32 Ένα Κοντό Δόρυ

Δεν το πολυσυζήτησαν. Έστω κι αν έξω μαινόταν ακόμα η καταιγίδα, μπορούσαν να φτάσουν στην πύλη χρησιμοποιώντας για μανδύες τις κουβέρτες και τα χαλάκια. Η Αβιέντα άρχισε να τα μοιράζει, ενώ αυτός έπιασε το σαϊντίν, γεμίζοντας τον εαυτό του με ζωή και θάνατο, υγρή φωτιά και λιωμένο πάγο.

«Χώρισέ τα ίσα», της είπε. Ήξερε ότι η φωνή του ήταν ψυχρή και ασυγκίνητη. Ο Ασμόντιαν είχε πει ότι μπορούσε να το ξεπεράσει, αλλά ως τώρα δεν το είχε καταφέρει.

Εκείνη τον κοίταξε έκπληκτη, αλλά το μόνο που είπε ήταν, «Είσαι πιο μεγαλόσωμος και θες περισσότερα», και συνέχισε κανονικά.

Άδικα θα διαφωνούσε. Σύμφωνα με την εμπειρία του, από το Πεδίο του Έμοντ ως τις Κόρες, αν μια γυναίκα ήθελε να κάνει κάτι για σένα, ο μόνος τρόπος για να την εμποδίσεις ήταν να τη δέσεις, ειδικά αν το κάτι συμπεριλάμβανε μια θυσία εκ μέρους της. Η έκπληξη ήταν πως δεν του είχε μιλήσει καυστικά, δεν είχε αναφέρει ότι ήταν ένας μαλθακός υδρόβιος. Ίσως, εκτός από την ανάμνηση, να είχε βγει και κάτι ακόμα καλό απ’ όλα αυτά. Δεν μπορεί να εννοεί στ’ αλήθεια ποτέ ξανά. Υποψιαζόταν όμως ότι η Αβιέντα αυτό ακριβώς εννοούσε.

Ύφανε μια ροή Φωτιάς λεπτή σαν δάχτυλο, έκοψε το περίγραμμα μιας πόρτας σε έναν τοίχο, πλάτυνε το άνοιγμα στο πάνω μέρος. Χύθηκε φως μέρας, ξαφνιάζοντάς τους. Ο Ραντ άφησε το σαϊντίν και αντάλλαξε μια έκπληκτη ματιά με την Αβιέντα. Είχε ξεχαστεί εκεί μέσα και δεν ήξερε τι ώρα ήταν —δεν ξέρεις τι χρονιά είναι― αλλά δεν μπορεί να βρίσκονταν εκεί τόσο πολύ. Όπου κι αν ήταν το μέρος που βρίσκονταν, απείχε μεγάλη απόσταση από την Καιρχίν.

Έσπρωξε το κομμάτι, αλλά αυτό δεν κουνήθηκε, παρά μόνο όταν εκείνος έβαλε πλάτη για να σπρώξει, έχωσε τις φτέρνες στο έδαφος κι έπεσε καταπάνω του μ’ όλη του τη δύναμη. Τη στιγμή που σκέφτηκε ότι μάλλον θα έκανε πιο εύκολα τη δουλειά με τη Δύναμη, το κομμάτι αναποδογύρισε, παρασέρνοντάς τον μαζί του στο παγωμένο, χλωμό φως της μέρας. Το κομμάτι όμως δεν έπεσε τελείως. Στάθηκε υπό γωνία, στηριγμένο στο χιόνι που είχε μαζευτεί γύρω από την καλύβα. Όπως κειτόταν ανάσκελα, με το κεφάλι του μόνο να ξεπροβάλλει λίγο, είδε κι άλλους λοφίσκους χιονιού· μερικοί ήταν ομαλά υψωματάκια γύρω από τα αραιά, καχεκτικά δενδράκια, τα οποία δεν αναγνώριζε, ενώ άλλα πρέπει να έθαβαν θάμνους ή βράχια.

Άνοιξε το στόμα ― και ξέχασε τι ήθελε να πει, καθώς κάτι διέσχισε τον αέρα ούτε δεκαπέντε μέτρα από πάνω του, μια γκρίζα μορφή με όψη σαν από δέρμα, πολύ μεγαλύτερη από άλογο, με πλατιά φτερά που χτυπούσαν αργά, μουσούδα με κέρατο που ξεπρόβαλλε μπροστά, πόδια με γαμψώνυχα και λεπτή ουρά σαν σαύρας πίσω. Το κεφάλι του Ραντ γύρισε, σαν να ’χε δική του βούληση, για να ακολουθήσει την πτήση του πλάσματος Στη ράχη του είχε δύο ανθρώπους· παρ’ όλο που έμοιαζαν να φορούν ρούχα με κουκούλες, φαίνονταν να εξετάζουν το έδαφος κάτω τους. Αν δεν ξεπρόβαλλε μόνο το κεφάλι του, αν δεν ήταν ακριβώς κάτω από το πλάσμα, σίγουρα θα τον είχαν δει.

«Άσε τις κουβέρτες», είπε, καθώς ξαναχωνόταν μέσα. Της είπε τι είχε δει. «Μπορεί να είναι φιλικοί, μπορεί και όχι, αλλά θα προτιμούσα να μην το μάθω». Πάντως, δεν ήξερε αν ήθελε να συναντήσει ανθρώπους που καβαλούσαν τέτοιο πλάσμα. Αν ήταν άνθρωποι. «Θα πάμε στα κρυφά ως την πύλη. Όσο πιο γρήγορα μπορούμε, αλλά στα κρυφά».

Ως εκ θαύματος, εκείνη δεν του αντιμίλησε. Όταν ο Ραντ το σχολίασε, ενώ τη βοηθούσε να σκαρφαλώσει το κομμάτι του πάγου —άλλο ένα θαύμα· δέχθηκε το χέρι του δίχως καν να τον αγριοκοιτάξει― του είπε, «Δεν διαφωνώ όταν κάνεις το λογικό, Ραντ αλ’Θόρ». Αυτός αλλιώς το θυμόταν.

Η περιοχή γύρω τους ήταν επίπεδη κάτω από την παχιά κουβέρτα του χιονιού, αλλά προς τα δυτικά υψώνονταν κοφτερά βουνά με άσπρες κορυφές, με τις άκρες τους στεφανωμένες από σύννεφα. Δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να καταλάβει ότι ήταν στα δυτικά, μιας και ο ήλιος ανέτειλε. Η μισή χρυσή σφαίρα του είχε ξεπροβάλει από τον ωκεανό. Ο Ραντ έμεινε να κοιτάζει. Η γη έγερνε, αφήνοντάς τον να δει κύματα να σκάνε, τινάζοντας μανιασμένους αφρούς, σε μια βραχώδη ακτή γεμάτη πέτρες περίπου μισό μίλι παραπέρα. Ένας ωκεανός στα ανατολικά, που εκτεινόταν δίχως τέλος προς τον ορίζοντα και προς τον ήλιο. Και να μην το είχε καταλάβει από το χιόνι, τώρα αυτό το θέαμα του έλεγε ότι δεν βρισκόταν σε γη που ήξερε.

Η Αβιέντα κοίταξε κατάπληκτη τα θυμωμένα κύματα και τα αφρισμένα φουσκώματα, και ύστερα τον κοίταξε, σμίγοντας τα φρύδια, καθώς αντιλαμβανόταν την κατάσταση. Μπορεί να μην είχε δει ποτέ ωκεανό, αλλά είχε δει χάρτες.

Με τα φουστάνια που φορούσε, το χιόνι τη δυσκόλευε πιο πολύ απ’ όσο τον Ραντ, ο οποίος ήδη αγκομαχούσε, όχι τόσο περπατώντας, όσο σέρνοντας τα πόδια, βουλιάζοντας μερικές φορές ως τη μέση του. Η Αβιέντα άφησε μια κοφτή ανάσα όταν τη σήκωσε στην αγκαλιά του, και τα πράσινα μάτια της τον αγριοκοίταξαν.

«Πρέπει να πάμε πιο γρήγορα απ’ όσο μπορείς να πας σέρνοντας τα φουστάνια σου», της είπε. Το άγριο βλέμμα καταλάγιασε, αλλά δεν άπλωσε το χέρι της γύρω από το σβέρκο του, όπως μισοέλπιζε αυτός. Αντίθετα, σταύρωσε τα χέρια κι πήρε υπομονετική έκφραση. Με ίχνη βαρυθυμίας. Ό,τι κι αν είχε αλλάξει μέσα της μετά απ’ αυτό που είχαν κάνει, πάντως δεν ήταν εντελώς διαφορετική. Ο Ραντ δεν καταλάβαινε γιατί αυτό του έφερνε ανακούφιση.

Θα μπορούσε να ανοίξει μονοπάτι λιώνοντας το χιόνι, όπως είχε κάνει στη θύελλα, όμως, αν ερχόταν κανένα άλλο από κείνα τα ιπτάμενα πλάσματα, ο καθαρός δρόμος θα το οδηγούσε κατευθείαν πάνω τους. Μια αλεπού τους προσπέρασε τρέχοντας πηδηχτά στο χιόνι δεξιά του, κατάλευκη, με εξαίρεση μια μαύρη άκρη στη φουντωτή ουρά της, κοιτώντας τους πού και πού επιφυλακτικά. Ίχνη λαγών φαίνονταν εδώ κι εκεί στο χιόνι, θαμπά στα σημεία απ’ όπου είχαν πηδήξει, και κάποια στιγμή ο Ραντ είδε αχνάρια από μια γάτα που πρέπει να ήταν μεγάλη σαν λεοπάρδαλη. Ίσως να υπήρχαν και ακόμα μεγαλύτερα ζώα, ίσως κάποιος άπτερος συγγενής εκείνου του παράξενου πλάσματος. Δεν θα ’θελε να συναντήσει κάτι τέτοιο, όμως υπήρχε πιθανότητα τα... ιπτάμενα... να πάρουν το σκαμμένο αυλάκι που άφηνε πίσω του για ίχνη ζώου.

Συνέχισε να προχωρά από δένδρο σε δένδρο, ενώ ευχόταν να υπήρχαν περισσότερα και να ήταν πυκνότερα. Φυσικά, αν ήταν πυκνότερα, μπορεί να μην είχε εντοπίσει την Αβιέντα μέσα στη θύελλα —εκείνη μούγκρισε, κοιτώντας τον συνοφρυωμένα, κι αυτός χαλάρωσε λίγο το σφίξιμό του― αλλά τώρα θα τους βοηθούσαν. Όμως, ακριβώς επειδή προχωρούσε έτσι προσεκτικά, είδε πρώτος τους άλλους.

Λιγότερα από πενήντα βήματα παραπέρα, ανάμεσα στον Ραντ και στην πύλη —ακριβώς στην πύλη· ένιωθε την ύφανσή του να την κρατά― υπήρχαν τέσσερις καβαλάρηδες και πάνω από είκοσι πεζοί. Οι έφιπποι ήταν όλοι γυναίκες κουκουλωμένες σε μακριούς, χοντρούς μανδύες με επένδυση από γούνα· δύο από αυτές είχαν από ένα ασημένιο βραχιόλι στον αριστερό καρπό έκαστη, από το οποίο ξεκινούσε ένα μακρύ λουρί του ίδιου αστραφτερού υλικού και κατέληγε σε ένα λαμπερό κολάρο, σφιγμένο στο λαιμό μιας γκριζοντυμένης γυναίκας δίχως μανδύα, που στεκόταν στο χιόνι. Οι άλλοι πεζοί ήταν άνδρες που έφεραν σκούρα δερμάτινη περιβολή κι αρματωσιά με πράσινα και χρυσά χρώματα, με επικαλυπτόμενα ελάσματα να κατηφορίζουν το στέρνο, το εξωτερικό των χεριών και το πρόσθιο μέρος των μηρών. Τα δόρατα τους είχαν πρασινόχρυσες φούντες, οι μακριές ασπίδες είχαν τα ίδια χρώματα και τα κράνη έμοιαζαν να είναι κεφάλια πελώριων εντόμων, με τα πρόσωπα να ξεπροβάλλουν ανάμεσα στις δαγκάνες. Ο ένας ήταν ολοφάνερα αξιωματικός, δίχως δόρυ ή ασπίδα, αλλά με ένα κυρτό σπαθί με μακριά λαβή στην πλάτη του. Η γυαλισμένη πανοπλία του είχε ελάσματα με ασημένιο περίγραμμα και πυκνά πράσινα φτερά, σαν κεραίες, που τόνιζαν την εντύπωση που έδινε το βαμμένο κράνος του. Τώρα ο Ραντ ήξερε πού είχαν βρεθεί αυτός και η Αβιέντα. Είχε ξαναδεί τέτοια αρματωσιά. Και γυναίκες με τέτοιο κολάρο.

Την άφησε πίσω από κάτι που έμοιαζε με πεύκο παραμορφωμένο από τον άνεμο, μόνο που η επιφάνειά του ήταν λεία και γκρίζα, με μαύρες πινελιές, κι έδειξε τους άλλους, κι εκείνη ένευσε σιωπηλά.

«Οι δυο γυναίκες στα λουριά μπορούν να διαβιβάσουν», της ψιθύρισε. «Μπορείς να τις φράξεις;» Πρόσθεσε βιαστικά, «Μην αγκαλιάσεις ακόμα την Πηγή. Είναι αιχμάλωτες, όμως ίσως προειδοποιήσουν τις άλλες, και ακόμα κι αν δεν τις προειδοποιήσουν, οι γυναίκες με τα βραχιόλια ίσως νιώσουν τις άλλες, όταν σε αισθανθούν».

Εκείνη τον κοίταξε παράξενα, αλλά δεν χρονοτρίβησε με ανόητες ερωτήσεις, παραδείγματος χάριν πού το ήξερε· ο Ραντ ήξερε ότι οι ερωτήσεις θα περίμεναν για αργότερα. «Οι γυναίκες με τα βραχιόλια μπορούν κι αυτές να διαβιβάσουν», του απάντησε πάλι με μαλακή φωνή. «Είναι πολύ παράξενη η αίσθηση. Αδύναμη. Σαν να μην το έχουν εξασκήσει ποτέ. Δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό».

Ο Ραντ καταλάβαινε. Οι νταμέην ήταν εκείνες που υποτίθεται ότι μπορούσαν να διαβιβάζουν. Αν δύο γυναίκες είχαν ξεγλιστρήσει από τα βρόχια των Σωντσάν για να γίνουν σουλ’ντάμ —κι απ’ όσο ήξερε, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εύκολο, μιας και οι Σωντσάν δοκίμαζαν όλες τις γυναίκες στα χρόνια που μπορεί να πρωτοέδειχναν σημάδια διαβίβασης― τότε δεν θα ρίσκαραν να προδοθούν. «Μπορείς να φράξεις και τις τέσσερις;»

Εκείνη τον κοίταξε με μεγάλη αυταρέσκεια. «Φυσικά. Η Εγκουέν μου δίδαξε να χειρίζομαι αρκετές ροές ταυτοχρόνως. Μπορώ να τις μπλοκάρω, να τις στερεώσω, και να τις τυλίξω σε ροές Αέρα προτού καταλάβουν τι γίνεται». Το αυτάρεσκο ύφος χάθηκε. «Είμαι αρκετά γρήγορη, ώστε να τις αντιμετωπίσω και να φροντίσω για τα άλογά τους, αλλά οι υπόλοιποι θα μείνουν για σένα, μέχρι να μπορέσω να φέρω βοήθεια. Αν ξεφύγει κανείς... Σίγουρα θα μπορούν να πετάξουν δόρυ σε τέτοια απόσταση, κι αν σε καρφώσει κανένα στο έδαφος...» Για μια στιγμή, μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της, λες και ήταν θυμωμένη που δεν μπορούσε να ολοκληρώσει ούτε μια φράση. Στο τέλος τον κοίταξε, με βλέμμα πιο οργισμένο από κάθε άλλη φορά. «Η Εγκουέν μου είπε για τη Θεραπεία, αλλά αυτή ξέρει λίγα κι εγώ ακόμη λιγότερα».

Τι, άραγε, την είχε θυμώσει τώρα; Πιο εύκολα θα καταλάβεις τον ήλιο παρά μια γυναίκα, σκέφτηκε ειρωνικά. Του το είχε πει ο Θομ Μέριλιν και ήταν η καθαρή αλήθεια. «Εσύ κοίτα να φράξεις αυτές τις γυναίκες», της είπε. «Τα υπόλοιπα άσ’ τα πάνω μου. Αλλά μόνο όταν σου αγγίξω το μπράτσο».

Κατάλαβε ότι η Αβιέντα νόμιζε πως καυχιόταν, αλλά δεν θα χρειαζόταν να χωρίσει ροές, μόνο να υφάνει μια περίπλοκη ροή Αέρα, η οποία θα έδενε τα χέρια στο πλάι και θα συγκρατούσε τόσο τα πόδια των αλόγων όσο και των ανθρώπων. Πήρε μια βαθιά ανάσα, άρπαξε το σαϊντίν, της άγγιξε το μπράτσο και διαβίβασε.

Κραυγές έκπληξης υψώθηκαν από τους Σωντσάν. Θα ’πρεπε να έχει προνοήσει και για φίμωτρα, αλλά θα περνούσαν από την πύλη προτού τραβήξουν την προσοχή άλλων. Κρατώντας την πηγή, άρπαξε την Αβιέντα από το μπράτσο και τη μισοέσυρε στο χιόνι, αγνοώντας την, καθώς αυτή γρύλιζε ότι μπορούσε να περπατήσει. Τουλάχιστον, μ’ αυτόν τον τρόπο της άνοιγε μονοπάτι, κι έπρεπε να βιαστούν.

Οι Σιουάν ησύχασαν, κοιτώντας τους, καθώς οι δυο τους περνούσαν από μπροστά. Οι δύο γυναίκες που δεν ήταν σουλ’ντάμ είχαν κατεβάσει τις κουκούλες, παλεύοντας με την ύφανσή του. Ο Ραντ κρατούσε την ύφανση αντί να τη στερεώσει· όταν έφευγε θα έπρεπε να τη λύσει, για τον απλό λόγο ότι δεν μπορούσε να αφήσει ούτε καν Σωντσάν δεμένους στο χιόνι. Αν δεν πέθαιναν από το ψύχος, υπήρχε και η μεγάλη γάτα που είχε δει τα ίχνη της. Όπου υπήρχε μία, πρέπει να υπήρχαν κι άλλες.

Η πύλη ήταν βεβαίως εκεί, αλλά, αντί να βλέπει στο δωμάτιό του στο Έιανροντ, έδειχνε ένα γκρίζο, άμορφο κενό. Έμοιαζε επίσης πιο στενή απ’ όσο τη θυμόταν. Το χειρότερο ήταν ότι μπορούσε να δει την ύφανση της γκριζάδας. Είχε υφανθεί από σαϊντίν. Μια οργισμένη σκέψη γλίστρησε στην επιφάνεια του Κενού. Δεν καταλάβαινε το σκοπό της, αλλά μπορεί να ήταν παγίδα για όποιον περνούσε, υφασμένη από έναν άνδρα Αποδιωγμένο. Από τον Ασμόντιαν, το πιθανότερο· αν ο Αποδιωγμένος μπορούσε να τον παραδώσει στους υπόλοιπους, ίσως ξανάπαιρνε τη θέση του ανάμεσά τους. Αλλά δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να μείνουν εκεί. Αν η Αβιέντα μπορούσε να θυμηθεί πώς είχε υφάνει την πύλη την πρώτη φορά, θα άνοιγε και δεύτερη, αλλά τώρα θα αναγκάζονταν να χρησιμοποιήσουν αυτήν εδώ, παρά την παγίδα.

Μια έφιππη, που στο μπροστινό μέρος του γκρίζου μανδύα της υπήρχε ζωγραφισμένο ένα μαύρο κοράκι με φόντο ένα σκοτεινό πύργο, είχε αυστηρό πρόσωπο και μαύρα μάτια, που πάσχιζαν να τρυπήσουν το κρανίο του Ραντ. Μια άλλη, νεότερη, κοντύτερη και με πιο ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, αλλά και με πιο αριστοκρατικό ύφος, είχε μια ασημένια αλογοκεφαλή στον πράσινο μανδύα της. Τα μικρά της δάχτυλα, μέσα στα γάντια ιππασίας, έμοιαζαν να είναι υπερβολικά μακριά. Ο Ραντ, βλέποντας τα ξυρισμένα πλαϊνά του κεφαλιού της, ήξερε ότι τα μακριά δάχτυλα των γαντιών έκρυβαν νύχια που είχαν αφεθεί να μεγαλώσουν, σίγουρα περιποιημένα με βερνίκι ― και τα δύο ήταν χαρακτηριστικά των αριστοκρατών Σωντσάν. Οι στρατιώτες είχαν σκληρή όψη και στέκονταν ασάλευτοι, όμως τα γαλανά μάτια του αξιωματικού σπίθιζαν πίσω από τα σαγόνια του εντομόμορφου κράνους, και τα δάχτυλα των γαντοφορεμένων χεριών του έτρεμαν, καθώς πάσχιζε μάταια να φτάσει το σπαθί του.

Ο Ραντ δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτούς, αλλά δεν ήθελε να αφήσει τις νταμέην πίσω. Το λιγότερο που μπορούσε να κάνει ήταν να τους δώσει την ευκαιρία να δραπετεύσουν. Μπορεί να τον κοίταζαν όπως θα κοίταζαν ένα αγρίμι με γυμνωμένα δόντια, όμως δεν είχαν διαλέξει αυτές να είναι αιχμάλωτες, να τους φέρονται σαν να μην ήταν παρά δαμασμένα ζώα. Ακούμπησε το κολάρο της πλησιέστερης και ένιωσε ένα τίναγμα, που σχεδόν έκανε το μπράτσο του να μουδιάσει· για μια στιγμή, το Κενό σάλεψε και το σαϊντίν μάνιασε μέσα του σαν χιονοθύελλα στο χιλιαπλάσιο. Τα κοντά ξανθά μαλλιά της νταμέην πετάχτηκαν πέρα δώθε, καθώς αυτή σφάδαζε στο άγγιγμά του, ουρλιάζοντας, και η σουλ’ντάμ, που ήταν συνδεμένη μαζί της, άφησε μια κοφτή ανάσα και το πρόσωπό της χλώμιασε. Και οι δύο θα σωριάζονταν κάτω, αν δεν τις συγκρατούσαν τα δεσμά του Αέρα.

«Δοκίμασε εσύ», είπε στην Αβιέντα, ανοιγοκλείνοντας το χέρι του. «Μια γυναίκα σίγουρα μπορεί να αγγίξει αυτό το πράγμα χωρίς να πάθει τίποτα. Δεν ξέρω πώς ανοίγει». Έμοιαζε να είναι μονοκόμματο, ενωμένο με κάποιον τρόπο, όπως ακριβώς το βραχιόλι και το λουρί. «Αλλά φοριέται, άρα σίγουρα μπορεί να αφαιρεθεί». Αν καθυστερούσαν μερικές στιγμές, σίγουρα δεν θα άλλαζε τίποτα σ’ αυτό που είχε πάθει η πύλη. Ήταν άραγε ο Ασμόντιαν;

Η Αβιέντα κούνησε το κεφάλι, αλλά άρχισε να ψάχνει το κολάρο της άλλης. «Μην κουνιέσαι», μούγκρισε, καθώς η νταμέην, μια χλωμή κοπελίτσα δεκάξι-δεκαεπτά χρονών γυρνούσε για να την κοιτάξει μορφάζοντας. Αν οι δεμένες γυναίκες κοίταζαν τον Ραντ σαν να ήταν άγριο θηρίο, την Αβιέντα την κοίταζαν σαν να ήταν εφιάλτης που είχε πάρει σάρκα και οστά.

«Είναι μαράθ’νταμέην», θρήνησε η χλωμή κοπέλα. «Σώσε τη Σέρι, κυρά! Σε παρακαλώ, κυρά! Σώσε τη Σέρι!» Η άλλη νταμέην, μεγαλύτερη, που έμοιαζε στοργική και καλοσυνάτη, άρχισε να κλαίει δίχως σταματημό. Η Αβιέντα για κάποιο λόγο κοίταξε τον Ραντ όσο άγρια είχε κοιτάξει την κοπέλα, μουρμουρίζοντας θυμωμένα μέσα από τα δόντια της, καθώς πάλευε με το κολάρο.

«Αυτός είναι, Αρχόντισσα Μόρσα», είπε ξαφνικά η σουλ’ντάμ της άλλης νταμέην με αργή, συρτή προφορά που ο Ραντ μετά βίας καταλάβαινε. «Φέρω αρκετό καιρό το βραχιόλι και θα καταλάβαινα αν η μαράθ’νταμέην είχε κάνει κάτι παραπάνω από το να φράξει τη Τζίνι». Η Μόρσα δεν έδειξε να ξαφνιάζεται. Για την ακρίβεια, τα γαλανά μάτια της φωτίστηκαν, δείχνοντας τρόμο και αναγνώριση, καθώς κοίταζαν τον Ραντ. Μόνο ένας λόγος υπήρχε γι’ αυτό.

«Ήσουν στο Φάλμε», είπε ο Ραντ. Αν περνούσε πρώτος, αυτό σήμαινε ότι θα άφηνε την Αβιέντα πίσω, έστω και μόνο για μια στιγμή.

«Ήμουν». Η αριστοκράτισσα έμοιαζε έτοιμη να λιποθυμήσει, αλλά η αργή, συρτή φωνή της ήταν ψυχρή, αγέρωχη. «Σε είδα και είδα τι έκανες».

«Πρόσεξε μην κάνω τα ίδια κι εδώ. Μην τα βάλετε μαζί μου κι εγώ θα σας αφήσω στην ησυχία σας». Δεν μπορούσε να στείλει πρώτη την Αβιέντα, εκεί που μόνο το Φως ήξερε τι την περίμενε. Αν δεν ήταν τόσο απόμακρα τα συναισθήματά του, θα έκανε μια γκριμάτσα, όπως έκανε και η Αβιέντα με κείνο το κολάρο. Έπρεπε να περάσουν μαζί και να ετοιμαστούν για να αντιμετωπίσουν τα πάντα.

«Πολλά έχουν κρατηθεί μυστικά για το τι συνέβη στις χώρες του μεγάλου Γερακόφτερου, Αρχόντισσα Μόρσα», είπε η γυναίκα με το αυστηρό πρόσωπο. Τα μαύρα μάτια της κοίταζαν εξίσου σκληρά τη Μόρσα όσο και τον Ραντ. «Μαίνονται οι φήμες ότι ο Αεί Νικηφόρος Στρατός γεύθηκε ήττα».

«Τώρα αναζητάς την αλήθεια στις φήμες, Τζαλίντιν;» ρώτησε η Μόρσα με αιχμηρό τόνο. «Μια Αναζητήτρια θα ’πρεπε να ξέρει πότε να κρατά το στόμα της κλειστό. Η ίδια η Αυτοκράτειρα έχει απαγορεύσει κάθε συζήτηση για το Κορίν μέχρι να το κηρύξει ξανά. Αν εγώ ή εσύ πούμε έστω και το όνομα της πόλης όπου έφτασε εκείνη η αποστολή, θα μας κόψουν τη γλώσσα. Μήπως θα ήθελες να βρεθείς με κομμένη τη γλώσσα στον Πύργο των Κορακιών; Ακόμα και οι Αφουγκραστές δεν θα σε άκουγαν να ουρλιάζεις για έλεος, ούτε θα έδιναν σημασία».

Ο Ραντ δεν καταλάβαινε παρά μόνο δυο λέξεις στις τρεις και δεν έφταιγε η παράξενη προφορά. Ευχήθηκε να είχε το χρόνο να τις ακούσει. Κορίν. Ο Γυρισμός. Έτσι είχαν αποκαλέσει οι Σωντσάν του Φάλμε την απόπειρά τους να καταλάβουν τους τόπους πέρα από τον ωκεανό Άρυθ —τους τόπους όπου ζούσε ο Ραντ― τους οποίους θεωρούσαν κληρονομιά τους. Τα υπόλοιπα —Αναζητήτρια, Αφουγκραστές, Πύργος των Κορακιών― ήταν μυστήριο. Αλλά, όπως φαινόταν, ο Γυρισμός είχε ματαιωθεί, τουλάχιστον προς το παρόν. Ήταν χρήσιμο να το ξέρει.

Η πύλη ήταν όντως στενότερη. Ίσως ένα δάχτυλο στενότερη απ’ όσο πριν από μερικές στιγμές. Το μόνο που την κρατούσε ανοιχτή ήταν η φραγή του· η πύλη είχε προσπαθήσει να κλείσει, μόλις η Αβιέντα είχε ελευθερώσει την ύφανσή της, και ακόμα προσπαθούσε.

«Βιάσου», είπε στην Αβιέντα κι εκείνη του έριξε μια ματιά τόσο υπομονετική, που έμοιαζε με πετριά ανάμεσα στα μάτια του.

«Προσπαθώ, Ραντ αλ’Θόρ», του είπε, ενώ ακόμα ψηλαφούσε το κολάρο. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα της Σέρι· ένα συνεχές χαμηλόφωνο βογκητό έβγαινε από το λαρύγγι της, λες και φοβόταν μήπως της το έκοβε η Αελίτισσα. «Παραλίγο θα σκότωνες τις άλλες δύο, ίσως και τον εαυτό σου. Ένιωσα τη Δύναμη να χιμά μέσα τους ανεξέλεγκτη, όταν άγγιξες το άλλο κολάρο. Άσε με να ασχοληθώ λοιπόν, και, αν μπορώ, θα το κάνω». Μουρμούρισε μια βλαστήμια και δοκίμασε πάλι από το πλάι.

Ο Ραντ σκέφτηκε να βάλει τις σουλ’ντάμ να αφαιρέσουν τα κολάρα —αν υπήρχε κάποιος που ήξερε πώς έβγαιναν αυτά τα πράγματα, σίγουρα θα ήταν αυτές― αλλά, βλέποντας τα συνοφρυωμένα βλέμματά τους, κατάλαβε ότι θα έπρεπε να τις καταναγκάσει. Αφού δεν μπορούσε να σκοτώσει γυναίκα, δεν μπορούσε βεβαίως και να βασανίσει μια.

Αναστέναξε και κοίταξε την άμορφη γκριζάδα που γέμιζε ξανά την πύλη. Οι ροές έμοιαζαν να είναι υφασμένες μέσα στις δικές του· δεν μπορούσε να κόψει τις μεν χωρίς τις δε. Αν περνούσε την πύλη, ίσως ενεργοποιούσε την παγίδα, αλλά, αν έκοβε τη γκριζάδα, τότε αυτή η πράξη, ακόμα κι αν δεν την ενεργοποιούσε, θα έκανε την πύλη να κλείσει απότομα προτού προλάβουν να μπουν. Θα έπρεπε να πηδήξουν στα τυφλά και το Φως μόνο ήξερε πού θα κατέληγαν.

Η Μόρσα είχε ακούσει προσεκτικά κάθε λέξη που είχε ανταλλάξει ο Ραντ με την Αβιέντα, και τώρα κοίταζε συλλογισμένα τις δύο σουλ’ντάμ, αλλά η Τζαλίντιν δεν είχε πάρει στιγμή το βλέμμα από το πρόσωπο της αριστοκράτισσας. «Πολλά έχουν μείνει μυστικά από τους Αναζητητές, ενώ δεν θα έπρεπε, Αρχόντισσα Μόρσα», είπε η αυστηρή γυναίκα. «Οι Αναζητητές πρέπει να τα γνωρίζουν όλα».

«Μην ξεχνάς τη θέση σου, Τζαλίντιν», της αντιγύρισε η Μόρσα, ενώ τα γαντοφορεμένα χέρια της τινάζονταν απότομα· αν δεν ήταν ακινητοποιημένα τα μπράτσα στα πλευρά της, θα είχε μαστιγώσει το άλογό της με τα γκέμια. Όπως ήταν έτσι, όμως, απλώς έγειρε το κεφάλι και κοίταξε με ύφος την άλλη γυναίκα. «Σε έστειλαν σε μένα επειδή ο Σάρεκ έχει υψηλές βλέψεις και κάνει σχέδια για το Σερενγκάντα Ντάι και το Τούελ, όχι για να ρωτάς τι έχει πει η Αυτοκράτειρα―»

Η Τζαλίντιν τη διέκοψε τραχιά. «Εσύ ξεχνάς τη θέση σου, Αρχόντισσα Μόρσα, αν νομίζεις ότι μπορείς να είσαι στο απυρόβλητο από τους Αναζητητές της Αλήθειας. Εγώ προσωπικά ανέκρινα τόσο μια κόρη όσο και έναν γιο της Αυτοκράτειρας, που το Φως να την ευλογεί, και σε ευγνωμοσύνη για τις ομολογίες που τους απέσπασα, μου επέτρεψε να την κοιτάξω. Νομίζεις ότι ο ασήμαντος Οίκος σου είναι ανώτερος από τα παιδιά της ίδιας της Αυτοκράτειρας;»

Η Μόρσα έμεινε όρθια, όχι ότι είχε επιλογή, αλλά το πρόσωπό της έγινε σταχτί, κι έγλειψε τα χείλη της. «Η Αυτοκράτειρα, που το Φως να τη λαμπρύνει για πάντα, ήδη ξέρει πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορώ να πω. Δεν ήθελα να υπονοήσω―»

Η Αναζητήτρια τη διέκοψε ξανά, γυρνώντας το κεφάλι, για να μιλήσει στους στρατιώτες, σαν να μην υπήρχε η Μόρσα. «Αυτή η γυναίκα, η Μόρσα, τελεί υπό επιτήρηση από τους Αναζητητές της Αλήθειας. Θα ανακριθεί μόλις επιστρέψουμε στο Μέρινλο. Και οι σουλ’ντάμ και οι νταμέην, επίσης. Φαίνεται ότι κι αυτές έκρυβαν αυτό που δεν έπρεπε να κρύψουν». Φρίκη απλώθηκε στα πρόσωπα των γυναικών που είχε αναφέρει, όμως η Μόρσα ήταν σε χειρότερη κατάσταση απ’ όλες. Με μάτια διάπλατα, πρόσωπο όλο ξαφνική αγωνία, καμπούριασε, όσο της το επέτρεπαν τα αόρατα δεσμά της, χωρίς να ξεστομίσει ούτε μια λέξη διαμαρτυρίας. Έδειχνε ότι ήθελε να ουρλιάξει, όμως το —αποδεχόταν. Το βλέμμα της Τζαλίντιν στράφηκε στον Ραντ. «Σε ονόμασε Ραντ αλ’Θόρ. Θα έχεις καλή αντιμετώπιση, αν παραδοθείς σε μένα, Ραντ αλ’Θόρ. Μ’ όποιον τρόπο κι αν ήρθες εδώ, μην νομίζεις ότι θα καταφέρεις να διαφύγεις, έστω κι αν μας σκοτώσεις. Έχει ξεκινήσει μια εκτεταμένη έρευνα για τη μαράθ’νταμέην που διαβίβασε τη νύχτα». Τα μάτια της πετάχτηκαν στην Αβιέντα. «Θα σε βρουν και σένα, είναι αναπόφευκτο, και ίσως σκοτωθείς κατά λάθος. Υπάρχουν αναταραχές σ’ αυτήν την περιφέρεια. Δεν ξέρω πώς αντιμετωπίζουν τους άνδρες σαν και σένα στα μέρη σου, όμως στη Σωντσάν θα απαλύνουμε τη δυστυχία σου. Εδώ, θα βρεις μεγάλη τιμή στη χρήση της δύναμης σου».

Αυτός της γέλασε κατάμουτρα κι εκείνη έδειξε να προσβάλλεται. «Δεν μπορώ να σε σκοτώσω, αλλά ορκίζομαι ότι γι’ αυτό θα σου γδάρω το τομάρι». Δεν θα είχε να ανησυχεί μήπως τον ειρήνευαν, αν έπεφτε στα χέρια τους. Στη Σωντσάν, σκότωναν τους άνδρες που μπορούσαν να διαβιβάσουν. Δεν τους εκτελούσαν. Τους κυνηγούσαν και τους σκότωναν επιτόπου.

Η γεμάτη γκριζάδα πύλη ήταν άλλο ένα δάχτυλο στενότερη και τώρα μόλις που είχε αρκετό πλάτος για να περάσουν μαζί οι δυο τους. «Άφησε την, Αβιέντα. Πρέπει να φύγουμε τώρα».

Εκείνη άφησε το κολάρο της Σέρι και τον κοίταξε αγανακτισμένη, αλλά το βλέμμα της τον προσπέρασε κι έφτασε στην πύλη· μάζεψε τα φουστάνια της και διέσχισε με κόπο το χιόνι, μουρμουρίζοντας μόνη κάτι για το παγωμένο νερό.

«Να είσαι έτοιμη, ό,τι και να συμβεί», της είπε, αγκαλιάζοντάς την από τους ώμους. Σκέφτηκε ότι το έκανε επειδή έπρεπε να είναι κολλητά για να χωρέσουν. Όχι επειδή ήταν ωραία η αίσθησή της. «Δεν ξέρω τι, αλλά να είσαι έτοιμη». Εκείνη ένευσε κι αυτός είπε, «Πήδα!»

Πήδηξαν μαζί στη γκριζάδα, ενώ ο Ραντ άφηνε την ύφανση που συγκρατούσε τους Σωντσάν, για να ξεχειλίσει τον εαυτό του από σαϊντίν...

...κι έπεσαν κουτρουβαλώντας στην κρεβατοκάμαρά του στο Έιανροντ, που τη φώτιζαν λάμπες, με τα παράθυρα να δείχνουν σκοτεινιά.

Ο Ασμόντιαν καθόταν με την πλάτη στον τοίχο πλάι στην πόρτα, σταυρώνοντας τα πόδια. Δεν αγκάλιαζε την Πηγή, αλλά ο Ραντ καλού-κακού έριξε μια φραγή ανάμεσα στον Αποδιωγμένο και στο σαϊντίν. Στριφογύρισε με το χέρι ακόμα γύρω από την Αβιέντα και είδε ότι η πύλη είχε χαθεί. Όχι, δεν είχε χαθεί —ακόμα έβλεπε την ύφανσή του και την άλλη, που ήξερε ότι πρέπει να ήταν του Ασμόντιαν― αλλά δεν έμοιαζε να υπάρχει τίποτα εκεί. Δίχως παύση, έκοψε την ύφανσή του και ξαφνικά εμφανίστηκε η πύλη, αποκαλύπτοντας, σε ένα άνοιγμα που στένευε γοργά, τους Σωντσάν, με την Αρχόντισσα Μόρσα καμπουριασμένη στη σέλα της και την Τζαλίντιν να κραυγάζει διαταγές. Ένα λευκοπράσινο δόρυ με μια φούντα πέρασε από το άνοιγμα, λίγο προτού αυτό κλείσει απότομα. Ενστικτωδώς, ο Ραντ διαβίβασε Αέρα για να αρπάξει το δόρυ, από το οποίο είχε απομείνει ένα κομμάτι μισού μέτρου που κλυδωνιζόταν. Το κοντάρι ήταν κομμένο ομαλά, σαν να το είχε κάνει τεχνίτης. Τρέμοντας, ένιωσε χαρά που δεν είχε προσπαθήσει να αφαιρέσει το γκρίζο φράγμα —ό,τι κι αν ήταν― προτού πηδήξουν.

«Καλά που δεν συνήλθαν εγκαίρως οι σουλ’ντάμ», είπε, παίρνοντας στο χέρι το κομμένο δόρυ, «αλλιώς θα μας είχαν επιτεθεί με κάτι χειρότερο απ’ αυτό». Κοίταξε τον Ασμόντιαν με την άκρη του ματιού, όμως εκείνος απλώς καθόταν εκεί, με μια άρρωστη έκφραση. Δεν μπορούσε να ξέρει αν ο Ραντ ήθελε να του δώσει να φάει εκείνο το δόρυ.

Η Αβιέντα ξεφύσηξε με νόημα. «Νομίζεις ότι τις απελευθέρωσα;» του είπε με ένταση. Του έπιασε και του κατέβασε το χέρι, αλλά ο Ραντ πίστεψε ότι δεν είχε θυμώσει μαζί του. Ή τουλάχιστον για το χέρι του. «Έδεσα τις θωρακίσεις τους όσο πιο σφιχτά μπορούσα. Είναι εχθροί σου, Ραντ αλ’Θόρ. Ακόμα κι αυτές που λες νταμέην είναι υπάκουα σκυλιά, που θα προτιμούσαν να σε σκοτώσουν παρά να βρεθούν ελεύθερα. Πρέπει να είσαι σκληρός με τους εχθρούς σου, όχι μαλακός».

Είχε δίκιο, σκέφτηκε αυτός, ζυγιάζοντας το δόρυ. Είχε αφήσει πίσω του εχθρούς που κάποια μέρα ίσως τους έβρισκε μπροστά του. Έπρεπε να γίνει σκληρότερος. Αλλιώς, θα τον έλιωναν προτού καν φτάσει στο Σάγιολ Γκουλ.

Η Αβιέντα άρχισε ξαφνικά να σιάζει τα φουστάνια της και η φωνή της πήρε τόνο απλής συζήτησης. «Πρόσεξα ότι δεν έσωσες από τη μοίρα της εκείνη τη χλωμούλα τη Μόρσα. Έτσι που την κοίταζες, νόμιζα ότι τα μεγάλα μάτια της και ο στρογγυλός της κόρφος σού είχαν τραβήξει την προσοχή».

Ο Ραντ την κοίταξε με κατάπληξη, η οποία απλώθηκε σαν σιρόπι στην αδειανοσύνη που τον περιέβαλλε. Το είχε πει με το ύφος που θα έλεγε ότι η σούπα ήταν έτοιμη. Αναρωτήθηκε πώς θα μπορούσε να έχει προσέξει τον κόρφο της Μόρσα, έτσι που ήταν κρυμμένος στο μανδύα με τη γούνινη επένδυση. «Έπρεπε να την είχα φέρει εδώ», είπε. «Για να την ανακρίνω σχετικά με τους Σωντσάν. Φοβάμαι πως θα τον ξαναβρώ αυτό τον μπελά».

Το λαμπύρισμα που είχε εμφανιστεί στο βλέμμα της χάθηκε. Ανοιξε το στόμα της, αλλά σταμάτησε, κοιτώντας τον Ασμόντιαν, ενώ εκείνος είχε σηκώσει το χέρι. Ο Ραντ έβλεπε στα μάτια της τις ερωτήσεις για τους Σωντσάν. Ξέροντάς την, ήξερε ότι, αν άρχιζε, δεν θα σταματούσε να ψάχνει, προτού αποκαλύψει ψήγματα γνώσης που δεν θυμόταν ούτε ο ίδιος ότι τα είχε. Κάτι που μπορεί να μην ήταν καθόλου κακό. Κάποια άλλη στιγμή. Αφού είχε εκμαιεύσει μερικές απαντήσεις από τον Ασμόντιαν. Η Αβιέντα είχε δίκιο. Έπρεπε να γίνει σκληρός.

«Ήταν έξυπνο αυτό που έκανες», του είπε αυτή, «που έκρυψες το άνοιγμα, Αν είχε έρθει εδώ ένας γκαϊ’σάιν, μπορεί να είχαν περάσει από μέσα χίλιες δοραταδελφές, ψάχνοντας για σένα».

Ο Ασμόντιαν ξερόβηξε. «Ήρθε πράγματι μια γκαϊ’σάιν. Κάποια ονόματι Σούλιν της είπε ότι έπρεπε να σε παρακολουθήσει να τρως, Άρχοντα Δράκοντα, και, για να την εμποδίσω, προτού φέρει το δίσκο εδώ και σε βρει φευγάτο, πήρα το θάρρος να της πω ότι εσύ και η νεαρή δεν θέλατε να ενοχληθείτε». Στένεψε ανεπαίσθητα τα μάτια, κάτι που τράβηξε την προσοχή του Ραντ.

«Τι;»

«Απλώς της φάνηκε παράξενο. Γέλασε δυνατά κι έφυγε τρέχοντας. Μερικά λεπτά αργότερα, πρέπει να μαζεύτηκαν καμιά εικοσαριά Φαρ Ντάραϊς Μάι κάτω από το παράθυρο, φωνάζοντας και χτυπώντας τα δόρατα στις ασπίδες τους επί μία ολόκληρη ώρα, για να μην πω παραπάνω. Οφείλω να ομολογήσω, Άρχοντα Δράκοντα, ότι μερικές υποδείξεις τους ξάφνιασαν ακόμα και μένα».

Ο Ραντ ένιωσε τα μάγουλά του να καίνε —που να καεί, είχε συμβεί στην άλλη άκρη του κόσμου, και όμως οι Κόρες το είχαν μάθει!― αλλά η Αβιέντα απλώς μισόκλεισε τα μάτια.

«Είχε μαλλιά και μάτια σαν τα δικά μου;» Δεν περίμενε να δει τον Ασμόντιαν να νεύει. «Πρέπει να ήταν η πρωταδελφή μου η Νιέλα». Είδε την έκπληκτη έκφραση στο πρόσωπο του Ραντ και απάντησε, προτού αυτός μιλήσει. «Η Νιέλα είναι υφάντρα, όχι Κόρη, και την είχαμε πάρει πριν από ένα χρόνο από τις Κόρες του Τσαρήν σε μια επιδρομή στο Φρούριο Σουλάρα. Προσπάθησε να με πείσει να μην πάρω το δόρυ, και πάντα ήθελε να παντρευτώ. Θα τη στείλω πίσω στους Τσαρήν με μια ξυλιά στον πισινό για κάθε μια που της το είπε!»

Ο Ραντ την έπιασε από το μπράτσο, καθώς εκείνη έκανε να βγει από το δωμάτιο. «Θέλω να μιλήσω με τον Νατάελ. Δεν φαντάζομαι να έχει μείνει πολλή ώρα μέχρι την αυγή...»

«Δυο ωρίτσες, ίσως», παρενέβη ο Ασμόντιαν.

«...έτσι δεν θα προλάβουμε να κοιμηθούμε πολύ. Αν θέλεις να πλαγιάσεις, θα σε πείραζε να βρεις αλλού κρεβάτι; Ούτως ή άλλως, θέλεις καινούριες κουβέρτες».

Εκείνη ένευσε κοφτά, προτού τραβήξει το χέρι της, και βρόντηξε την πόρτα πίσω της. Σίγουρα δεν ήταν θυμωμένη που την είχε διώξει από την κρεβατοκάμαρα του —πώς μπορούσε να είναι; Η ίδια είχε πει ότι δεν θα συνέβαινε τίποτα άλλο μεταξύ τους― αλλά ο Ραντ χάρηκε που δεν ήταν ο ίδιος στη θέση της Νιέλα.

Χτυπώντας το κομμένο δόρυ στο χέρι του, στράφηκε στον Ασμόντιαν.

«Παράξενο σκήπτρο, Άρχοντα Δράκοντα».

«Κάνει τη δουλειά του». Το ήθελε για να του θυμίζει ότι οι Σωντσάν ήταν ακόμα εκεί έξω. Για μια φορά, ευχήθηκε να ήταν η φωνή του ακόμα πιο ψυχρή απ’ όσο μπορούσαν να την κάνουν το Κενό και το σαϊντίν. Έπρεπε να γίνει σκληρός. «Προτού αποφασίσω αν πρέπει να σε σουβλίσω σαν αρνί μ’ αυτό, γιατί δεν ανέφερες ποτέ το κόλπο που κάνει κάτι αόρατο; Αν δεν μπορούσα να δω τις ροές, δεν θα ήξερα ότι η πύλη ήταν ακόμα εκεί».

Ο Ασμόντιαν ξεροκατάπιε, σάλεψε, σαν να μην ήξερε αν ο Ραντ εννοούσε στ’ αλήθεια την απειλή του. Ούτε κι ο ίδιος ο Ραντ ήξερε. «Άρχοντα Δράκοντα, ποτέ δεν ρώτησες. Γίνεται με το λύγισμα του φωτός. Πάντα έχεις τόσες ερωτήσεις, που είναι δύσκολο να βρω μια στιγμή να μιλήσω για οτιδήποτε άλλο. Πρέπει να έχεις καταλάβει πια ότι προσχώρησα απολύτως στην παράταξή σου». Έγλειψε τα χείλη και σηκώθηκε. Στα γόνατα. Και άρχισε να μιλά γοργά, νευρικά. «Ένιωσα την ύφανση σου ― όποιος ήταν μέχρι ένα μίλι απόσταση θα την ένιωθε ― ποτέ δεν είδα τέτοιο πράγμα ― δεν ήξερα ότι μπορούσε κανείς εκτός από τον Ντεμάντρεντ να μπλοκάρει μια πύλη που κλείνει, ίσως και η Σέμιραγκ ― και ο Λουζ Θέριν ― την ένιωσα και ήρθα, και δυσκολεύτηκα να περάσω απ’ αυτές τις Κόρες ― έκανα το ίδιο τέχνασμα ― θα πρέπει να ξέρεις πια ότι είμαι δικός σου άνθρωπός σου. Άρχοντα Δράκοντα, είμαι ο άνθρωπός σου».

Αυτό που τον ενόχλησε περισσότερο ήταν η επανάληψη εκείνων που είχε πει ο Καιρχινός. Ανεμίζοντας το μισό δόρυ, είπε τραχιά, «Σήκω. Δεν είσαι σκυλί». Αλλά, καθώς ο Ασμόντιαν σηκωνόταν αργά, ο Ραντ ακούμπησε τη μακριά αιχμή στο λαιμό του άλλου. Έπρεπε να γίνει σκληρός. «Από δω και μπρος, θα μου λες δυο πράγματα που δεν ρώτησα κάθε φορά που μιλάμε. Πρόσεξε τι σου λέω: κάθε φορά. Αν μου περάσει από το μυαλό ότι πας να μου κρύψεις κάτι, θα εύχεσαι να είχες πέσει στα χέρια της Σέμιραγκ».

«Ό,τι πεις, Άρχοντα Δράκοντα», ψέλλισε ο Ασμόντιαν. Έμοιαζε έτοιμος να υποκλιθεί και να φιλήσει το χέρι του Ραντ.

Για να αποφύγει το ενδεχόμενο αυτό, ο Ραντ πήγε στο κρεβάτι, που δεν είχε πια κουβέρτες, και κάθισε στο λινό σεντόνι, με τα πουπουλένια στρώματα να υποχωρούν καθώς περιεργαζόταν το δόρυ. Θα ήταν καλή ιδέα να το κρατούσε για ενθύμιο, αν όχι για σκήπτρο. Ακόμα και με όλα τα άλλα να υπάρχουν ταυτόχρονα, δεν έπρεπε να ξεχνά τους Σωντσάν. Εκείνες οι νταμέην. Αν δεν ήταν η Αβιέντα για να τις μπλοκάρει από την Πηγή...

«Προσπάθησες να μου δείξεις πώς να θωρακίσω μια γυναίκα και απέτυχες. Προσπάθησε να μου δείξεις πώς να αποφεύγω ροές, τις οποίες δεν μπορώ να δω, πώς να τις αντιμετωπίζω». Κάποτε η Λανφίαρ είχε κόψει την ύφανσή του εύκολα, σαν να κρατούσε μαχαίρι.

«Δεν είναι εύκολο, Άρχοντα Δράκοντα, χωρίς γυναίκα, πάνω στην οποία να εξασκείσαι».

«Έχουμε δύο ώρες», είπε ψυχρά ο Ραντ, αφήνοντας την θωράκιση του άλλου να διαλυθεί. «Δοκίμασε. Βάλε τα δυνατά σου».

Загрузка...