23 «Το Πέμπτο, Σας Το Δίνω»

Η Εγκουέν οδήγησε τη Μιστ γύρω από μια χλοερή λοφοκορφή και κοίταξε τα ποτάμια των Αελιτών να κατεβαίνουν από το Πέρασμα Τζανγκάι. Η σέλα πάλι είχε σπρώξει τα φουστάνια της πάνω από τα γόνατά της, όμως τώρα σχεδόν δεν το πρόσεχε. Δεν μπορούσε να περνά όλες της τις ώρες σιάζοντάς τα. Κι επίσης φορούσε κάλτσες· τα πόδια της δεν ήταν γυμνά.

Οι Αελίτες κατέβαιναν σε φάλαγγες από κάτω της, παραταγμένοι κατά φατρία και σέπτα και κοινωνία. Χιλιάδες επί χιλιάδων, με τα υποζύγια και τα μουλάρια, με τους γκαϊ’σάιν που θα φρόντιζαν τα στρατόπεδα, ενώ οι υπόλοιποι πολεμούσαν, απλωμένοι σε πλάτος ενός μιλίου, ενώ υπήρχαν ακόμα κι άλλοι στο πέρασμα ή είχαν ήδη προχωρήσει και χαθεί. Ακόμα και χωρίς να υπάρχουν οικογένειες, έμοιαζε να προελαύνει ένα έθνος ολόκληρο. Η Οδός του Μεταξιού εδώ ήταν δρόμος κανονικός, πλάτους πενήντα ολόκληρων βημάτων, στρωμένος με πλατιές λευκές πλάκες, ο οποίος περνούσε ίσια μέσα από λόφους που είχαν σκαφτεί για να είναι επίπεδοι. Η μάζα των Αελιτών ήταν τόση, που ο δρόμος σχεδόν είχε χαθεί από κάτω τους, παρ’ όλο που οι περισσότεροι έδειχναν ότι προτιμούσαν να περπατήσουν στο γρασίδι, αλλά αρκετές πλάκες είχαν τη μια γωνιά ανασηκωμένη ή βυθισμένη. Τα τελευταία είκοσι χρόνια το δρόμο τον διάβαιναν μονάχα κάρα ντόπιων αγροτών και αραιά και πού κάποια άμαξα.

Ξαφνιάστηκε, βλέποντας πάλι δένδρα, αληθινά δένδρα, ψηλές βελανιδιές και χαμαιδάφνες που σχημάτιζαν πραγματικά αλσύλλια, αντί για κοντά, παραμορφωμένα από τον άνεμο νανόδενδρα, που φύτρωναν διάσπαρτα, όπως επίσης και το ψηλό γρασίδι που ανέμιζε στην αύρα ανάμεσα στους λόφους. Υπήρχε πραγματικό δάσος στο βορρά, και σύννεφα στον ουρανό, που ήταν αραιά και ψηλά, αλλά δεν έπαυαν να είναι σύννεφα. Ο αέρας έμοιαζε υπέροχα δροσερός μετά την Ερημιά, και υγρός, αν και τα καφέ φύλλα και οι μεγάλες καφέ λωρίδες του γρασιδιού της έλεγαν ότι στην πραγματικότητα μπορεί να έκανε περισσότερη ζέστη και ξηρασία απ’ το συνηθισμένο γι’ αυτή την εποχή του χρόνου. Πάντως, η ύπαιθρος της Καιρχίν ήταν ένας χλοερός παράδεισος σε σύγκριση με την άλλη πλευρά του Δρακότειχους.

Ένα ρυάκι ελισσόταν, κυλώντας προς το βορρά κάτω από μια σχεδόν επίπεδη γέφυρα, στριμωγμένο στον ξεραμένο πηλό μιας μεγαλύτερης κοίτης· λίγα μίλια παραπέρα στην ίδια κατεύθυνση ήταν ο ποταμός Γκάελιν. Η Εγκουέν αναρωτήθηκε τι θα έκαναν οι Αελίτες μπροστά σ’ αυτό το ποτάμι· είχε δει άλλη μια φορά Αελίτες κοντά σε ποτάμι. Η ζαρωμένη λωρίδα του νερού ήταν ακριβώς το σημείο που κοβόταν η σταθερή ροή των ανθρώπων, καθώς άνδρες και Κόρες κοντοστέκονταν, για να την ατενίσουν έκπληκτοι, προτού περάσουν απέναντι.

Οι άμαξες του Καντίρ συνέχιζαν από το δρόμο, και οι μακριές σειρές των μουλαριών τραβούσαν, βάζοντας τα δυνατά τους, αλλά συνεχώς οι Αελίτες τις προσπερνούσαν. Είχαν κάνει τέσσερις μέρες για να περάσουν τις στροφές και τα γυρίσματα του περάσματος, και ο Ραντ προχωρούσε γοργά, σαν να ήθελε να φτάσει στην Καιρχίν μέσα τις λίγες ώρες που θα είχαν ακόμα φως στον ουρανό. Η Μουαραίν και ο Λαν προχωρούσαν μαζί με τις άμαξες· όχι μπροστά τους, ούτε και με το λευκό σπιτάκι του Καντίρ που έμοιαζε με κουτί σε ρόδες, αλά πλάι στη δεύτερη άμαξα, όπου η σκεπασμένη με μουσαμά μορφή της πόρτας-τερ’ανγκριάλ σχημάτιζε καμπούρα πάνω από το υπόλοιπο φορτίο. Κάποια αντικείμενα του φορτίου ήταν τυλιγμένα προσεχτικά ή ήταν πακεταρισμένα σε κουτιά και βαρέλια, τα οποία είχε φέρει ο Καντίρ στην Ερημιά γεμάτα αγαθά, ενώ μερικά ήταν απλώς βαλμένα όπου χωρούσαν, παράξενες μορφές από μέταλλο και γυαλί, μια καρέκλα από κόκκινο κρύσταλλο, δύο αγαλματάκια σε ύψος παιδιού που έδειχναν έναν άνδρα και μια γυναίκα γυμνούς, ραβδιά από κόκαλο και φίλντισι και παράξενα μαύρα υλικά που ποίκιλλαν σε μήκος και σε πάχος. Λογής-λογής πράγματα, ανάμεσά τους και μερικά που η Εγκουέν δεν μπορούσε καλά-καλά ούτε να τα περιγράψει. Η Μουαραίν δεν είχε αφήσει ούτε πόντο άδειο σε καμία από τις άμαξες.

Η Εγκουέν ευχήθηκε να ήξερε γιατί η Άες Σεντάι νοιαζόταν τόσο πολύ για κείνη τη συγκεκριμένη άμαξα· ίσως κανένας άλλος να μην είχε προσέξει ότι η Μουαραίν της έδινε περισσότερη προσοχή απ’ ό,τι σε όλες τις υπόλοιπες μαζί, αλλά έτσι ήταν. Όχι ότι θα μάθαινε σύντομα το λόγο. Η πρόσφατα αποκτημένη ισότητά της με τη Μουαραίν ήταν κάτι το ευαίσθητο, όπως είχε μάθει, όταν είχε κάνει αυτή την ερώτηση, στην καρδιά του περάσματος, και είχε ακούσει τη Μουαραίν να της απαντά ότι η φαντασία της κάλπαζε και ότι, αν είχε χρόνο να κατασκοπεύει την Άες Σεντάι, τότε ίσως η Μουαραίν μπορούσε να πει στις Σοφές ότι έπρεπε να εντείνουν την εκπαίδευσή της. Η Εγκουέν φυσικά είχε απολογηθεί εκ βαθέων και η συγγνώμη της πρέπει να είχε φέρει αποτέλεσμα. Η Άμυς και οι άλλες δεν ζητούσαν μεγαλύτερο μερίδιο από τις νύχτες της σε σχέση με πριν.

Περίπου εκατό Φαρ Ντάραϊς Μάι του Τάαρνταντ περνούσαν τρέχοντας με κοντά βηματάκια από τη δική της πλευρά του δρόμου, με άκοπες κινήσεις, με γεμάτες φαρέτρες στους γοφούς και με τα πέπλα τους να κρέμονται, αλλά έτοιμα να φορεθούν. Μερικές κρατούσαν στα χέρια τόξα από κυρτά κέρατα με βέλη στις χορδές, άλλες τα είχαν σε θήκες στην πλάτη, ενώ τα δόρατα και οι μικρές στρογγυλές ασπίδες κουνιόνταν ρυθμικά, καθώς έτρεχαν. Πίσω από την παράταξή τους, δώδεκα γκαϊ’σάιν με λευκές ρόμπες οδηγούσαν φορτωμένα μουλάρια και πάσχιζαν να τις προφτάσουν. Μία γκαϊ’σάιν φορούσε μαύρα, όχι λευκά: η Ισέντρε μοχθούσε πιο σκληρά απ’ όλους. Η Εγκουέν διέκρινε την Αντελίν και δυο-τρεις ακόμα, που φύλαγαν τη σκηνή του Ραντ τη νύχτα της επίθεσης. Καθεμιά τους, εκτός από τα όπλα της, κρατούσε και μια προχειροφτιαγμένη κούκλα που είχε κανονικά φουστάνια και λευκή μπλούζα· έδειχναν ακόμα πιο ανέκφραστες απ’ όσο συνήθως, προσπαθώντας να προσποιηθούν ότι δεν κρατούσαν τέτοιο πράγμα.

Η Εγκουέν δεν είχε καταλάβει προς τι αυτή η φασαρία. Οι Κόρες που είχαν σκοπιά τότε, είχαν έρθει ομαδόν για να δουν την Μπάιρ και την Άμυς όταν είχε τελειώσει η βάρδιά τους, και είχαν περάσει αρκετή ώρα μαζί τους. Το επόμενο πρωί, ενώ οι άλλοι μάζευαν το στρατόπεδο στη γκριζάδα πριν από το χάραμα, είχαν αρχίσει να φτιάχνουν αυτές τις κούκλες. Η Εγκουέν φυσικά δεν είχε καταφέρει να τις ρωτήσει, αλλά το είχε σχολιάσει σε κάποια, σε μια κοκκινομάλλα Τομανέλε της σέπτας Σεράι που λεγόταν Μάιρα, κι εκείνη της είχε πει ότι ήταν για να της θυμίζει ότι δεν ήταν παιδί. Ο τόνος της έδειχνε καθαρά ότι δεν ήθελε να μιλήσει. Μια από τις Κόρες με τις κούκλες ήταν το πολύ δεκάξι χρονών, αλλά η Μάιρα είχε τουλάχιστον τα χρόνια της Αντελίν, αν όχι περισσότερα. Δεν έβγαζε νόημα και την μπέρδευε. Κάθε φορά που η Εγκουέν νόμιζε πως είχε καταλάβει τους τρόπους των Αελιτών, κάτι της έδειχνε το αντίθετο.

Άθελά της, το βλέμμα της γύρισε στο στόμα του περάσματος. Η σειρά των πασσάλων ήταν ακόμα εκεί, μόλις που φαινόταν, κι εκτεινόταν από τη μια απότομη βουνοπλαγιά ως την άλλη, με εξαίρεση μερικούς που είχαν γκρεμίσει οι Αελίτες. Ο Κουλάντιν είχε αφήσει άλλο ένα μήνυμα, άνδρες και γυναίκες ανασκολοπισμένους στο δρόμο τους, που στέκονταν εκεί νεκροί επτά μέρες τώρα. Τα ψηλά γκρίζα τείχη του Σέλεαν ρίζωναν στους λόφους στα δεξιά του περάσματος και τίποτα δεν φαινόταν από πάνω τους. Η Μουαραίν είπε ότι ήταν μόνο σκιά της αλλοτινής του δόξας, όμως δεν έπαυε να είναι εντυπωσιακή πόλη, πολύ μεγαλύτερη από το Τάιεν· όμως τίποτα δεν είχε απομείνει. Ούτε και επιζώντες —εκτός απ’ όσους είχαν πάρει μαζί τους οι Σάιντο― παρ’ όλο που εδώ σίγουρα κάποιοι θα είχαν τρέξει να κρυφτούν σε μέρη που θεωρούσαν ασφαλή. Υπήρχαν αγροκτήματα σ’ εκείνους τους λόφους· το μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής Καιρχίν είχε εγκαταλειφθεί μετά τον Πόλεμο των Αελιτών, όμως οι πόλεις χρειάζονταν αγροκτήματα για τα τρόφιμά τους. Τώρα, οι γεμάτες καπνιά καμινάδες ξεπρόβαλλαν από τους καμένους πέτρινους τοίχους των αγροτόσπιτων· εδώ έμεναν μερικά καρβουνιασμένα πάτερα πάνω από έναν πέτρινο αχυρώνα, εκεί ο αχυρώνας και το αγροτόσπιτο είχαν καταρρεύσει από τη θερμότητα. Ο λόφος, στον οποίο είχε ακουμπήσει το βράδυ τη σέλα της Μιστ, ήταν κάποτε λιβάδι για να βόσκουν πρόβατα· κοντά στο φράχτη, στα ριζά του λόφου, οι μύγες ακόμα βούιζαν πάνω από τα σφαγιασμένα ζώα. Ούτε ένα ζώο δεν απέμενε στα βοσκοτόπια, έστω μια κότα να σκαλίζει την αυλή. Από τα σπαρτά είχαν μείνει μόνο αποκαΐδια.

Ο Κουλάντιν και οι Σάιντο ήταν Αελίτες. Το ίδιο όμως και η Αβιέντα, και η Μπάιρ και η Άμυς και η Μελαίν, και ο Ρούαρκ, που έλεγε στην Εγκουέν ότι του θύμιζε μια από τις κόρες του. Είχαν δείξει να αηδιάζουν με τους ανασκολοπισμούς, αλλά όμως έμοιαζαν να πιστεύουν ότι δεν ήταν κάτι πολύ παραπάνω απ’ ό,τι άξιζαν οι δενδροφονιάδες. Ίσως ο μόνος τρόπος για να μάθεις πραγματικά τους Αελίτες ήταν να έχεις γεννηθεί Αελίτης.

Έριξε μια τελευταία ματιά στην αφανισμένη πόλη και, καβάλα στη Μιστ, προχώρησε προς τον πέτρινο φράχτη και βγήκε από την πύλη, γέρνοντας από συνήθεια για να δέσει το πέτσινο λουρί που έκλεινε τα φύλλα. Η ειρωνεία ήταν ότι, όπως έλεγε η Μουαραίν, το Σέλεαν μπορεί να είχε πάει με το μέρος του Κουλάντιν. Στα ασταθή ρεύματα του Ντάες Νταε’μάρ, αν ισορροπούσαν από τη μια έναν Αελίτη εισβολέα και από την άλλη κάποιον που είχε στείλει Δακρυνούς στην Καιρχίν, η απόφαση μπορεί να βάραινε προς οποιαδήποτε πλευρά της πλάστιγγας, αν τους είχε δώσει ο Κουλάντιν μια ευκαιρία να διαλέξουν.

Η Εγκουέν ακολούθησε τον φαρδύ δρόμο, ώσπου έφτασε κοντά στον Ραντ, ο οποίος σήμερα φορούσε κόκκινο σακάκι, και έμεινε με την Αβιέντα και την Άμυς και τις τουλάχιστον τριάντα Σοφές που γνώριζε ελάχιστα, οι οποίες τον ακολουθούσαν από μικρή απόσταση. Ο Ματ, με το καπέλο και τη λόγχη του με το μαύρο κοντάρι, και ο Τζέησιν Νατάελ, με τη δερμάτινη θήκη της άρπας κρεμασμένη στον ώμο του και με το πορφυρό λάβαρο να κυματίζει στο αεράκι, προχωρούσαν με τ’ άλογά τους, όμως βιαστικοί Αελίτες προσπερνούσαν την ομάδα τους από δεξιά κι αριστερά, επειδή ο Ραντ, καβάλα στο σταχτί πιτσιλωτό φαρί του, μιλούσε με τους αρχηγούς φατρίας. Παρ’ όλο που φορούσαν φούστες, οι Σοφές θα πρόφταιναν μια χαρά τις φάλαγγες που περνούσαν, αν δεν είχαν κολλήσει στον Ραντ σαν ρετσίνι. Μόλις που κοίταξαν την Εγκουέν, αφού τα μάτια και τα αυτιά τους ήταν γυρισμένα στον Ραντ και τους έξι αρχηγούς.

«...και όποιος περάσει μετά τον Τίμολαν», έλεγε ο Ραντ με σταθερή φωνή, «πρέπει να μάθει το ίδιο πράγμα». Τα Σκυλιά της Πέτρας, που είχαν αφήσει για να παρακολουθούν το Τάιεν, είχαν επιστρέψει αναφέροντας ότι το Μιαγκόμα είχε μπει στο πέρασμα μια μέρα μετά. «Ήρθα για να εμποδίσω τον Κουλάντιν να ρημάξει αυτή τη γη, όχι για να τη λεηλατήσω».

«Σκληρό μήνυμα», είπε ο Μπάελ, «και για μας τους υπόλοιπους, αν εννοείς ότι δεν μπορούμε να πάρουμε το πέμπτο». Ο Χαν και οι υπόλοιποι ένευσαν, ακόμα και ο Ρούαρκ.

«Το πέμπτο, σας το δίνω». Ο Ραντ δεν ύψωσε τη φωνή, αλλά ξαφνικά τα λόγια του ήταν σαν καρφιά που χώνονταν βαθιά. «Αλλά δεν μπορεί να το αποτελούν καθόλου τρόφιμα. Μπορούμε να ζήσουμε τρώγοντας ό,τι βρούμε, ό,τι κυνηγήσουμε, ό,τι αγοράσουμε —αν υπάρχει κανείς με τρόφιμα να μας πουλήσει― μέχρι να βάλω τους Δακρυνούς να αυξήσουν τις αποστολές από το Δάκρυ. Αν πάρει κανείς έστω μια πέννα παραπάνω από το πέμπτο, έστω ένα καρβέλι δίχως πληρωμή, αν κάψει έστω και μια καλύβα, επειδή ανήκει σε δενδροφονιά, ή αν σκοτώσει έναν άνθρωπο που δεν προσπαθεί να τον σκοτώσει εκείνος, τότε θα τον κρεμάσω, όποιος κι αν είναι».

«Δύσκολο να το πει κανείς στις φατρίες», είπε ο Ντηάρικ, σχεδόν εξίσου σκληρά. «Ήρθα να ακολουθήσω Εκείνον Που Έρχεται Με την Αυγή, όχι να νταντεύω επίορκους». Ο Μπάελ και ο Τζέραν άνοιξαν τα στόματα σαν να ’θελαν να συμφωνήσουν, αλλά είδαν ο ένας τον άλλο και τα έκλεισαν μ’ έναν ξερό χτύπο των δοντιών.

«Άκουσε τα λόγια μου, Ντηάρικ», είπε ο Ραντ. «Ήρθα να σώσω αυτή τη γη, όχι να την καταστρέψω ακόμα περισσότερο. Ό,τι λέω ισχύει για όλες τις φατρίες, μαζί και για το Μιαγκόμα και για όσους άλλους ακολουθήσουν. Για όλες τις φατρίες. Ακούστε τα λόγια μου». Αυτή τη φορά κανείς δεν μίλησε κι ο Ραντ ξανανέβηκε στη σέλα του Τζήντ’εν κι άφησε τον επιβήτορα να προχωρήσει ανάμεσα στους αρχηγούς. Εκείνα τα Αελίτικα πρόσωπα δεν έδειχναν την παραμικρή έκφραση.

Η Εγκουέν πήρε μια ανάσα. Καθένας απ’ αυτούς τους άνδρες ήταν αρκετά μεγάλος για να είναι πατέρας του Ραντ και ακόμα περισσότερο, ήταν ηγέτες του λαού τους σαν βασιλιάδες κι ας το διέψευδαν, αρχηγοί σφυρηλατημένοι στη μάχη. Έμοιαζε να είναι μόλις χθες που ο Ραντ ήταν μικρό αγοράκι, κι όχι μόνο στην ηλικία, νεαρός που ρωτούσε κι έλπιζε αντί να προστάζει περιμένοντας ότι θα τον υπακούσουν. Άλλαζε τόσο γρήγορα, που τώρα η Εγκουέν δεν τον πρόφταινε. Αυτό ήταν καλό, αν εμπόδιζε τούτους τους ανθρώπους να κάνουν στις άλλες πόλεις ό,τι είχε κάνει ο Κουλάντιν στο Τάιεν και στο Σέλεαν. Αυτό είπε στον εαυτό της. Ευχόταν όμως να τα έκανε αυτά ο Ραντ χωρίς να δείχνει κάθε μέρα όλο και περισσότερη αλαζονεία. Αραγε, σε πόσο καιρό θα περίμενε και από την Εγκουέν να τον υπακούει, όπως έκανε η Μουαραίν; Ή μήπως όλες οι Άες Σεντάι; Ευχήθηκε να ήταν μονάχα αλαζονεία.

Θέλοντας να μιλήσει, έβγαλε το πόδι της από τον αναβολέα και άπλωσε το χέρι στην Αβιέντα, όμως η Αελίτισσα κούνησε το κεφάλι. Δεν της άρεσε καθόλου να ιππεύει. Κι ίσως να ένιωθε απροθυμία επειδή ήταν μαζεμένες δίπλα όλες εκείνες οι Σοφές. Κάποιες απ’ αυτές δεν θα ίππευαν άλογο ακόμα κι αν είχαν και τα δύο πόδια σπασμένα. Η Εγκουέν αναστέναξε και ξεπέζεψε, τραβώντας τη Μιστ από τα χαλινάρια και ισιώνοντας κάπως δύσθυμα τις φούστες της. Οι μαλακές Αελίτικες μπότες, που της έφταναν ως το γόνατο, φαίνονταν και ήταν μαλακές, αλλά δεν ήταν κατάλληλες για να περπατήσει πολύ σ’ αυτό το σκληρό και ανώμαλο πλακόστρωτο.

«Στ’ αλήθεια προστάζει και υπακούουν», είπε.

Η Αβιέντα μόλις που τράβηξε το βλέμμα από την πλάτη του Ραντ. «Δεν τον καταλαβαίνω. Δεν μπορώ να τον καταλάβω. Κοίτα τι κρατά».

Εννοούσε, φυσικά, το σπαθί. Ο Ραντ δεν το κρατούσε ακριβώς· κρεμόταν από το μπροστάρι της σέλας του, μέσα σε απλό θηκάρι από καφέ δέρμα αγριόχοιρου, ενώ η μακριά λαβή του, ντυμένη στο ίδιο δέρμα, έφτανε ψηλά όσο η μέση του. Είχε αναθέσει σ’ έναν άνθρωπο από το Τάιεν να φτιάξει τη λαβή και το θηκάρι, καθώς ταξίδευαν στο Πέρασμα. Η Εγκουέν αναρωτήθηκε γιατί το είχε κάνει αυτό, τη στιγμή που μπορούσε διαβιβάζοντας να φτιάξει ένα σπαθί από φωτιά, κι επίσης να κάνει άλλα πράγματα, που μπροστά τους τα σπαθιά ήταν παιχνιδάκια. «Εσύ του το χάρισες, Αβιέντα».

Η φίλη της κατσούφιασε. «Θέλει να πάρω το θηκάρι. Το χρησιμοποίησε· είναι δικό του. Το χρησιμοποίησε μπροστά στα μάτια μου, σαν να ήθελε να με περιγελάσει μ’ ένα σπαθί στο χέρι του».

«Δεν είσαι θυμωμένη για το σπαθί». Ήταν αρκετά σίγουρη γι’ αυτό· η Αβιέντα δεν είχε πει λέξη εκείνη τη νύχτα στη σκηνή του Ραντ. «Είσαι ακόμα ταραγμένη για τον τρόπο που σου μίλησε, και το καταλαβαίνω. Ξέρω ότι λυπάται. Μερικές φορές μιλά χωρίς να το σκεφτεί, αλλά, αν τον άφηνες να ζητήσει συγγνώμη―»

«Δεν θέλω τη συγγνώμη του», μουρμούρισε η Αβιέντα. «Δεν θέλω... Δεν το αντέχω πια. Δεν μπορώ πια να κοιμάμαι στη σκηνή του». Ξαφνικά, έπιασε την Εγκουέν από το μπράτσο και, αν η Εγκουέν δεν ήξερε, θα έλεγε ότι η Αβιέντα ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Πρέπει να τους μιλήσεις εκ μέρους μου. Στην Άμυς και τη Μπάιρ και τη Μελαίν. Θα σε ακούσουν. Είσαι Άες Σεντάι. Πρέπει να με αφήσουν να επιστρέψω στις σκηνές τους. Πρέπει!»

«Ποιος πρέπει να κάνει τι;» είπε η Σορίλεα, ξεκόβοντας από τις άλλες για να περπατήσει πλάι τους. Η Σοφή από το Φρούριο Σέντε είχε αραιά λευκά μαλλιά και πρόσωπο σαν πετσί τεντωμένο στο κρανίο της. Και καθάρια πράσινα μάτια που μπορούσαν με την ένταση του βλέμματός τους να ρίξουν κάτω άλογο στα δέκα βήματα. Συνήθως έτσι τους κοίταζε όλους. Όταν ήταν θυμωμένη η Σορίλεα, οι άλλες Σοφές κάθονταν φρόνιμα και οι αρχηγοί φατρίας έβρισκαν προφάσεις για να φύγουν.

Η Μελαίν και άλλη μια Σοφή, μια γκριζομάλλα από το Μπλακ Γουώτερ Νακάι, έκαναν να τις ζυγώσουν, μέχρι που η Σορίλεα έστρεψε πάνω τους εκείνο το βλέμμα. «Αν δεν σκεφτόσουν μονάχα τον καινούριο σύζυγο σου, Μελαίν, θα καταλάβαινες ότι η Άμυς θέλει να σου μιλήσει. Το ίδιο κι εσύ, Ήριν». Η Μελαίν έγινε κατακόκκινη και έφυγε τρέχοντας να γυρίσει στις άλλες, όμως η πιο ηλικιωμένη την πρόφτασε και την προσπέρασε, Η Σορίλεα τις παρακολούθησε να φεύγουν, και μετά έστρεψε όλη της την προσοχή στην Αβιέντα. «Τώρα μπορούμε να μιλήσουμε ήσυχα. Δεν θέλεις λοιπόν να κάνεις κάτι. Φυσικά, είναι κάτι που σου είπαν να κάνεις. Και νομίζεις ότι αυτό το παιδάκι, η Άες Σεντάι, μπορεί να σε γλιτώσει».

«Σορίλεα, δεν―» Η Αβιέντα δεν πρόλαβε να πει τίποτα άλλο.

«Στον καιρό το δικό μου, οι κοπέλες πηδούσαν όταν μια Σοφή έλεγε να πηδήξουν, και σταματούσαν μόνο όταν έλεγε να σταματήσουν. Και, καθώς είμαι ακόμα ζωντανή, είναι ακόμα ο καιρός μου. Να γίνω πιο σαφής;»

Η Αβιέντα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Όχι, Σορίλεα», είπε ταπεινά.

Το βλέμμα της ηλικιωμένης γύρισε στην Εγκουέν. «Κι εσύ; Νομίζεις ότι θα τη γλιτώσεις με τα παρακάλια;»

«Όχι, Σορίλεα». Η Εγκουέν ένιωσε ότι έπρεπε να κλίνει το γόνυ.

«Ωραία», έκανε η Σορίλεα, χωρίς να δείχνει ικανοποιημένη, απλώς σαν να ήταν αυτό που περίμενε. Σχεδόν σίγουρα έτσι ήταν. «Τώρα μπορώ να σου μιλήσω γι’ αυτό που στ’ αλήθεια θέλω να μάθω. Άκουσα ότι ο Καρ’α’κάρν σου έκανε ένα ενδιαφέρον δώρο που δεν έχει ξανακουστεί, ρουμπίνια και φεγγαρόσταλες».

Η Αβιέντα τινάχτηκε σαν να είχε σκαρφαλώσει ποντίκι στο πόδι της. Ή μάλλον δεν έκανε κάτι τέτοιο, αλλά ήταν κάτι που θα είχε κάνει η Εγκουέν, αν ήταν στη θέση της. Η Αελίτισσα εξήγησε για το σπαθί του Λάμαν και το θηκάρι, τόσο βιαστικά, ώστε τα λόγια της μπερδεύονταν μεταξύ τους.

Η Σορίλεα έσιαξε το επώμιό της, μουρμουρίζοντας κάτι για κοπέλες που άγγιζαν σπαθιά, έστω κι αν ήταν κουκουλωμένα με κουβέρτες, και ότι είχε να πει μερικά λογάκια με τη «νεαρή Μπάιρ». «Αρα δεν σου τράβηξε το βλέμμα. Κρίμα. Έτσι θα δενόταν με μας· τώρα πολλούς τους βλέπει για κτήμα του». Για μια στιγμή, κοίταξε την Αβιέντα από πάνω ως κάτω. «Θα βάλω τον Φέραν να σε δει. Ο παππούς του είναι ανιψιός μου. Έχεις κι άλλα καθήκοντα προς το λαό, όχι μόνο να γίνεις Σοφή. Οι γοφοί σου είναι φτιαγμένοι για μωρά».

Η Αβιέντα παραπάτησε σε μια ανασηκωμένη πλάκα και μόλις που κατάφερε να μην πέσει. «Θα... θα τον σκεφτώ, όταν υπάρχει χρόνος», είπε ξέπνοα. «Έχω πολλά να μάθω ακόμα για να γίνω Σοφή, και ο Φέραν είναι Σέια Ντουν, και τα Μαύρα Μάτια ορκίστηκαν να μην κοιμηθούν κάτω από στέγη ή σκηνή μέχρι να πεθάνει ο Κουλάντιν». Ο Κουλάντιν ήταν Σέια Ντουν.

Η Σοφή με το σκληρό πρόσωπο ένευσε, λες και είχαν τακτοποιηθεί όλα. «Εσύ, νεαρή Άες Σεντάι. Λένε πως ξέρεις καλά τον Καρ’α’κάρν. Θα κάνει αυτό που απείλησε να κάνει; Θα κρεμούσε ακόμα κι έναν αρχηγό φατρίας;»

«Νομίζω... ότι μάλλον... θα το κάνει». Πιο γοργά, η Εγκουέν πρόσθεσε, «Αλλά είμαι σίγουρη ότι μπορεί να ακούσει τη φωνή της λογικής». Δεν ήταν σίγουρη γι’ αυτό, ούτε για το ότι ήταν θέμα λογικής —αυτά που είχε πει ο Ραντ της φαίνονταν δίκαια― αλλά η δικαιοσύνη δεν θα τον βοηθούσε, αν, εκτός από το Σάιντο, στρέφονταν εναντίον του και οι υπόλοιποι.

Η Σορίλεα την κοίταξε έκπληκτη και μετά γύρισε το βλέμμα της πέρα από το άλογο του Ραντ στους αρχηγούς φατρίας με τρόπο που κανονικά θα έπρεπε να είχαν σωριαστεί κάτω. «Με παρεξήγησες. Πρέπει να δείξει σ’ αυτή τη σαραβαλιασμένη αγέλη ποιος είναι ο αρχηγός λύκος. Ο αρχηγός πρέπει να είναι πιο σκληρός από τους άνδρες του, νεαρή Άες Σεντάι, και ο Καρ’α’κάρν πιο σκληρός από τους αρχηγούς. Κάθε μέρα η μελαγχολία πιάνει μερικούς ακόμα άνδρες, ακόμα και Κόρες, όμως αυτοί είναι ο μαλακός φλοιός του σιδερόξυλου. Αυτό που μένει είναι ο σκληρός εσωτερικός πυρήνας, και πρέπει να είναι σκληρός για να τους οδηγήσει». Η Εγκουέν πρόσεξε ότι δεν είχε συμπεριλάβει τον εαυτό της ή τις άλλες Σοφές σ’ αυτούς που θα οδηγούσε ο Ραντ. Μουρμουρίζοντας στον εαυτό της περί «σαραβαλιασμένης αγέλης», η Σορίλεα προχώρησε, και σε λίγο την άκουγαν όλες οι Σοφές, καθώς βάδιζαν. Ό,τι κι αν τους έλεγε, δεν έφτανε ν’ ακουστεί από την Εγκουέν.

«Ποιος είναι αυτός ο Φέραν;» ρώτησε την Αβιέντα. «Δεν σ’ άκουσα ποτέ να μιλάς γι’ αυτόν. Πώς είναι;»

Η άλλη, κοιτώντας συνοφρυωμένη την πλάτη της Σορίλεα, η οποία μισοκρυβόταν από τις γυναίκες που είχαν μαζευτεί γύρω της, μίλησε αφηρημένα. «Μοιάζει πολύ με τον Ρούαρκ, αλλά είναι νεότερος, ψηλότερος και πιο ωραίος, με πιο κόκκινα μαλλιά. Ένα χρόνο τώρα προσπαθεί να τραβήξει το ενδιαφέρον της Ενάιλα, αλλά νομίζω ότι αυτή είναι πιθανότερο να τον μάθει να τραγουδά παρά να εγκαταλείψει το δόρυ».

«Δεν καταλαβαίνω. Σκοπεύεις να τον μοιραστείς με την Ενάιλα;» Ακόμα ένιωθε παράξενα όταν μιλούσε τόσο ανέμελα γι’ αυτό.

Η Αβιέντα παραπάτησε ξανά και την κάρφωσε με το βλέμμα. «Να τον μοιραστώ; Δεν το θέλω καθόλου. Το πρόσωπό του είναι ωραίο, αλλά γελά σαν μουλάρι που γκαρίζει και σκαλίζει τα αυτιά του».

«Αλλά έτσι όπως μίλησες στη Σορίλεα, μου φάνηκε ότι... τον συμπαθείς. Γιατί δεν της είπες αυτό που μου λες τώρα;»

Το σιγανό γέλιο της άλλης γυναίκας είχε μια χροιά οδύνης. «Εγκουέν, αν η Σορίλεα νόμιζε ότι πάω να ξεφύγω απ’ αυτό, θα έπλεκε με τα ίδια της τα χέρια το γαμήλιο στεφάνι και θα έσερνε από το λαιμό τον Φέραν κι εμένα για να παντρευτούμε. Είδες κανέναν να λέει “όχι” στη Σορίλεα; Θα μπορούσες να το πεις εσύ;»

Η Εγκουέν άνοιξε το στόμα για να πει ότι και βέβαια θα μπορούσε, κι αμέσως το ξανάκλεισε. Άλλο ήταν που είχε αναγκάσει τη Νυνάβε να κάνει πίσω, και άλλο θα ήταν, αν δοκίμαζε το ίδιο με τη Σορίλεα. Θα ήταν σαν να στεκόταν μπροστά σε μια κατολίσθηση λέγοντάς της να σταματήσει.

Για να αλλάξει θέμα, είπε, «Θα μιλήσω για σένα στην Άμυς και τις άλλες». Όχι ότι θα έβγαινε τίποτα τώρα πια. Η κατάλληλη στιγμή θα ήταν προτού αρχίσει αυτό. Τουλάχιστον, η Αβιέντα καταλάβαινε επιτέλους ότι η κατάσταση ήταν ανάρμοστη. Ίσως... «Αν πάμε να τις βρούμε μαζί, σίγουρα θα μας ακούσουν».

«Όχι, Εγκουέν. Πρέπει να υπακούω στις Σοφές. Το απαιτεί το τζι’ε’τόχ». Λες και δεν ζητούσε παρέμβαση πριν από μια στιγμή. Λες και δεν είχε φτάσει σχεδόν στο σημείο να ικετεύσει τις Σοφές να μην τη βάζουν να κοιμάται στη σκηνή του Ραντ. «Γιατί όμως δεν είναι ποτέ το καθήκον απέναντι στο λαό μου αυτό που επιθυμώ; Γιατί, άραγε, προτιμώ να πεθάνω παρά να κάνω αυτό που κάνω;»

«Αβιέντα, κανένας δεν θα σε αναγκάσει να παντρευτείς ή να κάνεις παιδιά. Ούτε ακόμα και η Σορίλεα». Η Εγκουέν ευχήθηκε να μην ήταν τόσο ασθενική η φωνή της λέγοντας την τελευταία φράση.

«Δεν καταλαβαίνεις», είπε μαλακά η άλλη, «και δεν μπορώ να σου το εξηγήσω». Τυλίχτηκε στο επώμιό της και αρνήθηκε να μιλήσει άλλο. Ήταν πρόθυμη να συζητήσει για τα μαθήματά της, για το αν ο Κουλάντιν θα επέστρεφε για να δώσει μάχη, για το πώς είχε επηρεάσει ο γάμος τη Μελαίν —που τώρα τελευταία το γκρινιάρικο ύφος της φαινόταν βεβιασμένο― και για οτιδήποτε άλλο εκτός από εκείνο που δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να εξηγήσει.

Загрузка...