Οι δρόμοι του Έιανροντ προχωρούσαν ευθεία και αντάμωναν με ορθές γωνίες, και, όπου ήταν ανάγκη, διέσχιζαν λόφους που στο υπόλοιπο μέρος τους είχαν περιποιημένες βαθμίδες από πέτρα. Τα πέτρινα κτήρια με τα λιθοκέραμα στις στέγες έμοιαζαν γεμάτα γωνίες, σαν να υπήρχαν παντού κάθετες γραμμές. Ο Κουλάντιν δεν είχε πορθήσει το Έιανροντ· όταν το είχαν σαρώσει οι Σάιντο, οι κάτοικοι είχαν ήδη φύγει. Όμως, σε πολλά σπίτια είχαν απομείνει μονάχα τα καρβουνιασμένα δοκάρια και οι κούφιοι, κατεστραμμένοι σκελετοί τους, ανάμεσά τους και τα περισσότερα διώροφα μαρμάρινα κτήρια με τις βεράντες, που η Μουαραίν είχε πει ότι ανήκαν σε εμπόρους. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι σπασμένα έπιπλα και πεταμένα ρούχα, μαζί με τσακισμένα πιατικά και γυάλινα θρύψαλα από παράθυρα, μπότες χωρισμένες από ταίρι τους, εργαλεία και παιχνίδια.
Τα κτήρια είχαν καεί σε διαφορετικές χρονικές στιγμές —ο Ραντ τουλάχιστον αυτό μπορούσε να το καταλάβει, από την επίδραση των στοιχείων της φύσης στα μαυρισμένα ξύλα και από το πόσο έντονη ήταν η καπνίλα σε διάφορα σημεία— όμως ο Λαν μπόρεσε να χαρτογραφήσει την πορεία των μαχών, με τις οποίες η πόλη είχε καταληφθεί κι επανακαταληφθεί. Πιθανότατα από διάφορους Οίκους, οι οποίοι διεκδικούσαν το Θρόνο του Ήλιου, αν και, κρίνοντας από την όψη των δρόμων, οι τελευταίοι που είχαν πάρει το Έιανροντ ήταν ληστές. Πολλές συμμορίες που λυμαίνονταν την Καιρχίν δεν ήταν πιστοί σε κανέναν παρά μονάχα στο χρυσάφι.
Ο Ραντ πήγε σε ένα από τα σπίτια των εμπόρων, στη μεγαλύτερη από τις δύο πλατείες της πόλης· είχε δυο τετράγωνους ορόφους από γκρίζο μάρμαρο με βαριά μπαλκόνια και πλατιά σκαλοπάτια με χοντρά, γωνιώδη, πέτρινα κιγκλιδώματα, και θέα σε ένα βουβό σιντριβάνι με σκονισμένη στρογγυλή δεξαμενή. Δεν θα άφηνε να του ξεφύγει μια τόσο καλή ευκαιρία να ξανακοιμηθεί σε κρεβάτι, κι έλπιζε ότι η Αβιέντα θα επέλεγε να κοιμηθεί σε σκηνή· δεν τον ένοιαζε αν θα ήταν η δική του σκηνή ή των Σοφών, αρκεί να μην ήταν αναγκασμένος να κοιμηθεί ακούγοντας την ανάσα της μερικά βήματα παραπέρα. Πρόσφατα, είχε αρχίσει να φαντάζεται ότι άκουγε την καρδιά της να χτυπά, ακόμα κι όταν δεν είχε πιάσει το σαϊντίν. Αλλά είχε λάβει τα μέτρα του, σε περίπτωση που η Αβιέντα ερχόταν.
Οι Κόρες σταμάτησαν στα σκαλιά και μερικές έτρεξαν γύρω από το κτήριο για να πάρουν θέσεις σε όλες τις πλευρές. Φοβόταν ότι θα το διεκδικούσαν για Οίκο της Κόρης, έστω για μια νύχτα, κι έτσι ο Ραντ, μόλις διάλεξε το κτήριο, ένα από τα λίγα στην πόλη με άθικτη στέγη και απείραχτα τα περισσότερα παράθυρα, είπε στη Σούλιν ότι ίδρυε τη Στέγη των Αδελφών της Οινοπηγής. Δεν μπορούσε να μπει κανείς που δεν είχε πιει από την Οινοπηγή, στο Πεδίο του Έμοντ. Η ματιά που του είχε ρίξει έλεγε ότι ήξερε τι σκάρωνε, αλλά καμία Κόρη δεν τον ακολούθησε πέρα από τις φαρδιές πόρτες που έμοιαζαν να είναι γεμάτες στενές, κάθετες σανίδες.
Μέσα, τα μεγάλα δωμάτια ήταν γυμνά, αν και οι λευκοντυμένοι γκαϊ’σάιν είχαν απλώσει μερικές κουβέρτες για να κοιμηθούν στον πλατύ προθάλαμο, που το ψηλό γυψωμένο ταβάνι του είχε ένα μοτίβο λιτών τετραγώνων. Το να διώξει τους γκαϊ’σάιν ξεπερνούσε τις δυνάμεις του, το ίδιο και τη Μουαραίν, αν δεν κοιμόταν αλλού. Ό,τι εντολές κι αν έδινε να μην τον ενοχλήσουν, εκείνη πάντα έβρισκε τρόπο να την αφήσουν οι Κόρες να περάσει, και πάντα έπρεπε να της δώσει συγκεκριμένη διαταγή για να φύγει.
Οι γκαϊ’σάιν, άνδρες και γυναίκες, σηκώθηκαν με ήρεμες κινήσεις, προτού προλάβει να κλείσει την πόρτα. Δεν θα κοιμούνταν αν δεν κοιμόταν πρώτα ο Ραντ, και μερικοί θα έμεναν εναλλάξ ξύπνιοι, σε περίπτωση που ήθελε κάτι μέσα στη νύχτα. Τους είχε διατάξει να μην το κάνουν, αλλά το να πεις σε γκαϊ’σάιν να μην σε υπηρετεί σύμφωνα με τα έθιμα ήταν σαν να κλωτσούσες ένα δεμάτι μαλλί· όταν τραβούσες το πόδι, δεν είχε αλλάξει τίποτα. Τους έκανε νόημα να φύγουν και ανέβηκε τα μαρμάρινα σκαλιά. Κάποιοι γκαϊ’σάιν είχαν περισώσει μερικά έπιπλα, συμπεριλαμβανομένου ενός κρεβατιού και δύο πουπουλένιων στρωμάτων, και ο Ραντ το μόνο που ήθελε ήταν να πλυθεί και να―
Πάγωσε μόλις άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαράς του. Η Αβιέντα δεν είχε διαλέξει να μείνει στις σκηνές. Στεκόταν μπροστά στο έπιπλο του νιπτήρα, με τη σπασμένη λεκάνη και την αταίριαστη κανάτα, μ’ ένα πανί στο ένα χέρι κι ένα κίτρινο σαπούνι στο άλλο. Δεν φορούσε ρούχα. Φαινόταν άναυδη όσο κι εκείνος, ανίκανη να σαλέψει.
«Δεν...» Έκανε μια παύση για να ξεροκαταπιεί, με τα μεγάλα πράσινα μάτια της στυλωμένα στο πρόσωπό του. «Δεν μπορούσα να κάνω σκηνή για ατμόλουτρο σ’ αυτή την... πόλη, έτσι σκέφτηκα να δοκιμάσω το δικό σου τρόπο να...» Ήταν όλη σκληρούς μυς και απαλές καμπύλες· γυάλιζε από τον ιδρώτα από την κορφή ως τα νύχια. Ο Ραντ δεν είχε φανταστεί ότι τα πόδια της ήταν τόσο μακριά. «Νόμιζα ότι θα έμενες κι άλλο στη γέφυρα. Δεν...» Η φωνή της έγινε πιο ψιλή· τα μάτια της πλάτυναν από τον πανικό. «Δεν το έκανα επίτηδες να με δεις! Πρέπει να φύγω από κοντά σου. Να πάω όσο πιο μακριά μπορώ! Πρέπει!»
Ξαφνικά, μια τρεμουλιαστή κάθετη γραμμή εμφανίστηκε στον αέρα κοντά της. Πλάτυνε, σαν να περιστρεφόταν, κι έγινε πύλη. Παγερός άνεμος χίμηξε στο δωμάτιο, φέρνοντας μαζί του βαριά πέπλα από χιόνι.
«Πρέπει να ξεφύγω!» θρήνησε η Αβιέντα και όρμηξε στη θύελλα.
Αμέσως η πύλη άρχισε να στενεύει ξανά, να στρίβει, αλλά ο Ραντ, χωρίς να το σκεφτεί, διαβίβασε, και την μπλοκάρισε, όταν το άνοιγμά της ήταν το μισό του αρχικού. Δεν ήξερε τι είχε κάνει και πώς το είχε κάνει, αλλά ήταν σίγουρος ότι ήταν μια πύλη για Ταξίδεμα, από κείνες για τις οποίες του είχε μιλήσει ο Ασμόντιαν χωρίς όμως να μπορέσει να τον διδάξει. Δεν είχε χρόνο για σκέψη. Όπου κι αν είχε πάει η Αβιέντα, είχε πάει γυμνή στην καρδιά μιας χειμωνιάτικης καταιγίδας. Ο Ραντ έδεσε τις ροές που είχε υφάνει, άρπαξε όλες τις κουβέρτες από το κρεβάτι και τις πέταξε πάνω στα ρούχα της και στο αχυρόστρωμα. Σήκωσε μαζί τις κουβέρτες, τα ρούχα και τα χαλάκια και διέσχισε την πύλη μονάχα μια στιγμή ύστερα από την Αβιέντα.
Ένας παγερός άνεμος αλυχτούσε στο νυχτερινό αέρα, γεμάτος στροβιλιζόμενο λευκό. Ακόμα και τυλιγμένος στο Κενό, ένιωθε το σώμα του να τρέμει. Διέκρινε θολά σκόρπιες μορφές στο σκοτάδι· του φάνηκε πως ήταν δένδρα. Το μόνο που μπορούσε να μυρίσει ήταν το κρύο. Μπροστά του μια φιγούρα προχωρούσε, μισοκρυμμένη στο σκοτάδι και στη χιονοθύελλα· θα του είχε ξεφύγει, αν δεν διέθετε τόσο οξεία όραση στο Κενό. Ήταν η Αβιέντα, που έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Την ακολούθησε με κόπο μέσα στα χιόνια που έφταναν ως το γόνατο, σφίγγοντας το χοντρό δέμα στο στήθος του.
«Αβιέντα! Σταμάτα!» Φοβήθηκε μήπως τα ουρλιαχτά του ανέμου παρέσερναν την κραυγή του, αλλά εκείνη τον άκουσε. Και άρχισε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα. Πίεσε τον εαυτό του να ταχύνει το βήμα, παραπατώντας, σκοντάφτοντας καθώς το χιόνι που βάθαινε του τραβούσε τις μπότες. Τα αχνάρια που άφηναν τα γυμνά της πόδια γέμιζαν γρήγορα. Αν την έχανε από τα μάτια του μέσα σ’ αυτήν την... «Σταμάτα, ανόητη! Θες να πεθάνεις;» Ο ήχος της φωνής του ήταν σαν να τη μαστίγωνε για να τρέξει πιο γρήγορα.
Βλοσυρά, έβαλε τα δυνατά του· μισόπεφτε, ξανασηκωνόταν, άλλοτε τον πετούσε κάτω ο μανιασμένος άνεμος και άλλοτε σκόνταφτε στο χιόνι, έπεφτε σε δένδρα. Το βλέμμα του έπρεπε να είναι καρφωμένο πάνω της. Χαιρόταν μόνο που αυτό το δάσος ή ό,τι άλλο ήταν, είχε τόσο αραιά δένδρα.
Διάφορα μοτίβα πετάρισαν στην επιφάνεια του Κενού και απορρίφθηκαν. Μπορούσε να καταπνίξει την καταιγίδα ― και ίσως το αποτέλεσμα θα ήταν να κάνει τον αέρα πάγο. Μια στέγη από Αέρα, για να αποφεύγει το χιόνι που έπεφτε, δεν θα βοηθούσε με το χιόνι που ήταν από κάτω. Μπορούσε να ανοίξει μονοπάτι λιώνοντας τα χιόνια με Φωτιά ― και θα ’πρεπε μετά να διασχίζει τις λάσπες. Εκτός αν...
Διαβίβασε, και το χιόνι μπροστά του έλιωσε, σχηματίζοντας λωρίδα πλάτους μιας απλωσιάς, μια λωρίδα που προπορευόταν, καθώς αυτός προχωρούσε. Υψώθηκε ατμός και το χιόνι που έπεφτε εξαφανιζόταν μισό μέτρο πάνω από το αμμώδες έδαφος. Ένιωθε τη ζέστη μέσα από τις μπότες του. Το σώμα του ριγούσε από την κορυφή σχεδόν ως κάτω στους αστραγάλους από το κρύο που του περόνιαζε το μεδούλι· τα πόδια του ίδρωναν και τινάζονταν πάνω από το καυτό έδαφος. Αλλά τώρα την πρόφταινε. Πέντε ακόμα λεπτά και...
Ξαφνικά, η θολή φιγούρα που ακολουθούσε εξαφανίστηκε σαν να ’χε ανοίξει η γη κάτω της.
Με το βλέμμα στυλωμένο στο σημείο που την είχε δει τελευταία φορά, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ξαφνικά, βρέθηκε να πλατσουρίζει σε κρύο τρεχούμενο νερό ως τους αστραγάλους του, που τώρα έφτανε σχεδόν ως τα γόνατά του. Μπροστά του, το χιόνι έλιωνε, αλλά δεν τελείωνε, και αποκάλυπτε ένα κομμάτι πάγου που ξεκινούσε από κει. Από το μαύρο νερό δεν υψώνονταν ατμοί. Ποταμάκι ή ποτάμι, ήταν μεγάλο, και το ποσό της Δύναμης που διαβίβαζε δεν μπορούσε να ζεστάνει έστω και λίγο το νερό που έρεε γοργά. Η Αβιέντα πρέπει να είχε βγει στον πάγο που είχε σπάσει, αλλά ο Ραντ δεν θα την έσωνε αν χιμούσε εκεί μέσα. Γεμάτος σαϊντίν, μόλις που αντιλαμβανόταν την παγωνιά, όμως τα δόντια του χτυπούσαν ανεξέλεγκτα.
Γύρισε στην όχθη, με το βλέμμα καρφωμένο εκεί που νόμιζε πως είχε πέσει η Αβιέντα, και διαβίβασε ροές Φωτιάς στο έδαφος που ήταν ακόμα γυμνό, μακριά από το ποταμάκι, ώσπου η άμμος έλιωσε, συγχωνεύτηκε από τη θερμότητα και λευκοπυρώθηκε. Ακόμα και σ’ αυτή τη θύελλα, το σημείο αυτό θα διατηρούταν ζεστό για αρκετή ώρα. Ακούμπησε τον μπόγο εκεί παραδίπλα στο χιόνι —η ζωή της κρεμόταν από το αν θα ξανάβρισκαν τις κουβέρτες και τα χαλιά― και μετά προχώρησε στο βαθύ λευκό, σε μια πλευρά του λιωμένου μονοπατιού και ξάπλωσε με το σώμα τεντωμένο. Σύρθηκε αργά στον πάγο που τον σκέπαζαν τα χιόνια.
Ο άνεμος αλυχτούσε από πάνω του. Το σακάκι του ήταν σαν να μην υπήρχε. Τα χέρια του είχαν μουδιάσει και τα πόδια του σχεδόν δεν τα ένιωθε· είχε πάψει να τρέμει, με εξαίρεση κάποιο περαστικό ρίγος. Ψυχρός και γαλήνιος μέσα στο Κενό, ήξερε τι συνέβαινε· είχαν χιονοθύελλες στους Δύο Ποταμούς, ίσως δυνατές σαν αυτήν. Το σώμα του πάλευε κι έχανε. Αν δεν έβρισκε γρήγορα ζέστη, θα κοίταζε γαλήνια από το Κενό το θάνατό του. Αλλά, αν πέθαινε, θα πέθαινε και η Αβιέντα. Αν δεν είχε ήδη πεθάνει.
Περισσότερο ένιωσε παρά άκουσε τον πάγο να σπάει από το βάρος του. Τα χέρια του που ψηλαφούσαν έπεσαν στο νερό. Αυτό ήταν το μέρος, αλλά με το χιόνι να στροβιλίζεται ολόγυρα, σχεδόν δεν έβλεπε. Άπλωσε κι έψαξε δεξιά αριστερά, με τα μουδιασμένα χέρια του να παφλάζουν στο νερό. Το ένα χέρι χτύπησε κάτι στην άκρη του πάγου κι ο Ραντ πρόσταξε τα δάχτυλά του να κλείσουν, ένιωσε παγωμένα μαλλιά να τρίζουν.
Πρέπει να την τραβήξω έξω. Σύρθηκε πίσω, τραβώντας την. Ήταν νεκρό βάρος, όπως γλιστρούσε αργά από το νερό. Δεν με νοιάζει αν την γδάρει ο πάγος. Καλύτερα αυτό παρά να παγώσει ή να πνιγεί. Πίσω. Συνέχισε. Αν τα παρατήσεις, θα πεθάνει. Συνέχισε, που να καείς! Έρποντας. Τραβώντας με τα πόδια, σπρώχνοντας με το ένα χέρι. Το άλλο ήταν σφιγμένο στα μαλλιά της Αβιέντα· δεν προλάβαινε να την πιάσει καλύτερα· ούτως ή άλλως εκείνη δεν θα το ένιωθε. Καλά τεμπέλιαζες τόσον καιρό. Είχες άρχοντες να γονατίζουν, γκαϊ’σάιν να τρέχουν για το κρασί σου, τη Μουαραίν να κάνει ό,τι της έλεγες. Πίσω. Είναι καιρός να κάνεις κάτι μόνος σου, αν μπορείς πια. Κουνήσου, που να καείς! Κουνήσου!
Ξαφνικά, ένιωσε τις πατούσες του να πονούν· ο πόνος ανηφόρισε τα πόδια του. Έκανε μια στιγμή μέχρι να κοιτάξει πίσω, και μετά κύλησε μακριά από το αχνιστό τμήμα της λιωμένης άμμου. Τα πλοκάμια καπνού που έβγαιναν από κει που σιγοκαιγόταν το παντελόνι του, τα παρέσυρε ο άνεμος.
Έψαξε στο δέμα που είχε αφήσει, κουκούλωσε την Αβιέντα μ’ ό,τι είχε φέρει, τις κουβέρτες, τα χαλάκια, τα ρούχα της. Κάθε προστατευτικό στρώμα είχε ζωτική σημασία. Τα μάτια της ήταν κλειστά, το σώμα της ασάλευτο. Άνοιξε λίγο τις κουβέρτες, όσο για να ακουμπήσει το αυτί του στο στήθος της. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο αργά, ώστε δεν ήταν σίγουρος αν την είχε ακούσει στ’ αλήθεια. Οι τέσσερις κουβέρτες και τα πέντ’ έξι χαλάκια δεν έφταναν, και δεν μπορούσε να διαβιβάσει θερμότητα μέσα της, όπως είχε κάνει με το έδαφος· ακόμα κι αν έκανε τη ροή όσο το δυνατόν λεπτότερη, το πιθανότερο ήταν πως, αντί να τη ζεστάνει, θα τη σκότωνε. Ένιωθε την ύφανση που είχε χρησιμοποιήσει για να μπλοκάρει σε ανοιχτή θέση την πύλη της, ήταν περίπου ένα μίλι παραπέρα, μπορεί και δύο, μέσα στη θύελλα. Αν προσπαθούσε να την κουβαλήσει για τόση απόσταση, κανείς από τους δυο τους δεν θα επιζούσε. Χρειάζονταν καταφύγιο, και το χρειάζονταν εδώ.
Διαβίβασε ροές Αέρα και το χιόνι άρχισε να κινείται στο έδαφος κόντρα στον άνεμο, σχηματίζοντας χοντρούς τετράγωνους τοίχους με πλευρά πλάτους τριών απλωσιών και αφήνοντας άνοιγμα για πόρτα· το χιόνι μαζεύτηκε ακόμα πιο ψηλά, συμπιέστηκε τόσο που γυάλιζε σαν πάγος, και σχημάτισε στέγη αρκετά ψηλά για να μπορείς να σταθείς εκεί μέσα. Ο Ραντ πήρε την Αβιέντα στην αγκαλιά του και μπήκε παραπατώντας στο σκοτεινό εσωτερικό, ύφανε κι έδεσε φλόγες που χόρευαν στις γωνιές για να δίνουν φως, και διαβίβασε για να μαζέψει κι άλλο χιόνι και να κλείσει την είσοδο.
Ένιωσε ζέστη και μόνο που δεν είχε τον αέρα να τον φυσάει, αλλά αυτό δεν αρκούσε. Χρησιμοποίησε το κόλπο που του είχε δείξει ο Ασμόντιαν και ύφανε Αέρα και Φωτιά, και ο αέρας γύρω τους ζεστάθηκε. Δεν τολμούσε να δέσει αυτή την ύφανση. Αν τον έπαιρνε ο ύπνος, η ύφανση θα δυνάμωνε και η καλύβα θα έλιωνε. Κι οι φλόγες, βεβαίως, ήταν σχεδόν εξίσου επικίνδυνες, έτσι που τις είχε δέσει, αλλά ήταν εξαντλημένος και παγωμένος και δεν άντεχε να διατηρήσει παρά μόνο μία ύφανση.
Είχε καθαρίσει το έδαφος από κάτω, καθώς έφτιαχνε την καλύβα· ήταν γυμνό αμμώδες έδαφος, που είχε ελάχιστα μόνο καφετιά φύλλα άγνωστα στον Ραντ και μερικά μαραμένα κοντά χορτάρια, τα οποία του φαίνονταν εξίσου παράξενα. Άφησε την ύφανση που θέρμαινε τον αέρα, ζέστανε το έδαφος, για να διώξει την παγωνιά, και μετά ξανάπιασε την άλλη ύφανση. Μόλις που κατάφερε να ακουμπήσει απαλά κάτω την Αβιέντα αντί να τη ρίξει.
Έχωσε το χέρι στις κουβέρτες για να νιώσει το μάγουλό της, τον ώμο της. Ρυάκια νερού κυλούσαν στο πρόσωπό της, καθώς έλιωνε ο πάγος των μαλλιών. Ο Ραντ ήταν παγωμένος, αλλά εκείνη ήταν πάγος. Χρειαζόταν κάθε πηγή ζέστης που μπορούσε να της εξασφαλίσει και δεν τολμούσε να ζεστάνει περισσότερο τον αέρα. Ήδη οι τοίχοι έλαμπαν από το πρώτο στρώμα του λιωμένου χιονιού. Όσο παγωμένος και να ένιωθε, είχε περισσότερη θερμότητα μέσα του απ’ όση η Αβιέντα.
Έβγαλε τα ρούχα του, χώθηκε μαζί τις στις κουβέρτες, τακτοποίησε τα βρεγμένα ρούχα του από πάνω· θα διατηρούσαν τη θερμοκρασία του σώματός του. Η αφή του, ενισχυμένη από το Κενό και το σαϊντίν, ρούφηξε την αίσθηση που έδινε η Αβιέντα. Μπροστά στο δέρμα της, το μετάξι φάνταζε τραχύ. Σε σύγκριση με το δέρμα της, το σατέν ήταν... Μην σκέφτεσαι. Τράβηξε τα βρεγμένα μαλλιά από το πρόσωπό της. Θα ’πρεπε να της τα σκουπίσει, αλλά το νερό δεν ήταν πια τόσο κρύο και, ούτως ή άλλως, δεν είχε να χρησιμοποιήσει παρά μόνο τις κουβέρτες και τα ρούχα τους. Τα μάτια της Αβιέντα ήταν κλειστά· το στήθος της σάλεψε αργά πάνω του. Αν δεν ανέδιδε την παγωνιά του χειμώνα, θα έμοιαζε να κοιμάται. Ήταν τόσο γαλήνια· δεν έδειχνε καθόλου θυμωμένη. Τόσο όμορφη. Μην σκέφτεσαι. Ήταν μια αυστηρή προσταγή έξω από την αδειανοσύνη που τον περιέβαλλε. Μίλα.
Προσπάθησε να μιλήσει για το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο μυαλό, την Ηλαίην και τη σύγχυση που του είχαν φέρει τα δύο γράμματά της, αλλά αυτό σε λίγο έκανε σκέψεις της χρυσομαλλούσας Ηλαίην να αιωρούνται έξω από το Κενό, σκέψεις ότι τη φιλούσε σε απομονωμένα σημεία της Πέτρας. Μην σκέφτεσαι φιλιά, ανόητε! Έφερε στο νου τη Μιν. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ τη Μιν μ’ αυτόν τον τρόπο. Εντάξει, μερικά όνειρα δεν μετρούσαν. Η Μιν θα τον είχε χαστουκίσει, αν είχε προσπαθήσει ποτέ του να τη φιλήσει, ή μπορεί να γελούσε και να τον έλεγε χοντροκέφαλο. Αλλά του φαινόταν πως όποια γυναίκα και να έβαζε στο μυαλό του, του θύμιζε ότι είχε στην αγκαλιά μια γυναίκα δίχως ρούχα. Γεμάτος Δύναμη, μύριζε την οσμή της, ένιωθε κάθε πόντο της καθαρά, σαν να ψηλαφούσε το... Το Κενό τρεμούλιασε. Φως μου, προσπαθείς να τη ζεστάνεις και τίποτα παραπάνω! Μην αφήνεις το μυαλό σου να κάνει βρώμικες σκέψεις, άνθρωπέ μου!
Προσπαθώντας να διώξει κάθε σκέψη, της μίλησε για τις ελπίδες του σε σχέση με την Καιρχίν, τις ελπίδες του να φέρει ειρήνη και να δώσει τέλος στο λιμό, να ενώσει τα έθνη στο πλάι του χωρίς άλλο αιματοκύλισμα. Αλλά κι αυτές οι κουβέντες είχαν τη δική τους διαδρομή, την αναπόφευκτη πορεία προς το Σάγιολ Γκουλ, όπου έπρεπε να αντιμετωπίσει τον Σκοτεινό και να πεθάνει, αν τα έλεγαν σωστά οι Προφητείες. Του φαινόταν δειλία να πει πως έλπιζε να επιζήσει με κάποιον τρόπο απ’ αυτό. Οι Αελίτες δεν ήξεραν από δειλία· κι ο χειρότερός τους ήταν γενναίος σαν λιοντάρι. «Το Τσάκισμα του Κόσμου σκότωσε τους αδύναμους», είχε ακούσει τον Μπάελ να λέει, «και η Τρίπτυχη Γη σκότωσε τους δειλούς».
Άρχισε να της λέει που μπορεί να βρίσκονταν, πού μπορεί να είχε φέρει τους δυο τους η Αβιέντα μ’ αυτή την άτακτη φυγή της. Σε κάποιο μέρος μακρινό και παράξενο, αφού είχε χιόνι τέτοια εποχή του χρόνου. Ήταν χειρότερο από άτακτη φυγή. Ήταν τρελή φυγή. Όμως ο Ραντ ήξερε ότι το έσκαγε απ’ αυτόν. Το έσκαγε απ’ αυτόν. Πόσο πολύ πρέπει να τον μισούσε, αφού είχε κάνει τόσο δρόμο, αντί να του πει απλώς ότι ήθελε να την αφήσει να κάνει μπάνιο κατ’ ιδίαν.
«Έπρεπε να χτυπήσω». Την πόρτα της κρεβατοκάμαράς του; «Ξέρω ότι δεν θες να είσαι κοντά μου. Δεν είναι ανάγκη να μείνεις. Ό,τι κι αν θέλουν οι Σοφές, ό,τι κι αν πουν, θα ξαναγυρίσεις στις σκηνές τους. Δεν θα χρειαστεί να ξανάρθεις κοντά μου. Και μάλιστα, αν έρθεις, θα... θα σε διώξω». Γιατί δίσταζε να το πει; Του πρόσφερε θυμό, ψυχρότητα, πίκρα, όταν ήταν ξύπνια, και όταν κοιμόταν... «Τι τρέλα πήγες κι έκανες; Μπορεί να σκοτωνόσουν». Της χάιδευε πάλι τα μαλλιά· δεν μπορούσε να σταματήσει. «Αν ξανακάνεις τέτοια τρέλα, θα σου σπάσω το κεφάλι. Ξέρεις πόσο θα μου λείψει η ανάσα σου τα βράδια;» Θα του έλειπε; Τον είχε τρελάνει με την ανάσα της! Αυτός ήταν τρελός. Έπρεπε να δώσει τέλος σ’ όλα αυτά. «Θα φύγεις, πάει και τελείωσε, έστω κι αν χρειαστεί να σε στείλω πίσω στο Ρούαρκ. Οι Σοφές δεν θα μπορέσουν να με σταματήσουν, αν μιλήσω ως Καρ’α’κάρν. Δεν θα χρειαστεί να το σκάσεις ξανά από μένα».
Το χέρι, με το οποίο τη χάιδευε χωρίς να μπορεί να το σταματήσει, πάγωσε όταν την ένιωσε να κινείται. Συνειδητοποίησε ότι ήταν ζεστή. Πολύ ζεστή. Θα ’πρεπε να κουκουλωθεί ευπρεπώς με μια κουβέρτα και να κάνει πέρα. Τα μάτια της άνοιξαν, καθαρά και βαθυπράσινα, κοιτώντας τον σοβαρά από τριάντα πόντους απόσταση. Δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται βλέποντάς τον και δεν έκανε να απομακρυνθεί από κοντά του. Ο Ραντ άνοιξε τα χέρια του από γύρω της, προσπάθησε να κάνει πίσω κι εκείνη έπιασε μια χούφτα από τα μαλλιά του σφίγγοντας με δύναμη. Αν κουνιόταν, θα αποκτούσε ένα φαλακρό σημείο στο κεφάλι του. Δεν του έδωσε την ευκαιρία να εξηγήσει τίποτα. «Υποσχέθηκα στην κονταδελφή μου να σε προσέχω». Έμοιαζε να απευθύνεται σ’ αυτόν, αλλά και ταυτοχρόνως να μονολογεί, με χαμηλή, σχεδόν ουδέτερη φωνή. «Έτρεξα όσο μπορούσα πιο μακριά σου, για να προστατέψω την τιμή μου. Κι εσύ με ακολούθησες ακόμα και εδώ. Τα δαχτυλίδια δεν λένε ψέματα και δεν μπορώ να τρέξω άλλο πια». Ο τόνος της έγινε αποφασιστικός. «Δεν θέλω να τρέξω άλλο πια».
Ο Ραντ έκανε να τη ρωτήσει τι εννοούσε, ενώ προσπαθούσε να ξεμπλέξει τα δάχτυλά της από τα μαλλιά του, όμως αυτή έσφιξε άλλη μια τούφα στην άλλη πλευρά του κεφαλιού του και τράβηξε το στόμα του στο δικό της. Αυτό ήταν το τέλος κάθε λογικής σκέψης· το Κενό θρυμματίστηκε, το σαϊντίν χάθηκε. Δεν θα μπορούσε να σταματήσει τον εαυτό του, ακόμα κι αν το ήθελε, αλλά του ήταν αδιανόητο να θέλει να σταματήσει και δεν το ήθελε ούτε η Αβιέντα. Η τελευταία μάλιστα λογική σκέψη που έκανε για πολλή ώρα ήταν ότι δεν θα μπορούσε να σταματήσει την Αβιέντα.
Ένα πολύ μεγάλο διάστημα αργότερα —δυο ώρες, μπορεί και τρεις· δεν ήξερε να πει― ο Ραντ ήταν ξαπλωμένος στα χαλάκια, με τις κουβέρτες πάνω του και τα χέρια πίσω από το κεφάλι, και παρακολουθούσε την Αβιέντα, η οποία κοίταζε τους γυαλιστερούς λευκούς τοίχους. Κρατούσαν τρομερά πολλή ζέστη· δεν είχε χρειαστεί να ξαναπιάσει το σαϊντίν, είτε για να διώξει το κρύο είτε για να ζεστάνει τον αέρα. Η Αβιέντα, όταν είχε σηκωθεί, απλώς είχε περάσει τα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά της, τίποτα παραπάνω, και περπατούσε χωρίς καμία ντροπή για τη γύμνια της. Φυσικά, ήταν αργά για να ντρέπεται για κάτι ασήμαντο όπως το ότι δεν φορούσε ρούχα, Ο Ραντ, βγάζοντάς την από τον πάγο, ανησυχούσε μήπως την τραυμάτιζε, αλλά το σώμα της είχε λιγότερα γδαρσίματα από το δικό του και δεν σκίαζαν καθόλου την ομορφιά της.
«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε.
«Χιόνι». Την εξήγησε όσο μπορούσε τι είναι το χιόνι, όμως εκείνη απλώς κούνησε το κεφάλι, εν μέρει από δέος, εν μέρει από δυσπιστία. Για κάποια που είχε μεγαλώσει στην Ερημιά, το παγωμένο νερό που πέφτει από τον ουρανό πρέπει να έμοιαζε απίστευτο όσο και το να πετάς. Σύμφωνα με τα αρχεία, η μοναδική φορά που είχε βρέξει ποτέ στην Ερημιά ήταν τη φορά που είχε φέρει ο ίδιος βροχή.
Ο Ραντ δεν κρατήθηκε και άφησε ένα στεναγμό λύπης, όταν η Αβιέντα φόρεσε την πουκαμίσα της. «Οι Σοφές μπορούν να μας παντρέψουν μόλις γυρίσουμε πίσω». Ακόμα ένιωθε την ύφανση του να κρατά ανοιχτή την πύλη της.
Τα κεφάλι της με τα σκουροκόκκινα μαλλιά ξεπρόβαλε από το λαιμό της πουκαμίσας και τον κοίταξε ανέκφραστη. Όχι εχθρικά, αλλά όχι ακριβώς φιλικά. Αποφασισμένα όμως. «Γιατί νομίζεις ότι έχει δικαίωμα ένας άνδρας να μου ζητήσει κάτι τέτοιο; Εκτός αυτού, ανήκεις στην Ηλαίην».
Μετά από μια στιγμή, εκείνος κατάφερε να κλείσει το στόμα του. «Αβιέντα, μόλις τώρα.. Οι δυο μας... Φως μου, τώρα πρέπει να παντρευτούμε. Όχι ότι το κάνω επειδή είμαι υποχρεωμένος», πρόσθεσε βιαστικά. «Το θέλω». Αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Σκεφτόταν ότι ίσως την αγαπούσε, αλλά κι επίσης ότι ίσως αγαπούσε και την Ηλαίην. Και για κάποιο λόγο, πάντα ξεμύτιζε και η Μιν. Είσαι χειρότερος γυναικάς από τον Ματ. Αλλά αυτή τη φορά μπορούσε επιτέλους να κάνει το σωστό, επειδή ήταν το σωστό.
Εκείνη τον κοίταξε ξεφυσώντας, έπιασε τις κάλτσες της, για να δει αν ήταν στεγνές, και κάθισε για να τις φορέσει. «Η Εγκουέν μου μίλησε για τα γαμήλια έθιμα που έχετε στους Δύο Ποταμούς».
«Θέλεις να περιμένεις ένα χρόνο;» τη ρώτησε, χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά του.
«Ένας χρόνος. Ναι, αυτό εννοούσα». Ο Ραντ δεν είχε συνειδητοποιήσει ποτέ πόσο πόδι έδειχνε μια γυναίκα βάζοντας την κάλτσα της· ήταν παράξενο το ότι του φαινόταν συναρπαστικό, αφού πρώτα την είχε δει γυμνή και ιδρωμένη και... Συγκεντρώθηκε στα λόγια της. «Η Εγκουέν είπε ότι σκεφτόταν να ζητήσει την άδεια της μητέρας της για σένα, αλλά, προτού το αναφέρει, η μητέρα της της είχε πει ότι έπρεπε να περιμένει άλλο ένα χρόνο, έστω κι αν είχε τα μαλλιά της πλεξούδα». Η Αβιέντα έσμιξε τα φρύδια, με το γόνατο σχεδόν κάτω από το σαγόνι της. «Σωστά δεν το λέω; Είπε ότι οι κοπέλες δεν επιτρέπεται να κάνουν τα μαλλιά τους πλεξούδα προτού φτάσουν σε ηλικία γάμου. Καταλαβαίνεις τι λέω; Μοιάζεις με κείνο το... ψάρι... που έπιασε η Μουαραίν στο ποτάμι». Δεν υπήρχαν ψάρια στην Ερημιά· οι Αελίτες τα γνώριζαν μόνο από βιβλία.
«Φυσικά καταλαβαίνω». Αν ήταν κουφός και τυφλός, θα καταλάβαινε περισσότερα. Άλλαξε θέση κάτω από τις κουβέρτες και μίλησε με όσο πιο σίγουρο τόνο μπορούσε. «Ή τουλάχιστον... Να, τα έθιμα είναι μπερδεμένα, και δεν είμαι σίγουρος για ποιο σημείο λες».
Εκείνη τον κοίταξε καχύποπτα για μια στιγμή, όμως τα Αελίτικα έθιμα ήταν τόσο περίπλοκα, που τον πίστεψε. Στους Δύο Ποταμούς, περπατούσες μαζί με κάποια για ένα χρόνο, και αν ταιριάζατε, τότε αρραβωνιαζόσασταν και τελικά παντρευόσασταν· ως εκεί έφτανε το έθιμο. Η Αβιέντα συνέχισε, καθώς ντυνόταν. «Εννοώ το σημείο που η κοπέλα ζητά την άδεια της μητέρας της σ’ αυτό το χρόνο, όπως και της Σοφίας. Αυτό δεν μπορώ να πω ότι το καταλαβαίνω». Η λευκή μπλούζα που πέρασε πάνω από κεφάλι της, έπνιξε για μια στιγμή τα λόγια της. «Αν τον θέλει και είναι σε ηλικία γάμου, γιατί να χρειάζεται άδεια; Καταλαβαίνεις όμως; Με τα δικά μας έθιμα» —ο τόνος της έλεγε ότι ήταν τα μόνα που μετρούσαν― «έγκειται σε μένα να διαλέξω αν θα σε ζητήσω σε γάμο, και δεν θα σε ζητήσω. Με τα δικά σας έθιμα», είπε, δένοντας τη ζώνη της και κούνησε το κεφάλι με απόρριψη, «δεν έχω την άδεια της μητέρας μου. Και φαντάζομαι ότι κι εσύ θα χρειαζόσουν την άδεια του πατέρα σου. Ή του αδελφού του πατέρα σου, αφού ο πατέρας σου είναι νεκρός; Δεν τις έχουμε, άρα δεν μπορούμε να παντρευτούμε». Άρχισε να διπλώνει τη μαντήλα, για να τη φορέσει γύρω από το μέτωπό της.
«Καταλαβαίνω», έκανε αυτός αδύναμα. Ένα αγόρι στους Δύο Ποταμούς που ζητούσε άδεια για τέτοιο πράγμα από τον πατέρα του, ήταν σαν να πήγαινε γυρεύοντας για να του στρίψει ο πατέρας το αυτί. Όταν σκεφτόταν ο Ραντ τα παλικαράκια που αγωνιούσαν μήπως μάθεις κανείς, οποιοσδήποτε, τι έκαναν με την κοπέλα που σκόπευαν να παντρευτούν... Επίσης, θυμόταν τότε που η Νυνάβε είχε πιάσει την Κίμρυ Λιούιν και τον Μπαρ Ντώτρυ στον αχυρώνα του πατέρα του Μπαρ. Η Κίμρυ είχε πέντε χρόνια τα μαλλιά της πλεξούδα, αλλά όταν είχε ξεμπερδέψει μαζί της η Νυνάβε, είχε πάρει σειρά η κυρά Λιούιν. Ο Κύκλος των Γυναικών μόνο που δεν είχε γδάρει ζωντανό τον καημένο τον Μπαρ, κι αυτό δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση μ’ όσα είχαν κάνει στην Κίμρυ το μήνα που ακολούθησε ― ένα μήνα, γιατί έκριναν ότι ήταν το πιο σύντομο και αξιοπρεπές διάστημα που μπορούσαν να περιμένουν για το γάμο. Το αστείο που κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα, πάντα με προσοχή μη τυχόν κι έφτανε στ’ αυτιά του Κύκλου των Γυναικών, ήταν ότι ούτε ο Μπαρ ούτε η Κίμρυ μπορούσαν να καθίσουν από τους πόνους την πρώτη βδομάδα του γάμου τους. «Αλλά πού να ξέρει η Εγκουέν όλα τα έθιμα των ανδρών, στο κάτω-κάτω», συνέχισε. «Οι γυναίκες δεν ξέρουν τα πάντα. Βλέπεις, από τη στιγμή που το ξεκίνησα, πρέπει να παντρευτούμε. Δεν έχει σημασία η άδεια».
«Εσύ το ξεκίνησες;» Ξεφύσηξε με νόημα και υπονοούμενα. Είτε Αελίτισσες, είτε Αντορίτισσες, είτε οτιδήποτε άλλο, οι γυναίκες πάντα χρησιμοποιούσαν τέτοιους ήχους σαν ραβδιά, για να κεντρίσουν ή να χτυπήσουν. «Πάντως δεν έχει σημασία, μιας και ακολουθούμε τα έθιμα του Άελ. Δεν πρόκειται να ξανασυμβεί, Ραντ αλ’Θόρ». Εκείνος ξαφνιάστηκε —και χάρηκε― ακούγοντας λύπη στη φωνή της. «Ανήκεις στην κονταδελφή της κονταδελφής μου. Τώρα έχω τοχ στην Ηλαίην, αλλά δεν σε αφορά. Θα μείνεις πολύ ακόμα ξαπλωμένος; Άκουσα ότι τους άνδρες τους πιάνει μια τεμπελιά έπειτα, αλλά σίγουρα σε λίγο οι φατρίες θα ξεκινήσουν την προέλαση. Πρέπει να είσαι εκεί». Ξαφνικά μια ανήσυχη έκφραση σκίασε το πρόσωπό της και σωριάστηκε στα γόνατα. «Αν μπορούμε να επιστρέψουμε. Δεν είμαι σίγουρη αν μπορώ να θυμηθώ πώς έφτιαξα το άνοιγμα, Ραντ αλ’Θόρ. Πρέπει να βρεις δρόμο να γυρίσουμε».
Της είπε πώς είχε μπλοκάρει την πύλη της και ότι την ένιωθε να αντέχει. Εκείνη έδειξε ανακούφιση, του χαμογέλασε μάλιστα. Αλλά έγινε σαφές, ολοφάνερο πια, καθώς δίπλωνε τα πόδια της και έσιαζε τα φουστάνια της, ότι δεν σκόπευε να του γυρίσει στην πλάτη, καθώς αυτός θα ντυνόταν.
«Το σωστό σωστό», μουρμούρισε εκείνος έπειτα από λίγο και βγήκε από τις κουβέρτες».
Προσπάθησε να φανεί άνετος, όπως είχε κάνει κι αυτή, αλλά δεν ήταν εύκολο. Ένιωθε το βλέμμα της σαν άγγιγμα, ακόμα κι όταν της γύρισε την πλάτη. Μα κι αυτή τι ήθελε και του είπε ότι είχε ωραίο πισινό; Εκείνος δεν είχε πει τίποτα για το δικό της. Ούτως ή άλλως του το είχε πει για να τον κάνει να κοκκινίσει. Οι γυναίκες δεν κοίταζαν τους άνδρες μ’ αυτόν τον τρόπο. Και δεν ζητούν από τη μητέρα τους άδεια για να...; Είχε την υποψία ότι η ζωή με την Αβιέντα δεν είχε γίνει ούτε κομματάκι ευκολότερη.