαι ότι μπορούμε να βρούμε μια βυζάχτρα στο―»
Η Ηλαίην απομακρύνθηκε μ’ ένα γρύλισμα αντάξιο λεοπάρδαλης.