Η Νυνάβε σχημάτισε με προσοχή στο νου της την εικόνα του γραφείου της Άμερλιν, ακριβώς όπως οραματιζόταν την Καρδιά της Πέτρας πηγαίνοντας για ύπνο. Τίποτα δεν συνέβη κι έσμιξε τα φρύδια της. Κανονικά έπρεπε να έχει πάει στον Λευκό Πύργο, στο δωμάτιο που είχε φανταστεί. Ξαναδοκιμάζοντας, έβαλε στο νου της ένα δωμάτιο, το οποίο επισκεπτόταν συχνότερα, αν και με μεγαλύτερη δυσαρέσκεια.
Η Καρδιά της Πέτρας μετατράπηκε στο γραφείο της Κυράς των Μαθητευομένων, ένα στενό δωμάτιο με σκούρα ξύλινη επένδυοη, γεμάτο απλά, γερά έπιπλα, που τα είχαν χρησιμοποιήσει οι γενιές των γυναικών, οι οποίες είχαν περάσει από αυτό το αξίωμα. Όταν τα παραπτώματα μιας μαθητευόμενης ήταν τέτοια, που δεν αρκούσαν πια ως εξιλέωση οι επιπλέον ώρες που σφουγγάριζε πατώματα ή καθάριζε με την τσουγκράνα τα δρομάκια των κήπων, τότε την έστελναν εδώ. Αν δεχόταν τέτοια πρόσκληση μια Αποδεχθείσα, σήμαινε ότι το παράπτωμά της ήταν ακόμα μεγαλύτερο, αλλά και πάλι πήγαινε με βαριά καρδιά, ξέροντας ότι η έκβαση θα ήταν εξίσου οδυνηρή, ίσως και περισσότερο.
Η Νυνάβε δεν ήθελε να κοιτάξει το δωμάτιο —η Σέριαμ την αποκαλούσε εσκεμμένα πεισματάρα στις αναρίθμητες επισκέψεις της — αλλά βρέθηκε να ατενίζει τον καθρέφτη στον τοίχο, όπου μαθητευόμενες και Αποδεχθείσες ήταν υποχρεωμένες να κοιτάζουν το κλαμένο πρόσωπό τους, ενώ άκουγαν τη Σέριαμ να κάνει κήρυγμα λέγοντας ότι έπρεπε να υπακούνε στους κανόνες και να δείχνουν τον προσήκοντα σεβασμό και άλλα αντίστοιχα. Το να υπακούει τους κανόνες των άλλων και το να δείχνει τον απαιτούμενο σεβασμό ήταν κάτι που πάντα μπέρδευε τη Νυνάβε. Τα αχνά απομεινάρια της χρυσής μπογιάς στη σκαλισμένη κορνίζα έδειχναν ότι ο καθρέφτης ήταν εκεί από τον Εκατονταετή Πόλεμο, αν όχι από το Τσάκισμα.
Το Ταραμπονέζικο φόρεμα ήταν όμορφο, αλλά, αν την έβλεπε κάποιος να το φορά, θα έμπαινε σε υποψίες. Ακόμα και οι Ντομανές συνήθως ντύνονταν διακριτικά, όταν επισκέπτονταν τον Πύργο, και η Νυνάβε δεν μπορούσε να φανταστεί καμία γυναίκα να ονειρεύεται τον εαυτό της στον Πύργο χωρίς να φέρεται άψογα. Φυσικά, δεν θα συναντούσε καμία εκεί παρά μόνο όσες στο όνειρο τους έμπαιναν στον Τελ’αράν’ριοντ για μερικές στιγμές· από τον καιρό της Κοριάνιν Νεντέαλ, τετρακόσια χρόνια πριν, είχε να φανεί στον Πύργο γυναίκα που να μπορεί να μπει στον Κόσμο των Ονείρων χωρίς βοήθεια, και μόνο με τον ερχομό της Εγκουέν είχε αλλάξει αυτό. Από την άλλη μεριά όμως, από τα τερ’ανγκριάλ που είχαν κλαπεί από τον Πύργο και τώρα ήταν ακόμη στα χέρια της Λίαντριν και των συνενόχων της, τα έντεκα τα είχε μελετήσει τελευταία φορά η Κοριάνιν. Τα δύο άλλα που ήταν στο γραφείο της Κοριάνιν, εκείνα τα δύο που τώρα είχαν η Νυνάβε και η Ηλαίην, πρόσφεραν δίοδο στον Τελ’αράν’ριοντ· ασφαλέστερο θα ήταν να υπέθετε κανείς ότι και τα υπόλοιπα είχαν τον ίδιο σκοπό. Ήταν μικρή η πιθανότητα να ονειρευόταν η Λίαντριν ή οι άλλες τον Πύργο από τον οποίο το είχαν σκάσει, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να το ρισκάρει, εφόσον υπήρχε κίνδυνος να της στήσουν ενέδρα. Επίσης, η Κοριάνιν μπορεί βέβαια να είχε μελετήσει κι άλλα εκτός από τα κλεμμένα τερ’ανγκριάλ. Τα αρχεία συχνά ήταν ασαφή για τα τερ’ανγκριάλ των οποίων η χρήση δεν ήταν κατανοητή, και ίσως υπήρχαν και άλλα στα χέρια των Μαύρων αδελφών που βρίσκονταν ακόμα στον Πύργο.
Το φόρεμα άλλαξε ριζικά, έγινε λευκό μαλλί, μαλακό αλλά όχι ιδιαίτερης ποιότητας, με επτά χρωματιστές ρίγες στον ποδόγυρο, μια για κάθε Άτζα. Αν έβλεπε καμία που δεν εξαφανιζόταν μετά από μερικά δευτερόλεπτα, θα ξαναπήγαινε στη Σιέντα, και η άλλη θα νόμιζε ότι ήταν απλώς κάποια Αποδεχθείσα που είχε αγγίξει τον Τελ’αράν’ριοντ στο όνειρο της. Όχι. Όχι στο πανδοχείο, αλλά στο γραφείο της Σέριαμ. Αν υπήρχε κάποια γυναίκα εκεί που δεν εξαφανιζόταν, σίγουρα θα ήταν του Μαύρου Άτζα, και υποτίθεται πως η Νυνάβε πήγαινε εκεί για τις κυνηγήσει.
Ολοκληρώνοντας τη μεταμφίεση της, έσφιξε την πλεξούδα της που έξαφνα είχε γίνει χρυσοκόκκινη κι έκανε μια γκριμάτσα στο πρόσωπο της Μελαίν που είδε στον καθρέφτη. Αυτήν, μετά χαράς θα την παρέδιδε στη Σέριαμ.
Το γραφείο της Κυράς των Μαθητευομένων ήταν κοντά στα καταλύματα των μαθητευομένων και οι πλατιοί πλακοστρωμένοι διάδρομοι τρεμόπαιζαν από ξαφνικές κινήσεις ανάμεσα στις περίτεχνες επενδύσεις των τοίχων και στις λάμπες που δεν ήταν αναμμένες· εκλάμψεις φοβισμένων κοριτσιών, ντυμένων με το λευκό των μαθητευομένων. Σίγουρα άφθονοι εφιάλτες τους θα περιείχαν τη Σέριαμ. Η Νυνάβε τις αγνόησε, καθώς προχωρούσε γρήγορα· δεν έμεναν στον Κόσμο των Ονείρων αρκετή ώρα για να τη δουν, αλλά, και να την έβλεπαν, θα την περνούσαν για τμήμα του δικού τους ονείρου.
Μια κοντή, πλατιά σκάλα έβγαζε στο γραφείο της Άμερλιν. Πλησιάζοντας, ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της η Ελάιντα, με πρόσωπο ιδρωμένο, φορώντας μανδύα κόκκινο σαν αίμα, με το επιτραχήλιο της Έδρας της Άμερλιν τυλιγμένο στους ώμους της. Ή μάλλον, ήταν και δεν ήταν το επιτραχήλιο της Άμερλιν· δεν είχε γαλάζια ρίγα.
Τα αυστηρά εκείνα μάτια καρφώθηκαν στη Νυνάβε. «Είμαι η Έδρα της Άμερλιν, μικρούλα! Δεν ξέρεις ότι πρέπει να δείξεις σεβασμό; Θα σε―» Προτού τελειώσει τη φράση της, είχε εξαφανιστεί.
Η Νυνάβε έβγαλε νευρικά την ανάσα της. Η Ελάιντα Άμερλιν· να εφιάλτης. Μάλλον είναι το αγαπημένο της όνειρο, σκέφτηκε σαρκαστικά. Πιθανότερο είναι να χιονίσει στο Δάκρυ, παρά να φτάσει η Ελάιντα τόσο ψηλά.
Ο προθάλαμος ήταν όπως τον θυμόταν, μ’ ένα πλατύ τραπέζι και μια καρέκλα πίσω του για την Τηρήτρια των Χρονικών. Υπήρχαν μερικές καρέκλες στον τοίχο για τις Άες Σεντάι που περίμεναν να μιλήσουν με την Άμερλιν· οι μαθητευόμενες και οι Αποδεχθείσες στέκονταν ορθές. Όμως τα τακτικά απλωμένα χαρτιά στο τραπέζι, οι δεμένες περγαμηνές και οι μεγάλοι πάπυροι με τις σφραγίδες και τα γράμματα δεν θύμιζαν τον τρόπο της Ληάνε. Όχι ότι ήταν τσαπατσούλα, αντιθέτως, όμως η Νυνάβε ανέκαθεν πίστευε ότι το βράδυ τακτοποιούσε τα πάντα στη θέση τους.
Άνοιξε την πόρτα του εσωτερικού δωματίου, όμως τα βήματά της βράδυναν, καθώς έμπαινε. Δεν ήταν παράξενο που δεν είχε κατορθώσει να ονειρευτεί τον εαυτό της εκεί· το δωμάτιο δεν έμοιαζε καθόλου μ’ εκείνο που θυμόταν. Εκείνο το βαρύ, σκαλισμένο τραπέζι, η ψηλή, όμοια με θρόνο καρέκλα. Τα σκαμνιά με τις σκαλισμένες κληματσίδες, που ήταν παραταγμένα σε μια τέλεια καμπύλη μπροστά στο τραπέζι, χωρίς κανένα να ξεφεύγει έστω κι έναν πόντο από τη θέση του. Η Σιουάν Σάντσε προτιμούσε απλή επίπλωση, σαν να προσποιούταν ότι ήταν ακόμα κόρη ψαρά, και είχε μόνο μια επιπλέον καρέκλα, που δεν επέτρεπε πάντα στους επισκέπτες να τη χρησιμοποιήσουν. Κι εκείνο το λευκό βάζο γεμάτο κόκκινα τριαντάφυλλα, καλά στερεωμένο πάνω σ’ ένα βάθρο σαν μνημείο. Της Σιουάν της άρεσαν τα άνθη, αλλά προτιμούσε ένα πολύχρωμο μπουκέτο, κάτι σαν μινιατούρα χωραφιού γεμάτου αγριολούλουδα. Πάνω από το τζάκι κρεμόταν μια απλή ζωγραφιά που έδειχνε ψαρόβαρκες ανάμεσα σε ψηλές καλαμιές. Τώρα υπήρχαν δύο πίνακες, εκ των οποίων η Νυνάβε αναγνώρισε τον έναν. Ήταν ο Ραντ, που μαχόταν με τον Αποδιωγμένο ο οποίος αυτοαποκαλείτο Μπα’άλζαμον, στα σύννεφα πάνω από το Φάλμε. Ο άλλος, αποτελούμενος από τρία ξύλινα πάνελ, απεικόνιζε σκηνές που δεν της θύμιζαν τίποτα.
Η πόρτα άνοιξε και η καρδιά της βροντοχτύπησε. Μια κοκκινομάλλα Αποδεχθείσα, που δεν την είχε δει άλλη φορά, μπήκε στο δωμάτιο και την κοίταξε. Δεν εξαφανίστηκε. Τη στιγμή που η Νυνάβε ήταν έτοιμη να ξαναπηδήξει στο γραφείο της Σέριαμ, η κοκκινομάλλα είπε, «Νυνάβε, αν η Μελαίν ήξερε ότι χρησιμοποιείς το πρόσωπό της, θα σου έκανε κάτι χειρότερο από το να σε ντύσει με ένα παιδικό φορεματάκι». Και ξαφνικά ήταν η Εγκουέν με την Αελίτικη ενδυμασία της.
«Έχασα δέκα χρόνια από το φόβο εξαιτίας σου», μουρμούρισε η Νυνάβε. «Άρα οι Σοφές αποφάσισαν τελικά να σε αφήσουν να πηγαινοέρχεσαι όπου θέλεις; Ή έρχεται και η Μελαίν-;»
«Καλά κάνεις και φοβάσαι», την αποπήρε η Εγκουέν, ενώ τα μάγουλά της ρόδιζαν. «Είσαι ανόητη, Νυνάβε. Ένα παιδάκι που παίζει με κερί στον αχυρώνα».
Η Νυνάβε έμεινε να χάσκει. Η Εγκουέν τη μάλωνε; «Άκουσέ με, Εγκουέν αλ’Βέρ. Δεν το ανέχομαι από τη Μελαίν και δεν θα το ανεχτώ από―»
«Από κάποιον πρέπει να τα ακούσεις, προτού πας και σκοτωθείς».
«Θα―»
«Έπρεπε να σου είχα πάρει το πέτρινο δαχτυλίδι. Έπρεπε να το είχα δώσει στην Ηλαίην, και να της έλεγα να μην σε αφήνει να το χρησιμοποιείς».
«Να της έλεγες να-!»
«Νομίζεις ότι τα παραφούσκωνε η Μελαίν;» είπε αυστηρά η Εγκουέν, κουνώντας το δάχτυλό της σχεδόν ακριβώς όπως η Μελαίν. «Κάθε άλλο, Νυνάβε. Οι Σοφές σου είπαν και σου ξαναείπαν την καθαρή αλήθεια για τον Τελ’αράν’ριοντ, αλλά εσύ νομίζεις ότι είναι ανόητες και δεν ξέρουν τι λένε. Είσαι μεγάλη γυναίκα, όχι κανένα χαζό παιδάκι. Τι να πω, η φρονιμάδα που είχες κάποτε τώρα έχει γίνει καπνός. Βρες την, Νυνάβε!» Ξεφύσηξε δυνατά, σιάζοντας το επώμιο στους ώμους της. «Αυτή τη στιγμή προσπαθείς να παίξεις με τις ωραίες φλόγες του τζακιού, και είσαι τόσο ανόητη που δεν καταλαβαίνεις ότι μπορεί να πέσεις μέσα».
Η Νυνάβε την κοίταζε έκπληκτη. Συχνά διαφωνούσαν, αλλά η Εγκουέν ποτέ δεν είχε προσπαθήσει να της τα ψάλει σαν να ήταν κοριτσάκι που το είχε πιάσει με το χέρι στο βάζο με το μέλι. Ποτέ! Το φόρεμα. Ήταν το φόρεμα Αποδεχθείσας που φορούσε και το πρόσωπο μιας άλλης. Άλλαξε κι έγινε ο εαυτός της, φορώντας ένα καλό γαλάζιο μάλλινο φόρεμα που φορούσε συχνά στις συναντήσεις του Κύκλου και όταν ήθελε να μαλώσει το Συμβούλιο. Ένιωθε να φορά την παλιά εξουσία της ως Σοφία. «Γνωρίζω καλά ότι υπάρχουν πολλά που δεν ξέρω», είπε ήρεμα, «όμως εκείνες οι Αελίτισσες―»
«Συνειδητοποιείς ότι μπορείς να μπεις σε κάτι απ’ όπου δεν θα μπορείς να βγεις; Εδώ τα όνειρα είναι αληθινά. Αν επιτρέψεις στον εαυτό σου να παρασυρθεί σε ένα αγαπημένο σου όνειρο, αυτό μπορεί να σε παγιδεύσει. Θα παγίδευες τον εαυτό σου. Μέχρι που θα πέθαινες».
«Μα θα—;»
«Υπάρχουν εφιάλτες που περιδιαβαίνουν τον Τελ’αράν’ριοντ, Νυνάβε».
«Θα με αφήσεις να μιλήσω;» είπε ξερά η Νυνάβε. Ή μάλλον προσπάθησε να το πει ξερά· η φωνή της είχε ικεσία και σύγχυση. Ανεπίτρεπτα και τα δύο.
«Όχι, δεν σε αφήνω», είπε σταθερά η Εγκουέν. «Μόνο όταν θελήσεις να πεις κάτι που αξίζει να ακούσω. Είπα εφιάλτες κι εννοούσα εφιάλτες, Νυνάβε. Όταν κάποιος βλέπει εφιάλτη στον Τελ’αράν’ριοντ, είναι και ο εφιάλτης πραγματικός. Και μερικές φορές επιζεί, ακόμα κι όταν φύγει ο ονειρευτής, Δεν το καταλαβαίνεις, ε;»
Ξαφνικά, δυνατά χέρια άρπαξαν τη Νυνάβε από τα μπράτσα. Το κεφάλι της τινάχτηκε πέρα-δώθε, τα μάτια της γούρλωσαν. Δύο πελώριοι κουρελήδες τη σήκωσαν στον αέρα, με πρόσωπα μισολιωμένα απομεινάρια γδαρμένης σάρκας, με σαλιωμένα στόματα γεμάτα κοφτερά, κιτρινιάρικα δόντια. Η Νυνάβε προσπάθησε να τους κάνει να εξαφανιστούν —αν μπορούσε να το κάνει αυτό μια Σοφή, τότε μπορούσε κι αυτή― κι ο ένας της έσχισε το φόρεμα μπροστά σαν να ’ταν από πάπυρο. Ο άλλος της άρπαξε το σαγόνι με ένα σκληρό, γεμάτο κάλους χέρι και της έστριψε το πρόσωπο προς το μέρος του· το κεφάλι του έσκυψε και την πλησίασε, με το στόμα να ανοίγει. Δεν ήξερε αν ήθελε να τη φιλήσει ή να τη δαγκώσει, αλλά θα προτιμούσε να πεθάνει είτε ήταν το ένα είτε το άλλο. Πάλεψε να πιάσει το σαϊντάρ και δεν βρήκε τίποτα· αυτό που την πλημμύριζε ήταν τρόμος, όχι θυμός. Χοντρά νύχια χώθηκαν στα μάγουλά της, κρατώντας το κεφάλι της ακίνητο. Της το είχε κάνει η Εγκουέν με κάποιον τρόπο. Η Εγκουέν. «Σε παρακαλώ, Εγκουέν!» Ήταν στριγκλιά αυτό που έβγαλε, και ήταν τόσο έντρομη που δεν την ένοιαζε. «Σε παρακαλώ!»
Οι άνδρες —τα πλάσματα― εξαφανίστηκαν και τα πόδια της έπεσαν στο πάτωμα. Στην αρχή, μπόρεσε μόνο να μείνει εκεί ριγώντας και σιγοκλαίγοντας. Διόρθωσε βιαστικά το σχισμένο φόρεμά της, όμως τα γδαρσίματα από τα μακριά νύχια έμειναν στο λαιμό και στο στήθος της. Μπορούσες εύκολα να μπαλώσεις τα ρούχα στον Τελ’αράν’ριοντ, όμως ό,τι πάθαινε ο άνθρωπος... Τα γόνατά της έτρεμαν τόσο που με δυσκολία έμενε όρθια.
Περίμενε πως η Εγκουέν θα την παρηγορούσε, κι αυτή τη φορά θα το δεχόταν μετά χαράς. Όμως εκείνη είπε μόνο, «Υπάρχουν χειρότερα πράγματα εδώ, αλλά και οι εφιάλτες δεν είναι καθόλου ευχάριστοι. Αυτούς εδώ τους έφτιαξα και τους εξαφάνισα, αλλά ακόμα κι εγώ έχω πρόβλημα με τους εφιάλτες που βρίσκω τυχαία. Και δεν προσπάθησα να τους διατηρήσω, Νυνάβε. Αν ήξερες πώς να τους διαλύσεις, θα μπορούσες να το κάνεις».
Η Νυνάβε τίναξε θυμωμένη το κεφάλι και αρνήθηκε να σκουπίσει τα δάκρυα από τα μάγουλά της. «Θα μπορούσα να ονειρευτώ τον εαυτό μου αλλού. Στο γραφείο της Σέριαμ ή στο κρεβάτι μου». Δεν είχε μιλήσει γκρινιάρικα. Φυσικά και όχι.
«Αν δεν ήσουν τόσο παγωμένη από τον τρόμο, που δεν μπορούσες να το σκεφτείς», είπε ξερά η Εγκουέν. «Έλα τώρα, μην μουτρώνεις έτσι. Είναι ανόητη αυτή η έκφραση πάνω σου».
Αυτή την αγριοκοίταξε, όμως το βλέμμα της δεν πέτυχε όπως άλλοτε· αντί να αρχίσει καβγά, η Εγκουέν απλώς την κοίταξε υψώνοντας το φρύδι. «Αυτά δεν μοιάζουν να είναι της Σιουάν Σάντσε», είπε η Νυνάβε, για να αλλάξει θέμα. Τι την είχε πιάσει τη μικρή;
«Δεν μοιάζουν», συμφώνησε η Εγκουέν, κοιτώντας ολόγυρα στο δωμάτιο. «Καταλαβαίνω τώρα γιατί αναγκάστηκα να έρθω από το παλιό μου δωμάτιο στους κοιτώνες των μαθητευομένων. Φαντάζομαι όμως ότι ο κόσμος καμιά φορά αποφασίζει να δοκιμάσει κάτι καινούριο».
«Αυτό εννοώ», της είπε υπομονετικά η Νυνάβε. Δεν είχε μιλήσει γκρινιάρικα, και δεν έδειχνε μουτρωμένη. Ήταν γελοίο. «Η γυναίκα που επίπλωσε αυτό το δωμάτιο δεν κοιτάζει τον κόσμο με τον τρόπο της γυναίκας που είχε διαλέξει ό,τι ήταν άλλοτε εδώ. Κοίταξε αυτούς τους πίνακες. Δεν καταλαβαίνω τι είναι εκείνη η τριάδα, αλλά τον άλλο ξέρω ότι τον αναγνωρίζεις». Το είχαν δει και οι δυο τους την ώρα που συνέβαινε.
«Η Μπόνχουιν, νομίζω», είπε συλλογισμένα η Εγκουέν. «Δεν άκουγες τα μαθήματα που έπρεπε. Είναι ένα τρίπτυχο».
«Ό,τι και να ’ναι, το σημαντικό είναι το άλλο». Άκουγε με προσοχή τις Κίτρινες. Τα υπόλοιπα ήταν συνήθως άχρηστες χαζομάρες. «Μου φαίνεται ότι η γυναίκα που το κρέμασε θέλει να της θυμίζει πόσο επικίνδυνος είναι ο Ραντ. Αν για κάποιο λόγο η Σιουάν Σάντσε έχει στραφεί εναντίον του Ραντ... Εγκουέν, αυτό μπορεί να είναι πολύ χειρότερο από το να θέλει απλώς να ξαναφέρει την Ηλαίην στον Πύργο».
«Ίσως», είπε η Εγκουέν επιφυλακτικά. «Ίσως βρούμε κάτι στα χαρτιά. Εσύ ψάξε εδώ. Όταν τελειώσω από το γραφείο της Ληάνε, θα σε βοηθήσω».
Η Νυνάβε κοίταξε αγανακτισμένα την Εγκουέν που έφευγε. Ψάξε εδώ, τι τρόπος είναι αυτός! Η Εγκουέν δεν είχε δικαίωμα να δίνει διαταγές. Της ερχόταν να την ακολουθήσει και να της το πει έξω απ’ τα δόντια. Τότε γιατί στέκεσαι εδώ ακίνητη σαν ντουβάρι; αναρωτήθηκε θυμωμένα. Ήταν καλή ιδέα να ψάξει τα χαρτιά, και δεν άλλαζε τίποτα, αν έψαχνε εκεί έξω ή εδώ μέσα. Και μάλιστα ήταν πιθανότερο να υπάρχει κάτι σημαντικό στο γραφείο της Άμερλιν. Μουρμουρίζοντας μόνη της τι θα έκανε για να δώσει ένα μάθημα στην Εγκουέν, πλησίασε το πολυτελές, σκαλισμένο τραπέζι, κλωτσώντας σε κάθε βήμα το φουστάνι της.
Στο τραπέζι δεν υπήρχε τίποτα εκτός από τρία περίτεχνα λακαρισμένα κουτάκια, τοποθετημένα με εξονυχιστική ακρίβεια. Έχοντας κατά νου τις διάφορες παγίδες που μπορούσε να βάλει όποιος ήθελε να εξασφαλίσει την ησυχία του, και σχημάτισε ένα μακρύ ραβδί για να ανοίξει το καπάκι του πρώτου, που ήταν χρυσοπράσινο και στολισμένο με ερωδιούς που βημάτιζαν. Είχε σύνεργα γραφής, πένες και μελάνι και άμμο. Το πιο μεγάλο κουτί, με κόκκινα τριαντάφυλλα που στριφογυρνούσαν ανάμεσα σε χρυσές σπείρες, είχε πάνω από είκοσι ντελικάτα αγαλματίδια από φίλντισι και τυρκουάζ, που παρίσταναν ζώα και ανθρώπους, απλωμένα σε ανοιχτό γκρίζο βελούδο.
Ανοίγοντας το καπάκι του τρίτου κουτιού —χρυσά γεράκια που πολεμούσαν ανάμεσα σε λευκά σύννεφα στον γαλανό ουρανό― πρόσεξε ότι τα πρώτα δύο κουτιά είχαν ξανακλείσει. Τέτοια πράγματα συνέβαιναν εδώ, λες και τα πάντα ήθελαν να μείνουν όπως ήταν στον ξυπνητό κόσμο· εκτός αυτού, αν έπαιρνες το βλέμμα για μια στιγμή, όταν ξανακοίταζες οι λεπτομέρειες μπορεί να ήταν διαφορετικές.
Το τρίτο κουτί είχε πράγματι έγγραφα. Το ραβδί χάθηκε και η Νυνάβε σήκωσε με άκρα προσοχή το πάνω φύλλο της περγαμηνής. Υπογεγραμμένο με τυπικότητα «Τζολίνε Άες Σεντάι», ήταν μια ταπεινή αίτηση της αδελφής να εκτίσει μια σειρά τιμωριών, που έκαναν τη Νυνάβε να ανατριχιάσει και μόνο που τις διάβαζε στα γρήγορα. Δεν ήταν κάτι που είχε σημασία, παρά μόνο για την Τζολίνε. Κάτω-κάτω κάποιος είχε γράψει «εγκρίνεται» με λοξά γράμματα. Όταν η Νυνάβε έκανε να ξαναβάλει στη θέση της την περγαμηνή, αυτή ξεθώριασε και χάθηκε· και το κουτί επίσης ήταν κλειστό.
Αναστέναξε και το ξανάνοιξε. Τα χαρτιά μέσα έμοιαζαν διαφορετικά. Κρατώντας το καπάκι, άρχισε να τα βγάζει ένα-ένα και να τα διαβάζει γοργά. Ή τουλάχιστον προσπάθησε να τα διαβάσει. Μερικές φορές τα γράμματα και οι αναφορές χάνονταν τη στιγμή που τις σήκωνε, μερικές φορές όταν δεν φτάσει ακόμη στα μισά της σελίδας. Σ’ όσα υπήρχε προσφώνηση, έλεγαν απλώς, «Μητέρα, με σεβασμό». Μερικά υπογράφονταν από Άες Σεντάι, άλλα από γυναίκες με διαφορετικούς τίτλους, αριστοκράτισσες ή δίχως κανένα αξίωμα. Τίποτα απ’ αυτά δεν είχε σχέση με το ζήτημα που αντιμετώπιζαν. Ο Στρατάρχης της Σαλδαίας και ο στρατός του δεν μπορούσαν να βρεθούν και η Βασίλισσα Τενόμπια αρνιόταν να συνεργαστεί· η Νυνάβε κατάφερε να τελειώσει την αναφορά, αλλά το κείμενο θεωρούσε δεδομένο ότι εκείνη που θα το διάβαζε ήξερε για ποιο λόγο ο αξιωματικός δεν ήταν στη Σαλδαία και σε τι χρειαζόταν η συνεργασία της Βασίλισσας. Εδώ και τρεις βδομάδες, κανένα Άτζα δεν είχε λάβει αναφορά από τους πληροφοριοδότες του στο Τάντσικο· πιο πέρα απ’ αυτό το γεγονός δεν είχε προλάβει να διαβάσει. Η ένταση μεταξύ του Ίλιαν και του Μουράντυ υποχωρούσε και ο Πέντρον Νάιαλ ισχυριζόταν ότι αυτό οφειλόταν στον ίδιο· ακόμα και στις λίγες αράδες που είχε διαβάσει, φαινόταν ότι όποια το είχε γράψει έτριζε τα δόντια της. Σίγουρα τα γράμματα ήταν όλα σημαντικά, κι εκείνα που είχε καταφέρει να διαβάσει γοργά κι εκείνα που ξεθώριαζαν μπροστά στα μάτια της, αλλά δεν τη βοηθούσαν σε τίποτα. Μόλις είχε πιάσει μια αναφορά με θέμα τις υποψίες —αυτή ήταν η λέξη που χρησιμοποιείτο― για πιθανή συγκέντρωση Γαλάζιων αδελφών, όταν από το διπλανό δωμάτιο ακούστηκε η γοερή κραυγή, «Όχι, Φως μου!»
Χίμηξε στην πόρτα, κάνοντας ένα γερό ραβδί να φανεί στα χέρια της, με κεφάλι γεμάτο χοντρά ξύλινα καρφιά. Όταν όμως έτρεξε, περιμένοντας ότι θα έβρισκε την Εγκουέν να δέχεται επίθεση, είδε ότι η άλλη στεκόταν πίσω από το τραπέζι της Τηρήτριας με απλανές βλέμμα. Είχε μια έκφραση φρίκης, βεβαίως, αλλά απ’ ό,τι έβλεπε η Νυνάβε, τίποτα δεν είχε πάθει και τίποτα δεν την απειλούσε.
Η Εγκουέν τινάχτηκε όταν την είδε, και μετά πάσχισε να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της. «Νυνάβε, η Ελάιντα είναι η Έδρα της Άμερλιν».
«Μην είσαι χαζή», έκανε περιπαιχτικά η Νυνάβε. Όμως το άλλο δωμάτιο, που δεν ταίριαζε καθόλου στη Σιουάν Σάντσε... «Βάζεις πράγματα με το νου σου. Είναι αδύνατον αυτό που λες».
«Είχα μια περγαμηνή στα χέρια, Νυνάβε, που υπογραφόταν “Ελάιντα ντο Αβρινύ α’Ρόιχαν, Φύλακας των Σφραγίδων, Φλόγα της Ταρ Βάλον, Έδρα της Άμερλιν”, σφραγισμένο με τη σφραγίδα της Άμερλιν».
Η Νυνάβε ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται. «Μα πώς; Τι έπαθε η Σιουάν; Εγκουέν, ο Πύργος δεν καθαιρεί μια Άμερλιν, παρά μόνο αν συμβεί κάτι σοβαρό, Μόνο δύο έχουν καθαιρεθεί εδώ και σχεδόν τρεις χιλιάδες χρόνια».
«Μπορεί ο Ραντ να ήταν κάτι αρκετά σοβαρό». Η φωνή της Εγκουέν ήταν σταθερή, αν και τα μάτια της ήταν ακόμα σχεδόν διάπλατα ανοιχτά. «Ίσως η Σιουάν να αρρώστησε από κάτι που οι Κίτρινες δεν μπορούσαν να Θεραπεύσουν, ή να έπεσε στη σκάλα και να έσπασε το σβέρκο της. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η Ελάιντα είναι Άμερλιν. Δεν νομίζω ότι θα υποστηρίξει τον Ραντ όπως έκανε η Σιουάν».
«Η Μουαραίν», μουρμούρισε η Νυνάβε. «Ήταν τόσο σίγουρη ότι η Σιουάν θα έφερνε τον Πύργο με το μέρος του». Δεν μπορούσε να φανταστεί τη Σιουάν Σάντσε νεκρή. Συχνά ένιωθε ότι μισούσε εκείνη τη γυναίκα, μερικές φορές τη φοβόταν —τώρα πια μπορούσε να το παραδεχθεί, τουλάχιστον στον εαυτό της― αλλά επίσης τη σεβόταν. Νόμιζε ότι η Σιουάν θα υπήρχε για πάντα. «Η Ελάιντα. Φως μου! Έχει την κακία του φιδιού και την αγριότητα της γάτας. Ποιος ξέρει άραγε τι θα κάνει!»
«Φοβάμαι ότι έχω μια ιδέα». Η Εγκουέν ζούληξε με τα δύο χέρια το στομάχι της, σαν να ήθελε να σταματήσει και τη δική της αναγούλα. «Ήταν ένα πολύ σύντομο έγγραφο. Κατάφερα να το διαβάσω ολόκληρο. “Ζητούμε απ’ όλες τις πιστές αδελφές να αναφέρουν την παρουσία της γυναίκας που λέγεται Μουαραίν Ντέημοντρεντ. Πρέπει να αιχμαλωτιστεί, αν είναι εφικτό κάτι τέτοιο, με χρήση κάθε μέσου, και να επιστρέψει στον Λευκό Πύργο, προκειμένου να δικαστεί με την κατηγορία της προδοσίας”. Είναι η ίδια γλώσσα που φαίνεται να είχαν χρησιμοποιήσει για την Ηλαίην».
«Αν η Ελάιντα θέλει να συλληφθεί η Μουαραίν, τότε αυτό σημαίνει πως ξέρει ότι η Μουαραίν βοηθούσε τον Ραντ, και δεν της αρέσει». Ήταν καλό να μιλά. Όταν μιλούσε, δεν ένιωθε το ανακατωμένο στομάχι της. Προδοσία. Για κάτι τέτοιο σιγάνευαν. Η Νυνάβε ήθελε να τιμωρήσει τη Μουαραίν. Τώρα, θα της έκανε τη χάρη η Ελάιντα. «Αποκλείεται βέβαια να υποστηρίξει τον Ραντ».
«Ακριβώς».
«Πιστές αδελφές. Εγκουέν, αυτό ταιριάζει με το μήνυμα της Μακούρα. Ό,τι και να συνέβη στη Σιουάν, τα Άτζα διχάστηκαν για το ζήτημα της Ελάιντα ως Αμερλιν. Αυτό πρέπει να έγινε».
«Ναι, φυσικά. Μπράβο, Νυνάβε. Δεν κατάλαβα».
Το χαμόγελό της ήταν τόσο ευχαριστημένο που η Νυνάβε της το ανταπέδωσε. «Υπάρχει μια αναφορά στο γραφείο της Σι ― στο γραφείο της Αμερλιν, που λέει για μια συγκέντρωση Γαλάζιων. Τη διάβαζα όταν φώναξες. Πάω στοίχημα ότι οι Γαλάζιες δεν υποστήριξαν την Ελάιντα». Το Γαλάζιο και το Κόκκινο Άτζα είχαν στην καλύτερη των περιπτώσεων ευαίσθητη εκεχειρία ανάμεσά τους και στη χειρότερη ήταν έτοιμα να πιαστούν στα χέρια.
Αλλά όταν ξαναμπήκαν στο εσωτερικό δωμάτιο, η αναφορά δεν φαινόταν πουθενά. Υπήρχαν άφθονα έγγραφα —το γράμμα της Τζολίνε είχε ξανακάνει την εμφάνιση του· η Εγκουέν το διάβασε για λίγο και ύψωσε τα φρύδια σχεδόν ως τα μαλλιά της― όμως όχι εκείνο που ήθελαν.
«Θυμάσαι τι έλεγε;» ρώτησε η Εγκουέν.
«Μόλις είχα διαβάσει μερικές γραμμές όταν φώναξες, και... Δεν θυμάμαι».
«Προσπάθησε, Νυνάβε. Βάλε τα δυνατά σου».
«Προσπαθώ, αλλά δεν το θυμάμαι. Προσπαθώ, στ’ αλήθεια».
Όταν η Νυνάβε κατάλαβε τι έκανε, ένιωσε σαν να την είχαν χτυπήσει ξαφνικά με σφυρί ανάμεσα στα μάτια. Απολογείτο. Στην Εγκουέν, σε μια κοπέλα που δεν είχαν περάσει ούτε δυο χρόνια από τότε που την είχε δείρει με βέργα στον πισινό, επειδή ήταν άτακτη. Και νωρίτερα ήταν περήφανη σαν χήνα που είχε γεννήσει αυγό, επειδή η Εγκουέν ήταν ευχαριστημένη μαζί της. Θυμόταν καθαρά τη μέρα που είχε αλλάξει η ισορροπία ανάμεσά τους, τότε που είχαν πάψει να είναι η Σοφία και η κοπέλα που υπάκουγε σε διαταγές, και είχαν γίνει απλώς δυο γυναίκες μακριά από την πατρίδα. Της φαινόταν ότι η ισορροπία είχε αλλάξει κι άλλο, κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Κάτι έπρεπε να κάνει για να την επαναφέρει εκεί που ήταν το σωστό.
Το ψέμα. Είχε πει σκοπίμως ψέμα στην Εγκουέν για πρώτη φορά σήμερα. Γι’ αυτό είχε χάσει την ηθική ανωτερότητά της, γι’ αυτό τριγυρνούσε σαν χαμένη και πάλευε μάταια να επιβάλει τη θέληση της. «Ήπια το τσάι, Εγκουέν», Πρόφερε την κάθε λέξη προσεγμένα, αποφασισμένα. Οι λέξεις έβγαιναν με δυσκολία. «Το τσάι από διχαλόριζα, που είχε κάνει εκείνη η Μακούρα. Αυτή και η Λούσι μας ανέβασαν στον πάνω όροφο σαν σακιά με πούπουλα. Τόση δύναμη μας είχε απομείνει. Αν δεν είχαν έρθει να μας βγάλουν ο Θομ και ο Τζούιλιν, μάλλον ακόμα εκεί θα ήμασταν. Ή ίσως καθ’ οδόν προς τον πύργο, τόσο ξέχειλες από διχαλόριζα, που θα ξυπνούσαμε μόνο όταν φτάναμε». Πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπάθησε να πάρει τόνο ακριβοδίκαιο και αποφασισμένο, αλλά ήταν δύσκολο όταν μόλις είχε ομολογήσει το ρεζίλι της. Τα λόγια της βγήκαν πιο παρακλητικά απ’ όσο ήθελε. «Αν πεις γι’ αυτό στις Σοφές —ειδικά σε κείνη τη Μελαίν― θα σου στρίψω το αυτάκι».
Κάτι απ’ όλα αυτά θα έπρεπε να είχε προκαλέσει την οργή της Εγκουέν. Φαινόταν παράξενο που ήθελε να αρχίσει καυγά —συνήθως οι τσακωμοί τους οφείλονταν στο ότι η Εγκουέν αρνιόταν να ακούσει τη φωνή της λογικής, και σπάνια τελείωναν ευχάριστα, μιας και η κοπέλα είχε μάθει να επιμένει στην άρνηση της― αλλά ο καυγάς θα ήταν προτιμότερος από αυτό εδώ. Όμως η Εγκουέν απλώς της χαμογέλασε. Της χαμογέλασε με θυμηδία. Της χαμογέλασε συγκαταβατικά με θυμηδία.
«Το υποψιαζόμουν, για να μην πω ότι ήμουν σίγουρη, Νυνάβε. Μέρα και νύχτα μιλούσες για τα βότανα, αλλά ποτέ δεν ανέφερες κανένα φυτό που να λέγεται διχαλόριζα. Ήμουν σίγουρη ότι δεν το είχες ακούσει προτού το αναφέρει αυτή η γυναίκα. Πάντα προσπαθείς να εξωραΐσεις την κατάσταση. Αν έπεφτες με το κεφάλι στο χοιροστάσιο, θα πήγαινες να τους πείσεις όλους ότι το έκανες εκούσια. Τώρα, αυτό που πρέπει να αποφασίσουμε―»
«Δεν κάνω τέτοια πράγματα», διαμαρτυρήθηκε ξαφνιασμένη η Νυνάβε.
«Πώς δεν κάνεις! Τα στοιχεία δε δέχονται αντίρρηση. Προτιμότερο να αφήσεις την κλάψα και να με βοηθήσεις να αποφασίσουμε―»
Την κλάψα; Η κατάσταση είχε ξεφύγει απ’ αυτό που περίμενε. «Δεν είναι. Αναντίρρητα, εννοώ. Ποτέ δεν έκανα αυτό που λες».
Η Εγκουέν έμεινε να την κοιτάζει αμίλητη για μια στιγμή. «Δεν το αφήνεις να περάσει, ε; Καλά λοιπόν. Μου είπες ψέματα...»
«Δεν ήταν ολότελα ψέμα», μουρμούρισε αυτή.
Η άλλη δεν έδωσε σημασία στη διακοπή. «...Και λες ψέματα στον εαυτό σου. Θυμάσαι τι με έβαλες να πιω την τελευταία φορά που σου είπα ψέματα;» Ξαφνικά, βρέθηκε ένα κύπελλο στο χέρι της, γεμάτο από ένα πηχτό υγρό αηδιαστικού πράσινου χρώματος· έμοιαζε σαν να το είχε πάρει από βρωμερά στάσιμα νερά. «Τη μοναδική φορά που σου είπα ψέματα. Η ανάμνηση εκείνης της γεύσης ήταν τέλειο αποτρεπτικό. Αν δεν μπορείς να πεις την αλήθεια ούτε καν στον εαυτό σου...»
Η Νυνάβε έκανε ένα βήμα πίσω προτού καταφέρει να συγκρατηθεί. Ήταν βρασμένο γατόχορτο και κοπανισμένη πικρόριζα· η γλώσσα της τρεμούλιασε και μόνο που το σκεφτόταν. «Δεν ήταν ακριβώς ψέμα». Γιατί έλεγε δικαιολογίες; «Απλώς δεν είπα ολόκληρη την αλήθεια». Είμαι η Σοφία! Ήμουν η Σοφία· δεν μπορεί, κάποια σημασία θα έχει ακόμα αυτό. «Δεν φαντάζομαι να νομίζεις...» Απλώς πες της το. Δεν είσαι παιδί, και φυσικά δεν πρόκειται να το πιεις. «Εγκουέν, το―» Η Εγκουέν της έφερε το κύπελλο κάτω από τη μύτη· η Νυνάβε μπορούσε να μυρίσει την όξινη αποφορά. «Καλά», είπε βιαστικά. Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο! Αλλά δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα από κείνο το κύπελλο που ξεχείλιζε, και δεν μπόρεσε να σταματήσει τα λόγια της που βγήκαν με κόπο. «Μερικές φορές προσπαθώ να παρουσιάσω με πιο ευνοϊκό για μένα τρόπο μια κατάσταση. Μερικές φορές. Αλλά ποτέ κάτι σημαντικό. Ποτέ... δεν είπα ψέματα... για κάτι σημαντικό. Ποτέ, τ’ ορκίζομαι. Μόνο για μικροπράγματα». Το κύπελλο χάθηκε και η Νυνάβε άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης. Χαζή γυναίκα! Δεν μπορούσε να σε αναγκάσει να το πιεις! Τι σ’ έπιασε;
«Αυτό που πρέπει να αποφασίσουμε», είπε η Εγκουέν, λες και δεν είχε συμβεί τίποτα, «είναι σε ποια να το πούμε. Η Μουαραίν πρέπει να το μάθει οπωσδήποτε, και ο Ραντ, αλλά, αν μαθευτεί απ’ όλους... Οι Αελίτες είναι παράξενοι, ακόμα και στο θέμα των Άες Σεντάι. Νομίζω πως, ό,τι και να γίνει, θα ακολουθήσουν τον Ραντ, επειδή είναι Εκείνος Που Έρχεται Με την Αυγή, αλλά, αν μάθουν ότι ο Λευκός Πύργος είναι εναντίον του, ίσως να χάσουν το ζήλο τους».
«Κάποια στιγμή θα το μάθουν», μουρμούρισε η Νυνάβε. Δεν θα με ανάγκαζε να το πιω!
«Όσο αργεί η στιγμή εκείνη, τόσο το καλύτερο, Νυνάβε. Κοίτα, λοιπόν, μην σε πιάσουν τα νεύρα σου και τα πεις όλα αυτά στις Σοφές στην επόμενη συνάντησή μας. Μάλιστα, το καλύτερο θα ήταν να μην αναφέρεις πουθενά αυτή την επίσκεψη στον Πύργο. Έτσι ίσως μείνει μυστικό».
«Δεν είμαι βλάκας», είπε παγερά η Νυνάβε κι ένιωσε τα μάγουλά της να καίνε, όταν η Εγκουέν σήκωσε ξανά το φρύδι της. Δεν θα έπιανε κουβέντα με τις Σοφές γι’ αυτή την επίσκεψη. Όχι πως θα ήταν ευκολότερο να τις αψηφήσει πίσω από την πλάτη τους. Κάθε άλλο. Και δεν προσπαθούσε να εξωραΐζει τις καταστάσεις. Δεν ήταν δίκαιο που η Εγκουέν μπορούσε να πεταχτεί στον Τελ’αράν’ριοντ όποτε της κάπνιζε, ενώ τη Νυνάβε τη φοβέριζαν και της έκαναν κήρυγμα.
«Το ξέρω», είπε η Εγκουέν. «Εκτός απ’ όταν αφήνεις τα νεύρα σου να σε καθοδηγούν, Πρέπει να τα συγκρατείς και να διατηρείς την αυτοκυριαρχία σου, αν έχεις δίκιο για τους Αποδιωγμένους, ειδικά για τη Μογκέντιεν». Η Νυνάβε την αγριοκοίταξε κι άνοιξε το στόμα για να πει ότι μπορούσε να συγκρατήσει τα νεύρα της και ότι θα της έστριβε το αυτί, αν δεν το παραδεχόταν, όμως εκείνη δεν της έδωσε την ευκαιρία. «Πρέπει να βρούμε εκείνη τη συγκέντρωση των Γαλάζιων αδελφών, Νυνάβε. Αν αντιστέκονται στην Ελάιντα, τότε ίσως —όχι σίγουρα, ίσως― να υποστηρίξουν τον Ραντ, όπως έκανε η Σιουάν. Μήπως ανέφεραν καμία πόλη, κανένα χωριό; Έστω μια χώρα;»
«Νομίζω... δεν θυμάμαι». Πάσχισε να διώξει τη συστολή από τη φωνή της. Φως μου, ομολόγησα τα πάντα, γελοιοποιήθηκα, και δες που τα έκανα χειρότερα! «Θα προσπαθήσω κι άλλο».
«Ωραία. Πρέπει να τις βρούμε, Νυνάβε». Για μια στιγμή, η Εγκουέν στάθηκε να την περιεργαστεί, ενώ η Νυνάβε προσπάθησε να μην επαναλάβει τα λόγια της. «Νυνάβε, να προσέχεις με τη Μογκέντιεν. Μην χιμάς σαν αρκούδα την άνοιξη μόνο και μόνο επειδή σου ξέφυγε στο Τάντσικο».
«Δεν είμαι βλάκας, Εγκουέν», είπε με προσοχή η Νυνάβε. Ήταν κουραστικό να δείχνει αυτοσυγκράτηση, αλλά, αν έχανε την ψυχραιμία της, η Εγκουέν ή θα την αγνοούσε ή θα τη μάλωνε, και το μόνο που θα κέρδιζε ήταν ότι θα φαινόταν ακόμα πιο χαζή.
«Το ξέρω. Το ξανάπες. Να το θυμάσαι όμως. Έχε το νου σου». Αυτή τη φορά, η Εγκουέν εξαφανίστηκε χωρίς να ξεθωριάσει πρώτα, ξαφνικά όσο η Μπιργκίτε.
Η Νυνάβε έμεινε να κοιτάζει το σημείο που βρισκόταν πριν η Εγκουέν, κλωθογυρίζοντας με το νου της όλα όσα θα μπορούσε να είχε πει. Στο τέλος, κατάλαβε ότι μπορεί να έμενε όλη τη νύχτα εκεί· είχε αρχίσει να επαναλαμβάνεται, και δεν ήταν πια ώρα για λόγια. Μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια της, βγήκε από τον Τελ’αράν’ριοντ και ξαναβρέθηκε στο κρεβάτι της στη Σιέντα.
Τα μάτια της Εγκουέν άνοιξαν απότομα στο πυκνό σκοτάδι, το οποίο διαπερνούσαν οι ακτίνες του σεληνόφωτος που χυνόταν από την καμινάδα. Χάρηκε που είχε σκεπαστεί με μια στοίβα κουβέρτες· η φωτιά είχε σβήσει και στη σκηνή επικρατούσε παγωνιά. Η ανάσα της γινόταν ομίχλη μπροστά στο πρόσωπό της. Χωρίς να υψώσει το κεφάλι, κοίταξε ολόγυρα. Δεν έβλεπε καμία Σοφή. Ήταν ακόμα μόνη.
Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος φόβος στις μοναχικές εξορμήσεις της στον Τελ’αράν’ριοντ: μήπως επέστρεφε κι έβρισκε να την περιμένει η Άμυς ή κάποια απ’ τις άλλες. Καλά, μπορεί να μην ήταν ο μεγαλύτερος φόβος της —δεν είχε υπερβάλει μιλώντας στη Νυνάβε για τους κινδύνους στον Κόσμο των Ονείρων― αλλά ήταν μεγάλος. Δεν τη φόβιζε η τιμωρία, το είδος της τιμωρίας που συνήθιζε να της επιβάλλει η Μπάιρ. Αν είχε ξυπνήσει και έβρισκε μια Σοφή να την κοιτάζει, θα τη δεχόταν μετά χαράς, αλλά η Άμυς της είχε πει σχεδόν εξαρχής ότι, αν έμπαινε στον Τελ’αράν’ριοντ χωρίς να τη συνοδεύει καμία τους, τότε θα την έδιωχναν, θα αρνούνταν να τη διδάξουν πλέον. Αυτό την έκανε να τρέμει χειρότερα από όλα τα άλλα. Έστω κι έτσι όμως έπρεπε να συνεχίσει. Παρ’ όλο που τη δίδασκαν γρήγορα, δεν ήταν αρκετά γρήγορα. Ήθελε να μάθει τώρα, να μάθει τα πάντα.
Διαβιβάζοντας, άναψε τη λάμπα κι έκανε φλόγες να ξεπηδήσουν στην εστία· δεν είχαν τι να κάψουν, όμως στερέωσε την ύφανση. Έμεινε ξαπλωμένη, κοιτώντας την ανάσα της να δημιουργεί ομίχλη μπροστά στο στόμα της, και περίμενε να ζεσταθεί το μέρος για να ντυθεί. Ήταν αργά, όμως ίσως η Μουαραίν να ήταν ακόμη ξύπνια.
Ακόμα ένιωθε αποσβολωμένη από αυτό που είχε συμβεί με τη Νυνάβε. Μου φαίνεται ότι θα το έπινε στ’ αλήθεια, αν την πίεζα. Φοβόταν μήπως μάθαινε η Νυνάβε ότι δεν είχε την άδεια των Σοφών να τριγυρνά μονάχη στον Κόσμο των Ονείρων, ήταν τόσο σίγουρη ότι την είχε προδώσει εκείνο το αναψοκοκκίνισμα της ντροπής, κι έτσι το μόνο που είχε στο νου της ήταν πώς θα έκανε τη Νυνάβε να μην μιλήσει, πώς θα την εμπόδιζε να βρει την αλήθεια. Και ήταν τόσο σίγουρη ότι η Νυνάβε θα έβρισκε ούτως ή άλλως την αλήθεια —ήταν ικανή να τη φανερώσει στις άλλες και να πει ότι ήταν για το καλό της Εγκουέν― ώστε το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να συνεχίσει να μιλά και να εστιάζει στα λάθη της Νυνάβε. Όσο και να τη θύμωνε η Νυνάβε, δεν την είχε κάνει να υψώσει τη φωνή της. Και με κάποιον τρόπο, μ’ όλα αυτά, είχε πάρει το πάνω χέρι.
Τώρα που το σκεφτόταν, βέβαια, η Μουαραίν σπανίως ύψωνε τη φωνή, και όταν το έκανε, τότε ήταν που δεν πετύχαινε αυτό που ήθελε. Αυτό γινόταν πριν ακόμα αρχίσει να φέρεται τόσο παράξενα με τον Ραντ. Οι Σοφές δεν έβαζαν τις φωνές σε κανέναν —μόνο η μια στην άλλη, πού και πού― αλλά, παρ’ όλο που γκρίνιαζαν πως οι αρχηγοί δεν τις άκουγαν πια, πολύ συχνά πετύχαιναν το σκοπό τους. Υπήρχε ένα παλιό ρητό, το οποίο δεν είχε καταλάβει ποτέ άλλοτε: «Πασχίζει ν’ ακούσει ψίθυρο εκείνος που αρνείται να ακούσει την κραυγή». Δεν θα ξανάβαζε τις φωνές στον Ραντ. Μια ήρεμη, αποφασιστική, ώριμη γυναικεία φωνή, έτσι ήταν το σωστό. Εκτός αυτού, βεβαίως, θα έπρεπε να μην φωνάζει και στη Νυνάβε· η Εγκουέν ήταν γυναίκα, όχι κοριτσάκι που ξεσπούσε υστερικά.
Την έπιασαν χαχανητά. Ένας λόγος παραπάνω να μην βάζει τις φωνές στη Νυνάβε εφόσον ο γαλήνιος τόνος της φωνής της έφερνε τέτοια αποτελέσματα.
Κάποια στιγμή της φάνηκε ότι η σκηνή είχε ζεσταθεί αρκετά, και βγήκε από τις κουβέρτες για να ντυθεί γρήγορα. Χρειάστηκε να σπάσει τον πάγο στην κανάτα για να ξεπλύνει το στόμα της από τη γεύση που είχε αφήσει ο ύπνος. Έριξε το σκούρο μάλλινο μανδύα στους ώμους, έλυσε τις ίνες της Φωτιάς —τη Φωτιά μόνη της ήταν επικίνδυνο να την αφήνεις δεμένη― και, καθώς οι φλόγες εξαφανίζονταν, βγήκε από τη σκηνή. Το κρύο την άρπαξε σαν παγωμένη τανάλια, καθώς διέσχιζε βιαστικά το στρατόπεδο.
Τώρα μπορούσε να διακρίνει μόνο τις κοντινότερες σκηνές, τις χαμηλές, σκιώδεις μορφές που θα μπορούσαν να είναι και υψώματα της τραχιάς γης, μόνο που το στρατόπεδο εκτεινόταν πολλά μίλια πιο πέρα στην ορεινή γη δεξιά κι αριστερά. Αυτές οι ψηλές οδοντωτές βουνοκορφές δεν ήταν η Ραχοκοκαλιά του Κόσμου· εκείνη ήταν πολύ ψηλότερη και απείχε μέρες ακόμα προς τα δυτικά.
Πλησίασε διστακτικά τη σκηνή του Ραντ. Ένα τρίγωνο φωτός φαινόταν στο πορτάκι της σκηνής. Μια Κόρη φάνηκε να βγαίνει από το έδαφος, καθώς η Εγκουέν πλησίαζε κι άλλο, με το τόξο από κέρατο στην πλάτη της, φαρέτρα στη μέση και δόρατα και στρογγυλή ασπίδα στο χέρι. Η Εγκουέν δεν έβλεπε άλλες στο σκοτάδι, αλλά ήξερε ότι υπήρχαν, ακόμα κι εδώ που ολόγυρα υπήρχαν έξι φατρίες, οι οποίες δήλωναν υπακοή στον Καρ’α’κάρν. Οι Μιαγκόμα ήταν κάπου στο βορρά, ακολουθώντας παράλληλη πορεία· ο Τίμολαν δεν αποκάλυπτε τις προθέσεις του. Ο Ραντ δεν φαινόταν να νοιάζεται πού βρίσκονταν οι άλλες φατρίες. Η προσοχή του ήταν όλη στον αγώνα δρόμου για το Πέρασμα Τζανγκάι.
«Είναι ξύπνιος, Ενάιλα;» τη ρώτησε.
Οι σκιές του φεγγαρόφωτος κυμάτισαν στο πρόσωπο της Κόρης, καθώς ένευε. «Δεν κοιμάται όσο πρέπει. Ο άνθρωπος χρειάζεται ξεκούραση». Έμοιαζε με μάνα που ανησυχούσε για το γιο της.
Μια σκιά σάλεψε πλάι στη σκηνή και φάνηκε ότι ήταν η Αβιέντα, τυλιγμένη στην εσάρπα της. Δεν έδειχνε να την ενοχλεί το κρύο, μόνο η περασμένη ώρα. «Θα του τραγουδούσα νανούρισμα, αν έτσι μπορούσε να κοιμηθεί. Έχω ακούσει για γυναίκες που το μωρό τις κρατά ξύπνιες όλη τη νύχτα, αλλά, όταν μεγαλώσεις, καταλαβαίνεις ότι κι ο άλλος θέλει να ξαποστάσει». Οι δύο Κόρες γέλασαν μαζί πνιχτά.
Η Εγκουέν κούνησε το κεφάλι με την παράξενη συμπεριφορά των Αελιτισσών κι έσκυψε να κοιτάξει από τη χαραμάδα. Αρκετές λάμπες φώτιζαν το εσωτερικό. Δεν ήταν μόνος. Τα μαύρα μάτια του Νατάελ έδειχναν ταλαιπωρία κι ο βάρδος μόλις που κατάφερε να πνίξει το χασμουρητό του. Τουλάχιστον αυτός ήθελε να κοιμηθεί. Ο Ραντ ήταν ξαπλωμένος φαρδύς-πλατύς κοντά σε μια από τις επίχρυσες λάμπες λαδιού, διαβάζοντας ένα φθαρμένο δερματόδετο βιβλίο. Γνωρίζοντάς τον, η Εγκουέν υπέθεσε ότι επρόκειτο για κάποια μετάφραση των Προφητειών του Δράκοντα.
Ξαφνικά, ο Ραντ γύρισε τις σελίδες πίσω, διάβασε κάτι και γέλασε. Η Νυνάβε προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της ότι το γέλιο δεν είχε τρέλα μέσα του, μονάχα πίκρα. «Ωραίο αστείο», είπε στον Νατάελ, έκλεισε μ’ ένα ξερό κρότο το βιβλίο και του το πέταξε. «Διάβασε τη σελίδα διακόσια ογδόντα οκτώ και τη σελίδα τετρακόσια και πες μου αν διαφωνείς».
Η Εγκουέν ορθώθηκε και έσφιξε το στόμα. Δεν φέρονταν έτσι στα βιβλία. Δεν ήθελε να του μιλήσει έτσι, μπροστά στον βάρδο. Ήταν κρίμα που ο Ραντ είχε διαλέξει για παρέα κάποιον που της ήταν ουσιαστικά άγνωστος. Όχι. Άλλοτε είχε την Αβιέντα, και συχνά τους αρχηγούς, και κάθε μέρα τον Λαν, και μερικές φορές τον Ματ. «Γιατί δεν μπαίνεις κι εσύ, Αβιέντα; Αν ήσουν εκεί, ίσως θα ήθελε να μιλήσει για κάτι άλλο εκτός απ’ το βιβλίο».
«Εγκουέν, ήθελε να μιλήσει με τον βάρδο, και σπανίως του μιλάει μπροστά σε μένα ή σε οποιονδήποτε άλλο. Αν δεν είχα φύγει εγώ, θα έφευγαν εκείνοι».
«Έχω ακούσει ότι τα παιδιά είναι μεγάλο βάσανο». Η Ενάιλα γέλασε. «Και τα αγόρια είναι το χειρότερο. Ίσως μάθεις από πρώτο χέρι πόσο αλήθεια είναι αυτό, τώρα που εγκατέλειψες το δόρυ». Η Αβιέντα της έριξε ένα φεγγαρόλουστο μορφασμό και ξαναγύρισε στη θέση της, στο πλαϊνό της σκηνής, σαν προσβεβλημένη γάτα. Η Ενάιλα κι αυτό επίσης το βρήκε αστείο· έπιασε τα πλευρά της κι έβαλε τα γέλια.
Μουρμουρίζοντας για το χιούμορ των Αελιτών —ποτέ της δεν το καταλάβαινε― η Εγκουέν συνέχισε κατά τη σκηνή της Μουαραίν, που δεν ήταν μακριά από του Ραντ. Άλλο ένα φωτεινό τρίγωνο χυνόταν εδώ και η Εγκουέν κατάλαβε ότι η Άες Σεντάι ήταν ξύπνια· η Μουαραίν διαβίβαζε· μόνο μικρές ποσότητες Δύναμης, όμως ήταν αρκετές για να το αισθανθεί η Εγκουέν. Ο Λαν ξάπλωνε εκεί κοντά, κουκουλωμένος με τον μανδύα Προμάχου του· με εξαίρεση το κεφάλι και τις μπότες του, ο υπόλοιπος είχε γίνει ένα με τη νύχτα. Εκείνη μάζεψε το μανδύα της, σήκωσε τις φούστες της και προχώρησε στις μύτες των ποδιών για να μην τον ξυπνήσει.
Η ανάσα του δεν άλλαξε, όμως κάτι την έκανε να τον ξανακοιτάξει. Το φως του φεγγαριού λαμπύριζε στα μάτια του, που ήταν ανοιχτά και την κοίταζαν. Πριν καλά-καλά γυρίσει το κεφάλι της, είχαν ξανακλείσει. Κανένας μυς του κορμιού του δεν σάλευε· ήταν σαν να μην είχε ξυπνήσει καθόλου. Μερικές φορές, αυτός ο άνθρωπος τη φόβιζε. Δεν καταλάβαινε τι του έβρισκε η Νυνάβε.
Γονάτισε πλάι στο πορτάκι της σκηνής και κοίταξε μέσα. Η Μουαραίν καθόταν με τη λάμψη του σαϊντάρ να την περιβάλλει, ενώ η γαλάζια πετρούλα, που κρεμόταν συνήθως στο μέτωπό της, τώρα βρισκόταν στα δάχτυλα της μπροστά στο πρόσωπό της. Η πέτρα έλαμπε, προσθέτοντας κάτι στη λάμψη της μιας και μόνης αναμμένης λάμπας. Μόνο στάχτες είχαν απομείνει στην εστία· ακόμα και η μυρωδιά είχε χαθεί.
«Μπορώ να μπω;»
Αναγκάστηκε να το επαναλάβει, γιατί η Μουαραίν δεν είχε απαντήσει. «Φυσικά». Το φως του σαϊντάρ έσβησε και η Άες Σεντάι ξανάβαλε την ψιλή χρυσή αλυσιδούλα στα μαλλιά της.
«Κρυφάκουγες τον Ραντ;» Η Εγκουέν βολεύτηκε πλάι στην άλλη γυναίκα. Μέσα στη σκηνή το κρύο ήταν ίδιο όπως απ’ έξω. Διαβίβασε φλόγες πάνω στις στάχτες της εστίας και στερέωσε τη ροή. «Είπες ότι θα δεν το ξανακάνεις».
«Είπα ότι, αφού οι Σοφές μπορούσαν να παρακολουθήσουν τα όνειρά του, θα έπρεπε να του αφήσουμε λίγη ιδιωτικότητα. Από τότε που τις έδιωξε από κει, αυτές δεν μου το ξαναζήτησαν κι εγώ δεν προσφέρθηκα. Μην ξεχνάς ότι έχουν τους δικούς τους στόχους, που μπορεί να μην είναι και στόχοι του Πύργου».
Να πόσο γρήγορα είχαν φτάσει σ’ αυτό το ζήτημα. Η Εγκουέν ακόμα δεν ήξερε πώς να πει αυτό που ήξερε χωρίς να προδοθεί στις Σοφές, αλλά ίσως η μόνη μέθοδος θα ήταν να το πει απλά και καθαρά, και μετά να ανταποκριθεί αναλόγως. «Μουαραίν, η Ελάιντα έγινε Άμερλιν. Δεν ξέρω τι έπαθε η Σιουάν».
«Πού το ξέρεις;» είπε ήσυχα η Μουαραίν. «Έμαθες τίποτα ονειροβατώντας; Ή μήπως εκδηλώθηκε επιτέλους το Ταλέντο σου ως Ονειρεύτρια;»
Να πώς θα ξεγλιστρούσε. Μερικές Άες Σεντάι στον Πύργο πίστευαν πως ίσως ήταν Ονειρεύτρια, μια γυναίκα που τα όνειρά της πρόβλεπαν το μέλλον. Η Εγκουέν έβλεπε όνειρα που ήξερε ότι ήταν σημαντικά, αλλά δεν ήταν εύκολο να μάθει να τα ερμηνεύει. Οι Σοφές έλεγαν ότι η γνώση έπρεπε να έρθει εκ των έσω, και καμία Άες Σεντάι δεν είχε μπορέσει να τη βοηθήσει. Είχε δει τον Ραντ να κάθεται σε μια καρέκλα, και ήξερε με κάποιον τρόπο ότι η ιδιοκτήτρια της καρέκλας θα ένιωθε φονικό θυμό επειδή της την είχαν πάρει· ήξερε μόνο ότι η ιδιοκτήτρια ήταν γυναίκα, και τίποτα παραπάνω. Μερικές φορές τα όνειρα ήταν πολύπλοκα. Ο Πέριν καθόταν ανέμελα με τη Φάιλε στην αγκαλιά και τη φιλούσε, ενώ εκείνη έπαιζε με το κοντό γένι που είχε εκείνος στο όνειρο. Πίσω τους ανέμιζαν δύο λάβαρα, ένα που έδειχνε μια κόκκινη λυκοκεφαλή και ένα με πορφυρό αετό. Δίπλα στον ώμο του Πέριν στεκόταν ένας άνδρας με κίτρινο σακάκι, μ’ ένα σπαθί θηκαρωμένο στην πλάτη του· με κάποιον τρόπο η Εγκουέν ήξερε ότι ήταν Μάστορας, παρ’ όλο που οι Μάστορες ούτε καν θα άγγιζαν ένα σπαθί. Κι όλα αυτά, εκτός από το γενάκι, έμοιαζαν σημαντικά. Τα λάβαρα, το ότι η Φάιλε φιλούσε τον Πέριν, ακόμα και ο Μάστορας. Κάθε φορά που ο άνδρας πλησίαζε τον Πέριν, ήταν σαν να τα διέτρεχε όλα ένα ρίγος ολέθρου. Άλλο ένα όνειρο. Ο Ματ έπαιζε ζάρια, με αίμα να κυλά στο πρόσωπό του, έχοντας κατεβασμένο χαμηλά τον πλατύ γύρο του καπέλου του. έτσι που η Εγκουέν δεν μπορούσε να δει την πληγή του, ενώ ο Θομ Μέριλιν έχωνε το χέρι σε μια φωτιά για να βγάλει τη μικρή γαλάζια πέτρα που τώρα κρεμόταν στο μέτωπο της Μουαραίν. Ήταν και το όνειρο μιας θύελλας, μεγάλα σκοτεινά σύννεφα που προχωρούσαν δίχως άνεμο ή βροχή, ενώ διχαλωτοί κεραυνοί, πανομοιότυποι μεταξύ τους, χάραζαν τη γη. Έβλεπε τα όνειρα, όμως ως Ονειρεύτρια προς το παρόν ήταν αποτυχημένη.
«Είδα ένα ένταλμα σύλληψης για σένα, Μουαραίν, υπογεγραμμένο από την Ελάιντα ως Άμερλιν. Και δεν ήταν συνηθισμένο όνειρο». Όλα αυτά ήταν αληθινά. Μόνο που δεν ήταν όλη η αλήθεια. Ξαφνικά χάρηκε που δεν ήταν εκεί η Νυνάβε. Αν ήταν, τώρα θα είχα εγώ το κύπελλο μπροστά στα μάτια μου.
«Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει. Ίσως αυτό να μην είναι τόσο σημαντικό, αν ο Ραντ περάσει με τους Αελίτες το Δρακότειχος Αμφιβάλλω αν η Ελάιντα συνέχισε να προσεγγίζει τους κυβερνήτες, έστω κι αν ξέρει ότι αυτό έκανε η Σιουάν».
«Μόνο αυτό έχεις να πεις; Νόμιζα ότι κάποτε η Σιουάν ήταν φίλη σου, Μουαραίν. Δεν μπορείς να χύσεις ένα δάκρυ για χάρη της;»
Η Άες Σεντάι την κοίταξε κι εκείνο το ατάραχο, γαλήνιο βλέμμα της είπε πόσο δρόμο είχε να κάνει ακόμα για να δικαιούται και η ίδια αυτόν τον τίτλο. Καθισμένη, η Εγκουέν ήταν ένα κεφάλι ψηλότερη κι επίσης ήταν ανώτερη στη Δύναμη, αλλά το να είσαι Άες Σεντάι δεν ήταν μόνο θέμα δύναμης. «Δεν έχω καιρό για δάκρυα, Εγκουέν. Το Δρακότειχος απέχει λίγες μόνο μέρες πια και η Αλγκουένυα... Η Σιουάν κι εγώ ήμασταν φίλες, κάποτε. Σε λίγους μήνες θα κλείσουν είκοσι ένα χρόνια από τότε που αρχίσαμε την έρευνα για τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Μόνο οι δυο μας, που μόλις είχαμε γίνει πλήρεις Άες Σεντάι. Λίγο αργότερα είχε αναγορευθεί Άμερλιν η Σιέριν Βαγιού, μια Γκρίζα με αρκετή δόση Κόκκινης μέσα της. Αν είχε μάθει τι σκοπεύαμε να κάνουμε, θα μας είχε βάλει να περάσουμε όλη μας τη ζωή εκτίοντας επιτίμιο, με Κόκκινες αδελφές να μας παρακολουθούν ακόμα και στον ύπνο μας. Υπάρχει ένα ρητό στην Καιρχίν, αν και το έχω ακούσει και σε μακρινότερα μέρη όπως το Τάραμπον και τη Σαλδαία. “Πάρε ό,τι θέλεις και πλήρωσέ το”. Η Σιουάν κι εγώ πήραμε το δρόμο που θέλαμε, και ξέραμε ότι κάποια μέρα θα έπρεπε να πληρώσουμε».
«Δεν καταλαβαίνω πώς μπορείς να είσαι τόσο ήρεμη. Η Σιουάν ίσως να είναι νεκρή ή ακόμα και σιγανεμένη. Η Ελάιντα ή θα αντιταχθεί με όλες της τις δυνάμεις στον Ραντ ή θα προσπαθήσει να τον κρατήσει κάπου ώσπου να έρθει η Τάρμον Γκάι’ντον· ξέρεις ότι δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσει να τριγυρνά ελεύθερος ένας άνδρας που διαβιβάζει. Τουλάχιστον δεν είναι όλοι με το μέρος της Ελάιντα. Κάποιες από το Γαλάζιο Άτζα συγκεντρώνονται κάπου —ακόμα δεν ξέρω πού― και νομίζω ότι κι άλλες έχουν αφήσει τον Πύργο. Η Νυνάβε είπε ότι μια πληροφοριοδότρια του Κίτρινου Άτζα της μετέφερε μήνυμα που έλεγε ότι όλες οι αδελφές είναι ευπρόσδεκτες να επιστρέψουν στον Πύργο. Αν έχουν φύγει και Γαλάζιες και Κίτρινες, τότε πρέπει να έχουν φύγει και άλλες Και, αν αντιτάσσονται στην Ελάιντα, ίσως να υποστηρίζουν τον Ραντ».
Η Μουαραίν αναστέναξε χαμηλόφωνα. «Λες να χαίρομαι που ο Πύργος έχει σχισθεί; Είμαι Άες Σεντάι, Εγκουέν. Έδωσα τη ζωή μου στον Πύργο πολύ προτού υποπτευθώ ότι ο Δράκοντας θα Αναγεννιόταν ενώ εγώ θα ζούσα ακόμη. Ο Πύργος ήταν ένας προμαχώνας κατά της Σκιάς επί τρεις χιλιάδες χρόνια. Καθοδήγησε κυβερνήτες να λάβουν σοφές αποφάσεις, σταμάτησε πολέμους προτού αρχίσουν, διέκοψε πολέμους που είχαν αρχίσει. Το ότι η ανθρωπότητα θυμάται πως ο Σκοτεινός περιμένει να δραπετεύσει, πως θα έρθει η Τελευταία Μάχη, οφείλεται στον Πύργο. Στον Πύργο, ενωμένο και ακέραιο. Σχεδόν εύχομαι να είχαν ορκιστεί όλες στην Ελάιντα, ό,τι κι αν έχει πάθει η Σιουάν».
«Και ο Ραντ;» Η Εγκουέν κράτησε τη φωνή της εξίσου σταθερή, εξίσου ήρεμη. Οι φλόγες είχαν αρχίσει να ζεσταίνουν λιγάκι τον αέρα, όμως η Μουαραίν είχε φέρει κι άλλη παγωνιά. «Ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Εσύ η ίδια είπες ότι δεν μπορεί να είναι έτοιμος για την Τάρμον Γκάι’ντον, αν δεν του επιτραπεί να έχει την ελευθερία του, τόσο για να μάθει όσο και για να επηρεάσει τον κόσμο. Ο ενωμένος Πύργος θα μπορούσε να τον αιχμαλωτίσει κι ας τον βοηθούσαν όλοι οι Αελίτες της Ερημιάς».
Ένα χαμογελάκι φάνηκε στα χείλη της Μουαραίν. «Μαθαίνεις. Η ψυχρή λογική είναι πάντα καλύτερη από τις φλογερές διακηρύξεις. Αλλά ξεχνάς ότι αρκούν δεκατρείς αδελφές συνδεμένες για να απομονώσουν οποιονδήποτε άνδρα από το σαϊντίν, και, έστω κι αν δεν ξέρουν το τέχνασμα του να δένεις τις ροές, χρειάζονται ακόμα λιγότερες για να διατηρήσουν αυτή την απομόνωση».
«Ξέρω ότι δεν τα παρατάς, Μουαραίν. Τι έχεις κατά νου;»
«Σκοπεύω να αντιμετωπίζω τον κόσμο όπως τον βρίσκω, για όσον καιρό θα μπορώ. Τουλάχιστον ο Ραντ θα είναι...καλύτερη παρέα... τώρα που δεν χρειάζεται πια να τον μεταπείθω από αυτό που θέλει να κάνει. Μάλλον θα πρέπει να χαίρομαι που δεν με αναγκάζει να του σερβίρω το κρασί του. Συνήθως κάθεται να με ακούσει, αν και σπανίως δείχνει τι σκέφτεται για όσα του λέω».
«Το αφήνω πάνω σου να του πεις για τη Σιουάν και τον Πύργο». Έτσι θα απέφευγε ενοχλητικές ερωτήσεις· όπως είχαν πάρει τα μυαλά του αέρα, ίσως ήθελε να μάθει κι άλλα για το Ονείρεμα, και η Εγκουέν δεν θα προλάβαινε να σκαρώσει παραμύθια με το νου της. «Υπάρχει και κάτι άλλο. Η Νυνάβε έχει δει Αποδιωγμένους στον Τελ’αράν’ριοντ. Ανέφερε όσους είναι ακόμα ζωντανοί εκτός από τον Ασμόντιαν και τη Μογκέντιεν. Μαζί κι η Λανφίαρ. Νομίζει πως κάτι σχεδιάζουν, ίσως από κοινού».
«Η Λανφίαρ», είπε η Μουαραίν έπειτα από μια στιγμή.
Και οι δυο τους γνώριζαν ότι η Λανφίαρ είχε επισκεφθεί τον Ραντ αλ’Θόρ, ίσως κι άλλες φορές, χωρίς αυτός να τους το πει. Κανένας δεν ήξερε για τους Αποδιωγμένους παρά μόνο οι ίδιοι οι Αποδιωγμένοι —μόνο αποσπάσματα αποσπασμάτων παρέμεναν στον Πύργο― αλλά ήταν γνωστό ότι η Λανφίαρ κάποτε ήταν ερωτευμένη με τον Λουζ Θέριν Τέλαμον. Οι δυο τους, και ο Ραντ, ήξεραν ότι ακόμα ήταν ερωτευμένη μαζί του.
«Με λίγη τύχη», συνέχισε η Άες Σεντάι, «δεν θα έχουμε ν’ ανησυχούμε για τη Λανφίαρ. Οι υπόλοιποι που είδε η Νυνάβε είναι ένα άλλο ζήτημα. Εγώ κι εσύ πρέπει να φυλάμε σκοπιές όσο καλύτερα μπορούμε. Μακάρι να μπορούσαν να διαβιβάσουν κι άλλες Σοφές». Άφησε ένα γελάκι. «Αλλά είναι σαν να εύχομαι να είχαν εκπαιδευτεί στον Πύργο, σαν να εύχομαι να ζούσα για πάντα. Μπορεί να είναι δυνατές με πολλούς τρόπους, κατά άλλους όμως υστερούν».
«Καλές και οι σκοπιές, αλλά τι άλλο μπορεί να γίνει; Αν έρθουν μαζί έξι Αποδιωγμένοι να τον βρουν, θα χρειαστεί τη βοήθεια μας, όσο μικρή κι αν είναι».
Η Μουαραίν έγειρε και την έπιασε από το μπράτσο, με μια τρυφερή έκφραση στο πρόσωπο. «Δεν μπορούμε να τον έχουμε από το χεράκι για πάντα, Εγκουέν. Έμαθε να περπατά. Μαθαίνει να τρέχει. Ας ελπίσουμε να μάθει προτού τον προφτάσουν οι εχθροί του. Κι επίσης θα συνεχίσουμε να τον συμβουλεύουμε. Να τον καθοδηγούμε όσο μπορούμε». Ορθώθηκε, τεντώθηκε κι έπνιξε ένα μικρό χασμουρητό με το χέρι. «Είναι αργά, Εγκουέν. Πιστεύω ότι σε λίγες ώρες από τώρα ο Ραντ θα δώσει διαταγή αναχώρησης, ακόμα κι αν δεν έχει κοιμηθεί καθόλου. Εγώ όμως θα ήθελα να αναπαυθώ όσο μπορώ προτού ξανανέβω στη σέλα».
Η Εγκουέν ετοιμάστηκε να φύγει, αλλά πρώτα είχε μια ερώτηση να της κάνει. «Μουαραίν, γιατί άρχισες να κάνεις ό,τι σου λέει ο Ραντ; Ακόμα και η Νυνάβε δεν το θεωρεί σωστό».
«Δεν το θεωρεί σωστό, ε;» μουρμούρισε η Μουαραίν. «Θα γίνει Άες Σεντάι, θέλει δε θέλει. Γιατί; Επειδή θυμήθηκα πώς ελέγχεται το σαϊντάρ».
Έπειτα από μια στιγμή, η Εγκουέν ένευσε. Για να ελέγξεις το σαϊντάρ, πρώτα έπρεπε να του παραδοθείς.
Μόνο όταν βρέθηκε, τρέμοντας, στο δρόμο, για να γυρίσει στη σκηνή της, συνειδητοποίησε ότι η Μουαραίν όλη εκείνη την ώρα της μιλούσε σαν να ήταν ίση. Ίσως η στιγμή που θα ήταν έτοιμη να διαλέξει το Άτζα της να βρισκόταν πιο κοντά απ’ όσο νόμιζε.