33 Ζήτημα Πορφύρας

Το μαχαίρι χάιδεψε τα μαλλιά της Νυνάβε, καθώς καρφωνόταν στο σανίδι που ακουμπούσε, κι αυτή έκανε ένα μορφασμό πίσω από το πανί που έδενε τα μάτια της. Ευχήθηκε να είχε μια αξιοπρεπή πλεξούδα αντί για μπούκλες να κρέμονται στους ώμους της. Αν η λεπίδα της είχε κόψει έστω και μια τούφα... Ανόητη, σκέφτηκε πικρά. Ανόητη, ανόητη γυναίκα. Με το μαντήλι διπλωμένο στα μάτια της, μόλις που έβλεπε μια στενή φωτεινή λωρίδα στο κάτω μέρος. Έμοιαζε ολόλαμπρη, σε σύγκριση με το σκοτάδι πίσω από τις χοντρές πτυχές. Θα πρέπει να είχε αρκετό φως ακόμα, έστω κι αν ήταν περασμένο απόγευμα. Σίγουρα ο άνθρωπος δεν θα πετούσε μαχαίρια αν δεν έβλεπε καλά. Η επόμενη λεπίδα καρφώθηκε από την άλλη μεριά του κεφαλιού της· την ένιωσε να δονείται. Της φάνηκε ότι της είχε σχεδόν αγγίξει το αυτί. Ήθελε να σκοτώσει τον Θομ Μέριλιν και τον Βάλαν Λούκα. Και ίσως όσους άνδρες έβρισκε μπροστά της, έτσι για λόγους αρχής.

«Τα αχλάδια», φώναξε ο Λούκα, λες και δεν ήταν μόνο τριάντα βήματα πιο πέρα. Σίγουρα νόμιζε ότι με το μαντήλι ήταν και κουφή εκτός από τυφλή.

Έψαξε στο πουγκί της ζώνης της, έβγαλε ένα αχλάδι και το ισορρόπησε προσεκτικά στο κεφάλι της. Ήταν όντως τυφλή. Τυφλή και ηλίθια! Έβγαλε δύο ακόμα αχλάδια και άπλωσε προσεκτικά τα χέρια δεξιά κι αριστερά ανάμεσα στα μαχαίρια που σχημάτιζαν το περίγραμμά της, κρατώντας ένα αχλάδι σε κάθε χέρι από το κοτσάνι. Ακολούθησε μια παύση. Άνοιξε το στόμα για να πει στο Θομ Μέριλιν ότι, αν τολμούσε έστω να τη γρατσουνίσει, θα τον―

Τακ-τακ-τακ! Οι λεπίδες ήρθαν τόσο γοργά, που θα άφηνε μια ψιλή κραυγούλα, αν το λαρύγγι της δεν είχε σφιχτεί σαν γροθιά. Στο αριστερό της χέρι κρατούσε μονάχα ένα κοτσάνι, ενώ το άλλο αχλάδι έτρεμε αμυδρά με το μαχαίρι μέσα του, και το αχλάδι στο κεφάλι της έχυνε ζουμιά στα μαλλιά της.

Έβγαλε απότομα το μαντήλι και πλησίασε με φουριόζικες δρασκελιές το Θομ και το Λούκα, που χαμογελούσαν σαν μανιακοί. Προτού ανοίξει το στόμα για να ξεχυθούν τα λόγια που έβραζαν μέσα της, ο Λούκα είπε με θαυμασμό, «Είσαι εξαίσια, Νάνα. Η γενναιότητά σου είναι υπέροχη, αλλά εσύ ακόμα περισσότερο». Στροβίλισε το γελοίο κόκκινο μεταξωτό μανδύα του καθώς υποκλινόταν, ακουμπώντας το ένα χέρι στην καρδιά «Αυτό θα το ονομάσω “Τριαντάφυλλο ανάμεσα σε Αγκάθια”. Αν και είσαι ομορφότερη από κάθε τριαντάφυλλο».

«Δεν χρειάζεται γενναιότητα για να σταθείς ακίνητος σαν κούτσουρο». Τριαντάφυλλο ήταν; Θα του έδειχνε αγκάθια. Θα τα έδειχνε και στους δύο. «Για άκουσέ με καλά, Βάλαν Λούκα―»

«Τόση γενναιότητα. Ούτε που μόρφασες. Σου λέω, εγώ δεν θα είχα τα κότσια να κάνω αυτό που έκανες».

Αυτό ήταν η καθαρή αλήθεια, σκέφτηκε η Νυνάβε. «Δεν είμαι πιο γενναία απ’ όσο πρέπει», είπε με πιο ήπιο τόνο. Ήταν δύσκολο να βάλεις τις φωνές σ’ έναν άνδρα που επέμενε να σου πει πόσο γενναία ήσουν. Σίγουρα ήταν προτιμότερο από το να φλυαρεί για τριαντάφυλλα. Ο Θομ έσιαξε το μακρύ λευκό μουστάκι του σαν να έβλεπε κάτι αστείο.

«Το φόρεμα», είπε ο Λούκα, μ’ ένα χαμόγελο που φανέρωνε όλα τα δόντια του. «Θα δείχνεις υπέροχη σε―»

«Όχι!» ξέσπασε αυτή. Ό,τι είχε κερδίσει ο Λούκα, το είχε χάσει αναφέροντας ξανά το φόρεμα. Η Κλαρίν είχε φτιάξει το φόρεμα που ήθελε να της φορέσει ο Λούκα, από μετάξι που ήταν πιο πορφυρό κι από το μανδύα του. Κατά τη γνώμη της, το χρώμα είχε σκοπό να κρύψει το αίμα σε περίπτωση που αστοχούσε ο Θομ.

«Μα, Νάνα, η ομορφιά στον κίνδυνο είναι ισχυρός πόλος έλξης». Η φωνή του Λούκα γουργούριζε, σαν να ψιθύριζε γλυκόλογα στο αυτί της. «Όλα τα βλέμματα θα είναι πάνω σου, όλες οι καρδιές θα βροντοχτυπούν για την ομορφιά και το κουράγιο σου».

«Άμα σου αρέσει τόσο», του είπε σταθερά, «τότε φόρα το εσύ». Δεν ήταν μόνο το χρώμα ― δεν ήθελε να δείξει τόσο πολύ το στήθος της δημοσίως, κι ας το έβρισκε πρέπον η Κλαρίν. Είχε δει το φόρεμα με το οποίο έδινε παράσταση η Λατέλ, που ήταν όλο μαύρες πούλιες με γιακά που έφτανε ψηλά ως το σαγόνι. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να το... Μα τι σκεφτόταν τώρα; Δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να το κάνει αυτό. Είχε συμφωνήσει να κάνουν εξάσκηση μόνο και μόνο για να σταματήσει ο Λούκα να ξύνει την πόρτα της άμαξάς της κάθε βράδυ που ερχόταν να την πείσει.

Ο άνθρωπος ήξερε καλά πότε έπρεπε να αλλάξει θέμα. «Τι έπαθες εδώ;» τη ρώτησε, με συμπονετικό, επιδέξιο ύφος.

Εκείνη μόρφασε όταν της άγγιξε το μαυρισμένο μάτι. Ήταν από την κακή του τύχη που είχε διαλέξει εκείνο το μάτι. Καλύτερα θα ήταν αν συνέχιζε τις προσπάθειες να τη στριμώξει σε κείνο το κόκκινο φόρεμα. «Δεν μου άρεσε ο τρόπος που με κοίταζε στον καθρέφτη το πρωί, έτσι το δάγκωσα».

Η ανέκφραστη φωνή και τα γυμνωμένα δόντια της έκαναν τον Λούκα να τραβήξει απότομα το χέρι. Κρίνοντας από την επιφυλακτική λάμψη στα μαύρα μάτια του, ο Λούκα νόμιζε ότι θα τον δάγκωνε κι αυτόν. Ο Θομ χάιδευε με γοργές κινήσεις τα μουστάκια του, έχοντας κοκκινίσει από την προσπάθεια να κρατήσει τα γέλια του. Ήξερε φυσικά τι είχε συμβεί. Σίγουρα ήξερε. Και μόλις έφευγε η Νυνάβε, ο βάρδος χωρίς αμφιβολία θα εξιστορούσε από τη δική του σκοπιά τα γεγονότα στον Λούκα. Οι άνδρες δεν μπορούσαν να μην κουτσομπολέψουν· το είχαν από γεννησιμιού τους, και δεν τους το γιάτρευε καμία γυναίκα.

Είχε λιγότερο φως απ’ όσο νόμιζε η Νυνάβε. Ο ήλιος άγγιζε κατακόκκινος τις δενδροκορφές προς τα δυτικά. «Αν το ξαναδοκιμάσεις χωρίς να έχει καλό φως...» μούγκρισε του Θομ, κουνώντας του τη γροθιά της. «Σουρούπωσε πια!»

«Φαντάζομαι», είπε εκείνος, υψώνοντας τα φουντωτά φρύδια του, «ότι προτιμάς να μην συνεχίσουμε με το νούμερο που εγώ έχω δεμένα τα μάτια». Φυσικά αστειευόταν. Σίγουρα αστειευόταν. «Όπως επιθυμείς, Νάνα, Από δω και πέρα, μόνο στο πιο τέλειο φως».

Καθώς απομακρυνόταν, με τις φούστες να σέρνονται θροΐζοντας δυνατά, μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι είχε συμφωνήσει να κάνει αυτή τη χαζομάρα. Τουλάχιστον έτσι είχε αφήσει να εννοηθεί. Σίγουρα δεν θα την άφηναν να ξεγλιστρήσει, όσο σίγουρο ήταν ότι ο ήλιος θα έδυε απόψε. Ανόητη γυναίκα, ανόητη!

Το ξέφωτο όπου εξασκούνταν —για την ακρίβεια όπου έκανε εξάσκηση ο Θομ, που να καιγόταν τόσο αυτός όσο και ο Λούκα!― ήταν σε κάποια απόσταση από την κατασκήνωση, πλάι στο δρόμο προς το βορρά. Το δίχως άλλο ο Λούκα δεν ήθελε να αναστατωθούν τα ζώα σε περίπτωση που ο Θομ της κάρφωνε κανένα μαχαίρι στην καρδιά. Μπορεί και να έδινε το πτώμα της στα λιοντάρια. Ο μόνος λόγος που ήθελε ο Λούκα να φορέσει η Νυνάβε αυτό το φόρεμα, ήταν επειδή ήθελε να χαζέψει αυτό που εκείνη δεν είχε την παραμικρή διάθεση να δείξει σε άλλον εκτός από τον Λαν ― που να καιγόταν κι αυτός, ο ξεροκέφαλος, ο ανόητος. Ευχόταν να τον είχε μπροστά της για να του το πει κατάμουτρα. Ευχόταν να τον είχε μπροστά της για να βεβαιωθεί ότι ήταν γερός. Έσπασε ένα ξερό ντογκφένελ και το κατέβαζε σαν μαστίγιο για να κόψει τις κορφές των αγριόχορτων που ξεπρόβαλλαν από τα φύλλα στο χώμα.

Η Ηλαίην την περασμένη νύχτα είχε πει ότι η Εγκουέν είχε κάνει λόγο για μάχες στην Καιρχίν, αψιμαχίες με άτακτους, με Καιρχινούς οι οποίοι έβλεπαν όλους τους Αελίτες ως εχθρούς, με Αντορινούς στρατιώτες που διεκδικούσαν το Θρόνο του Ήλιου για τη Μοργκέις. Είχε αναμιχθεί και ο Λαν· όποτε η Μουαραίν τον έχανε από τα μάτια της, αυτός πήγαινε κι έμπλεκε στις συγκρούσεις, λες και μπορούσε να νιώσει πού θα γινόταν. Η Νυνάβε δεν είχε φανταστεί ποτέ της ότι θα ήθελε να του έχει σφιγμένα τα λουριά η Άες Σεντάι.

Το πρωί νωρίτερα η Ηλαίην ήταν ακόμα ταραγμένη που υπήρχαν στρατιώτες της μητέρας της στην Καιρχίν και πολεμούσαν με τους Αελίτες του Ραντ, αλλά αυτό που ανησυχούσε τη Νυνάβε ήταν οι άτακτοι. Σύμφωνα με την Εγκουέν, αν κάποιος αναγνώριζε κλεμμένη ιδιοκτησία στην κατοχή κάποιου ατάκτου, αν ο οποιοσδήποτε ορκιζόταν ότι είχε δει άτακτο να σκοτώνει ή να καίει έστω κι έναν αχυρώνα, ο Ραντ κρεμούσε τον κατηγορούμενο. Δεν έσφιγγε το σκοινί με τα ίδια του τα χέρια, αλλά ήταν το ίδιο πράγμα, και η Εγκουέν είχε πει ότι ο Ραντ παρακολουθούσε όλες τις εκτελέσεις με πρόσωπο ψυχρό και σκληρό σαν τα βουνά. Αυτά δεν ταίριαζαν στον Ραντ. Ήταν ευγενικό αγόρι. Αυτά που του είχαν συμβεί στην Ερημιά τον είχαν κάνει να χειροτερέψει.

Εν πάση περιπτώσει, ο Ραντ ήταν μακριά, και τα δικά της προβλήματα —τα δικά της και της Ηλαίην― αργούσαν να βρουν λύση. Ο ποταμός Έλνταρ βρισκόταν σε απόσταση μικρότερη από ένα μίλι προς το βορρά και τον καβαλούσε μια επιβλητική πέτρινη γέφυρα στημένη σε μεγάλα μεταλλικά στηρίγματα που γυάλιζαν δίχως κόκκο σκόνης. Σίγουρα ήταν απομεινάρια παλαιότερων καιρών, ίσως κάποιας προηγούμενης Εποχής. Η Νυνάβε την είχε πλησιάσει το καταμεσήμερο, αφότου είχαν φτάσει, αλλά δεν υπήρχε μεγάλο πλοίο στο ποτάμι. Υπήρχαν βαρκούλες, μικρές ψαρόβαρκες που έκαναν τη δουλειά τους ανάμεσα στις καλαμιές στις όχθες, μερικά παράξενα στενά πλεούμενα που έσχιζαν το νερό με άνδρες που κωπηλατούσαν γονατιστοί, ακόμα και ένα τετράγωνο σλέπι που έμοιαζε αγκυροβολημένο στη λάσπη —υπήρχε πολλή λάσπη και στις δύο όχθες, αν και μέρος της ήταν ξεραμένο και σκασμένο, κάτι όχι παράξενο, μιας και η ζέστη ήταν ασυνήθιστη για την εποχή― αλλά τίποτα που θα μπορούσε να τις μεταφέρει γρήγορα πιο κάτω στο ποτάμι όπως ήθελε. Αν και βέβαια ακόμα δεν ήξερε πού έπρεπε να πάνε.

Όσο κι αν έστυβε το μυαλό της, δεν θυμόταν το όνομα της πόλης όπου υποτίθεται πως βρίσκονταν οι Γαλάζιες αδελφές. Μαστίγωσε με δύναμη ένα σκορποκέφαλο, κι αυτό έσκασε και άφησε μικρά λευκά πούπουλα που έπεσαν απαλά στο χώμα. Μπορεί και να μην βρίσκονταν πια εκεί, αν ήταν ποτέ. Αλλά ήταν το μόνο ίχνος που είχαν για κάποιο ασφαλές μέρος εκτός του Δακρύου. Μακάρι να το θυμόταν.

Το μόνο καλό σ’ όλο το ταξίδι προς το βορρά ήταν ότι η Ηλαίην είχε πάψει να φλερτάρει με τον Θομ. Δεν είχε υπάρξει το παραμικρό συμβάν από τότε που είχαν μπει στην ομάδα των διασκεδαστών. Ή μάλλον, θα ήταν καλό, αν η Ηλαίην δεν είχε αποφασίσει να προσποιηθεί ότι δεν είχε συμβεί ποτέ τίποτα. Χθες η Νυνάβε την είχε συγχαρεί που είχε ξαναβρεί τα λογικά της, και η Ηλαίην είχε απαντήσει ψυχρά, Θες να δεις αν θα μπω ανάμεσα σε σένα και τον Θομ, Νυνάβε; Παραείναι μεγάλος για σένα, και νόμιζα ότι για άλλον έτρεφες αισθήματα, αλλά είσαι μεγάλη γυναίκα και μπορείς να αποφασίζεις μόνη σου. Εγώ συμπαθώ τον Θομ, όπως, νομίζω, κι αυτός εμένα. Τον βλέπω σαν δεύτερο πατέρα μου. Αν θέλεις να φλερτάρεις μαζί του, έχεις την άδειά μου. Αλλά στ’ αλήθεια νόμιζα ότι δεν είσαι τόσο άστατη.

Ο Λούκα ήθελε να περάσουν το ποτάμι το πρωί, και η Σαμάρα, η πόλη που βρισκόταν στην αντίπερα όχθη, στην Γκεάλνταν, δεν ήταν κατάλληλη πόλη γι’ αυτούς. Ο Λούκα είχε περάσει στη Σαμάρα σχεδόν όλη τη μέρα μετά την άφιξή τους, για να βρει μέρος για την παράστασή του. Το μόνο που τον ανησυχούσε ήταν μήπως είχαν φτάσει εκεί άλλα θηριοτροφεία πριν απ’ αυτούς, και το δικό τους δεν ήταν το μοναδικό που είχε κι άλλα θεάματα εκτός από ζώα. Γι’ αυτό επέμενε όλο και περισσότερο να κάνουν ο Θομ και η Νυνάβε το νούμερο με τα μαχαίρια. Ήταν τυχερή που δεν της είχε ζητήσει να το κάνει υψοπερπατώντας μαζί με την Ηλαίην. Ο άνθρωπος νόμιζε ότι το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο ήταν να κάνει την πιο μεγάλη και πιο εντυπωσιακή παράσταση απ’ όλους. Για τη Νυνάβε προσωπικά, το ανησυχητικό ήταν ότι στη Σαμάρα βρισκόταν ο Προφήτης, με τους οπαδούς του να πνίγουν την πόλη και να ξεχειλίζουν απ’ έξω σε σκηνές, καλύβες και παράγκες ολόγυρά της, σαν πόλη που κατάπινε τη Σαμάρα, που και η ίδια δεν ήταν διόλου μικρή σε μέγεθος. Είχε ψηλό πέτρινο τείχος, τα πιο πολλά κτήρια ήταν από πέτρα κι αυτά —μάλιστα αρκετά ήταν διώροφα― και υπήρχαν περισσότερες στέγες με κεραμίδια ή λιθοκέραμα παρά από καλάμια.

Η εδώ όχθη του Έλνταρ δεν ήταν καλύτερη. Είχαν περάσει τρία πρόχειρα στρατόπεδα Λευκομανδιτών προτού φτάσουν στο σημείο που είχαν στήσει την κατασκήνωσή τους· υπήρχαν εκατοντάδες λευκές σκηνές σε ίσιες σειρές, και σίγουρα υπήρχαν κι άλλα τα οποία δεν είχαν δει. Οι Λευκομανδίτες στην από δω μεριά του ποταμού, ο Προφήτης και ίσως επικείμενες ταραχές στην από κει, και η Νυνάβε δεν είχε ιδέα πού να πάνε, ούτε τρόπο να πάνε εκεί, παρά μόνο με μια αργή άμαξα που προχωρούσε πιο αργά απ’ όσο αν πήγαιναν περπατώντας. Μακάρι να μην την είχε πείσει η Ηλαίην να εγκαταλείψουν την επίσημη άμαξά τους. Μη βλέποντας να υπάρχει κανένα αγριόχορτο κοντά της για να το κόψει δίχως να βγει από το δρόμο της, έσπασε το ντογκφένελ στη μέση, το ξανάσπασε, ώσπου τα κομμάτια ήταν κοντύτερα από το χέρι της, και τα πέταξε στο χώμα. Μακάρι να μπορούσε να κάνει το ίδιο με τον Λούκα. Και με τον Γκάλαντ Ντέημοντρεντ, που τις είχε αναγκάσει να το βάλουν στα πόδια και να φτάσουν ως εδώ. Και τον αλ’Λάν Μαντράγκοραν, που δεν ήταν εδώ. Όχι ότι τον χρειαζόταν, φυσικά. Αλλά η παρουσία του θα ήταν μια... παρηγοριά.

Η κατασκήνωση ήταν ήσυχη, ενώ μαγείρευαν το βραδινό σε μικρές φωτιές πλάι στις άμαξες. Ο Πέτρα τάιζε το λιοντάρι με τη μαύρη χαίτη, περνώντας πελώρια κομμάτια κρέατος από τα κάγκελα με ένα ραβδί. Οι λιονταρίνες είχαν ήδη ξαπλώσει η μια δίπλα στην άλλη συντροφικά τρώγοντας το δικό τους βραδινό, αφήνοντας πού και πού κανένα βρυχηθμό αν κάποιος πλησίαζε συχνά το κλουβί τους. Η Νυνάβε στάθηκε κοντά στην άμαξα της Αλούντρα· η Φωτοδότρια δούλευε με ένα ξύλινο γουδί πάνω σ’ ένα τραπεζάκι που ξεδιπλωνόταν από το πλαϊνό της άμαξάς της, μουρμουρίζοντας γι’ αυτό που κατασκεύαζε. Τρεις από τους Τσαβάνα χαμογέλασαν γοητευτικά στη Νυνάβε, κάνοντας της νόημα να κάτσει μαζί τους. Ο Μπρου, που ακόμα την κοίταζε άγρια, δεν ήταν ανάμεσά τους, παρ’ όλο που του είχε δώσει μια αλοιφή για να υποχωρήσει το πρήξιμο. Ίσως, αν χτυπούσε εξίσου δυνατά και τους υπόλοιπους, θα άκουγαν τον Λούκα —και, το σημαντικότερο, θα άκουγαν και την ίδια!― και θα καταλάβαιναν ότι δεν ήθελε τα χαμόγελά τους. Κρίμα που ο αφέντης Βάλαν Λούκα δεν ακολουθούσε ο ίδιος τις οδηγίες του. Η Λατέλ που ήταν στο κλουβί της αρκούδας γύρισε και της έστειλε ένα μαζεμένο χαμογελάκι· μάλλον με ξινή γκριμάτσα έμοιαζε. Κυρίως, όμως, η Νυνάβε κοίταζε τη Σεράντιν, που λίμαρε τα χοντρά νύχια στα πόδια του πελώριου γκρίζου σ’ρέντιτ, με ένα εργαλείο που έμοιαζε φτιαγμένο για να λιμάρει μέταλλο.

«Αυτή εκεί», είπε η Αλούντρα, «χρησιμοποιεί τα χέρια και τα πόδια της με αξιοσημείωτη επιδεξιότητα, δεν συμφωνείς; Μην με αγριοκοιτάζεις, Νάνα», πρόσθεσε, χτυπώντας τα χέρια για να τινάξει τη σκόνη. «Δεν είμαι εχθρός σου. Να. Πρέπει να δοκιμάσεις αυτά τα καινούρια φλογόραβδα».

Η Νυνάβε πήρε επιφυλακτικά το ξύλινο κουτί από τη μελαχρινή γυναίκα. Ήταν ένας κύβος που χωρούσε στο ένα χέρι, αλλά αυτή τον έπιασε και με τα δύο. «Νόμιζα ότι τα έλεγες κρουστήρες».

«Ίσως ναι, ίσως όχι. Το “φλογόραβδο” λέει ότι είναι καλύτερα από το “κρουστήρας”, σωστά; Λείανα τις τρυπούλες που κρατάνε τα ραβδάκια, έτσι ώστε να μην μπορούν πια να αναφλεγούν πάνω στο ξύλο. Καλή ιδέα, σωστά; Και τα κεφάλια είναι καινούρια φόρμουλα. Θα τα δοκιμάσεις να μου πεις τη γνώμη σου;»

«Ναι, φυσικά. Σ’ ευχαριστώ».

Η Νυνάβε βιάστηκε να συνεχίσει προτού η Φωτοδότρια της φόρτωνε κι άλλο κουτί. Το πρώτο το κρατούσε σαν να ήταν έτοιμο να εκραγεί, κάτι που, απ’ όσο ήξερε, δεν αποκλειόταν. Η Αλούντρα είχε βάλει τους πάντες να δοκιμάζουν τους κρουστήρες της, τα φλογόραβδα, όπως κι αν αποφάσιζε να τα πει την άλλη φορά. Πάντως, μπορούσαν ν’ ανάψουν μια φωτιά ή μια λάμπα. Επίσης άναβαν όταν τα γαλαζόγκριζα κεφάλια τους τρίβονταν το ένα στο άλλο ή σε κάτι τραχύ. Η ίδια προσωπικά θα συνέχιζε να χρησιμοποιεί τσακμακόπετρα και ατσάλι, ή καρβουνάκι φυλαγμένο προσεκτικά σ’ ένα κουτί με άμμο. Αυτά ήταν κατά πολύ ασφαλέστερα.

Ο Τζούιλιν την πρόφτασε προτού πατήσει τα σκαλιά της άμαξας που η Νυνάβε μοιραζόταν με την Ηλαίην, και το βλέμμα του πήγε αμέσως στο πρησμένο μάτι της. Αυτή τον αγριοκοίταξε τόσο έντονα, που εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω κι έβγαλε το γελοίο κωνικό καπέλο από το κεφάλι του. «Ήμουν στην αντίπερα όχθη», είπε. «Υπάρχουν καμιά εκατοστή Λευκομανδίτες στη Σαμάρα. Απλώς παρακολουθούν, ενώ παρακολουθούνται και οι ίδιοι εξίσου προσεκτικά από Γκεαλντινούς στρατιώτες. Έναν όμως τον αναγνώρισα. Τον νεαρό που καθόταν απέναντι από το Φως της Αλήθειας στη Σιέντα»

Εκείνη του χαμογέλασε, κι αυτός έκανε άλλο ένα βιαστικό βήμα πίσω, κοιτώντας την επιφυλακτικά. Ο Γκάλαντ στη Σαμάρα, Αυτό τους έλειπε τώρα. «Πάντα μου φέρνεις τέτοια ωραία νέα, Τζούιλιν. Έπρεπε να σε είχαμε αφήσει στο Τάντσικο, ή, ακόμα καλύτερα, στο μόλο του Δακρύου». Δεν ήταν δίκαιο αυτό. Καλύτερα να της έλεγε για τον Γκάλαντ, παρά να τον αντάμωνε σε μια γωνία εκεί που θα περπατούσε. «Σ’ ευχαριστώ, Τζούιλιν. Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε και θα έχουμε το νου μας». Αυτός μόλις που ένευσε, μια κάθε άλλο παρά πρέπουσα απάντηση στο κόσμιο ευχαριστώ της, κι έσπευσε να φύγει, φορώντας βιαστικά το καπέλο του, σαν να περίμενε ότι η Νυνάβε θα τον χτυπούσε. Οι άνδρες δεν είχαν τρόπους.

Το εσωτερικό της άμαξας ήταν πολύ πιο καθαρό απ’ όσο όταν το είχαν αγοράσει ο Θομ και ο Τζούιλιν. Το χρώμα που ξεφλούδιζε είχε ξυστεί —οι άνδρες είχαν κάνει μουρμουρίζοντας αυτή τη δουλειά― και τα ντουλάπια και το τραπεζάκι που ήταν στερεωμένο στο πάτωμα είχαν λαδωθεί τόσο καλά που γυάλιζαν. Η μικρή πέτρινη εστία με τη μεταλλική καμινάδα δεν χρησιμοποιούταν ποτέ —οι νύχτες ήταν αρκετά ζεστές και, αν οι δύο γυναίκες άρχιζαν να μαγειρεύουν εκεί μέσα, ο Θομ και ο Τζούιλιν δεν θα ξαναμαγείρευαν όταν ερχόταν η σειρά τους― αλλά ήταν καλό μέρος για να φυλάνε τα πολύτιμα που είχαν, τα πουγκιά και τα κουτιά με τα κοσμήματα. Το δερμάτινο πουγκί με τη σφραγίδα ― αυτό το είχε στριμώξει όσο πιο βαθιά μπορούσε και δεν το είχε ξανακουμπήσει από τότε.

Η Ηλαίην, που καθόταν σε ένα από τα στενά κρεβάτι, έχωσε κάτι κάτω από τις κουβέρτες όταν μπήκε μέσα η Νυνάβε, αλλά, προτού αυτή μπορέσει να ρωτήσει τι ήταν, η Ηλαίην αναφώνησε, «Το μάτι σου! Τι έπαθες;» Θα ’πρεπε να της ξαναλούσουν τα μαλλιά με χηνοπίπερο· αμυδρές χρυσές αναλαμπές είχαν αρχίσει να ξαναφαίνονται στις ρίζες από κείνες τις μαύρες μπούκλες. Έπρεπε να το κάνουν κάθε λίγες μέρες.

«Η Σεράντιν με χτύπησε ενώ κοίταζα αλλού», μουρμούρισε η Νυνάβε. Ένιωσε αηδία, καθώς ξαναθυμόταν τη γεύση από το βρασμένο γατόχορτο και την κοπανισμένη πικρόριζα. Δεν ήταν αυτός ο λόγος που είχε αφήσει την Ηλαίην να πάει στην τελευταία συνάντηση τους στον Τελ’αράν’ριοντ. Δεν απέφευγε την Εγκουέν. Απλώς η Νυνάβε είχε κάνει τα περισσότερα ταξίδια στον Κόσμο των Ονείρων μεταξύ των συναντήσεων τους και ήταν δίκαιο να δώσει μερικές ευκαιρίες και στην Ηλαίην. Αυτό ήταν όλο.

Ακούμπησε προσεκτικά το κουτί με τα φλογόραβδα σε ένα ντουλάπι πλάι σε δύο όμοια κουτιά. Εκείνο που είχε πάρει φωτιά το είχαν πετάξει προ πολλού.

Δεν ήξερε γιατί έκρυβε την αλήθεια. Η Ηλαίην προφανώς δεν είχε βγει από την άμαξα, αλλιώς ήδη θα ήξερε. Η Ηλαίην και ο Τζούιλιν μάλλον ήταν οι μόνοι άνθρωποι στην κατασκήνωση που δεν ήξεραν, τώρα που ο Θομ σίγουρα θα είχε αποκαλύψει όλες τις αηδιαστικές λεπτομέρειες στον Λούκα.

Πήρε μια βαθιά ανάσα, κάθισε στο άλλο κρεβάτι και πίεσε τον εαυτό της να ανταμώσει το βλέμμα της Ηλαίην. Κάτι στη σιωπή της άλλης έλεγε ότι ήξερε ότι υπήρχαν κι άλλα.

«Να... ρώτησα την Σεράντιν για τις νταμέην και τις σουλ’ντάμ. Είμαι σίγουρη ότι ξέρει περισσότερα απ’ αυτά που λέει». Κοντοστάθηκε, για να αφήσει στην Ηλαίην περιθώριο να εκφράσει τις αμφιβολίες της, να της πει ότι δεν είχε ρωτήσει, αλλά είχε απαιτήσει να μάθει, για να της πει η Ηλαίην ότι η Σωντσάν ήδη τους είχε πει όσα ήξερε και δεν είχε πολλές επαφές με τις νταμέην και τις σουλ’ντάμ. Η Ηλαίην όμως έμεινε σιωπηλή και η Νυνάβε συνειδητοποίησε ότι έλπιζε να αναβάλει με τον καυγά τη στιγμή που θα το φανέρωνε. «Εκνευρίστηκε, επαναλαμβάνοντας ότι δεν ξέρει, έτσι την έπιασα και την ταρακούνησα. Το παρατράβηξες μαζί της. Μου κούνησε το δάχτυλο κάτω από τη μύτη μου!» Η Ηλαίην συνέχισε απλώς να την κοιτάζει, ενώ τα ασυγκίνητα γαλάζια μάτια της σχεδόν δεν βλεφάριζαν. Η Νυνάβε μόλις που κατάφερε να μην τραβήξει το βλέμμα αλλού, ενώ συνέχιζε. «Με... πέταξε, με κάποιον τρόπο, πάνω από τον ώμο της. Σηκώθηκα και τη χαστούκισα, κι εκείνη με σώριασε κάτω με τη γροθιά της. Γι’ αυτό είναι έτσι το μάτι μου». Μιας και είχε αρχίσει, θα έλεγε και τα υπόλοιπα· η Ηλαίην σύντομα θα τα μάθαινε· καλύτερα να τα άκουγε απ’ αυτήν. Θα προτιμούσε να της ξεριζωνόταν η γλώσσα. «Δεν θα το ανεχόμουν αυτό, φυσικά. Παλέψαμε λίγο ακόμα». Η ίδια δεν είχε καταφέρει πολλά πράγματα, αν και είχε αρνηθεί να τα παρατήσει. Η πικρή αλήθεια ήταν η Σεράντιν είχε σταματήσει να την αναποδογυρίζει και να της βάζει ύπουλες τρικλοποδιές, επειδή ήταν σαν ενήλικας που τα είχε βάλει με παιδί. Η Νυνάβε δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί καλύτερα από παιδί. Μακάρι να μην υπήρχαν θεατές, γιατί τότε θα είχε διαβιβάσει· το δίχως άλλο ήταν αρκετά θυμωμένη. Μακάρι να μην υπήρχαν θεατές, τελεία. Ευχήθηκε να την είχε γρονθοκοπήσει μέχρι αιμορραγίας η Σεράντιν. «Και μετά η Λατέλ της έδωσε ένα ραβδί. Ξέρεις πώς θέλει να μου το ανταποδώσει αυτή η γυναίκα». Δεν υπήρχε λόγος να πει ότι η Σεράντιν εκείνη τη στιγμή ζουλούσε το κεφάλι της Νυνάβε στο ρυμό της άμαξας. Είχε να νιώσει σαν παιχνιδάκι στα χέρια κάποιου από τότε που στα δεκάξι της είχε πετάξει μια κανάτα νερό στη Νεύσα Αγιέλιν. «Τέλος πάντων, ήρθε και μας χώρισε ο Πέτρα». Πάνω στην ώρα. Εκείνο το θηρίο τις είχε αρπάξει από το σβέρκο σαν γατάκια. «Η Σεράντιν ζήτησε συγγνώμη, κι αυτό ήταν όλο». Ήταν βεβαίως αλήθεια ότι ο Πέτρα είχε βάλει τη Σωντσάν να ζητήσει συγγνώμη, αλλά είχε βάλει και τη Νυνάβε να κάνει το ίδιο, και είχε αρνηθεί να ανοίξει την απαλή αλλά σκληρή σαν σίδερο λαβή του προτού αυτή το κάνει. Τον είχε χτυπήσει μ’ όλη της τη δύναμή, στο στομάχι του, κι αυτός ούτε που είχε παίξει τα μάτια. Το χέρι της μάλιστα είχε αρχίσει να πρήζεται. «Δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο. Φαντάζομαι ότι η Λατέλ θα σκαρώσει καμιά ιστορία να τη διαδώσει. Μ’ αυτήν έπρεπε να τα βάλω. Δεν της έδωσα το μάθημα που της άξιζε».

Ένιωσε καλύτερα λέγοντας την αλήθεια, όμως το πρόσωπο της Ηλαίην έδειχνε αμφιβολίες, και η Ηλαίην θέλησε να αλλάξει κουβέντα. «Τι κρύβεις;» Άπλωσε το χέρι και τράβηξε την κουβέρτα, αποκαλύπτοντας το ασημί α’νταμ που είχαν πάρει από την Σεράντιν. «Τι στο Φως θες και το χαζεύεις; Και γιατί το κρύβεις; Είναι ένα βρωμερό πράγμα και απορώ πώς μπορείς και το αγγίζεις, αλλά, αν θέλεις, είναι δική σου υπόθεση».

«Μην είσαι τόσο υπεροπτική», της είπε η Ηλαίην. Ένα αργό χαμόγελο ανέτειλε στο πρόσωπό της, μια λάμψη έξαψης. «Νομίζω ότι μπορώ να φτιάξω ένα».

«Να φτιάξεις!» Η Νυνάβε χαμήλωσε τη φωνή της, ελπίζοντας να μην ερχόταν κάποιος να δει ποιον σκότωναν, αλλά δεν την απάλυνε καθόλου. «Φως μου, γιατί; Φτιάξε κάνα βόθρο καλύτερα. Καμιά χωματερή. Τουλάχιστον, αυτά είναι χρήσιμα».

«Δεν εννοώ να φτιάξω στην κυριολεξία α’ντάμ». Η Ηλαίην όρθωσε το κορμί της, με το πηγούνι γερμένο με το συνηθισμένο ατάραχο τρόπο. Φαινόταν προσβεβλημένη, και γαλήνια. «Αλλά είναι ένα τερ’ανγκριάλ κι έλυσα το γρίφο της λειτουργίας του. Είδα ότι παρακολούθησες τουλάχιστον μια διάλεξη για τη σύνδεση. Το α’ντάμ συνδέει τις δύο γυναίκες· γι’ αυτό, η σουλ’ντάμ πρέπει να είναι και η ίδια γυναίκα που μπορεί να διαβιβάσει». Έσμιξε ελαφρά τα φρύδια. «Είναι όμως μια παράξενη σύνδεση. Διαφορετική. Αντί για δύο ή περισσότερες που μοιράζονται, με τη μια να καθοδηγεί, εδώ η μια αναλαμβάνει τον απόλυτο έλεγχο. Νομίζω ότι αυτός είναι ο λόγος που η νταμέην δεν μπορεί να κάνει κάτι που δεν της το επιτρέπει η σουλ’ντάμ. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ανάγκη για το λουρί. Το κολάρο και το βραχιόλι θα δούλευαν μια χαρά και χωρίς αυτό, πάλι με τον ίδιο τρόπο».

«Θα δούλευαν μια χαρά», είπε ξερά η Νυνάβε. «Έχεις μελετήσει πολύ το θέμα για κάποια που δεν σκοπεύει να φτιάξει α’ντάμ». Η άλλη δεν είχε καν την αξιοπρέπεια να κοκκινίσει. «Σε τι θα το χρησιμοποιούσες; Δεν μπορώ να πω ότι θα μου κακοφαινόταν, αν το έβαζες στο λαιμό της Ελάιντα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι λιγότερο αηδιασ―»

«Δεν καταλαβαίνεις;» τη διέκοψε η Ηλαίην, με το αγέρωχο ύφος να έχει χαθεί μέσα στην έξαψη και στη ζέση. Έγειρε μπροστά και άγγιξε το γόνατο της Νυνάβε, και τα μάτια της έλαμπαν, τόσο ενθουσιασμένη ήταν με τον εαυτό της. «Είναι τερ’ανγκριάλ, Νυνάβε. Και νομίζω ότι μπορώ να το κατασκευάσω». Πρόφερε κάθε λέξη αργά και μελετημένα, κι ύστερα γέλασε και συνέχισε με λόγια σαν χείμαρρο. «Αν μπορώ να φτιάξω ένα, μπορώ να φτιάξω κι άλλα. Ίσως, μάλιστα, μπορώ να φτιάξω ανγκριάλ και σα’ανγκριάλ. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, καμία στο Πύργο δεν έχει μπορέσει να κατασκευάσει!» Ορθώθηκε, ανατρίχιασε και ακούμπησε τα δάχτυλα στο στόμα της. «Ποτέ άλλοτε δεν είχα σκεφτεί να φτιάξω κάτι. Κάτι χρήσιμο δηλαδή. Θυμάμαι κάποτε που είχα δει έναν τεχνίτη, κάποιον που είχε κάνει μερικές καρέκλες για το Παλάτι. Δεν ήταν επιχρυσωμένες, ούτε περίτεχνα σκαλισμένες —προορίζονταν για την πτέρυγα των υπηρετών― αλλά έβλεπα την περηφάνια στα μάτια του. Περηφάνια γι’ αυτό που είχε φτιάξει, κάτι δεξιοτεχνικά καμωμένο. Νομίζω πως θα μου άρεσε πολύ να το νιώσω αυτό. Αχ, μακάρι να ξέραμε έστω ένα μικρό ποσοστό απ’ όσα κάνουν οι Αποδιωγμένοι. Έχουν τη γνώση της Εποχής των Θρύλων στο μυαλό τους και τη χρησιμοποιούν για να υπηρετήσουν τη Σκιά. Σκέψου τι θα μπορούσαμε να κάνουμε μ’ αυτήν. Σκέψου τι θα μπορούσαμε να κατασκευάσουμε». Πήρε μια βαθιά ανάσα, άφησε τα χέρια να πέσουν στα πόδια της, με αμείωτο ενθουσιασμό. «Κι αν είναι έτσι, στοιχηματίζω ότι θα μπορούσα να ξεδιαλύνω επίσης το πώς φτιάχτηκε η Ασπρογέφυρα. Κτήρια από φυσητό γυαλί, αλλά πιο ανθεκτικά από μέταλλο. Και το κουεντιγιάρ, και―»

«Μην παίρνεις φόρα», είπε η Νυνάβε. «Η Λευκογέφυρα απέχει τουλάχιστον πεντακόσια-εξακόσια μίλια από δω και, αν νομίζεις ότι θα διαβιβάσεις στη σφραγίδα, ξέχνα το. Ποιος ξέρει τι θα μπορούσε να συμβεί; Θα μείνει στο σακίδιό της, στην εστία, μέχρι να βρούμε άλλο ασφαλές μέρος να τη βάλουμε».

Ο ζήλος της Ηλαίην ήταν παράδοξος. Η Νυνάβε δεν θα έλεγε όχι σε λίγες γνώσεις των Αποδιωγμένων —κάθε άλλο― αλλά, αν ήθελε καρέκλα, θα πλήρωνε μαραγκό. Δεν ήθελε ποτέ της να φτιάξει κάτι, πέρα από καταπλάσματα και αλοιφές. Όταν ήταν δώδεκα χρόνων, η μητέρα της είχε εγκαταλείψει τις προσπάθειες να τη μάθει να ράβει, αφότου έγινε προφανές ότι η Νυνάβε δεν ενδιαφερόταν αν το γαζί ήταν ίσιο ή στραβό. Όσο για τη μαγειρική... Πίστευε ότι ήταν καλή μαγείρισσα, αλλά το θέμα ήταν πως ήξερε τι ήταν σημαντικό. Η Θεραπεία ήταν σημαντική. Όλοι οι άνδρες θα μπορούσαν να φτιάξουν μια γέφυρα, και κατά τη γνώμη της έπρεπε αυτές τις δουλειές να τις αφήσουν στα χέρια τους.

«Με σένα από τη μια και με το α’ντάμ από την άλλη», συνέχισε, «ξέχασα να σου πω. Ο Τζούιλιν είδε τον Γκάλαντ στην άλλη όχθη του ποταμού».

«Μα το αίμα και τις στάχτες», μουρμούρισε η Ηλαίην, και, όταν η Νυνάβε την κοίταξε σηκώνοντας τα φρύδια, πρόσθεσε με σταθερή φωνή, «Δεν θέλω κήρυγμα για τη γλώσσα μου, Νυνάβε. Τι θα κάνουμε;»

«Όπως το βλέπω, μπορούμε να μείνουμε στην εδώ πλευρά του ποταμού να μας κοιτάνε οι Λευκομανδίτες και να απορούν γιατί αφήσαμε το θηριοτροφείο, μπορούμε να περάσουμε τη γέφυρα και να ευχηθούμε να μην ξεκινήσει ταραχές ο Προφήτης και να μην μας αποκηρύξει ο Γκάλαντ, μπορούμε να αγοράσουμε βάρκα, αν βρούμε, και να κατέβουμε το ποτάμι. Δεν είναι καλές επιλογές. Και ο Λούκα θα θέλει τα εκατό μάρκα του. Χρυσά». Προσπάθησε να μην μουτρώσει, αλλά το ποσό την έτσουζε. «Του το υποσχέθηκες, και φαντάζομαι πως δεν θα ήταν έντιμο να το σκάσουμε χωρίς να τον πληρώσουμε». Θα το είχε κάνει στο πι και φι, αν είχε μέρος να πάει.

«Και βέβαια δεν θα ήταν έντιμο», είπε η Ηλαίην, σοκαρισμένη. «Αλλά δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για τον Γκάλαντ, αρκεί να μην ξεμακρύνουμε από το θηριοτροφείο. Ο Γκάλαντ δεν τα πλησιάζει. Νομίζει ότι είναι άσπλαχνο να βάζεις ζώα σε κλουβιά. Δεν τον ενοχλεί να κυνηγά, βέβαια, ή να τα τρώει, μόνο να μην είναι σε κλουβί».

Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι της. Η αλήθεια ήταν ότι η Ηλαίην θα έβρισκε τρόπο να καθυστερήσουν, έστω και για μια μέρα, ακόμα κι αν υπήρχε τρόπος να φύγουν: ήθελε πραγματικά να υψοπερπατήσει μπροστά σε άλλους ανθρώπους, όχι μόνο σε άλλους καλλιτέχνες. Όσα για την ίδια τη Νυνάβε, μάλλον κι αυτή αναγκαστικά θα δεχόταν να ι ης πετάξει ξανά μαχαίρια ο Θομ. Δεν φοράω όμως εκείνο το παλιοφόρεμα!

«Το πρώτο πλεούμενο που θα ’ρθει και θα ’ναι αρκετά μεγάλο για να χωρέσουν άλλοι τέσσερις άνθρωποι», είπε, «θα το νοικιάσουμε. Αποκλείεται να σταμάτησε όλο το εμπόριο στο ποτάμι».

«Θα βοηθούσε αν ξέραμε πού πάμε». Ο τόνος της Ηλαίην ήταν υπερβολικά τρυφερός. «Μπορούμε απλώς να πάμε προς το Δάκρυ, ξέρεις. Δεν είναι ανάγκη να μείνουμε εδώ, μόνο και μόνο επειδή εσύ...» Η φωνή της έσβησε, αλλά η Νυνάβε ήξερε τι ήταν έτοιμη να πει. Μόνο και μόνο επειδή ήταν ξεροκέφαλη. Επειδή ήταν έξω φρενών που δεν θυμόταν ένα απλό όνομα, και σκόπευε να το θυμηθεί και να πάνε εκεί ακόμα κι αν υπήρχε θανάσιμος κίνδυνος. Ε, λοιπόν, τίποτα απ’ αυτά δεν ήταν αλήθεια. Η Νυνάβε σκόπευε να βρει αυτές τις Άες Σεντάι, που ενδεχομένως θα υποστήριζαν τον Ραντ, και να τις πάρει με το μέρος του, όχι να τρέχει στο Δάκρυ σαν αξιοθρήνητη προσφυγοπούλα που το σκάει για να βρει ασφάλεια.

«Θα το θυμηθώ», είπε με ήρεμο τόνο. Τελείωνε σε «μπαρ». Ή μήπως «νταρ»; «Λαρ»; Προτού βαρεθείς να επιδεικνύεσαι υψοπερπατώντας, θα το θυμηθώ. Δεν φοράω εκείνο το φόρεμα!

Загрузка...