Οι επιδράσεις από τη χρήση του τερ’ανγκριάλ δαχτυλιδιού δεν ξάφνιαζαν πια τη Νυνάβε. Είχε βρεθεί στο μέρος που σκεφτόταν όταν την είχε αγκαλιάσει ο ύπνος, στη μεγάλη αίθουσα στο Δάκρυ, που λεγόταν Καρδιά της Πέτρας, μέσα στο ογκώδες φρούριο με το όνομα Πέτρα του Δακρύου. Οι επίχρυσες λάμπες στους φανοστάτες δεν ήταν αναμμένες, αλλά ένα αχνό φως έμοιαζε να έρχεται από παντού και από πουθενά, απλώς να υπάρχει, παντού ολόγυρά της, και να ξεθωριάζει στο βάθος αφήνοντας θαμπές σκιές. Τουλάχιστον δεν έκανε ζέστη· στον Τελ’αράν’ριοντ ποτέ δεν έμοιαζε να κάνει ζέστη ή κρύο.
Πελώριες κολόνες από κοκκινόπετρα υψώνονταν προς όλες τις κατευθύνσεις και ο θόλος ψηλά εκεί πάνω ήταν χαμένος στις θαμπές σκιές μαζί με χρυσές λάμπες που κρέμονταν από χρυσές αλυσίδες. Οι ανοιχτόχρωμες πλάκες του δαπέδου κάτω από τα πόδια της ήταν φθαρμένες· οι Υψηλοί Άρχοντες του Δακρύου έρχονταν σ’ αυτή την αίθουσα —στον ξυπνητό κόσμο, φυσικά― μονάχα όταν το απαιτούσαν τα έθιμα και οι νόμοι τους, όμως έρχονταν εδώ από το Τσάκισμα του Κόσμου. Στο κέντρο κάτω από το θόλο βρισκόταν το Καλαντόρ, ένα σπινθηροβόλο σπαθί φτιαγμένο από κρύσταλλο, χωμένο ως τη μέση στην πέτρα του πατώματος. Όπως ακριβώς το είχε αφήσει ο Ραντ.
Η Νυνάβε δεν πλησίασε το σπαθί. Ο Ραντ ισχυριζόταν ότι είχε υφάνει παγίδες γύρω του με το σαϊντίν, παγίδες που δεν μπορούσε να τις δει καμία γυναίκα. Σίγουρα θα ήταν κάτι άσχημο —ακόμα και οι καλύτεροι άνδρες μπορούσαν να επιδείξουν ωμότητα, όταν προσπαθούσαν να φανούν πανούργοι― κάτι άσχημο που θα στρεφόταν επίσης κι εναντίον μιας γυναίκας, η οποία θα ήθελε να χρησιμοποιήσει εκείνο το σα’ανγκριάλ. Ο Ραντ ήθελε να το προφυλάξει, όχι μόνο από κείνους που ήταν στον Πύργο, αλλά εξίσου και από τους Αποδιωγμένους. Εκτός από τον ίδιο τον Ραντ, όποιος άγγιζε το Καλαντόρ μπορεί να πέθαινε ή να πάθαινε κάτι ακόμη χειρότερο.
Ήταν δεδομένο αυτό στον Τελ’αράν’ριοντ. Ό,τι υπήρχε στον ξυπνητό κόσμο, υπήρχε κι εδώ, μολονότι το αντίστροφο δεν ίσχυε πάντα. Ο Κόσμος των Ονείρων, ο Αθέατος Κόσμος, καθρέφτιζε τον ξυπνητό κόσμο, αν και με παράξενο τρόπο μερικές φορές, ίσως επίσης και άλλους κόσμους. Η Βέριν Σεντάι είχε πει στην Εγκουέν ότι υπήρχε ένα σχήμα υφασμένο από κόσμους, από την εδώ πραγματικότητα και από άλλες, ακριβώς όπως το υφαντό των ζωών των ανθρώπων αποτελούσε το Σχήμα των Εποχών. Ο Τελ’αράν’ριοντ τους άγγιζε όλους, όμως λίγοι μπορούσαν να μπουν κι έμπαιναν μονάχα τυχαία, για λίγες στιγμές, χωρίς να έχουν επίγνωση πού βρίσκονταν, μέσω των πεζών ονείρων τους. Ήταν επικίνδυνες στιγμές γι’ αυτούς τους ονειρευτές, παρ’ όλο που δεν το καταλάβαιναν, παρά μόνο αν στέκονταν άτυχοι. Ένα άλλο δεδομένο του Τελ’αράν’ριοντ ήταν πως ό,τι συνέβαινε στον ονειρευτή εδώ, συνέβαινε και στον ξυπνητό κόσμο. Αν πέθαινες στον Κόσμο των Ονείρων, πέθαινες και στην πραγματικότητα.
Η Νυνάβε είχε την αίσθηση ότι την παρακολουθούσαν από τη σκοτεινιά ανάμεσα στις κολόνες, αυτό όμως δεν την ενοχλούσε. Δεν ήταν η Μογκέντιεν. Φανταστικά μάτια· δεν υπάρχει κανείς που να παρακολουθεί. Είπα στην Ηλαίην να μην δίνει σημασία, και να που κι εγώ... Η Μογκέντιεν δεν θα περιοριζόταν στο να την κοιτάζει. Πάντως, ευχήθηκε να ήταν αρκετά θυμωμένη, ώστε να μπορεί να διαβιβάσει. Όχι ότι φοβόταν βέβαια. Απλώς δεν ήταν θυμωμένη. Δεν φοβόταν καθόλου.
Ένιωθε ελαφρύ το συστρεμμένο πέτρινο δαχτυλίδι, σαν αυτό να ήθελε να πετάξει απαλά από την καμιζόλα της, θυμίζοντάς της ότι αυτό ήταν το μόνο που φορούσε. Μόλις σκέφτηκε να ντυθεί, βρέθηκε να φορά ένα φόρεμα. Ήταν ένα κόλπο του Τελ’αράν’ριοντ που της άρεσε· κατά μία έννοια ήταν περιττό να διαβιβάσει, επειδή εδώ μπορούσε να κάνει πράγματα που σίγουρα καμία Άες Σεντάι δεν είχε κάνει ποτέ με τη Δύναμη. Αλλά δεν ήταν το φόρεμα που περίμενε· δεν ήταν από το καλό, γερό μάλλινο ύφασμα των Δύο Ποταμών. Ο ψηλός γιακάς στολισμένος με δαντέλα της Τζήρεκρουζ, έφτανε ως το σαγόνι της, όμως το ανοιχτοκίτρινο μετάξι την αγκάλιαζε με πιέτες που κολλούσαν πάνω της αποκαλυπτικά. Πόσες φορές είχε πει ότι αυτές οι Ταραμπονέζικες εσθήτες ήταν απρεπείς, όταν τις φορούσε για να μην ξεχωρίζει στο πλήθος του Τάντσικο; Απ’ ό,τι φαινόταν, τις είχε συνηθίσει χωρίς να το καταλάβει.
Τράβηξε απότομα την πλεξούδα της, για να τιμωρήσει το μυαλό της που περιπλανιόταν, και άφησε το φόρεμα όπως ήταν. Μπορεί η εσθήτα να μην ήταν όπως την ήθελε, όμως η Νυνάβε δεν ήταν άμυαλο κοριτσάκι για να χοροπηδά και να τσιρίζει αγανακτισμένη. Φόρεμα είναι κι αυτό. Θα το φορούσε όταν έφτανε η Εγκουέν, μαζί με όποια Σοφή θα τη συνόδευε αυτή τη φορά, και, αν τολμούσαν να πουν έστω λέξη... Δεν ήρθα από νωρίς για να λέω βλακείες για φορέματα!
«Μπιργκίτε;» Μόνη απάντηση ήταν η σιωπή και η Νυνάβε ύψωσε τη φωνή της, αν και κανονικά δεν θα χρειαζόταν. Σ’ αυτό το μέρος, αυτή η συγκεκριμένη γυναίκα μπορούσε να ακούσει να λένε το όνομά της στην άλλη άκρη του κόσμου. «Μπιργκίτε;»
Μια γυναίκα βγήκε ανάμεσα από τις κολόνες, με γαλήνια τα γαλανά της μάτια και γεμάτη περηφάνια κι αυτοπεποίθηση, με χρυσά μαλλιά πλεγμένα σε μια μακριά πλεξούδα πιο περίπλοκη από αυτή της Νυνάβε. Το κοντό λευκό σακάκι της και το φαρδύ παντελόνι από κίτρινο μετάξι, το οποίο ήταν χωμένο μέσα στις κοντές μπότες με τα ψηλά τακούνια, ήταν ενδύματα ηλικίας άνω των δύο χιλιάδων ετών, τα οποία είχαν αρχίσει να της αρέσουν. Τα βέλη στη φαρέτρα στο πλευρό της έμοιαζαν να είναι ασημένια, όπως και το τόξο που κρατούσε.
«Είναι εδώ γύρω ο Γκάινταλ;» ρώτησε η Νυνάβε. Συνήθως ήταν κοντά στην Μπιργκίτε και προκαλούσε νευρικότητα στη Νυνάβε, καθώς αρνιόταν να αναγνωρίσει την ύπαρξή της και κατσούφιαζε, όταν η Μπιργκίτε της μιλούσε. Είχε νιώσει σοκ στην αρχή βρίσκοντας τον Γκάινταλ Κέιν και την Μπιργκίτε —ήρωες νεκροί από καιρό, που τόσα παραμύθια και θρύλοι τους παρουσίαζαν μαζί― στον Τελ’αράν’ριοντ. Όπως όμως είχε πει η ίδια η Μπιργκίτε, τι καλύτερο για ήρωες δεμένους στον Τροχό του Χρόνου από το να καρτερούν την αναγέννησή τους στο όνειρο; Ένα όνειρο που υπήρχε τόσον καιρό όσο και ο Τροχός. Αυτούς θα καλούσε το Κέρας του Βαλίρ, την Μπιργκίτε και τον Γκάινταλ Κέιν και τον Ρογκός τον Αετομάτη και του Άρτουρ τον Γερακόφτερο, για να πολεμήσουν στην Τάρμον Γκάι’ντον.
Η πλεξούδα της Μπιργκίτε ανέμισε, καθώς κουνούσε το κεφάλι. «Καιρό έχω να τον δω. Νομίζω ότι ο Τροχός τον έστειλε πάλι έξω. Πάντα έτσι συμβαίνει». Προσμονή και έγνοια έβαφαν τη φωνή της.
Αν είχε δίκιο η Μπιργκίτε, τότε κάπου στον κόσμο είχε γεννηθεί ένα αγοράκι, ένα μωράκι που έκλαιγε, δίχως να γνωρίζει ποιος ήταν, προορισμένο όμως για περιπέτειες που θα γεννούσαν καινούριους θρύλους. Ο Τροχός ύφαινε τους ήρωες στο Σχήμα όταν ήταν ανάγκη, για να δώσουν μορφή στο Σχήμα, και με το θάνατό τους επέστρεφαν εδώ για να περιμένουν πάλι. Αυτό σήμαινε να είσαι δεμένος στον Τροχό. Και καινούριοι ήρωες επίσης μπορούσαν να βρεθούν δεμένοι, άνδρες και γυναίκες, των οποίων η γενναιότητα και τα κατορθώματα τούς έκαναν να ξεχωρίσουν από το συνηθισμένο, αλλά όταν δένονταν μια φορά, αυτό κρατούσε για πάντα.
«Πόσον καιρό έχεις;» ρώτησε η Νυνάβε. «Σίγουρα θα ’χεις χρόνια ακόμα». Η Μπιργκίτε ανέκαθεν συσχετιζόταν με τον Γκάινταλ, σε πλήθος ιστορίες, σε πλήθος Εποχές, μέσα σε περιπέτειες με ένα ρομάντζο που δεν μπορούσε να το χαλάσει ούτε κι ο Τροχός του Χρόνου. Πάντα γεννιόταν μετά τον Γκάινταλ· ένα χρόνο μετά, ή πέντε, ή δέκα, αλλά μετά.
«Δεν ξέρω, Νυνάβε. Ο χρόνος εδώ δεν είναι σαν τον χρόνο στον ξυπνητό κόσμο. Δέκα μέρες πέρασαν από την άλλη φορά που σε συνάντησα εδώ, όπως μου φαίνεται εμένα, και μόλις πριν από μια μέρα είδα την Ηλαίην. Για σας πόσο ήταν;»
«Τέσσερις μέρες και τρεις», μουρμούρισε η Νυνάβε. Οι δυο τους έρχονταν εδώ για να μιλήσουν με την Μπιργκίτε όσο πιο συχνά μπορούσαν, αν και πολλές φορές αυτό δεν ήταν δυνατόν, αφού ήταν μαζί τους όταν κατασκήνωναν ο Θομ και ο Τζούιλιν και φυλούσαν σκοπιά τα βράδια. Η Μπιργκίτε θυμόταν τον Πόλεμο της Δύναμης, τουλάχιστον σε μια ζωή της, και τους Αποδιωγμένους. Οι παρελθούσες ζωές της ήταν σαν βιβλία που τα θυμόταν με τρυφερότητα από τα παλιά τα χρόνια, και οι παλαιότερες ήταν πιο θολές από τις νεότερες, αλλά οι Αποδιωγμένοι ξεχώριζαν. Ειδικά η Μογκέντιεν.
«Καταλαβαίνεις, Νυνάβε; Η ροή του χρόνου εδώ μπορεί να αλλάξει και πιο έντονα. Μπορεί να περάσουν μήνες προτού ξαναγεννηθώ, ή μέρες. Εδώ, για μένα. Στον ξυπνητό κόσμο μπορεί να θέλει ακόμα χρόνια για να ξαναγεννηθώ».
Η Νυνάβε κατόρθωσε με κόπο να πνίξει την ενόχληση της. «Τότε δεν πρέπει να σπαταλάμε το χρόνο που έχουμε. Είδες κανέναν τους από την τελευταία φορά που βρεθήκαμε;» Δεν χρειαζόταν να πει ποιους εννοούσε.
«Πάρα πολλούς. Η Λανφίαρ είναι συχνά στον Τελ’αράν’ριοντ, φυσικά, αλλά έχω δει τον Ράχβιν και τον Σαμαήλ και την Γκρένταλ. Τον Ντεμάντρεντ. Και τη Σέμιραγκ». Η φωνή της Μπιργκίτε σφίχτηκε, καθώς πρόφερε το τελευταίο εκείνο όνομα· ακόμα και η Μογκέντιεν, η οποία μισούσε την Μπιργκίτε, δεν τη φόβιζε τόσο, όμως η Σέμιραγκ ήταν κάτι άλλο.
Και η Νυνάβε ανατρίχιασε —η χρυσομάλλα γυναίκα της είχε πει πολλά για εκείνη την Αποδιωγμένη― και κατάλαβε ότι φορούσε ένα χοντρό μάλλινο μανδύα με βαθιά κουκούλα υψωμένη για να κρύψει το πρόσωπό της· κοκκίνισε και τον εξαφάνισε.
«Κανένας δεν σε είδε;» ρώτησε ανήσυχα. Η Μπιργκίτε με πολλούς τρόπους ήταν πιο ευάλωτη από αυτήν, παρ’ όλο που γνώριζε τον Τελ’αράν’ριοντ. Ποτέ δεν είχε την ικανότητα της διαβίβασης· ο κάθε Αποδιωγμένος θα μπορούσε να τη σκοτώσει εύκολα, σαν να έλιωνε μυρμήγκι, χωρίς τον παραμικρό κόπο. Κι αν σκοτωνόταν εδώ, δεν θα ξαναγεννιόταν ποτέ πια.
«Δεν είμαι τόσο αμαθής —ούτε τόσο ανόητη― ώστε να τους αφήσω να με δουν». Η Μπιργκίτε έγειρε στο ασημένιο τόξο της· σύμφωνα με τους θρύλους, ποτέ δεν αστοχούσε με κείνο το τόξο και με τα ασημένια βέλη της. «Τους απασχολούν οι όμοιοί τους, κανένας άλλος. Έχω δει τον Ράχβιν και τον Σαμαήλ, την Γκρένταλ και τη Λανφίαρ να παραμονεύουν, καθένας αθέατος τους άλλους. Και τον Ντεμάντρεντ και τη Σέμιραγκ επίσης να τους παρακολουθούν. Μόνο όταν απελευθερώθηκαν τους έβλεπα να έρχονται τόσο συχνά εδώ».
«Κάτι σκαρώνουν». Η Νυνάβε δάγκωσε το χείλι της εκνευρισμένη και συγχυσμένη. «Όμως τι;»
«Ακόμα δεν ξέρω, Νυνάβε. Στον Πόλεμο της Σκιάς πάντα συνωμοτούσαν, ακόμα και ο ένας εναντίον του άλλου, όμως οι πράξεις τους ποτέ δεν προμήνυαν τίποτα καλό για τον κόσμο, είτε τον ξυπνητό είτε των ονείρων».
«Προσπάθησε να μάθεις, Μπιργκίτε· ό,τι μπορείς, με προσοχή. Μην ρισκάρεις». Το πρόσωπο της άλλης δεν άλλαξε, αλλά της Νυνάβε της φάνηκε ότι είχε ακούσει κάτι αστείο· η ανόητη αγνοούσε τον κίνδυνο, όπως κι ο Λαν, Ευχήθηκε να μπορούσε να ρωτήσει για τον Λευκό Πύργο, τι άραγε σχεδίαζε η Σιουάν, όμως η Μπιργκίτε δεν μπορούσε ούτε να δει ούτε να αγγίξει τον ξυπνητό κόσμο, παρά μόνο αν την καλούσε εκεί το Κέρας. Πας να αποφύγεις αυτό που στ’ αλήθεια θέλεις να ρωτήσεις! «Είδες τη Μογκέντιεν;»
«Όχι», αναστέναξε η Μπιργκίτε, «αλλά όχι επειδή δεν προσπάθησα. Συνήθως μπορώ να βρω όποιον γνωρίζει ότι βρίσκεται στον Κόσμο των Ονείρων· υπάρχει μια αίσθηση, σαν κυματάκια που ξεκινούν απ’ αυτόν και απλώνονται στον αέρα. Ή ίσως να πηγάζουν από το ότι έχει επίγνωση πού είναι· στ’ αλήθεια, δεν ξέρω. Είμαι στρατιώτης, όχι λόγιος. Ή δεν μπήκε στον Τελ’αράν’ριοντ από τότε που την νικήσατε, ή...» Δίστασε, και της Νυνάβε της ήρθε να την εμποδίσει, προτού πει αυτό που ήξερε ότι θα έλεγε, όμως η Μπιργκίτε άντεχε και δεν μασούσε τα λόγια της όταν ήταν να πει κάτι ενδεχομένως δυσάρεστο. «Ή ίσως ξέρει ότι την ψάχνω. Μπορεί και κρύβεται. Δεν είναι τυχαίο που τη λένε Αράχνη». Αυτό σήμαινε μογκέντιεν στην Εποχή των Θρύλων· ήταν μια αραχνούλα που ύφαινε τους ιστούς της σε μυστικά μέρη, και η δαγκωματιά της είχε αρκετό δηλητήριο για να σε σκοτώσει μέσα σε λίγες στιγμές.
Ξαφνικά, νιώθοντας έντονα τα αθέατα μάτια, η Νυνάβε ανατρίχιασε δυνατά. Δεν ήταν τρέμουλο. Απλώς μια ανατριχίλα. Πάντως έβαλε καλά στο νου της τη λεπτή Ταραμπονέζικη εσθήτα, μην τυχόν και βρισκόταν ξαφνικά να φορά πανοπλία. Ήταν ντροπή ακόμα κι όταν το πάθαινε μόνη της, πόσο μάλλον μπροστά στα καθαρά, γαλανά μάτια μιας γυναίκας, η οποία ήταν τόσο θαρραλέα, ώστε να είναι αντάξια του Γκάινταλ Κέιν.
«Μπορείς να την ξαναβρείς, ακόμα κι αν θέλει να μείνει κρυμμένη, Μπιργκίτε;» Ήταν μεγάλη η χάρη που ζητούσε, αν η Μογκέντιεν γνώριζε ότι την κυνηγούσαν· ήταν σαν να ψάχνεις για ένα λιοντάρι ανάμεσα σε ψηλά χόρτα οπλισμένος μονάχα μ’ ένα ραβδί.
Η άλλη δεν δίστασε. «Ίσως. Θα προσπαθήσω». Ζύγιασε το τόξο της και πρόσθεσε, «Τώρα πρέπει να φύγω. Δεν θέλω να με δουν οι άλλες όταν έρθουν».
Η Νυνάβε την έπιασε από το μπράτσο για να τη σταματήσει. «Θα βοηθούσε πολύ, αν με άφηνες να τους το πω. Έτσι, θα μπορούσα να μεταφέρω στην Εγκουέν και τις Σοφές όσα μου έχεις πει για τους Αποδιωγμένους, κι εκείνες θα τα έλεγαν στον Ραντ. Μπιργκίτε, είναι πράγματα που χρειάζεται να ξέρει―»
«Το υποσχέθηκες, Νυνάβε». Εκείνα τα λαμπερά γαλανά μάτια ήταν σκληρά σαν πάγος. «Οι γραφές λένε ότι δεν πρέπει να μάθει κανείς πως κατοικούμε στον Τελ’αράν’ριοντ. Παραβίασα πολλές όταν σου μίλησα, πολύ περισσότερες όταν σου πρόσφερα βοήθεια, επειδή δεν μπορώ να κάθομαι άπραγη και να σε βλέπω να πολεμάς τη Σκιά —τη μάχη αυτή τη δίνω περισσότερες ζωές απ’ όσες θυμάμαι· αλλά θα υπακούσω σ’ όσες γραφές μπορώ. Πρέπει να τηρήσεις την υπόσχεσή σου».
«Μα φυσικά», ξεσηκώθηκε η Νυνάβε, «εκτός αν με αποδεσμεύσεις εσύ. Και σου ζητώ αυτό ακριβ―»
«Όχι».
Και αμέσως η Μπιργκίτε χάθηκε. Τη μια στιγμή το χέρι της Νυνάβε άγγιζε ένα λευκό μανίκι, την άλλη στιγμή τον άδειο αέρα. Μέσα στο νου της επανέλαβε μερικές βλαστήμιες που είχε κρυφακούσει να λένε ο Θομ και ο Τζούιλιν, τέτοιες που θα μάλωνε την Ηλαίην, αν τις άκουγε, πόσο μάλλον αν τις χρησιμοποιούσε. Δεν είχε νόημα να ξαναφωνάξει το όνομα της Μπιργκίτε. Μάλλον δεν θα ερχόταν. Η Νυνάβε ευχήθηκε μόνο να ανταποκρινόταν την επόμενη φορά που θα την καλούσε η ίδια ή η Ηλαίην. «Μπιργκίτε! Θα τηρήσω την υπόσχεση μου! Μπιργκίτε!»
Αυτό σίγουρα το είχε ακούσει. Ίσως στην επόμενη συνάντησή τους θα είχε μάθει κάτι για τις δραστηριότητες της Μογκέντιεν. Η Νυνάβε σχεδόν ευχόταν να μην έβρισκε τίποτα. Διότι αλλιώς, θα σήμαινε ότι η Μογκέντιεν πράγματι παραμόνευε στον Τελ’αράν’ριοντ.
Χαζή γυναίκα! «Όταν δεν ψάχνεις μήπως υπάρχουν φίδια, δεν μπορείς να παραπονεθείς, αν κάποιο σε δαγκώσει». Ειλικρινά ήθελε κάποια μέρα να γνωρίσει τη Λίνι.
Ένιωθε να την πλακώνει η άπλα του πελώριου θαλάμου, οι μεγάλες γυαλισμένες κολόνες και η αίσθηση ότι την παρακολουθούσαν από τη σκοτεινιά ανάμεσά τους. Αν ήταν πράγματι κανείς εκεί, η Μπιργκίτε θα το είχε καταλάβει.
Κατάλαβε ότι έσιαζε τη μεταξωτή εσθήτα στους γοφούς της, και, για να μην σκέφτεται άλλο τα μάτια που δεν υπήρχαν, συγκέντρωσε την προσοχή της στο φόρεμα. Φορούσε ένα καλό μάλλινο φόρεμα των Δύο Ποταμών όταν την είχε πρωτοδεί ο Λαν, κι ένα απλό κεντητό φόρεμα όταν της είχε εξομολογηθεί τον έρωτά του, αλλά η Νυνάβε ήθελε να τη δει με τέτοιες εσθήτες. Δεν θα ήταν απρεπές, αν ήταν για τα δικά του μάτια.
Ένας ψηλός καθρέφτης φάνηκε μπροστά της, επιστρέφοντάς της το είδωλό της, καθώς έστριβε από δω κι από κει, κοιτώντας ακόμα και πάνω από τον ώμο της. Οι κίτρινες πιέτες την αγκάλιαζαν κολλητά, αφήνοντας υπαινιγμούς για ό,τι έκρυβαν. Ο Κύκλος των Γυναικών στο Πεδίο του Έμοντ θα την είχε μαζέψει να της μιλήσει κατ’ ιδίαν, κι ας ήταν Σοφία. Αλλά ήταν όμορφο φόρεμα. Εδώ, μόνη της, μπορούσε να παραδεχθεί ότι είχε συνηθίσει να φορά τέτοια ρούχα δημοσίως. Το χάρηκες, έψεξε τον εαυτό της. Γίνεσαι κι συ παλιοθήλυκο σαν την Ηλαίην. Αλλά ήταν πανέμορφο. Και ίσως να μην ήταν άσεμνο, όπως το θεωρούσε ανέκαθεν. Δεν είχε ντεκολτέ ως τα γόνατα, όπως εκείνο της Πρώτης του Μαγιέν, για παράδειγμα. Καλά, μπορεί της Μπερελαίν να μην ήταν τόσο χαμηλό, όμως ήταν πιο χαμηλό απ’ όσο θα μπορούσε να θεωρηθεί αξιοπρεπές.
Η Νυνάβε είχε ακούσει τι φορούσαν συχνά οι Ντομανές· εκείνα τα θεωρούσαν απρεπή ακόμα και οι Ταραμπονέζες. Μ’ αυτή τη σκέψη, οι κίτρινες μεταξωτές πιέτες έγιναν κυματιστό ποταμάκι με μια στενή ζώνη από δουλεμένο χρυσάφι. Και λεπτό. Το πρόσωπό της βάφτηκε κόκκινο. Πολύ λεπτό. Σχεδόν εντελώς διάφανο, μάλιστα. Η εσθήτα έκανε πολύ περισσότερα από το υπαινίσσεται. Αν την έβλεπε ο Λαν να τη φορά, δεν θα μουρμούριζε ότι η αγάπη του για εκείνη ήταν μοιραία και ότι δεν ήθελε να της προσφέρει τα ρούχα της χηρείας ως γαμήλιο δώρο. Μια ματιά, και το αίμα του θα έβραζε. Θα την―
«Τι στο Φως φοράς, Νυνάβε;» ρώτησε η Εγκουέν με σκανδαλισμένη φωνή.
Η Νυνάβε τινάχτηκε ψηλά, στριφογύρισε, και όταν κατέβηκε κοιτώντας την Εγκουέν και τη Μελαίν —ποια άλλη θα ’ταν παρά η Μελαίν, παρ’ όλο που δεν θα ήταν ευχάριστο όποια από τις Σοφές κι αν ήταν― ο καθρέφτης είχε χαθεί και φορούσε ένα σκούρο μάλλινο φόρεμα των Δύο Ποταμών, τόσο χοντρό που έκανε για χειμώνα. Νιώθοντας όχι μόνο ξαφνιασμένη αλλά και ταπεινωμένη —αν και κυρίως ξαφνιασμένη― άλλαξε ευθύς αμέσως το φόρεμά της, δίχως να το σκεφτεί, ξαναβάζοντας το αραχνοΰφαντο Ντομανό φόρεμα και εξίσου γοργά τις κίτρινες Ταραμπονέζικες πιέτες.
Το πρόσωπό της είχε πυρώσει. Σίγουρα την περνούσαν για χαζή. Και όλα αυτά μάλιστα μπροστά στη Μελαίν. Η Σοφή ήταν πανέμορφη, με μακριά χρυσόξανθα μαλλιά και καθάρια πράσινα μάτια. Όχι ότι τη Νυνάβε την ένοιαζε η εμφάνιση της Μελαίν. Όμως η Σοφή ήταν και στην προηγούμενη συνάντησή της εδώ μαζί με την Εγκουέν και την είχε κοροϊδέψει για τον Λαν. Η Νυνάβε τότε είχε χάσει την ψυχραιμία της. Η Εγκουέν είχε εξηγήσει ότι αυτά που της είχε πει η Μελαίν δεν θεωρούνταν πειράγματα μεταξύ των Αελιτών, όμως η Μελαίν την είχε συγχαρεί για τους ώμους του Λαν, για τα χέρια του, για τα μάτια του. Τι δικαίωμα είχε αυτή η γάτα με τα πράσινα μάτια να κοιτάζει τους ώμους του Λαν; Όχι πως η Νυνάβε αμφέβαλλε για την πίστη του. Αλλά ήταν άνδρας, ήταν μακριά της και η Μελαίν ήταν εκεί μπροστά, και... Έδωσε αυστηρά τέλος σ’ αυτές τις σκέψεις.
«Ο Λαν-;» Της φαινόταν ότι το πρόσωπό της θα έπιανε φωτιά. Δεν μπορείς να κουμαντάρεις τη γλώσσα σου, κυρά μου; Αλλά δεν θα έκανε πίσω, δεν μπορούσε να κάνει πίσω, με τη Μελαίν εκεί μπροστά. Και σαν να μην έφτανε η γελαστή έκφραση της Εγκουέν, η Μελαίν είχε τολμήσει να πάρει ύφος κατανόησης. «Είναι καλά;» Επιχείρησε να δείξει αυτοσυγκράτηση, αλλά η φωνή ακούστηκε στριγκή.
«Είναι καλά», είπε η Εγκουέν. «Ανησυχεί για την ασφάλειά σου».
Η Νυνάβε άφησε να βγει η ανάσα της, και μόνο τότε κατάλαβε ότι την κρατούσε. Η Ερημιά ήταν επικίνδυνο μέρος, ακόμα και χωρίς την ύπαρξη ανθρώπων σαν τον Κουλάντιν και τους Σάιντο, και ο Λαν δεν ήξερε τι θα πει προσοχή. Ανησυχούσε για την ασφάλειά της; Ο ανόητος νόμιζε ότι δεν ήταν ικανή να φυλαχτεί;
«Φτάσαμε πια στην Αμαδισία», είπε γοργά, ελπίζοντας να καλύψει την αντίδραση της. Αχαλίνωτη γλώσσα κι από πάνω στεναγμοί! Ο άνθρωπος αυτός μου έχει κλέψει τα λογικά! Η έκφραση των άλλων δεν αποκάλυπτε αν είχε πετύχει το σκοπό της. «Σ’ ένα χωριό που λέγεται Σιέντα, ανατολικά του Άμαντορ. Παντού Λευκομανδίτες, αλλά δεν μας ρίχνουν δεύτερη ματιά. Μα πρέπει να έχουμε το νου μας». Μπροστά στη Μελαίν, έπρεπε να είναι προσεκτική ― ακόμα και να στολίζει λιγάκι την αλήθεια. Έπιασε και είπε όμως για τη Ρόντε Μακούρα και το παράξενο μήνυμά της, και ότι είχε προσπαθήσει να τις ναρκώσει. Είπε μόνο πως η Μακούρα είχε προσπαθήσει, επειδή δεν μπορούσε να παραδεχθεί μπροστά στη Μελαίν ότι η γυναίκα εκείνη είχε πετύχει. Φως μου, τι κάνω; Ποτέ στη ζωή μου δεν είπα ψέματα στην Εγκουέν!
Δεν μπορούσε βέβαια να πει τον υποτιθέμενο λόγο —την επιστροφή της Αποδεχθείσας που είχε διαφύγει― μπροστά σε καμία από τις Σοφές. Νόμιζαν ότι η ίδια και η Ηλαίην ήταν πλήρεις Άες Σεντάι. Όμως έπρεπε με κάποιον τρόπο να πει στην Εγκουέν την αλήθεια. «Ίσως έχει σχέση με κάποιο σχέδιο που αφορά το Άντορ, όμως η Ηλαίην κι εσύ κι εγώ έχουμε κοινά σημεία, Εγκουέν, και νομίζω ότι πρέπει να προσέχουμε όσο και η Ηλαίην». Η κοπέλα ένευσε αργά· στην αρχή, όπως ήταν αναμενόμενο, έδειξε αποσβολωμένη, αλλά φάνηκε να καταλαβαίνει. «Καλά που με πονήρεψε η γεύση εκείνου του τσαγιού. Για φαντάσου να ποτίζεις με διχαλόριζα κάποια που ξέρει τα βότανα σαν κι εμένα».
«Πλεκτάνες μέσα σε πλεκτάνες», μουρμούρισε η Μελαίν. «Νομίζω πως το Μέγα Ερπετό είναι το κατάλληλο σημάδι για εσάς, τις Άες Σεντάι. Μια μέρα θα καταπιείτε τον εαυτό σας κατά λάθος».
«Έχουμε κι εμείς νέα», είπε η Εγκουέν.
Η Νυνάβε δεν κατάλαβε το λόγο για τη βιασύνη της κοπέλας. Δεν θα της επιτρέψω να με παρασύρει και να χάσω την ψυχραιμία μου. Και δεν θα θύμωνα, αν προσέβαλλε τον Πύργο. Άφησε την πλεξούδα της. Όμως μ’ αυτά που είχε να πει η Εγκουέν, την ξανάπιασαν τα νεύρα της.
Ήταν σίγουρα σοβαρό το ότι ο Κουλάντιν περνούσε τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, εξίσου και το ότι ο Ραντ τον ακολουθούσε· έτρεχε να φτάσει στο Πέρασμα Τζανγκάι και προέλαυναν από το πρώτο φως μέχρι που σκοτείνιαζε εντελώς, και η Μελαίν είπε ότι σύντομα θα έφτασαν. Οι συνθήκες στην Καιρχίν ήταν αρκετά άσχημες και χωρίς τους Αελίτες να πολεμούν μεταξύ τους στα εδάφη της. Και σίγουρα θα ξεσπούσε καινούριος Πόλεμος των Αελιτών, αν ο Ραντ προσπαθούσε να πραγματοποιήσει το τρελό του σχέδιο. Τρελό. Δεν μπορεί όμως να είχε τρελαθεί από τώρα. Σίγουρα διατηρούσε ακόμα τα λογικά του.
Παλιά ανησυχούσα και πάσχιζα να τον προστατεύσω, σκέφτηκε πικρά. Ενώ τώρα θέλω να μείνει λογικός για να πολεμήσει στην Τελευταία Μάχη. Όχι μόνο γι’ αυτό το λόγο, αλλά και για τον ίδιο. Ο Ραντ ήταν αυτό που ήταν. Που να με κάψει το Φως, δεν είμαι ανώτερη από τη Σιουάν Σάντσε και τις υπόλοιπες!
Εκείνο που τη σοκάρισε ήταν αυτό που είχε να πει η Εγκουέν για τη Μουαραίν. «Τον υπακούει;» είπε χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά της.
Η Εγκουέν ένευσε δυνατά, φορώντας εκείνη τη γελοία Αελίτικη μαντήλα. «Χθες το βράδυ τσακώθηκαν —ακόμα προσπαθεί να τον πείσει να μην περάσει το Δρακότειχος― και στο τέλος αυτός της είπε να μείνει απ’ έξω μέχρι να ξαναβρεί την ψυχραιμία της· αυτή ήταν λες και είχε καταπιεί τη γλώσσα της, αλλά το έκανε. Έμεινε έξω στη νύχτα μια ολόκληρη ώρα, πάντως».
«Δεν είναι σωστά αυτά τα πράγματα», είπε η Μελαίν, ενώ τυλιγόταν πιο σφιχτά με την εσάρπα της. Οι άνδρες δεν έχουν καμία δουλειά να δίνουν διαταγές είτε στις Άες Σεντάι είτε στις Σοφές. Ούτε ακόμα και ο Καρ’α’κάρν».
«Φυσικά και όχι», συμφώνησε η Νυνάβε και μετά έκρυψε το στόμα με το χέρι της, για να μην μείνει χάσκοντας. Τι με νοιάζει αν τη βάζει να χορέψει στο σκοπό του; Πολλές φορές μας έχει κάνει το ίδιο κι αυτή. Όμως δεν ήταν σωστό. Δεν θέλω να γίνω Άες Σεντάι, θέλω μόνο να μάθω να Θεραπεύω. Θέλω να μείνω αυτή που είμαι. Άσε τον να τη διατάζει! Πάντως, δεν ήταν σωστό.
«Τουλάχιστον τώρα ο Ραντ συζητάει μαζί της», είπε η Εγκουέν. «Πριν, ξίνιζε τα μούτρα, μόλις η Μουαραίν τον πλησίαζε. Νυνάβε, τα μυαλά του φουσκώνουν κάθε μέρα και περισσότερο».
«Παλιά, τότε που νόμιζα ότι θα με διαδεχθείς ως Σοφία», της είπε πικρόχολα, «σου δίδαξα πώς να τα ξεφουσκώνεις. Γι’ αυτόν θα είναι καλύτερα να το κάνεις εσύ, ακόμα κι αν τώρα πια μοιάζει με τον βασιλιά των ταύρων στο λιβάδι. Ίσως γι’ αυτό ακριβώς. Εγώ νομίζω ότι οι βασιλιάδες —και οι βασίλισσες― γίνονται ανόητοι όταν ξεχνούν το αξίωμά τους και φέρονται όπως είναι ο εαυτός τους, αλλά είναι ακόμα χειρότεροι όταν θυμούνται μόνο τι είναι και ξεχνούν ποιοι είναι. Θέλουν κάποιον που μόνη του δουλειά θα είναι να τους θυμίζει ότι τρώνε και ιδρώνουν και κλαίνε ίδια και όμοια με τον κάθε αγρότη».
Η Μελαίν τύλιξε γύρω της την εσάρπα της, και φάνηκε να διστάζει αν έπρεπε να συμφωνήσει ή όχι, όμως η Εγκουέν είπε, «Προσπαθώ, αλλά μερικές φορές μοιάζει να μην είναι καν ο εαυτός του, και ακόμα κι όταν είναι ο εαυτός του, η αλαζονεία του δεν ξεφουσκώνει με τίποτα».
«Κάνε ό,τι μπορείς. Ίσως το καλύτερο που μπορεί να γίνει είναι να τον βοηθά κάποιος να μην χάσει τον εαυτό του. Για καλό δικό του και ολόκληρου του κόσμου».
Μόνο η σιωπή απάντησε στα λόγια της. Σίγουρα στην ίδια και στην Εγκουέν δεν άρεσε καθόλου να μιλάνε για το τελικό ενδεχόμενο της τρέλας του Ραντ και το ίδιο πρέπει να ένιωθε και η Μελαίν.
«Έχω κάτι ακόμα σημαντικό να σας πω», συνέχισε μια στιγμή αργότερα. «Νομίζω πως οι Αποδιωγμένοι κάτι σχεδιάζουν». Άλλο αυτό κι άλλο να μιλούσε για την Μπιργκίτε. Έκανε να φανεί ότι η ίδια είχε δει τη Λανφίαρ και τους άλλους. Η αλήθεια ήταν πως η Μογκέντιεν ήταν η μόνη που θα μπορούσε να αναγνωρίσει εξ όψεως, ίσως και ο Ασμόντιαν, μόλο που τον είχε δει μονάχα μια φορά κι από μακριά. Ευχήθηκε να μην τη ρωτούσαν πώς ήξερε να τους αναγνωρίζει και γιατί πίστευε πως η Μογκέντιεν τριγυρνούσε εκεί πέρα. Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα που προέκυψε δεν είχε να κάνει με αυτό.
«Περιπλανιέσαι στον Κόσμο των Ονείρων;» Τα μάτια της Μελαίν ήταν πράσινος πάγος.
Η Νυνάβε της αντιγύρισε το αποφασιστικό βλέμμα με το δικό της, παρ’ όλο που η Εγκουέν κουνούσε το κεφάλι προειδοποιητικά. «Πώς αλλιώς θα έβλεπα τον Ράχβιν και τους άλλους, μου λες;»
«Άες Σεντάι, ξέρεις λίγα και δοκιμάζεις πολλά. Κακώς διδάχθηκες ακόμα και τα λίγα που ξέρεις. Προσωπικά, μερικές φορές μετανιώνω ακόμα και γι’ αυτές τις συναντήσεις που συμφωνήσαμε. Οι αμύητες γυναίκες δεν θα ’πρεπε να μπαίνουν στον Τελ’αράν’ριοντ».
«Διδάχθηκα μόνη μου περισσότερα απ’ όσα μου έμαθες ποτέ». Η Νυνάβε με αρκετή προσπάθεια κατάφερε να κρατήσει τη φωνή της ανέκφραστη. «Έμαθα να διαβιβάζω μόνη μου και δεν βλέπω γιατί να διαφέρει σε κάτι ο Τελ’αράν’ριοντ». Μόνο από πείσμα το είπε αυτό. Ήταν αλήθεια πως είχε μάθει μόνη της να διαβιβάζει, αλλά το είχε κάνει χωρίς να ξέρει τι ήταν αυτό που έκανε, και όχι ακριβώς όπως θα έπρεπε. Πριν από τον Λευκό Πύργο, μπορούσε να Θεραπεύει μερικές φορές, αλλά ασυναίσθητα, μέχρι που της το είχε αποδείξει η Μουαραίν. Οι δασκάλες της στο Λευκό Πύργο είχαν πει ότι αυτός ήταν ο λόγος που χρειαζόταν να είναι θυμωμένη για να διαβιβάσει· είχε κρύψει την ικανότητα από τον εαυτό της, τη φοβόταν, και μόνο η οργή μπορούσε να διαπεράσει το φόβο που ήταν θαμμένος τόσο καιρό.
«Είσαι, λοιπόν, από κείνες, τις οποίες οι Άες Σεντάι ονομάζουν αδέσποτες». Κάτι έκρυβε η τελευταία λέξη που δεν άρεσε στη Νυνάβε, είτε ήταν καταφρόνια είτε οίκτος. Ο όρος στον Πύργο σπανίως χρησιμοποιείτο κολακευτικά. Φυσικά, δεν υπήρχαν αδέσποτες στο Άελ. Οι Σοφές που μπορούσαν να διαβιβάζουν έβρισκαν όλα τα κορίτσια που είχαν τη σπίθα μέσα τους, όσα θα ανέπτυσσαν την ικανότητα της διαβίβασης κάποια στιγμή, ακόμα κι αν δεν τη διδάσκονταν. Ισχυρίζονταν επίσης ότι μπορούσαν να βρουν κι όλα τα κορίτσια δίχως τη σπίθα, που θα μάθαιναν, αν τη διδάσκονταν. Καμία Αελίτισσα δεν είχε πεθάνει προσπαθώντας να μάθει μόνη της. «Ξέρεις τους κινδύνους που υπάρχουν όταν μαθαίνεις τη Δύναμη δίχως καθοδήγηση, Άες Σεντάι. Μην νομίζεις ότι είναι μικρότεροι στο όνειρο. Είναι εξίσου μεγάλοι, ίσως χειρότεροι για όσες τολμούν να μπουν δίχως γνώση».
«Προσέχω», είπε η Νυνάβε με σφιγμένη φωνή. Δεν είχε έρθει για να της κάνει μάθημα μια ηλιόξανθη αλεπού από το Άελ. «Ξέρω τι κάνω, Μελαίν».
«Δεν ξέρεις τίποτα. Είσαι ξεροκέφαλη σαν αυτή όταν είχε πρωτοέρθει σε μας». Η Σοφή χάρισε στην Εγκουέν ένα χαμόγελο που έδειχνε πραγματική στοργή. «Δαμάσαμε την υπέρμετρη ζωντάνια της και τώρα μαθαίνει γοργά. Αν και έχει πολλά ελαττώματα, ακόμα και τώρα». Το ευχαριστημένο χαμόγελο της Εγκουέν έσβησε· η Νυνάβε υποψιάστηκε ότι την τελευταία φράση την είχε προσθέσει η Μελαίν ακριβώς εξαιτίας του χαμόγελου. «Αν θέλεις να περιπλανιέσαι στο όνειρο», συνέχισε η Αελίτισσα, «έλα σε μας. Θα εξημερώσουμε και το δικό σου ζήλο και θα σε διδάξουμε».
«Δεν χρειάζομαι εξημέρωση, να ’στε καλά», είπε η Νυνάβε μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο.
«Ο Ααν’αλάιν θα πεθάνει τη μέρα που θα μάθει το θάνατό σου».
Ένα κομμάτι πάγου σούβλισε την καρδιά της Νυνάβε. Ααν’αλάιν ονόμαζαν οι Αελίτες τον Λαν. Σήμαινε Μόνος στην Παλιά Γλώσσα ή Ένας Άνδρας ή Ο Άνδρας Που Είναι Ένας Ολόκληρος Λαός· ήταν συχνά δύσκολο να μεταφράσεις επακριβώς την Παλιά Γλώσσα. Οι Αελίτες έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για τον Λαν, τον άνθρωπο, ο οποίος δεν εγκατέλειπε τον πόλεμο που είχε με τη Σκιά, τον εχθρό που είχε αφανίσει το έθνος του. «Πολεμάς βρώμικα», μουρμούρισε.
Η Μελαίν σήκωσε το φρύδι της. «Πολεμάμε; Αν ναι, τότε πρέπει να μάθεις ότι στη μάχη υπάρχει μόνο νίκη ή ήττα. Οι κανόνες μην τυχόν και πληγωθεί κανείς είναι μόνο για τα παιχνίδια. Θέλω να μου δώσεις την υπόσχεσή σου ότι δεν θα κάνεις τίποτα στο όνειρο δίχως πρώτα να ρωτήσεις μια από μας. Ξέρω ότι οι Λες Σεντάι δεν λένε ψέματα, επομένως θέλω να το ακούσω από τα χείλη σου».
Η Νυνάβε έσφιξε τα δόντια. Θα ήταν εύκολο να πει τα λόγια. Δεν ήταν υποχρεωμένη να τα τηρήσει· δεν τη δέσμευαν οι Τρεις Όρκοι. Αλλά έτσι θα παραδεχόταν ότι η Μελαίν είχε δίκιο. Δεν το πίστευε και δεν θα το έλεγε.
«Δεν πρόκειται να σου το υποσχεθεί, Μελαίν», είπε τελικά η Εγκουέν. «Όταν μουλαρώνει έτσι, σημαίνει ότι δεν θα έβγαινε από το σπίτι, ακόμα κι αν της έλεγες ότι η στέγη έπιασε φωτιά».
Η Νυνάβε αγριοκοίταξε και την Εγκουέν για μια στιγμή. Δεν μουλάρωνε! Απλώς δεν άφηνε κανέναν να την μεταχειρίζεται σαν άβουλη κουκλίτσα.
Μετά από λίγο, η Μελαίν αναστέναξε. «Πολύ καλά. Όμως καλά θα κάνεις να θυμάσαι, Άες Σεντάι, ότι στον Τελ’αράν’ριοντ δεν είσαι παρά ένα παιδί. Έλα, Εγκουέν. Πρέπει να φύγουμε». Καθώς οι δύο έσβηναν, στο πρόσωπο της Εγκουέν άστραψε μια έκφραση σαν να είχε δει κάτι αστείο.
Η Νυνάβε ξαφνικά κατάλαβε ότι τα ρούχα της είχαν αλλάξει. Κάποιος τα είχε αλλάξει· οι Σοφές ήξεραν αρκετά καλά τον Τελ’αράν’ριοντ ώστε να μεταβάλλουν πράγματα πάνω σε άλλους, όχι μόνο στις ίδιες. Η Νυνάβε τώρα φορούσε λευκή μπλούζα και σκούρα φούστα, η οποία όμως, αντίθετα από τις φούστες των δύο γυναικών που μόλις είχαν φύγει, σταματούσε πολύ ψηλότερα από το γόνατο. Τα παπούτσια και οι κάλτσες της είχαν χαθεί και τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε δύο κοτσίδες, που καθεμιά περνούσε πάνω από το αυτί, με κίτρινες κορδέλες πλεγμένες μέσα τους. Πλάι στα γυμνά της πόδια ήταν μια κουκλίτσα από κουρέλια με σκαλισμένο και ζωγραφισμένο πρόσωπο. Η Νυνάβε ένιωσε ότι έτριζε τα δόντια της. Κάτι τέτοιο είχε ξανασυμβεί άλλη μια φορά και είχε αποσπάσει από την Εγκουέν την ομολογία ότι έτσι έντυναν οι Αελίτισσες τα κοριτσάκια.
Ξαναφόρεσε οργισμένη το κίτρινο Ταραμπονέζικο μεταξωτό —αυτή τη φορά ήταν ακόμα πιο κολλητό πάνω της― και κλώτσησε την κούκλα. Αυτή πετάχτηκε στον αέρα κι εξαφανίστηκε απότομα. Αυτή η Μελαίν σίγουρα είχε λιγουρευτεί τον Λαν· όλοι οι Αελίτες, φαίνεται, τον περνούσαν για ήρωα. Ο ψηλός γιακάς έγινε ίσιο δαντελωτό κολάρο και το βαθύ στενό ντεκολτέ έγινε αποκαλυπτικό. Αν εκείνη η γυναίκα τολμούσε έστω και να του χαμογελάσει...! Αν αυτός...! Ξαφνικά, κατάλαβε ότι το ντεκολτέ της χαμήλωνε και άνοιγε γοργά, και το ξανανέβασε βιαστικά, όχι ως πάνω, αλλά αρκετά, ώστε να μην κοκκινίζει. Το φόρεμα είχε στενέψει τόσο, που δεν μπορούσε να κουνηθεί· το διόρθωσε κι αυτό.
Άρα έπρεπε να ζητά άδεια, ε; Να παρακαλά τις Σοφές προτού κάνει οτιδήποτε; Μήπως δεν είχε νικήσει τη Μογκέντιεν; Τότε είχαν εντυπωσιαστεί, αλλά φαίνεται ότι στο μεταξύ το είχαν ξεχάσει.
Αν δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη Μπιργκίτε για να μάθει τι συνέβαινε στον Πύργο, ίσως υπήρχε τρόπος να το κάνει μόνη της.