Με το ένα χέρι στη λαβή του σπαθιού και με το άλλο να κρατά το Σωντσανό δόρυ με τις λευκοπράσινες φούντες, ο Ραντ αγνόησε για μια στιγμή τους υπόλοιπους εκεί πάνω, στην κορυφή του λόφου με τα αραιά δένδρα, και περιεργάστηκε τα τρία στρατόπεδα που απλώνονταν πιο κάτω στον πρωινό ήλιο. Τρία διαφορετικά στρατόπεδα, κι εκεί ακριβώς ήταν ο κόμπος. Ήταν όλες οι Καιρχινές και οι Δακρυνές δυνάμεις που είχε στη διάθεση του. Όλοι οι άλλοι άνδρες που μπορούσαν να κρατήσουν σπαθί ή δόρυ ήταν κλεισμένοι στην πόλη ή το Φως μόνο ήξερε πού βρίσκονταν.
Οι Αελίτες μάζευαν τους πρόσφυγες κατά ορδές ανάμεσα στο Πέρασμα Τζανγκάι κι εδώ, και μάλιστα μερικοί είχαν έρθει με τη δική τους θέληση, δελεασμένοι από τις φήμες ότι αυτοί οι Αελίτες δεν σε σκότωναν μόλις σε έβλεπαν, ή ίσως τόσο αποκαρδιωμένοι, που δεν τους ένοιαζε, αρκεί να έτρωγαν ένα πιάτο φαΐ προτού πεθάνουν. Πάρα πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι πίστευαν πως θα πεθάνουν, είτε στα χέρια των Αελιτών είτε του Αναγεννημένου Δράκοντα ή στην Τελευταία Μάχη, που έλεγαν ότι θα έφτανε από μέρα σε μέρα. Ήταν αρκετά μεγάλος ο συνολικός αριθμός τους, όμως οι περισσότεροι ήταν αγρότες και τεχνίτες και μαγαζάτορες. Μερικοί ήξεραν πώς να χρησιμοποιήσουν τόξο ή σφεντόνα για να σκοτώνουν λαγούς, όμως δεν βρισκόταν στρατιώτης μεταξύ τους, ούτε και υπήρχε χρόνος να μάθουν. Η πόλη της Καιρχίν στεκόταν λίγο περισσότερο από πέντε μίλια προς τα δυτικά και μερικοί από τους μυθικούς «ακέφαλους πύργους της Καιρχίν» φαίνονταν πάνω από το δάσος που παρεμβαλλόταν. Η πόλη απλωνόταν πάνω σε λόφους δίπλα ακριβώς στον ποταμό Αλγκουένυα, περικυκλωμένη από τους Σάιντο του Κουλάντιν και από όσους είχαν πάει με το μέρος του.
Σε μια ομάδα από σκηνές στημένες όπως-όπως, με αναμμένες φωτιές δίπλα τους, στη μακριά, ρηχή κοιλάδα κάτω από τον Ραντ, υπήρχαν περίπου οκτακόσιοι Δακρυνοί πάνοπλοι άνδρες. Σχεδόν οι μισοί ήταν Υπερασπιστές της Πέτρας με στιλβωμένα προστήθια και κράνη με γείσα, και τα φαρδιά μανίκια στα χιτώνιά τους τα στόλιζαν χρυσές και μαύρες ρίγες. Οι υπόλοιποι ήταν επίστρατοι από περίπου είκοσι άρχοντες, των οποίων τα λάβαρα και οι σημαίες σχημάτιζαν κύκλο στο κέντρο της κατασκήνωσης, γύρω από την ασημένια Ημισέληνο-με-Άστρα του Υψηλού Άρχοντα Γουίραμον. Πλήθος σκοποί στέκονταν πλάι στους πασσάλους των αλόγων τους, σαν να περίμεναν ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή κάποιος να έκανε επιδρομή για τα ζώα.
Τριακόσια βήματα παραπέρα, το δεύτερο στρατόπεδο φύλαγε εξίσου προσεκτικά τα δικά του άλογα. Τα ζώα ήταν από ανάμικτες ράτσες, ελάχιστα θύμιζαν τα έξοχα άλογα με τον καμαρωτό λαιμό του Δακρύου, και, αν δεν έκανε λάθος ο Ραντ, στα ίδια σκοινιά ήταν δεμένα και άλογα τα οποία πριν έσερναν άροτρα και κάρα. Οι Καιρχινοί ήταν ίσως καμιά εκατοστή περισσότεροι από τους Δακρυνούς, αλλά οι σκηνές τους ήταν λιγότερες, αρκετές έμοιαζαν μπαλωμένες, ενώ τα λάβαρα και τα κον τους αντιπροσώπευαν περίπου εβδομήντα άρχοντες. Ελάχιστοι Καιρχινοί αριστοκράτες είχαν ακόμα βοηθούς και υπηρέτες, και ο στρατός είχε διαλυθεί από νωρίς στον εμφύλιο πόλεμο.
Το τελευταίο στρατόπεδο ήταν άλλα πεντακόσια βήματα παραπέρα, όλο Καιρχινούς κατά κύριο λόγο, όμως δεν ήταν μόνο η απόσταση που το χώριζε από τα υπόλοιπα. Ήταν μεγαλύτερο από τα άλλα δύο μαζί, ενώ διέθετε ελάχιστες σκηνές και άλογα. Δεν επιδείκνυε λάβαρα, και μόνο οι αξιωματικοί φορούσαν κον, τα μονόχρωμα σημαιάκια στην πλάτη που είχαν σκοπό να διακρίνονται από τους στρατιώτες τους παρά να συμβολίζουν συγκεκριμένο Οίκο. Μπορεί το πεζικό να ήταν απαραίτητο, όμως ελάχιστοι άρχοντες στο Δάκρυ ή στην Καιρχίν θα το παραδέχονταν. Κανείς δεν θα προσφερόταν αυθορμήτως να οδηγήσει άνδρες του πεζικού. Ήταν όμως το πιο τακτικό στρατόπεδο, οι φωτιές βρίσκονταν σε ίσιες σειρές, οι λόγχες βαλμένες όρθιες, για να μπορούν να τις αρπάξουν μέσα σε μια στιγμή, και υπήρχαν ομάδες τοξοτών και βαλιστροφόρων σε τακτά διαστήματα. Σύμφωνα με τον Λαν, αυτό που έσωζε τους ανθρώπους στη μάχη ήταν η πειθαρχία, αλλά το πεζικό το ήξερε και το πίστευε περισσότερο απ’ όσο το ιππικό.
Οι τρεις ομάδες υποτίθεται ότι ήταν μαζί, υπό την ίδια διοίκηση —ο Υψηλός Άρχοντας Γουίραμον τους είχε φέρει από το νότο αργά την προηγούμενη μέρα― όμως τα δύο στρατόπεδα των έφιππων κοίταζαν εξίσου επιφυλακτικά το ένα το άλλο, όσο και τους Αελίτες στους γύρω λόφους, και αντιμετώπιζαν τους Δακρυνούς με αρκετή περιφρόνηση, την οποία οι Καιρχινοί αντέγραφαν για το τρίτο, που με τη σειρά του έβλεπε τους άλλους με βλοσυρότητα. Ήταν οι οπαδοί του Ραντ, οι σύμμαχοί του, και ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν όχι μόνο τους άλλους αλλά και μεταξύ τους.
Κάνοντας ότι εξέταζε ακόμα τα στρατόπεδα, ο Ραντ περιεργάστηκε τον Γουίραμον, που στεκόταν δίπλα του χωρίς κράνος, με το κορμί λαμπάδα. Δύο νεότεροι, κατώτεροι Δακρυνοί άρχοντες, στέκονταν πίσω από τον Υψηλό Άρχοντα, με μελαχρινά γένια περιποιημένα και λαδωμένα σε μια τέλεια απομίμηση του Γουίραμον, μόνο που εκείνου είχαν γκρίζες πινελιές· οι στιλβωμένοι θώρακές τους, φορεμένοι πάνω από λαμπερά ριγωτά σακάκια, έφεραν χρυσοδουλεμένα στολίσματα που υστερούσαν ελάχιστα από τα δικά του. Ήταν απόμακροι, απομονωμένοι απ’ όλους τους άλλους στο λόφο, αλλά κοντά στον Ραντ, κι έμοιαζαν να περιμένουν για κάποια γαμήλια τελετή σε κάποια βασιλική αυλή, αν εξαιρούσες τον ιδρώτα που κυλούσε στο πρόσωπό τους. Το αγνοούσαν όμως κι αυτό.
Από το θυρεό του Υψηλού Άρχοντα έλειπαν μόνο μερικά άστρα για να είναι ίδιος με της Λανφίαρ, αλλά ο άνδρας με τη μακριά μύτη δεν ήταν η Λανφίαρ μεταμφιεσμένη· τα μαλλιά του που γκρίζαραν τα είχε λαδωμένα σαν τα γένια του, και χτενισμένα σε μια μάταια προσπάθεια να κρύψει ότι αραίωναν. Ερχόταν βόρεια με ενισχύσεις, όταν άκουσε ότι οι Αελίτες επιτίθονταν στην πόλη της Καιρχίν. Αντί να γυρίσει πίσω ή να καθίσει εκεί που ήταν, συνέχισε βόρεια μ’ όσο ταχύτερο ρυθμό άντεχαν τα άλογά του, συγκεντρώνοντας καθ’ οδόν ό,τι δυνάμεις μπορούσε να βρει.
Αυτά ήταν τα καλά νέα για τον Γουίραμον. Τα κακά ήταν ότι ήταν απολύτως πεπεισμένος ότι θα τσάκιζε τους Σάιντο γύρω από την Καιρχίν με τους άνδρες που είχε φέρει. Ακόμα και τώρα, αυτό πίστευε. Και δεν χαιρόταν καθόλου που ο Ραντ δεν τον άφηνε να το κάνει, ούτε και που ήταν κυκλωμένος από Αελίτες. Για τον Γουίραμον, οι Αελίτες δεν διέφεραν μεταξύ τους. Το ίδιο βέβαια πίστευαν και οι άλλοι. Ένας από τους νεαρούς άρχοντες μύριζε με νόημα ένα αρωματισμένο μαντηλάκι όποτε κοίταζε έναν Αελίτη. Ο Ραντ αναρωτήθηκε πόσο ακόμα θα επιζούσε αυτός ο άνθρωπος. Και τι θα έπρεπε να κάνει όταν ο νεαρός άρχοντας θα πέθαινε.
Ο Γουίραμον πρόσεξε ότι ο Ραντ τον παρακολουθούσε, και ξερόβηξε. «Άρχοντα Δράκοντα», άρχισε να λέει με βαριά, τραχιά φωνή, «μια καλή επέλαση θα τους διαλύσει σαν ορτύκια». Χτύπησε δυνατά τα γάντια του στην παλάμη του. «Τα πόδια δεν αντέχουν μπροστά σε άλογα. Θα στείλω τους Καιρχινούς να τους ξετρυπώσουν, και μετά θα ακολουθήσω με―»
Ο Ραντ τον σταμάτησε. Μα δεν μπορούσε να μετρήσει ο άνθρωπος; Ο αριθμός των Αελιτών εδώ δεν του έδινε καμιά ιδέα για το πόσοι μπορεί να ήταν γύρω από την πόλη; Δεν είχε σημασία. Ο Ραντ δεν άντεχε να ακούσει κι άλλα. «Είσαι βέβαιος για τα νέα που φέρνεις από το Δάκρυ;»
Ο Γουίραμον ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Τα νέα, Άρχοντα Δράκοντα; Ποια-; Α, εκείνο. Που να καεί η ψυχή μου, δεν σημαίνει τίποτα. Οι Ιλιανοί πειρατές συχνά προσπαθούν να κάνουν επιδρομές στις ακτές». Δεν προσπαθούσαν, τις έκαναν, σύμφωνα μ’ όσα είχε πει φτάνοντας.
«Και οι επιθέσεις στις Πεδιάδες του Μαρέντο; Είναι κι αυτό κάτι που κάνουν συχνά;»
«Μα, που να καεί η ψυχή μου, εκείνοι είναι απλώς επιδρομείς». Περισσότερο δήλωνε ένα γεγονός παρά διαμαρτυρόταν. «Μπορεί να μην είναι καθόλου Ιλιανοί, αλλά σίγουρα δεν είναι στρατιώτες. Έτσι που μπερδεύουν τα πράγματα αυτοί οι Ιλιανοί, κανείς δεν ξέρει αν μια συγκεκριμένη μέρα το μαστίγιο το κρατάει ένας βασιλιάς ή η Συνέλευση ή το Συμβούλιο των Εννέα, αλλά, αν αποφασίσουν να αρχίσουν, τότε θα επιτεθούν με στρατιές στο Δάκρυ υπό τις Χρυσές Μέλισσες, όχι με επιδρομείς που καίνε άμαξες εμπόρων και συνοριακά αγροκτήματα. Να το θυμάσαι αυτό που σου λέω».
«Αν το επιθυμείς», απάντησε ο Ραντ, όσο πιο ευγενικά μπορούσε. Όποια εξουσία κι αν διέθεταν ακόμα ο Μάτιν Στεπάνεος ντεν Μπάλγκαρ, ή η Συνέλευση, ή το Συμβούλιο των Εννέα, ήταν όση τους είχε αφήσει ο Σαμαήλ. Αλλά ήταν σχετικά λίγοι όσοι ήξεραν ότι οι Αποδιωγμένοι ήταν ήδη ελεύθεροι. Κάποιοι που θα έπρεπε να το γνωρίζουν, αρνούνταν να το πιστέψουν, ή το αγνοούσαν —λες κι αυτό θα έλυνε το πρόβλημα― ή πίστευαν ότι, αν ήταν να γίνει, θα γινόταν σε κάποιο αόριστο και κατά προτίμηση μακρινό μέλλον. Άδικα θα πάσχιζε να πείσει τον Γουίραμον, σ’ όποια ομάδα απ’ αυτές κι αν ανήκε. Η πίστη ή η δυσπιστία του δεν θα άλλαζε τίποτα.
Ο Υψηλός Άρχοντας κοίταξε βλοσυρά την κοιλάδα ανάμεσα στους λόφους. Πιο συγκεκριμένα, τα δύο Καιρχινά στρατόπεδα. «Αφού δεν έχει επιβληθεί ακόμα η τάξη εδώ πέρα, ποιος άραγε ξέρει τι άθλια υποκείμενα το έσκασαν προς το νότο;» Έκανε μια γκριμάτσα και χτύπησε ακόμα πιο δυνατά τα γάντια στην παλάμη του, προτού στραφεί πάλι προς τον Ραντ. «Σύντομα θα σου τους κάνουμε να γονατίσουν, Άρχοντα Δράκοντα. Αρκεί να μου δώσεις τη διαταγή, και θα οδηγήσω...»
Ο Ραντ τον προσπέρασε, χωρίς να τον ακούει, αν και ο Γουίραμον τον ακολούθησε, ζητώντας ακόμα εξουσιοδότηση για να επιτεθεί, ενώ οι άλλοι δύο στέκονταν πίσω του σαν σκυλάκια. Ο άνθρωπος ήταν τυφλός.
Φυσικά, δεν ήταν μόνοι τους. Η κορυφή του λόφου έβριθε από κόσμο. Κατ’ αρχάς, η Σούλιν είχε εκατό Φαρ Ντάραϊς Μάι παραταγμένες γύρω από την κορυφή και όλες έμοιαζαν ακόμα πιο έτοιμες να φορέσουν το πέπλο απ’ όσο φαίνονταν συνήθως οι Αελίτες. Το ότι η Σούλιν ήταν σε επιφυλακή δεν οφειλόταν μόνο στην κοντινή παρουσία του Σάιντο. Απηχώντας την περιφρόνηση του Ραντ για τις καχυποψίες των στρατοπέδων εκεί κάτω, η Ενάιλα και δύο Κόρες ήταν πάντα κοντά στον Γουίραμον και στα αρχοντόπουλά του, και όσο πιο κοντά στέκονταν στον Ραντ, τόσο πιο ετοιμοπόλεμες έδειχναν οι Κόρες.
Λίγο παραπέρα, η Αβιέντα, σχεδόν κρυμμένη μέσα σε βραχιόλια και περιδέραια, στεκόταν και μιλούσε με καμιά δωδεκαριά Σοφές, μπορεί και περισσότερες, που είχαν τα επώμιο ριγμένα στους αγκώνες. Το παράξενο ήταν πως μια κοκαλιάρα ασπρομάλλα, ακόμα πιο μεγάλη από την Μπάιρ, έμοιαζε να έχει αναλάβει τα ηνία. Ο Ραντ θα περίμενε να έχει αυτό το ρόλο η Άμυς ή η Μπάιρ, όμως ακόμα κι αυτές έκλειναν το στόμα όταν μιλούσε η Σορίλεα. Η Μελαίν ήταν με τον Μπάελ, κάπου ανάμεσα στις Σοφές και στους άλλους αρχηγούς φατρίας. Όλο έσχαζε το σακάκι του καντιν’σόρ του Μπάελ, σαν να μην ήξερε αυτός πώς να ντυθεί, κι εκείνος είχε την υπομονετική όψη κάποιου που θυμίζει στον εαυτό του τους λόγους για τους οποίους είχε παντρευτεί. Μπορεί να ήταν προσωπικό, όμως ο Ραντ υποψιαζόταν ότι οι Σοφές προσπαθούσαν πάλι να επηρεάσουν τους αρχηγούς. Αν συνέβαινε αυτό, ο Ραντ δεν θα αργούσε να μάθει τις λεπτομέρειες.
Το βλέμμα του Ραντ όμως το τράβηξε η Αβιέντα. Του έστειλε ένα φευγαλέο χαμόγελο προτού γυρίσει για να ακούσει τη Σορίλεα. Ένα φιλικό χαμόγελο, μα τίποτα παραπάνω. Κάτι ήταν κι αυτό, σκέφτηκε μέσα του. Ούτε μια φορά δεν είχε οργιστεί μαζί του ύστερα από κείνο που είχε συμβεί μεταξύ τους, κι αν μερικές φορές έκανε κανένα σαρκαστικό σχόλιο, δεν ήταν πιο αιχμηρό από κάτι το οποίο θα περίμενε κι από την Εγκουέν. Με εξαίρεση τη μία φορά που της είχε θίξει πάλι το ζήτημα του γάμου· του τα είχε ψάλει τόσο αυστηρά, ώστε από κει και μετά την άφησε στην ησυχία της. Όμως η συμπεριφορά της ήταν φιλική και τίποτα περισσότερο, αν και τώρα μερικές φορές δεν πρόσεχε όταν ξεντυνόταν μπροστά του τα βράδια. Ακόμα η Αβιέντα επέμενε να κοιμάται το πολύ τρία βήματα πιο πέρα απ’ αυτόν.
Πάντως, οι Κόρες έδειχναν σίγουρες ότι τις κουβέρτες του Ραντ και της Αβιέντα τις χώριζαν λιγότερα από τρία βήματα, και ο Ραντ περίμενε ότι αυτή η βεβαιότητα θα διαδιδόταν, αλλά ως τώρα αυτό δεν είχε συμβεί. Η Εγκουέν θα τον έπαιρνε με το άγριο, αν έστω υποψιαζόταν κάτι τέτοιο. Η Εγκουέν εύκολα μπορούσε να μιλά για την Ηλαίην, αλλά ο Ραντ δεν μπορούσε να καταλάβει ούτε καν την Αβιέντα, που ήταν εκεί μπροστά του. Γενικά, ένιωθε περισσότερη ένταση από ποτέ, όταν κοίταζε την Αβιέντα, όμως εκείνη πρώτη φορά την έβλεπε τόσο χαλαρωμένη. Για κάποιο λόγο, του φαινόταν ότι έπρεπε να συμβαίνει το αντίστροφο. Μαζί της όλα φαίνονταν ανάποδα. Η Μιν ήταν η μόνη γυναίκα που δεν τον έκανε να νιώθει ότι στεκόταν στο κεφάλι του.
Αναστέναξε και προχώρησε, πάλι χωρίς ν’ ακούει αυτά που του έλεγε ο Γουίραμον. Κάποια μέρα θα καταλάβαινε τις γυναίκες. Όταν θα είχε χρόνο να ασχοληθεί. Υποψιαζόταν όμως ότι μια ολόκληρη ζωή δεν θα αρκούσε.
Οι αρχηγοί φατρίας είχαν τη δική τους συγκέντρωση, μαζί με αρχηγούς σέπτας και αντιπροσώπους των κοινωνιών. Ο Ραντ αναγνώρισε μερικούς. Ήταν ο Νταρκ Χάιρν, αρχηγός του Τζίντο Τάαρνταντ, και ο Μάνγκιν, που έκανε στον Ραντ ένα συντροφικό νόημα κι έστειλε μια περιφρονητική γκριμάτσα στους Δακρυνούς. Ήταν ο λιγνός σαν δόρυ Τζουρανάι, αρχηγός των Άεθαν Ντορ, των Κόκκινων Ασπίδων, που είχε έρθει σ’ αυτή την εκστρατεία παρά τις λευκές πινελιές στα ανοιχτοκάστανα μαλλιά του, και ο Ρόινταν, ο γκριζομάλλης με τους χοντρούς ώμους, που ηγείτο του Σά’μαντ Κόντε, των Κεραυνοπόρων. Αυτοί οι τέσσερις μερικές φορές πήγαιναν μαζί του για να εξασκηθούν στον Αελίτικο τρόπο μάχης δίχως όπλα, μετά το Πέρασμα Τζανγκάι.
«Θέλεις να πάμε για κυνήγι σήμερα;» ρώτησε ο Μάνγκιν, καθώς ο Ραντ τους προσπερνούσε, κι εκείνος τον κοίταξε έκπληκτος.
«Για κυνήγι;»
«Δεν έχει τίποτα που θα ’ταν διασκεδαστικό να το κυνηγήσουμε, αλλά μπορούμε να πιάσουμε πρόβατα με το τσουβάλι». Η σαρκαστική ματιά που έριξε ο Μάνγκιν στους Δακρυνούς δεν άφηνε καμία αμφιβολία τι εννοούσε με τη λέξη «πρόβατα», αν και ο Γουίραμον και οι άλλοι δεν το κατάλαβαν. Ή έκαναν ότι δεν το είχαν καταλάβει. Το αρχοντόπουλο ξαναμύρισε το αρωματισμένο μαντήλι του.
«Ίσως κάποια άλλη φορά», απάντησε ο Ραντ, κουνώντας το κεφάλι. Του φαινόταν ότι θα μπορούσε να γίνει φίλος μ’ αυτούς τους τέσσερις, ειδικά όμως με τον Μάνγκιν, που είχε αίσθηση χιούμορ σαν του Ματ. Αφού δεν είχε χρόνο να μελετήσει τις γυναίκες, σίγουρα δεν είχε χρόνο για να κάνει καινούριους φίλους. Και βέβαια, ελάχιστο χρόνο για παλιούς φίλους. Ανησυχούσε για τον Ματ.
Στο ψηλότερο σημείο του λόφου, ένας βαρύς σκελετός από κορμούς σχημάτιζε πύργο, που ξεπρόβαλλε πάνω από τις δενδροκορφές, με μια πλατιά εξέδρα στην κορυφή του είκοσι και παραπάνω βήματα από το έδαφος. Οι Αελίτες δεν ήξεραν να δουλεύουν το ξύλο σε τέτοια κλίμακα, αλλά υπήρχαν αρκετοί μεταξύ των Καιρχινών προσφύγων που ήξεραν.
Η Μουαραίν περίμενε στη ρίζα της πρώτης γερτής σκάλας με τον Λαν και την Εγκουέν. Η Εγκουέν είχε μείνει πολύ καιρό στον ήλιο· τώρα μπορούσε να περάσει για Αελίτισσα, αν εξαιρούσες τα μαύρα μάτια της. Μια κοντή Αελίτισσα. Ο Ραντ κοίταξε ερευνητικά το πρόσωπό της, αλλά δεν είδε τίποτα εκτός από κούραση. Η Άμυς και οι άλλες σίγουρα την περνούσαν από σκληρή εκπαίδευση. Δεν θα του έλεγε ευχαριστώ όμως, αν μεσολαβούσε γι’ αυτήν.
«Αποφάσισες;» ρώτησε ο Ραντ, σταματώντας. Ο Γουίραμον επιτέλους σιώπησε.
Η Εγκουέν δίστασε, αλλά ο Ραντ πρόσεξε ότι δεν κοίταξε τη Μουαραίν προτού νεύσει. «Θα κάνω ό,τι μπορώ».
Η απροθυμία της τον ενοχλούσε. Δεν το είχε ζητήσει από τη Μουαραίν —δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη Μία Δύναμη σαν όπλο κατά των Σάιντο, παρά μόνο αν εκείνοι την απειλούσαν ή αν κατάφερνε να την πείσει ότι ήταν όλοι Σκοτεινόφιλοι― αλλά η Εγκουέν δεν είχε δώσει τους Τρεις Όρκους, και ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι θα καταλάβαινε πως ήταν αναγκαίο. Αντιθέτως όμως, εκείνη είχε ασπρίσει όταν της το πρότεινε και τρεις μέρες τον απέφευγε, ως τώρα. Τουλάχιστον είχε συμφωνήσει. Ό,τι έκανε συντομότερη τη μάχη με το Σάιντο, ήταν για το καλό.
Η έκφραση της Μουαραίν δεν άλλαξε, αν και ο Ραντ δεν είχε καμία αμφιβολία τι σκεφτόταν μέσα της. Εκείνα τα ατάραχα χαρακτηριστικά των Άες Σεντάι, εκείνα τα μάτια των Άες Σεντάι, μπορούσαν να δείξουν παγερή αποδοκιμασία χωρίς να σαλέψουν καθόλου.
Ο Ραντ έχωσε το κομμάτι του δόρατος στη ζώνη του και πάτησε ίο πρώτο σκαλί ― και τότε η Μουαραίν μίλησε.
«Γιατί φοράς πάλι σπαθί;»
Ήταν η τελευταία ερώτηση που θα περίμενε. «Γιατί όχι;» μουρμούρισε και άρχισε να ανεβαίνει. Δεν ήταν καλή απάντηση, αλλά τον είχε ξαφνιάσει.
Η μισοεπουλωμένη λαβωματιά στο πλευρό του τον τραβούσε καθώς ανέβαινε· δεν πονούσε ακριβώς, αλλά έμοιαζε έτοιμη να ανοίξει. Δεν της έδωσε σημασία· συχνά του έδινε αυτή την αίσθηση, όταν κατέβαλλε κόπο.
Ο Ρούαρκ και οι άλλοι αρχηγοί φατρίας τον ακολούθησαν, με τον Μπάελ να αφήνει τελευταίος τη Μελαίν, αλλά ευτυχώς ο Γουίραμον και οι λακέδες του έμειναν στο έδαφος. Ο Υψηλός Άρχοντας ήξερε τι έπρεπε να γίνει· δεν χρειαζόταν και δεν ήθελε άλλες πληροφορίες. Ο Ραντ, νιώθοντας το βλέμμα της Μουαραίν να τον ακολουθεί, κοίταξε κάτω. Δεν ήταν η Μουαραίν, Ήταν η Εγκουέν αυτή που τον παρακολουθούσε να σκαρφαλώνει, με πρόσωπο τόσο όμοιο με αυτό μιας Άες Σεντάι, ώστε η διαφορά ήταν αμελητέα. Η Μουαραίν είχε σκύψει το κεφάλι πλάι στον Λαν. Ο Ραντ έλπισε να μην άλλαζε γνώμη η Εγκουέν.
Στην πλατιά εξέδρα της κορυφής, δύο κοντοί, ιδρωμένοι νεαροί με κοντά μανίκια έστηναν ένα ξύλινο σωλήνα ενισχυμένο με μπρούντζο, με μήκος τρία βήματα, πιο χοντρό από ανθρώπινο μπράτσο, που ήταν στημένος σε ένα περιστρεφόμενο πλαίσιο στηριγμένο στο κιγκλίδωμα. Λίγα βήματα παραπέρα υπήρχε ένας πανομοιότυπος σωλήνας, στο ίδιο σημείο που ήταν σχεδόν από τότε που είχε ολοκληρωθεί χθες η κατασκευή του πύργου. Υπήρχε και τρίτος άνδρας χωρίς σακάκι εκεί, που σκούπιζε το κεφάλι του μ’ ένα ριγέ μαντήλι, ενώ τους φώναζε άγρια.
«Με το μαλακό. Με το μαλακό, είπα! Βρε άχρηστες νυφίτσες, άμα στραβώσετε κανένα φακό, θα σας στρίψω το κεφάλι να κοιτάει το μπρος-πίσω. Σφίξ’ το γερά, Τζολ. Σφίξ’ το! Αν πέσει όταν θα κοιτάζει ο Άρχοντας Δράκοντας, θα πηδήξετε να το πιάσετε. Όχι μόνο γι’ αυτόν. Άμα μου χαλάσετε τη δουλειά, καλύτερα να είχατε σπάσει το χοντροκέφαλό σας».
Ο Τζολ και ο άλλος νεαρός, ο Κάιλ, συνέχισαν να δουλεύουν γρήγορα, αλλά χωρίς να δείχνουν ιδιαίτερα ταραγμένοι Με τα χρόνια είχαν συνηθίσει τον τρόπο που μιλούσε ο Κιν Τοβίρ. Ο Ραντ είχε σκεφτεί την ιδέα για έναν τέτοιον πύργο, όταν ανάμεσα στους πρόσφυγες είχε βρει έναν τεχνίτη —και τους δύο βοηθούς του― που έκανε φακούς και κιάλια.
Στην αρχή, κανείς απ’ τους τρεις δεν πρόσεξε ότι δεν ήταν μόνος. Οι αρχηγοί φατρίας σκαρφάλωναν με αθόρυβα πόδια και ο εξάψαλμος του Τοβίρ κάλυπτε τον ήχο από τις μπότες του Ραντ. Κι ο ίδιος ο Ραντ ξαφνιάστηκε όταν είδε το κεφάλι του Λαν να ξεπροβάλλει από το πορτάκι μετά τον Μπάελ· παρά τις μπότες του, ο Πρόμαχος δεν έκανε περισσότερο θόρυβο από τους Αελίτες.
Όταν επιτέλους είδαν τους νεοαφιχθέντες, οι δύο μαθητευόμενοι τινάχτηκαν με γουρλωμένα μάτια σαν να μην είχαν ξαναδεί Αελίτη, έπειτα έσκυψαν κάνοντας μισή υπόκλιση στον Ραντ κι έμειναν έτσι. Ο κατασκευαστής φακών έκανε μια σχεδόν εξίσου σπασμωδική κίνηση βλέποντας τους Αελίτες, όμως υποκλίθηκε πιο συγκρατημένα, σκουπίζοντας ξανά το κεφάλι του καθώς υποκλινόταν.
«Σου είπα ότι θα τελειώσω το δεύτερο σήμερα, Άρχοντα Δράκοντα». Ο Τοβίρ κατόρθωσε να προσθέσει σεβασμό στον τόνο του χωρίς να κάνει τη φωνή λιγότερο τραχιά. «Εξαιρετική σκέψη αυτός ο πύργος. Εγώ δεν θα μπορούσα να τη συλλάβω, όμως, όταν ρώτησες πόσο μακριά μπορεί να δει κανείς μ’ ένα κιάλι... Δώσε μου λίγο χρόνο και θα σου φτιάξω ένα που θα μπορείς να βλέπεις από δω το Κάεμλυν. Αν ο πύργος είναι αρκετά ψηλός», πρόσθεσε σκεπτικά. «Υπάρχουν και όρια».
«Όσα έχεις ήδη κάνει αρκούν και με το παραπάνω, αφέντη Τοβίρ». Σίγουρα ήταν παραπάνω απ’ ό,τι ήλπιζε ο Ραντ. Ήδη είχε ρίξει μια ματιά από το πρώτο κιάλι.
Ο Τζολ και ο Κάιλ ήταν ακόμα σκυμμένοι σε ορθή γωνία, με τα κεφάλια χαμηλωμένα. «Ίσως θα ’ταν προτιμότερο να πάρεις κάτω τους μαθητευόμενούς σου», είπε ο Ραντ. «Για να μην είμαστε στριμωγμένοι».
Είχε χώρο για τετραπλάσιους, όμως ο Τοβίρ αμέσως χτύπησε με το χοντρό του δάχτυλο τον ώμο του Κάιλ. «Άντε να φεύγουμε, αδέξιοι παλιοσταβλίτες! Μην μπλέκουμε στα πόδια του Άρχοντα Δράκοντα».
Οι μαθητευόμενοι μόλις που όρθωσαν το κορμί να τον ακολουθήσουν, κοιτώντας με πιο γουρλωμένο βλέμμα τον Ραντ απ’ όσο πριν τους Αελίτες, καθώς κατέβαιναν τη σκάλα. Ο Κέιλ ήταν ένα χρόνο μικρότερος από τον Ραντ, ο Τζολ δύο. Και οι δύο είχαν γεννηθεί σε πόλεις μεγαλύτερες απ’ όσο φανταζόταν προτού φύγει από τους Δύο Ποταμούς, είχαν επισκεφθεί την Καιρχίν και είχαν δει τον βασιλιά και την Έδρα της Άμερλιν, έστω κι από μακριά, ενώ ο ίδιος ακόμα βοσκούσε πρόβατα. Το πιθανότερο ήταν ότι σε μερικά θέματα ήξεραν ακόμα περισσότερο για τον κόσμο απ’ όσα ήξερε ο ίδιος. Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι και έσκυψε στο καινούριο κιάλι.
Μπροστά του πρόβαλλε η Καιρχίν. Τα δάση, που δεν ήταν ιδιαίτερα πυκνά για κάποιον συνηθισμένο στα δάση των Δύο Ποταμών, σταματούσαν τελείως αρκετά μακριά από την πόλη, φυσικά. Τα ψηλά, γκρίζα, γεμάτα τετράγωνους πύργους τείχη που σχημάτιζαν τέλειο τετράγωνο κόντρα στο ποτάμι, περιγελούσαν τις απαλές καμπύλες των λόφων. Εντός τους, υψώνονταν κι άλλοι πύργοι σε αυστηρά μοτίβα, σχηματίζοντας τις άκρες ενός πλέγματος, μερικοί είκοσι φορές ψηλότεροι από τα τείχη ή ίσως και περισσότερο, όμως ήταν ακόμα κυκλωμένοι από σκαλωσιές. Οι θρυλικοί ακέφαλοι πύργοι ακόμα ξαναχτίζονταν αφότου είχαν πυρποληθεί κατά τον Πόλεμο των Αελιτών.
Την τελευταία φορά που είχε δει την πόλη, μια άλλη πόλη την περιέβαλλε από τη μια ακροποταμιά ως την άλλη, τα Προπύλαια, ένας λαβύρινθος από στενάκια, φτιαγμένος από ξύλο, μια πόλη τόσο ζωηρή, όσο σοβαρή ήταν από την άλλη πλευρά η Καιρχίν. Τώρα, μόνο μια πλατιά έκταση από στάχτη και καρβουνιασμένα ξύλα αγκάλιαζαν τα τείχη. Ο Ραντ δεν μπορούσε να καταλάβει πώς δεν είχε εξαπλωθεί η φωτιά και στην ίδια την Καιρχίν.
Λάβαρα στόλιζαν όλους τους πύργους της πόλης, τόσο μακρινά, που δεν ξεχώριζαν, όμως οι ανιχνευτές τού τα είχαν περιγράψει. Τα μισά έφεραν τις Ημισελήνους του Δακρύου και τα άλλα μισά, κάτι που ίσως δεν αποτελούσε έκπληξη, ήταν πιστές απομιμήσεις του Λάβαρου του Δράκοντα, που εκείνος είχε αφήσει να κυματίζει πάνω από την Πέτρα του Δακρύου. Κανένα δεν έφερε τον Ανατέλλοντα Ήλιο της Καιρχίν.
Μετακίνησε λιγάκι μόνο το κιάλι και η πόλη χάθηκε από τα μάτια του. Στην άλλη άκρη του ποταμού υπήρχαν ακόμα τα μαυρισμένα πέτρινα κουφάρια των σιταποθηκών. Μερικοί από τους Καιρχινούς, με τους οποίους είχε μιλήσει ο Ραντ, ισχυρίζονταν ότι η πυρπόληση των σιταποθηκών είχε οδηγήσει σε ταραχές και κατόπιν στο θάνατο του Βασιλιά Γκάλντριαν, επομένως και στον εμφύλιο πόλεμο. Άλλοι έλεγαν ότι η δολοφονία του Γκάλντριαν είχε προκαλέσει τις ταραχές και τις φωτιές. Ο Ραντ αμφέβαλλε αν θα μάθαινε ποτέ την αλήθεια ή αν ήταν αλήθεια κάτι από τα δύο.
Υπήρχαν καμένοι όγκοι αραιά σπαρμένοι και στις δύο πλευρές του ποταμού, αλλά κανένας κοντά στην πόλη. Οι Αελίτες ένιωθαν ταραχή —η λέξη φόβος ίσως παραήταν δυνατή για να το περιγράψει― για υδάτινες εκτάσεις, τις οποίες δεν μπορούσαν να περάσουν περπατώντας, όμως ο Κουλάντιν είχε καταφέρει να απλώσει ξύλινους διαδρόμους από επιπλέοντες κορμούς δένδρων στον Αλγκουένυα, πάνω και κάτω από την Καιρχίν, με αρκετούς άνδρες να τους φυλάνε, για να μην τους κόψει κάποιος. Από κει και μετά, το λόγο είχαν τα φλεγόμενα βέλη. Μόνο ποντίκια και πουλιά μπορούσαν να μπουν ή να βγουν από την Καιρχίν χωρίς την άδεια του Κουλάντιν.
Οι λόφοι γύρω από την πόλη δεν μαρτυρούσαν πολλά ίχνη πολιορκητικού στρατού. Εδώ κι εκεί υπήρχαν όρνια που χτυπούσαν τα φτερά τους, δίχως αμφιβολία απολαμβάνοντας τα υπολείμματα κάποιων που είχαν αποπειραθεί να ξεφύγουν, όμως δεν φαινόταν κανένας Σάιντο. Οι Αελίτες σπάνια φαίνονταν όταν δεν ήθελαν να τους δεις.
Μια στιγμή. Ο Ραντ έστρεψε το κιάλι σε μια άδενδρη λοφοκορφή περίπου ένα μίλι από τα τείχη. Σε μια ομάδα ανθρώπων. Δεν διέκρινε πρόσωπα, ούτε πολλά άλλα εκτός του ότι φορούσαν το καντιν’σόρ. Κάτι ακόμα. Ένας απ’ αυτούς τους άνδρες είχε γυμνά τα μπράτσα. Ο Κουλάντιν. Σίγουρα ήταν φαντασία του, όμως του φαινόταν ότι όταν ο Κουλάντιν περπατούσε, ο Ραντ έβλεπε το φως του ήλιου να αστράφτει στις μεταλλικές φολίδες που κύκλωναν τους πήχεις του άλλου σε απομίμηση των δικών του. Ο Ασμόντιαν τις είχε βάλει εκεί. Ήταν μια απόπειρα να αποσπάσει την προσοχή του Ραντ, να τον απασχολήσει, όσο ο Ασμόντιαν θα προωθούσε τα σχέδιά του —όμως, χωρίς αυτές, πόσα γεγονότα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά; Σίγουρα, πάντως, δεν θα στεκόταν τώρα σ’ αυτόν τον πύργο, παρακολουθώντας μια πολιορκημένη πόλη και περιμένοντας μάχη.
Ξαφνικά, κάτι έσχισε τον αέρα σε κείνο το μακρινό λόφο, κάτι απροσδιόριστο και θολό, και δύο από τους άνδρες εκεί πάνω σωριάστηκαν σφαδάζοντας. Κοιτώντας τους άνδρες που είχαν πέσει, οι οποίοι έμοιαζαν να έχουν καρφωθεί από το ίδιο δόρυ, ο Κουλάντιν και οι άλλοι έμοιαζαν αποσβολωμένοι σαν τον Ραντ. Ο Ραντ γύρισε το κιάλι και έψαξε να βρει εκείνον που είχε πετάξει το δόρυ με τόση δύναμη. Πρέπει να ήταν γενναίος —και ανόητος― για να έχει πλησιάσει τόσο κοντά. Ο Ραντ γρήγορα πλάτυνε το πεδίο της έρευνάς του, πέρα από το πιθανό βεληνεκές ενός ανθρώπινου χεριού. Είχε αρχίσει να σκέφτεται τους Ογκιρανούς —δεν ήταν πιθανό· ήθελε πολλή δουλειά για να κεντρίσεις έναν Ογκιρανό τόσο, που να καταφύγει στη βία― όταν άλλη μια θολή εικόνα τράβηξε το βλέμμα του.
Ξαφνιασμένος, σχεδόν ορθώθηκε προτού ξαναστρέψει το κιάλι στα τείχη της Καιρχίν. Το δόρυ —ή ό,τι άλλο ήταν― είχε έρθει από εκεί. Ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Το πώς ήταν άλλη υπόθεση. Από αυτή την απόσταση, μόλις που διέκρινε πού και πού κάποιον να κινείται στα τείχη ή σε κανέναν πύργο.
Ο Ραντ σήκωσε το κεφάλι και είδε τον Ρούαρκ να αφήνει το άλλο κιάλι, παραχωρώντας τη θέση του στον Χαν. Αυτός ήταν ο αποκλειστικός λόγος για τον πύργο και τα κιάλια. Οι ανιχνευτές έφερναν νέα για τον τρόπο που είχαν αναπτυχθεί οι Σάιντο, αλλά έτσι οι αρχηγοί μπορούσαν να δουν με τα ίδια τους τα μάτια το έδαφος στο οποίο θα έδιναν τη μάχη. Είχαν ήδη καταστρώσει όλοι μαζί ένα σχέδιο, όμως δεν θα ήταν χαμένος χρόνος να ξανάριχναν μια ματιά ακόμα. Ο Ραντ δεν ήξερε πολλά από μάχες, όμως ο Λαν πίστευε ότι ήταν καλό το σχέδιο που είχαν κάνει. Τουλάχιστον ο Ραντ δεν ήξερε πολλά με το δικό του μυαλό· μερικές φορές τρύπωναν εκεί άλλες αναμνήσεις, και τότε έμοιαζε να ξέρει περισσότερα απ’ όσα ήθελε.
«Το είδες; Αυτά τα... δόρατα;»
Ο Ρούαρκ φαινόταν μπερδεμένος σαν τον Ραντ, όμως ο Αελίτης ένευσε. «Το τελευταίο πέτυχε ακόμα έναν Σάιντο, όμως σύρθηκε και απομακρύνθηκε. Το κακό είναι ότι δεν πέτυχε τον Κουλάντιν». Έδιεξε το κιάλι και ο Ραντ τον άφησε να πάρει τη θέση του.
Ήταν πράγματι τόσο κακή τύχη; Ο θάνατος του Κουλάντιν δεν θα έδινε τέλος σ’ αυτό που απειλούσε την Καιρχίν και όχι μόνο αυτήν. Τώρα που οι Σάιντο είχαν διαβεί το Δρακότειχος, δεν θα γυρνούσαν μόνο και μόνο αν πέθαινε ο άνθρωπος τον οποίο θεωρούσαν ως τον αληθινό Καρ’α’κάρν. Μπορεί να τους τάραζε, αλλά όχι τόσο. Και ύστερα απ’ όσα είχε δει ο Ραντ, δεν πίστευε ότι ο Κουλάντιν δικαιούταν να γλιτώσει τόσο εύκολα. Μπορώ να γίνω όσο σκληρός χρειαστεί, σκέφτηκε, χαϊδεύοντας τη λαβή του σπαθιού του. Γι’ αυτόν, μπορώ.