Όταν η Νυνάβε ξαναβρέθηκε στην άμαξα, έβαλε ένα ευπρεπές φόρεμα, μουρμουρίζοντας ενοχλημένη, επειδή έπρεπε να ανοίξει μια σειρά κουμπιά και να κουμπώσει μια άλλη μόνη της. Το απλό γκρίζο μαλλί ήταν καλοραμμένο και καλής ποιότητας αλλά όχι τίποτα το φανταχτερό, και δεν θα προκαλούσε σχόλια πουθενά, αλλά ήταν σίγουρα πιο ζεστό. Πάντως, ένιωθε ωραία που ήταν πάλι ντυμένη σεμνά. Και κάπως παράξενα επίσης, σαν να φορούσε πολλά ρούχα. Πρέπει να έφταιγε η ζέστη.
Γονάτισε γοργά μπροστά στη μικρή πλίνθινη εστία με τη μεταλλική καμινάδα και άνοιξε το σιδερένιο πορτάκι, όπου ήταν κρυμμένα τα πολύτιμά τους.
Το συστρεμμένο πέτρινο δαχτυλίδι γρήγορα μπήκε στο πουγκί πλάι στο βαρύ σφραγιδοφόρο δαχτυλίδι του Λαν και στο χρυσό της δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό. Το μικρό επίχρυσο κουτάκι με τα πετράδια που της είχε δώσει η Αμάθιρα, το έβαλε στο δερμάτινο σακίδιο με τα σακουλάκια με τα βότανα που είχε πάρει από τη Ρόντε Μακούρα στο Μαρντέσιν, όπως και το μικρό γουδί με το γουδοχέρι για την προετοιμασία τους· αυτά τα ψηλάφισε, για να βεβαιωθεί για τα περιεχόμενά τους, από το παντογιάτρι ως την απαίσια ρίζα διχαλόγλωσσας. Έβαλε εκεί και τα πληρεξούσια, και τρία από τα έξι πουγκιά, που δεν ξεχείλιζαν πια, τώρα που είχαν πληρώσει το θηριοτροφείο για το πέρασμα στη Γκεάλνταν. Ο Λούκα μπορεί να μην νοιαζόταν για τα εκατό μάρκα του, αλλά δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να πληρωθεί για τα έξοδά του. Μαζί με τα δαχτυλίδια, έβαλε κι ένα πληρεξούσιο που έδινε στην κομίζουσα δικαίωμα να κάνει ό,τι επιθυμούσε εν ονόματι της Έδρας της Άμερλιν. Στη Σαμάρα είχαν φτάσει μονάχα αόριστες φήμες για κάποιους μπελάδες στην Ταρ Βάλον· ίσως μπορούσε να το χρησιμοποιήσει κάπου, έστω κι αν έφερε την υπογραφή της Σιουάν Σάντσε. Το σκούρο ξύλινο κουτί το άφησε εκεί που ήταν, πλάι σε τρία πουγκιά, όπως επίσης και το τραχύ σακούλι από γιούτα, μέσα στο οποίο ήταν το α’ντάμ —αυτό δεν είχε την παραμικρή διάθεση να το αγγίξει― και το ασημένιο βέλος που είχε βρει η Ηλαίην τη νύχτα της ολέθριας συνάντησης με τη Μογκέντιεν.
Για μια στιγμή κοίταξε το βέλος σμίγοντας τα φρύδια, καθώς σκεφτόταν τη Μογκέντιεν. Το πιο φρόνιμο θα ήταν να κάνει ό,τι μπορούσε για να την αποφύγει. Αυτό θα ήταν το πιο φρόνιμο. Τη νίκησα μια φορά! Και τη δεύτερη φορά, η Μογκέντιεν την είχε κρεμάσει σαν λουκάνικο στην κουζίνα. Αν δεν ήταν η Μπιργκίτε... Έκανε την επιλογή της. Αυτό είχε πει η Μπιργκίτε και ήταν αλήθεια. Θα μπορούσα να την νικήσω. Θα μπορούσα. Αν όμως αποτύγχανα... Αν αποτύγχανε...
Απλώς προσπαθούσε να αποφύγει το δερμάτινο πουγκί που ήταν στριμωγμένο στο βάθος, και το ήξερε, όμως ήταν εξίσου άσχημα το πουγκί και η σκέψη ότι θα έχανε πάλι από τη Μογκέντιεν. Πήρε μια βαθιά ανάσα, άπλωσε μουδιασμένα το χέρι και το έπιασε από τα κορδόνια, καταλαβαίνοντας ότι είχε κάνει λάθος. Το κακό φάνηκε να ποτίζει το χέρι της, δυνατότερο από ποτέ, λες και ο Σκοτεινός πραγματικά προσπαθούσε να αποδράσει μέσω της σφραγίδας από κουεντιγιάρ που υπήρχε εκεί μέσα. Καλύτερα να συλλογιζόταν όλη μέρα την ήττα της από τη Μογκέντιεν· ένας ολόκληρος κόσμος χώριζε τη σκέψη από την πραγματικότητα. Πρέπει να έφταιγε η φαντασία της —δεν είχε νιώσει αυτό το συναίσθημα στο Τάντσικο― αλλά μακάρι να μπορούσε να το αφήσει στην Ηλαίην για να το κουβαλήσει εκείνη. Ή να μπορούσε να το αφήσει εκεί.
Μην είσαι ανόητη! είπε αυστηρά στον εαυτό της. Κρατά κλειστή τη φυλακή του Σκοτεινού. Απλώς άφησες τη φαντασία σου αχαλίνωτη. Όμως το άφησε να πέσει, σαν να ’ταν πτώμα ποντικιού που είχε ψοφήσει πριν από μια βδομάδα, στο κόκκινο φόρεμα που της είχε φτιάξει ο Λούκα, και μετά το τύλιξε και το έδεσε χωρίς να χασομερά. Το μεταξωτό δεματάκι μπήκε στο κέντρο ενός μπόγου με ρούχα που θα έπαιρνε μαζί της, μέσα στον καλό γκρίζο μανδύα ταξιδίου της. Η απόσταση λίγων εκατοστών ήταν αρκετή για να διώξει την αίσθηση της σκοτεινιάς και της απόγνωσης, αλλά και πάλι ήθελε να πλύνει το χέρι της. Μακάρι να μην γνώριζε τι υπήρχε εκεί. Στ’ αλήθεια σκεφτόταν χαζομάρες. Η Ηλαίην θα γελούσε μαζί της και η Μπιργκίτε επίσης. Και με το δίκιο τους.
Πάντως, τα ρούχα που ήθελε να κρατήσει σχημάτιζαν δύο πακέτα, και λυπόταν για κάθε τι που αναγκαζόταν να αφήσει πίσω της. Ακόμα και για το γαλάζιο μεταξωτό φόρεμα με το βαθύ ντεκολτέ. Όχι ότι ήθελε να ξαναφορέσει τέτοιο πράγμα —δεν σκόπευε ούτε να αγγίξει το κόκκινο φόρεμα, μέχρι να δώσει το πακέτο απείραχτο σε μια Άες Σεντάι στο Σαλιντάρ― αλλά δεν μπορούσε να μην αθροίσει το κόστος των ρούχων, των αλόγων και των κάρων που είχαν εγκαταλείψει από τη στιγμή που είχαν φύγει από το Τάντσικο. Και το κόστος της άμαξας και των βαρελιών με τη μπογιά. Ακόμα και η Ηλαίην θα μόρφαζε, αν το σκεφτόταν ποτέ. Η νεαρή πίστευε ότι πάντα θα έβρισκε νομίσματα όταν έβαζε το χέρι στο πουγκί.
Ετοίμαζε ακόμα το δεύτερο πακέτο, όταν η Ηλαίην επέστρεψε και φόρεσε σιωπηλά ένα γαλάζιο μεταξωτό φόρεμα. Σιωπηλά, με εξαίρεση τα μουρμουρητά της, όταν χρειάστηκε να διπλώσει τα χέρια πίσω στην πλάτη της για να το κουμπώσει. Η Νυνάβε θα τη βοηθούσε, αν της το είχε ζητήσει, αλλά, εφόσον δεν το είχε κάνει, κοίταξε απλώς εξεταστικά τη νεαρή, καθώς εκείνη άλλαζε, ψάχνοντας για μελανιές. Της είχε φανεί ότι άκουσε μια κραυγή λίγα λεπτά προτού φτάσει η Ηλαίην, και, αν αυτή και η Μπιργκίτε είχαν πιαστεί στα χέρια... Δεν ήξερε αν είχε χαρεί, βλέποντας ότι δεν υπήρχε καμία μελανιά. Το ποταμόπλοιο, με τον τρόπο του, θα ήταν εξίσου στενό όσο και μια άμαξα, και λιγότερο ευχάριστο, σε περίπτωση που οι δυο γυναίκες ήταν στα μαχαίρια. Αλλά, βέβαια, ίσως να τους είχε κάνει καλό, αν είχαν εκτονώσει κάπως το θηριώδη θυμό τους.
Η Ηλαίην δεν έλεγε λέξη καθώς μάζευε τα πράγματά της, ούτε καν όταν η Νυνάβε τη ρώτησε, αρκετά φιλικά, πού είχε σηκωθεί να φύγει έτσι απότομα, σαν να ’χε κάτσει σε τσουκνίδα. Εκείνη την κοίταξε παγερά, με το πηγούνι υψωμένο, σαν να νόμιζε ότι ήδη καθόταν στο θρόνο της μητέρας της.
Μερικές φορές η Ηλαίην ήταν ακόμα πιο βουβή, με τρόπο που έλεγε περισσότερα απ’ όσα μπορούσαν να πουν οι λέξεις. Βρίσκοντας ότι είχαν μείνει τρία πουγκιά, κοντοστάθηκε προτού τα πάρει, και η θερμοκρασία στην άμαξα χαμήλωσε σημαντικά, αν και τα πουγκιά ήταν μονάχα το μερίδιό της. Η Νυνάβε είχε βαρεθεί τη γκρίνια για τον τρόπο που ξόδευε τα νομίσματα· η νεαρή θα έπρεπε να τα δει να σπαταλιούνται, ώστε να καταλάβει ότι για αρκετό διάστημα δεν θα έβρισκαν άλλα. Όταν όμως η Ηλαίην συνειδητοποιούσε ότι το δαχτυλίδι είχε χαθεί, και το σκούρο κουτί ήταν ακόμα εκεί...
Η Ηλαίην ζύγιασε το κουτί και άνοιξε το καπάκι, σουφρώνοντας τα χείλη, καθώς εξέταζε τα περιεχόμενά του, τα άλλα δύο τερ’ανγκριάλ που κουβαλούσαν τόσο δρόμο από το Δάκρυ. Ένας μικρός σιδερένιος δίσκος δουλεμένος και στις δύο πλευρές με μια στενή σπειροειδή γραμμή, και μια στενή πλάκα μήκους οκτώ πόντων, που έμοιαζε κεχριμπαρένια, αλλά ήταν σκληρότερη από ατσάλι και είχε με κάποιον τρόπο σκαλισμένη μέσα της τη μορφή μιας γυναίκας που κοιμόταν. Και τα δύο μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να μπεις στον Τελ’αράν’ριοντ, αν και όχι τόσο εύκολα, ούτε τόσο καλά όσο με το δαχτυλίδι· για να τα χρησιμοποιήσεις, έπρεπε να διαβιβάσεις Πνεύμα, τη μοναδική από τις Πέντε Δυνάμεις που μπορούσες να διαβιβάσεις στον ύπνο σου. Της Νυνάβε της φαινόταν ότι αυτό ήταν το σωστό, που τα είχε αφήσει για την Ηλαίην, αφού η ίδια ήταν υπεύθυνη για το δαχτυλίδι. Κλείνοντας το κουτί με έναν ξερό κρότο, η Ηλαίην την κοίταξε, απολύτως ανέκφραστη, και μετά το έχωσε σε ένα από τα δέματά της μαζί με το ασημένιο βέλος. Η σιωπή της ήταν βροντερή.
Η Ηλαίην είχε κάνει κι αυτή δύο δέματα, όμως τα δικά της ήταν μεγαλύτερα· δεν είχε αφήσει έξω τίποτα εκτός από τα σακάκια με τις πούλιες και τα παντελόνια. Η Νυνάβε απέφυγε να παρατηρήσει ότι η Ηλαίην τα είχε ξεχάσει· θα έπρεπε να το κάνει, μιας και ήταν μουτρωμένες μεταξύ τους, αλλά αυτή ήξερε πώς να επαναφέρει την αρμονία. Περιορίστηκε στο να ξεφυσήξει μια φορά, μόλις η Ηλαίην με μια επιτηδευμένη κίνηση πρόσθεσε το α’ντάμ στα πράγματά της, αν και, κρίνοντας από τη ματιά που της έριξε σε ανταπόδοση, θα σκεφτόσουν ότι η Νυνάβε της είχε εκφράσει αναλυτικά τις αντιρρήσεις της. Όταν πια βγήκαν από την άμαξα, μπορούσες να πελεκήσεις τη σιωπή και να την πουλήσεις για να δροσίζει το κρασί.
Έξω οι άνδρες ήταν έτοιμοι. Και μουρμούριζαν, και έριχναν ματιές όλο ανυπομονησία στις δυο τους. Δεν ήταν σωστό. Ο Γκάλαντ και ο Ούνο δεν είχαν τίποτα να ετοιμάσουν. Το φλάουτο και η άρπα του Θομ κρεμόταν στην πλάτη του, στις δερμάτινες θήκες τους, μαζί με ένα μικρό μπογαλάκι, και ο Τζούιλιν, με το σπαθοσπάστη στη ζώνη, γέρνοντας στο ραβδί του που έφτανε ως το κεφάλι του, είχε ένα ακόμα μικρότερο, προσεκτικά δεμένο. Οι άνδρες ήταν πρόθυμοι να φοράνε τα ίδια ρούχα μέχρι αυτά να σαπίσουν.
Φυσικά, και η Μπιργκίτε επίσης ήταν έτοιμη, με το τόξο στο χέρι, τη φαρέτρα στο γοφό, ενώ στα πόδια είχε ένα δεματάκι, τυλιγμένο στο μανδύα της, όχι πολύ πιο μικρό από ένα δεματάκι της Ηλαίην. Η Νυνάβε τη θεωρούσε ικανή να είχε βάλει εκεί μέσα τα φορέματα του Λούκα, αλλά αυτό που την έκανε να κοντοσταθεί ήταν τα ρούχα που είχε βάλει. Τα σχιστά φουστάνια της έμοιαζαν με το ογκώδες παντελόνι που φορούσε στον Τελ’αράν’ριοντ, με εξαίρεση το ότι ήταν χρυσά μάλλον παρά κίτρινα και δεν ήταν μαζεμένα στους αστραγάλους. Το κοντό γαλάζιο σακάκι είχε ίδιο κόψιμο.
Το μυστήριο της προέλευσης των ρούχων της λύθηκε όταν ήρθε τρέχοντας η Κλαρίν, λέγοντας ότι είχε αργήσει, φέρνοντας δύο ακόμα φούστες και άλλο ένα σακάκι, τα οποία δίπλωσε κι έβαλε στο δεματάκι της Μπιργκίτε. Στάθηκε για να πει πόσο λυπόταν που έφευγαν από το θηριοτροφείο, και δεν ήταν η μόνη που ξέκλεψε λίγα λεπτά από τη φασαρία της προετοιμασίας. Ήρθε και η Αλούντρα για να ευχηθεί ασφαλές ταξίδι, όπου και να πήγαιναν, με την Ταραμπονέζικη προφορά της. Και με δύο ακόμα κουτιά από τα φλογόραβδά της. Η Νυνάβε τα έχωσε στο σακίδιό της μ’ έναν αναστεναγμό. Είχε αφήσει τα άλλα στην άμαξα με μια επιδεικτική κίνηση και η Ηλαίην τα είχε σπρώξει στο πίσω μέρος του ραφιού, πίσω από ένα σακί φασόλια, κάποια στιγμή που νόμιζε πως η Νυνάβε δεν την έβλεπε. Ο Πέτρα προσφέρθηκε να τις συνοδεύσει ως το ποτάμι, προσποιούμενος ότι δεν είχε προσέξει τα μάτια της γυναίκας του που είχαν στενέψει από ανησυχία, και το ίδιο προσφέρθηκαν να κάνουν και οι Τσαβάνα, όπως επίσης ο Κιν και ο Μπάριτ, οι ακροβάτες, που όμως, όταν η Νυνάβε τους είπε ότι δεν υπήρχε ανάγκη και ο Πέτρα έσμιξε τα φρύδια, αυτοί δυσκολεύτηκαν να κρύψουν την ανακούφισή τους. Χρειάστηκε να μιλήσει γρήγορα, επειδή ο Γκάλαντ και οι άλλοι ήταν έτοιμοι να δεχθούν. Μια έκπληξη ήταν ότι ακόμα και η Λατέλ έκανε μια βιαστική εμφάνιση όλο συγγνώμες, χαμόγελα και βλέμμα που έλεγε ότι θα βοηθούσε να κουβαλήσουν τα μπαγκάζια τους, αν ήταν να τις ξεφορτωθεί μια ώρα αρχύτερα. Η Νυνάβε ξαφνιάστηκε που δεν ήρθε η Σεράντιν, αν και κατά κάποιον τρόπο χάρηκε κιόλας. Η Ηλαίην μπορεί να τα πήγαινε μια χαρά μαζί της, αλλά, μετά το περιστατικό της επίθεσης που είχε δεχθεί από τη Σωντσάν, η Νυνάβε ένιωθε μια ένταση κάθε φορά που ήταν κοντά της, ίσως πολύ περισσότερο επειδή η Σεράντιν δεν έδειχνε να νιώθει το ίδιο.
Ο ίδιος ο Λούκα ήταν ο τελευταίος, κι έδωσε μια χούφτα αξιολύπητα, διψασμένα αγριολούλουδα στη Νυνάβε —το Φως μόνο ήξερε πού τα είχε βρει― με διακηρύξεις για την αιώνια αγάπη του, εξωφρενικά εγκώμια για τη ομορφιά της και δραματικούς όρκους, που έλεγαν ότι θα την ξανάβρισκε, ακόμα κι αν χρειαζόταν να ταξιδέψει στα πέρατα του κόσμου. Η Νυνάβε δεν ήξερε τι απ’ αυτά έκανε τα μάγουλά της να αναψοκοκκινίσουν χειρότερα, αλλά το παγερό βλέμμα της έδιωξε το χαμόγελο από το πρόσωπο του Τζούιλιν και την κατάπληξη από το πρόσωπο του Ούνο. Ό,τι κι αν σκέφτονταν ο Θομ και ο Γκάλαντ, είχαν τη φρονιμάδα να μην το φανερώσουν στα πρόσωπά τους. Η Νυνάβε δεν τόλμησε να κοιτάξει την Μπιργκίτε και την Ηλαίην.
Το χειρότερο ήταν ότι έπρεπε να στέκεται εκεί και να τον ακούει, με τα μαραμένα λουλούδια να γέρνουν στο χέρι της, ενώ το πρόσωπό της κοκκίνιζε ολοένα και περισσότερο. Αν προσπαθούσε να τον διώξει στρίβοντάς του το αυτί, μάλλον θα τον ωθούσε να εντείνει τις προσπάθειές του, και θα έδινε στους άλλους περισσότερα πολεμοφόδια εναντίον της απ’ όσα ήδη διέθεταν. Παραλίγο θα άφηνε ένα στεναγμό ανακούφισης όταν ο ανόητος άνδρας υποκλίθηκε κι έφυγε ανεμίζοντας επιδεικτικά την κάπα του.
Η Νυνάβε κράτησε τα λουλούδια και προχώρησε μπροστά από τους άλλους, για να μην χρειαστεί να δει τα πρόσωπά τους, σπρώχνοντας θυμωμένα τα δέματα όταν έπεφταν από τη θέση τους, ώσπου πια είχε απομακρυνθεί πέρα από το μουσαμαδένιο τείχος και δεν φαινόταν από τις άμαξες. Τότε πέταξε τα κακόμοιρα τα μπουμπούκια κάτω με τόση δύναμη, ώστε ο Ράγκαν και οι άλλοι σκληροτράχηλοι Σιναρανοί, που κάθονταν οκλαδόν πιο πέρα στο λιβάδι που τους χώριζε από το δρόμο, αντάλλαξαν ματιές. Όλοι είχαν από ένα δεματάκι τυλιγμένο με κουβέρτα στη ράχη τους —μικρό, φυσικά!― πλάι στο σπαθί τους, αλλά ήταν φορτωμένοι με αρκετά φλασκιά με νερό που θα κρατούσαν μέρες, και ο ένας στους τρεις είχε ένα μικρό ή μεγάλο κατσαρολάκι να κρέμεται από κάπου πάνω του. Ωραία. Αν ήταν να μαγειρέψει κάποιος, ας μαγείρευαν αυτοί! Δίχως να τους περιμένει να αποφασίσουν αν ήταν ασφαλές να πλησιάσει, βγήκε στο χωματόδρομο μόνη της.
Ο Βάλαν Λούκα ήταν ο πρόξενος της οργής της —μα να την ταπεινώσει μ’ αυτόν τον τρόπο! Έπρεπε να του είχε βαρέσει μία στο κεφάλι, κι ας σκέφτονταν οι άλλοι ό,τι ήθελαν!― αλλά αποδέκτης της ήταν ο Λαν Μαντράγκοραν. Ο Λαν ποτέ δεν της είχε δώσει λουλούδια. Όχι ότι ήταν σημαντικό αυτό. Της είχε εκφράσει τα συναισθήματά του με λόγια πιο βαθιά και πιο ειλικρινή απ’ όσο θα μπορούσε ποτέ ο Βάλαν Λούκα. Η Νυνάβε εννοούσε κάθε λέξη που είχε πει στον Λούκα, αλλά, αν ο Λαν έλεγε ότι θα σε έπαιρνε μαζί του, τότε δεν θα τον σταματούσαν οι απειλές· δεν θα τον σταματούσε ούτε η διαβίβαση, εκτός αν προλάβαινες να την κάνεις προτού σου έλυνε τα μέλη και το μυαλό με τα φιλιά του. Πάντως, θα ’ταν ωραίο να έδινε και κανένα λουλουδάκι. Σίγουρα θα ήταν πιο ωραίο από το να εξηγεί για πολλοστή φορά γιατί η αγάπη τους δεν είχε μέλλον. Οι άνδρες και οι όρκοι τους! Οι άνδρες και η τιμή τους! Ήταν παντρεμένος με το θάνατο, ε; Αυτός και ο προσωπικός του πόλεμος με τη Σκιά! Θα ζούσε, θα την παντρευόταν και, αν είχε άλλη γνώμη γι’ αυτά τα δύο, η Νυνάβε θα του έδειχνε το σωστό. Της ερχόταν να τσιρίξει από τη σύγχυση.
Είχε κάνει εκατό βήματα στο δρόμο μέχρι να την προφτάσουν οι άλλοι, λοξοκοιτώντας την, Η Ηλαίην απλώς ξεφύσηξε πιο δυνατά, ενώ πάλευε να τακτοποιήσει τα δύο δέματα στην πλάτη της —ε, ήθελε να κουβαλήσει τα πάντα μαζί της― όμως η Μπιργκίτε προχωρούσε με μεγάλες δρασκελιές και προσποιούταν ότι μουρμούριζε, αλλά μιλούσε ξεκάθαρα για γυναίκες που ήταν σαν τις Καρπανές κοπελιές, οι οποίες είχαν πηδήξει από έναν γκρεμό στο ποτάμι. Η Νυνάβε τις αγνόησε και τις δύο.
Οι άνδρες απλώθηκαν, ο Γκάλαντ μπροστά με τον Θομ και τον Τζούιλιν πλάι του, τους Σιναρανούς σε δύο μακριούς στοίχους στα πλάγια του δρόμου, με τα επιφυλακτικά τους βλέμματα να ψάχνουν κάθε μαραμένο θάμνο και ζάρα του εδάφους. Περπατώντας ανάμεσά τους, η Νυνάβε ένιωθε ανόητη —ήταν λες και περίμεναν να ξεφυτρώσει κανένας στρατός από το χώμα· θα ’λεγε κανείς ότι οι τρεις γυναίκες ήταν ανήμπορες― ειδικά όταν οι Σιναρανοί ακολούθησαν το παράδειγμα του Ούνο και ξεθηκάρωσαν τα σπαθιά. Μα δεν φαινόταν άνθρωπος πουθενά· ακόμα και τα χωριουδάκια από παράγκες έμοιαζαν ερημωμένα. Η λεπίδα του Γκάλαντ έμεινε στο θηκάρι της, αλλά ο Τζούιλιν άρχισε να ζυγιάζει το ραβδί του αντί να το χρησιμοποιεί ως στήριγμα για το περπάτημα, ενώ μαχαίρια εμφανίζονταν κι εξαφανίζονταν στα χέρια του Θομ, σαν να μην είχε αίσθηση του τι έκανε. Ακόμα και η Μπιργκίτε έβαλε βέλος στο τόξο της. Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι. Μόνο ένας γενναίος όχλος θα τολμούσε να εμφανιστεί μπροστά σ’ αυτούς τους ανθρώπους.
Κι έπειτα έφτασαν στη Σαμάρα, κι ευχήθηκε να είχε δεχθεί την προσφορά του Πέτρα και των Τσαβάνα και όσων άλλων μπορούσε να βρει.
Οι πύλες στέκονταν ανοιχτές και αφρούρητες, και έξι μαύρες στήλες καπνού υψώνονταν πίσω από τα γκρίζα τείχη. Οι δρόμοι παραπέρα ήταν έρημοι. Κάτω από τα πόδια τους έτριζαν θρύψαλα τζαμιών από σπασμένα παράθυρα· αυτός ήταν ο μόνος ήχος, με εξαίρεση ένα απόμακρο βούισμα, σαν τερατώδη σμήνη από σφήκες να ’χαν σκορπίσει στην πόλη. Στο πλακόστρωτο ήταν σκορπισμένα έπιπλα και ρούχα, κατσαρολικά και πήλινα σκεύη, πράγματα που είχαν πεταχτεί από σπίτια και μαγαζιά, μολονότι δεν μπορούσε να πει κάποιος αν το είχαν κάνει πλιατσικολόγοι ή άνθρωποι στο φευγιό τους.
Το θύμα δεν ήταν μόνο οι περιουσίες. Σε ένα σημείο, ένα πτώμα με ωραίο πράσινο μεταξωτό σακάκι κρεμόταν το μισό έξω από ένα παράθυρο, χαλαρό κι ασάλευτο· αλλού, ένας ρακένδυτος άνδρας ήταν κρεμασμένος από το λαιμό στο πρόστεγο ενός γανωτή. Μερικές φορές, σε κάποιον παράδρομο ή σοκάκι, η Νυνάβε έβλεπε φευγαλέα κάτι που μπορεί να ήταν μπόγος από παλιόρουχα· ήξερε όμως ότι δεν ήταν.
Σε μια είσοδο σπιτιού, που η τσακισμένη πόρτα κρεμόταν στραβά από ένα μεντεσέ, μικρές φλόγες έγλειφαν μια ξύλινη σκάλα κι ο καπνός μόλις άρχιζε να απλώνεται. Ο δρόμος τώρα μπορεί να ήταν άδειος, αλλά αυτός που το είχε κάνει δεν είχε πολλή ώρα που ήταν εδώ. Η Νυνάβε, γυρνώντας το κεφάλι δεξιά-αριστερά, προσπαθώντας να κοιτάξει παντού, έσφιξε γερά το μαχαίρι στη ζώνη της.
Μερικές φορές το θυμωμένο βουητό δυνάμωνε, σαν ένας λαρυγγώδης βρυχηθμός οργής δίχως λέξεις, που έμοιαζε να βρίσκεται ένα δρόμο παραπέρα· όμως, όταν τους βρήκαν οι μπελάδες, ξέσπασαν βουβά και ξαφνικά. Η μάζα των ανδρών βγήκε από την επόμενη γωνία σαν κοπάδι λύκων που κυνηγούν, κλείνοντας ολόκληρο το δρόμο, δίχως ήχο με εξαίρεση το βρόντο από τις μπότες τους. Η όψη της Νυνάβε και των άλλων ήταν σαν δαυλός που πετάς σε μια θημωνιά. Δεν δίστασαν διόλου· χίμηξαν μπροστά σαν ένας, ουρλιάζοντας λυσσασμένα, ανεμίζοντας δικράνια και σπαθιά, τσεκούρια και ρόπαλα, ό,τι μπορούσαν να πάρουν στα χέρια για όπλο.
Η Νυνάβε είχε ακόμα αρκετό θυμό για να αγκαλιάσει το σαϊντάρ, και το έκανε δίχως να σκεφτεί, προτού καν δει τη λάμψη να πετιέται γύρω από την Ηλαίην. Υπήρχαν δέκα τρόποι που μπορούσε να σταματήσει αυτόν τον όχλο μόνη της, δέκα ακόμα που μπορούσε να τον θερίσει αν ήθελε. Αν δεν υπήρχε η πιθανότητα να είναι κάπου η Μογκέντιεν. Δεν ήξερε αν ήταν η ίδια σκέψη αυτή που είχε συγκρατήσει και την Ηλαίην. Ήξερε μόνο ότι κράτησε το θυμό και την Αληθινή Πηγή με αντίστοιχο ζήλο, και η δυσκολία ήταν η Μογκέντιεν και όχι ο όχλος που ερχόταν. Τα κράτησε αυτά τα δύο και ήξερε ότι δεν τολμούσε να κάνει τίποτα. Όχι, εφόσον υπήρχε οποιαδήποτε άλλη πιθανότητα. Σχεδόν ευχήθηκε να μπορούσε να κόψει τις ροές που ύφαινε η Ηλαίην. Πρέπει να υπήρχε κι άλλος τρόπος.
Ένας άνδρας με κουρελιασμένο κόκκινο σακάκι, το οποίο πρέπει να ανήκε σε κάποιον άλλο, κρίνοντας από τα χρυσοπράσινα κεντητά στολίδια του, έτρεχε μπροστά από τους άλλους με μακριές δρασκελιές και στριφογύριζε ένα τσεκούρι για ξύλα πάνω από το κεφάλι του. Το βέλος της Μπιργκίτε τον πέτυχε στο μάτι. Έπεσε φαρδύς-πλατύς και οι υπόλοιποι τον τσαλαπάτησαν, με αλλοιωμένα πρόσωπα και με ουρλιαχτά δίχως λέξεις. Τίποτα δεν θα τους σταματούσε. Μ’ ένα αλύχτημα, που ήταν το μισό οργή και το μισό καθαρός φόβος, η Νυνάβε έσυρε το μαχαίρι της και προετοιμάστηκε να διαβιβάσει.
Σαν κύμα που πέφτει στα βράχια, η επέλαση τσακίστηκε στο Σιναρανό ατσάλι. Οι άνδρες με τους κότσους στην κορυφή του κεφαλιού, σχεδόν εξίσου τραχιοί μ’ αυτούς που πολεμούσαν, δούλευαν μεθοδικά τα σπαθιά τους με τη μακριά λαβή, μάστορες της τέχνης τους, και η σφαγή δεν πέρασε την πρώτη γραμμή. Άνδρες έπεφταν ουρλιάζοντας για τον Προφήτη, όμως άλλοι σκαρφάλωναν πάνω τους. Ο Τζούιλιν, ο ανόητος, ήταν σε κείνη τη γραμμή, με το κωνικό καπέλο κουρνιασμένο στο μελαψό κεφάλι του, και το λεπτό ραβδί του ήταν μια θολούρα από τη γρηγοράδα με την οποία απέκρουε χτυπήματα, έσπαγε μπράτσα και άνοιγε κεφάλια. Ο Θομ δούλευε πίσω από τη γραμμή, με γερό βήμα παρά το χωλό πόδι του, καθώς χιμούσε από σημείο σε σημείο για να αντιμετωπίσει τους λίγους που είχαν καταφέρει να περάσουν· είχε μόνο ένα εγχειρίδιο σε κάθε χέρι, όμως ακόμα και ξιφομάχοι σκοτώνονταν από κείνες τις λεπίδες. Το τραχύ πρόσωπο του βάρδου ήταν βλοσυρό, όταν όμως ένα θηρίο με δερμάτινο γιλέκο σιδερά πλησίασε την Ηλαίην με το δικράνι του, ο Θομ γρύλισε άγρια, σαν να ήταν κι αυτός του όχλου, και σχεδόν έκοψε σύρριζα το κεφάλι του άλλου καθώς του άνοιγε το λαιμό. Μέσα σ’ όλα αυτά, η Μπιργκίτε γαλήνια άλλαζε θέσεις και κάθε βέλος έβρισκε κι ένα μάτι.
Παρ’ όλο όμως που αναχαίτισαν τον όχλο, αυτός που τον διέλυσε ήταν ο Γκάλαντ. Αντιμετώπισε την εφόρμηση τους σαν να περίμενε τον επόμενο χορό στη δεξίωση, αμέριμνος, με τα χέρια σταυρωμένα, χωρίς να κάνει καν τον κόπο να γυμνώσει τη λεπίδα του, παρά μόνο όταν βρέθηκαν σχεδόν μπροστά του. Τότε χόρεψε, και η χάρη των κινήσεών του έγινε μέσα σε μια στιγμή ένας ρέων θάνατος. Δεν στάθηκε ακίνητος για να τους χτυπά· άνοιξε πέρασμα ως την καρδιά του όχλου, ένα δρόμο πλατύ όσο η σπαθιά του. Μερικές φορές πέντε ή έξι τον πλησίαζαν με σπαθιά και τσεκούρια και πόδια τραπεζιών, που τα κρατούσαν σαν ρόπαλα, όμως μόνο όσο για να πεθάνουν. Απ’ αυτόν έτρεξαν να φύγουν οι πρώτοι, πετώντας τα όπλα τους, και, όταν το έσκασαν και οι υπόλοιποι, άνοιξαν χώρο γύρω του. Καθώς χάνονταν γυρνώντας από κει που είχαν έρθει, αυτός στεκόταν είκοσι βήματα μακριά απ’ όλους τους άλλους, μονάχος ανάμεσα στους νεκρούς και στα βογκητά αυτών που πέθαιναν.
Η Νυνάβε ανατρίχιασε, καθώς ο Γκάλαντ έσκυβε για να σκουπίσει τη λεπίδα του στο σακάκι ενός πτώματος. Οι κινήσεις του ήταν γεμάτες χάρη, ακόμα και σε κάτι τέτοιο. Ήταν πανέμορφος, ακόμα και σε κάτι τέτοιο. Της ήρθε αναγούλα.
Δεν είχε ιδέα πόση ώρα είχε περάσει. Μερικοί Σιναρανοί έγερναν στα σπαθιά τους, λαχανιασμένοι. Και κοιτώντας τον Γκάλαντ με αρκετό σεβασμό. Ο Θομ ήταν σκυμμένος και στηριζόταν με το ένα χέρι στο γόνατο, ενώ με το άλλο προσπαθούσε να διώξει την Ηλαίην, λέγοντάς της ότι απλώς ήθελε να πάρει μια ανάσα. Λεπτά, ώρες· το ίδιο έμοιαζε.
Αυτή τη φορά, κοιτώντας τους πληγωμένους που κείτονταν στο πλακόστρωτο εδώ κι εκεί, τον άλλο που σερνόταν να φύγει, δεν ένιωθε καμία επιθυμία να Θεραπεύσει, κανέναν οίκτο. Λίγο παραπέρα ήταν ένα δικράνι, όπως το ’χε πετάξει κάποιος· σε ένα δόντι ήταν καρφωμένο ένα κομμένο ανδρικό κεφάλι, σε ένα άλλο ένα γυναικείο. Το μόνο που ένιωθε ήταν ναυτία κι επίσης ευγνωμοσύνη που δεν ήταν δικό της το κεφάλι. Κι επίσης παγωνιά.
«Ευχαριστώ», είπε δυνατά, σε κανέναν συγκεκριμένα και σε όλους. «Ευχαριστώ πολύ». Τα λόγια την έτσουζαν λιγάκι —δεν της άρεσε να ομολογεί κάτι που δεν μπορούσε να κάνει μόνη της― αλλά ήταν αληθινά. Τότε η Μπιργκίτε ένευσε σε ένδειξη αποδοχής και η Νυνάβε πάλεψε με τον εαυτό της. Όμως η Μπιργκίτε είχε κάνει ό,τι και οι άλλοι. Περισσότερα απ’ ό,τι είχε κάνει η Νυνάβε. Ξανάχωσε το μαχαίρι στη θήκη της ζώνης της. «Σημαδεύεις... πολύ καλά».
Μ’ ένα στραβό χαμόγελο, σαν να ήξερε πόσο δύσκολα είχαν βγει αυτά τα λόγια από το στόμα της Νυνάβε, η Μπιργκίτε πήγε να πάρει τα βέλη της. Η Νυνάβε ανατρίχιασε και προσπάθησε να μην βλέπει.
Οι περισσότεροι Σιναρανοί είχαν πληγές, και ο Θομ και ο Τζούιλιν επίσης αιμορραγούσαν —σαν από θαύμα, ο Γκάλαντ ήταν απείραχτος· ή μπορεί να μην ήταν θαύμα, με τον τρόπο που κουμάνταρε το σπαθί του― αλλά, σαν σωστοί άνδρες, ο καθένας επέμενε ότι τα τραύματά του ήταν αμελητέα. Ακόμα και ο Ούνο είπε ότι έπρεπε να προχωρήσουν, ενώ είχε το ένα χέρι να κρέμεται και μια χαρακιά στο πλάι του προσώπου του, του οποίου η ουλή θα γινόταν κατοπτρικό είδωλο της άλλης, αν δεν Θεραπευόταν γρήγορα.
Στην πραγματικότητα, η Νυνάβε δεν είχε αντίρρηση να φύγουν, παρ’ όλο που σκεφτόταν ότι έπρεπε να φροντίσει τα τραύματά τους. Η Ηλαίην αγκάλιασε τον Θομ για να τον στηρίξει· σε απάντηση, αυτός αρνήθηκε να γείρει πάνω της και άρχισε να απαγγέλλει μια ιστορία στον Υψηλό Ρυθμό, με τόσο περίτεχνη διατύπωση, ώστε δύσκολα αναγνώριζε κάποιος την ιστορία της Κιρούκαν, της πανέμορφης στρατιωτικής βασίλισσας των Πολέμων των Τρόλοκ.
«Ήταν όλο νεύρα, σαν αρκούδα πιασμένη σε αγκαθωτούς θάμνους, ακόμα και στα καλά της», είπε μαλακά η Μπιργκίτε, χωρίς να μιλά σε κάποιον συγκεκριμένο. «Δεν έμοιαζε καθόλου με κάποια εδώ κοντά».
Η Νυνάβε έτριξε τα δόντια. Ό,τι και να ’κανε η Μπιργκίτε, δεν θα ξανάκουγε κομπλιμέντα απ’ αυτήν. Τώρα που το ξανασκεφτόταν, κάθε άνδρας στους Δύο Ποταμούς θα μπορούσε να σημαδέψει καλά από τέτοια απόσταση. Ακόμα και τα αγοράκια.
Μπουμπουνητά τούς ακολούθησαν, μακρινοί βρυχηθμοί από άλλους δρόμους, και είχε συχνά την αίσθηση ότι μάτια τούς κοίταζαν από τα άδεια, δίχως τζάμια παράθυρα. Αλλά πρέπει να είχε διαδοθεί η είδηση ή ίσως οι παρατηρητές να είχαν δει τι είχε συμβεί, επειδή δεν συνάντησαν ψυχή στο διάβα τους, ώσπου ξαφνικά δύο δωδεκάδες Λευκομανδίτες εμφανίστηκαν στο δρόμο μπροστά τους, οι μισοί με τα βέλη έτοιμα στις χορδές, οι υπόλοιποι με τις λεπίδες γυμνές. Οι λεπίδες των Σιναρανών υψώθηκαν την ίδια στιγμή.
Με μια σύντομη στιχομυθία μεταξύ του Γκάλαντ και ενός άλλου με τραχύ πρόσωπο κάτω από ένα κωνικό κράνος μπόρεσαν να περάσουν, αν και ο άνθρωπος κοίταζε τους Σιναρανούς με αμφιβολία, όπως και τον Θομ και τον Τζούιλιν, και την Μπιργκίτε βεβαίως. Η Νυνάβε εκνευρίστηκε. Καλά έκανε η Ηλαίην και προχωρούσε με το πηγούνι υψωμένο, αγνοώντας τους Λευκομανδίτες, λες και ήταν υπηρέτες, αλλά της Νυνάβε δεν της άρεσε να θεωρεί τίποτα δεδομένο.
Το ποτάμι δεν απείχε πολύ. Πέρα από μερικές πέτρινες αποθήκες με στέγες από λιθοκέραμα, οι τρεις πέτρινες αποβάθρες της πόλης μόλις που έφταναν στο νερό περνώντας πάνω από την ξεραμένη λάσπη. Ένα χοντρό δικάταρτο σκάφος στεκόταν στο τέλος της μιας, με τα ίσαλα ψηλά. Η Νυνάβε έλπιζε να έβρισκαν χωριστές καμπίνες. Ευχήθηκε να μην σκαμπανέβαζε πολύ.
Ένα μικρό πλήθος ήταν μαζεμένο είκοσι βήματα από την αποβάθρα, μπροστά στα άγρυπνα βλέμματα τεσσάρων φρουρών με λευκούς μανδύες· καμιά δωδεκάδα άνδρες, κυρίως ηλικιωμένοι, όλοι κουρελιασμένοι και χτυπημένοι, και άλλες τόσες γυναίκες, οι περισσότερες με δυο-τρία παιδιά να κρέμονται πάνω τους, ενώ μερικές είχαν και κάποιο μωρό στην αγκαλιά. Δύο ακόμα Λευκομανδίτες στέκονταν ακριβώς μπροστά στην αποβάθρα. Τα παιδιά έκρυβαν τα πρόσωπα στα φουστάνια των μανάδων τους, όμως οι ενήλικες κοίταζαν το πλοίο με λαχτάρα. Η εικόνα ράγιζε την καρδιά της Νυνάβε· θυμόταν ίδια βλέμματα, πολύ περισσότερα, στο Τάντσικο. Ανθρώπους που έλπιζαν απεγνωσμένα να βρεθούν σε ασφαλή τόπο. Για εκείνους δεν είχε μπορέσει να κάνει τίποτα.
Προτού προλάβει να κάνει κάτι γι’ αυτούς, ο Γκάλαντ άρπαξε κι αυτήν και την Ηλαίην από το μπράτσο, τις έσυρε στην αποβάθρα και τις κατέβασε από μια τρεμάμενη σανιδόσκαλα. Έξι άνδρες με αυστηρά πρόσωπα, λευκούς μανδύες και στιλβωμένες πανοπλίες στέκονταν στο κατάστρωμα και κοίταζαν μια ομάδα ξυπόλητων, γυμνόστηθων ως επί το πλείστον ανδρών που κάθονταν οκλαδόν στις κοφτές μάσκες της πλώρης. Ο καπετάνιος, που στεκόταν στην αρχή της σανιδόσκαλας, κοίταζε εξίσου ξινά τους Λευκομανδίτες και το μπουλούκι που πλημμύριζε το πλοίο του.
Ο Άγκνι Νέρες ήταν ψηλός και κοκαλιάρης, φορούσε σκούρο σακάκι, είχε πεταχτά αυτιά και σκυθρωπή όψη στο στενό πρόσωπό του. Δεν έδινε σημασία στον ιδρώτα που κυλούσε στα μάγουλά του. «Πλήρωσες τα ναύλα δύο γυναικών. Θες να πάρω τζάμπα την άλλη κούκλα και τους άνδρες;» Η Μπιργκίτε τον κοίταξε απειλητικά, όμως εκείνος δεν φάνηκε να την προσέχει.
«Θα πάρεις τα χρήματά σου, καλέ μου καπετάνιε», του είπε η Ηλαίην ψυχρά.
«Αρκεί να είναι λογική η τιμή», είπε η Νυνάβε και αγνόησε την αιχμηρή ματιά της Ηλαίην.
Το στόμα του Νέρες στένεψε, κάτι που φαινόταν αδύνατο, κι αυτός ξαναμίλησε στον Γκάλαντ. «Τότε, αν κατεβάσεις τους άνδρες σου από το σκάφος μου, θα σαλπάρω. Δεν θέλω ούτε μέρα να βρίσκομαι εδώ».
«Αρκεί να πάρεις και τους άλλους επιβάτες σου», είπε η Νυνάβε, κάνοντας νόημα στους μαζεμένους ανθρώπους.
Ο Νέρες έψαξε για τον Γκάλαντ και είδε ότι είχε απομακρυνθεί, προκειμένου να μιλήσει με τους άλλους Λευκομανδίτες, και τότε κοίταξε τον κόσμο στη στεριά και μίλησε στον αέρα πάνω από το κεφάλι της Νυνάβε. «Όποιους μπορούν να πληρώσουν. Δεν βλέπω πολλούς ανάμεσά τους που να έχουν λεφτά. Και να είχαν όμως, δεν μπορώ να τους πάρω όλους».
Εκείνη σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών, για να προσέξει στα σίγουρα ο άλλος το χαμόγελό της. Το σαγόνι του βυθίστηκε στο γιακά του. «Όλους ως τον τελευταίο, καπετάνιε. Αλλιώς θα σου κόψω τα αυτιά».
Ο άλλος άνοιξε το στόμα όλο θυμό και μετά τα μάτια του πλάτυναν, κοιτώντας πιο πέρα από τη Νυνάβε. «Καλά», είπε βιαστικά. «Αλλά θέλω κάποια πληρωμή. Ελεημοσύνη δίνω την Πρωτομέρα, κι έχει περάσει».
Η Νυνάβε ξαναπάτησε κανονικά στο κατάστρωμα και κοίταξε καχύποπτα πάνω από τον ώμο της. Εκεί στέκονταν ο Θομ, ο Τζούιλιν και ο Ούνο, κοιτώντας ανέκφραστα τη Νυνάβε και τον Νέρες. Όσο ανέκφραστα μπορούσαν, με τέτοια χαρακτηριστικά που είχε ο Ούνο, και με τα αίματα στα πρόσωπά τους. Υπερβολικά ανέκφραστα.
Η Νυνάβε ξεφύσηξε κοφτά και είπε, «Θέλω να τους δω όλους ν’ ανεβαίνουν στο πλοίο προτού πιάσεις έστω κι ένα σκοινί», και πήγε να βρει τον Γκάλαντ. Μάλλον του άξιζε ένα ευχαριστώ. Ο Γκάλαντ νόμιζε ότι αυτό που έκανε ήταν το σωστό. Αυτό ήταν το πρόβλημα ακόμα και με τους καλύτερους άνδρες. Πάντα νόμιζαν ότι κάνουν το σωστό. Πάντως, ό,τι κι αν είχαν κάνει εκείνοι οι τρεις, την είχαν γλιτώσει από τον καυγά.
Τον βρήκε μαζί με την Ηλαίην, και το όμορφο πρόσωπό του ήταν γεμάτο σύγχυση. Έλαμψε όταν την είδε. «Νυνάβε, πλήρωσα το ταξίδι σας ως το Μποάντα. Είναι μόνο στα μισά του δρόμου για την Αλτάρα, όπου ο Μπόερν χύνεται στον Έλνταρ, αλλά δεν είχα λεφτά για πιο πέρα. Ο πλοίαρχος Νέρες μου πήρε και το τελευταίο χάλκινο που είχα στο πουγκί μου, και αναγκάστηκα να δανειστώ από πάνω. Ο άνθρωπος χρεώνει το δεκαπλάσιο. Φοβάμαι ότι θα πρέπει να κανονίσετε μόνες σας από κει πώς θα πάτε στο Κάεμλυν. Ειλικρινά λυπάμαι».
«Έχεις ήδη κάνει πολλά», είπε η Ηλαίην, και το βλέμμα της στράφηκε στα σύννεφα του καπνού που υψώνονταν πάνω από τη Σαμάρα.
«Το υποσχέθηκα», είπε αυτός καρτερικά, κουρασμένα. Ήταν ολοφάνερο ότι είχαν κάνει τον ίδιο διάλογο και προτού έρθει η Νυνάβε.
Η Νυνάβε κατάφερε να εκφράσει τις ευχαριστίες της, κάτι που εκείνος απέρριψε με αξιοπρέπεια, με ένα βλέμμα που έλεγε ότι ούτε η Νυνάβε καταλάβαινε. Και η Νυνάβε ήταν έτοιμη να το παραδεχτεί. Ο Γκάλαντ είχε αρχίσει πόλεμο για να κρατήσει μια υπόσχεση —η Ηλαίην είχε δίκιο· οι συμπλοκές θα γινόταν πόλεμος, αν αυτό δεν είχε ήδη γίνει― όμως, με τους άνδρες του να φρουρούν το πλοίο του Νέρες, δεν θα απαιτούσε καλύτερη τιμή. Το πλοίο ήταν του Νέρες, και ο Νέρες ας χρέωνε όσο ήθελε. Αρκεί να έπαιρνε την Ηλαίην και τη Νυνάβε. Ήταν αλήθεια. Ο Γκάλαντ δεν μετρούσε ποτέ τι κόστος είχε το να κάνει το σωστό, ούτε στον εαυτό του ούτε σε κανέναν άλλο.
Στη σανιδόσκαλα κοντοστάθηκε, κοιτώντας την πόλη σαν να έβλεπε το μέλλον. «Μείνετε μακριά από τον Ραντ αλ’Θόρ», είπε ζοφερά. «Φέρνει τον όλεθρο. Θα τσακίσει ξανά τον κόσμο. Μείνετε μακριά». Κι άρχισε να τρέχει στην αποβάθρα, φωνάζοντας να του φέρουν την αρματωσιά του.
Η Νυνάβε αντάλλαξε μια ματιά όλο απορία με την Ηλαίην, αν και σύντομα τράβηξαν αλλού το βλέμμα αμήχανες. Ήταν δύσκολο να μοιραστείς μια τέτοια στιγμή με κάποιον που ήξερες ότι θα τσάκιζε κόκαλα με τη γλώσσα του. Τουλάχιστον αυτός ήταν ο λόγος που ένιωθε άβολα η ίδια· γιατί ήταν ταραγμένη η Ηλαίην, αυτό δεν μπορούσε να το φανταστεί, εκτός αν είχε ξανάρθει στα σύγκαλά της. Ο Γκάλαντ σίγουρα δεν υποψιαζόταν ότι δεν είχαν σκοπό να πάνε στο Κάεμλυν. Σίγουρα όχι. Οι άνδρες δεν είχαν τόση αντίληψη. Οι δύο γυναίκες έκαναν αρκετή ώρα να ξανακοιταχτούν.