Το άλλο πρωί ο Ραντ σηκώθηκε και ντύθηκε πολύ προτού φωτίσει. Στην πραγματικότητα δεν είχε κοιμηθεί, και δεν ήταν η Αβιέντα αυτή που τον είχε κρατήσει ξύπνιο, παρ’ όλο που είχε αρχίσει να ξεντύνεται, προτού αυτός προλάβει να σβήσει τις λάμπες, και, όταν τις είχε σβήσει, εκείνη αμέσως είχε ανάψει μια διαβιβάζοντας, και τον είχε μαλώσει, λέγοντας του ότι μπορεί αυτός να έβλεπε στο σκοτάδι αλλά εκείνη όχι. Δεν της είχε απαντήσει, και ώρες αργότερα, μόλις που είχε προσέξει όταν αυτή σηκώθηκε, μια ολόκληρη ώρα πριν απ’ αυτόν, για να ντυθεί και να φύγει. Δεν του πέρασε καν από το νου να αναρωτηθεί πού πήγαινε.
Οι σκέψεις που τον είχαν κρατήσει ξύπνιο να ατενίζει το σκοτάδι κλωθογύριζαν ακόμα στο κεφάλι του. Σήμερα θα πέθαιναν άνθρωποι. Πολλοί άνθρωποι, ακόμα κι αν όλα πήγαιναν τέλεια. Ό,τι κι αν έκανε τώρα, αυτό δεν άλλαζε· η μέρα θα κυλούσε σύμφωνα με το Σχήμα. Αλλά σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν τις αποφάσεις που είχε πάρει από τότε που είχε μπει στην Ερημιά. Θα μπορούσε να είχε κάνει κάτι διαφορετικό, κάτι για να αποφύγει αυτή τη μέρα, αυτό το μέρος; Ίσως την άλλη φορά. Το κομμάτι του δόρατος με τη φούντα ήταν πάνω από τη ζώνη του σπαθιού του και η θηκαρωμένη λεπίδα του πλάι στις κουβέρτες του. Θα υπήρχε κι επόμενη φορά, και άλλη μια μετά, και ακόμα παραπέρα.
Ενώ είχε ακόμα σκοτεινιά, οι αρχηγοί ήρθαν τσούρμο για λίγα τελευταία λόγια, προκειμένου να αναφέρουν ότι οι άνδρες τους ήταν στις θέσεις τους, έτοιμοι. Όχι ότι περίμενε κάτι άλλο. Παρά τα σκληρά τους πρόσωπα, κάποια συναισθήματα φαίνονταν. Ήταν όμως ένα παράξενο μίγμα, ένα πέπλο ευδιαθεσίας πάνω από μια ζοφερή σοβαρότητα.
Ο Έριμ μάλιστα χαμογελούσε λιγάκι. «Καλή μέρα για να δεις το τέλος του Σάιντο», είπε τελικά. Έμοιαζε να περπατά στις μύτες των ποδιών.
«Φωτός θέλοντος», είπε ο Μπάελ, που το κεφάλι του άγγιζε το ταβάνι της σκηνής, «ως το ηλιοβασίλεμα θα έχουμε πλύνει τα δόρατα μας στο αίμα του Κουλάντιν».
«Είναι γρουσουζιά να μιλά κανείς γι’ αυτό θα γίνει», μουρμούρισε ο Χαν. Σ’ αυτόν βέβαια το πέπλο της ευδιαθεσίας ήταν πολύ ψιλό. «Η μοίρα θα αποφασίσει».
Ο Ραντ ένευσε. «Ας δώσει το Φως η απόφασή της να μην είναι πολλοί νεκροί από εμάς». Ευχήθηκε να το είχε πει καθαρά από σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή, η αλήθεια όμως ήταν ότι θα χρειαζόταν και το τελευταίο δόρυ για να επιβάλει την τάξη σ’ αυτή τη μεριά του Δρακοτείχους στις μέρες που θα έρχονταν. Ήταν άλλη μια έριδα που είχε με τον Κουλάντιν.
«Η ζωή είναι ένα όνειρο», του είπε ο Ρούαρκ, και ο Χαν και οι υπόλοιποι συμφώνησαν νεύοντας. Η ζωή ήταν μονάχα ένα όνειρο και όλα τα όνειρα είχαν ένα τέλος. Οι Αελίτες δεν έτρεχαν να αγκαλιάσουν το θάνατο, αλλά και· δεν έτρεχαν να τον αποφύγουν.
Καθώς έφευγαν, ο Μπάελ κοντοστάθηκε. «Είσαι σίγουρος γι’ αυτό που θέλεις να κάνουν οι Κόρες; Η Σούλιν έχει μιλήσει με τις Σοφές».
Να τι γύρευε λοιπόν η Μελαίν από τον Μπάελ. Από τον τρόπο που στάθηκε και ο Ρούαρκ για να ακούσει, φαινόταν ότι και ο ίδιος κάτι είχε ακούσει από την Άμυς γι’ αυτό το θέμα.
«Όλοι οι άλλοι κάνουν αυτό που πρέπει να κάνουν δίχως παράπονα, Μπάελ». Αυτό ήταν άδικο, μα δεν πήγαιναν για παιχνίδι. «Αν οι Κόρες θέλουν ειδική μεταχείριση, ας έρθει σε μένα η Σούλιν, να μην τρέχει στις Σοφές».
Αν ήταν κάτι άλλο εκτός από Αελίτες, ο Ρούαρκ και ο Μπάελ θα κουνούσαν το κεφάλι φεύγοντας. Ο Ραντ φαντάστηκε ότι οι γυναίκες τους θα τους τα έψελναν, αλλά έπρεπε να το αντέξουν. Αν οι Φαρ Ντάραϊς Μάι έφεραν την τιμή του, τότε αυτή τη φορά θα την πήγαιναν εκεί που ήθελε.
Προς έκπληξη του Ραντ, ο Λαν εμφανίστηκε τη στιγμή που ήταν έτοιμος να βγει και ο ίδιος. Ο μανδύας του Πρόμαχου κρεμόταν στην πλάτη του κι ενοχλούσε το βλέμμα καθώς κυμάτιζε.
«Είναι μαζί σου η Μουαραίν;» Ο Ραντ περίμενε πως ο Λαν θα ήταν κολλημένος στο πλάι της.
«Είναι στη σκηνή της και τρώγεται με τα ρούχα της. Δεν θα μπορέσει να Θεραπεύσει όσους πληγωθούν σήμερα, έστω και μόνο τους πιο βαριά λαβωμένους». Αυτό είχε επιλέξει η Μουαραίν για να βοηθήσει· σήμερα δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη Δύναμη σαν όπλο, αλλά μπορούσε να Θεραπεύσει. «Πάντα θυμώνει με τη σπατάλη».
«Όλοι θυμώνουμε μ’ αυτό», είπε απότομα ο Ραντ. Μάλλον την είχε ταράξει και το ότι της είχε πάρει την Εγκουέν. Απ’ όσο μπορούσε να κρίνει ο Ραντ, η Εγκουέν δεν ήταν καλή στη Θεραπεία μόνη της, αλλά κανονικά θα μπορούσε να βοηθήσει τη Μουαραίν. Πάντως, ο Ραντ ήθελε να κρατήσει η Εγκουέν την υπόσχεση της. «Πες στη Μουαραίν ότι, αν χρειαστεί βοήθεια, μπορεί να τη ζητήσει από τις Σοφές που μπορούν να διαβιβάζουν». Όμως ελάχιστες από τις Σοφές είχαν γνώσεις Θεραπείας. «Μπορεί να συνδεθεί μαζί τους και να χρησιμοποιήσει τη σωματική τους δύναμη». Δίστασε. Του είχε μιλήσει ποτέ η Μουαραίν για τη σύνδεση; «Δεν ήρθες εδώ για να μου πεις ότι η Μουαραίν μελαγχόλησε», είπε ευερέθιστα. Μερικές φορές ήταν δύσκολο να μην μπλέκει τι του είχε πει η Μουαραίν, τι ο Ασμόντιαν και τι ανάβλυζε από τον Λουζ Θέριν.
«Ήρθα να ρωτήσω γιατί ξανάρχισες να φοράς σπαθί».
«Η Μουαραίν ήδη το ρώτησε. Μήπως σε έστειλε-;»
Η έκφραση του Λαν δεν άλλαξε, όμως τον διέκοψε τραχιά. «Θέλω να ξέρω. Μπορείς να φτιάξεις σπαθί με τη Δύναμη ή να σκοτώσεις χωρίς σπαθί, αλλά ξαφνικά φοράς ξανά ατσάλι στο πλευρό σου. Γιατί;»
Ο Ραντ, ασυναίσθητα, άγγιξε τη μακριά λαβή στη ζώνη του. «Δεν είναι δίκαιο να χρησιμοποιώ έτσι τη Δύναμη. Ειδικά εναντίον κάποιου που δεν μπορεί να διαβιβάσει. Θα ’ταν σαν να πολεμώ με παιδάκι».
Ο Πρόμαχος στάθηκε για λίγο σιωπηλός, κοιτώντας τον εξεταστικά. «Σκοπεύεις να σκοτώσεις τον Κουλάντιν εσύ ο ίδιος», είπε τελικά με ουδέτερη φωνή. «Το σπαθί αυτό ενάντια στα δόρατα του».
«Δεν θα πάω να τον βρω, αλλά ποιος ξέρει τι μπορεί να συμβεί;» Ο Ραντ σήκωσε τους ώμους αμήχανα. Δεν θα τον κυνηγούσε. Αλλά, αν τον ευνοούσαν τα γυρίσματα της τύχης, ας τον έφερναν πρόσωπο με τον Κουλάντιν. «Εκτός αυτού, δεν θα παραξενευόμουν, αν με αναζητούσε αυτός. Οι απειλές που άκουσα από τα χείλη του ήταν προσωπικές, Λαν». Ύψωσε μια γροθιά κι έβγαλε το χέρι από το πορφυρό μανίκι του σακακιού τόσο, ώστε να φανεί καθαρά ο Δράκοντας με τη χρυσή χαίτη. «Ο Κουλάντιν δεν θα ησυχάσει όσο ζω, όσο τους φοράμε αυτούς και οι δύο».
Και η αλήθεια ήταν ότι ούτε ο ίδιος θα ησύχαζε, προτού μείνει μονάχα ένας εν ζωή που να φέρει τους Δράκοντες. Το σωστό θα ήταν να κάνει στον Ασμόντιαν ό,τι και στον Κουλάντιν. Ο Ασμόντιαν είχε σημαδέψει τον Σάιντο. Αλλά η αχαλίνωτη φιλοδοξία του Κουλάντιν του είχε προσφέρει τον τρόπο· η φιλοδοξία, και η άρνηση του να υπακούσει στα έθιμα και τους νόμους των Αελιτών είχαν οδηγήσει αναπόφευκτα σ’ αυτό το μέρος, σ’ αυτή τη μέρα. Πέρα από τη μελαγχολία και από τον πόλεμο μεταξύ των Αελιτών, υπήρχε και το Τάιεν, για το οποίο έφταιγε ο Κουλάντιν, και το Σέλεαν, και δεκάδες κατεστραμμένες πόλεις και χωριά από τότε, και εκατοντάδες καμένες φάρμες. Άταφοι άνδρες και γυναίκες και παιδιά έτρεφαν τα όρνια. Αν ο Ραντ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, αν είχε δικαίωμα να ζητήσει από οποιοδήποτε έθνος να τον ακολουθήσει, πολύ περισσότερο από την Καιρχίν, τότε τους χρωστούσε δικαιοσύνη.
«Τότε, βάλε να τον αποκεφαλίσουν όταν τον πιάσουν», είπε τραχιά ο Λαν. «Βάλε εκατό άνδρες ή χίλιους, με μοναδικό σκοπό να τον βρουν και να τον πιάσουν. Αλλά μην είσαι τόσο βλάκας που να τον πολεμήσεις! Είσαι καλός με τη λεπίδα τώρα πια —πολύ καλός― αλλά οι Αελίτες σχεδόν γεννιούνται με το δόρυ και την ασπίδα στο χέρι. Ένα δόρυ στην καρδιά, κι όλα αυτά θα πάνε χαμένα».
«Άρα πρέπει να αποφύγω τη μάχη; Θα την απέφευγες εσύ, αν δεν σου το επέβαλλε η κατάσταση με τη Μουαραίν; Θα την αποφύγουν ο Ρούαρκ, ο Μπάελ, κάποιος απ’ αυτούς;»
«Δεν είμαι εγώ ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Η μοίρα του κόσμου δεν βαραίνει τους δικούς μου ώμους». Όμως η στιγμιαία θέρμη είχε χαθεί από τη φωνή του. Δίχως τη Μουαραίν, θα πήγαινε όπου είχε ανάψει για τα καλά η μάχη. Αν μη τι άλλο, έμοιαζε να μετανιώνει για την κατάσταση με τη Μουαραίν.
«Δεν θα ρισκάρω αψήφιστα, Λαν, αλλά δεν μπορώ να αποφύγω τελείως το ρίσκο». Το Σωντσανό δόρυ σήμερα θα έμενε στη σκηνή· απλώς θα τον εμπόδιζε, αν έβρισκε τον Κουλάντιν. «Έλα. Αν μείνουμε πολύ ακόμα εδώ, οι Αελίτες θα τελειώσουν τη μάχη δίχως εμάς».
Όταν βγήκε έξω, λίγα μόνο άστρα παρέμεναν, και μια λεπτή λάμψη τόνιζε έντονα τον ορίζοντα στ’ ανατολικά. Δεν σταμάτησε γι’ αυτό όμως, όπως κι ο Λαν μαζί του. Οι Κόρες είχαν σχηματίσει δαχτυλίδι γύρω από τη σκηνή, κολλητά ώμο με ώμο, κοιτάζοντας προς τα μέσα. Ένα χοντρό δαχτυλίδι που απλωνόταν στις σκοτεινές πλαγιές, γυναίκες που φορούσαν το καντιν’σόρ στριμωγμένες μεταξύ τους τόσο πυκνά, που δεν θα χωρούσε να περάσει ούτε ποντίκι. Ο Τζήντ’εν δεν φαινόταν πουθενά, αν και ένας γκαϊ’σάιν είχε εντολή να τον έχει σελωμένο και έτοιμο.
Δεν ήταν μόνο οι Κόρες. Δύο γυναίκες μπροστά φορούσαν φαρδιές φούστες και ανοιχτόχρωμες μπλούζες, με μαλλιά δεμένα πίσω με διπλωμένα μαντήλια. Ακόμα ήταν πολύ σκοτάδι για να μπορεί να ξεχωρίσει πρόσωπα με βεβαιότητα, αλλά κάτι είχε το σουλούπι αυτών των δύο, η στάση τους με τα σταυρωμένα χέρια, που έλεγε πως ήταν η Εγκουέν και η Αβιέντα.
Η Σούλιν βγήκε μπροστά, προτού ο Ραντ προλάβει να ανοίξει το στόμα του και να ρωτήσει τι ετοίμαζαν. «Ήρθαμε να συνοδεύσουμε τον Καρ’α’κάρν στον πύργο μαζί με την Εγκουέν Σεντάι και την Αβιέντα».
«Ποιος το σκάρωσε αυτό;» ζήτησε να μάθει ο Ραντ. Μια ματιά στον Λαν του είπε ότι δεν ήταν αυτός. Ακόμα και στο σκοτάδι, ο Πρόμαχος φαινόταν ξαφνιασμένος. Τουλάχιστον για μια στιγμή, καθώς το κεφάλι του τινάχτηκε πάνω· τίποτα δεν τάραζε τον Λαν για πολύ. «Η Εγκουέν θα ’πρεπε να είναι στο δρόμο για τον πύργο τώρα, και οι Κόρες θα ’πρεπε να είναι εκεί για να τη φυλάσσουν. Αυτό που θα κάνει σήμερα είναι πολύ σημαντικό. Όσο το κάνει, θα θέλει προστασία».
«Θα την προστατεύσουμε». Η φωνή της Σούλιν ήταν εντελώς ανέκφραστη. «Και τον Καρ’α’κάρν, που έδωσε την τιμή του, για να τη φέρουν οι Φαρ Ντάραϊς Μάι». Ένα μουρμουρητό επιδοκιμασίας πέρασε σαν κύμα από τις Κόρες.
«Είναι λογικό, Ραντ», είπε η Εγκουέν από κει που στεκόταν. «Αν η μάχη τελειώσει γρηγορότερα με έναν να χρησιμοποιεί τη Δύναμη, τότε με τρεις θα τελειώσει ακόμα πιο γρήγορα. Κι εσύ είσαι δυνατότερος από την Αβιέντα κι από μένα μαζί». Από τον τόνο της, δεν της άρεσε καθόλου να το λέει αυτό. Η Αβιέντα δεν είπε τίποτα, όμως έλεγε πολλά η στάση που είχε πάρει.
«Αυτό είναι γελοίο», είπε βλοσυρά ο Ραντ. «Αφήστε με να περάσω και πηγαίνετε στις καθορισμένες θέσεις σας».
Η Σούλιν δεν υποχώρησε καθόλου. «Οι Φαρ Ντάραϊς Μάι φέρουν την τιμή του Καρ’α’κάρν», είπε γαλήνια και οι άλλες το επανέλαβαν. Όχι πιο δυνατά, αλλά από τόσες γυναικείες φωνές ακούστηκε σαν μπουμπουνητό. «Οι Φαρ Ντάραϊς Μάι φέρουν την τιμή του Καρ’α’κάρν. Οι Φαρ Ντάραϊς Μάι φέρουν την τιμή του Καρ’α’κάρν».
«Είπα, αφήστε με να περάσω», απαίτησε αυτός τη στιγμή που έσβησε ο ήχος.
Λες και είχε να πει να ξαναρχίσουν, το έκαναν. «Οι Φαρ Ντάραϊς Μάι φέρουν την τιμή του Καρ’α’κάρν. Οι Φαρ Ντάραϊς Μάι φέρουν την τιμή του Καρ’α’κάρν». Η Σούλιν απλώς στεκόταν εκεί και τον κοίταζε.
Έπειτα από μια στιγμή, ο Λαν έσκυψε και μουρμούρισε ξερά, «Η γυναίκα δεν παύει να είναι γυναίκα επειδή κρατάει δόρυ. Γνώρισες ποτέ κάποια που να μπορείς να την μεταπείσεις απ’ αυτό που ήθελε πραγματικά; Κάνε πίσω, αλλιώς θα φάμε όλη τη μέρα εδώ με σένα να τσακώνεσαι και αυτές να το επαναλαμβάνουν». Ο Πρόμαχος δίστασε και μετά πρόσθεσε, «Εκτός αυτού, είναι όντως λογικό».
Η Εγκουέν άνοιξε το στόμα και η ψαλμωδία έσβησε για άλλη μια φορά, όμως η Αβιέντα την έπιασε από το μπράτσο και της ψιθύρισε μερικές κουβέντες και η Εγκουέν τελικά δεν είπε τίποτα. Ο Ραντ όμως ήξερε τι ήθελε να πει. Θα τον έλεγε πεισματάρη, ξεροκέφαλο, κάτι τέτοιο.
Το πρόβλημα ήταν ότι είχε αρχίσει να νιώθει έτσι ακριβώς. Ήταν όντως λογικό να πάει στον πύργο. Δεν είχε τίποτα να κάνει αλλού —η μάχη τώρα ήταν στα χέρια των αρχηγών και της μοίρας― και θα ήταν πιο χρήσιμος στο να διαβιβάζει, παρά αν τριγυρνούσε με το άλογο, ελπίζοντας να ανταμώσει τον Κουλάντιν. Αν το γεγονός ότι ήταν τα’βίρεν μπορούσε να φέρει μπροστά του τον Κουλάντιν, αυτό θα γινόταν οπουδήποτε, ακόμα και στον πύργο. Δεν ήταν βέβαια πολύ πιθανό ότι θα έβλεπε τον Αελίτη, αφού είχε διατάξει όλες τις Κόρες να υπερασπιστούν τον πύργο.
Πώς όμως θα έκανε πίσω και θα κρατούσε λίγη αξιοπρέπεια μετά από αυτή την κορδωμένη πόζα του; «Αποφάσισα ότι μπορώ να βοηθήσω καλύτερα από τον πύργο», είπε κι ένιωσε το πρόσωπό του να καίει.
«Όπως προστάζει ο Καρ’α’κάρν», αποκρίθηκε η Σούλιν δίχως ίχνος κοροϊδίας, σαν να ήταν εξαρχής δική του η ιδέα. Ο Λαν ένευσε κι εξαφανίστηκε, καθώς οι Κόρες του άνοιγαν ένα στενό πέρασμα.
Το χάσμα έκλεισε αμέσως πίσω από τον Λαν, όμως, και όταν άρχισαν να προχωρούν, ο Ραντ δεν είχε άλλη επιλογή παρά να πάει μαζί τους, αν και η πρόθεση του ήταν διαφορετική. Θα μπορούσε να διαβιβάσει, φυσικά, να πετάξει Φωτιά ή να τις σωριάσει κάτω με Αέρα, όμως αυτός δεν ήταν τρόπος να συμπεριφέρεται σε ανθρώπους που ήταν με το μέρος του, πόσο μάλλον σε γυναίκες. Εκτός αυτού, δεν ήξερε πώς μπορούσε να τις αναγκάσει να τον αφήσουν, εκτός από το να τις σκοτώσει, και ίσως ούτε έτσι. Εν πάση περιπτώσει, τελικά είχε αποφασίσει ότι θα φαινόταν πιο χρήσιμος στον πύργο.
Η Εγκουέν και η Αβιέντα ήταν σιωπηλές σαν τη Σούλιν καθώς προχωρούσαν, και ο Ραντ ήταν ευγνώμων γι’ αυτό. Φυσικά, ένας λόγος για τη σιωπή τους ήταν ότι ανηφόριζαν και κατηφόριζαν τους λόφους μέσα στο σκοτάδι και προσπαθούσαν να μη σκοντάψουν. Η Αβιέντα πού και που μουρμούριζε κάτι που ο Ραντ σχεδόν δεν μπορούσε να ακούσει, κάτι θυμωμένο για τις φούστες. Αλλά καμία τους δεν τον περιγελούσε που είχε υποχωρήσει δημοσίως. Παρ’ όλο που μπορεί αυτό να συνέβαινε αργότερα. Οι γυναίκες χαίρονταν να σου καρφώνουν βαθιά το μαχαίρι τη στιγμή που νόμιζες ότι ο κίνδυνος είχε περάσει.
Ο ουρανός είχε γίνει σταχτής και, καθώς ο ξύλινος πύργος εμφανιζόταν μπροστά τους, ψηλά, πάνω από τα δένδρα, ο Ραντ έσπασε μόνος του τη σιωπή. «Δεν περίμενα ότι θα συμμετείχες κι εσύ, Αβιέντα. Νόμιζα πως μου είχες πει ότι οι Σοφές δεν αναμιγνύονται σε μάχες». Ήταν σίγουρος πως έτσι του είχε πει. Μια Σοφή μπορούσε να διασχίσει το πυκνότερο σημείο της μάχης άθικτη και να μπει σε οποιοδήποτε φρούριο και κρυψώνα μιας φατρίας που είχε βεντέτα αίματος με τη δική της, αλλά η ίδια δεν πολεμούσε και σίγουρα όχι διαβιβάζοντας. Προτού έρθει ο Ραντ στην Ερημιά, οι περισσότεροι Αελίτες δεν ήξεραν ότι μερικές Σοφές μπορούσαν να διαβιβάζουν, αν και υπήρχαν φήμες για παράξενες ικανότητες, και μερικές φορές κάτι που στους Αελίτες θύμιζε διαβίβαση.
«Ακόμα δεν είμαι Σοφή», απάντησε εκείνη με ευχάριστο ύφος, σιάζοντας το επώμιό της. «Αφού μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο μια Άες Σεντάι σαν την Εγκουέν, τότε μπορώ να το κάνω κι εγώ. Το κανόνισα σήμερα το πρωί, ενώ εσύ κοιμόσουν, αλλά το σκεφτόμουν από τότε που το πρωτοζήτησες από την Εγκουέν».
Τώρα υπήρχε αρκετό φως για να δει την Εγκουέν να κοκκινίζει. Όταν η Εγκουέν τον είδε να την κοιτάζει, σκόνταψε χωρίς αιτία και ο Ραντ την έπιασε από το μπράτσο για να μην πέσει. Αυτή απέφυγε το βλέμμα του και τράβηξε απότομα το χέρι της, Ίσως δεν είχε να φοβάται αιχμές από αυτήν. Άρχισαν να ανεβαίνουν τη λοφοπλαγιά ανάμεσα στο αραιό δάσος, πλησιάζοντας τον πύργο.
«Δεν πήγαν να σε εμποδίσουν; Η Άμυς, εννοώ, ή η Μπάιρ ή η Μελαίν;» Ήξερε πως όχι. Αλλιώς, η Αβιέντα δεν θα ήταν εδώ.
Η Αβιέντα κούνησε το κεφάλι και μετά έσμιξε τα φρύδια σκεφτικά. «Μίλησαν πολλή ώρα με τη Σορίλεα και μετά μου είπαν να κάνω ό,τι νομίζω σωστό. Συνήθως μου λένε να κάνω ό,τι νομίζουν αυτές σωστό». Τον κοίταξε λοξά και πρόσθεσε, «Άκουσα τη Μελαίν να λέει ότι φέρνεις την αλλαγή στα πάντα».
«Αυτό κάνω», είπε, πατώντας το πρώτο σκαλί της πρώτης σκάλας. «Το Φως να με βοηθήσει, αυτό κάνω».
Η θέα από την εξέδρα ήταν υπέροχη, ακόμα και με γυμνό μάτι, καθώς η γη απλωνόταν όλο δασώδεις λόφους. Τα δένδρα ήταν αρκετά πυκνά, ώστε να κρύβουν τους Αελίτες που πορεύονταν προς την Καιρχίν —οι περισσότεροι θα βρίσκονταν ήδη στις θέσεις τους― αλλά η αυγή έβαφε την πόλη μ’ ένα χρυσό φως. Κοίταξε για λίγο μ’ ένα από τα κιάλια και είδε τους γυμνούς λόφους πλάι στο ποτάμι, ήρεμους και φαινομενικά χωρίς ζωή. Αυτό σε λίγο θα άλλαζε. Οι Σάιντο ήταν εκεί, αν και προς το παρόν κρύβονταν. Δεν θα έμεναν κρυμμένοι για πολύ, όταν θα άρχιζε να πετά... Τι; Όχι μοιροφωτιά. Ό,τι κι αν έκανε, οι Σάιντο έπρεπε να ταραχτούν όσο το δυνατόν περισσότερο, προτού επιτεθούν οι Αελίτες του.
Η Εγκουέν και η Αβιέντα κοίταζαν εναλλάξ από τον άλλο μακρύ σωλήνα και κοντοστέκονταν για μερικές ήσυχες στιχομυθίες, όμως τώρα απλώς μιλούσαν χαμηλόφωνα. Στο τέλος, αντάλλαξαν νεύματα, πλησίασαν το κιγκλίδωμα και στάθηκαν με τα χέρια στα πρόχειρα πελεκημένα ξύλα, κοιτώντας την Καιρχίν. Ξαφνικά, ο Ραντ ένιωσε τις τρίχες της επιδερμίδας του να σηκώνονται. Μια από τις δύο διαβίβαζε, ίσως και οι δύο.
Το πρώτο που πρόσεξε ήταν ο άνεμος, που φυσούσε προς την πόλη. Δεν ήταν αύρα· ήταν ο πρώτος πραγματικός άνεμος που είχε νιώσει σ’ αυτή τη χώρα. Και είχαν αρχίσει να σχηματίζονται σύννεφα πάνω από την Καιρχίν, πιο βαριά προς το νότο, που πύκνωσαν και μαύρισαν μπροστά στο βλέμμα του και αναδεύτηκαν. Μόνο εκεί, πάνω από την Καιρχίν και το Σάιντο. Αλλού, όσο έφτανε το βλέμμα του, ο ουρανός ήταν καταγάλανος και είχε μόνο μερικά ψηλά αραιά συννεφάκια. Όμως ακούστηκε μια βροντή, μακρόσυρτη και δυνατή, Ξαφνικά, ένας κεραυνός χίμηξε προς το έδαφος, ένα σχιστό ασημένιο ποτάμι που έσχισε μια λοφοκορφή κάτω από την πόλη. Προτού το μπουμπουνητό από το πρώτο αστροπελέκι φτάσει στον πύργο, άλλα δύο έπεσαν στη γη. Άγριες διχάλες χόρευαν στον ουρανό, όμως εκείνες οι ξεκομμένες λόγχες από εκτυφλωτικό λευκό χτυπούσαν κανονικά σαν καρδιά που χτυπούσε. Ξαφνικά, το έδαφος εξερράγη εκεί που δεν είχε χτυπήσει κεραυνός, πετάχτηκε δέκα μέτρα ψηλά σαν σιντριβάνι, και το ίδιο επαναλήφθηκε κι αλλού, και πάλι.
Ο Ραντ δεν είχε ιδέα ποια γυναίκα έκανε τι, όμως φαινόταν ξεκάθαρα ότι είχαν βαλθεί να ξετρυπώσουν τους Σάιντο. Ήταν ώρα να κάνει αυτό που του αναλογούσε, αλλιώς θα έπρεπε να κάθεται και να βλέπει. Άπλωσε και άρπαξε το σαϊντίν. Μια παγερή φωτιά όρμησε στο εξωτερικό του Κενού που περιέβαλλε αυτό που ήταν ο Ραντ αλ’Θόρ. Ψυχρά, αγνόησε τη λιγδερή βρωμιά που τον πότιζε από το μίασμα, πάλεψε με τους χείμαρρους της Δύναμης που απειλούσαν να τον καταπιούν.
Απ’ αυτή την απόσταση, υπήρχαν όρια στο τι μπορούσε να κάνει. Στην πραγματικότητα, βρισκόταν όσο πιο μακριά μπορούσε να είναι, ώστε να μπορεί να κάνει οτιδήποτε, πραγματικά, χωρίς ανγκριάλ ή σα’ανγκριάλ. Πιθανότατα, αυτός ήταν ο λόγος που οι γυναίκες διαβίβαζαν έναν-έναν τους κεραυνούς, μία-μία τις εκρήξεις· αν ο Ραντ ήταν στα όριά του, τότε αυτές πρέπει να βρίσκονταν κοντά στο να υπερβούν τα δικά τους.
Μια θύμηση γλίστρησε στην αδειανοσύνη. Όχι δική του· του Λουζ Θέριν. Αυτή τη φορά δεν τον ένοιαζε. Διαβίβασε ακαριαία, και μια πύρινη μπάλα κατάπιε την κορυφή ενός λόφου περίπου πέντε μίλια πιο πέρα, μια κοχλάζουσα μάζα από ωχροκίτρινη φωτιά. Όταν έσβησε, είδε, χωρίς να χρειαστεί το κιάλι, ότι τώρα ο λόφος ήταν πιο χαμηλός, μαύρος στη ράχη του, σαν να είχε λιώσει. Με τους τρεις τους εκεί, ίσως να μην χρειαζόταν να πολεμήσουν οι φατρίες τον Κουλάντιν.
Ιλυένα, αγάπη μου, συγχώρεσέ με!
Το Κενό τρεμούλιασε· για μια στιγμή, ο Ραντ ταλαντεύτηκε στα πρόθυρα της καταστροφής. Κύματα της Μίας Δύναμης τον πλάκωσαν μ’ έναν αφρό από φόβο· το μίασμα φάνηκε να γίνεται συμπαγές γύρω από την καρδιά του, ένας δυσώδης λίθος.
Έσφιξε το κιγκλίδωμα τόσο δυνατά, που πόνεσαν τα δάχτυλά του, πίεσε τον εαυτό τον να ξαναβρεί τη γαλήνη, πίεσε το κενό να αντέξει. Από κει κι έπειτα, αρνήθηκε να ακούσει τις φωνές στο κεφάλι του. Αντίθετα, συγκέντρωσε τα πάντα στο να διαβιβάζει και στο να καίει μεθοδικά τον ένα λόφο μετά τον άλλο.
Ο Ματ στεκόταν αρκετά πίσω από την τελευταία σειρά των δένδρων στην πλαγιά του λόφου, είχε βάλει τη μύτη του Πιπς κάτω από το μπράτσο του έτσι, ώστε να μην χλιμιντρίσει, και παρακολουθούσε περίπου χίλιους Αελίτες να καταφθάνουν από τους νότιους λόφους. Ο ήλιος μόλις είχε ξεπροβάλει από τον ορίζοντα κι έριχνε μακριές, κυματιστές σκιές στη μια πλευρά της μάζας των ανδρών που προχωρούσαν. Τη ζέστη της νύχτας είχε αρχίσει να διαδέχεται η κάψα της μέρας. Ο αέρας θα ήταν αποπνικτικός μόλις ο ήλιος έφτανε λιγάκι ψηλότερα. Ο Ματ είχε κιόλας αρχίσει να ιδρώνει.
Οι Αελίτες ακόμα δεν τον είχαν δει, όμως αυτός δεν αμφέβαλλε ότι θα τον έβλεπαν, αν έμενε περισσότερο εκεί. Δεν είχε σημασία που ήταν σχεδόν σίγουρα άνδρες του Ραντ —αν ο Κουλάντιν είχε ανθρώπους στο νότο, η μέρα θα παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους ανόητους που θα πιάνονταν στη μέση της μάχης― και ο λόγος γι’ αυτό ήταν ότι δεν θα ρίσκαρε να τον δουν. Ήδη, το ίδιο πρωί, παραλίγο θα είχε μια κατ’ ιδίαν συνάντηση με ένα βέλος, και δεν θα ξανάδειχνε τόση απροσεξία. Άγγιξε αφηρημένα τη χαρακιά στον ώμο του σακακιού του. Ήταν καλή βολή, αφού ο Ματ ήταν ένας κινούμενος στόχος, τον οποίον ο άλλος είχε μονάχα μισοδεί ανάμεσα στα δένδρα. Θα τη θαύμαζε περισσότερο, αν δεν ήταν στόχος ο ίδιος.
Δεν τράβηξε το βλέμμα από τους Αελίτες που ζύγωναν, κι έκανε πίσω με τον Πιπς, για να χωθούν βαθύτερα στο αραιό δασάκι· αν τον έβλεπαν και τάχυναν το βήμα, ήθελε να το δει. Λεγόταν ότι οι Αελίτες μπορούσαν να προφτάσουν έναν καβαλάρη, και ήθελε να έχει μεγάλο προβάδισμα στην περίπτωση που θα δοκίμαζαν κάτι τέτοιο.
Όταν τον έκρυψαν τα δένδρα, τότε μόνο τάχυνε το βήμα και οδήγησε τον Πιπς στην αντίθετη πλαγιά, προτού τον καβαλήσει και ξεκινήσει προς τα δυτικά. Ήθελε πολύ μεγάλη προσοχή για να μείνεις ζωντανός αυτή τη μέρα και σ’ αυτή την περιοχή. Μουρμούριζε μονάχος, καθώς προχωρούσε, με το καπέλο κατεβασμένο, για να σκιάζει το πρόσωπό του, έχοντας το δόρυ με το μαύρο κοντάρι ακουμπισμένο στο μπροστάρι της σέλας του. Δυτικά. Ξανά.
Η μέρα είχε αρχίσει τόσο καλά, δυο ολόκληρες ώρες προτού φωτίσει, όταν η Μελίντρα είχε πάει σε κάποια συνάντηση με τις Κόρες. Νομίζοντας πως κοιμόταν, δεν του είχε ρίξει ούτε ματιά καθώς έβγαινε έξω μουρμουρίζοντας κάτι σαν «Ραντ αλ’Θόρ» και «τιμή» και «οι Φαρ Ντάραϊς Μάι πάνω απ’ όλα». Έμοιαζε να λογομαχεί με τον εαυτό της, όμως ο Ματ ειλικρινά δεν νοιαζόταν για το αν εκείνη ήθελε να χαστουκίσει τον Ραντ ή να του στρίψει το αυτί. Προτού περάσει ένα λεπτό από τη στιγμή που η Μελίντρα είχε βγει από τη σκηνή, ο Ματ ήδη έβαζε τα πράγματα στα σακίδια της σέλας του. Δεν του είχε ρίξει κανείς δεύτερη ματιά, καθώς σέλωνε τον Πιπς και ξεκινούσε για το νότο. Καλή αρχή. Μόνο που δεν είχε υπολογίσει τις φάλαγγες του Τάαρνταντ και του Τομανέλε και όλων των άλλων αναθεματισμένων φατριών που μετακινούνταν προς το νότο. Και δεν ήταν παρηγοριά που έμοιαζε με όσα είχε πει το απύλωτο στόμα του στον Λαν. Ήθελε να πάει προς το νότο, κι εκείνοι οι Αελίτες τον είχαν αναγκάσει να στρίψει προς τον Αλγκουένυα. Προς το μέρος όπου θα δινόταν η μάχη.
Ένα-δυο μίλια πιο πέρα, έστρεψε με προσοχή τον Πιπς, ώστε να ανηφορίσει, και κοντοστάθηκε στα σκόρπια δένδρα της πλαγιάς. Ο λόφος ήταν από τους ψηλότερους και πρόσφερε καλή θέα. Αυτή τη φορά δεν φαίνονταν Αελίτες πουθενά, όμως η φάλαγγα που ελισσόταν στη στριφογυριστή κοιλάδα του λόφου ήταν σχεδόν εξίσου ενοχλητική. Έφιπποι Δακρυνοί οδηγούσαν μια πυκνή ομάδα που έφερε τα πολύχρωμα λάβαρα των αρχόντων, ύστερα υπήρχε ένα κενό, η χοντρή, αγκαθωτή στήλη των λονχοφόρων στη σκόνη των Δακρυνών, και άλλο ένα κενό μέχρι το Καιρχινό ιππικό, με το πλήθος από λάβαρα και σημαιάκια και κον. Οι Καιρχινοί δεν είχαν καθόλου τάξη και συνωθούνταν τυχαία, καθώς οι άρχοντες πηγαινοέρχονταν για να συζητήσουν, αλλά τουλάχιστον είχαν πλαγιοφύλακες δεξιά κι αριστερά. Όπως και να ’χε, μόλις περνούσαν, θα είχε ανοιχτό το δρόμο προς τα νότια. Και δεν θα σταματήσω προτού δω τον ποταμό Ερίνιν!
Μια φευγαλέα κίνηση τράβηξε το βλέμμα του, αρκετά μπροστά από τη φάλαγγα που περνούσε παρακάτω. Δεν θα την είχε δει, αν δεν ήταν τόσο ψηλά. Οι καβαλάρηδες πάντως σίγουρα δεν θα μπορούσαν να τη δουν. Έβγαλε το μικρό κιάλι από ένα σακίδιο —του Κιν Τοβίρ του άρεσαν τα ζάρια― και κοίταξε εκεί που την είχε δει, και σφύριξε μαλακά μέσα από τα δόντια του. Αελίτες, όσοι και οι άνδρες στην κοιλάδα, και, αν δεν ήταν του Κουλάντιν, τότε ήθελαν να του κάνουν ένα δωράκι για τη μέρα του ονοματίσματός του, επειδή κείτονταν χαμηλά ανάμεσα στους ξεραμένους θάμνους και τα ξερά φύλλα.
Για μια στιγμή, ταμπούρλισε τα δάχτυλα στο μηρό του. Σε λίγο θα υπήρχαν κάποια πτώματα εκεί κάτω. Και πολλά δεν θα ήταν των Αελιτών. Δεν είναι δική μου δουλειά. Εγώ φεύγω απ’ όλα αυτά, φεύγω από δω, και πάω νότια. Θα μπορούσε να περιμένει λίγο και να φύγει όταν θα ήταν απασχολημένοι και δεν θα τον πρόσεχαν.
Εκείνος ο τύπος, ο Γουίραμον —είχε ακούσει χθες το όνομα του γκριζογένη― ήταν βλάκας πέρα για πέρα. Δεν έχει εμπροσθοφυλακή, ούτε και ανιχνευτές, ειδάλλως θα ήξερε τι τον περιμένει πιο πέρα. Βέβαια, με τη διαμόρφωση που είχαν οι λόφοι και με τον τρόπο που στριφογυρνούσε η κοιλάδα, ούτε και οι Αελίτες μπορούσαν να δουν τη φάλαγγα, μονάχα την ψιλή σκόνη που σήκωνε στον ουρανό. Αυτοί σίγουρα είχαν βάλει ανιχνευτές για να προετοιμαστούν· δεν θα περίμεναν εκεί έτσι απλά για παν ενδεχόμενο.
Σφυρίζοντας ανέμελα το «Χόρεψε με τον Φύλακα των Σκιών», ξανάβαλε το κιάλι στο μάτι και εξέτασε τις λοφοκορφές. Ναι. Ο Αελίτης διοικητής είχε αφήσει μερικούς άνδρες σε μέρος που μπορούσαν να σημάνουν προειδοποίηση λίγο προτού η φάλαγγα μπει στο πεδίο της μάχης. Όμως, ακόμα κι αυτοί αποκλείεται να είχαν δει ήδη κάτι. Σε λίγα λεπτά, οι πρώτοι Δακρυνοί θα εμφανίζονταν, αλλά μέχρι τότε...
Ένιωσε ένα σοκ, μόλις κέντρισε τον Πιπς να καλπάσει προς τη ρίζα του λόφου. Τι στο Φως κάνω; Ε, δεν μπορούσε να κάτσει άπραγος και να τους βλέπει να προχωρούν στο θάνατο σαν χήνες στο μαχαίρι. Θα τους προειδοποιούσε. Αυτό ήταν όλο. Θα τους έλεγε τι τους περίμενε μπροστά, και ύστερα θα έφευγε.
Οι Καιρχινοί πλαγιοφύλακες φυσικά τον είδαν να έρχεται προτού κατέβει όλη την πλαγιά, άκουσαν το ποδοβολητό του Πιπς. Δυο-τρεις κατέβασαν τις λόγχες. Του Ματ δεν του άρεσε που τον σημάδευε ένας με μισό μέτρο ατσάλι, και πολύ λιγότερο τρεις, αλλά προφανώς ένας μόνος του δεν αποτελούσε απειλή, έστω κι αν έτρεχε σαν τρελός. Τον άφησαν να περάσει, κι αυτός λοξοδρόμησε λιγάκι, για να πλησιάσει τους Καιρχινούς άρχοντες και να φωνάξει, «Σταθείτε εκεί! Τώρα! Κατόπιν διαταγής του Άρχοντα Δράκοντα! Αλλιώς θα σας διαβιβάσει το κεφάλι στο στομάχι και θα σας βάλει να φάτε τα πόδια σας για πρωινό!»
Χτύπησε με τις φτέρνες τον Πιπς κι αυτός χίμηξε μπροστά. Έριξε μια ματιά πίσω, για να βεβαιωθεί ότι έκαναν αυτό που τους είχε πει —είχαν υπακούσει, αν και υπήρχε κάποια σύγχυση· οι λόφοι τούς έκρυβαν από τους Αελίτες· όταν κατακάθιζε η σκόνη τους, οι Αελίτες δεν θα ήξεραν αν ήταν εκεί― και μετά έσκυψε χαμηλά στο λαιμό του αλόγου, μαστιγώνοντάς το με το καπέλο του και τρέχοντας πλάι στο πεζικό.
Αν περιμένω μέχρι να μεταβιβάσει τις διαταγές ο Γουίραμον, θα ’ναι πολύ αργά. Αυτό είναι όλο. Θα τους προειδοποιούσε και θα έφευγε.
Το πεζικό προήλαυνε με τμήματα διακοσίων περίπου λογχοφόρων, μ’ έναν έφιππο αξιωματικό μπροστά στο καθένα και πενήντα περίπου τοξότες στα νώτα. Οι περισσότεροι τον κοίταζαν με περιέργεια, καθώς περνούσε, με τα πόδια του Πιπς να τινάζουν πίδακες σκόνης, αλλά κανείς δεν έκοψε το βήμα του. Μερικά άτια αξιωματικών σκίρτησαν, λες και οι αναβάτες τους ήθελαν να έρθουν και να δουν γιατί βιαζόταν τόσο, όμως κανένας δεν άφησε τη θέση του. Είχαν καλή πειθαρχία. Θα τη χρειάζονταν.
Οι Υπερασπιστές της Πέτρας σχημάτιζαν τα μετόπισθεν των Δακρυνών, με θώρακες και φουσκωτά χρυσόμαυρα ριγέ μανίκια στα χιτώνια, με λοφία διαφόρων χρωμάτων στα γεισωτά κράνη, που έδειχναν αξιωματικούς και υπαξιωματικούς. Οι άλλοι ήταν παρόμοια αρματωμένοι, αλλά έφεραν τα χρώματα διαφόρων αρχόντων στα μανίκια. Όσο για τους άρχοντες, αυτοί φορούσαν μεταξωτά σακάκια και ίππευαν μπροστά από τους άλλους, φορώντας περίτεχνους θώρακες και μεγάλα λευκά λοφία, με τα λάβαρα να κυματίζουν πίσω τους στην αύρα που δυνάμωνε προς την πόλη.
Ο Ματ έστριψε μπροστά τους και τράβηξε τα γκέμια τόσο γρήγορα, που ο Πιπς χόρεψε, και τους φώναξε, «Σταθείτε, εν ονόματι του Άρχοντα Δράκοντα!»
Έμοιαζε να είναι ο ταχύτερος τρόπος για να τους σταματήσει, αλλά για μια στιγμή του φάνηκε ότι θα προχωρούσαν ποδοπατώντας τον. Σχεδόν ως την τελευταία στιγμή, ένας νεαρός άρχοντας, τον οποίο θυμόταν να είναι έξω από τη σκηνή του Ραντ, σήκωσε το χέρι, και τότε όλοι τράβηξαν τα χαλινάρια με φωνές και διαταγές που πέρασαν πίσω στη φάλαγγα. Ο Γουίραμον δεν ήταν εκεί· δεν υπήρχε άρχοντας που να είναι πάνω από δέκα χρόνια μεγαλύτερος του Ματ.
«Τι σημαίνει αυτό;» ζήτησε να μάθει εκείνος που είχε δώσει το σήμα. Τα μαύρα μάτια αγριοκοίταζαν με αλαζονεία, είχε σουβλερή μύτη και σαγόνι υψωμένο έτσι, που το λαδωμένο γένι έμοιαζε έτοιμο να καρφώσει. Ο ιδρώτας που κυλούσε στο πρόσωπο δεν του χαλούσε πολύ την εμφάνιση. «Ο Άρχοντας Δράκοντας μού έχει αναθέσει προσωπικά τη διοίκηση. Ποιος είσαι εσύ που―»
Σταμάτησε, καθώς τον έπιανε από το μανίκι άλλος ένας, τον οποίο ήξερε ο Ματ, και του ψιθύριζε βιαστικά. Ο Εστέαν, με το πρόσωπο σαν πατάτα, έμοιαζε ταλαιπωρημένος και ιδρωμένος μέσα στο κράνος του —οι Αελίτες τον είχαν στριμώξει αρκετά σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούσαν στην πόλη, απ’ όσο είχε ακούσει ο Ματ — όμως είχε παίξει χαρτιά με τον Ματ στο Δάκρυ. Ήξερε ποιος ακριβώς ήταν ο Ματ. Μόνο ο θώρακας του Εστέαν είχε ρωγμές στην περίτεχνη χρυσή επίστρωσή του· κανείς από τους άλλους δεν είχε κάνει κάτι παραπάνω από το να τριγυρνά με ωραιοπάθεια. Ακόμα.
Το σαγόνι εκείνου με τη σουβλερή μύτη χαμήλωσε, ενώ άκουγε, και, όταν τον άφησε ο Εστέαν, μίλησε με πιο πράο τόνο. «Δεν ήθελα να σε προσβάλω... ε... Άρχοντα Ματ. Είμαι ο Μελάνριλ, του Οίκου Ασίγκορα. Πώς μπορώ να υπηρετήσω τον Άρχοντα Δράκοντα;» Ο πράος τόνος έγινε δισταγμός, καθώς έλεγε αυτό το τελευταίο, και ο Εστέαν παρενέβη με αγωνία.
«Γιατί να σταματήσουμε; Ξέρω ότι ο Άρχοντας Δράκοντας μάς είπε να μείνουμε πιο πίσω, Ματ, αλλά, που να καεί η ψυχή μου, δεν υπάρχει τιμή στο να κάτσεις και να αφήσεις τους Αελίτες να πολεμήσουν μόνοι τους. Γιατί να κάνουμε αυτή την αγγαρεία, να τους κυνηγήσουμε όταν θα έχουν νικηθεί; Εκτός αυτού, ο πατέρας μου είναι στην πόλη και...» Η φωνή του έσβησε μπροστά στο βλέμμα του Ματ.
Ο Ματ κούνησε το κεφάλι, κάνοντας αέρα με το καπέλο του. Οι ανόητοι δεν ήταν καν στις θέσεις που τους είχαν οριστεί. Πέραν τούτου, τώρα δεν γινόταν να τους στείλει πίσω. Ακόμα κι αν ο Μελάνριλ οπισθοχωρούσε —ο Ματ τον κοίταξε και κατάλαβε ότι μάλλον δεν θα το έκανε, ακόμα και με υποτιθέμενες διαταγές από τον Άρχοντα Δράκοντα― πάλι δεν γινόταν. Κάθισε στη σέλα του, στην πλήρη θέα των Αελιτών σκοπών. Αν η φάλαγγα ανέστρεφε πορεία, οι Αελίτες θα ήξεραν ότι τους είχαν καταλάβει και πιθανότατα θα επιτίθονταν, ενώ ακόμα οι Δακρυνοί και οι Καιρχινοί λογχοφόροι θα ήταν μπλεγμένοι μεταξύ τους. Θα γινόταν μακελειό, όπως κι αν είχαν προχωρήσει όλο άγνοια.
«Πού είναι ο Γουίραμον;»
«Ο Άρχοντας Δράκοντας τον έστειλε πίσω στο Δάκρυ», απάντησε αργά ο Μελάνριλ. «Για να ασχοληθεί με τους Ιλιανούς πειρατές και με τους επιδρομείς στις Πεδιάδες του Μαρέντο. Δεν ήταν πρόθυμος να φύγει, φυσικά, ακόμα και για μια τόσο μεγάλη ευθύνη, αλλά... Με συγχωρείς, Άρχοντα Ματ, αλλά, αν σε έστειλε ο Άρχοντας Δράκοντας, πώς και δεν ξέρεις―»
Ο Ματ τον διέκοψε. «Δεν είμαι άρχοντας. Κι αν θέλεις να αμφισβητήσεις την ενημέρωση που κάνει ο Ραντ στους ανθρώπους του, ρώτησε τον». Ο άλλος μαζεύτηκε· δεν επρόκειτο να αμφισβητήσει τον καμένο Άρχοντα Δράκοντα για τίποτα. Ο Γουίραμον ήταν ανόητος, τουλάχιστον όμως είχε βρεθεί σε μάχες. Με εξαίρεση τον Εστέαν, που έμοιαζε με σακί γογγύλια δεμένο στο άλογο, αυτό το τσούρμο εδώ το πολύ-πολύ να είχε δει κάνα-δυο καυγάδες στο καπηλειό. Και ίσως μερικές μονομαχίες. Αυτό δεν θα τους βοηθούσε εδώ. «Ακούστε με όλοι τώρα. Όταν περάσετε από το άνοιγμα μπροστά, ανάμεσα στους δύο επόμενους λόφους, οι Αελίτες θα πέσουν πάνω σας σαν χιονοστιβάδα».
Λες και τους είχε πει ότι θα γινότανε επίσημος χορός όλο γυναίκες που ποθούσαν να γνωρίσουν τα Δακρυνά αρχοντόπουλα. Ενθουσιώδη χαμόγελα άνθισαν, τα άλογα χοροπήδησαν, οι άρχοντες άρχισαν να χτυπάνε ο ένας τον άλλο στον ώμο και να καυχιούνται πόσους θα σκοτώσουν. Ο Εστέαν ήταν η μόνη εξαίρεση, που αναστέναξε και χαλάρωσε το σπαθί του στο θηκάρι.
«Μην κοιτάτε εκεί πάνω!» τους αποπήρε ο Ματ. Οι ανόητοι. Ήταν έτοιμοι να διατάξουν εφόρμηση! «Τα μάτια σας σε μένα. Σε μένα!»
Αυτό που τους έκανε να ηρεμήσουν ήταν το ποιον είχε φίλο. Ο Μελάνριλ και οι άλλοι, με τις ωραίες, άθικτες αρματωσιές τους, τον κοίταζαν σμίγοντας τα φρύδια με ανυπομονησία, χωρίς να καταλαβαίνουν γιατί δεν τους άφηνε να πάνε να σκοτώσουν Αελίτες βάρβαρους. Αν δεν ήταν φίλος του Ραντ, μάλλον θα τον είχαν τσαλαπατήσει, αυτόν και τον Πιπς μαζί.
Δεν μπορούσε να τους αφήσει να εφορμήσουν. Θα ορμούσαν ασύντακτα, αφήνοντας πίσω τους λογχοφόρους και το Καιρχινό ιππικό, αν και οι Καιρχινοί ίσως έμπαιναν κι αυτοί στη μάχη, μόλις καταλάβαιναν τι συνέβαινε. Και θα σκοτώνονταν όλοι. Το πιο έξυπνο θα ήταν να τους αφήσει να συνεχίσουν, ενώ αυτός θα έφευγε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι μόλις αυτοί οι ανόητοι έκαναν τους Αελίτες να καταλάβουν ότι είχαν ανακαλυφθεί, οι Αελίτες εκείνοι ίσως αποφάσιζαν να κάνουν κάτι έξυπνο, όπως μια κυκλωτική κίνηση για να πλήξουν αυτούς τους ανόητους πλευρικά. Αν συνέβαινε αυτό, τότε δεν ήταν βέβαιο ότι κι ο ίδιος θα ξέφευγε.
«Αυτό που ο Άρχοντας Δράκοντας θέλει να κάνετε», τους είπε, «είναι να προχωρήσετε μπροστά αργά, σαν να μην υπάρχει πουθενά Αελίτης εκατό μίλια ολόγυρα. Μόλις περάσουν οι λογχοφόροι το άνοιγμα, θα σχηματίσουν ένα κούφιο τετράγωνο και θα μπείτε μέσα γρήγορα».
«Μέσα!» διαμαρτυρήθηκε ο Μελάνριλ. Θυμωμένα μουρμουρητά ακούστηκαν από τους άλλους νεαρούς άρχοντες· όχι από τον Εστέαν, που φάνηκε σκεφτικός. «Δεν υπάρχει τιμή στο να κρυφτείς πίσω από το βρωμερό―»
«Θα το κάνετε, που να καεί», βρυχήθηκε ο Ματ, πλησιάζοντας τον Πιπς στο άλογο του Μελάνριλ, «αλλιώς, αν δεν σας σκοτώσουν οι Αελίτες, θα το κάνει ο Ραντ, κι όσους αφήσει, θα τους κόψω εγώ ο ίδιος για λουκάνικα!» Καθυστερούσε πολύ· οι Αελίτες σίγουρα αναρωτιούνταν τι να έλεγαν. «Με λίγη τύχη, θα έχετε πάρει θέσεις προτού σας χτυπήσουν οι Αελίτες. Αν έχετε μεγάλα τόξα, χρησιμοποιήστε τα. Αλλιώς, κρατηθείτε. Θα βρείτε ευκαιρία να εφορμήσετε, που να καεί, και θα καταλάβετε πότε θα είναι η κατάλληλη ώρα, αλλά, αν βιαστείτε...!» Ένιωθε το χρόνο να στερεύει.
Στήριξε την άκρη του δόρατός του στον αναβολέα του σαν λόγχη κι έστριψε με τον Πιπς για να γυρίσουν προς τα πίσω. Όταν κοίταξε πάνω από τον ώμο του, ο Μελάνριλ και οι άλλοι μιλούσαν και τον κοίταζαν. Τουλάχιστον δεν είχαν ξεκινήσει τρεχάλα για την κοιλάδα.
Ο διοικητής των λογχοφόρων ήταν ένας χλωμός, λεπτός Καιρχινός, μισό κεφάλι κοντύτερος του Ραντ, καβάλα σ’ ένα σταχτί μουνούχι, που έμοιαζε να είναι στα τελευταία του. Όμως ο Ντήριντ είχε σκληρό βλέμμα, μύτη που είχε σπάσει αρκετές φορές, και τρεις λευκές ουλές διέσχιζαν το πρόσωπό του, η μια όχι πολύ παλιά. Έβγαλε το κωδωνόσχημο κράνος του ενώ μιλούσε με τον Ματ· το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ήταν ξυρισμένο. Δεν ήταν άρχοντας. Μπορεί να ήταν στο στρατό προτού αρχίσει ο εμφύλιος. Ναι, οι άνδρες του ήξεραν πώς να κάνουν σχηματισμό σκαντζόχοιρου. Δεν είχε αντιμετωπίσει Αελίτες, αλλά τα είχε βάλει με επιδρομείς και με Αντορινό ιππικό. Άφησε έναν υπαινιγμό ότι είχε πολεμήσει επίσης εναντίον άλλων Καιρχινών, για έναν Οίκο που διεκδικούσε το θρόνο. Ο Ντήριντ δεν έδειχνε ούτε ενθουσιώδης ούτε απρόθυμος· έμοιαζε άνθρωπος που είχε μια δουλειά να κάνει.
Η φάλαγγα ξεκίνησε, καθώς ο Ματ γύριζε το κεφάλι του Πιπς από την άλλη μεριά. Προχωρούσαν με μετρημένο ρυθμό και, κοιτώντας πιο πίσω, είδε ότι ούτε τα άλογα των Δακρυνών δεν έτρεχαν.
Άφησε τον Πιπς να προχωρήσει λιγάκι ταχύτερα, αλλά όχι να καλπάσει. Καταλάβαινε τα βλέμματα των Αελιτών στην πλάτη του, τους ένιωθε να αναρωτιούνται τι είχε πει, πού πήγαινε τώρα και για ποιο λόγο. Απλώς ένας αγγελιοφόρος που παρέδωσε το μήνυμα και φεύγει.
Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Έλπιζε αυτό ακριβώς να σκέφτονταν οι Αελίτες, όμως οι ώμοι του δεν χαλάρωσαν, παρά μόνο όταν ήταν σίγουρος ότι δεν τον έβλεπαν πια.
Οι Καιρχινοί ακόμα περίμεναν εκεί που τους είχε αφήσει. Ακόμα είχαν απλωμένους τους πλαγιοφύλακες. Τα λάβαρα και τα κον σχημάτιζαν ένα δασάκι εκεί που είχαν συναχτεί οι άρχοντες, οι οποίοι αποτελούσαν το ένα δέκατο ή και περισσότερο του αριθμού των Καιρχινών. Οι περισσότεροι φορούσαν απλούς θώρακες, κι όπου υπήρχε χρυσή επίστρωση ή ασημένια ποικίλματα, ήταν χτυπημένα, σαν να τα είχε φτιάξει μεθυσμένος σιδεράς. Μερικά από τα άλογά τους ήταν σε τέτοια κατάσταση, ώστε μπροστά τους το άλογο του Ντήριντ έμοιαζε με το πολεμικό άτι του Λαν. Μπορούσαν, έστω, να κάνουν αυτό που έπρεπε; Όμως τα πρόσωπα που στράφηκαν πάνω του ήταν σκληρά, τα βλέμματα σκληρότερα.
Ήταν ασφαλής τώρα, κρυμμένος από τους Αελίτες. Μπορούσε να φύγει. Αφού πρώτα έλεγε σ’ αυτούς εδώ τι έπρεπε να κάνουν. Είχε στείλει τους άλλους στην Αελίτικη παγίδα· δεν μπορούσε έτσι απλά να τους εγκαταλείψει.
Ο Ταλμέηνς του Οίκου Ντέλοβαϊντ, του οποίου το κον έδειχνε τρία κίτρινα άστρα σε γαλάζιο φόντο και το λάβαρό του μια μαύρη αλεπού, ήταν πιο κοντός από τον Ντήριντ και το πολύ τρία χρόνια μεγαλύτερος από τον Ματ, αλλά ηγείτο αυτών των Καιρχινών, παρ’ όλο που ήταν επίσης παρόντες άνδρες μεγαλύτεροί του, ακόμα και γκριζομάλληδες. Το βλέμμα του ήταν ανέκφραστο σαν του Ντήριντ κι έμοιαζε με κουλουριασμένο μαστίγιο. Η πανοπλία και το σπαθί του ήταν απλά κι απέριττα. Είπε στον Ματ το όνομά του και στάθηκε να τον ακούσει, όσο ο Ματ εξηγούσε το σχέδιό του, γέρνοντας λιγάκι από τη σέλα, για να χαράξει γραμμές στην άμμο με το δόρυ που είχε για λεπίδα σπαθί.
Οι υπόλοιποι Καιρχινοί άρχοντες μαζεύτηκαν τριγύρω με τα άλογά τους, παρακολουθώντας, όμως κανείς τόσο προσεκτικά όσο ο Ταλμέηνς. Ο Ταλμέηνς περιεργάστηκε το χάρτη που είχε σχεδιάσει ο Ματ, περιεργάστηκε τον ίδιο από το καπέλο ως τις μπότες, ακόμα και το δόρυ του. Όταν ο Ματ τα είπε και τελείωσε, ο άλλος δεν μίλησε, ώσπου ο Ματ γάβγισε, «Λοιπόν; Δεν με νοιάζει αν πεις ναι ή όχι, αλλά οι φίλοι σου θα καταπλακωθούν από τους Αελίτες σε λιγάκι».
«Οι Δακρυνοί δεν είναι φίλοι μου. Και ο Ντήριντ είναι... χρήσιμος. Πάντως όχι φίλος». Ξερά γελάκια ακούστηκαν από τους άρχοντες που παρακολουθούσαν όταν άκουσαν την προτροπή. «Αλλά θα οδηγήσω τους μισούς, αν οδηγήσεις εσύ τους άλλους μισούς».
Ο Ταλμέηνς έβγαλε το γάντι με την ατσάλινη ενίσχυση και άπλωσε το χέρι, όμως για μια στιγμή ο Ματ έμεινε να το κοιτάζει. Να τους οδηγήσει; Αυτός; Είμαι άνθρωπος του τζόγου, όχι του πολέμου. Εραστής. Μνήμες από μάχες αρχαίες στροβιλίστηκαν στο μυαλό του, όμως τις έδιωξε. Αρκούσε να σηκωθεί και να φύγει. Αλλά ίσως τότε ο Ταλμέηνς άφηνε τον Εστέαν και τον Ντήριντ και τους υπόλοιπους να ψηθούν. Στη σούβλα που τους είχε στείλει ο Ματ. Ακόμα κι έτσι, ξαφνιάστηκε και ο ίδιος όταν έσφιξε το χέρι του άλλου και είπε, «Να είσαι εκεί στην ώρα σου».
Για απάντηση, ο Ταλμέηνς άρχισε να φωνάζει ονόματα με κοφτή φωνή. Άρχοντες και αρχοντόπουλα πλησίασαν με τ’ άλογά τους τον Ματ, ακολουθούμενος ο καθένας από ένα σημαιοφόρο και καμιά δωδεκαριά βοηθούς, ώσπου βρέθηκε να έχει πάνω από τετρακόσιους Καιρχινούς. Ο Ταλμέηνς δεν είχε να πει πολλά· απλώς οδήγησε τους υπόλοιπους δυτικά μ’ ελαφρύ καλπασμό, σηκώνοντας ένα αμυδρό σύννεφο σκόνης.
«Μείνετε κοντά», είπε ο Ματ στους μισούς που είχε. «Θα εφορμήσετε όταν πω εφόρμηση, θα τρέξετε όταν πω τρέξτε, και να είστε όσο το δυνατόν πιο αθόρυβοι». Ακουγόταν φυσικά το τρίξιμο των σελών και το κροτοβολητό των οπλών, καθώς τον ακολουθούσαν, τουλάχιστον όμως δεν μιλούσαν ούτε έκαναν ερωτήσεις.
Έριξε μια τελευταία ματιά στην άλλη αγκαθωτή μάζα με τα λαμπερά λάβαρα και τα κον, και μετά μια στροφή της ρηχής κοιλάδας την έκρυψε. Πώς είχε μπλέξει εδώ; Όλα είχαν αρχίσει τόσο απλά. Απλώς θα τους προειδοποιούσε και θα έφευγε. Όλα τα βήματα από κει και μετά έμοιαζαν τόσο μικρά, τόσο αναγκαία. Και τώρα είχε χωθεί στη λάσπη ως τη μέση και δεν είχε άλλη επιλογή παρά να συνεχίσει. Έλπισε ο Ταλμέηνς να είχε σκοπό να έρθει. Ο άνθρωπος δεν τον είχε ρωτήσει καν ποιος ήταν.
Η κοιλάδα των λόφων ελισσόταν και διακλαδιζόταν καθώς προχωρούσαν βόρεια, όμως ο Ματ είχε καλή αίσθηση των κατευθύνσεων. Για παράδειγμα, ήξερε ακριβώς πού ήταν ο νότος και η ασφάλεια, και δεν κατευθυνόταν προς εκεί. Σκοτεινά σύννεφα σχηματίζονταν εκεί πάνω προς την πόλη, τα πρώτα που είχε δει να ’ναι τόσο πυκνά εδώ και πολύ καιρό. Η βροχή θα έδινε τέλος στην ξηρασία —καλό για τους αγρότες, αν έμενε κανείς —και θα διέλυε τη σκόνη― καλό για το ιππικό, για να μην φανερωθεί πρώιμα η παρουσία τους. Ίσως, αν έβρεχε, οι Αελίτες να τα μάζευαν και να γυρνούσαν σπίτια τους. Ο άνεμος είχε αρχίσει κι αυτός να δυναμώνει, φέρνοντας, σαν θαύμα, λίγη δροσιά.
Ήχος μάχης ακούστηκε πάνω από τις ράχες, άνδρες που φώναζαν, άνδρες που ούρλιαζαν. Είχε αρχίσει.
Ο Ματ έστριψε τον Πιπς, σήκωσε το δόρυ και το ανέμισε δεξιά κι αριστερά. Σχεδόν ξαφνιάστηκε όταν οι Καιρχινοί σχημάτισαν μια μακριά σειρά εκεί, στραμμένοι προς την πλαγιά του λόφου. Η χειρονομία ήταν ενστικτώδης, από μια άλλη εποχή και από ένα άλλο μέρος, αλλά βέβαια αυτοί οι άνδρες είχαν ξαναδεί μάχη. Ξεκίνησε, με τον Πιπς να ακολουθεί ένα σιγανό βήμα ανάμεσα στα σκόρπια δένδρα, και οι άλλοι ακολούθησαν το ρυθμό με το χαμηλό τριζοβόλημα από τα χάμουρα.
Το πρώτο που του ήρθε φτάνοντας στο ψήλωμα ήταν ανακούφιση, βλέποντας τον Ταλμέηνς και τους άνδρες του να εμφανίζονται στη ράχη απέναντί του. Το δεύτερο ήταν να βρίσει.
Ο Ντήριντ είχε σχηματίσει το σκαντζόχοιρο, με λόγχες σε βάθος τεσσάρων σειρών σαν αγκαθωτά σύδεντρα, εναλλάξ με τοξότες, που σχημάτιζαν ένα μεγάλο κούφιο τετράγωνο. Οι μακριές λόγχες δυσκόλευαν τους Σάιντο να πλησιάσουν, όμως αυτοί χιμούσαν, και οι τοξότες και οι βαλιστροφόροι αντάλλασσαν γοργά βέλη με τους Αελίτες. Άνδρες και από τις δύο πλευρές σωριάζονταν κάτω, αλλά οι λόγχες απλώς έσμιγαν όταν έπεφτε ένας δικός τους, κάνοντας το τετράγωνο πιο σφιχτό. Φυσικά, ούτε η επίθεση των Σάιντο έδειχνε να καταλαγιάζει.
Οι Υπερασπιστές είχαν ξεπεζέψει στο κέντρο, περίπου οι μισοί Δακρυνοί άρχοντες με τους υπηρέτες τους. Οι μισοί. Γι’ αυτό ακριβώς του είχε έρθει να βλαστημήσει. Οι υπόλοιποι χιμούσαν ανάμεσα στους Αελίτες, κόβοντας και τρυπώντας με σπαθιά και λόγχες, σε σφιχτές ομάδες ανά πέντε και δέκα, ή μόνοι τους. Δεκάδες άλογα δίχως καβαλάρη έδειχναν πόσο καλά τα πήγαιναν. Ο Μελάνριλ ήταν παραπέρα μόνο με τον σημαιοφόρο του, χτυπώντας με τη λεπίδα του. Δύο Αελίτες όρμησαν, κούτσαναν το άλογο του αρχοντόπουλου· αυτό έπεσε, τινάζοντας το κεφάλι του —ο Ματ ήταν σίγουρος ότι το άλογο άφησε ένα ουρλιαχτό, όμως το κατάπιε ο αχός― και ύστερα ο Μελάνριλ χάθηκε κάτω από μορφές ντυμένες με το καντιν’σόρ που ανεβοκατέβαζαν τα δόρατά τους. Ο σημαιοφόρος άντεξε μια στιγμή ακόμα.
Ξεκουμπίδια, σκέφτηκε βλοσυρά ο Ματ. Σηκώθηκε στους αναβολείς, σήκωσε ψηλά το δόρυ που είχε σπαθί για λεπίδα, και το κατέβασε προς τα μπρος, φωνάζοντας, «Λος! Λος καμπά’ντριν!»
Θα έπαιρνε πίσω τα λόγια του, αν μπορούσε, κι όχι επειδή ήταν της Παλιάς Γλώσσας· εκεί κάτω στην κοιλάδα υπήρχε ένα καζάνι που κόχλαζε. Οι Καιρχινοί μπορεί να μην κατάλαβαν τη διαταγή «εμπρός, ιππείς» στην παλιά Γλώσσα, αλλά κατάλαβαν την κίνηση, ειδικά όταν ξανακάθισε στη σέλα και ξεκίνησε με τον Πιπς. Όχι ότι το ήθελε στ’ αλήθεια, αλλά δεν έβλεπε πια άλλη επιλογή. Είχε στείλει αυτούς τους άνδρες εκεί κάτω —μερικοί μπορεί να είχαν γλιτώσει, αν τους είχε πει να γυρίσουν και να το βάλουν στα πόδια― και απλώς δεν είχε άλλη επιλογή.
Με τα λάβαρα και τα κον να πετάνε, οι Καιρχινοί εφόρμησαν κατεβαίνοντας το λόφο μαζί του, φωνάζοντας πολεμικές ιαχές. Τον μιμούνταν, αναμφίβολα, αν και αυτό που φώναζε ο Ματ ήταν, «Μα το αίμα και τις στάχτες!» Στην άλλη πλευρά της κοιλάδας, ο Ταλμέηνς επέλαυνε κι αυτός γοργά.
Οι Σάιντο, βέβαιοι ότι είχαν μαντρώσει τους υδρόβιους, δεν είδαν τους άλλους, παρά μόνο όταν εκείνοι έπεσαν πάνω τους και από τις δύο μεριές. Τότε άρχισαν να πέφτουν οι κεραυνοί. Και μετά η κατάσταση αγρίεψε στ’ αλήθεια.