38 Μια Παλιά Γνωριμία

Μέσα στα πλήθη, η Νυνάβε έκανε ώρα για να τον προφτάσει, γκρινιάζοντας κάθε φορά που την έσπρωχνε ένας άνδρας που χάζευε ή μια γυναίκα που έσερνε από ένα παιδί στο κάθε χέρι της, με τα παιδιά συνήθως να προσπαθούν να την τραβήξουν προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις μονομιάς. Ο μονόφθαλμος ελάχιστες φορές κοντοστάθηκε για να κοιτάξει κάτι, με εξαίρεση το μεγάλο φίδι και τα λιοντάρια, ώσπου έφτασε στα χοιράλογα. Σίγουρα τα είχε δει νωρίτερα, όταν τα είχαν βάλει κοντά στην είσοδο των θεατών. Κάθε φορά που τα σ’ρέντιτ σηκώνονταν στα πίσω πόδια τους, όπως έκαναν τώρα, τα μεγάλα κεφάλια των ενήλικων με τους χαυλιόδοντες ξεπρόβαλλαν πάνω από το μουσαμαδένιο φράχτη και η πίεση του κόσμου για να μπει μέσα δυνάμωνε λιγάκι.

Κάτω από μια πλατιά κόκκινη ταμπέλα που έγραφε ΒΑΛΑΝ ΛΟΥΚΑ με περίτεχνη χρυσή γραφή και από τις δύο πλευρές, δύο αλογατάρηδες εισέπρατταν το αντίτιμο της εισόδου από τους ανθρώπους που περνούσαν ανάμεσα από δύο χοντρά σχοινιά, παίρνοντας τα χρήματα σε κανάτες από διαφανές φυσητό γυαλί —και οι δύο κανάτες ήταν χοντρές και γεμάτες φυσαλίδες· ο Λούκα δεν ήθελε να ξοδευτεί για κάτι καλύτερο― έτσι ώστε να βλέπουν αν τα νομίσματα ήταν σωστά προτού τα αγγίξουν. Έριχναν τα χρήματα από τις κανάτες σε μια τρύπα στο πάνω μέρος ενός κουτιού, το οποίο ήταν ενισχυμένο με σίδερο και δεμένο ολόγυρα με τόσους γύρους αλυσίδας, που ο Πέτρα πρέπει να το είχε τοποθετήσει εκεί προτού καν πέσει η πρώτη ασημένια πέννα. Δύο ακόμα αλογατάρηδες —άνδρες με χοντρούς ώμους, σπασμένες μύτες και ταλαιπωρημένες αρθρώσεις στα δάχτυλα, που φανέρωναν μεθοκόπους καβγατζήδες― στέκονταν κοντά βαστώντας ρόπαλα, σε περίπτωση που ξεκινούσε καμιά φασαρία από το πλήθος. Και για να έχουν το νου τους στους άνδρες που έπαιρναν τα χρήματα, όπως υποψιαζόταν η Νυνάβε. Ο Λούκα δεν ήταν άνθρωπος που εμπιστευόταν, ειδικά στο θέμα των νομισμάτων. Μετρούσε τα λεφτά του πιο προσεχτικά κι από σκύλα που μετρά τα μικρά της. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ της κανέναν τόσο σφιχτοχέρη.

Σιγά-σιγά ζύγωσε τον άνδρα με τον γκρίζο κότσο. Εκείνος φυσικά δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να βρεθεί στην πρώτη σειρά, μπροστά στα σ’ρέντιτ· η ουλή και το ζωγραφισμένο μάτι θα ήταν αρκετά για να τον αφήσουν οι άλλοι να περάσει, ακόμα και χωρίς το σπαθί στην πλάτη. Εκείνη τη στιγμή κοίταζε τα μεγάλα γκρίζα ζώα μ’ ένα πλατύ χαμόγελο και με δέος, όπως υπέθετε, στο σκληρό σαν βράχο πρόσωπό του.

«Ούνο;» Της φαινόταν ότι αυτό ήταν το όνομά του.

Γύρισε το κεφάλι να την κοιτάξει. Όταν η Νυνάβε σήκωσε το επώμιο στη σωστή του θέση, το βλέμμα του υψώθηκε στο πρόσωπό της, αλλά το μαύρο μάτι του δεν φάνηκε να την αναγνωρίζει. Το άλλο, το ζωγραφισμένο με κόκκινο χρώμα που αγριοκοίταζε, την αναστάτωσε λιγάκι.

Η Σεράντιν ανέμισε το βούκεντρό της, φωνάζοντας κάτι αργόσυρτο και ακατανόητο, και το σ’ρέντιτ γύρισε· ήταν η θηλυκιά, η Σάνιτ, κι ακούμπησε τα πόδια της στην φαρδιά, στρογγυλή πλάτη του Μερ που ήταν ακόμα όρθιος στα πίσω πόδια του, ενώ η μικρή, η Νέριν, έβαζε τα μπροστινά της πόδια χαμηλά στην πλάτη της Σάνιτ.

«Σε είδα στο Φαλ Ντάρα», είπε η Νυνάβε. «Και πάλι στο Τόμαν Χεντ, για λίγο. Μετά το Φάλμε. Ήσουν μαζί με...» Δεν ήξερε πόσο ανοιχτά μπορούσε να μιλήσει με τόσο κόσμο στριμωγμένο γύρω τους· οι φήμες για τον Αναγεννημένο Δράκοντα κυκλοφορούσαν σ’ ολόκληρη την Αμαδισία και μερικές μάλιστα ανέφεραν σωστά το όνομά του. «Με τον Ραντ».

Ο Ούνο στένεψε το πραγματικό μάτι του —η Νυνάβε προσπάθησε να μην κοιτάξει το άλλο― και μετά από μια στιγμή ένευσε. «Θυμάμαι το πρόσωπο. Ποτέ δεν ξεχνώ ένα ωραίο προσωπάκι, που να τα κάψω όλα. Τα άτιμα τα μαλλιά όμως ήταν αλλιώτικα. Νύνα;»

«Νυνάβε», του είπε κοφτά εκείνη.

Αυτός κούνησε το κεφάλι, την κοίταξε από πάνω ως κάτω και προτού εκείνη προλάβει να πει λέξη, την είχε αρπάξει από το μπράτσο και σχεδόν την τραβούσε βγάζοντάς την από την είσοδο. Οι αλογατάρηδες φυσικά την αναγνώρισαν, κι εκείνοι με τις σπασμένες μύτες έκαναν να πλησιάσουν, κουνώντας τα ρόπαλά τους. Εκείνη τους έκανε νευρικά νόημα να φύγουν, ενώ τραβούσε το χέρι της· χρειάστηκαν τρεις προσπάθειες για να ελευθερωθεί, και τα κατάφερε κυρίως επειδή ο άλλος την άφησε να το ελευθερώσει. Είχε σιδερένια λαβή. Οι άνδρες με τα ρόπαλα δίστασαν και μετά ξαναγύρισαν στις θέσεις τους, μόλις είδαν τον Ούνο να την αφήνει. Προφανώς ήξεραν τι προτιμούσε ο Λούκα να φυλάξουν.

«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» ζήτησε να μάθει, όμως ο Ούνο απλώς της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει, κοιτάζοντάς την για να βεβαιωθεί, κόβοντας ελάχιστα το βήμα του μέσα στο πλήθος που περίμενε να μπει. Ήταν λιγάκι στραβοκάνης και περπατούσε σαν άνθρωπος που ήταν περισσότερο συνηθισμένος στην πλάτη του αλόγου παρά στα ίδια του τα πόδια. Η Νυνάβε, μουγκρίζοντας μέσα της, μάζεψε τα φουστάνια της και τον ακολούθησε προς την πόλη.

Υπήρχαν άλλα δύο θηριοτροφεία που είχαν εγκατασταθεί πίσω από καφέ μουσαμαδένια τείχη όχι πολύ μακρύτερα, και πιο πέρα υπήρχαν σκορπισμένα κι άλλα ανάμεσα στα πολύβουα χωριά από παράγκες. Αλλά κανένα δεν ήταν κοντά στα τείχη της πόλης. Απ’ ό,τι φαινόταν, η κυβερνήτρια, όπως αποκαλούσαν τη γυναίκα την οποία κανονικά η Νυνάβε θα έλεγε δημαρχίνα —αν και δεν είχε ακούσει ποτέ της για γυναίκα δήμαρχο― είχε διατάξει να κρατάνε απόσταση μισού μιλίου, για να προστατευθεί η πόλη σε περίπτωση που το έσκαγε κάποιο ζώο.

Η ταμπέλα πάνω από την είσοδο της πλησιέστερης παράστασης έγραφε ΜΑΙΡΙΝ ΓΚΟΜ με χτυπητά πράσινα και χρυσά γράμματα. Πάνω από την ταμπέλα φαίνονταν καθαρά δύο γυναίκες, πιασμένες από ένα σχοινί, που ήταν κρεμασμένο από ένα ψηλό πλαίσιο με στύλους οι οποίοι δεν ήταν εκεί όταν είχε στήσει ο Λούκα τους δικούς του τοίχους. Απ’ ό,τι φαινόταν, το γεγονός ότι τα σ’ρέντιτ φαίνονταν όταν ορθώνονταν, είχε κάποια επίδραση. Οι γυναίκες λύγιζαν κι έπαιρναν στάσεις που έφερναν στη Νυνάβε τη δυσάρεστη ανάμνηση εκείνου που της είχε κάνει η Μογκέντιεν, και μάλιστα κατάφερναν να στέκονται όρθιες στα χέρια, τόσο από την πάνω όσο και από την κάτω πλευρά του σκοινιού. Το πλήθος που περίμενε ανυπόμονα μπροστά στην ταμπέλα της κυράς Γκομ σχεδόν συναγωνιζόταν σε αριθμό το άλλο μπροστά στην ταμπέλα του Λούκα. Οι άλλες παραστάσεις δεν αποκάλυπταν τίποτα, απ’ όσο μπορούσε να δει η Νυνάβε, και τα πλήθη ήταν πολύ μικρότερα.

Ο Ούνο αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις της, να βγάλει άχνα, να κάνει τίποτα παραπάνω από το να την κοιτά σμίγοντας ζοφερά τα φρύδια, μέχρι που βγήκαν από το μελίσσι των ανθρώπων και βρέθηκαν σε ένα δρομάκι από σκληρό, πατημένο χώμα, «Αυτό που προσπαθώ να κάνω, που να καεί», μούγκρισε τότε, «είναι να σε πάρω εκεί που μπορούμε να κάνουμε καμιά καμένη συζήτηση χωρίς να σε κάνουν χίλια κομμάτια οι καμένοι που θα θέλουν να φιλήσουν τον καμένο ποδόγυρό σου όταν μάθουν ότι ξέρεις τον Αναγεννημένο Δράκοντα». Δεν υπήρχε κανείς πιο κοντά από τριάντα βήματα, αλλά αυτός και πάλι κοίταξε ολόγυρα μην τυχόν τους άκουγε κάποιος. «Μα το αίμα και τις στάχτες, γυναίκα! Δεν ξέρεις τι είναι αυτοί οι κατσικοκέφαλοι; Οι μισοί νομίζουν ότι του μιλά ο Δημιουργός στο φαΐ κάθε βράδυ, και οι άλλοι μισοί νομίζουν ότι αυτός είναι ο καμένος ο Δημιουργός!»

«Θα σε παρακαλούσα να προσέχεις τα λόγια σου, αφέντη Ούνο. Και θα σε παρακαλούσα να προχωράς πιο αργά, επίσης. Δεν κάνουμε αγώνα. Πού πας, και γιατί να σε ακολουθήσω έστω κι ένα βήμα ακόμα;»

Εκείνος την κοίταξε με αγανακτισμένο ύφος, χασκογελώντας ειρωνικά. «Α, μια χαρά σε θυμάμαι. Εκείνη με την καμ ― με γλώσσα σαν μαχαίρι. Ο Ράγκαν έλεγε ότι μπορείς να γδάρεις έναν καμ ― έναν ταύρο από δέκα βήματα παραπέρα με τη γλώσσα σου. Ο Τσήνα και ο Νάνγκου έλεγαν από πενήντα». Τουλάχιστον είχε βραδύνει το ρυθμό του.

Η Νυνάβε σταμάτησε επιτόπου. «Πού και γιατί;»

«Στην πόλη». Αυτός δεν σταμάτησε. Συνέχισε να προχωρά ακάθεκτος, κάνοντας νόημα με το χέρι να τον ακολουθήσει. «Δεν ξέρω τι στο καμ ― τι γυρεύεις εδώ, αλλά θυμάμαι που είχες μπλέξει με εκείνη τη γαλάζια γυναίκα».

Η Νυνάβε, γρυλίζοντας μέσα από τα δόντια της, μάζεψε τα φουστάνια της και έτρεξε πάλι στο κατόπι του· ήταν ο μόνος τρόπος για να τον ακούσει. Αυτός συνέχιζε σαν να την είχε συνεχώς δίπλα του. «Δεν είναι μέρος αυτό για σένα. Νομίζω μπορώ να μαζέψω αρκετά νομίσματα για να πας στο καμ —ααα!― στο Δάκρυ. Οι φήμες λένε ότι εκεί βρίσκεται ο Αναγεννημένος Δράκοντας». Και πάλι κοίταξε γύρω του επιφυλακτικά. «Εκτός αν προτιμάς να πας στο νησί». Πρέπει να εννοούσε την Ταρ Βάλον. «Κάτι καμ ― κάτι παράξενες φήμες κυκλοφορούν και γι’ αυτό. Ειρήνη μου, φήμες ν’ ακούσεις!» Προερχόταν από μια χώρα που δεν είχε γνωρίσει ειρήνη εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια· οι Σιναρανοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη σαν φυλαχτό και όρκο μαζί. «Λένε ότι η παλιά Αμερλιν καθαιρέθηκε. Ότι ίσως εκτελέστηκε. Μερικοί λένε ότι πολέμησαν κι έκαψαν ολόκληρη―» Κοντοστάθηκε, πήρε μια βαθιά ανάσα κι έκανε μια φρικτή γκριμάτσα. «-ολόκληρη την πόλη».

Όπως περπατούσε πλάι του, τον κοίταξε έκπληκτη. Είχε να τον δει κοντά στον ένα χρόνο, δεν του είχε πει πάνω από δυο λέξεις, και όμως... Γιατί άραγε οι άνδρες πάντα πίστευαν ότι μια γυναίκα χρειαζόταν έναν άνδρα να την προσέχει; Οι άνδρες δεν μπορούσαν ούτε τα κορδόνια του πουκάμισού τους να δέσουν χωρίς τη βοήθεια μιας γυναίκας! «Μια χαρά τα πάμε, να ’σαι καλά. Εκτός αν ξέρεις κάποιον έμπορο του ποταμού που να έχει δέσει εδώ και να κατεβαίνει το ποτάμι».

«Τα πάμε; Ποιες; Είναι η γαλάζια μαζί σου ή η καφέ;» Πρέπει να εννοούσε τη Μουαραίν και τη Βέριν. Ήταν επιφυλακτικός και με το παραπάνω.

«Όχι. Θυμάσαι την Ηλαίην;» Εκείνος ένευσε κοφτά κι η Νυνάβε ένιωσε να την καταλαμβάνει μια σκανταλιάρικη παρόρμηση· τίποτα δεν φαινόταν να τον ταράζει, και προφανώς περίμενε ότι θα αναλάμβανε έτσι απλά την προστασία της. «Την ξανάδες μόλις τώρα δα. Είπες ότι είχε» —έκανε τη φωνή της τραχιά, μιμούμενη τη δική του― «πρόσωπο λες και είναι καμιά αναθεματισμένη βασίλισσα».

Εκείνος σκόνταψε με άκρως απολαυστικό τρόπο και κοίταξε γύρω του με τόσο άγριο, φλογισμένο βλέμμα, που ακόμα και δύο έφιπποι Λευκομανδίτες έκαναν κύκλο γύρω του, παρ’ όλο που φυσικά προσποιήθηκαν ότι το λοξοδρόμισμά τους δεν είχε σχέση μ’ αυτόν. «Εκείνη;» μούγκρισε, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει. «Μα τα αναθεματισμένα τα μαλλιά της ήταν μαύρα κορακίσια...» Κοίταξε τα δικά της, και συνέχισε να προχωρά στον καρόδρομο, μουρμουρίζοντας, σχεδόν μονολογώντας. «Η καμένη η γυναίκα είναι κόρη βασίλισσας. Βασιλοπούλα, που να καεί! Και δείχνει έτσι τα αναθεματισμένα τα πόδια της». Η Νυνάβε ένευσε, συμφωνώντας μαζί του. Ώσπου αυτός πρόσθεσε, «Εσείς οι αναθεματισμένοι οι νότιοι είστε πολύ παράξενοι! Δεν έχετε καμία αξιοπρέπεια, που να καεί!» Είχε το θράσος να μιλάει. Οι Σιναρανοί μπορεί να ντύνονταν αξιοπρεπώς, αλλά η Νυνάβε ακόμα κοκκίνιζε όταν θυμόταν ότι στο Σίναρ άνδρες και γυναίκες συχνά έκαναν μπάνιο μαζί, και το έβρισκαν εξίσου φυσιολογικό με το να τρώνε μαζί.

«Ποτέ δεν σου έμαθε η μάνα σου να μιλάς ευγενικά, άνθρωπέ μου;» Σήκωσε τους ώμους του και το πραγματικό μάτι του την κοίταξε σχεδόν εξίσου σκοτεινά με το ζωγραφισμένο. Στο Φαλ Ντάρα, τόσο αυτός όσο και όλοι οι άλλοι της είχαν φερθεί σαν να ήταν από αριστοκρατική γενιά ή κάτι ανάλογο. Φυσικά, ήταν δύσκολο να συμπεριφέρεται σαν αρχόντισσα μ’ αυτό το φόρεμα και με τα μαλλιά της να έχουν μια απόχρωση που δεν είχε πλάσει η φύση. Έσιαξε κι έσφιξε το επώμιό της, και σταύρωσε τα χέρια για να μην γλιστρήσει πάλι. Το γκρίζο μαλλί ήταν τρομερά ενοχλητικό σ’ αυτήν την ξεραΐλα και τη ζέστη, ενώ η ίδια ήταν ακριβώς το αντίθετο, μούσκεμα από τον ιδρώτα· δεν είχε ακούσει για κανέναν που είχε πεθάνει από το ιδροκόπημα, αλλά της φάνηκε ότι μπορεί να γινόταν η πρώτη. «Τι κάνεις εδώ, Ούνο;»

Εκείνος κοίταξε τριγύρω προτού απαντήσει. Όχι ότι υπήρχε λόγος· η κυκλοφορία στο δρόμο ήταν λιγοστή —καμιά βοϊδάμαξα πού και πού, κάποιοι με ρούχα γεωργού ή ακόμα πιο τραχιά, πιο αραιά κάποιος καβαλάρης― και κανένας δεν τολμούσε να τον σιμώσει, παρά μόνο αν ήταν ανάγκη. Έμοιαζε με άνθρωπο που θα σου ’κοβε το λαρύγγι από καπρίτσιο. «Η γαλάζια μάς έδωσε ένα όνομα στην Τζεχάνα και είπε να περιμένουμε εκεί μέχρι να μας στείλει οδηγίες, αλλά η γυναίκα στη Τζεχάνα ήταν νεκρή και θαμμένη όταν φτάσαμε. Μια γριά. Πέθανε στον ύπνο της και οι συγγενείς της δεν ήξεραν ούτε καν το όνομα της γαλάζιας. Τότε ο Μασέμα άρχισε να μιλά στον κόσμο, και... Να, δεν είχε νόημα να μείνουμε εκεί περιμένοντας διαταγές που, και να έρχονταν, δεν θα έφταναν στα αυτιά μας. Μένουμε μαζί με τον Μασέμα επειδή μας δίνει αρκετά για να ζήσουμε, αν και κανείς δεν ακούει τις βλακείες του εκτός από τον Μπάρτου και τον Νένγκαρ». Ο ψαρός κότσος ανέμισε, καθώς ο Ούνο κουνούσε το κεφάλι εκνευρισμένος.

Ξαφνικά η Νυνάβε συνειδητοποίησε ότι δεν είχε ακουστεί ούτε μια χυδαία λέξη τόση ώρα που της μιλούσε. Έμοιαζε έτοιμος να καταπιεί τη γλώσσα του. «Ίσως αν έβριζες μονάχα περιστασιακά;» είπε και αναστέναξε. «Ίσως μια φορά ανά δυο προτάσεις;» Ο άλλος της χαμογέλασε με τόση ευγνωμοσύνη, που της ήρθε να σηκώσει τα χέρια ψηλά αγανακτισμένη. «Πώς κι έχει ο Μασέμα λεφτά, ενώ οι υπόλοιποι όχι;» Θυμόταν τον Μασέμα: ήταν ένας με σκοτεινό, ξινό ύφος, που δεν του άρεσε κανείς και τίποτα.

«Μα είναι ο καμένος ο Προφήτης, που έρχονται όλοι να τον ακούσουν. Θα ήθελες να τον συναντήσεις;» Της έδινε την εντύπωση ότι μετρούσε τις προτάσεις του. Η Νυνάβε πήρε μια βαθιά ανάσα· ο άνθρωπος είχε πάρει τα λόγια της κυριολεκτικά. «Μπορεί να σου βρει ένα καμένο πλοίο, αν θέλεις. Στην Γκεάλνταν, αυτό που θέλει ο Προφήτης, αυτό συνήθως γίνεται. Όχι, που να καεί, στο τέλος πάντα γίνεται αυτό που θέλει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ο άνθρωπος ήταν καλός στρατιώτης, αλλά ποιος να το φανταζόταν πού θα κατέληγε;» Το συνοφρυωμένο βλέμμα του αγκάλιασε τα πρόχειρα χωριά και τους ανθρώπους, ακόμα και τις παραστάσεις και την πόλη παραπέρα.

Η Νυνάβε δίστασε. Ο φοβερός και τρομερός Προφήτης, που ξεσήκωνε όχλους και προκαλούσε ταραχές, ήταν ο Μασέμα; Όμως όντως κήρυττε τον ερχομό του Αναγεννημένου Δράκοντα. Είχαν φτάσει σχεδόν στην πύλη της πόλης και είχε χρόνο πριν από τη στιγμή που θα έπρεπε να σταθεί για να της ρίξει βέλη η Μπιργκίτε. Ο Λούκα είχε απογοητευτεί που η γυναίκα επέμεινε να τη λένε Μέριον. Αν ο Μασέμα μπορούσε πράγματι να τους βρει πλοίο που να κατεβαίνει το ποτάμι... Ίσως σήμερα. Από την άλλη μεριά, ήταν και οι ταραχές. Αν οι φήμες είχαν παραφουσκώσει την πραγματικότητα, τότε οι νεκροί στα χωριά και τις πόλεις πιο νότια ήταν μόνο εκατοντάδες. Μόνο εκατοντάδες.

«Μόνο μην του θυμίσεις ότι έχεις καμία σχέση με κείνο το καμένο το νησί», συνέχισε ο Ούνο, κοιτάζοντάς την συλλογισμένα. Τώρα που το σκεφτόταν η Νυνάβε, συνειδητοποιούσε ότι ο Ούνο πιθανότατα δεν ήξερε τι σχέση είχε με την Ταρ Βάλον. Στο κάτω-κάτω, υπήρχαν γυναίκες που πήγαιναν εκεί χωρίς να γίνουν Άες Σεντάι, αναζητώντας βοήθεια ή απαντήσεις. Ο Ούνο ήξερε ότι η Νυνάβε είχε κάποια ανάμιξη, αλλά τίποτα το συγκεκριμένο. «Δεν είναι πιο φιλικός από τους Λευκομανδίτες στις γυναίκες που είναι από κει. Αν κρατήσεις το καμένο το στόμα σου κλειστό, μάλλον θα το αφήσει να περάσει έτσι. Για κάποια που είναι από το ίδιο χωριό με τον Άρχοντα Δράκοντα, ο Μασέμα μάλλον θα βάλει να φτιάξουν πλοίο».

Τα πλήθη ήταν πιο πυκνά στις πύλες, οι οποίες πλαισιώνονταν από κοντόχοντρους γκρίζους πυργίσκους, και υπήρχαν ποτάμια ανδρών και γυναικών που μπαινόβγαιναν, πεζοί και καβαλάρηδες, με κάθε είδους ρούχα, από κουρέλια μέχρι κεντημένα μεταξωτά σακάκια και φορέματα. Οι πύλες, χοντρές και ενισχυμένες με σίδερο, στέκονταν ανοιχτές υπό τη φρούρηση μιας ντουζίνας στρατιωτών με δόρατα, οι οποίοι φορούσαν φολιδωτά χιτώνια και στρογγυλά ατσάλινα κράνη με ίσιο γύρο. Στην πραγματικότητα, οι φρουροί έδιναν περισσότερη προσοχή σε πέντ’ έξι Λευκομανδίτες που περίμεναν εκεί κοντά. Εκείνοι που παρατηρούσαν το ανθρώπινο μελίσσι ήταν αυτοί ακριβώς οι άνδρες με τα χιονόλευκα σακάκια και τις στιλβωμένες πανοπλίες.

«Είναι μεγάλος μπελάς οι Λευκομανδίτες;» ρώτησε η Νυνάβε χαμηλόφωνα.

Ο Ούνο σούφρωσε τα χείλη σαν να ’θελε να φτύσει, της έριξε μια ματιά, και δεν το έκανε. «Και πότε δεν ήταν; Σε μια απ’ αυτές τις πλανόδιες παραστάσεις ήταν μια γυναίκα που έκανε κόλπα, ταχυδακτυλουργικά. Πριν από τέσσερις μέρες, ένας καμένος όχλος από προβατοκέφαλους με σπλάχνα περιστεριού πήγε και τα έκανε όλα φύλλο και φτερό». Ο Βάλαν Λούκα δεν είχε πει λέξη γι’ αυτό! «Ειρήνη μου! Αυτό που γύρευαν ήταν η γυναίκα. Είπαν ότι ήταν» —αγριοκοίταξε τον κόσμο που περνούσε βιαστικά και χαμήλωσε τη φωνή του― «Άες Σεντάι. Και Σκοτεινόφιλη. Όπως την τραβολογούσαν, για να την πάνε στο σχοινί, της έσπασαν τον καμένο το λαιμό, έτσι άκουσα, αλλά το πτώμα το κρέμασαν έτσι κι αλλιώς. Ο Μασέμα έβαλε να αποκεφαλίσουν τους αρχηγούς τους, όμως εκείνοι που ξεσήκωσαν τον καμένο τον όχλο ήταν οι Λευκομανδίτες». Η βλοσυρή ματιά του ταίριαζε με το κόκκινο μάτι που ήταν ζωγραφισμένο στην καλύπτρα. «Αν θες την καμένη τη γνώμη μου, παράγινε το κακό με κρεμάλες και αποκεφαλισμούς, που να καεί. Ο καμένος ο Μασέμα είναι ίδιος και χειρότερος από τους καμένους τους Λευκομανδίτες, έτσι που ψάχνει και βρίσκει παντού Σκοτεινόφιλους».

«Μια φορά ανά δυο προτάσεις», μουρμούρισε η Νυνάβε κι αυτός στ’ αλήθεια κοκκίνισε.

«Δεν ξέρω πώς το σκέφτηκα», γκρίνιαξε. «Δεν μπορώ να σε πάω εκεί. Είναι το μισό γιορτή και το μισό ξεσηκωμός, ο τόπος βράζει από πορτοφολάδες, και οι γυναίκες δεν είναι ασφαλείς έξω από τα σπίτια όταν σκοτεινιάσει». Το τελευταίο φαινόταν να τον σκανδαλίζει περισσότερο από τα υπόλοιπα· στο Σίναρ, οι γυναίκες ήταν ασφαλείς παντού, πάντοτε —αν εξαιρούσες τους Τρόλοκ και τους Μυρντράαλ, φυσικά― και οι άνδρες έδιναν τη ζωή τους για να το διασφαλίσουν αυτό. «Δεν είναι ασφαλές. Θα σε πάω πίσω. Όταν βρω τρόπο, θα έρθω να σε πάρω».

Αυτό την έκανε να το αποφασίσει. Τράβηξε το χέρι της, προτού εκείνος προλάβει να τη σφίξει, και τάχυνε το βήμα προς τις πύλες. «Έλα, Ούνο, και μη χασομεράς. Αν χασομεράς, θα σε αφήσω πίσω». Εκείνος την πρόφτασε, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του για το πόσο πεισματάρες ήταν οι γυναίκες. Όταν η Νυνάβε κατάλαβε ότι αυτό ήταν το θέμα του και ότι κατά τη γνώμη του ο όρος για τις βλαστήμιες δεν ίσχυε όταν μονολογούσε, έπαψε να τον ακούει.

Загрузка...