Ο Ραντ άρπαξε το σαϊντίν και ύφανε ροές Αέρα που σήκωσαν τον Νατάελ από τα μαξιλάρια· η επίχρυση άρπα κουτρουβάλησε στα πορφυρά πλακάκια, καθώς ο άνδρας κολλούσε στον τοίχο, ακινητοποιημένος από το λαιμό ως τους αστραγάλους, με τα πόδια μισή απλωσιά ψηλότερα από το πάτωμα. «Σε προειδοποίησα! Ποτέ μην διαβιβάζεις όταν είναι άλλος μπροστά. Ποτέ!»
Ο Νατάελ έγειρε το κεφάλι με τον παράξενο τρόπο που συνήθιζε, σαν να προσπαθούσε να λοξοκοιτάξει τον Ραντ ή σαν να ήθελε να παρακολουθεί χωρίς να τον προσέξουν. «Αν το είχε δει, θα νόμιζε ότι το έκανες εσύ». Η φωνή του δεν φανέρωνε απολογία, ούτε ταπεινότητα, αλλά ούτε και πρόκληση· φαινόταν να πιστεύει ότι πρόσφερε μια πειστική εξήγηση. «Εκτός αυτού, φαινόσουν διψασμένος. Ο βάρδος της αυλής πρέπει να φροντίζει τις ανάγκες του άρχοντά του». Αλλο ένα από τα μικρά δείγματα έπαρσης που τον περιέβαλλαν· αν ο Ραντ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, τότε ο Νατάελ έπρεπε να είναι ο βάρδος της αυλής, όχι ένας απλός βάρδος.
Ο Ραντ, νιώθοντας αηδία για τον εαυτό του και θυμό για τον άλλο, ξέπλεξε την ύφανση και τον άφησε να πέσει κάτω. Αν τον έδερνε, θα ήταν σαν να τα έβαζε με δεκάχρονο αγοράκι. Δεν μπορούσε να δει τη μόνωση που περιόριζε την πρόσβαση του άλλου στο σαϊντίν —ήταν έργο γυναίκας― αλλά ήξερε ότι υπήρχε. Ο Νατάελ μπορούσε το πολύ-πολύ να μετακινήσει ένα κύπελλο, ως εκεί έφτανε η ικανότητά του κόρα. Ευτυχώς που η μόνωση ήταν κρυμμένη και από τα γυναικεία μάτια. Ο Νατάελ το ονόμαζε αυτό “αντιστροφή”· όμως δεν έδειχνε ικανός να το εξηγήσει. «Κι αν έβλεπε το πρόσωπό μου και έμπαινε σε υποψίες; Ξαφνιάστηκα, λες και το κύπελλο είχε πετάξει μόνο του πάνω μου!» Ξαναδάγκωσε την πίπα του και φύσηξε θυμωμένα σύννεφα καπνού.
«Και πάλι δεν θα το υποψιαζόταν». Ο Νατάελ βολεύτηκε στα μαξιλάρια και ξανάπιασε την άρπα, παίζοντας ένα σκοπό με ύπουλη μελωδία. «Πώς είναι δυνατόν να το υποψιαστεί κανείς; Ακόμα κι εγώ δυσκολεύομαι να πιστέψω αυτή την κατάσταση». Ακόμη κι υπήρχε έστω κι ένα ίχνος πίκρας στον τόνο του, ο Ραντ δεν μπορούσε πάντως να το εντοπίσει.
Κι ο ίδιος δυσκολευόταν να το πιστέψει, παρ’ όλο που είχε μοχθήσει σκληρά γι’ αυτό. Ο άνδρας μπροστά του, ο Τζέησιν Νατάελ, είχε άλλο όνομα. Ασμόντιαν.
Παίζοντας νωχελικά την άρπα, ο Ασμόντιαν δεν έμοιαζε να είναι ένας από τους τρομερούς Αποδιωγμένους. Ήταν μάλιστα ως ένα βαθμό εμφανίσιμος· ο Ραντ υποψιαζόταν ότι θα ήταν ελκυστικός για τις γυναίκες. Συχνά του φαινόταν παράξενο που το κακό δεν είχε αφήσει εξωτερικό σημάδι. Ο Ασμόντιαν ήταν ένας από τους Αποδιωγμένους, και ο Ραντ, αντί να προσπαθήσει να τον σκοτώσει, είχε κρύψει την αληθινή του ταυτότητα, τόσο από τη Μουαραίν όσο και απ’ όλους τους άλλους. Ο Ραντ χρειαζόταν ένα δάσκαλο.
Αν αυτό που συνέβαινε με τις γυναίκες που οι Άες Σεντάι αποκαλούσαν αδέσποτες ίσχυε επίσης και για τους άνδρες, τότε ο Ραντ είχε μόνο μια πιθανότητα στις τέσσερις να επιζήσει, καθώς προσπαθούσε να μάθει από μόνος του να χρησιμοποιεί τη Δύναμη. Χωρίς να υπολογίζεται σ’ αυτό η τρέλα. Ο δάσκαλός του έπρεπε να είναι άνδρας· η Μουαραίν και οι άλλες του είχαν πει πολλές φορές ότι το πουλί δεν μπορούσε να μάθει στο ψάρι να πετάει, ούτε το ψάρι στο πουλί να κολυμπάει. Και ο δάσκαλός του έπρεπε να είναι κάποιος έμπειρος, κάποιος που ήδη ήξερε όσα έπρεπε να μάθει ο Ραντ. Με τις Άες Σεντάι να βρίσκουν και να ειρηνεύουν τους άνδρες που διαβίβαζαν —κι έβρισκαν ολοένα και λιγότερους κάθε χρόνο― υπήρχε περιορισμένη επιλογή. Ένας άνδρας που απλώς είχε ανακαλύψει ότι μπορούσε να διαβιβάζει, δεν θα ήξερε περισσότερα απ’ όσα ήξερε κι ο ίδιος. Ένας ψεύτικος Δράκοντας που μπορούσε να διαβιβάζει —αν ο Ραντ έβρισκε έναν που δεν τον είχαν ήδη συλλάβει και ειρηνέψει― πιθανότατα δεν θα ήθελε να εγκαταλείψει τα όνειρά του και τη δόξα υπέρ κάποιου άλλου που ισχυριζόταν ότι ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Αυτό που έμενε, αυτό που είχε δελεάσει και παγιδεύσει ο Ραντ, ήταν ένας Αποδιωγμένος.
Ο Ασμόντιαν έπαιζε τυχαίες συγχορδίες, καθώς ο Ραντ καθόταν σε ένα μαξιλαράκι αντίκρυ του. Ο Ραντ καλά θα έκανε να θυμάται ότι αυτός ο άνδρας δεν είχε αλλάξει, μέσα του, από την τόσο μακρινή εκείνη μέρα που είχε τάξει την ψυχή του στη Σκιά. Ό,τι έκανε τώρα, το έκανε από καταναγκασμό· δεν είχε έρθει στο Φως. «Σκέφτεσαι ποτέ να γυρίσεις πίσω, Νατάελ;» Πάντα πρόσεχε το όνομα· αν ψιθύριζε μια φορά “Ασμόντιαν”, η Μουαραίν θα ήταν σίγουρη ότι ο Ραντ είχε πάει με το μέρος της Σκιάς. Η Μουαραίν και ίσως και άλλοι. Μπορεί να μην επιζούσε ούτε ο ίδιος, ούτε ο Ασμόντιαν.
Τα χέρια του άλλου πάγωσαν πάνω στις χορδές, με πρόσωπο παντελώς ανέκφραστο. «Να γυρίσω πίσω; Ο Ντεμάντρεντ, ο Ράχβιν, ο καθένας τους θα με σκότωνε ευθύς μόλις με έβλεπε τώρα πια. Αν ήμουν τυχερός. Εκτός από την Λανφίαρ, ίσως, και, όπως καταλαβαίνεις, δεν θέλω να τη δοκιμάσω. Η Σέμιραγκ θα μπορούσε να κάνει ένα βράχο να την ικετεύει για έλεος και να την ευχαριστήσει για το θάνατο του. Όσο για τον Μέγα Άρχοντα―»
«Τον Σκοτεινό», τον έκοψε απότομα ο Ραντ, ενώ δάγκωνε την πίπα του. Μέγας Άρχων του Σκότους, με αυτό τον τίτλο αποκαλούσαν οι Σκοτεινόφιλοι τον Σκοτεινό. Οι Σκοτεινόφιλοι και οι Αποδιωγμένοι.
Ο Ασμόντιαν χαμήλωσε για λίγο το κεφάλι με συγκατάθεση. «Όταν ελευθερωθεί ο Σκοτεινός...» Το πρόσωπό του, που πριν ήταν ανέκφραστο, τώρα έδειχνε απόγνωση σε κάθε ρυτίδα του. «Αρκεί να σου πω ότι προτιμώ να βρω τη Σέμιραγκ και θα της παραδοθώ παρά να αντιμετωπίσω το ― την τιμωρία που επιβάλλει ο Σκοτεινός για την προδοσία».
«Καλά που είσαι εδώ να με διδάξεις, λοιπόν».
Θρηνητική μουσική ακούστηκε από την άρπα, που μιλούσε για απώλεια και δάκρυα. «“Η Προέλαση του Θανάτου”», είπε ο Ασμόντιαν πάνω από τη μουσική, «η τελική κίνηση στον Κύκλο των Μεγάλων Παθών, που είχε γραφτεί περίπου τριακόσια χρόνια πριν από τον Πόλεμο των Δυνάμεων από τον―»
Ο Ραντ τον έκοψε. «Δεν με διδάσκεις πολύ καλά».
«Αναμενόμενο, υπό αυτές τις συνθήκες. Τώρα μπορείς να πιάνεις το σαϊντίν κάθε φορά που προσπαθείς και να διακρίνεις τις ροές μεταξύ τους. Μπορείς να θωρακίσεις τον εαυτό σου και η Δύναμη κάνει ό,τι της πεις». Σταμάτησε να παίζει και έσμιξε τα φρύδια, χωρίς να κοιτάζει τον Ραντ. «Νομίζεις ότι η Λανφίαρ στ’ αλήθεια είχε τη πρόθεση να σου διδάξω τα πάντα; Αν ήθελε αυτό, τότε θα φρόντιζε να μείνει κοντά ώστε να δημιουργεί σύνδεσμο μεταξύ μας. Θέλει να ζήσεις, Λουζ Θέριν, όμως αυτή τη φορά θέλει να είναι ισχυρότερη από σένα».
«Μην με λες έτσι!» ξέσπασε ο Ραντ, όμως ο Ασμόντιαν δεν φάνηκε να τον ακούει.
«Αν το σχεδιάζατε αυτό οι δυο σας —να με παγιδεύσετε―» Ο Ραντ ένιωσε κάτι να φουσκώνει μέσα στον Ασμόντιαν, σαν να δοκίμαζε ο Αποδιωγμένος τη μόνωση που είχε υφάνει η Λανφίαρ γύρω του· οι γυναίκες που διαβίβαζαν έβλεπαν μια λάμψη να περιβάλλει μια γυναίκα που είχε αγκαλιάσει το σαϊντάρ και την ένιωθαν καθαρά να διαβιβάζει, όμως ο Ραντ ποτέ δεν είχε δει τίποτα γύρω από τον Ασμόντιαν και ελάχιστες φορές είχε νιώσει κάτι. «Αν το κανονίσατε μαζί, τότε την άφησες να σε ξεγελάσει κι όχι μόνο μ’ έναν τρόπο. Σου είπα ότι δεν είμαι καλός δάσκαλος, ειδικά χωρίς σύνδεσμο. Πράγματι το σχεδιάσατε μαζί, ε;» Τότε κοίταξε τον Ραντ, λοξά, αλλά προσηλωμένα. «Πόσα θυμάσαι; Που ήσουν ο Λουζ Θέριν, εννοώ. Εκείνη είπε ότι δεν θυμάσαι τίποτα απολύτως, αλλά αυτή μπορεί να πει ψέματα και στον ίδιο τον Μεγ ― τον Σκοτεινό».
«Αυτή τη φορά είπε την αλήθεια». Ο Ραντ κάθισε σε ένα μαξιλαράκι και διαβίβασε, για να του έρθει ένα από τα κύπελλα που είχαν αφήσει ανέγγιχτα οι αρχηγοί φατρίας. Ακόμα και αυτό το παραμικρό άγγιγμα του σαϊντίν ήταν ευφορικό ― και βδελυρό. Και τόσο δύσκολο να το αφήσεις. Δεν ήθελε να μιλήσει για τον Λουζ Θέριν· τον είχαν κουράσει οι άνθρωποι που νόμιζαν ότι αυτός ήταν ο Λουζ Θέριν. Η πίπα του έκαιγε από τις ρουφηξιές, έτσι την έπιασε από το επιστόμιο και χειρονομούσε κρατώντας την. «Αν με το σύνδεσμο μπορείς να με διδάξεις καλύτερα, τότε γιατί δεν συνδεόμαστε;»
Ο Ασμόντιαν τον κοίταξε σαν να είχε ρωτήσει γιατί δεν έτρωγαν πέτρες και μετά κούνησε το κεφάλι. «Συνεχώς ξεχνώ πόσα δεν ξέρεις. Εγώ κι εσύ δεν μπορούμε να συνδεθούμε. Πρέπει να υπάρχει μια γυναίκα για να μας ενώσει. Φαντάζομαι θα μπορούσες να το ζητήσεις από τη Μουαραίν ή από τη μικρούλα Εγκουέν. Ίσως κάποια μπορέσει να βρει τη μέθοδο. Αρκεί να μην σε πειράζει που θα βρουν ποιος είμαι».
«Μη μου λες ψέματα, Νατάελ», μούγκρισε ο Ραντ. Πολύ πριν συναντήσει τον Νατάελ, είχε μάθει ότι ο τρόπος που διαβίβαζαν οι άνδρες και ο τρόπος που διαβίβαζαν οι γυναίκες ήταν πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, όσο οι άνδρες από τις γυναίκες. «Έχω ακούσει την Εγκουέν και τις άλλες να λένε για Άες Σεντάι που συνδέουν τις δυνάμεις τους, Αφού μπορούν να το κάνουν αυτές, γιατί όχι εμείς οι δύο;»
«Επειδή δεν μπορούμε». Η αγανάκτηση ξεχείλιζε στον τόνο του Ασμόντιαν. «Ρώτα έναν φιλόσοφο, αν θέλεις να μάθεις γιατί. Γιατί δεν πετάνε τα σκυλιά; Ίσως στη βούληση του Σχήματος να είναι η ισορροπία, επειδή οι άνδρες είναι ισχυρότεροι. Δεν μπορούμε να συνδεθούμε δίχως αυτές, αλλά εκείνες μπορούν δίχως εμάς. Μέχρι δεκατρείς γυναίκες μπορούν να συνδεθούν, κι ευτυχώς δηλαδή· από κει και πέρα, πρέπει να υπάρχουν και άνδρες για να γίνει ο κύκλος μεγαλύτερος».
Ο Ραντ ήταν βέβαιος ότι είχε βρει ένα ψέμα αυτή τη φορά. Η Μουαραίν είχε πει ότι στην Εποχή των Θρύλων οι άνδρες και οι γυναίκες ήταν εξίσου ισχυροί στη Δύναμη και δεν μπορούσε να πει ψέματα, Το ανέφερε, προσθέτοντας, «Οι Πέντε Δυνάμεις είναι ίσες».
«Π Γη, η Φωτιά, ο Αέρας, το Νερό και το Πνεύμα». Ο Νατάελ έπαιξε μια συγχορδία για την καθεμιά. «Είναι ίσες, αλήθεια, και είναι επίσης αλήθεια πως ό,τι κάνει ένας άνδρας με μια Δύναμη, μπορεί να το κάνει και μια γυναίκα. Κατά είδος, τουλάχιστον. Όμως αυτό δεν έχει σχέση με το ότι οι άνδρες είναι ισχυρότεροι. Αυτό που πιστεύει η Μουαραίν για αλήθεια, το λέει σαν αλήθεια, είτε είναι έτσι είτε όχι· ένα από τα χίλια τρωτά εκείνων των ανόητων Όρκων». Έπαιξε για λίγο κάτι που πράγματι ακουγόταν ανόητο. «Κάποιες γυναίκες έχουν δυνατότερα μπράτσα από κάποιους άνδρες, γενικά όμως ισχύει το αντίθετο. Το ίδιο συμβαίνει και με το πόσο ισχυρός είναι κανείς στη Δύναμη και περίπου με τις ίδιες αναλογίες».
Ο Ραντ ένευσε αργά. Έμοιαζε λογικό κατά κάποιον τρόπο. Η Ηλαίην και η Εγκουέν θεωρούνταν δύο από τις ισχυρότερες γυναίκες που είχαν εκπαιδευθεί ποτέ στον Πύργο εδώ και χίλια χρόνια ή και περισσότερο, αλλά κάποτε ο Ραντ τα είχε βάλει μαζί τους και αργότερα η Ηλαίην είχε ομολογήσει ότι ένιωθε σαν γατάκι που το είχε αρπάξει ένα μάστιφ.
Ο Ασμόντιαν ακόμα δεν είχε τελειώσει. «Αν συνδεθούν δυο γυναίκες, δεν διπλασιάζεται η δύναμή τους —η σύνδεση δεν είναι απλή, σαν να προσθέτεις τη δύναμη της καθεμιάς― αλλά, αν είναι αρκετά δυνατές, τότε μπορούν να τα βάλουν ισότιμα με άνδρα. Κι όταν κάνουν τον κύκλο των δεκατριών, τότε να φυλάγεσαι. Δεκατρείς γυναίκες που με δυσκολία διαβιβάζουν, μπορούν συνδεμένες να κατατροπώσουν τους περισσότερους άνδρες. Οι δεκατρείς πιο αδύναμες γυναίκες στον Πύργο θα μπορούσαν να σε νικήσουν, ή εσένα ή κάθε άλλον άνδρα, σχεδόν χωρίς να λαχανιάσουν. Είχα ακούσει ένα ρητό στο Άραντ Ντόμαν. “Ο σοφός άνδρας, όσο περισσότερες γυναίκες υπάρχουν γύρω του, τόσο πιο πολύ προσέχει τα λόγια του”. Καλά θα κάνεις να το θυμάσαι».
Ο Ραντ ανατρίχιασε, καθώς σκεφτόταν κάποτε που είχε βρεθεί με πολύ περισσότερες από δεκατρείς Άες Σεντάι γύρω του. Φυσικά, οι περισσότερες δεν ήξεραν ποιος ήταν. Αν ήξεραν... Αν συνδέονταν η Εγκουέν και η Μουαραίν... Δεν ήθελε να πιστέψει ότι η Εγκουέν είχε πλησιάσει τόσο τον Πύργο, ότι είχε απομακρυνθεί τόσο από τη φιλία τους. Ό,τι κάνει, το κάνει με όλη της την καρδιά και γίνεται Άες Σεντάι. Το ίδιο και η Ηλαίην.
Ήπιε το μισό κρασί, που όμως δεν ξέπλυνε τη σκέψη του. «Τι άλλο μπορείς να μου πεις για τους Αποδιωγμένους;» Την ερώτηση την είχε κάνει εκατό φορές, αλλά πάντα έλπιζε ότι θα έβρισκε άλλο ένα ψίχουλο. Καλύτερα αυτό παρά να σκέφτεται τη Μουαραίν και την Εγκουέν να συνδέονται για να...
«Όσα ξέρω σου τα είπα». Ο Ασμόντιαν βαριαναστέναξε. «Στην καλύτερη περίπτωση, δεν ήμασταν στενοί φίλοι. Πιστεύεις ότι σου κρύβω κάτι; Δεν ξέρω πού βρίσκονται οι άλλοι, αν αυτό θέλεις να μάθεις. Εκτός από τον Σαμαήλ, που ήξερες ότι είχε κάνει το Ίλιαν βασίλειό του πριν σου το πω. Η Γκρένταλ ήταν για λίγο στο Αραντ Ντόμαν, αλλά φαντάζομαι ότι έχει φύγει τώρα· της αρέσουν πιο πολύ απ’ όσο πρέπει οι ανέσεις της. Υποψιάζομαι ότι και η Μογκέντιεν είναι ή ήταν κάπου στα δυτικά, αλλά κανένας δεν βρίσκει την Αράχνη, αν η ίδια δεν θέλει να τη βρουν. Ο Ράχβιν έχει κάνει μια βασίλισσα σκυλάκι του, αλλά μη με ρωτάς ποια χώρα κυβερνά εκ μέρους του. Αυτά είναι όσα ξέρω, που ίσως σε βοηθήσουν να τους βρεις».
Ο Ραντ τα είχε ξανακούσει· του φαινόταν ότι είχε ήδη ακούσει πενήντα φορές ό,τι είχε να πει ο Ασμόντιαν για τους Αποδιωγμένους. Τόσο συχνά, που φορές-φορές του φαινόταν ότι ανέκαθεν ήξερε αυτά που του έλεγε ο άλλος. Μερικά απ’ αυτά σχεδόν ευχόταν να μην τα είχε μάθει —για παράδειγμα, πώς διασκέδαζε η Σέμιραγκ― και μερικά δεν είχαν νόημα. Ο Ντεμάντρεντ είχε πάει με το μέρος της Σκιάς επειδή φθονούσε τον Λουζ Θέριν Τέλαμον; Ο Ραντ δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να κάνει κάτι επειδή φθονούσε κάποιον, και σίγουρα όχι κάτι τέτοιο. Ο Ασμόντιαν ισχυριζόταν ότι τον είχε πλανέψει η ιδέα της αθανασίας, η ιδέα ατελείωτων Εποχών όλο μουσική· ισχυριζόταν ότι είχε διακριθεί ως συνθέτης παλιά. Δεν είχε νόημα αυτό. Αλλά σ’ αυτό το πλήθος των γνώσεων, που συχνά σου πάγωναν το αίμα, μπορεί να υπήρχε το κλειδί της επιβίωσης από την Τάρμον Γκάι’ντον. Ό,τι κι αν έλεγε στη Μουαραίν, η αλήθεια ήταν ότι ήξερε πως θα έπρεπε να τους αντιμετωπίσει εκεί στην Τελευταία Μάχη, αν όχι νωρίτερα. Άδειασε το κύπελλο, το ακούμπησε στα πλακάκια του πατώματος. Το κρασί δεν μπορούσε να ξεπλύνει τα γεγονότα.
Μ χάντρινη κουρτίνα κροτάλισε και ο Ραντ κοίταξε πάνω από τον ώμο του, καθώς έμπαιναν οι γκαϊ’σάιν, λευκοντυμένοι και σιωπηλοί. Ενώ μερικοί άρχισαν να μαζεύουν τα φαγητά και τα κρασιά που είχαν βγάλει για τον Ραντ και τους αρχηγούς, ένας άλλος, ένας άνδρας, πήγε ένα μεγάλο ασημένιο δίσκο στο τραπέζι. Στο δίσκο υπήρχαν σκεπασμένα πιάτα, ένα ασημένιο κύπελλο και δύο μεγάλες πήλινες κανάτες με πράσινες ρίγες. Η μια είχε κρασί, η άλλη νερό. Μια γκαϊ’σάιν έφερε μια επίχρυση λάμπα, ήδη αναμμένη, και την έβαλε πλάι στο δίσκο. Μέσα από τα παράθυρα ο ουρανός φαινόταν να αποκτά τις πυρώδεις αποχρώσεις του ηλιοβασιλέματος· στο σύντομο διάστημα ανάμεσα στο λιοπύρι και την παγωνιά, αισθανόσουν πραγματικά ευχάριστο τον αέρα.
Ο Ραντ σηκώθηκε, καθώς έφευγαν οι γκαϊ’σάιν, αλλά δεν τους ακολούθησε αμέσως. «Τι ελπίδες νομίζεις ότι θα έχω όταν έρθει η Τελευταία Μάχη, Νατάελ;»
Ο Ασμόντιαν δίστασε, καθώς τραβούσε κυανέρυθρες ριγέ μάλλινες κουβέρτες πίσω από τα μαξιλαράκια του και σήκωσε το βλέμμα, με το κεφάλι γερμένο λοξά όπως συνήθιζε. «Βρήκες... κάτι... στην πλατεία τη μέρα που συναντηθήκαμε εδώ».
«Ξέχνα το εκείνο», είπε τραχιά ο Ραντ. Είχε βρει δύο πράγματα, όχι ένα. «Και, εν πάση περιπτώσει, το κατέστρεψα». Του φάνηκε ότι ο άλλος καμπούριασε λιγάκι.
«Τότε ο ― Σκοτεινός ― θα σε φάει ζωντανό. Όσο για μένα, σκοπεύω να κόψω τις φλέβες μου μόλις καταλάβω ότι έχει ελευθερωθεί. Αν προλάβω. Ο γρήγορος θάνατος είναι προτιμότερος από αυτό που με περιμένει». Πέταξε κατά μέρος τις κουβέρτες και έμεινε να ατενίζει βλοσυρά το τίποτα. «Καλύτερα από το να τρελαθώ. Τώρα απειλεί και μένα η τρέλα όπως κι εσένα Έσπασες τα δεσμά που με προστάτευαν». Η φωνή του δεν φανέρωνε πίκρα· μονάχα απελπισία.
«Τι θα έλεγες, αν υπήρχε άλλος τρόπος να θωρακιστείς από το μόλυσμα;» ζήτησε να μάθει ο Ραντ. «Αν μπορούσε με κάποιον τρόπο να αφαιρεθεί; Θα αυτοκτονούσες και τότε;»
Το ξερό γέλιο του Ασμόντιαν ήχησε καυστικά. «Που να με πάρει η Σκιά, άρχισες να πιστεύεις ότι είσαι ο Δημιουργός! Είμαστε νεκροί. Και οι δύο. Νεκροί! Τόσο σε τυφλώνει η περηφάνια που δεν μπορείς να το δεις; Ή μήπως παραείσαι χοντρόμυαλος, ένας ανίκανος βοσκός;»
Ο Ραντ δεν παρασύρθηκε. «Τότε, γιατί να μην δώσεις τέλος τώρα;» ρώτησε με σφιγμένη φωνή. Αν ήμουν τυφλός, πώς είδα τι σκαρώνατε εσύ και η Λανφίαρ; Αν ήμουν χοντρόμυαλος, πώς κορόιδεψα αυτήν και πώς παγίδεψα εσένα; «Αν δεν υπάρχει ελπίδα, σωτηρία, η παραμικρή πιθανότητα... τότε γιατί είσαι ακόμα ζωντανός;»
Ο Ασμόντιαν, που ακόμα δεν τον κοίταζε, έτριψε το πλάι της μύτης του. «Είδα κάποτε έναν να κρέμεται στον γκρεμό», είπε αργά. «Το χείλος έσπαζε στα δάχτυλα του και το μόνο που ήταν κοντά του για να πιαστεί ήταν μια τούφα γρασίδι, μερικά μακριά φύλλα με ρίζες, που μετά βίας χώνονταν στο βράχο. Ήταν η μόνη ελπίδα του να ξανασκαρφαλώσει πάνω. Το άρπαξε, λοιπόν». Το απότομο χαχανητό δεν έδειχνε καθόλου χιούμορ. «Σίγουρα ήξερε ότι δεν θα τον άντεχε».
«Τον έσωσες;» ρώτησε ο Ραντ, όμως ο Ασμόντιαν δεν απάντησε.
Ενώ ο Ραντ ξεκινούσε για την πόρτα, πίσω του ξανάρχισε να ακούγεται η “Προέλαση του Θανάτου”.
Τα κορδόνια με τις χάντρες έπεσαν πίσω του και οι πέντε Κόρες που περίμεναν στον πλατύ, άδειο προθάλαμο σηκώθηκαν με ευλυγισία όρθιες από κει που κάθονταν στα ανοιχτογάλανα πλακάκια. Εκτός από μία, οι άλλες ήταν ψηλές για γυναίκες, αν και το ύψος τους ήταν κανονικό για Αελίτισσες. Η αρχηγός τους, η Αντελίν, αν ήταν ακόμα μια πιθαμή ψηλότερη, θα μπορούσε να κοιτάξει τον Ραντ ίσια στα μάτια. Η εξαίρεση, μια φλογερή κοκκινομάλλα ονόματι Ενάιλα, μόλις που έφτανε στο μπόι την Εγκουέν και ήταν πολύ εύθικτη για το ύψος της. Σαν τους αρχηγούς φατρίας, τα μάτια όλων ήταν γαλανά ή γκρίζα ή πράσινα και τα μαλλιά τους καστανά ή ξανθά ή κόκκινα, ήταν κομμένα κοντά και μόνο άφηναν μια ουρά στη ρίζα του σβέρκου. Είχαν γεμάτες φαρέτρες στη ζώνη, που ισορροπούσαν τα μαχαίρια με τις μακριές λεπίδες, κι έφεραν κεράτινα τόξα σε θήκες στις πλάτες τους. Η καθεμιά τους είχε τρία-τέσσερα δόρατα με μακριές λεπίδες και μια μικρή στρογγυλή ασπίδα από τομάρι ταύρου. Οι Αελίτισσες που δεν είχαν διαλέξει το τζάκι και τα παιδιά, είχαν τη δική τους πολεμική κοινωνία, την Φαρ Ντάραϊς Μάι, τις Κόρες του Δόρατος.
Τις χαιρέτησε μ’ ένα μικρό νεύμα της κεφαλής, κάτι που τις έκανε να χαμογελάσουν· δεν ήταν Αελίτικο έθιμο, τουλάχιστον με τον τρόπο που τον είχαν διδάξει να το κάνει. «Σε βλέπω, Αντελίν», είπε. «Πού είναι η Τζόιντε; Νόμιζα ότι ήταν μαζί σου νωρίτερα. Αρρώστησε;»
«Σε βλέπω, Ραντ αλ’Θόρ», αποκρίθηκε εκείνη. Τα ωχρά κίτρινα μαλλιά της έμοιαζαν ακόμη πιο ωχρά, έτσι όπως απλώνονταν γύρω από το ηλιοκαμένο πρόσωπό της, και φαινόταν μια λεπτή, άσπρη ουλή στο μάγουλο. «Κατά κάποιον τρόπο. Όλη μέρα μιλούσε μόνη της και πιο πριν, ούτε μια ώρα δεν έχει, ξεκίνησε για να απιθώσει γαμήλιο στεφάνι στα πόδια του Γκάραν, από το Τζιράντ Γκόσιεν». Κάποιες άλλες κούνησαν το κεφάλι· ο γάμος σήμαινε ότι εγκαταλείπεις το δόρυ σου. «Αύριο είναι η τελευταία μέρα του ως γκαϊ’σάιν της. Η Τζόιντε είναι από το Μαύρο Βράχο του Σάαραντ», πρόσθεσε με σημασία. Ήταν σημαντικό: συχνά γίνονταν γάμοι με άνδρες ή γυναίκες που ήταν γκαϊ’σάιν, σπανιότατα όμως μεταξύ φατριών που είχαν βεντέτα αίματος, ακόμα κι όταν η βεντέτα τους είχε καταλαγιάσει.
«Είναι μια αρρώστια που εξαπλώνεται», είπε με ένταση η Ενάιλα. Η φωνή της πετούσε φλόγες, σαν τα μαλλιά της. «Από τότε που ήρθαμε στο Ρουίντιαν, μια-δυο Κόρες κάθε μέρα ετοιμάζουν τα γαμήλια στεφάνια τους».
Ο Ραντ ένευσε προσπαθώντας να πάρει ύφος συμπόνιας. Το σφάλμα ήταν δικό τους, Αναρωτιόταν πόσες θα έμεναν κοντά του, αν τους το έλεγε. Μάλλον θα έμεναν όλες, αφού θα τις συγκρατούσε η αίσθηση τιμής που είχαν και ήταν άφοβες όσο και οι αρχηγοί φατρίας. Τουλάχιστον ως τώρα ήταν μόνο γάμοι· ακόμα και οι Κόρες θα θεωρούσαν το γάμο καλύτερο από μερικά άλλα που είχαν συμβεί. Ίσως. «Σε μια στιγμή θα είμαι έτοιμος να ξεκινήσουμε», τους είπε.
«Θα περιμένουμε με υπομονή», είπε η Αντελίν. Η στάση τους κάθε άλλο παρά υπομονή έδειχνε· όπως στέκονταν εκεί, έμοιαζαν έτοιμες να χιμήξουν με την παραμικρή κίνηση.
Πραγματικά του χρειάστηκε μόνο μια στιγμή να κάνει αυτό που ήθελε: ύφανε ροές Πνεύματος και Φωτιές, σχηματίζοντας ένα κουτί γύρω από το δωμάτιο, και τις έδεσε για να κρατήσει το υφάδι χωρίς να λυθεί. Μπορούσε να βγει και να μπει ο καθένας ― εκτός από τους άνδρες που μπορούσαν να διαβιβάζουν. Αν διάβαινε την πόρτα ο ίδιος ο Ραντ —ή ο Ασμόντιαν― θα ήταν σαν να περνούσε από ένα πύρινο τείχος. Κατά λάθος είχε ανακαλύψει αυτό το υφάδι ― όπως και το γεγονός ότι ο Ασμόντιαν, φραγμένος, ήταν τόσο αδύναμος που δεν μπορούσε να διαβιβάσει μέσα από αυτό. Κανείς δεν θα αμφισβητούσε τις πράξεις ενός βάρδου, και αν το έκανε κανείς, τότε η απάντηση ήταν ότι ο Τζέησιν Νατάελ απλώς είχε προτιμήσει να κοιμηθεί όσο μπορούσε πιο μακριά από τους Αελίτες, όσο ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο εδώ στο Ρουίντιαν. Ήταν επιλογή που θα έβρισκε την κατανόηση των οδηγών και των φρουρών του Χάντναν Καντίρ. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Ραντ ήξερε ακριβώς πού ήταν ο Νατάελ τις νύχτες. Οι Κόρες δεν του έκαναν καμία ερώτηση.
Ο Ραντ ξεκίνησε. Οι Κόρες τον ακολούθησαν, σκορπισμένες κι ανήσυχες, σαν να περίμεναν επίθεση εκεί επί τόπου. Ο Ασμόντιαν ακόμα έπαιζε το μοιρολόγι.
Με τα χέρια απλωμένα δεξιά κι αριστερά, ο Ματ Κώθον περπατούσε στο πλατύ, λευκό πεζούλι του ξερού οιντριβανιού, τραγουδώντας στους άνδρες που τον παρακολουθούσαν στο φως του δειλινού.
«Θα πιούμε το κρασί μέχρι ν’ αδειάσει το ποτήρι,
και θα φιλήσουμε τις κοπελιές για να μην κλάψουν,
και θα ρίξουμε τα ζάρια μέχρι να πετάξουμε
και να χορέψουμε με τον Φύλακα των Σκιών».
Ο αέρας τον δρόσιζε μετά το λιοπύρι της μέρας και ο Ματ σκέφτηκε για μια στιγμή να κουμπώσει το φίνο πράσινο σακάκι του, που ήταν χρυσοκέντητο και μεταξωτό, όμως το κεφάλι του βούιζε από το ποτό που οι Αελίτες ονόμαζαν ουσκουάι και η σκέψη πετάρισε και χάθηκε. Οι μορφές τριών γυναικών, σμιλεμένες σε λευκή πέτρα, στέκονταν σε μια εξέδρα στη σκονισμένη δεξαμενή, δίχως ενδύματα, τέσσερα μέτρα ψηλές. Καθεμιά τους είχε το ένα χέρι υψωμένο, ενώ το άλλο κρατούσε ένα πελώριο πιθάρι γερμένο στον ώμο της, απ’ όπου θα ανάβλυζε το νερό, όμως από τη μια έλειπε το ανασηκωμένο χέρι και το κεφάλι, και μιας άλλης το πιθάρι είχε γίνει θρύψαλα.
«Θα χορεύουμε όλη νύχτα μέχρι να σηκωθεί το φεγγάρι,
και θα πάρουμε τα κοριτσόπουλα στην αγκαλιά μας,
και μετά θα έρθεις κι εσύ καβάλα μαζί μου,
να χορέψουμε με τον Φύλακα των Σκιών».
«Κρίμα τόσο ωραίο τραγούδι να υμνεί το θάνατο», φώναξε ένας αμαξάς με έντονη Λαγκαρντινή προφορά. Οι άνδρες του Καντίρ είχαν μαζευτεί σε στενό κύκλο γύρω από το σιντριβάνι, κρατώντας απόσταση από τους Αελίτες· ήταν σκληροτράχηλοι κι αγριοπρόσωποι, μα μέσα του ο καθένας πίστευε ότι όλοι οι Αελίτες ήταν έτοιμοι να τους κόψουν το λαιμό για μια λοξή ματιά. Αυτό δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. «Άκουσα τη γριούλα τη γιαγιά μου να λέει για τον Φύλακα των Σκιών», συνέχισε ο Λαγκαρντινός. «Δεν είναι σωστό να τραγουδάς μ’ αυτόν τον τρόπο για το θάνατο».
Ο Ματ συλλογίστηκε θολά το τραγούδι που έλεγε και ξίνισε τα μούτρα του. Από την άλωση της Αλντεσάρ είχε ν’ ακουστεί το “Χόρεψε με τον Φύλακα των Σκιών”· στο νου του άκουγε ακόμα το τραγούδι να υψώνεται και να προκαλεί, καθώς τα Χρυσά Λιοντάρια εξαπέλυαν την τελευταία, μάταια επέλασή τους εναντίον του στρατού του Άρτουρ του Γερακόφτερου που τους περικύκλωνε. Πάλι καλά που δεν το τραγουδούσε στην Παλιά Γλώσσα. Δεν ήταν όσο μεθυσμένος έδειχνε, αν και είχε πιει αρκετά κύπελλα ουσκουάι. Το ποτό είχε όψη και γεύση καφετιού νερού, αλλά σε βάραγε στο κεφάλι σαν κλωτσιά μουλαριού. Να δεις που η Μουαραίν θα με στείλει πακέτο στον Πύργο, αν δεν έχω το νου μου. Τουλάχιστον, έτσι θα ξέφευγα από την Ερημιά και από τον Ραντ. Μπορεί να ήταν πιο μεθυσμένος απ’ όσο νόμιζε, αν του φαινόταν προτιμότερη αυτή η μοίρα. Πήρε να τραγουδάει τον «Μάστορα στην Κουζίνα».
«Ο Μάστορας στην κουζίνα, που ’ρθε να κάνει τη δουλειά του,
Η νοικοκυρά στην κάμαρη από πάνω, που φορά μια γαλάζια ρόμπα.
Κατεβαίνει τη σκάλα χορευτά, όλο χαρά κι ανεμελιά, φωνάζοντας,
Μάστορα, αχ Μάστορα, θα μου φτιάξεις το κατσαρολάκι;»
Μερικοί από τους ανθρώπους του Καντίρ έπιασαν κι αυτοί το σκοπό, καθώς ο Ματ επέστρεφε χορεύοντας στο σημείο απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Οι Αελίτες όχι· στο λαό τους, οι άνδρες δεν τραγουδούσαν παρά μόνο άσματα μάχης ή θρήνους για τους σκοτωμένους και οι Κόρες τραγουδούσαν μόνο μεταξύ τους.
Δύο Αελίτες κάθονταν ανακούρκουδα στο πεζούλι και δεν έδειχναν να τους έχει πιάσει το ουσκουάι που είχαν κατεβάσει, εκτός από τα μάτια τους που έμοιαζαν να γυαλίζουν λιγάκι. Ο Ματ θα χαιρόταν όταν γυρνούσε εκεί όπου σπάνιζαν τα ανοιχτόχρωμα μάτια· μεγαλώνοντας, έβλεπε μόνο μαύρα ή καστανά, με εξαίρεση τα μάτια του Ραντ.
Κάτι ξύλα —σκουληκοφαγωμένα μπράτσα και πόδια από καρέκλες― κείτονταν στις φαρδιές πλάκες, στην περιοχή που είχαν αφήσει ανοιχτή οι παρατηρητές. Ένα άδειο κόκκινο αγγείο ήταν πλάι στο πεζούλι, κι ένα άλλο που είχε ακόμα ουσκουάι, κι ένα ασημένιο κύπελλο. Το παιχνίδι ήταν να πιεις μια γουλιά και μετά να πετύχεις με το μαχαίρι ένα στόχο που πετούσαν στον αέρα. Κανένας από τους ανθρώπους του Καντίρ δεν έπαιζε μαζί του ζάρια παρά μόνο ελάχιστοι Αελίτες, ενώ γενικά κανείς τους δεν έπαιζε χαρτιά. Η σκοποβολή με μαχαίρια έμοιαζε να είναι κάτι διαφορετικό, ειδικά αν έβαζες και το ουσκουάι από πάνω. Μπορεί ο Ματ να μην κέρδιζε τόσο συχνά σ’ αυτό το παιχνίδι όσο στα ζάρια, αλλά ακόμα κι έτσι είχε μέσα στη δεξαμενή δίπλα του πεντ’ έξι κύπελλα και δύο γαβάθες από δουλεμένο χρυσάφι, μαζί με βραχιόλια και περιδέραια στολισμένα με ρουμπίνια ή φεγγαρόπετρες ή ζαφείρια, κι επίσης πλήθος διαφόρων νομισμάτων. Πλάι στα κέρδη του βρισκόταν το κοντό, ίσιο καπέλο του και ένα παράξενο δόρυ με μαύρη λαβή. Μάλιστα μερικά ήταν Αελίτικης κατασκευής. Συχνά προτιμούσαν να πληρώσουν με λάφυρα παρά με νομίσματα.
Ο Κόρμαν, ένας από τους Αελίτες στο πεζούλι, σήκωσε το βλέμμα στον Ματ, όταν εκείνος έπαψε να τραγουδά. Μια λευκή ουλή διέσχιζε λοξά το πρόσωπό του. «Μάτριμ Κώθον, είσαι σχεδόν εξίσου καλώς στα μαχαίρια όσο και στα ζάρια. Να βάλουμε ένα τέλος; Σκοτεινιάζει».
«Το φως φτάνει με το παραπάνω». Ο Ματ κοίταξε τον ουρανό, μισοκλείνοντας τα μάτια· απαλές σκιές είχαν σκεπάσει τα πάντα στην κοιλάδα του Ρουίντιαν, τουλάχιστον όμως ο ουρανός πρόσφερε ανοιχτόχρωμο φόντο για να διακρίνεις. «Η γιαγιά μου θα με ανάγκαζε να σημαδέψω ακόμα και τώρα. Θα τα κατάφερνα και με δεμένα τα μάτια».
Ο Τζένρικ, ο άλλος Αελίτης που καθόταν ανακούρκουδα, κοίταξε τους θεατές ολόγυρα. «Έχει γυναίκες εδώ;» Ήταν γεροδεμένος σαν αρκούδα και θεωρούσε τον εαυτό του ευφυολόγο. «Οι άνδρες μιλάνε έτσι μόνο όταν θέλουν να εντυπωσιάσουν μια γυναίκα». Οι Κόρες που ήταν ανακατεμένες με το πλήθος γέλασαν δυνατά, όσο και οι υπόλοιποι όταν το άκουσαν, ίσως δυνατότερα.
«Νομίζεις ότι δεν μπορώ;» μουρμούρισε ο Ματ, βγάζοντας απότομα το μαντήλι που φορούσε γύρω από το λαιμό του για να κρύβει την ουλή που είχε από τότε που τον είχαν κρεμάσει. «Πρόσεξε μόνο να φωνάξεις “τώρα” όταν το πετάξεις, Κόρμαν». Έδεσε βιαστικά με το μαντήλι τα μάτια του και τράβηξε ένα μαχαίρι από το μανίκι του. Ο πιο δυνατός ήχος που ακουγόταν ήταν οι ανάσες των θεατών. Δεν είμαι μεθυσμένος; Είμαι πιο ζαλισμένος κι από μαθητευόμενο βιολιτζή. Κι όμως, ξαφνικά ένιωσε την τύχη του, ένιωσε εκείνη τον χείμαρρο, όπως τον ένιωθε κάθε φορά που ήξερε ποια πλευρά θα έδειχναν τα ζάρια προτού σταματήσουν να στριφογυρίζουν. Ένιωσε το κεφάλι του να καθαρίζει λιγάκι. «Πέτα το», μουρμούρισε γαλήνια.
«Τώρα», φώναξε ο Κόρμαν και το χέρι του Ματ πετάχτηκε πίσω και ύστερα μπροστά.
Μέσα στη σιγαλιά, το ντουπ του ατσαλιού που καρφωνόταν σε ξύλο ήταν δυνατό όσο και η κλαγγή του στόχου που έπεφτε στο πλακόστρωτο.
Κανείς δεν έβγαλε λέξη, καθώς ο Ματ ξανακατέβαζε το μαντήλι στο λαιμό του. Στα ανοιχτά, μπροστά τους, βρισκόταν ένα κομμάτι από μπράτσο καρέκλας ίσαμε την παλάμη του χεριού του, με τη λεπίδα του Ματ χωμένη στο κέντρο του. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο Κόρμαν είχε προσπαθήσει να μειώσει κι άλλο τις πιθανότητές του. Εν πάση περιπτώσει, ο Ματ δεν είχε πει τι στόχος έπρεπε να είναι. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν είχε καν βάλει στοίχημα.
Στο τέλος ένας άνθρωπος του Καντίρ είπε, σχεδόν φωνάζοντας, «Μα έχει την τύχη του Σκοτεινού!»
«Η τύχη είναι άλογο που το καβαλάμε σαν όλα τα άλλα», μονολόγησε ο Ματ. Δεν είχε σημασία από πού προερχόταν τέτοια τύχη. Όχι ότι ήξερε από πού προερχόταν, απλώς προσπαθούσε να την καβαλήσει όσο μπορούσε καλύτερα.
Ο Τζένρικ, μιλώντας κι αυτός επίσης χαμηλόφωνα, τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια. «Τι είπες, Μάτριμ Κώθον;»
Ο Ματ άνοιξε το στόμα για να επαναλάβει τα λόγια του και ύστερα το ξανάκλεισε, μόλις οι λέξεις εμφανίστηκαν ξεκάθαρες στο μυαλό του. Σένε σόβυα καμπα’ντόντε άιν ντοβιένυα. Η Παλιά Γλώσσα. «Τίποτα», μουρμούρισε. «Μόνος μου μιλάω». Οι θεατές είχαν αρχίσει να απομακρύνονται. «Μάλλον έτσι είναι, το φως λιγοστεύει και δεν μπορούμε να συνεχίσουμε».
Ο Κόρμαν πάτησε το ξύλο για να ξεκολλήσει το μαχαίρι του Ματ και του το επέστρεψε. «Ίσως ξανά κάποια άλλη φορά, Μάτριμ Κώθον, κάποια μέρα». Ήταν ο τρόπος των Αελιτών για να πουν “ποτέ”, όταν δεν ήθελαν να το πουν ευθέως.
Ο Ματ ένευσε, καθώς ξανάχωνε τη λεπίδα σε μια από τις θήκες μέσα στο μανίκι του· το ίδιο είχε γίνει και τότε που είχε φέρει έξι εξάρια είκοσι τρεις φορές στη σειρά. Δεν μπορούσε να τους κατηγορήσει. Το να είσαι τυχερός ήταν λιγότερο ευχάριστο απ’ όσο θα φανταζόταν κανείς. Πρόσεξε με κάποια ζήλια ότι οι δύο Αελίτες δεν τρέκλιζαν καθόλου, καθώς ακολουθούσαν το πλήθος που αναχωρούσε.
Ο Ματ πέρασε το χέρι από τα μαλλιά του και κάθισε βαριά στο πεζούλι. Οι αναμνήσεις που παλιά γέμιζαν το κεφάλι του όπως οι σταφίδες το γλυκό, τώρα είχαν γίνει ένα με τις δικές του. Με το ένα μέρος του μυαλού του ήξερε ότι είχε γεννηθεί στους Δύο Ποταμούς πριν από είκοσι χρόνια, αλλά θυμόταν καθαρά ότι είχε ηγηθεί στην πλάγια επίθεση, η οποία είχε απωθήσει τους Τρόλοκ στο Μαϊγκάντε, θυμόταν που χόρευε στην αυλή της Ταρμαντεγουίν, κι εκατό άλλα πράγματα, χίλια άλλα. Ως επί το πλείστον μάχες. Θυμόταν να πεθαίνει περισσότερες φορές απ’ όσο άντεχε να το σκέφτεται. Δεν υπήρχαν πια όρια μεταξύ των αναμνήσεων· δεν διέκρινε πια τις δικές του αναμνήσεις από τις άλλες, παρά μόνο όταν συγκεντρωνόταν.
Απλώνοντας το χέρι του πίσω, έστησε το πλατύγυρο καπέλο στο κεφάλι του και ακούμπησε το παράξενο δόρυ στα γόνατά του. Αντί για συνηθισμένη αιχμή, είχε κάτι που έμοιαζε να είναι λεπίδα σπαθιού, μήκους εξήντα πόντων, σημαδεμένη με δυο κοράκια. Ο Λαν είχε πει ότι αυτή η λεπίδα είχε κατασκευαστεί με τη Μία Δύναμη στον Πόλεμο της Σκιάς, τον Πόλεμο της Δύναμης· ο Πρόμαχος ισχυριζόταν ότι ποτέ δεν θα χρειαζόταν ακόνισμα και ποτέ δεν θα έσπαζε. Ο Ματ δεν έδινε ιδιαίτερη βάση στο ότι δεν θα έσπαζε. Μπορεί η λεπίδα να είχε αντέξει τρεις χιλιάδες χρόνια, όμως ο ίδιος δεν εμπιστευόταν τη Δύναμη. Μια παράξενη ελικοειδής γραφή διέτρεχε το μαύρο κοντάρι, με ένα κοράκι στην αρχή και στο τέλος να την πλαισιώνουν, σφηνωμένα και φτιαγμένα από κάποιο μέταλλο που ήταν πιο σκούρο κι από το ξύλο. Ήταν στην Παλιά Γλώσσα, όμως φυσικά τώρα μπορούσε να τη διαβάσει.
Έτσι γράφεται η συνθήκη μας· έτσι γίνεται η συμφωνία.
Η σκέψη είναι το βέλος του χρόνου· η μνήμη δεν σβήνει ποτέ.
Αυτό που ζητήθηκε, δόθηκε. Το τίμημα πληρώθηκε.
Πιο κάτω στον πλατύ δρόμο, μισό μίλι παραπέρα, υπήρχε μια πλατεία που στις περισσότερες πόλεις θα τη θεωρούσαν μεγάλη. Οι Αελίτες πραματευτές είχαν φύγει για τη νύχτα, όμως έμεναν ακόμα εκεί τα περίπτερα που είχαν στήσει, φτιαγμένα από το ίδιο γκριζοκαφέ μαλλί που χρησιμοποιούνταν για τις Αελίτικες σκηνές. Εκατοντάδες πραματευτές είχαν έρθει στο Ρουίντιαν απ’ όλα τα μέρη της Ερημιάς, και καθημερινά κατέφθαναν κι άλλοι. Οι πραματευτές ήταν οι πρώτοι που είχαν αρχίσει να μένουν στην πόλη.
Ο Ματ δεν ήθελε να κοιτάξει από την άλλη μεριά, προς τη μεγάλη πλατεία. Διέκρινε τις μορφές των αμαξών του Καντίρ, που θα τις φόρτωναν και με άλλα πράγματα την επόμενη μέρα. Υπήρχε ένα αντικείμενο σαν στρεβλωμένη πόρτα από κοκκινόπετρα, που το είχαν φορτώσει νωρίτερα το απόγευμα· η Μουαραίν είχε δώσει ιδιαίτερη προσοχή στο να το δέσουν σταθερά, όπως ακριβώς ήθελε.
Ο Ματ δεν ήξερε τι γνώριζε η Μουαραίν για εκείνο το αντικείμενο —και δεν θα τη ρωτούσε· θα ’ταν καλύτερα να τον ξεχνούσε η Άες Σεντάι, αν και ήταν απίθανο αυτό― αλλά ό,τι κι αν ήξερε εκείνη, ήταν σίγουρος ότι αυτός ήξερε περισσότερα. Είχε μπει εκεί μέσα, ένας ανόητος που ζητούσε απαντήσεις. Και για τον κόπο του είχε αποκτήσει ένα κεφάλι γεμάτο με αναμνήσεις άλλων. Κι επίσης είχε πεθάνει. Έστρωσε το μαντήλι να κρύψει καλύτερα το λαιμό του. Κι επίσης είχε αποκτήσει δύο άλλα αντικείμενα. Ένα ασημένιο μενταγιόν με μια κεφαλή αλεπούς, το οποίο φορούσε κατάσαρκα, και το όπλο που είχε απιθώσει στα γόνατά του. Σιγά την αποζημίωση. Αγγιξε με το χέρι τη γραφή. Η μνήμη δεν σβήνει ποτέ. Εκείνοι που βρίσκονταν από την άλλη πλευρά της πόρτας είχαν ίδια αίσθηση του χιούμορ με τους Αελίτες.
«Το κάνεις συνέχεια αυτό;»
Τίναξε το κεφάλι για να κοιτάξει την Κόρη που μόλις είχε καθίσει δίπλα του. Ήταν ψηλή ακόμα και για Αελίτισσα, μπορεί να ξεπερνούσε και τον ίδιο στο μπόι, και είχε μαλλιά σαν δουλεμένο χρυσάφι και μάτια στο χρώμα του καθαρού πρωινού ουρανού. Ήταν μεγαλύτερή του, ίσως δέκα χρόνια, όμως αυτό ποτέ δεν τον ενοχλούσε. Από την άλλη μεριά όμως, ήταν Φαρ Ντάραϊς Μάι.
«Είμαι η Μελίντρα», συνέχισε, «της σέπτας Τζουμάι. Το κάνεις συνέχεια αυτό;»
Ο Ματ κατάλαβε ότι η Κόρη εννοούσε το πέταγμα του μαχαιριού. Είχε πει τη σέπτα της, αλλά δεν είχε μιλήσει για φατρία. Οι Αελίτες ποτέ δεν το έκαναν αυτό. Εκτός αν... Πρέπει να ήταν οι Κόρες του Σάιντο που είχαν έρθει στο πλευρό του Ραντ. Δεν τα καταλάβαινε όλα αυτά περί κοινωνιών, αλλά για το Σάιντο, θυμόταν καλά που είχαν αποπειραθεί να τον σουβλίσουν με τα δόρατά τους. Του Κουλάντιν δεν του άρεσαν όσοι είχαν σχέση με τον Ραντ, και όσους μισούσε ο Κουλάντιν, τους μισούσαν και οι Σάιντο. Από την άλλη όμως, η Μελίντρα είχε έρθει εδώ στο Ρουίντιαν. Και ήταν Κόρη. Αλλά στο πρόσωπό της ήταν χαραγμένο ένα χαμογελάκι· το βλέμμα της έμοιαζε με φως που προσκαλούσε.
«Συνήθως», είπε ειλικρινά. Ακόμα κι όταν δεν την ένιωθε, είχε αρκετά καλή τύχη· όταν την ένιωθε, τότε ήταν τέλεια. Η Μελίντρα γέλασε πνιχτά, το χαμόγελό της πλάτυνε, σαν να νόμιζε ότι ο Ματ κόμπαζε. Του φαινόταν ότι οι γυναίκες έβγαζαν απόφαση για το αν έλεγες ψέματα ή όχι δίχως καν να κοιτάξουν τις αποδείξεις. Από την άλλη όμως, αν σε συμπαθούσαν, τότε ή δεν τις ένοιαζε ή δέχονταν για αλήθεια ακόμα και το πιο εξωφρενικό ψέμα.
Οι Κόρες ήταν επικίνδυνες, όποια κι αν ήταν η φατρία τους —όλες οι γυναίκες ήταν επικίνδυνες· το είχε μάθει μόνος του― όμως δεν ήταν ένα απλό βλέμμα αυτό που έβλεπε στα μάτια της Μελίντρα.
Άπλωσε το χέρι στα κέρδη του και έβγαλε ένα περιδέραιο από χρυσές σπείρες, μ’ ένα βαθυγάλανο ζαφείρι στο κέντρο της καθεμιάς, που το μεγαλύτερο ήταν όσο η πρώτη φάλαγγα του αντίχειρά του. Θυμόταν τον καιρό —ήταν δική του ανάμνηση αυτή― που και το μικρότερο απ’ αυτά τα πετράδια θα τον έκανε να λουστεί στον ιδρώτα.
«Θα πηγαίνουν ωραία με τα μάτια σου», είπε, αφήνοντας τη βαριά πλεξούδα στα χέρια της. Δεν είχε δει ποτέ Κόρες να φοράνε κανενός είδους μπιχλιμπίδι, όμως η εμπειρία του του έλεγε ότι σ’ όλες τις γυναίκες άρεσαν τα κοσμήματα. Κατά παράξενο τρόπο, τους άρεσαν σχεδόν εξίσου τα λουλούδια. Δεν το καταλάβαινε, αλλά δεν δίσταζε να παραδεχτεί ότι καταλάβαινε τις γυναίκες λιγότερο απ’ όσο καταλάβαινε την τύχη του κι αυτό που του είχε συμβεί στην άλλη πλευρά εκείνης της στρεβλωμένης πόρτας.
«Μαστόρικη δουλειά», του είπε εκείνη, υψώνοντας το περιδέραιο. «Δέχομαι την προσφορά σου». Το στολίδι χάθηκε στο πουγκί της ζώνης της κι έσκυψε κοντά του για να του σπρώξει το καπέλο πίσω και να φανερώσει το πρόσωπό του.
«Έχεις ωραία μάτια. Είναι σαν σκούρος γυαλισμένος χαλαζίας». Έστριψε και ανέβασε τα πόδια της στο πεζούλι και κάθισε αγκαλιάζοντας τα γόνατά της, κοιτώντας τον με προσηλωμένο βλέμμα. «Οι δοραταδελφές μου μου έχουν πει για σένα».
Ο Ματ ξανάφερε το καπέλο στη θέση του και την κοίταξε επιφυλακτικά κάτω από το γείσο. Τι της είχαν πει; Και τι “προσφορά” ήταν αυτή; Απλώς της είχε δώσει ένα περιδέραιο. Τα μάτια της δεν τον προσκαλούσαν τώρα· έμοιαζε με γάτα που εξετάζει ποντίκι. Αυτό ήταν το κακό με τις Κόρες του Δόρατος. Μερικές φορές δεν ήξερες αν ήθελαν να χορέψουν μαζί σου, να σε φιλήσουν ή να σε σκοτώσουν.
Ο δρόμος άδειαζε, οι σκιές βάραιναν, όμως ο Ματ αναγνώρισε τον Ραντ που κατηφόριζε με την πίπα σφιγμένη ανάμεσα στα χείλη. Ήταν ο μόνος άνδρας στο Ρουίντιαν που μπορεί να περπατούσε μαζί με ένα τσούρμο Φαρ Ντάραϊς Μάι. Όλο γύρω του είναι, σκέφτηκε ο Ματ. Τον φυλάνε σαν κοπάδι λύκαινες, τρέχουν να κάνουν ό,τι τους λέει. Μπορεί κάποιοι να τον ζήλευαν γι’ αυτό. Όχι όμως ο Ματ. Συνήθως όχι. Αν όμως ήταν μια παρέα κοπέλες σαν την Ισέντρε...
«Με συγχωρείς μια στιγμή», είπε βιαστικά στη Μελίντρα. Στηρίχτηκε με το δόρυ στο χαμηλό τοιχάκι που κύκλωνε το σιντριβάνι και τινάχτηκε, αρχίζοντας αμέσως να τρέχει. Το κεφάλι του ακόμα βούιζε, όχι όμως τόσο δυνατά όσο νωρίτερα, και τα πόδια του δεν τρέκλιζαν. Δεν ανησυχούσε για τα κέρδη του. Οι Αελίτες είχαν σαφείς απόψεις για το τι επιτρεπόταν: άλλο πράγμα ήταν τα λάφυρα σε επιδρομή και άλλο πράγμα η κλοπή. Οι άνδρες του Καντίρ είχαν μάθει να μην απλώνουν το χέρι, όταν είχε συλληφθεί ένας δικός τους να κλέβει. Οι Αελίτες, αφού πρώτα τον έδειραν τόσο άγρια που έμεινε γυμνός, τον είχαν διώξει. Το ένα ασκί που τον άφησαν να πάρει δεν θα του αρκούσε ως το Δρακότειχος, ακόμα κι αν είχε τα ρούχα του. Τώρα οι άνθρωποι του Καντίρ αν έβρισκαν κανένα χάλκινο στο δρόμο, δεν θα το μάζευαν.
«Ραντ;» Αυτός συνέχισε να προχωρά με την κουστωδία του. «Ραντ;» Ο Ραντ δεν ήταν ούτε δέκα βήματα πιο πέρα, όμως ούτε που κοντοστάθηκε. Μερικές Κόρες κοίταξαν πίσω τους, όχι όμως ο Ραντ. Ο Ματ ένιωσε ξαφνικό σύγκρυο, που δεν είχε να κάνει με την νύχτα που έπεφτε. Έγλειψε τα χείλη του και ξαναμίλησε, χωρίς να φωνάξει. «Λουζ Θέριν». Και ο Ραντ γύρισε. Ο Ματ σχεδόν ευχόταν να μην το είχε κάνει.
Για λίγη ώρα έμειναν απλώς να κοιτάζονται στο σούρουπο. Ο Ματ δίσταζε να τον σιμώσει. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι ο λόγος ήταν οι Κόρες. Η Αντελίν ήταν από κείνες που του είχαν μάθει κάτι που το θεωρούσαν παιχνίδι, το Φιλί της Κόρης, που δεν θα το ξεχνούσε ποτέ του· ούτε και θα το ξανάπαιζε, αν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Κι επίσης ένιωθε τη ματιά της Ενάιλα σαν τρυπάνι που του άνοιγε το κρανίο. Μα ήταν δυνατόν να αγριεύει έτσι μια γυναίκα, σαν γάτα που την κέντρισες, μόνο και μόνο επειδή της είπες ότι ήταν το πιο ωραίο λουλουδάκι που έχεις δει ποτέ σου;
Πάρε τον Ραντ, τώρα. Μαζί είχαν μεγαλώσει οι δυο τους. Αυτοί και ο Πέριν, ο μαθητευόμενος σιδεράς του Πεδίου του Έμοντ, κυνηγούσαν μαζί, ψάρευαν μαζί, τριγυρνούσαν στους Λόφους της Αμμου ως εκεί που άρχιζαν τα Όρη της Ομίχλης, έστρωναν να κοιμηθούν κάτω από τα άστρα. Ο Ραντ ήταν φίλος του. Μόνο που τώρα ήταν από τους φίλους που μπορούσαν να σου τσακίσουν το κεφάλι άθελά τους. Ο Πέριν μπορεί να ήταν νεκρός, εξαιτίας του Ραντ.
Βίασε τον εαυτό του να πλησιάσει τον άλλο άνδρα τόσο κοντά, που, αν άπλωνε το χέρι, θα τον άγγιζε. Ο Ραντ ήταν σχεδόν ένα κεφάλι ψηλότερος και στη σκοτεινιά του δειλινού έμοιαζε ακόμα πιο ψηλός. Πιο ψυχρός απ’ όσο άλλοτε. «Κάτι σκεφτόμουν, Ραντ». Ο Ματ ευχήθηκε να μην είχε βγει τόσο βραχνή η φωνή του. Έλπισε ότι αυτή τη φορά ο Ραντ θα απαντούσε στο όνομά του. «Λείπω πολύ καιρό από το σπίτι».
«Και οι δύο», είπε μαλακά ο Ραντ. «Πολύ καιρό». Ξαφνικά γέλασε, όχι δυνατά, αλλά σχεδόν σαν τον παλιό Ραντ. «Νοστάλγησες που άρμεγες τις αγελάδες του πατέρα σου;»
Ο Ματ έξυσε το αυτί του, χαμογελώντας λιγάκι. «Όχι ακριβώς αυτό». Δεν ήθελε να ξαναδεί ποτέ του αχυρώνα από μέσα. «Αλλά σκεφτόμουν ότι, όταν φύγουν οι άμαξες του Καντίρ, θα μπορούσα να πάω μαζί τους».
Ο Ραντ έμεινε σιωπηλός. Όταν ξαναμίλησε, το φευγαλέο κέφι είχε χαθεί. «Ίσαμε την Ταρ Βάλον;»
Ήταν η σειρά του Ματ να διστάσει. Δεν νομίζω να με προδώσει στη Μουαραίν. Λες να το έκανε; «Μπορεί», είπε ήρεμα. «Δεν ξέρω. Η Μουαραίν θα ’θελε να πάω εκεί. Ίσως βρω τρόπο να ξαναγυρίσω στους Δύο Ποταμούς. Να δω αν όλα πάνε καλά στο σπίτι». Να δω αν ζει ο Πέριν. Αν ζουν οι αδελφές μου κι η μαμά κι ο μπαμπάς.
«Όλοι έχουμε να κάνουμε αυτό που πρέπει, Ματ. Όχι αυτό που θέλουμε, πολλές φορές. Αυτό που πρέπει».
Του Ματ του ακούστηκε σαν πρόφαση αυτό, σαν να του ζητούσε ο Ραντ κατανόηση. Όμως κι ο ίδιος είχε κάνει κάποιες φορές αυτό που έπρεπε. Δεν μπορώ να κατηγορήσω αποκλειστικά τον Ραντ για τον Πέριν. Κανένας δεν με ανάγκασε να ακολουθήσω τον Ραντ σαν σκυλάκι, που να πάρει! Αλλά ούτε κι αυτό ήταν αλήθεια. Είχε αναγκαστεί να τον ακολουθήσει. Μόνο που δεν ήταν ο Ραντ αυτός που τον είχε αναγκάσει. «Δεν θα με ― εμποδίσεις να φύγω;»
«Δεν θέλω να σου λέω πού να πηγαινοέρχεσαι, Ματ», είπε κουρασμένα ο Ραντ. «Ο Τροχός υφαίνει το Σχήμα, όχι εγώ, και ο Τροχός υφαίνει, όπως ο Τροχός το θέλει». Αν ήταν δυνατόν, έκανε σαν τις παλιο-Άες Σεντάι! Ο Ραντ, μισογυρνώντας για να φύγει, πρόσθεσε, «Μην εμπιστεύεσαι τον Καντίρ, Ματ. Σε μερικά πράγματα είναι από τους πιο επικίνδυνους ανθρώπους που έχεις γνωρίσει ποτέ σου. Μην τον εμπιστεύεσαι διόλου, αλλιώς θα βρεθείς με το λαιμό κομμένο, και δεν θα λυπηθούμε μόνο οι δυο μας γι’ αυτό». Κι ύστερα χάθηκε στο δρόμο μέσα στο σούρουπο που πύκνωνε, με τις Κόρες γύρω του σαν πεινασμένους λύκους.
Ο Ματ στάθηκε να κοιτάζει προς τα κει που είχε χαθεί. Να εμπιστευτεί τον έμπορο; Δεν θα τον εμπιστευόμουν ακόμα κι αν ήταν δεμένος στο σακί. Δηλαδή δεν ύφαινε το Σχήμα ο Ραντ; Σχεδόν αυτό έκανε! Πριν καταλάβουν ότι οι Προφητείες τους αφορούσαν, είχαν μάθει ότι ο Ραντ ήταν τα’βίρεν, ένας από τους σπάνιους ανθρώπους που αντί να υφαίνονται θέλοντας και μη στο Σχήμα, αντιθέτως ανάγκαζαν το Σχήμα να πάρει μορφή γύρω τους. Ο Ματ ήξερε τι σήμαινε να είσαι τα’βίρεν· ήταν κι ο ίδιος τα’βίρεν, αν και όχι τόσο ισχυρός όσο ο Ραντ. Μερικές φορές ο Ραντ μπορούσε να επηρεάσει τις ζωές των ανθρώπων, να αλλάζει την πορεία τους, μόνο και μόνο με το να βρίσκεται στην ίδια πόλη. Κι ο Πέριν επίσης ήταν τα’βίρεν ― ίσως να μην ήταν πια. Η Μουαραίν το θεωρούσε αξιοσημείωτο το ότι είχε βρει τρεις νεαρούς που είχαν μεγαλώσει στο ίδιο χωριό και προοριζόταν να γίνουν τα’βίρεν. Ήθελε να τους δέσει και τους τρεις στα σχέδιά της, όποια κι αν ήταν αυτά.
Το θεωρούσαν σπουδαίο πράγμα· όλοι οι τα’βίρεν, για τους οποίους είχε καταφέρει να μάθει ο Ματ, ήταν άνθρωποι σαν τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο ή γυναίκες σαν τη Μάμπριαμ εν Σερήντ, για την οποία οι ιστορίες έλεγαν ότι είχε ιδρύσει το Σύμφωνο των Δέκα Εθνών μετά το Τσάκισμα. Καμιά ιστορία όμως δεν έλεγε τι πάθαινε ένας τα’βίρεν όταν βρισκόταν κοντά σε έναν άλλο που ήταν ισχυρός σαν τον Ραντ. Ήσουν σαν φύλλο σε ανεμοστρόβιλο.
Η Μελίντρα κοντοστάθηκε πλάι του και του έδωσε το δόρυ του και ένα βαρύ, πρόχειρα υφασμένο σάκο που κουδούνιζε. «Σου έβαλα εδώ τα κέρδη». Ήταν όντως ψηλότερή του, κατά πέντε ολόκληρους πόντους. Η ματιά της ακολούθησε τον Ραντ. «Άκουσα ότι ήσουν κονταδελφός του Ραντ αλ’Θόρ».
«Κατά μία έννοια», είπε αυτός ξερά.
«Δεν έχει σημασία», είπε αυτή αδιάφορα και στύλωσε το βλέμμα της πάνω του, με τις γροθιές στους γοφούς της. «Ματ Κώθον, τράβηξες το ενδιαφέρον μου προτού μου δώσεις το δώρο-της-εκτίμηοης. Όχι ότι θα εγκαταλείψω το δόρυ για χάρη σου, φυσικά, αλλά σε σκέφτομαι εδώ και μέρες. Έχεις χαμόγελο σαν αγοράκι που πάει να κάνει σκανταλιά. Μ’ αρέσει. Και αυτά τα μάτια». Στο φως που ξεψυχούσε, το χαμόγελό της ήταν αργό και πλατύ. Και ζεστό. «Μ’ αρέσουν τα μάτια σου».
Ο Ματ ίσιωσε το καπέλο του, παρ’ όλο που δεν είχε στραβώσει. Από κυνηγός θήραμα, μέσα σε μια στιγμή. Έτσι γινόταν, με τις Αελίτισσες. Ειδικά τις Κόρες. «Ξέρεις να σημαίνει τίποτα η φράση Κόρη των Εννέα Φεγγαριών;» Ήταν μια ερώτηση που έκανε μερικές φορές στις γυναίκες. Αν έπαιρνε λάθος απάντηση, θα το έσκαγε την ίδια νύχτα από το Ρουίντιαν, έστω κι αν χρειαζόταν να περπατήσει ολόκληρη την Ερημιά.
«Τίποτα», είπε εκείνη. «Όμως υπάρχουν πράγματα που μ’ αρέσει να κάνω στο φεγγαρόφωτο». Τον αγκάλιασε από τον ώμο, του έβγαλε το καπέλο και άρχισε να του ψιθυρίζει στο αυτί. Σχεδόν αμέσως αυτός χαμογέλασε πιο πλατιά από εκείνη.