Όταν η σερβιτόρα ήρθε με τα πλατιά καπέλα, η Ηλαίην ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι φορώντας λευκό μεταξωτό μισοφόρι, μ’ ένα υγρό πανί να της σκεπάζει τα μάτια, και η Νυνάβε έκανε ότι μπάλωνε τον ποδόγυρο του ανοιχτοπράσινου φορέματος της Ηλαίην. Όλο τρυπούσε τον αντίχειρά της· δεν θα το παραδεχόταν σε κανέναν, αλλά δεν ήταν καλή μοδίστρα. Φορούσε βέβαια το φόρεμα της —οι υπηρέτες δεν ξαπλώνονταν σαν τις κυρίες― αλλά είχε τα μαλλιά λυτά, να κρέμονται. Προφανώς δεν είχε πρόθεση να βγει σύντομα από το δωμάτιο. Ευχαρίστησε ψιθυριστά την κοπέλα, για να μην ξυπνήσει την Αρχόντισσα, και της έδωσε άλλη μια ασημένια πέννα, επαναλαμβάνοντας την οδηγία να μην ενοχλήσουν για οποιονδήποτε λόγο την κυρία της.
Μόλις έκλεισε η πόρτα, η Ηλαίην βρέθηκε όρθια μ’ έναν πήδο και άρχισε να βγάζει τα μπογαλάκια τους από κάτω από τα κρεβάτια. Η Νυνάβε πέταξε κάτω την πράσινη εσθήτα κι έφερε τα χέρια στην πλάτη για να ξεκουμπώσει το φόρεμά της. Ετοιμάστηκαν στο πι και φι, με τη Νυνάβε να φορά πράσινο μάλλινο φόρεμα και την Ηλαίην γαλάζιο, έχοντας τα δεματάκια στην πλάτη. Η Νυνάβε κουβαλούσε το κουτί με τα βότανα της και τα χρήματα, η Ηλαίην τα κουτιά που ήταν τυλιγμένα στην κουβέρτα. Οι βαθιοί, καμπυλωτοί γύροι των καπέλων έκρυβαν τόσο καλά τα πρόσωπά τους, που η Νυνάβε σκέφτηκε ότι θα μπορούσαν να περάσουν δίπλα από τον Γκάλαντ χωρίς αυτός να τις γνωρίσει, ειδικά με τα μαλλιά της κατεβασμένα· θα θυμόταν την πλεξούδα. Η κυρά Τζάρεν, όμως, ίσως σταματούσε δυο παράξενες γυναίκες που κρατούσαν χοντρά δέματα και κατέβαιναν από το πάνω πάτωμα.
Η πίσω σκάλα κατέβαινε στην πίσω όψη του πανδοχείου, με στενά πέτρινα σκαλοπάτια στον τοίχο. Η Νυνάβε συμπόνεσε για μια στιγμή τον Θομ και τον Τζούιλιν που είχαν ανεβάσει τις βαριές κασέλες από κει, όμως η προσοχή της ήταν στραμμένη στην αυλή και στον πέτρινο στάβλο με τα λιθοκέραμα. Ένα κίτρινο σκυλί ξάπλωνε στη σκιά κάτω από την άμαξα για να γλιτώσει από τη ζέστη που δυνάμωνε, όμως όλοι οι σταβλίτες ήταν μέσα. Πού και πού έβλεπε κάποιες κινήσεις μέσα από τις ανοιχτές πόρτες του στάβλου, όμως δεν έβγαινε κανείς· κι εκεί μέσα είχε σκιά.
Έτρεξαν γρήγορα για να διασχίσουν την αυλή και βρέθηκαν στο δρομάκι ανάμεσα στον στάβλο και σ’ έναν ψηλό πέτρινο μαντρότοιχο. Από κει μόλις είχε περάσει με ορυμαγδό ένα κάρο γεμάτο κοπριά, όλο μύγες που βούιζαν, ελάχιστα στενότερο από το δρομάκι. Η Νυνάβε υποψιαζόταν ότι η λάμψη του σαϊντάρ περιέβαλλε την Ηλαίην, αν και δεν την έβλεπε. Όσο για την ίδια, ευχόταν να μην αποφάσιζε το σκυλί να γαβγίσει, να μην έβγαινε κανείς από την κουζίνα ή το στάβλο. Το να χρησιμοποιήσεις τη Δύναμη δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος για να ξεγλιστρήσεις αθόρυβα, και, αν έπιαναν κουβέντα, για να πείσουν κάποιον να τις αφήσει να περάσουν, θα άφηναν ίχνη για να τα ακολουθήσει ο Γκάλαντ.
Η πρόχειρη ξύλινη πύλη στην άκρη του σοκακιού είχε μόνο ένα μάνταλο και ο στενός δρόμος πιο πέρα, γεμάτος απλά πέτρινα σπιτάκια που τα πιο πολλά είχαν καλαμοσκεπές παρά τούβλα ή λιθοκέραμα, ήταν κι αυτός άδειος, με εξαίρεση μερικά αγόρια που έπαιζαν ένα παιχνίδι, στο οποίο, απ’ ό,τι φαινόταν, έπρεπε να χτυπάνε το ένα το άλλο με ένα τσουβάλι. Ο μόνος ενήλικας εκεί ήταν κάποιος που τάιζε τα περιστέρια ενός περιστερώνα σε μια στέγη στην απέναντι πλευρά, έχοντας βγάλει το κεφάλι και τους ώμους από μια πορτούλα της στέγης. Τόσο αυτός όσο και τα αγοράκια δεν καταδέχτηκαν να τους ρίξουν δεύτερη ματιά, καθώς οι δυο τους έκλειναν την πόρτα και προχωρούσαν στον στριφογυριστό δρόμο σαν να είχαν κάθε δικαίωμα να βρίσκονται εκεί.
Είχαν περπατήσει πέντε μίλια γεμάτα δυτικά της Σιέντα ακολουθώντας τον σκονισμένο δρόμο, όταν πια τις πρόφτασαν ο Θομ και ο Τζούιλιν, με τον Θομ να οδηγεί κάτι που έμοιαζε με άμαξα Μαστόρων, μόνο που ήταν μονόχρωμη, βαμμένη μ’ ένα λερωμένο πράσινο χρώμα, και η μπογιά άφηνε μεγάλες φλούδες να κρέμονται. Η Νυνάβε ένιωσε ευγνωμοσύνη όταν έχωσε τα δέματά της κάτω από το κάθισμα του οδηγού και ανέβηκε δίπλα του, αλλά δεν χάρηκε βλέποντας τον Τζούιλιν καβάλα στον Σκάλκερ. «Σου είπα να μην ξαναγυρίσεις στο πανδοχείο», του είπε, ενώ μέσα της ορκιζόταν ότι θα έπιανε ό,τι έβρισκε μπροστά της να τον βαρέσει, αν έριχνε έστω μια ματιά στον Θομ.
«Δεν γύρισα πίσω», είπε εκείνος, χωρίς να ξέρει ότι είχε σωθεί από ένα γερό χτύπημα στο κεφάλι. «Είπα στον αρχισταβλίτη ότι η Αρχόντισσά μου ήθελε φρέσκιες φράουλες από την εξοχή, και πως ο Θομ κι εγώ έπρεπε να πάμε να φέρουμε. Τέτοιες χαζομάρες κάνουν μερικοί αριστο―» Δεν τέλειωσε τη φράση του και ξερόβηξε, καθώς η Ηλαίην του έριχνε ένα ψυχρό, ανέκφραστο βλέμμα όπως καθόταν από την άλλη μεριά του Θομ. Μερικές φορές ο άντρας ξεχνούσε ότι η ίδια ήταν πράγματι γόνος βασιλικής οικογένειας.
«Έπρεπε να πούμε κάποιο λόγο που φεύγαμε από το πανδοχείο και τους στάβλους», είπε ο Θομ, μαστιγώνοντας τα άλογα. «Φαντάζομαι, εσείς οι δύο είπατε ότι πάτε στο δωμάτιό σας επειδή σας έπιασε λιγοθυμία, την Αρχόντισσα Μορέλιν δηλαδή. Σε μας όμως, οι σταβλίτες θα αναρωτιούνταν γιατί μας ήρθε να κάνουμε βόλτα μέσα στο λιοπύρι αντί να καθίσουμε στο δροσερό αχυρώνα, όπου δεν είχαμε να κάνουμε δουλειά, παρέα με μια κανάτα μπύρα. Ίσως έτσι να μην είμαστε σπουδαίο θέμα συζήτησης».
Η Ηλαίην κοίταξε κατάματα τον Θομ —σίγουρα για κείνη τη «λιγοθυμία»― όμως αυτός προσποιήθηκε ότι δεν κατάλαβε. Ή ίσως πραγματικά να μην είχε καταλάβει. Οι άνδρες ήταν τυφλοί όταν τους βόλευε. Η Νυνάβε ξεφύσηξε δυνατά· αυτό αποκλείεται να μην το έπιανε. Πάντως, ο Θομ ακριβώς μετά κροτάλισε δυνατά το μαστίγιό του πάνω από τα κεφάλια των αλόγων που ήταν ζεμένα πρώτα. Ήταν απλώς πρόφαση για να αλλάζουν και να ιππεύουν το άλογο εναλλάξ. Ήταν κάτι ακόμα απ’ αυτά που έκαναν οι άνδρες· προφασίζονταν δικαιολογίες για να κάνουν αυτό ακριβώς που ήθελαν. Τουλάχιστον, η Ηλαίην τον κοίταζε σμίγοντας τα φρύδια, αντί να χαμογελάει χαζά.
«Έμαθα και κάτι άλλο χθες το βράδυ», συνέχισε ο Θομ ύστερα από λίγη ώρα. «Ο Πέντρον Νάιαλ προσπαθεί να ενώσει τα έθνη εναντίον του Ραντ».
«Όχι ότι δεν το πιστεύω, Θομ», είπε η Νυνάβε, «αλλά πού μπορεί να το έμαθες; Δεν φαντάζομαι να στο ομολόγησε κανένας Λευκομανδίτης έτσι απλά».
«Πολύς κόσμος έλεγε ακριβώς αυτό το πράγμα, Νυνάβε. Ότι υπάρχει ένας ψεύτικος Δράκοντας στο Δάκρυ. Ένας ψεύτικος Δράκοντας, κι άσε τις προφητείες που λένε για την άλωση της Πέτρας του Δακρύου και για το Καλαντόρ. Αυτός ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος και τα έθνη πρέπει να ενωθούν, όπως έκαναν στον Πόλεμο των Αελιτών. Και υπάρχει καλύτερος από τον Πέντρον Νάιαλ για να τους οδηγήσει ενάντια σ’ αυτόν τον ψεύτικο Δράκοντα; Όταν τόσες γλώσσες λένε το ίδιο πράγμα, τότε η ίδια σκέψη υπάρχει και στα ψηλά ― και στην Αμαδισία ακόμα και ο Άιλρον δεν διατυπώνει μια σκέψη χωρίς να ρωτήσει πρώτα τον Νάιαλ».
Ο γερο-βάρδος έμοιαζε πάντα να κολλά μεταξύ τους φήμες και ψιθύρους και να καταλήγει συνήθως σε σωστές απαντήσεις. Όχι, δεν ήταν βάρδος· η Νυνάβε δεν έπρεπε να το ξεχνά αυτό. Ό,τι κι αν ισχυριζόταν, είχε υπάρξει ραψωδός της αυλής, και μάλλον είχε δει από κοντά ίντριγκες στην αυλή σαν εκείνες που έλεγαν οι ιστορίες του. Ίσως να είχε ασχοληθεί κι αυτός, αν ήταν εραστής της Μοργκέις. Τον λοξοκοίταξε, εκείνο το ταλαιπωρημένο πρόσωπό του με τα φουντωτά λευκά φρύδια, τα μακριά μουστάκια, που ήταν χιονόλευκα σαν τα μαλλιά της κεφαλής του. Οι προτιμήσεις μερικών γυναικών ήταν ανεξήγητες.
«Όχι ότι δεν περιμέναμε κάτι τέτοιο». Η ίδια δεν το περίμενε. Κακώς όμως.
«Η μητέρα θα υποστηρίξει τον Ραντ», είπε η Ηλαίην. «Ξέρω ότι θα τον υποστηρίξει. Γνωρίζει τις Προφητείες. Κι έχει μεγάλη επιρροή στον Πέντρον Νάιαλ».
Ο Θομ κούνησε ανάλαφρα το κεφάλι, αμφισβητώντας την τελευταία φράση της. Η Μοργκέις κυβερνούσε ένα εύπορο έθνος, αλλά υπήρχαν Λευκομανδίτες σε κάθε χώρα και από κάθε χώρα. Η Νυνάβε κατάλαβε ότι από δω και πέρα έπρεπε να δίνει μεγαλύτερη σημασία στον Θομ. Ίσως πραγματικά να ήξερε όσα ισχυριζόταν ότι ήξερε. «Δηλαδή τώρα νομίζεις ότι έπρεπε να έχουμε αφήσει τον Γκάλαντ να μας συνοδεύσει στο Κάεμλυν;»
Η Ηλαίην έγειρε για να της ρίξει μια αυστηρή ματιά πίσω από τον Θομ. «Κάθε άλλο. Αφ’ ενός, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι θα κατέληγε σ’ αυτή την απόφαση. Αφ’ ετέρου...» Όρθωσε το κορμί της, κρύβοντας τον εαυτό της πίσω από τον Θομ· ήταν σαν να μονολογούσε, σαν να θύμιζε κάτι στον εαυτό της. «Αφ’ ετέρου, αν η μητέρα όντως έχει στραφεί εναντίον του Πύργου, θέλω να επικοινωνώ μαζί της μόνο δι’ αλληλογραφίας προς το παρόν. Είναι ικανή να μας κλείσει στο παλάτι για το καλό μας. Μπορεί να μην διαβιβάζει, αλλά δεν θέλω να τα βάλω μαζί της χωρίς να είμαι πλήρης Άες Σεντάι. Ίσως ούτε και τότε».
«Δυνατή γυναίκα», είπε κεφάτα ο Θομ. «Να δεις για πότε θα σου μάθαινε τρόπους η Μοργκέις, Νυνάβε». Αυτή ξεφύσηξε δυνατά άλλη μια φορά κοιτώντας τον —δεν μπορούσε να αρπάξει και να σφίξει τα μαλλιά της έτσι λυμένα που έπεφταν στους ώμους της― αλλά ο γεροανόητος απλώς της χαμογέλασε.
Ο ήλιος ήταν ψηλά όταν πια έφτασαν στο θηριοτροφείο, το οποίο είχε κατασκηνώσει ακριβώς εκεί που το είχαν αφήσει, στο ξέφωτο δίπλα στο δρόμο. Στην κάλμα και το λιοπύρι, ακόμα και οι βελανιδιές έδειχναν λιγάκι μαραμένες. Με εξαίρεση τα άλογα και τα μεγάλα γκρίζα χοιράλογα, τα υπόλοιπα ζώα ήταν στα κλουβιά τους, κι επίσης δεν φαίνονταν ούτε άνθρωποι, που προφανώς βρίσκονταν μέσα στις άμαξές τους, που έμοιαζαν πολύ με τη δική τους. Η Νυνάβε και η συντροφιά της είχαν κατέβει, όταν πια εμφανίστηκε ο Βάλαν Λούκα, φορώντας ακόμα εκείνο το γελοίο κόκκινο μεταξωτό μανδύα.
Αυτή τη φορά δεν έπιασε να ρητορεύει περίτεχνα, ούτε να υποκλίνεται ανεμίζοντας το μανδύα. Τα μάτια του γούρλωσαν όταν αναγνώρισε τον Θομ και τον Τζούιλιν, και στένεψαν βλέποντας την κακότεχνη άμαξα πίσω τους. Έσκυψε να κοιτάξει μέσα στα βαθιά καπέλα και το χαμόγελό του δεν ήταν καθόλου ευχάριστο. «Α, ώστε ξεπέσαμε, Αρχόντισσα Μορέλιν μου; Ή μήπως δεν ήμασταν ποτέ στα ψηλά; Έκλεψες επίσημη άμαξα και ρούχα, ε; Τι να πω, μακάρι να μην σου σημαδέψουν με πυρωμένο σίδερο το ωραίο μετωπάκι σου. Αυτό κι άλλα χειρότερα θα σου κάνουν σ’ αυτά τα μέρη, αν δεν το ξέρεις. Αρα, αφού απ’ ό,τι φαίνεται σε ανακάλυψαν —αλλιώς ποιος ο λόγος που το έσκασες;― προτείνω να τραβήξεις το δρόμο σου όσο πιο γρήγορα μπορείς. Αν θέλεις την παλιοπέννα σου, είναι κάπου εκεί στο δρόμο. Σας την πέταξα όπως φεύγατε, και δεν με νοιάζει αν μείνει παραπεταμένη στο δρόμο μέχρι την Τάρμον Γκάι’ντον».
«Ήθελες χορηγό», είπε η Νυνάβε, καθώς αυτός γυρνούσε για να φύγει. «Μπορούμε να γίνουμε εμείς χορηγοί σου».
«Εσείς;» χλεύασε εκείνος. Όμως στάθηκε. «Παρ’ όλο που θα μας βοηθούσαν μερικά κλεμμένα νομίσματα από το πουγκί κάποιου άρχοντα, δεν δέχομαι κλεμμένα―»
«Θα σου πληρώσουμε τα έξοδα, αφέντη Λούκα», παρενέβη η Ηλαίην, με τον ψυχρό, αγέρωχο τόνο της, «κι εκατό χρυσά μάρκα επιπλέον, αν μπορέσουμε να ταξιδέψουμε μαζί σου μέχρι την Γκεάλνταν, αν συμφωνήσεις να μην σταματήσεις πουθενά μέχρι να φτάσουμε στα σύνορα». Ο Λούκα έμεινε να την κοιτάζει, γλείφοντας τα δόντια του.
Η Νυνάβε βόγκηξε μαλακά. Εκατό μάρκα, και μάλιστα χρυσά! Εκατό ασημένια θα κάλυπταν τα έξοδά του με το παραπάνω, ως την Γκεάλνταν κι ακόμα πιο μακριά, ό,τι κι αν έτρωγαν αυτά τα περιβόητα χοιράλογα.
«Τόσα έκλεψες;» είπε επιφυλακτικά ο Λούκα. «Ποιος σε κυνηγά; Δεν τα βάζω με Λευκομανδίτες ή με το στρατό. Θα μας πετάξουν στη φυλακή και πιθανότατα θα σκοτώσουν τα ζώα».
«Ο αδελφός μου», αποκρίθηκε η Ηλαίην, προτού προλάβει η Νυνάβε να αρνηθεί θυμωμένα ότι είχαν κλέψει κάτι. «Φαίνεται πως κανόνισαν το γάμο μου όσο έλειπα, κι έστειλαν τον αδελφό μου να με βρει. Δεν έχω διάθεση να επιστρέψω στην Καιρχίν για να παντρευτώ έναν άνδρα που είναι ένα κεφάλι κοντύτερός μου, τριπλός στο βάρος και τριπλός στα χρόνια». Τα μάγουλά της κοκκίνισαν, με μια υποφερτή απομίμηση θυμού· ο ξερόβηχας ήταν πιο πειστικός. «Ο πατέρας μου ονειρεύεται να διεκδικήσει το Θρόνο του Ήλιου, αν βρει αρκετή υποστήριξη. Τα δικά μου όνειρα αφορούν σ’ έναν κοκκινομάλλη Αντορινό, τον οποίο θα παντρευτώ οπωσδήποτε, κι ας λέει ό,τι θέλει ο πατέρας μου. Κι αυτά που σου είπα για μένα, αφέντη Λούκα, είναι παραπάνω από αρκετά».
«Μπορεί να είσαι αυτή που λες ότι είσαι», είπε αργά ο Λούκα, «μπορεί και όχι. Δείξε μου τα χρήματα που λες ότι θα μου δώσεις. Με τις υποσχέσεις δεν αγοράζεις κρασί».
Η Νυνάβε έψαξε θυμωμένα στο κουτί της για να βρει το πιο χοντρό πουγκί, του το έδειξε κουνώντας το, κι ύστερα το καταχώνιασε πάλι όταν εκείνος άπλωσε το χέρι. «θα πάρεις ό,τι χρειαστείς, όταν το χρειαστείς. Και τα εκατό μάρκα αφού πρώτα φτάσουμε στην Γκεάλνταν». Εκατό χρυσά μάρκα! Αν συνέχιζαν μ’ αυτόν το ρυθμό, θα έπρεπε να βρουν τραπεζίτη και να χρησιμοποιήσουν τις εγγυητικές επιστολές τους.
Ο Λούκα μούγκρισε ξινά. «Είτε το κλέψατε είτε όχι, πάντως από κάποιον το σκάτε. Δεν θα ρισκάρω την παράσταση μου για σας, είτε σας ψάχνει ο στρατός είτε κάποιον Καιρχινός άρχοντας. Και μπορεί ο άρχοντας να είναι το χειρότερο από τα δύο, αν πιστέψει ότι του έκλεψα την αδελφή. Θα πρέπει να μοιάσετε με μας». Στο πρόσωπό του ξαναφάνηκε εκείνο το άσχημο χαμόγελο· δεν θα ξεχνούσε την ασημένια πέννα. «Όποιος ταξιδεύει μαζί μου δουλεύει, και το ίδιο θα κάνετε και σεις, για να μην ξεχωρίζετε. Αν οι άλλοι καταλάβουν ότι πληρώνετε το ταξίδι, θα το κουβεντιάζουν κι εσείς δεν θέλετε να μαθευτεί. Μπορείτε να καθαρίζετε τα κλουβιά· οι αλογατάρηδες όλο γκρινιάζουν που τους έχει πέσει αυτή η δουλειά. Θα βρω μάλιστα εκείνη την πέννα, να σας την επιστρέψω για πληρωμή. Μην πει κανείς ότι ο Βάλαν Λούκα δεν είναι γενναιόδωρος».
Η Νυνάβε ετοιμάστηκε να του ξεκαθαρίσει ότι δεν επρόκειτο να πληρώσουν για το ταξίδι του στην Γκεάλνταν και από πάνω να δουλεύουν κιόλας, αλλά ο Θομ την έπιασε από το μπράτσο. Αμίλητος, έσκυψε να πιάσει πετρούλες από το χώμα και άρχισε να τις πετάει στον αέρα και να τις πιάνει, έξι μαζί σε κύκλο.
«Έχω ταχυδακτυλουργούς», είπε ο Λούκα. Οι έξι έγιναν οκτώ κι ύστερα δώδεκα. «Δεν είσαι κακός». Ο κύκλος μετατράπηκε σε δύο κύκλους που μπλέκονταν μεταξύ τους. Ο Λούκα έτριψε το πηγούνι του. «Ίσως να έχω κάτι για σένα».
«Επίσης τρώω φωτιές», είπε ο Θομ, αφήνοντας τις πέτρες να πέσουν, «πετάω μαχαίρια―» άνοιξε τα χέρια του που ήταν άδεια, και ύστερα έβαλε μια πετρούλα από το αυτί του Λούκα «-και κάνω μερικά ακόμα πράγματα».
Ο Λούκα άφησε ένα γοργό χαμόγελο κι ύστερα το έπνιξε. «Εσύ εντάξει, αλλά οι υπόλοιποι;» Φαινόταν θυμωμένος που είχε δείξει ενθουσιασμό κι επιδοκιμασία.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Ηλαίην, δείχνοντας με το χέρι.
Οι δύο ψηλοί στύλοι που είχε δει η Νυνάβε να στήνουν, τώρα είχαν σκοινιά που τους στερέωναν στο έδαφος και μια εξέδρα ο καθένας στην κορυφή του, μ’ ένα σχοινί απλωμένο να ενώνει τα τριάντα βήματα που τους χώριζαν. Από κάθε εξέδρα κρεμόταν μια σκάλα από σχοινί.
«Είναι ο εξοπλισμός του Σέντριν», απάντησε ο Λούκα κι ύστερα κούνησε το κεφάλι. «Ο Σέντριν ο σχοινοβάτης, που σε θάμπωνε με άθλους δέκα βήματα ψηλά στον αέρα πάνω σ’ ένα λεπτό σχοινί. Ο βλάκας».
«Μπορώ να περπατήσω στο σχοινί», του είπε η Ηλαίην. Ο Θομ έκανε να την πιάσει από το χέρι, όταν εκείνη έβγαλε το καπέλο και ξεκίνησε για τους στύλους, όμως σταμάτησε μόλις την είδε να του κουνάει ελαφρά το κεφάλι και να του χαμογελά.
Ο Λούκα όμως της έφραξε το δρόμο. «Άκου, Μορέλιν, αν σε λένε έτσι, είναι κρίμα να καταλήξεις με το ωραίο σου μέτωπο σημαδεμένο, αλλά είναι μεγαλύτερο κρίμα να βρεθείς με το σβέρκο σπασμένο. Ο Σέντριν ήξερε τι έκανε, και δεν έχει ούτε μια ώρα που τον θάψαμε. Να γιατί όλοι είναι στις άμαξές τους. Εντάξει, μπορεί να το παράκανε στο ποτό χθες βράδυ, όταν μας έδιωξαν από τη Σιέντα, αλλά τον έχω δει να περπατά στα ψηλά με την κοιλιά γεμάτη μπράντυ. Να σου πω τι θα κάνουμε. Δεν χρειάζεται να καθαρίζεις κλουβιά. Μπορείς να μείνεις στην άμαξά μου, και θα πούμε σε όλους ότι είσαι η αγαπούλα μου. Για δικαιολογία και μόνο, φυσικά». Το χαζό χαμόγελό του έλεγε ότι έλπιζε να μην ήταν μονάχα δικαιολογία.
Το χαμόγελο που του ανταπέδωσε η Ηλαίην ήταν τέτοιο, που ο Λούκα θα ’πρεπε να είχε σκεπαστεί από πάγο. «Σ’ ευχαριστώ για την προσφορά, αφέντη Λούκα, αλλά αν θα είχες την καλοσύνη να παραμερίσεις...» Ο Λούκα αναγκάστηκε, γιατί η άλλη είχε ξεκινήσει κιόλας και δεν σταματούσε.
Ο Τζούιλιν τσαλάκωσε το κυλινδρικό καπέλο στα χέρια του κι ύστερα το ξαναφόρεσε, καθώς η Ηλαίην ανέβαινε στη σχοινόσκαλα, με τις φούστες της να τη δυσκολεύουν λιγάκι. Η Νυνάβε ήξερε τι έκανε η κοπέλα. Μπορεί να το είχαν καταλάβει και οι άνδρες, ο Θομ σίγουρα το αντιλαμβανόταν, αλλά και πάλι έδειχνε έτοιμος να τρέξει και να την πιάσει, αν έπεφτε. Ο Λούκα πλησίασε, σαν να είχε κι αυτός την ίδια σκέψη στο νου του.
Για μια στιγμή η Ηλαίην στάθηκε στην εξέδρα σιάζοντας το φόρεμά της. Η εξέδρα έμοιαζε πιο μικρή και πιο ψηλή με την κοπέλα πάνω της. Κι έπειτα, υψώνοντας ντελικάτα τα φουστάνια της, σαν να ήθελε να τα προφυλάξει από λάσπες, βγήκε στο στενό σχοινί. Έμοιαζε λες και περπατούσε σε δρόμο. Η Νυνάβε ήξερε ότι κατά έναν τρόπο αυτό ακριβώς έκανε. Δεν μπορούσε να δει τη λάμψη του σαϊντάρ, αλλά ήξερε ότι η Ηλαίην είχε υφάνει ένα μονοπάτι που ένωνε τις δύο εξέδρες, σίγουρα από Αέρα που είχε γίνει σκληρός σαν πέτρα.
Ξαφνικά η Ηλαίην ακούμπησε τα χέρια κάτω και έκανε δύο πλάγιες τούμπες, σαν ρόδα, με τα κορακίσια μαλλιά της να ανεμίζουν τρελά, και τα πόδια με τις μεταξωτές κάλτσες να αστράφτουν στον ήλιο. Για μια απειροελάχιστη στιγμή, καθώς ορθωνόταν, τα φουστάνια της φάνηκαν να σκουπίζουν μια επίπεδη επιφάνεια προτού προλάβει να τα ξανασηκώσει. Με δύο βήματα ακόμα έφτασε στην απέναντι πλατφόρμα. «Το έκανε και ο αφέντης Σέντριν αυτό, αφέντη Λούκα;»
«Έκανε κανονικές τούμπες», φώναξε εκείνος. Και μουρμουρίζοντας πρόσθεσε, «Αλλά δεν είχε τέτοια πόδια. Αρχόντισσα! Σιγά μην είσαι!»
«Δεν είμαι η μόνη που έχει τέτοια δεξιοτεχνία», φώναξε η Ηλαίην. «Ο Τζούιλιν και―» Η Νυνάβε κούνησε άγρια το κεφάλι· είτε διαβίβαζε είτε όχι, το στομάχι της θα ήταν χειρότερα εκεί πάνω απ’ όσο αν βρισκόταν σε φουρτουνιασμένη θάλασσα, «-εγώ το έχουμε κάνει πολλές φορές. Έλα, Τζούιλιν. Δείξε του».
Η έκφραση του ληστοκυνηγού έδειχνε ότι θα προτιμούσε να καθαρίζει τα κλουβιά με γυμνά χέρια. Τα κλουβιά των λιονταριών με τα λιοντάρια μέσα. Έκλεισε τα μάτια, το στόμα του σάλεψε σαν να προσευχόταν σιωπηλά, και ανέβηκε τη σχοινόσκαλα σαν άνθρωπος που ανεβαίνει στο ικρίωμα. Όταν έφτασε πάνω, κοίταξε την Ηλαίην και το σχοινί με φοβερή προσήλωση. Ξαφνικά, βγήκε μπροστά, περπατώντας γρήγορα, με τα χέρια απλωμένα δεξιά κι αριστερά, το βλέμμα καρφωμένο στην Ηλαίην, και το στόμα του να ανοιγοκλείνει, καθώς προσευχόταν. Εκείνη κατέβηκε λιγάκι τη σχοινόσκαλα, για να του κάνει χώρο στην εξέδρα, και μετά βοήθησε τα πόδια του να βρουν τα σκαλιά και να κατέβει.
Ο Θομ της χαμογέλασε περήφανα, καθώς εκείνη γυρνούσε κι έπαιρνε το πλατύ καπέλο της από τη Νυνάβε. Ο Τζούιλιν έμοιαζε λες και τον είχαν περιλούσει με καυτό νερό και τον είχαν στύψει.
«Καλό ήταν», είπε ο Λούκα, τρίβοντας σκεφτικός το πηγούνι του. «Δεν ήταν τόσο καλό όσο του Σέντριν, καταλαβαίνετε, αλλά ήταν καλό. Μ’ άρεσε πάνω απ’ όλα ο τρόπος που εσύ το κάνεις να φαίνεται τόσο εύκολο ενώ ο —Τζούιλιν;― ο Τζούιλιν κάνει πως πεθαίνει από το φόβο του. Ο κόσμος θα ενθουσιαστεί».Ο Τζούιλιν του έριξε ένα βλοσυρό χαμόγελο που έλεγε ότι ήταν έτοιμος να τραβήξει μαχαίρι. Ο Λούκα ανέμισε τον κόκκινο μανδύα του, καθώς στρεφόταν προς τη Νυνάβε· έμοιαζε πράγματι πολύ ικανοποιημένος. «Κι εσύ, αγαπητή μου Νάνα; Με τι ταλέντο θα μας εκπλήξεις; Ακροβατικά; Κατάποση σπαθιών;»
«Εγώ μοιράζω τα χρήματα», του είπε, κλείνοντας το κιβώτιο. «Εκτός αν προτιμάς να προσφέρεις σε μένα την άμαξά σου;» Του έστειλε ένα χαμόγελο που έκανε το δικό του να σβήσει, κι επίσης τον έκανε να οπισθοχωρήσει ένα-δυο βήματα.
Οι φωνές είχαν βγάλει τους άλλους από τις άμαξες, και όλοι μαζεύτηκαν γύρω, ενώ ο Λούκα τους σύστηνε τα νέα μέλη του θιάσου. Μίλησε αόριστα για τη Νυνάβε και απλώς είπε ότι αυτό που έκανε ήταν εκπληκτικό· η Νυνάβε θα έπρεπε να του πει δυο λογάκια.
Οι αλογατάρηδες, όπως αποκαλούσε ο Λούκα εκείνους που δεν είχαν ψυχαγωγικό ταλέντο, ήταν μια κακοντυμένη, κατσούφικη παρέα, ίσως επειδή πληρώνονταν χειρότερα. Δεν ήταν πολλοί, αν τους σύγκρινες με τον αριθμό των αμαξών. Όπως μάλιστα φάνηκε, όλοι βοηθούσαν στη δουλειά, ακόμα και στην οδήγηση των αμαξών· τα περιπλανώμενα θηριοτροφεία, ακόμα κι ένα τέτοιο, δεν έβγαζαν πολλά χρήματα. Οι υπόλοιποι ήταν ένα ανθρώπινο συνονθύλευμα.
Ο Πέτρα, ο χεροδύναμος, ήταν ο πιο μεγαλόσωμος άνδρας που είχε δει ποτέ της η Νυνάβε. Όχι ψηλός, αλλά φαρδύς· το δερμάτινο γιλέκο του αποκάλυπτε μπράτσα χοντρά σαν κορμό δένδρου. Ήταν παντρεμένος με την Κλαρίν, την παχουλή γυναίκα με τα μελαψά μαγουλάκια που εκπαίδευε σκυλιά· δίπλα του έμοιαζε λειψή. Η Λατέλ, που έκανε παράσταση με τις αρκούδες, ήταν μια γυναίκα με μαύρα μάτια και αυστηρή έκφραση, με κοντά μαλλιά και στόμα έτοιμο να χαράξει ένα χλευαστικό χαμόγελο. Η Αλούντρα, μια λιγνή που ισχυριζόταν πως ήταν Φωτοδότρια, και μπορεί να ήταν. Δεν είχε τα μελαχρινά μαλλιά της χτενισμένα στις πλεξούδες των Ταραμπονέζων, κάτι που δεν ήταν παράξενο, αν αναλογιζόσουν τι αισθήματα έτρεφαν γι’ αυτούς στην Αμαδισία, αλλά είχε τη σωστή προφορά και ποιος ήξερε άραγε τι είχε συμβεί στη Συντεχνία των Φωτοδοτών; Ο τοπικός οίκος τους στο Τάντσικο είχε κλείσει τις πόρτες. Αντιθέτως, μπορεί οι ακροβάτες να ισχυρίζονταν ότι ήταν αδέλφια ονόματι Τσαβάνα, αλλά, παρ’ όλο που ήταν όλοι κοντοί και γεροδεμένοι, τα χρώματά τους ποίκιλλαν, από τον πρασινομάτη Τάερικ —που τα ψηλά ζυγωματικά και η γαμψή μύτη έδειχνε ότι είχε Σαλδικό αίμα― ως τον Μπάριτ, ο οποίος ήταν πιο σκούρος από τον Τζούιλιν και είχε τατουάζ των Θαλασσινών στα χέρια, μολονότι δεν φορούσε σκουλαρίκια.
Όλοι εκτός από τη Λατέλ χαιρέτησαν φιλικά τους νεοφερμένους· περισσότεροι ψυχαγωγοί σήμαινε περισσότερους ανθρώπους που θα προσελκύονταν στην παράσταση, και περισσότερα χρήματα. Οι δύο ταχυδακτυλουργοί, ο Μπάρι και ο Κιν —που αποδείχθηκε ότι ήταν όντως αδέλφια― έπιασαν με τον Θομ συζήτηση για την τέχνη τους, όταν φάνηκε ότι εκείνοι κι αυτός δεν δούλευαν με τον ίδιο τρόπο. Αλλο να προσελκύεις περισσότερους ανθρώπους, κι άλλο να έχεις ανταγωνισμό. Όμως εκείνη που τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον της Νυνάβε ήταν η χλωμή γυναίκα που φρόντιζε τα χοιράλογα. Η Σεράντιν στεκόταν μουδιασμένη στην άκρη και μιλούσε ελάχιστα —ο Λούκα ισχυριζόταν ότι είχε έρθει από το Σάρα μαζί με τα ζώα― αλλά η μαλακή, συρτή μιλιά της έκανε τη Νυνάβε να τεντώσει τα αυτιά της.
Χρειάστηκαν κάποια ώρα να ετοιμάσουν τις άμαξες. Ο Θομ κι ο Τζούιλιν χάρηκαν που οι αλογατάρηδες θα τους βοηθούσαν με τα άλογά τους, έστω και μουτρωμένα, και η Νυνάβε και η Ηλαίην δέχθηκαν κάποιες προσκλήσεις. Ο Πέτρα και η Κλαρίν τις κάλεσαν για τσάι όταν θα τακτοποιούνταν. Οι Τσαβάνα ήθελαν να δειπνήσουν μαζί τους οι δύο γυναίκες, το ίδιο και ο Κιν με τον Μπάρι, και μ’ όλα αυτά το χλευαστικό χαμόγελο της Λατέλ έδωσε τη θέση του σε μια βλοσυρή έκφραση. Αρνήθηκαν τις προσκλήσεις με ευγένεια, η Ηλαίην ίσως πιο ευγενικά απ’ όσο η Νυνάβε· ήταν ακόμα νωπή η ανάμνηση του πώς η Νυνάβε είχε παγώσει χαζεύοντας τον Γκάλαντ σαν ελαφρόμυαλη κοπελίτσα, και δεν μπορούσε προς το παρόν να φερθεί με ιδιαίτερη ευγένεια σε κανέναν άνδρα. Ο Λούκα απηύθυνε και τη δική του πρόσκληση, μονάχα προς την Ηλαίην, κάποια στιγμή που η Νυνάβε δεν μπορούσε να ακούσει. Εισέπραξε ένα χαστούκι για τον κόπο του και ο Θομ ανέμισε επιδεικτικά τα μαχαίρια του, που φάνηκαν να κυλούν στα χέρια του, μέχρι που ο άλλος έφυγε μουγκρίζοντας και τρίβοντας το μάγουλο του.
Η Νυνάβε άφησε την Ηλαίην να τακτοποιήσει τα πράγματά της στην άμαξα —για την ακρίβεια, η άλλη τα πετούσε όπως-όπως, μουρμουρίζοντας οργισμένη― και πήγε εκεί που ήταν πεδικλωμένα τα χοιράλογα. Τα πελώρια σταχτιά ζώα φαίνονταν νωθρά, όμως η Νυνάβε, που θυμόταν την τρύπα στον πέτρινο τοίχο του Λογχοφόρου του Βασιλιά, αμφέβαλλε αν θα άντεχαν τα δερμάτινα κορδόνια, με τα οποία ήταν δεμένα μεταξύ τους τα ογκώδη μπροστινά τους πόδια. Η Σεράντιν έξυνε το μεγάλο αρσενικό με ένα βούκεντρο που έμοιαζε μπρούντζινο.
«Πώς λέγονται στ’ αλήθεια;» Η Νυνάβε χάιδεψε δειλά τη μακριά μύτη του αρσενικού, την προβοσκίδα, όπως τέλος πάντως κι αν λεγόταν. Οι χαυλιόδοντες έφταναν σε διάμετρο το μηρό της και είχαν μήκος τρία ολόκληρα βήματα, και μάλιστα οι άλλοι του θηλυκού δεν υστερούσαν πολύ. Η μύτη οσμίστηκε τη φούστα της κι αυτή οπισθοχώρησε βιαστικά.
«Σ’ρέντιτ», είπε η γυναίκα με τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά. «Λέγονται σ’ρέντιτ, αλλά ο αφέντης Λούκα σκέφτηκε ότι είναι καλύτερο ένα όνομα που μπορείς να το πεις ευκολότερα». Η συρτή μιλιά δεν άφηνε περιθώρια λάθους.
«Υπάρχουν πολλά σ’ρέντιτ στη Σωντσάν;»
Για μια στιγμή το βούκεντρο έμεινε ακίνητο και μετά συνέχισε να ξύνει το ζώο. «Σωντσάν; Τι είναι αυτό; Τα σ’ρέντιτ είναι από το Σάρα, όπως κι εγώ. Πρώτη φορά ακούω για―»
«Μπορεί να έχεις δει το Σάρα, Σεράντιν, αλλά δεν το πιστεύω. Είσαι Σωντσανή. Κι αν δεν μαντεύω λάθος, ήσουν με την εισβολή στο Τόμαν Χεντ και ξέμεινες μετά το Φάλμε».
«Δεν υπάρχει αμφιβολία», είπε η Ηλαίην, πλησιάζοντας δίπλα της. «Έχουμε ακούσει τη Σωντσανή προφορά στο Φάλμε, Σεράντιν. Δεν θα σου κάνουμε κακό».
Αυτό ξεπερνούσε όσα ήταν διατεθειμένη να υποσχεθεί η Νυνάβε· δεν είχε ευχάριστες αναμνήσεις από τους Σωντσανούς. Όμως... Μια Σωντσανή σε βοήθησε όταν είχες ανάγκη. Δεν είναι όλοι κακοί. Μόνο οι περισσότεροι.
Η Σεράντιν άφησε έναν αργόσυρτο στεναγμό και καμπούριασε λιγάκι. Ήταν σαν να είχε χάσει μια ένταση την οποία δεν αντιλαμβανόταν προηγουμένως. «Ελάχιστους έχω συναντήσει που να ξέρουν ως ένα βαθμό την αλήθεια για το Γυρισμό ή για το Φάλμε. Έχω ακούσει δεκάδες παραμύθια, το ένα πιο εξωφρενικό από το άλλο, ποτέ όμως την αλήθεια. Τόσο το καλύτερο για μένα. Πράγματι με άφησαν πίσω, όπως και πολλά σ’ρέντιτ. Αυτά τα τρία είναι τα μόνα που κατάφερα να μαζέψω. Δεν ξέρω τι έπαθαν τα άλλα. Το αρσενικό λέγεται Μερ, το θηλυκό Σάνιτ, και το μικρό Νέριν. Η Νέριν δεν είναι της Σάνιτ».
«Αυτό έκανες;» ρώτησε η Ηλαίην. «Εκπαίδευες σ’ρέντιτ;»
«Ή μήπως ήσουν σουλ’ντάμ;» πρόσθεσε η Νυνάβε, προτού η άλλη προλάβει να μιλήσει.
Η Σεράντιν κούνησε το κεφάλι. «Με δοκίμασαν, όλα τα κορίτσια τα δοκιμάζουν, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα με το α’ντάμ. Χάρηκα όταν με έβαλαν να δουλέψω με τα σ’ρέντιτ. Είναι υπέροχα ζώα. Ξέρετε πολλά, αφού ξέρετε για τις σουλ’ντάμ και τις νταμέην. Πρώτη φορά συναντώ κάποιον που να ξέρει απ’ αυτά». Δεν φανέρωνε φόβο. Ή ίσως να είχε στερέψει από φόβο όταν είχε βρεθεί εγκαταλειμμένη σε μια ξένη χώρα. Απ’ την άλλη μεριά όμως, μπορεί και να ’λεγε ψέματα.
Οι Σωντσάν ήταν το ίδιο σκληροί με τους Αμαδισιανούς ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν τις γυναίκες που μπορούσαν να διαβιβάζουν, ίσως χειρότεροι. Δεν τις εξόριζαν, ούτε τις σκότωναν· τις αιχμαλώτιζαν και τις χρησιμοποιούσαν. Μέσω μιας συσκευής που λεγόταν α’ντάμ —η Νυνάβε ήταν σίγουρη ότι τα α’ντάμ ήταν ένα είδος τερ’ανγκριάλ― μια γυναίκα που είχε την ικανότητα να χειρίζεται τη Μία Δύναμη μπορούσε να ελέγχεται από μια άλλη γυναίκα, μια σουλ’ντάμ, η οποία ανάγκαζε την νταμέην να χρησιμοποιεί τα ταλέντα της για όποιο σκοπό ήθελαν οι Σωντσάν, ακόμα και ως όπλο. Οι νταμέην ήταν σαν ζώα, αν και ζώα που τα πρόσεχαν. Κι οι Σωντσάν έκαναν νταμέην όσες γυναίκες έβρισκαν, οι οποίες είχαν την ικανότητα να διαβιβάζουν ή που είχαν μέσα τους τη σπίθα· οι Σωντσάν είχαν ερευνήσει το Τόμαν Χεντ πιο εξονυχιστικά απ’ όσο το είχε ποτέ ονειρευτεί ο Πύργος. Η Νυνάβε ένιωθε αναγούλα στη σκέψη και μόνο των α’ντάμ, των σουλ’ντάμ και των νταμέην.
«Ξέρουμε κάποια πράγματα», είπε στην Σεράντιν, «αλλά θέλουμε να μάθουμε κι άλλα». Οι Σωντσάν είχαν φύγει, καταδιωγμένοι από τον Ραντ, όμως αυτό δεν σήμαινε πως δεν θα επέστρεφαν κάποια μέρα. Ο κίνδυνος αυτός φάνταζε μακρινός πλάι σε οτιδήποτε άλλο είχαν να αντιμετωπίσουν, όμως το ότι είχες το αγκάθι στο πόδι δεν σήμαινε ότι η γρατσουνιά που σου είχε αφήσει το βάτο στον ώμο δεν θα κακοφόρμιζε τελικά. «Καλά θα κάνεις να απαντάς με ειλικρίνεια στις ερωτήσεις μας». Θα είχαν χρόνο καθώς θα ταξίδευαν προς το βορρά.
«Σου υπόσχομαι ότι δεν θα πάθεις τίποτα», πρόσθεσε η Ηλαίην. «Θα σε προστατεύσω, αν χρειαστεί».
Η γυναίκα με τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά κοίταξε τις δυο τους, τη μια και μετά την άλλη, και ξαφνικά, προς έκπληξη της Νυνάβε, έπεσε πρηνής στο χώμα μπροστά στην Ηλαίην. «Είσαι μια Υψηλή Αρχόντισσα αυτής της γης, όπως το είπες στον Λούκα. Δεν το είχα καταλάβει. Συγχώρεσέ με, Υψηλή Αρχόντισσα. Υποτάσσομαι σε σένα». Και φίλησε το χώμα μπροστά στα πόδια της Ηλαίην. Τα μάτια της Ηλαίην είχαν γουρλώσει τόσο, που έμοιαζαν έτοιμα να πέσουν.
Η Νυνάβε ήταν σίγουρη πως έτσι έμοιαζαν και τα δικά της. «Σήκω», σφύριξε, ψάχνοντας νευρικά με το βλέμμα μήπως τις έβλεπε κανείς. Ο Λούκα —πανάθεμά τον!― και η Λατέλ, ακόμα συνοφρυωμένη, τις κοίταζαν, όμως δεν μπορούσε να γίνει τίποτα πια. «Σήκω!» Η γυναίκα δεν σάλεψε.
«Σήκω όρθια, Σεράντιν», είπε η Ηλαίην. «Σ’ αυτή τη γη δεν απαιτείς από τους άλλους να σου φέρονται έτσι. Ακόμα κι αν είσαι κυβερνήτης». Και πρόσθεσε, ενώ η Σεράντιν σηκωνόταν, «Θα σου διδάξω τον σωστό τρόπο να φέρεσαι, με αντάλλαγμα απαντήσεις στις ερωτήσεις μας».
Η γυναίκα υποκλίθηκε, με τα χέρια στα γόνατα και το κεφάλι σκυμμένο. «Μάλιστα, Υψηλή Αρχόντισσα. Όπως ορίζεις. Είμαι δική σου».
Η Νυνάβε βαριαναστέναξε. Μια χαρά θα τα περνούσαν ταξιδεύοντας προς την Γκεάλνταν.