10 Σύκα και Ποντίκια

Η Ηλαίην συνειδητοποίησε ότι την κουβαλούσαν στον πάνω όροφο, πιάνοντάς την από τους ώμους και τους αστραγάλους. Τα μάτια της άνοιξαν, μπορούσε να δει, όμως το υπόλοιπο κορμί της έμοιαζε να ανήκει σε κάποια άλλη, μιας και δεν την υπάκουγε. Ακόμα και το βλεφάρισμά της ήταν αργό. Ένιωθε το μυαλό της σαν να ήταν γεμάτο πούπουλα.

«Ξύπνησε, κυρά!» τσίριξε η Λούσι, η οποία παραλίγο θα άφηνε τα πόδια της να πέσουν. «Με κοιτάζει!»

«Σου είπα να μην ανησυχείς». Η φωνή της κυράς Μακούρα ακούστηκε πάνω από το κεφάλι της Ηλαίην. «Δεν μπορεί να διαβιβάσει, δεν μπορεί να σαλέψει ούτε ένα μυ, με τόσο τσάι διχαλόριζας που ήπιε. Το ανακάλυψα κατά λάθος, και να πόσο βολικό είναι».

Ήταν αλήθεια. Η Ηλαίην κρεμόταν ανάμεσά τους σαν κούκλα που της έλειπε το μισό παραγέμισμα, τα νώτα της χτυπούσαν στα σκαλιά και δεν μπορούσε να διαβιβάσει καθόλου. Μπορούσε να νιώσει την Αληθινή Πηγή, όμως, όταν προσπάθησε να την αγκαλιάσει, ένιωσε σαν να προσπαθούσε να πιάσει βελόνα σε καθρέφτη με παγωμένα χέρια. Την πλημμύρισε πανικός κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.

Ίσως εκείνες οι δύο σκόπευαν να την παραδώσουν στους Λευκομανδίτες για να την εκτελέσουν, αλλά δεν μπορούσε να πιστέψει ότι οι Λευκομανδίτες είχαν βάλει μερικές γυναίκες να στήσουν παγίδα ελπίζοντας ότι θα έπεφτε μέσα κάποια Άες Σεντάι. Η άλλη εξήγηση έλεγε πως ήταν Σκοτεινόφιλες, και σίγουρα υπηρετούσαν το Μαύρο Άτζα παράλληλα με το Κίτρινο. Σίγουρα θα την παρέδιδαν στα χέρια του Μαύρου Άτζα, εκτός αν είχε διαφύγει η Νυνάβε. Αλλά, αν η Ηλαίην ήθελε να δραπετεύσει, δεν μπορούσε να βασίζεται σε κανέναν άλλο. Και δεν μπορούσε ούτε να σαλέψει ούτε να διαβιβάσει. Ξαφνικά κατάλαβε ότι πάσχιζε να ουρλιάξει, αλλά άφηνε μόνο ένα ψιλό, γουργουριστό νιαούρισμα. Έβαλε όλη τη δύναμη που της είχε απομείνει για να το σταματήσει.

Η Νυνάβε γνώριζε τα πάντα για τα βότανα, τουλάχιστον έτσι ισχυριζόταν· πώς και δεν είχε αναγνωρίσει τι ήταν το τσάι; Σταμάτα την κλάψα! Η αυστηρή φωνούλα στο βάθος του μυαλού της διέθετε εξαιρετική ομοιότητα με τη φωνή της Λίνι. Το γουρουνόπουλο που σκούζει κάτω από το φράχτη τραβά την αλεπού, ενώ θα έπρεπε να το βάλει στα πόδια. Μέσα σε απόγνωση, έβαλε στον εαυτό της να κάνει κάτι απλό, να αγκαλιάσει το σαϊντάρ. Αλλοτε ήταν πράγματι απλό, τώρα όμως ήταν αδύνατον, λες και προσπαθούσε να φτάσει το σαϊντίν. Συνέχισε όμως· ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει.

Η κυρά Μακούρα όμως δεν έδειχνε να σκάει για τίποτα. Μόλις έριξαν την Ηλαίην σε ένα στενό κρεβάτι μέσα σ’ ένα μικρό, κλειστό δωμάτιο με ένα παράθυρο, βγήκε σπρώχνοντας τη Λούσι βίαια από μπροστά της, χωρίς να ρίξει ούτε ένα βλέμμα πίσω της. Το κεφάλι της Ηλαίην είχε πέσει με τρόπο που μπορούσε να δει άλλο ένα κρεβατάκι κι ένα κομοδίνο με στιλβωμένα μπρούντζινα χερούλια στα ράφια. Τώρα μπορούσε να γυρίσει τα μάτια πέρα-δώθε, αλλά το να κουνήσει το κεφάλι ήταν ακόμα πάνω από τις δυνάμεις της.

Σε λίγα λεπτά οι δύο γυναίκες επέστρεψαν λαχανιασμένες, με τη Νυνάβε να κρέμεται ανάμεσά τους, και την ■πέταξαν στο άλλο κρεβάτι. Το πρόσωπό της ήταν χαλαρό και γυάλιζε από τα δάκρυα, αλλά τα μαύρα μάτια της... Ήταν γεμάτα οργή, και φόβο επίσης. Η Ηλαίην έλπιζε να είχε το πάνω χέρι ο θυμός· η Νυνάβε ήταν πιο δυνατή από την ίδια, όταν μπορούσε να διαβιβάσει· ίσως τα κατάφερνε, εκεί που η Ηλαίην είχε αποτύχει οικτρά τόσες φορές. Μακάρι να ήταν δάκρυα οργής.

Η κυρά Μακούρα είπε στη λεπτή κοπελίτσα να μείνει εκεί και βγήκε άλλη μια φορά φουριόζα. Τώρα επέστρεψε κρατώντας ένα δίσκο, τον οποίο ακούμπησε πάνω στο κομοδίνο. Στο δίσκο ήταν η κίτρινη τσαγιέρα, ένα φλιτζάνι, ένα χωνί και μια ψηλή κλεψύδρα. «Έχε το νου σου, Λούσι, θα δίνεις δυο ουγκιές στην καθεμιά τους αμέσως μόλις αδειάζει η κλεψύδρα. Πρόσεχε, αμέσως!»

«Γιατί δεν τους το δίνουμε τώρα, κυρά;» βόγκηξε η κοπέλα, τρίβοντας τα χέρια της. «Θέλω να ξανακοιμηθούν. Δεν μ’ αρέσει που με κοιτάζουν».

«Θα ’ταν σαν πεθαμένες τότε, κορίτσι μου, ενώ μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να τις σηκώσουμε και να περπατήσουν, όταν χρειαστεί. Θα τους βάλω την πιο κατάλληλη δόση μόλις έρθει η ώρα να τις πάρουμε από δω. Θα έχουν πονοκέφαλο και στομαχόπονο, αλλά τους αξίζει».

«Μα αν μπορούν να διαβιβάσουν, κυρά; Τι γίνεται τότε; Με κοιτάζουν».

«Μην λες βλακείες, κορίτσι μου», την έψεξε η άλλη. «Τι λες, αν μπορούσαν, δεν θα το είχαν ήδη κάνει; Είναι ανήμπορες σαν γατάκια στο σακί. Και θα μείνουν έτσι, αν τις ποτίζεις τη δόση τους. Θα κάνεις ό,τι σου λέω, με καταλαβαίνεις; Πρέπει να πάω να πω τον γερο-Άβι να στείλει ένα περιστέρι και να κανονίσω κάτι δουλειές, αλλά θα γυρίσω το συντομότερο. Βράσε άλλη μια τσαγιέρα διχαλόριζα, καλού-κακού. Θα βγω από πίσω. Κλείσε το μαγαζί. Μην τύχει και μπει κανείς και μας τα κάνει μαντάρα».

Όταν έφυγε η κυρά Μακούρα, η Λούσι στάθηκε κοιτάζοντάς τις για λίγο, τρίβοντας ακόμα τα χέρια της, και στο τέλος βγήκε κι αυτή από το δωμάτιο. Το κλαψούρισμά της ακούστηκε να χάνεται στα σκαλιά.

Η Ηλαίην έβλεπε τον ιδρώτα να γεμίζει κόμπους το μέτωπο της Νυνάβε· έλπιζε να ήταν από την προσπάθεια, όχι από τη ζέστη. Προσπάθησε, Νυνάβε. Κι η ίδια άπλωσε να πιάσει την Αληθινή Πηγή, ψηλαφώντας αδέξια μέσα από τα στρώματα του μαλλιού που έμοιαζαν να πνίγουν το κεφάλι της, απέτυχε, ξαναπροσπάθησε και απέτυχε πάλι, προσπάθησε ξανά... Αχ, Φως μου, προσπάθησε, Νυνάβε! Προσπάθησε!

Η κλεψύδρα γέμιζε τα μάτια της· δεν μπορούσε να κοιτάξει τίποτα άλλο. Η άμμος έπεφτε και κάθε κόκκος σήμαινε άλλη μια αποτυχία της. Έπεσε και ο τελευταίος κόκκος. Και η Λούσι δεν έλεγε να έρθει. Η Ηλαίην ζορίστηκε ακόμα περισσότερο, για να αγκαλιάσει το σαϊντάρ, για να κουνηθεί. Ύστερα από λίγο, τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού σπαρτάρισαν. Ναι! Έπειτα από λίγα λεπτά, μπορούσε να σηκώσει το χέρι· το σήκωσε έναν αξιοθρήνητο πόντο, προτού αυτό ξαναπέσει, αλλά το είχε σηκώσει. Με κόπο, μπορούσε να γυρίσει το κεφάλι.

«Πολέμα», μουρμούρισε με μπερδεμένη φωνή η Νυνάβε, σχεδόν ακατανόητη. Τα χέρια της έσφιγγαν την κουβερτούλα που ήταν από κάτω της· έδειχνε σαν να προσπαθούσε να ανακαθίσει. Δεν κουνιόταν ούτε το κεφάλι της, αλλά προσπαθούσε.

«Το πολεμώ», προσπάθησε να πει η Ηλαίην· τα αυτιά της άκουσαν ένα γρύλισμα.

Σιγά-σιγά κατάφερε να σηκώσει το χέρι της αρκετά για να το δει, και το κράτησε εκεί. Ένα ρίγος θριάμβου τη διέτρεξε. Μείνε φοβισμένη, Λούσι. Μείνε κάτω στην κουζίνα λιγάκι ακόμα και...

Η πόρτα άνοιξε με πάταγο και λυγμοί αγανάκτησης έσεισαν στο κορμί της, καθώς έμπαινε η Λούσι με φόρα. Παραλίγο θα τα είχε καταφέρει. Η κοπέλα έριξε μια ματιά στις δύο γυναίκες και με μια κραυγούλα τρόμου όρμηξε στο κομοδίνο.

Η Ηλαίην προσπάθησε να της αντισταθεί, αλλά καθώς ήταν λεπτή, η Λούσι της κατέβασε τα χέρια που ανέμιζαν κι εξίσου εύκολα της έχωσε το χωνί ανάμεσα στα δόντια. Η κοπέλα ήταν λαχανιασμένη, σαν να έτρεχε. Το κρύο, πικρό τσάι γέμισε το στόμα της Ηλαίην. Εκείνη κοίταξε τη Λούσι από πάνω της, με πρόσωπο που καθρέφτιζε τον πανικό της άλλης. Όμως η Λούσι έκλεισε το στόμα της Ηλαίην και της μάλαξε το λαιμό βλοσυρά και αποφασισμένα, παρ’ όλο το φόβο της, ώσπου εκείνη κατάπιε. Η Ηλαίην, καθώς την συνέπαιρνε το σκοτάδι, άκουσε υγρούς ήχους διαμαρτυρίας από τη Νυνάβε.

Όταν τα μάτια της ξανάνοιξαν, η Λούσι έλειπε και η άμμος κυλούσε πάλι μέσα στο γυαλί. Τα μαύρα μάτια της Νυνάβε είχαν γουρλώσει και η Ηλαίην δεν ήξερε αν αυτό οφειλόταν στο φόβο ή στο θυμό. Υπήρχε κάτι που θαύμαζε στην άλλη γυναίκα. Η Νυνάβε, ακόμα κι αν το κεφάλι της ήταν κάτω από τον πέλεκυ του δήμιου, δεν παραδινόταν. Τα κεφάλια και των δύο μας είναι στον πέλεκυ!

Ντράπηκε που ήταν τόσο πιο αδύναμη από τη Νυνάβε. Υποτίθεται ότι κάποια μέρα θα γινόταν Βασίλισσα του Άντορ, αλλά ήθελε να ουρλιάξει από τον τρόμο. Δεν το έκανε, ούτε ακόμα και με το νου της —συνέχισε πεισματικά την προσπάθεια να κουνήσει τα μέλη της, να αγγίξει το σαϊντάρ― αλλά το ήθελε. Πώς μπορούσε να γίνει βασίλισσα, αφού ήταν τόσο αδύναμη; Έψαξε πάλι να βρει την Πηγή. Και πάλι. Και πάλι. Παραβγαίνοντας με τους κόκκους της άμμου. Και πάλι.

Άλλη μια φορά η κλεψύδρα άδειασε χωρίς να φανεί η Λούσι. Αργά-αργά, έφτασε στο σημείο που μπορούσε να σηκώσει ξανά το χέρι της. Και μετά το κεφάλι της! Αν και ξανάπεσε πίσω αμέσως. Άκουσε τη Νυνάβε να μουρμουρίζει μόνη της και καταλάβαινε τα περισσότερα απ’ όσα έλεγε.

Η πόρτα άνοιξε με πάταγο για άλλη μια φορά. Η Ηλαίην σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε με απόγνωση ― κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ο Θομ Μέριλιν στεκόταν εκεί σαν ένας από τους ήρωες των ίδιων του των παραμυθιών, με το ένα χέρι να σφίγγει το σβέρκο της Λούσι, που κόντευε να λιποθυμήσει, ενώ με το άλλο κρατούσε μαχαίρι έτοιμο να το πετάξει. Η Ηλαίην γέλασε με αγαλλίαση, αν και αυτό που ακούστηκε έμοιαζε περισσότερο με κρώξιμο.

Ο Θομ έσπρωξε με βία την κοπέλα σε μια γωνιά. «Κάτσε εκεί, αλλιώς θα ακονίσω αυτή τη λεπίδα στο τομάρι σου!» Με δυο δρασκελιές βρέθηκε στο πλάι της Ηλαίην, σιάζοντας τα μαλλιά της, με την ανησυχία έκδηλη στο ταλαιπωρημένο πρόσωπό του. «Τι τους έδωσες, μικρή; Πες μου, αλλιώς―»

«Όχι αυτή», μουρμούρισε η Νυνάβε. «Μια άλλη. Έφυγε. Βοήθα με. Να περπατήσω».

Ο Θομ την άφησε απρόθυμα, κατά τη γνώμη της Ηλαίην. Ξανάδειξε απειλητικά το μαχαίρι του στη Λούσι —εκείνη ζάρωσε, σαν να ήθελε να δείξει ότι δεν θα το κουνούσε ρούπι από κει― και ύστερα, μέσα σ’ ένα βλεφάρισμα των ματιών, το είχε ήδη εξαφανίσει μέσα στο μανίκι του. Σήκωσε τη Νυνάβε για να σταθεί όρθια, και άρχισε να βηματίζει μαζί της στο μικρό χώρο που άφηνε ελεύθερο το δωμάτιο. Η Νυνάβε ήταν σωριασμένη πάνω του, με το σώμα νωθρό, σέρνοντας τα πόδια της.

«Χαίρομαι που λες ότι δεν σας παγίδεψε αυτό το φοβισμένο γατάκι», είπε. «Αν ήταν αυτή ο αίτιος...» Κούνησε το κεφάλι του. Σίγουρα θα είχε εξίσου κακή γνώμη για τις δυο τους, αν η Νυνάβε του φανέρωνε την αλήθεια· η Ηλαίην πάντως δεν είχε σκοπό να του την πει. «Τη βρήκα να ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλοπάτια, τόσο πανικοβλημένη που δεν με άκουσε καν πίσω της. Δεν χαίρομαι που η συνεργός της έφυγε χωρίς να τη δει ο Τζούιλιν. Λέτε να φέρει άλλους;»

Η Ηλαίην γύρισε στο πλάι. «Δεν το νομίζω, Θομ», μουρμούρισε. «Δεν μπορεί ― να πει σε πολύ κόσμο ― την αλήθεια για τον εαυτό της». Ένα λεπτό ακόμα και θα μπορούσε να ανασηκωθεί. Κοίταζε κατάματα τη Λούσι· η κοπέλα έκανε ένα μορφασμό πόνου και προσπάθησε να γίνει ένα με τον τοίχο. «Οι Λευκομανδίτες ― θα την έπιαναν ― όπως θα έκαναν και με μας».

«Ο Τζούιλιν;» είπε η Νυνάβε. Το κεφάλι της ταλαντεύτηκε, καθώς σήκωνε ένα άγριο βλέμμα στον Θομ. Δεν δυσκολευόταν όμως καθόλου να μιλήσει. «Σας είπα να μείνετε στο κάρο».

Ο Θομ φύσηξε ενοχλημένος το μουστάκι του. «Μας είπες να τακτοποιήσουμε τις προμήθειες κι αυτό δεν ήταν δουλειά για δύο. Ο Τζούιλιν σε ακολούθησε κι όταν είδα ότι δεν γυρνούσε κανείς σας, πήγα να τον ψάξω». Ξεφύσηξε ξανά. «Ακόμα κι αν υπήρχαν δέκα άνθρωποι εδώ μέσα, που δεν το ήξερε, ήταν έτοιμος να έρθει να σας βρει μόνος του. Είναι πίσω και δένει τον Σκάλκερ. Καλά που αποφάσισα να έρθω με τ’ άλογο. Μου φαίνεται πως θα το χρειαστούμε για να σας πάρουμε από δω».

Η Ηλαίην ανακάλυψε ότι μπορούσε να σηκωθεί, αν και μετά βίας, πιάνοντας την κουβέρτα, αλλά η προσπάθεια που έκανε να σηκωθεί όρθια παραλίγο να τη ρίξει πάλι ανάσκελα. Το σαϊντάρ ήταν απρόσιτο όπως και πριν· ακόμα ένιωθε το κεφάλι της σαν μαξιλάρι με πούπουλα χήνας. Η Νυνάβε είχε αρχίσει να κρατά το κορμί στητό, να σηκώνει τα πόδια, αλλά και πάλι πιανόταν από τον Θομ.

Μερικά λεπτά αργότερα έφτασε και ο Τζούιλιν, σπρώχνοντας μπροστά με το μαχαίρι του την κυρά Μακούρα. «Μπήκε από μια πόρτα του πίσω φράχτη. Την πέρασα για κλέφτρα. Σκέφτηκα ότι το καλύτερο θα ήταν να τη φέρω μέσα».

Το πρόσωπο της μοδίστρας είχε χλωμιάσει τόσο πολύ βλέποντάς τους, που τα μάτια της έμοιαζαν πιο μαύρα κι έτοιμα να πεταχτούν από το κεφάλι της. Έγλειφε τα χείλη και ίσιωνε ακατάπαυστα τη φούστα της, ρίχνοντας γοργές, κλεφτές ματιές στο μαχαίρι του Τζούιλιν, σαν να αναρωτιόταν μήπως θα ήταν καλύτερα να το έβαζε στα πόδια. Κυρίως όμως κοίταζε την Ηλαίην και τη Νυνάβε· η Ηλαίην δεν ήξερε τι ήταν πιθανότερο, να βάλει τα κλάματα ή να λιποθυμήσει.

«Βάλ’ την εκεί», είπε η Νυνάβε, κάνοντας νόημα προς το σημείο στη γωνία, όπου η Λούσι ακόμα έτρεμε με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από τα γόνατά της, «και βοήθα την Ηλαίην. Δεν έχω ακουστά αυτή τη διχαλόριζα, αλλά με το περπάτημα φαίνεται να περνά η επίδρασή της. Το περπάτημα σε βοηθά σε πολλά».

Ο Τζούιλιν έδειξε τη γωνία με το μαχαίρι του και η κυρά Μακούρα έτρεξε και κάθισε πλάι στη Λούσι, υγραίνοντας διαρκώς τα χείλη της με ταραχή. «Δεν ― θα έκανα ― αυτό που έκανα ― αλλά είχα διαταγές. Πρέπει να το καταλάβετε. Είχα διαταγές».

Ο Τζούιλιν βοήθησε απαλά την Ηλαίην να σηκωθεί και τη στήριξε για να περπατήσει στον ελάχιστο διαθέσιμο χώρο, ενώ διασταυρώνονταν με το άλλο ζευγάρι. Η Ηλαίην ευχήθηκε εκείνος που τη βοηθούσε να ήταν ο Θομ. Έβρισκε υπερβολικά οικείο το μπράτσο του Τζούιλιν γύρω από τη μέση της.

«Διαταγές από ποιον;» είπε ξερά η Νυνάβε. «Σε ποια δίνεις αναφορά στον Πύργο;»

Η μοδίστρα φάνηκε να ανατριχιάζει, αλλά έκλεισε το στόμα με μια έκφραση αποφασιστικότητας.

«Αν δεν μιλήσεις», είπε βλοσυρά η Νυνάβε, «θα σε αφήσω στα χέρια του Τζούιλιν. Είναι Δακρυνός ληστοκυνηγός και ξέρει πώς να αποσπά μια ομολογία καλύτερα από οποιονδήποτε Λευκομανδίτη Ανακριτή. Έτσι δεν είναι, Τζούιλιν;»

«Ένα σκοινί να τη δέσω», είπε εκείνος, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο τόσο κακόβουλο, που η Ηλαίην σκέφτηκε να απομακρυνθεί, «μερικά κουρέλια να της κλείσω το στόμα μέχρι να είναι έτοιμη να μιλήσει, λίγο αλάτι και λάδι μαγειρέματος...» Το πνιχτό γέλιο του έκανε το αίμα της Ηλαίην να παγώσει. «Θα μιλήσει». Η κυρά Μακούρα ήταν παγωμένη πάνω στον τοίχο, με το βλέμμα της καρφωμένο πάνω του και τα μάτια της διάπλατα ανοιχτά. Η Λούσι τον κοίταζε σαν να είχε μεταμορφωθεί σε Τρόλοκ, τρία μέτρα ψηλό και κερασφόρο.

«Πολύ καλά», είπε ύστερα από μερικές στιγμές η Νυνάβε. «Τζούιλιν, σίγουρα ό,τι χρειάζεσαι θα το βρεις στην κουζίνα». Η Ηλαίην κοίταξε ξαφνιασμένη μία τη Νυνάβε και μία τον ληστοκυνηγό. Δεν μπορεί να εννοούσε ότι...; Η Νυνάβε δεν έκανε τέτοια πράγματα!

«Στη Νάρενγουιν Μπάρντα», είπε έξαφνα η μοδίστρα. Τα λόγια της έβγαιναν μπερδεμένα, καθώς ήθελε να τα πει όλα μαζί. «Έστελνα τις αναφορές μου στη Νάρενγουιν Μπάρντα, σ’ ένα πανδοχείο της Ταρ Βάλον που λέγεται Ανάντη. Ο Άβι Σένταρ διατηρεί περιστέρια για μένα, μένει στα περίχωρα της πόλης. Δεν ξέρει πού στέλνω κι από πού παίρνω μηνύματα, και δεν τον ενδιαφέρει. Η γυναίκα του είχε την αρρώστια που σε ζαλίζει, και...» Η φωνή της έσβησε κι έμεινε να κοιτάζει τρέμοντας τον Τζούιλιν.

Η Ηλαίην ήξερε τη Νάρενγουιν ή την είχε δει τουλάχιστον στον Πύργο. Επρόκειτο για μια λεπτή γυναικούλα που μπορούσες να ξεχάσεις την παρουσία της, τόσο ήσυχη ήταν. Κι ευγενική επίσης· μια φορά τη βδομάδα άφηνε τα παιδιά να φέρνουν τα ζωάκια τους στον Πύργο για να τα Θεραπεύσει. Δεν ήταν γυναίκα που θα θεωρούσες αντιπροσωπευτική του Μαύρου Άτζα. Από την άλλη μεριά όμως, ανάμεσα στα άλλα ονόματα του Μαύρου Άτζα ανήκε και αυτό της Μάριλιν Γκεμάλφιν· αγαπούσε τις γάτες και τα παρατούσε όλα για να περιποιηθεί, αν έβλεπε, καμιά αδέσποτη.

«Η Νάρενγουιν Μπάρντα», είπε σκυθρωπά η Νυνάβε. «Θέλω κι άλλα ονόματα, είτε είναι μέσα στον Πύργο είτε όχι».

«Δεν ― δεν ξέρω άλλα ονόματα», είπε με ψιλή φωνούλα η κυρά Μακούρα.

«Αυτό θα το δούμε. Πόσο καιρό είσαι Σκοτεινόφιλη; Πόσο καιρό υπηρετείς το Μαύρο Άτζα;»

Μια τσιρίδα αγανάκτησης ακούστηκε από τη Λούσι. «Δεν είμαστε Σκοτεινόφιλες!» Κοίταξε την κυρά Μακούρα κι έγειρε μακριά της. «Εγώ πάντως δεν είμαι! Πορεύομαι με το Φως! Αλήθεια λέω!»

Η αντίδραση της άλλης ήταν εξίσου έντονη. Αν τα μάτια της πριν ήταν γουρλωμένα, τώρα κινδύνευαν να πέσουν. «Το Μαύρο —! Θέλεις να πεις ότι υπάρχει στ’ αλήθεια; Μα ο Πύργος ανέκαθεν αρνιόταν ― Δεν μπορεί, εγώ ρώτησα τη Νάρενγουιν, τη μέρα που με διάλεξε για πληροφοριοδότρια των Κίτρινων, κι αυτή μου ’δωσε ένα καλό μάθημα που δεν θα το ξεχάσω. Δεν είμαι ― δεν είμαι ― Σκοτεινόφιλη! Ποτέ μου! Υπηρετώ το Κίτρινο Άτζα! Το Κίτρινο!»

Η Ηλαίην, ακόμα κρεμασμένη από το μπράτσο του Τζούιλιν, αντάλλαξε απορημένες ματιές με τη Νυνάβε. Όλες οι Σκοτεινόφιλες θα το αρνούνταν, φυσικά, όμως η φωνή των γυναικών φαινόταν να αντηχεί την αλήθεια. Η οργή τους, μόλις άκουσαν την κατηγορία, ήταν τόσο δυνατή, ώστε σχεδόν ξεπερνούσε το φόβο τους. Κρίνοντας από το δισταγμό της Νυνάβε, κι εκείνη είχε αντιληφθεί το ίδιο πράγμα.

«Αν υπηρετείτε το Κίτρινο», είπε αργά, «τότε γιατί μας ναρκώσατε;»

«Ο λόγος είναι αυτή», αποκρίθηκε η μοδίστρα, κάνοντας νόημα προς την Ηλαίην. «Μου είχαν στείλει πριν από ένα μήνα την περιγραφή της, ακόμα και για τον τρόπο που σηκώνει καμιά φορά το πηγούνι της, σαν να σε κοιτάζει αφ’ υψηλού. Η Νάρενγουιν είπε ότι ίσως να χρησιμοποιούσε το όνομα Ηλαίην και ίσως ακόμα να ισχυριζόταν ότι κατάγεται από αριστοκρατικό Οίκο». Λέξη τη λέξη, ο θυμός της που την είχαν αποκαλέσει Σκοτεινόφιλη έμοιαζε να θεριεύει. «Μπορεί εσύ να είσαι Κίτρινη αδελφή, αυτή όμως δεν είναι Άες Σεντάι, απλώς μια Αποδεχθείσα που το έχει σκάσει. Η Νάρενγουιν είπε ότι έπρεπε να αναφέρω την παρουσία της και αν ήταν μόνη ή με άλλους. Και να την καθυστερήσω, αν μπορούσα. Ή ακόμα και να την συλλάβω. Και τους τυχόν συντρόφους της. Δεν ξέρω πώς περίμενε να συλλάβω μια Αποδεχθείσα —νομίζω ότι ακόμα και η Νάρενγουιν δεν ξέρει για το τσάι μου από διχαλόριζα!― όμως αυτό έλεγαν οι διαταγές μου! Έλεγαν να ρισκάρω ακόμα και να αποκαλυφθώ —εδώ πέρα, που κάτι τέτοιο θα σήμαινε το θάνατό μου!― αν χρειαζόταν! Να δεις, νεαρή μου, τι θα πάθεις όταν σε περιλάβει η Άμερλιν! Τι θα πάθετε όλοι!»

«Η Άμερλιν!» αναφώνησε η Ηλαίην. «Τι σχέση έχει αυτή;»

«Ήταν στις διαταγές της. Κατόπιν διαταγής της Έδρας της Άμερλιν, έτσι έλεγαν. Έλεγαν ότι η ίδια η Άμερλιν είχε πει ότι μπορούσα να χρησιμοποιήσω κάθε μέσο, αρκεί να μη σε σκοτώσω. Όταν πέσεις στα χέρια της Άμερλιν, θα εύχεσαι να ήσουν νεκρή!» Το κοφτό νεύμα της έδειχνε μια οργίλη ικανοποίηση.

«Μην ξεχνάς ότι εμείς δεν είμαστε ακόμα στα χέρια κανενός», είπε ξερά η Νυνάβε. «Εσύ είσαι στα δικά μας». Το βλέμμα της όμως έδειχνε ότι είχε σοκαριστεί, και το ίδιο ένιωθε και η Ηλαίην. «Είπε για ποιο λόγο;»

Η υπενθύμιση ότι ήταν κρατούμενη έπνιξε το ενθουσιώδες ξέσπασμά της. Σωριάστηκε άτονα πάνω στη Λούσι και η καθεμιά στήριζε την άλλη να μην πέσει. «Όχι. Μερικές φορές η Νάρενγουιν εξηγεί το λόγο, αυτή τη φορά όμως δεν το έκανε».

«Σκόπευες να μας κρατήσεις εδώ, ναρκωμένες, μέχρι να έρθει κάποιος να μας πάρει;»

«Θα σας έστελνα με κάρο, ντυμένες με παλιά ρούχα». Στη φωνή της δεν έμενε το παραμικρό ίχνος αντίστασης. «Έστειλα ένα περιστέρι για να πω στη Νάρενγουιν ότι είστε εδώ και τι έκανα. Ο Θέριν Λουγκάυ μου χρωστά μεγάλη χάρη και θα του έδινα αρκετή διχαλόριζα για να του φτάσει ως την Ταρ Βάλον, αν δεν έστελνε η Νάρενγουιν αδελφές να σας συναντήσουν νωρίτερα. Αυτός νομίζει πως είστε άρρωστες και το τσάι είναι το μόνο που σας κρατά ζωντανές μέχρι να σας Θεραπεύσουν οι Άες Σεντάι. Στην Αμαδισία, οι γυναίκες που καταγίνονται με τις γιατρειές πρέπει να έχουν το νου τους. Άμα θεραπεύσεις πολλούς, άμα κάνεις πολύ καλή δουλειά, τότε κάποιος θα βρεθεί να ψιθυρίσει Άες Σεντάι και μετά θα δεις το σπίτι σου να καίγεται. Ή κάτι χειρότερο. Ο Θέριν θα ήξερε ότι έπρεπε να κρατήσει στο στόμα του κλειστό για όσα...»

Η Νυνάβε είπε στον Θομ να πλησιάσουν και τότε χαμήλωσε το βλέμμα στη μοδίστρα. «Και το μήνυμα; Το πραγματικό μήνυμα; Δεν έβαλες αυτό το σημάδι εκεί μπροστά με την ελπίδα να μας παρασύρεις μέσα».

«Σας έδωσα το πραγματικό μήνυμα», είπε επιφυλακτικά η άλλη γυναίκα. «Δεν φαντάστηκα ότι θα πείραζε. Δεν το καταλαβαίνω, και —σε παρακαλώ―» Ξαφνικά την έπιασαν λυγμοί, έσφιξε τη Λούσι όσο γερά την έσφιγγε κι εκείνη, και άρχισαν και οι δυο να οδύρονται και να παραμιλάνε. «Σε παρακαλώ, μην τον αφήσεις να μου βάλει αλάτι! Σε παρακαλώ! Όχι το αλάτι! Αχ, σε παρακαλώ!»

«Δέσε τις», είπε με αηδία η Νυνάβε μια στιγμή μετά, «και θα πάμε κάτω να μιλήσουμε». Ο Θομ τη βοήθησε να καθίσει στην άκρη του κοντινότερου κρεβατιού, και μετά έκοψε γοργά λουρίδες από την κουβερτούλα του άλλου.

Στο πι και φι και οι δύο γυναίκες είχαν δεθεί πλάτη με πλάτη, με τα χέρια της μιας στα πόδια της άλλης, έχοντας μικρά κομμάτια της κουβέρτας για φίμωτρο. Οι δυο τους ακόμα έκλαιγαν καθώς ο Θομ βοηθούσε τη Νυνάβε να βγει από το δωμάτιο.

Η Ηλαίην ευχήθηκε να μπορούσε να περπατήσει τόσο καλά όσο η άλλη, όμως ακόμα χρειαζόταν να τη στηρίζει ο Τζούιλιν για να μην κουτρουβαλήσει στις σκάλες. Ένιωσε μια σουβλιά ζήλιας παρακολουθώντας τον Θομ με το μπράτσο γύρω από τη Νυνάβε. Είσαι ένα ανόητο κοριτσάκι, είπε κοφτά η φωνή της Λίνι, Είμαι μεγάλη γυναίκα, της απάντησε με αποφασιστικό τόνο, με τον οποίο δεν θα τολμούσε να μιλήσει ούτε σήμερα στην παραμάνα της. Στ’ αλήθεια αγαπώ τον Ραντ, όμως είναι μακριά κι ο Θομ είναι εκλεπτυσμένος και έξυπνος και... Αυτά έμοιαζαν με προφάσεις, ακόμα και στα δικά της αυτιά. Η Λίνι θα ξεφυσούσε με το γνωστό τρόπο, που σήμαινε ότι δεν ανεχόταν άλλο τέτοιες ανοησίες.

«Τζούιλιν», ρώτησε διστακτικά, «τι θα έκανες με το αλάτι και το λάδι μαγειρέματος; Μην μου πεις λεπτομέρειες», έσπευσε να προσθέσει. «Μόνο γενικά».

Εκείνος την κοίταξε για μια στιγμή. «Δεν ξέρω. Αλλά ούτε κι εκείνες ήξεραν. Αυτό είναι το τέχνασμα· το μυαλό τους σκάρωσε κάτι χειρότερο απ’ ό,τι θα μπορούσα να φανταστώ ποτέ μου. Έχω δει σκληροτράχηλο άνδρα να λυγίζει, επειδή είπα να μου φέρουν σύκα και μερικά ποντίκια. Αλλά θέλει προσοχή. Μερικοί θα ομολογήσουν τα πάντα, είτε είναι αλήθεια είτε όχι, μόνο και μόνο για να γλιτώσουν από αυτό που φαντάζονται. Δεν νομίζω όμως ότι αυτές τα έβγαζαν από το μυαλό τους».

Την ίδια γνώμη είχε κι αυτή. Δεν μπόρεσε όμως να συγκρατήσει το ρίγος που την έπιασε. Τι θα μπορούσε να κάνει κάποιος με σύκα και ποντίκια; Δεν έπρεπε να το σκέφτεται, γιατί θα την έπιαναν εφιάλτες.

Όταν πια έφτασαν στην κουζίνα, η Νυνάβε περπατούσε τρικλίζοντας, χωρίς να στηρίζεται, κι έψαχνε στο ντουλάπι που ήταν γεμάτο χρωματιστά βάζα. Η Ηλαίην χρειάστηκε να καθίσει σε μια καρέκλα. Το γαλάζιο βαζάκι ήταν στο τραπέζι, όπως και μια γεμάτη πράσινη τσαγιέρα, προσπάθησε όμως να μην τα κοιτάζει. Ακόμα δεν μπορούσε να διαβιβάσει. Μπορούσε να αγκαλιάσει το σαϊντάρ, αλλά της ξεγλιστρούσε αμέσως. Τουλάχιστον τώρα ένιωθε σίγουρη ότι θα ανακτούσε τη Δύναμη. Το αντίθετο ήταν τόσο φρικτό, που δεν μπορούσε ούτε να το διανοηθεί, κάτι που δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό της να κάνει παρά μόνο εκείνη τη στιγμή.

«Θομ», είπε η Νυνάβε, σηκώνοντας τα καπάκια από διάφορα δοχεία και κοιτάζοντας τι περιείχαν. «Τζούιλιν». Κοντοστάθηκε, πήρε μια βαθιά ανάσα και, πάλι χωρίς να τους κοιτάζει, είπε, «Σας ευχαριστώ. Τώρα καταλαβαίνω γιατί οι Άες Σεντάι έχουν Προμάχους. Σας ευχαριστώ πολύ».

Δεν είχαν όλες οι Άες Σεντάι Προμάχους. Οι Κόκκινες θεωρούσαν όλους τους άνδρες μολυσμένους, επειδή οι άνδρες που μπορούσαν να διαβιβάσουν τρελαίνονταν, και μερικές άλλες δεν είχαν επειδή δεν έφευγαν από τον Πύργο ή απλώς επειδή δεν αντικαθιστούσαν τους Προμάχους που πέθαιναν. Οι Πράσινες ήταν το μόνο Άτζα που επέτρεπε στις Άες Σεντάι να δεσμεύουν περισσότερους από έναν Πρόμαχο. Η Ηλαίην ήθελε να γίνει Πράσινη. Όχι γι’ αυτό το λόγο, φυσικά, αλλά επειδή οι Πράσινες αυτοαποκαλούνταν Μαχόμενο Άτζα. Ενώ οι Καφέ έψαχναν για χαμένες γνώσεις και οι Γαλάζιες αφιερώνονταν σε υψηλούς σκοπούς, οι Πράσινες αδελφές ήταν σε ετοιμότητα για την Τελευταία Μάχη, τότε που θα εξορμούσαν, όπως είχαν κάνει στους Πολέμους των Τρόλοκ, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους καινούριους Άρχοντες του Δέους.

Οι δύο άνδρες κοιτάχτηκαν με απροκάλυπτη έκπληξη. Σίγουρα περίμεναν να δεχθούν τις συνηθισμένες επιπλήξεις της Νυνάβε. Η Ηλαίην ένιωθε κι αυτή σχεδόν εξίσου σοκαρισμένη. Η Νυνάβε σιχαινόταν να τη βοηθούν, όπως ακριβώς σιχαινόταν να κάνει λάθος· και τα δύο την εκνεύριζαν, αν και φυσικά πάντα ισχυριζόταν ότι φερόταν γλυκά και συνετά.

«Είναι Σοφία». Η Νυνάβε πήρε μια πρέζα σκόνη από ένα δοχείο και τη μύρισε, τη γεύτηκε με τη μύτη της γλώσσας της. «Όπως κι αν την ονομάζουν εδώ».

«Δεν έχουν όνομα γι’ αυτές εδώ», είπε ο Θομ. «Δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες στην Αμαδισία που να ασχολούνται με την παλιά σου τέχνη. Είναι πολύ επικίνδυνο. Για τις περισσότερες είναι απλώς πάρεργο».

Η Νυνάβε πήρε ένα κομμάτι δέρμα από το κάτω μέρος του ντουλαπιού και άρχισε να φτιάχνει μικρά δεματάκια με το περιεχόμενο μερικών από τα βάζα. «Και σε ποιον πάνε όταν αρρωσταίνουν; Σε κανέναν κομπογιαννίτη;»

«Ναι», είπε η Ηλαίην. Πάντα χαιρόταν να δείχνει στον Θομ ότι είχε κι αυτή γνώσεις για τον κόσμο. «Στην Αμαδισία, οι άνδρες μελετούν τα βότανα».

Η Νυνάβε έσμιξε τα φρύδια περιφρονητικά. «Τι μπορεί να ξέρουν οι άνδρες από γιατρειές; Καλύτερα να ζητήσω από πεταλωτή να μου φτιάξει φόρεμα».

Η Ηλαίην ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι σκεφτόταν τα πάντα εκτός απ’ αυτά που είχε πει η κυρά Μακούρα. Το να μην σκέφτεσαι το αγκάθι δεν σημαίνει ότι το πόδι δεν πονάει. Ήταν ένα από τα αγαπημένα γνωμικά της Λίνι. «Νυνάβε, τι λες να σήμαινε το μήνυμα; Όλες οι αδελφές είναι ευπρόσδεκτες, αν επιστρέψουν στον Λευκό Πύργο; Δεν βγαίνει νόημα». Δεν ήταν αυτό που ήθελε να πει, τουλάχιστον όμως το πλησίαζε.

«Ο Πύργος έχει δικούς του κανόνες», είπε ο Θομ. «Ό,τι κάνουν οι Άες Σεντάι, το κάνουν για προσωπικούς τους λόγους και συχνά όχι για αυτούς που εξηγούν. Αν τους εξηγούν ποτέ». Οι δύο άνδρες φυσικά ήξεραν ότι η Ηλαίην και η Νυνάβε ήταν μόνο Αποδεχθείσες· γι’ αυτό δεν τις υπάκουγαν τυφλά, όπως θα μπορούσαν.

Από την έκφραση της Νυνάβε ήταν φανερό ότι πάλευε με τον εαυτό της. Δεν της άρεσε να τη διακόπτουν και δεν της άρεσε να απαντούν άλλοι γι’ αυτήν. Τα πράγματα που δεν άρεσαν στη Νυνάβε γέμιζαν ολόκληρο κατάλογο. Αλλά πριν από μόλις μια στιγμή είχε ευχαριστήσει τον Θομ· σίγουρα δεν ήταν εύκολο να μαλώσεις κάποιον, ο οποίος μόλις σε είχε σώσει, προτού σε πάνε κάπου αλλού σαν να ήσουν λάχανο. «Συνήθως ελάχιστα πράγματα σε σχέση με τον Πύργο βγάζουν νόημα», είπε ξινά. Η Ηλαίην υποψιάστηκε ότι για την ενόχληση που έδειχνε ευθυνόταν όχι μόνο ο Θομ αλλά και ο Πύργος.

«Πιστεύεις αυτά που είπε;» Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ότι η Άμερλιν είπε πως πρέπει να με πάνε πίσω με κάθε τρόπο».

Η γοργή ματιά που της έριξε η Νυνάβε έδειχνε συμπόνια. «Δεν ξέρω, Ηλαίην».

«Έλεγε την αλήθεια». Ο Τζούιλιν στριφογύρισε μια καρέκλα και κάθισε καβάλα, γέρνοντας το ραβδί του στη ράχη της. «Έχω ανακρίνει πολλούς κλέφτες και εγκληματίες και ξέρω να αναγνωρίζω την αλήθεια. Άλλοτε ο φόβος και άλλοτε ο θυμός της την εμπόδιζαν να πει ψέματα».

«Εσείς οι δυο―» Η Νυνάβε πήρε μια βαθιά ανάσα, πέταξε το κομμάτι του δέρματος στο τραπέζι και σταύρωσε τα χέρια, σαν να ήθελε να τα παγιδεύσει για να μην πιάνουν την πλεξούδα της. «Φοβάμαι ότι ο Τζούιλιν μάλλον έχει δίκιο, Ηλαίην».

«Μα η Άμερλιν ξέρει τι κάνουμε. Αυτή μας είχε στείλει εκτός Πύργου».

Η Νυνάβε ξεφύσηξε δυνατά. «Μπορώ να πιστέψω τα πάντα για τη Σιουάν Σάντσε. Θα ήθελα να την έχω στα χέρια μου για μια ώρα χωρίς να μπορεί να διαβιβάσει. Τότε θα βλέπαμε πόσο σκληρή είναι».

Κατά τη γνώμη της Ηλαίην, αυτό δεν θα άλλαζε τίποτα. Θυμόταν το προστακτικό βλέμμα των γαλάζιων ματιών της και είχε την υποψία ότι η Νυνάβε θα κατέληγε με μερικές ωραίες μελανιές ακόμη και στο απίθανο ενδεχόμενο να πραγματοποιούταν η ευχή της. «Όμως τι κάνουμε γι’ αυτό; Όπως φαίνεται, τα Άτζα έχουν πληροφοριοδότες παντού. Όπως και η ίδια η Άμερλιν. Μπορεί από δω ως την Ταρ Βάλον να βρίσκουμε γυναίκες που θα προσπαθούν να μας βάλουν κάτι στο φαγητό».

«Όχι, αν δεν μοιάζουμε μ’ αυτό που περιμένουν». Η Νυνάβε πήρε μια κίτρινη κανάτα από το ντουλάπι και την απίθωσε στο τραπέζι πλάι στην τσαγιέρα. «Τούτο εδώ είναι λευκό χηνοπίπερο. Διώχνει τον πονόδοντο, αλλά επίσης μπορεί να σου κάνει το μαλλί μαύρο σαν κάρβουνο». Η Ηλαίην σήκωσε το χέρι στις χρυσοκόκκινες μπούκλες της —σίγουρα προοριζόταν για τα δικά της μαλλιά, όχι για της Νυνάβε!― αλλά, παρ’ όλο που δεν της άρεσε καθόλου, ήταν καλή ιδέα. «Λίγη δουλειά με τη βελόνα στα φορέματα που είναι μπροστά στο μαγαζί, και δεν θα είμαστε πια εμπόρισσες, αλλά δύο αρχόντισσες που ταξιδεύουν με τους υπηρέτες τους».

«Σε κάρο που κουβαλάει μπογιές;» είπε ο Τζούιλιν.

Η ανέκφραστη ματιά της έλεγε πως η ευγνωμοσύνη που έτρεφε για τη σωτηρία της είχε και όρια. «Υπάρχει μια άμαξα στην αυλή των στάβλων στην άλλη μεριά της γέφυρας. Νομίζω ότι ο ιδιοκτήτης θα την πουλήσει. Αν γυρίσεις στο κάρο, προτού το κλέψει κανείς —δεν ξέρω τι σας έπιασε και το αφήσατε έτσι χάρισμα σε όποιον περάσει!― κι αν είναι ακόμα εκεί, μπορείς να πάρεις ένα πουγκί...»


Οι λιγοστοί θεατές έμειναν με τα μάτια γουρλωμένα, όταν η άμαξα του Νόυ Τόρβαλντ σταμάτησε μπροστά στο μαγαζί της Ρόντε Μακούρα· την έσερναν τέσσερα άλογα και είχε κιβώτια στερεωμένα στην οροφή και ένα σελωμένο άλογο δεμένο πίσω της. Ο Νόυ είχε χάσει τα πάντα όταν είχε διακοπεί το εμπόριο με το Τάραμπον· τώρα έβγαζε όπως-όπως τα προς το ζην, κάνοντας διάφορα θελήματα για τη χήρα Τέραν. Κανείς στο δρόμο εκεί δεν είχε ξαναδεί τον αμαξά, τον ψηλό εκείνο τύπο με το τραχύ δέρμα, τα μακριά λευκά μουστάκια και το ψυχρό, αλαζονικό βλέμμα, ούτε τον μελαψό, σκληροπρόσωπο υπηρέτη με το Ταραμπονέζικο καπέλο, που πήδηξε σβέλτα κάτω για να ανοίξει την πόρτα της άμαξας. Μετά το γούρλωμα των ματιών, ακολούθησαν μουρμουρητά, όταν δυο γυναίκες βγήκαν αγέρωχα από το μαγαζί με δέματα στα χέρια· η μια φορούσε πράσινη μεταξωτή εσθήτα, η άλλη ένα απλό γαλάζιο μάλλινο φόρεμα, όμως και οι δύο είχαν το κεφάλι τυλιγμένο με μαντήλα, έτσι που δεν φαινόταν ούτε τρίχα από τα μαλλιά τους. Μπήκαν βιαστικά στην άμαξα και μόνο που δεν πήδηξαν.

Δυο Τέκνα έκαναν να πλησιάσουν για να ρωτήσουν ποιοι ήταν αυτοί οι ξένοι, αλλά, ενώ ο υπηρέτης ακόμα δεν είχε καλά-καλά ανέβει στο κάθισμα του οδηγού, ο αμαξάς τίναξε το μακρύ μαστίγιό του και κάτι φώναξε για να ανοίξουν δρόμο σε μια αρχόντισσα. Το όνομά της δεν ακούστηκε καλά, καθώς τα Τέκνα πετάγονταν δεξιά-αριστερά για να κάνουν χώρο κι έπεφταν στο σκονισμένο δρόμο, και η άμαξα ανέπτυξε ταχύτητα μέσα στον ορυμαγδό, κατευθυνόμενη προς το Δρόμο του Άμαντορ.

Οι θεατές απομακρύνθηκαν, μιλώντας μεταξύ τους· προφανώς επρόκειτο για κάποια μυστηριώδη αρχόντισσα με την υπηρέτριά της, η οποία είχε ψωνίσει από τη Ρόντε Μακούρα και το έσκαγε από τα Τέκνα. Τον τελευταίο καιρό τίποτα το ιδιαίτερο δεν συνέβαινε στο Μαρντέσιν και θα περνούσαν μέρες συζητώντας γι’ αυτό. Τα Τέκνα του Φωτός ξεσκονίστηκαν με μανία, αλλά στο τέλος αποφάσισαν ότι θα γελοιοποιούνταν αν ανέφεραν το περιστατικό. Πέραν τούτου, ο Ταξίαρχός τους δεν συμπαθούσε τους αριστοκράτες· μάλλον θα τους έστελνε να φέρουν πίσω την άμαξα, και θα αναγκάζονταν να κάνουν τόσο δρόμο μέσα στη ζέστη δίχως άλλο λόγο παρά για το θρασύ βλαστάρι κάποιου Οίκου. Αν στο τέλος δεν αποδίδονταν επίσημες κατηγορίες —κάτι δύσκολο μ’ αυτούς τους αριστοκράτες― τότε το φταίξιμο δεν θα έπεφτε στον Ταξίαρχό τους, αλλά στους ίδιους. Ευχήθηκαν να μην διαδιδόταν η είδηση της ταπείνωσης τους κι ούτε που τους πέρασε από το μυαλό να ανακρίνουν τη Ρόντε Μακούρα.

Λίγο αργότερα, ο Θέριν Λουγκάυ έφερε την άμαξά του στην πίσω αυλή του μαγαζιού, με τις προμήθειες για το μακρύ ταξίδι τοποθετημένες προσεκτικά κάτω από το στρογγυλό μουσαμαδένιο κάλυμμα. Η Ρόντε Μακούρα πραγματικά τον είχε γιατρέψει από έναν πυρετό που είχε θερίσει είκοσι τρεις άλλους τον περασμένο χειμώνα, αλλά εκείνο που τον έκανε να χαίρεται για το ταξίδι του μέχρι το μέρος που έμεναν οι μάγισσες, ήταν η γκρινιάρα γυναίκα του και η δύστροπη πεθερά του. Η Ρόντε είχε πει ότι θα τον συναντούσε κάποιος, αν και δεν είχε πει ποιος, αλλά αυτός έλπιζε ότι θα έφτανε ως την Ταρ Βάλον.

Έξι φορές χτύπησε την πόρτα της κουζίνας προτού μπει μέσα, και δεν βρήκε κανέναν, παρά μόνο αφού ανέβηκε τα σκαλιά. Στην πίσω κρεβατοκάμαρα, η Ρόντε και η Λούσι ήταν ξαπλωμένες στα κρεβάτια και κοιμούνταν του καλού καιρού φορώντας τα ρούχα τους κανονικά, παρ’ όλο που ήταν τσαλακωμένα, ενώ ο ήλιος ήταν ακόμα στον ουρανό. Τις τράνταξε, αλλά δεν ξύπνησε καμιά τους. Δεν κατάλαβε γιατί συνέβαινε αυτό, ούτε γιατί μια κουβέρτα βρισκόταν πεσμένη στο πάτωμα και κομμένη σε λωρίδες με κόμπους, ούτε γιατί υπήρχαν δύο άδειες τσαγιέρες στο δωμάτιο αλλά μόνο ένα φλιτζάνι, ούτε γιατί υπήρχε ένα χωνί στο μαξιλάρι της Ρόντε. Ανέκαθεν όμως ήξερε ότι ο κόσμος ήταν γεμάτος πράγματα που δεν τα καταλάβαινε. Γύρισε στην άμαξά του, σκέφτηκε τα εφόδια που είχε αγοράσει με τα χρήματα της Ρόντε, σκέφτηκε τη γυναίκα του και τη μητέρα της, και, όταν ξεκίνησε, ο σκοπός του ήταν να δει με τι έμοιαζε η Αλτάρα ή ίσως το Μουράντυ.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, πέρασε πολλή ώρα προτού η ταλαιπωρημένη Ρόντε ανηφορίσει με κόπο προς το σπίτι του Άβι Σένταρ και στείλει ένα περιστέρι μ’ ένα λεπτό κοκάλινο σωληνάκι δεμένο στο πόδι του. Το πουλί πέταξε βορειοανατολικά, ίσια σαν βέλος προς την Ταρ Βάλον. Η Ρόντε το συλλογίστηκε μια στιγμή και μετά ετοίμασε άλλο ένα αντίγραφο σε μια ακόμα λωρίδα από λεπτή περγαμηνή και το έδεσε σε ένα περιστέρι από άλλη φωλιά. Αυτό πέταξε δυτικά, διότι η Ρόντε είχε υποσχεθεί να στέλνει αντίγραφα όλων των μηνυμάτων της. Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, ο καθένας έπρεπε να νοιάζεται για τον εαυτό του, και δεν θα γινόταν δα κανένα κακό, αφού ήταν τέτοιου είδους οι αναφορές που έστελνε στην Νάρενγουιν. Αναρωτήθηκε πότε θα χανόταν η γεύση της διχαλόριζας από το στόμα της και σκέφτηκε ότι δεν θα την πείραζε, αν η αναφορά είχε ως αποτέλεσμα να πάθει κάτι κακό εκείνη που έλεγε πως ονομάζεται Νυνάβε.

Ο Άβι, που τσάπιζε τον κηπάκο του ως συνήθως, δεν έδινε σημασία στο τι έκανε η Ρόντε. Και ως συνήθως, όταν εκείνη έφυγε, αυτός έπλυνε τα χέρια και μπήκε μέσα. Η Ρόντε είχε βάλει ένα φύλλο περγαμηνής κάτω από τις λωρίδες, για να μην σκαλώνει η μύτη της πένας. Όταν το ύψωσε στο απογευματινό φως, ο Άβι μπορούσε να διακρίνει αυτά που είχε γράψει η γυναίκα. Σε λίγο ένα τρίτο περιστέρι πέταξε στον ουρανό, προς διαφορετική κατεύθυνση από τα άλλα δύο.

Загрузка...