Το φως του ήλιου που σερνόταν από το παράθυρο ξύπνησε τη Νυνάβε. Για μια στιγμή έμεινε με τα μέλη απλωμένα πάνω στο ριγωτό κάλυμμα του κρεβατιού. Η Ηλαίην κοιμόταν στο διπλανό κρεβάτι. Είχε ήδη πιάσει ζέστη, παρ’ όλο που ήταν τόσο νωρίς, αλλά ούτε και η νύχτα δεν ήταν ιδιαίτερα δροσερή. Η καμιζόλα της Νυνάβε ήταν τσαλακωμένη και ιδρωμένη. Μετά τη συζήτηση με την Εγκουέν σχετικά με όσα είχε δει, τα όνειρά της δεν ήταν ευχάριστα. Στα περισσότερα βρισκόταν πάλι στον Πύργο και την έσερναν μπροστά στην Άμερλιν, που μερικές φορές ήταν η Ελάιντα και μερικές φορές η Μογκέντιεν. Σε μερικά ο Ραντ καθόταν πλάι στο γραφείο της Άμερλιν σαν σκυλί, με κολάρο και λουρί και φίμωτρο. Τα όνειρα με την Εγκουέν ήταν κατά έναν τρόπο εξίσου άσχημα· το βρασμένο γατόχορτο και η κοπανισμένη πικρόριζα είχαν την ίδια άσχημη γεύση, είτε ονειρευόσουν είτε ήσουν ξύπνιος.
Πλησίασε το νιπτήρα, έπλυνε το πρόσωπό της κι έτριψε τα δόντια της με αλάτι και με σόδα. Το νερό δεν ήταν ζεστό, αλλά ούτε μπορούσες να το πεις δροσερό. Έβγαλε τη μουσκεμένη καμιζόλα και πήρε μια καθαρή από ένα κιβώτιο μαζί με μια βούρτσα κι έναν καθρέφτη. Κοιτώντας το είδωλό της, μετάνιωσε που είχε λύσει την πλεξούδα της για να κοιμηθεί πιο άνετα. Όχι μόνο δεν είχε νιώσει άνετα, αλλά τώρα τα μαλλιά ήταν ένας αγριεμένος θάμνος ως τη μέση της. Κάθισε στο κιβώτιο, έλυσε με κόπο τους κόμπους και ύστερα άρχισε τα συνηθισμένα εκατό βουρτσίσματα.
Τρεις γρατσουνιές κατηφόριζαν το λαιμό της και χάνονταν κάτω από την καμιζόλα Δεν ήταν και τόσο κόκκινες, κι αυτό οφειλόταν στο βάλσαμο από παντογιάτρι που είχε πάρει από εκείνη τη Μακούρα. Η Νυνάβε είχε πει στην Ηλαίην ότι το έβρισκες στις βάτες. Ήταν χαζομάρα της —και μάλλον η Ηλαίην ήξερε ότι δεν ήταν αλήθεια, παρά την ιστορία που της είχε πει, ότι είχε ψάξει στην περιοχή του παλατιού όταν είχε φύγει η Εγκουέν― αλλά ήταν τόσο ταραγμένη, που δεν μπορούσε να σκεφτεί σωστά. Αρκετές φορές είχε αποπάρει την Ηλαίην δίχως λόγο, παρά μόνο επειδή σκεφτόταν πόσο άδικα είχαν φερθεί στην ίδια η Μελαίν και η Εγκουέν. Όχι ότι θα της κάνει κακό να θυμάται πως εδώ δεν είναι Κόρη-Διάδοχος. Όπως και να ’χε, η κοπέλα δεν έφταιγε σε τίποτα· θα έπρεπε να επανορθώσει απέναντί της.
Είδε στον καθρέφτη την Ηλαίην να σηκώνεται και να πλένεται. «Ακόμα νομίζω ότι το δικό μου σχέδιο είναι το καλύτερο», είπε η κοπέλα, ενώ νιβόταν. Τα βαμμένα κορακίσια μαλλιά της δεν είχαν ανακατευτεί καθόλου, παρά τις μπούκλες της. «Όπως το λέω, θα φτάναμε στο Δάκρυ πολύ πιο γρήγορα».
Το σχέδιό της ήταν να εγκαταλείψουν την άμαξα όταν θα έφταναν στον ποταμό Έλνταρ, σε κάποιο χωριουδάκι χωρίς πολλούς Λευκομανδίτες, και, κάτι εξίσου σημαντικό, πληροφοριοδότες του Πύργου. Εκεί θα ανέβαιναν σε ποταμόπλοιο για το Έμπου Νταρ, όπου θα έβρισκαν πλοίο για το Δάκρυ. Δεν υπήρχε πια αμφιβολία ότι έπρεπε να πάνε στο Δάκρυ. Θα απέφευγαν πάση θυσία την Ταρ Βάλον.
«Πόσο θα κάνει μέχρι να πιάσει πλοίο εκεί που θα είμαστε;» είπε υπομονετικά η Νυνάβε. Νόμιζε ότι τα είχαν ξεκαθαρίσει αυτά προτού πλαγιάσουν. Κατά τη γνώμη της, είχαν αποφασίσει. «Εσύ η ίδια είπες ότι μπορεί να μην σταματούν όλα τα πλοία. Και πόσο θα περιμένουμε στο Έμπου Νταρ μέχρι να βρούμε πλοίο για το Δάκρυ;» Άφησε κάτω τη βούρτσα και άρχισε να πλέκει την πλεξούδα της.
«Οι χωρικοί απλώνουν μια σημαία όταν θέλουν να σταματήσει πλοίο, και τα περισσότερα πλοία σταματάνε. Και υπάρχουν πάντα πλοία για ένα μεγάλο λιμάνι σαν το Έμπου Νταρ».
Λες και είχε βρεθεί ποτέ της σε λιμάνι, είτε μεγάλο είτε μικρό, προτού φύγει από τον Πύργο με τη Νυνάβε. Η Ηλαίην πάντα πίστευε πως όσα δεν είχε μάθει για τον κόσμο ως Κόρη-Διάδοχος του Άντορ, τα είχε μάθει στον Πύργο, ακόμα και ύστερα από αρκετές αποδείξεις περί του εναντίου. Και πώς τολμούσε να της μιλά με τόσο υπεροπτικό τόνο! «Δεν πρόκειται να βρούμε τη συγκέντρωση των Γαλάζιων σε πλοίο, Ηλαίην».
Το δικό της σχέδιο έλεγε να συνεχίσουν με την άμαξα, να διασχίσουν την υπόλοιπη Αμαδισία, ύστερα την Αλτάρα και το Μουράντυ ως το Φαρ Μάντινγκ στους Λόφους της Κιντάρα, και πέρα από τις Πεδιάδες του Μαρέντο μέχρι το Δάκρυ. Σίγουρα θα έκαναν περισσότερο έτσι, αλλά, εκτός από το ότι θα είχαν την ευκαιρία να βρουν με κάποιον τρόπο τη συγκέντρωση, οι άμαξες σπανίως βούλιαζαν. Ήξερε κολύμπι, αλλά δεν αισθανόταν άνετα όταν δεν έβλεπε καθόλου στεριά.
Η Ηλαίην σκουπίστηκε, άλλαξε καμιζόλα και ήρθε να τη βοηθήσει με την πλεξούδα. Η Νυνάβε δεν ξεγελιόταν έτσι· πάλι θα της έλεγε για τα πλοία. Το στομάχι της δεν συμπαθούσε τα πλοία. Όχι ότι αυτό είχε επηρεάσει την απόφασή της. Αν μπορούσε να φέρει τις Άες Σεντάι προς βοήθεια του Ραντ, τότε θα άξιζε το παραπανίσιο ταξίδι.
«Θυμήθηκες το όνομα;» ρώτησε η Ηλαίην, πλέκοντας τα μαλλιά της.
«Πάλι καλά που θυμήθηκα ότι υπήρχε όνομα. Φως μου, δώσε μου λίγο χρόνο». Ήταν σίγουρη πως υπήρχε όνομα. Πρέπει να ’ταν κάποιο χωριό, καμιά πόλη. Αποκλείεται να είχε δει όνομα χώρας και να το είχε ξεχάσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έπιασε μια τούφα μαλλιά από τον κρόταφό της, και συνέχισε πιο ήρεμα. «Θα το θυμηθώ, Ηλαίην. Μόνο δώσε μου λίγο χρόνο».
Η Εγκουέν άφησε έναν ήχο χωρίς να δεσμευτεί και συνέχισε με την πλεξούδα. Μετά από λίγο, είπε, «Ήταν συνετό να στείλεις τη Μπιργκίτε να ψάξει για τη Μογκέντιεν;»
Η Νυνάβε λοξοκοίταξε τη νεαρή σμίγοντας τα φρύδια, αλλά το βλέμμα δεν έφερε αποτέλεσμα. Αν ήταν να αλλάξουν θέμα, η Νυνάβε θα είχε διαλέξει κάτι άλλο. «Καλύτερα να τη βρούμε παρά να μας βρει».
«Μπορεί. Αλλά τι θα κάνουμε όταν τη βρούμε;»
Η Νυνάβε εδώ δεν είχε να δώσει απάντηση. Αλλά ήταν καλύτερο να είσαι ο κυνηγός παρά ο κυνηγημένος, όσο δύσκολο κι αν ήταν. Αυτό της το είχε μάθει το Μαύρο Άτζα.
Η κοινή αίθουσα μπορεί να μην ξεχείλιζε από κόσμο όταν κατέβηκαν, αλλά ακόμα και τόσο νωρίς το πρωί υπήρχαν αρκετοί λευκοί μανδύες ανάμεσα στους πελάτες, κυρίως στους ώμους μεγαλύτερων σε ηλικία ανδρών, που όλοι έφεραν διακριτικά αξιωματικών. Σίγουρα προτιμούσαν να τρώνε από την κουζίνα του πανδοχείου παρά αυτό που είχαν να προσφέρουν οι μάγειρες στο φυλάκιο των Λευκομανδιτών. Η Νυνάβε θα προτιμούσε να έτρωγαν πάλι από δίσκο, αλλά το δωματιάκι ήταν σαν κουτί. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν προσηλωμένοι στο φαγητό τους και οι Λευκομανδίτες δεν διέφεραν από τους άλλους. Σίγουρα θα ήταν ασφαλές. Η ευωδιά του μαγειρεμένου φαγητού πλανιόταν στον αέρα· απ’ ό,τι φαινόταν, οι άνδρες εδώ έτρωγαν μοσχάρι ή αρνάκι ακόμα και πρωινιάτικα.
Μόλις το πόδι της Ηλαίην άφησε το τελευταίο σκαλί, η κυρά Τζάρεν όρμηξε να τους προσφέρει ή μάλλον να προσφέρει στην «Αρχόντισσα Μορέλιν» ιδιωτική τραπεζαρία. Η Νυνάβε δεν κοίταξε καν την Ηλαίην, εκείνη όμως είπε, «Νομίζω ότι θα φάμε εδώ. Σπανίως έχω την ευκαιρία να φάω σε κοινή αίθουσα, και, για να πω την αλήθεια, το απολαμβάνω. Βάλε μια κοπέλα να μας φέρει κάτι δροσερό. Αν είναι έτσι η μέρα από τώρα, φοβάμαι πως θα ιδρώσω προτού φτάσουμε στον επόμενο σταθμό μας».
Η Νυνάβε συνεχώς απορούσε πώς αυτός ο αλαζονικός τρόπος δεν είχε σαν αποτέλεσμα να τις πετάξουν έξω με τις κλωτσιές. Είχε γνωρίσει πια αρκετούς άρχοντες κι αρχόντισσες και ήξερε ότι όλοι φέρονταν έτσι, αλλά αυτό δεν ήταν ικανοποιητική εξήγηση. Η ίδια δεν θα το ανεχόταν ούτε στιγμή. Η πανδοχέας όμως έκλινε το γόνυ βιαστικά, ενώ χαμογελούσε κι έτριβε τα χέρια της, μετά τις πήγε σε ένα τραπέζι κοντά σε ένα παράθυρο με θέα στο δρόμο κι έφυγε βιαστικά, για να εκτελέσει τις εντολές της Ηλαίην. Ίσως έτσι ήθελε να την εκδικηθεί. Ήταν μόνες τους, μακριά από τους άνδρες στα άλλα τραπέζια, αλλά όποιοι περνούσαν απ’ έξω μπορούσαν να τις βλέπουν. Και αν το φαγητό που θα έτρωγαν ήταν ζεστό —κάτι που έλπιζε να μην είναι — τουλάχιστον ήταν όσο το δυνατόν μακρύτερα από την κουζίνα.
Το πρωινό έφτασε· το αποτελούσαν πικάντικες τηγανίτες —τυλιγμένες σε άσπρο πανί και καυτές ακόμα, αλλά πάντως νόστιμες― μαζί με κίτρινα αχλάδια, γαλάζια σταφύλια, που έμοιαζαν λιγάκι μαραμένα, και κάτι κόκκινα πραγματάκια, που η σερβιτόρα κατονόμασε ως φράουλες. Είχαν ωραία γεύση, ειδικά όταν τα περιέχυνες με χτυπημένη κρέμα. Η Ηλαίην ισχυρίστηκε ότι είχε ακούσει γι’ αυτές, όμως τι άλλο θα έλεγε. Σε συνδυασμό με το κρασί με τα μυρωδικά, το οποίο είχαν βάλει να κρυώσει στην πηγή —μια γουλιά την έκανε να καταλάβει ότι η πηγή δεν ήταν πολύ κρύα, αν υπήρχε όντως― ήταν ένα δροσιστικό πρόγευμα.
Ο κοντινότερος πελάτης ήταν τρία τραπέζια παραπέρα και φορούσε σκούρο γαλάζιο μάλλινο μανδύα, μάλλον τεχνίτης που οι δουλειές του πήγαιναν καλά, αλλά δεν μιλούσαν. Θα είχαν χρόνο γι’ αυτό όταν θα ξανάβγαιναν στο δρόμο και θα ήταν πια σίγουρες ότι δεν είχε στήσει κανείς αυτί. Η Νυνάβε απόφαγε αρκετά πριν από την Ηλαίην. Έτσι που χασομερούσε η μικρή να κόψει το αχλάδι της, θα ’λεγε κανείς ότι είχαν όλη τη μέρα στη διάθεσή τους για να κάθονται σε κείνο το τραπέζι.
Ξαφνικά τα μάτια της Ηλαίην άνοιξαν διάπλατα από το σοκ και το μαχαιράκι έπεσε με κρότο στο τραπέζι. Η Νυνάβε γύρισε αμέσως το κεφάλι και είδε έναν άνδρα να κάθεται στον πάγκο στην άλλη μεριά του τραπεζιού.
«Καλά το κατάλαβα ότι είσαι εσύ, Ηλαίην, αλλά τα μαλλιά στην αρχή με ξεγέλασαν».
Η Νυνάβε κοίταξε χάσκοντας τον Γκάλαντ, τον ετεροθαλή αδελφό της Ηλαίην. «Χάσκοντας» ήταν η κατάλληλη λέξη. Ψηλός και λεπτός με σφριγηλό κορμί, μελαχρινός και με μαύρα μάτια, ήταν ο πιο όμορφος άνδρας που είχε δει ποτέ της. Η λέξη «όμορφος» δεν έφτανε· ήταν υπέροχος. Είχε δει τις γυναίκες να μαζεύονται σμάρι τριγύρω του στον Πύργο, ακόμα και Άες Σεντάι, χαμογελώντας σαν χαζές. Έδιωξε το χαμόγελο από το πρόσωπό της. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για την καρδιά της που βροντοχτυπούσε, ούτε και για το λαχάνιασμά της· ήταν απλώς πανέμορφος. Για συγκρατήσου, Νυνάβε!
«Τι γυρεύεις εδώ;» Χάρηκε που η φωνή της δεν είχε βγει πνιχτή. Δεν ήταν σωστό να έχει άνδρας τέτοια εμφάνιση.
«Και τι είναι αυτό που φοράς;» Η φωνή της Ηλαίην ήταν χαμηλή, αλλά έκρυβε ένταση.
Η Νυνάβε έπαιξε τα μάτια και συνειδητοποίησε ότι ο Γκάλαντ φορούσε γυαλιστερό πλεχτό θώρακα και λευκό μανδύα με τους δύο χρυσούς κόμπους του βαθμού του κάτω από έναν ακτινωτό ήλιο. Ένιωσε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν. Είχε καρφωθεί τόσο στο πρόσωπο ενός άνδρα, ώστε δεν είχε δει καν τι φορούσε! Της ήρθε να κρύψει το πρόσωπό της από ντροπή.
Αυτός χαμογέλασε και η Νυνάβε χρειάστηκε να πάρει μια βαθιά ανάσα «Βρίσκομαι εδώ επειδή είμαι ένα από τα Τέκνα που απόσπασαν από το βορρά. Και είμαι Τέκνο του Φωτός επειδή μου φάνηκε ότι αυτό ήταν το σωστό. Ηλαίην, όταν εξαφανιστήκατε εσείς οι δύο και η Εγκουέν, ο Γκάγουυν κι εγώ δεν αργήσαμε να βρούμε ότι δεν ήσασταν σε καμία φάρμα ως επιτίμιο, παρά τα όσα μας είχαν πει. Δεν είχαν δικαίωμα να σας αναμίξουν στις πλεκτάνες τους, Ηλαίην, ούτε εσένα ούτε τις άλλες».
«Βλέπω ότι κέρδισες γρήγορα βαθμό», είπε η Νυνάβε. Ο ανόητος δεν καταλάβαινε ότι έθετε σε κίνδυνο τη ζωή τους μιλώντας εδώ για πλεκτάνες των Άες Σεντάι;
«Ο Ήμον Βάλντα θεώρησε ότι το δικαιολογούσε η εμπειρία μου, όπου κι αν την απέκτησα». Ανασήκωσε τους ώμους, ξεχνώντας το βαθμό ως κάτι ασήμαντο. Δεν ήταν ακριβώς από σεμνότητα, αλλά ούτε και προσποίηση. Ήταν ο καλύτερος ξιφομάχος απ’ όσους είχαν πάει να μαθητεύσουν με τους Προμάχους στον Πύργο, κι επίσης είχε διακριθεί στα μαθήματα στρατηγικής και τακτικής, αλλά η Νυνάβε δεν τον θυμόταν να κομπάζει ποτέ για τις ικανότητές του, έστω και για αστείο. Τα επιτεύγματά του δεν σήμαιναν τίποτα γι’ αυτόν, ίσως επειδή του ήταν τόσο εύκολα.
«Το ξέρει η μητέρα;» απαίτησε να μάθει η Ηλαίην, διατηρώντας εκείνη την ήρεμη φωνή. Το συννεφιασμένο βλέμμα της θα φόβιζε όμως ακόμα και αγριόχοιρο.
Ο Γκάλαντ σάλεψε λιγάκι, ανήσυχος. «Δεν βρήκα κατάλληλη ευκαιρία για να της γράψω. Αλλά μην είσαι σίγουρη ότι θα το αποδοκίμαζε, Ηλαίην. Δεν είναι πια τόσο φιλική με το βορρά όπως κάποτε. Άκουσα ότι ίσως επιβληθεί απαγόρευση δια νόμου».
«Της έστειλα ένα γράμμα να της εξηγήσω». Η άγρια ματιά της Ηλαίην τώρα έδειχνε απορία. «Πρέπει να το καταλάβει. Είχε εκπαιδευθεί κι αυτή στον Πύργο».
«Μη μιλάς δυνατά», είπε εκείνος, με χαμηλή, σκληρή φωνή. Η Ηλαίην έγινε κατακόκκινη, αλλά η Νυνάβε δεν μπορούσε να διακρίνει αν ήταν από θυμό ή ντροπή.
Ξαφνικά, κατάλαβε ότι κι ο Γκάλαντ μιλούσε χαμηλόφωνα σαν αυτές και προσεκτικά επίσης. Δεν είχε αναφέρει ούτε μια φορά τον Πύργο ή τις Άες Σεντάι.
«Είναι μαζί σας η Εγκουέν;» ρώτησε στη συνέχεια.
«Όχι», αποκρίθηκε εκείνη και αυτός αναστέναξε βαθιά.
«Έλπιζα... Ο Γκάγουυν πήγε να τρελαθεί από την ανησυχία του όταν εξαφανίστηκε η Εγκουέν. Τη νοιάζεται και αυτός. Θα μου πεις πού είναι;»
Η Νυνάβε πρόσεξε κι αυτή εκείνο το «και». Ο Γκάλαντ είχε γίνει Λευκομανδίτης, όμως «νοιαζόταν» για μια γυναίκα που ήθελε να γίνει Άες Σεντάι. Μερικές φορές οι άνδρες ήταν τόσο παράξενοι, ώστε δεν έμοιαζαν καθόλου να είναι άνθρωποι.
«Δεν θα σου πούμε», έκανε αποφασισμένα η Ηλαίην, ενώ το κόκκινο χρώμα χανόταν από το πρόσωπό της. «Είναι κι ο Γκάγουυν εδώ; Δεν πιστεύω να έγινε κι αυτός―» Είχε την εξυπνάδα να χαμηλώσει τη φωνή, όμως είπε, «Λευκομανδίτης!»
«Έχει παραμείνει στο βορρά, Ηλαίην». Η Νυνάβε υπέθεσε ότι εννοούσε την Ταρ Βάλον, αλλά σίγουρα ο Γκάγουυν θα είχε φύγει από κει. Σίγουρα θα είχε αρνηθεί να υποστηρίξει την Ελάιντα. «Δεν μπορεί να ξέρεις τι συνέβη εκεί, Ηλαίην», συνέχισε εκείνος. «Η τόση διαφθορά και η φαυλότητα σε κείνο το μέρος έφτασε στην κορυφή, όπως ήταν λογικό. Η γυναίκα που σας έδιωξε καθαιρέθηκε». Κοίταξε τριγύρω και χαμήλωσε τη φωνή, για να μιλήσει με ένα φευγαλέο ψιθύρισμα, παρ’ όλο που δεν ήταν κανείς κοντά για να τους ακούσει. «Σιγανεύχηκε κι εκτελέστηκε». Πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε ένα ήχο που φανέρωνε αηδία. «Δεν ήταν μέρος για σένα. Ή για την Εγκουέν. Δεν είμαι καιρό με τα Τέκνα, αλλά είμαι βέβαιος πως ο ταξίαρχός μου θα μου δώσει άδεια για να συνοδεύσω την αδελφή μου στο σπίτι. Εκεί θα έπρεπε να είσαι, μαζί με τη μητέρα. Πες μου πού είναι η Εγκουέν, και θα φροντίσω να τη φέρουν κι αυτήν στο Κάεμλυν, Θα είστε ασφαλείς εκεί».
Η Νυνάβε ένιωθε παγωμένη. Σιγάνεμα. Κι εκτέλεση. Δεν ήταν ένας τυχαίος θάνατος ή μια αρρώστια. Μπορεί να είχε σκεφτεί την πιθανότητα, αλλά αυτό δεν απάλυνε το σοκ. Αιτία σίγουρα ήταν ο Ραντ. Αν υπήρχε έστω και μια μικρή ελπίδα ότι ο Πύργος δεν θα του αντιτιθόταν, τώρα είχε χαθεί. Η Ηλαίην δεν έδειχνε την παραμικρή έκφραση και τα μάτια της ατένιζαν το κενό.
«Βλέπω ότι τα νέα μου σε αιφνιδίασαν», είπε ο Γκάλαντ χαμηλόφωνα. «Δεν ξέρω πόσο βαθιά σε ανέμιξε αυτή η γυναίκα στις πλεκτάνες της, αλλά τώρα είσαι ελεύθερη. Επέτρεψέ μου να σε μεταφέρω με ασφάλεια στο Κάεμλυν. Δεν είναι ανάγκη να μάθει κανείς ότι είχες πιο στενές σχέσεις μαζί της απ’ όσο οι άλλες κοπέλες που πήγαν εκεί για να μάθουν. Το λέω και για τις δύο σας».
Η Νυνάβε του έδειξε τα δόντια της, ελπίζοντας να έμοιαζε η έκφραση με χαμόγελο. Ήταν ευχάριστο που επιτέλους τη συμπεριλάμβανε και αυτήν. Της ερχόταν να τον χαστουκίσει. Μακάρι μόνο να μην ήταν τόσο ωραίος.
«Θα το σκεφτώ», είπε αργά η Ηλαίην. «Είναι λογικά αυτά που λες, αλλά πρέπει να μου δώσεις χρόνο να σκεφτώ. Πρέπει να σκεφτώ».
Η Νυνάβε την κοίταξε. Ήταν λογικά αυτά που είχε πει ο Γκάλαντ; Η κοπέλα δεν ήξερε τι έλεγε.
«Μπορώ να σου δώσω λίγο χρόνο», είπε εκείνος, «αλλά πρέπει να γίνει γρήγορα, αν είναι να ζητήσω άδεια. Ίσως μας διατάξουν να―»
Ξαφνικά, βρέθηκε δίπλα τους ένας Λευκομανδίτης με τετράγωνο πρόσωπο και μελαχρινά μαλλιά, να χτυπά τον Γκάλαντ στον ώμο και να χαμογελά πλατιά. Ήταν μεγαλύτερος και είχε δύο ίδιους κόμπους στο μανδύα του. «Λοιπόν, νεαρέ Γκάλαντ, δεν μπορείς να μονοπωλείς όλες τις ωραίες γυναίκες. Όλα τα κορίτσια της πόλης αναστενάζουν όταν περνάς, το ίδιο και οι μανάδες τους συνήθως. Σύστησέ με».
Ο Γκάλαντ έκανε προς τα πίσω τον πάγκο για να σηκωθεί όρθιος. «Μου φάνηκε... ότι τις αναγνώρισα από κάπου όπως κατέβαινα, Τρομ. Όμως η γοητεία την οποία νομίζεις ότι διαθέτω δεν επιδρά σ’
αυτήν την κυρία. Δεν με συμπαθεί και νομίζω ότι δεν θα συμπαθούσε κανέναν φίλο μου. Αν έρθεις να γυμναστούμε στο σπαθί το απόγευμα, ίσως μπορέσεις να προσελκύσεις μια-δυο κυρίες».
«Με σένα δίπλα, αποκλείεται», μούγκρισε καλοκάγαθα ο Τρομ. «Και θα προτιμούσα να με σφυροκοπούσε ο πεταλωτής στο κεφάλι παρά να εξασκηθώ μαζί σου». Άφησε όμως τον Γκάλαντ να τον οδηγήσει στην πόρτα, ρίχνοντας μόνο μια ματιά λύπης στις δύο γυναίκες. Φεύγοντας, ο Γκάλαντ τους έριξε μια ματιά, όλο σύγχυση και αβεβαιότητα.
Μόλις χάθηκαν από τα μάτια τους, η Ηλαίην σηκώθηκε. «Νάνα, σε χρειάζομαι πάνω». Η κυρά Τζάρεν εμφανίστηκε από το πουθενά στο πλευρό της, ρωτώντας την αν απόλαυσε το πρωινό της, και η Ηλαίην είπε, «Θέλω αμέσως τον αμαξά και τον υπηρέτη μου. Η Νάνα θα φροντίσει το λογαριασμό». Προτού τελειώσει τη φράση της, είχε ξεκινήσει για τη σκάλα.
Η Νυνάβε την κοίταξε και ύστερα έβγαλε το πουγκί της και πλήρωσε την πανδοχέα, διαβεβαιώνοντάς την ότι η κυρά της τα είχε βρει όλα της αρεσκείας της, ενώ προσπαθούσε να μην δείξει απελπισία για το ύψος του λογαριασμού. Όταν ξεφορτώθηκε την άλλη, έτρεξε στον πάνω όροφο. Η Ηλαίην μάζευε όπως-όπως τα πράγματά τους στα κιβώτια, μαζί και τις ιδρωμένες καμιζόλες που είχαν απλώσει στις άκρες των κρεβατιών για να στεγνώσουν.
«Ηλαίην, τι συμβαίνει;»
«Πρέπει να φύγουμε αμέσως, Νυνάβε. Εδώ και τώρα». Δεν σήκωσε το βλέμμα παρά μόνο όταν είχαν χώσει τα πάντα στα κιβώτια. «Αυτή τη στιγμή, όπου κι αν είναι, ο Γκάλαντ προσπαθεί να ξεδιαλύνει κάτι που ίσως να μην αντιμετώπισε ποτέ άλλοτε. Δύο πράγματα που είναι σωστά, αλλά συγκρούονται μεταξύ τους. Στο μυαλό του σκέφτεται ότι έχει δικαίωμα να με δέσει στο άλογο, αν χρειαστεί, και να με σύρει στη μητέρα, για να την καθησυχάσει από την αγωνία και να με σώσει από το να γίνω Άες Σεντάι, ασχέτως του τι θέλω εγώ. Κι επίσης είναι σωστό να μας καταδώσει ή στους Λευκομανδίτες ή στο στρατό ή και στα δύο. Αυτό λέει ο νόμος στην Αμαδισία κι επίσης ο νόμος των Λευκομανδιτών. Οι Άες Σεντάι εδώ είναι εκτός νόμου, το ίδιο και όσες γυναίκες έχουν εκπαιδευθεί στον Πύργο. Η μητέρα κάποτε είχε συναντήσει τον Άιλρον για να υπογράψουν μια εμπορική συμφωνία, κι έπρεπε να το κάνουν στην Αλτάρα, επειδή η μητέρα δεν μπορούσε να μπει νόμιμα στην Αμαδισία. Αγκάλιασα το σαϊντάρ την ίδια στιγμή που τον είδα, και δεν θα το αφήσω μέχρι να βρεθούμε μακριά του».
«Σίγουρα υπερβάλλεις, Ηλαίην. Αδελφός σου είναι».
«Δεν είναι αδελφός μου!» Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε να βγει αργά. «Είχαμε τον ίδιο πατέρα», είπε με πιο ήρεμη φωνή, «αλλά δεν είναι αδελφός μου. Δεν τον θέλω. Νυνάβε, στο είπα και στο ξανάπα, αλλά δεν λες να το αντιληφθείς. Ο Γκάλαντ κάνει το σωστό. Πάντα. Ποτέ δεν λέει ψέματα. Ακουσες τι είπε σ’ αυτόν εκεί τον Τρομ; Δεν είπε ότι δεν μας ξέρει. Κάθε λέξη του ήταν η αλήθεια. Κάνει το σωστό, όποιον κι αν πληγώνει αυτό, ακόμα και τον ίδιο. Ή εμένα. Πάντα μας μαρτυρούσε για όλα εμένα και τον Γκάγουυν, ακόμα και τον εαυτό του. Αν καταλήξει στη λάθος απόφαση, θα έχουμε Λευκομανδίτες να ενεδρεύουν για μας προτού βγούμε από το χωριό».
Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και της Νυνάβε της κόπηκε η ανάσα. Σίγουρα ο Γκάλαντ δεν θα... Το πρόσωπο της Ηλαίην ήταν αποφασισμένο, έδειχνε ότι ήταν έτοιμη να πολεμήσει.
Η Νυνάβε άνοιξε διστακτικά την πόρτα. Ήταν ο Θομ και ο Τζούιλιν με το χαζό καπέλο του στο χέρι. «Μας ζήτησε η Αρχόντισσά μας;» ρώτησε ο Θομ με έναν τόνο δουλοπρέπειας, αν τυχόν τους άκουγε κανείς.
Εκείνη κατάφερε πάλι να ανασάνει, και χωρίς να τη μέλλει αν την άκουγαν, άνοιξε απότομα διάπλατα την πόρτα. «Μπείτε μέσα!» Είχε βαρεθεί να ανταλλάσσουν ματιές μεταξύ τους κάθε φορά που τους μιλούσε.
Προτού προλάβει να κλείσει την πόρτα, η Ηλαίην είπε, «Θομ, πρέπει να φύγουμε αμέσως». Η αποφασισμένη έκφραση είχε εγκαταλείψει το πρόσωπό της και αγωνία χρωμάτιζε τη φωνή της. «Είναι εδώ ο Γκάλαντ. Σίγουρα θυμάσαι τι τέρας ήταν σαν παιδί. Ε, ίδιος είναι τώρα που μεγάλωσε, κι επίσης έγινε Λευκομανδίτης. Μπορεί να―» Τα λόγια φάνηκαν να σκαλώνουν στο λαιμό της. Κοίταξε τον Θομ, ανοιγοκλείνοντας το στόμα, και είχαν κι οι δυο τα μάτια διάπλατα ανοιχτά.
Ο Θομ σωριάστηκε βαριά σε ένα κιβώτιο, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από την Ηλαίην. «Μου φάνηκε―» Ξερόβηξε τραχιά, για να καθαρίσει το λαιμό του, και συνέχισε. «Μου φάνηκε ότι τον είδα να παρακολουθεί το πανδοχείο. Είδα έναν Λευκομανδίτη. Αλλά έμοιαζε με τον άνδρα που θα γινόταν εκείνο το αγόρι μεγαλώνοντας. Τι να πω, δεν είναι μεγάλη έκπληξη που έγινε και Λευκομανδίτης».
Η Νυνάβε πλησίασε το παράθυρο· η Ηλαίην και ο Θομ δεν έδειξαν να την προσέχουν σχεδόν καθόλου όταν πέρασε ανάμεσά τους. Η κυκλοφορία στο δρόμο είχε αρχίσει να πυκνώνει, αγρότες και κάρα και κάτοικοι του χωριού ανάμεσα σε Λευκομανδίτες και στρατιώτες. Παραπέρα, ένας Λευκομανδίτης καθόταν σε ένα αναποδογυρισμένο βαρέλι, με κείνο το τέλειο πρόσωπο που δεν υπήρχε περίπτωση να το μπερδέψεις με άλλο.
«Μήπως―» Η Ηλαίην ξεροκατάπιε. «Μήπως σε αναγνώρισε;»
«Όχι. Σε δεκαπέντε χρόνια ένας άνδρας αλλάζει πιο πολύ απ’ όσο ένα αγόρι. Ηλαίην, νόμιζα πως είχες ξεχάσει».
«Το θυμήθηκα στο Τάντσικο, Θομ». Με τρεμάμενο χαμόγελο, η Ηλαίην άπλωσε το χέρι και τράβηξε την άκρη του μακριού μουστακιού του. Ο Θομ της ανταπέδωσε ένα εξίσου αβέβαιο χαμόγελο· κρίνοντας από την έκφραση του, αναρωτιόταν αν έπρεπε να πηδήξει από το παράθυρο.
Ο Τζούιλιν έξυνε το κεφάλι του και η Νυνάβε ευχήθηκε να ήξερε τι έλεγαν εκείνοι οι δύο, αλλά είχαν πιο επείγοντα πράγματα μπροστά τους. «Πρέπει να φύγουμε, προτού μας κουβαλήσει ολόκληρο το φυλάκιο. Έτσι που παρακολουθεί, δεν θα είναι εύκολο. Όπως βλέπω τους άλλους πελάτες εδώ, κανείς τους δεν έχει επίσημη άμαξα».
«Η δική μας είναι η μόνη στην αυλή των στάβλων», είπε ο Τζούιλιν. Ο Θομ και η Ηλαίην ακόμα κοιτάζονταν και ήταν φανερό πως δεν είχαν ακούσει λέξη.
Επομένως, δεν θα προστατεύονταν, αν έφευγαν με τα κουρτινάκια κατεβασμένα. Η Νυνάβε θα στοιχημάτιζε ότι ο Γκάλαντ είχε ήδη μάθει πώς ακριβώς είχαν έρθει στη Σιέντα. «Υπάρχει πίσω έξοδος από την αυλή;»
«Μια πόρτα που μόλις χωράμε να περάσουμε ένας-ένας», είπε ξερά ο Τζούιλιν. «Κι από πίσω μονάχα ένα στενοσόκακο. Στο χωριό υπάρχουν μόνο δυο-τρεις δρόμοι αρκετά φαρδιοί για να περάσει η άμαξα». Περιεργάστηκε το κυλινδρικό καπέλο του, γυρίζοντας το στα χέρια του. «Μπορώ να τον ζυγώσω και να του σπάσω το κεφάλι. Αν ήσασταν έτοιμοι, θα μπορούσατε να το σκάσετε μέσα στη φασαρία. Μπορώ να σας προφτάσω στο δρόμο».
Η Νυνάβε ξεφύσηξε δυνατά. «Πώς; Θα έρθεις καλπάζοντας με τον Σκάλκερ; Ακόμα κι αν δεν έπεφτες από τη σέλα προτού κάνεις ένα μίλι, λες να σε άφηναν έστω και να φτάσεις σε άλογο, έχοντας επιτεθεί σε Λευκομανδίτη σε κείνο το δρόμο;» Ο Γκάλαντ ήταν ακόμα έξω στο δρόμο, ο Τρομ είχε έρθει παρέα του και οι δυο τους κουβέντιαζαν ανέμελα. Η Νυνάβε έσκυψε και τράβηξε το μουστάκι του Θομ. «Έχεις τίποτα να πεις; Κάποιο μεγαλοφυές σχέδιο; Όλα εκείνα τα κουτσομπολιά που κρυφάκουγες θα μας βοηθήσουν καθόλου τώρα;»
Εκείνος έφερε το χέρι στο πρόσωπό του και την κοίταξε προσβεβλημένος. «Όχι, εκτός αν νομίζεις ότι μας βοηθάει το ότι ο Άιλρον διεκδικεί μερικά συνοριακά χωριά της Αλτάρας. Μια λωρίδα κατά μήκος όλης της συνοριακής γραμμής, από τη Σαλιντάρ ως το Σο Εμπάν και τη Μόσρα. Βοηθάει καθόλου αυτό, Νυνάβε; Βοηθάει; Που πας να ξεριζώσεις το μουστάκι του άλλου. Κάποιος πρέπει κάποια στιγμή να σου στρίψει το αυτάκι».
«Τι να τη θέλει άραγε ο Αιλρον μια λωρίδα κατά μήκος των συνόρων, Θομ;» ρώτησε η Ηλαίην. Ίσως αυτό της είχε κινήσει το ενδιαφέρον —έμοιαζε να την ενδιαφέρουν όλες οι χαζολεπτομέρειες της πολιτικής και της διπλωματίας― ή ίσως προσπαθούσε να σταματήσει τον καυγά. Στην αρχή όλο προσπαθούσε να εξομαλύνει τις καταστάσεις, προτού αρχίσει να φλερτάρει με τον Θομ.
«Δεν είναι ο Βασιλιάς, παιδί μου». Η φωνή του μαλάκωσε, γι’ αυτήν. «Είναι ο Πέντρον Νάιαλ. Ο Άιλρον συνήθως κάνει ό,τι του λέει, αν κι οι δυο τους προσποιούνται ότι δεν είναι έτσι. Τα περισσότερα από κείνα τα χωριά είναι άδεια εξαιτίας του Πολέμου των Λευκομανδιτών, τις Ταραχές, όπως τις ονομάζουν τα Τέκνα. Ο Νάιαλ ήταν ο στρατηγός εκεί πέρα και αμφιβάλλω αν έπαψε ποτέ να θέλει την Αλτάρα. Αν ελέγχει και τις δύο όχθες του ποταμού, τότε θα μπορεί να ρυθμίσει το εμπόριο μέσω του ποταμού προς το Έμπου Νταρ, και, αν υποτάξει το Έμπου Νταρ, τότε ολόκληρη η Αλτάρα θα πέσει στα χέρια του σιγά-σιγά, σαν σπόροι σιταριού που χύνονται από τρύπα στο σακί».
«Ωραία όλα αυτά», είπε σταθερά η Νυνάβε προτού προλάβουν να ξαναμιλήσουν ο Θομ ή η Ηλαίην. Κάτι απ’ αυτά που είχε πει είχε κεντρίσει τη μνήμη της, αλλά δεν ήξερε τι ήταν. Πάντως δεν είχαν καιρό για διαλέξεις περί των σχέσεων μεταξύ Αμαδισίας και Αλτάρας, τη στιγμή που ο Γκάλαντ και ο Τρομ παρακολουθούσαν από μπροστά το πανδοχείο. Τους το είπε, προσθέτοντας, «Κι εσύ, Τζούιλιν; Εσύ συναναστρέφεσαι με ύποπτους τύπους». Ο ληστοκυνηγός σε κάθε πόλη έψαχνε να βρει τους πορτοφολάδες και τους κλέφτες και τους διαρρήκτες· ισχυριζόταν ότι ήξεραν καλύτερα από τον οποιονδήποτε τι συνέβαινε στ’ αλήθεια. «Υπάρχουν λαθρέμποροι που μπορούμε να δωροδοκήσουμε για να μας βγάλουν έξω, ή... Ξέρεις τι χρειαζόμαστε, άνθρωπέ μου».
«Λίγα πράγματα άκουσα. Οι κλέφτες δεν πολυφαίνονται στην Αμαδισία, Νυνάβε. Εδώ, με την πρώτη σε σημαδεύουν με πυρωμένο σίδερο, με τη δεύτερη σου κόβουν το χέρι και με την τρίτη σε κρεμάνε, είτε έχεις κλέψει το στέμμα του Βασιλιά είτε ένα καρβέλι ψωμί. Δεν υπάρχουν πολλοί κλέφτες σε χωριό τέτοιου μεγέθους, τουλάχιστον που να είναι το κλέψιμο η κανονική δουλειά τους» —ο Θομ περιφρονούσε τους ερασιτέχνες κλέφτες― «και οι περισσότεροι ήθελαν να μιλήσουν μόνο για δύο πράγματα. Για το αν έρχεται στ’ αλήθεια ο Προφήτης στην Αμαδισία, όπως λένε οι φήμες, και αν οι πατέρες του χωριού μετανιώσουν και αφήσουν το περιπλανώμενο θηριοτροφείο να δώσει παράσταση. Η Σιέντα είναι μακριά από τα σύνορα και οι λαθρέμποροι δεν―»
Εκείνη τον έκοψε νιώθοντας μεγάλη ικανοποίηση. «Αυτό είναι! Το θηριοτροφείο!» Οι άλλοι την κοίταξαν σαν να ’χε τρελαθεί.
«Φυσικά», είπε ο Θομ, με άκρως μελιστάλαχτη φωνή. «Θα βάλουμε τον Λούκα να φέρει πίσω τα χοιράλογα, κι εμείς θα το σκάσουμε όσο αυτά θα γκρεμίζουν τον τόπο. Δεν ξέρω τι του έδωσες, Νυνάβε, αλλά μας πέταξε μια πέτρα καθώς φεύγαμε».
Αυτή τη φορά η Νυνάβε του συγχώρεσε το σαρκασμό, επειδή ήταν τόσο ήπιος. Και το ότι δεν είχε μυαλό να καταλάβει ό,τι κι αυτή. «Μπορεί να είναι έτσι, Θομ Μέριλιν, όμως ο αφέντης Λούκα χρειάζεται χορηγό και η Ηλαίην κι εγώ θα γίνουμε οι χορηγοί του. Θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την άμαξα και τα άλογα―» Αυτό την έτσουξε· στους Δύο Ποταμούς έχτιζε κανείς σπίτι με τα λεφτά που είχαν στοιχίσει τα άλογα. «-και να βγούμε κρυφά από πίσω». Άνοιξε το κιβώτιο με τους μεντεσέδες σε σχήμα φύλλου κι άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα ρούχα και στις κουβέρτες και στα κατσαρολικά και σ’ ό,τι άλλο δεν ήθελε να αφήσει πίσω στο κάρο που ήταν γεμάτο βαφές —είχε προσέξει να μην αφήσουν οι άνδρες τίποτα εκτός από την ιπποσκευή — ώσπου τελικά βρήκε τα επίχρυσα κουτιά και τα πουγκιά. «Θομ, εσύ και ο Τζούιλιν θα βγείτε από την πίσω πύλη και θα βρείτε κάρο και άλογα, ό,τι υπάρχει. Θα αγοράσετε εφόδια και θα μας συναντήσετε στο δρόμο προς την κατασκήνωση του Λούκα». Του γέμισε απρόθυμα τη χούφτα χρυσάφι, χωρίς καν να το μετρήσει· δεν ήξερε πόσο θα κόστιζαν αυτά τα πράγματα, και δεν ήθελε να χάσει ο Τζούιλιν χρόνο παζαρεύοντας.
«Υπέροχη ιδέα», είπε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο η Ηλαίην. «Ο Γκάλαντ θα ψάχνει δύο γυναίκες, όχι ένα θίασο από ζώα και ταχυδακτυλουργούς. Και ούτε που θα σκεφτεί ότι ίσως να κατευθυνόμαστε προς την Γκεάλνταν».
Αυτό δεν είχε περάσει από το νου της Νυνάβε. Σκεφτόταν να βάλει τον Λούκα να πάει ίσια στο Δάκρυ. Ήταν σίγουρη ότι ένα τέτοιο θηριοτροφείο, που διέθετε όχι μόνο ζώα αλλά επίσης σαλτιμπάγκους και ταχυδακτυλουργούς, θα έβγαζε χρήματα παντού. Αλλά, αν ερχόταν να τους βρει ο Γκάλαντ, ή αν έστελνε κάποιον, θα ήταν προς τα ανατολικά. Και ίσως του έκοβε αρκετά για να ψάξει ακόμα και μέσα σε θηριοτροφείο· οι άνδρες καμιά φορά έδειχναν μυαλό, συνήθως εκεί που δεν το περίμενες. «Ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα, Ηλαίην». Αγνόησε την αμυδρή γεύση που εμφανίστηκε ξαφνικά στο στόμα της, τη δριμεία μνήμη του βρασμένου γατόχορτου και της κοπανισμένης πικρόριζας.
Ο Θομ κι ο Τζούιλιν φυσικά διαμαρτυρήθηκαν. Όχι για την ιδέα καθαυτή, αλλά επειδή πίστευαν πως αν έμενε ένας από τους δύο μαζί τους, θα τις προστάτευε από τον Γκάλαντ και το πλήθος των Λευκομανδιτών. Δεν έδειχναν να καταλαβαίνουν ότι, αν η κατάσταση κατέληγε σε κάτι τέτοιο, η διαβίβαση θα έφερνε καλύτερο αποτέλεσμα παρά αν έμεναν και οι δύο και είχαν και δέκα βοηθούς. Έδειχναν ακόμα μπερδεμένοι, αλλά η Νυνάβε κατάφερε να τους βγάλει από το δωμάτιο, διατάζοντάς τους αυστηρά, «Και μην τολμήσετε να ξαναγυρίσετε εδώ. Θα σας ανταμώσουμε στο δρόμο».
«Αν αναγκαστούμε να διαβιβάσουμε», είπε χαμηλόφωνα η Ηλαίην όταν έκλεισε η πόρτα, «θα δεις για πότε θα βρούμε μπροστά μας ολόκληρο το φυλάκιο των Λευκομανδιτών, μπορεί και το φυλάκιο του στρατού μαζί. Η Δύναμη δεν μας κάνει άτρωτες. Δυο βέλη φτάνουν».
«θα το αντιμετωπίσουμε όταν προκύψει», της είπε η Νυνάβε. Μακάρι να μην είχαν κάνει την ίδια σκέψη και οι δύο άνδρες. Αν τους είχε περάσει από το νου, τότε πιθανότατα ο ένας θα έμενε πίσω να προσέχει, και μπορεί να κινούσε τις υποψίες του Γκάλαντ, στην περίπτωση που δεν πρόσεχε. Η Νυνάβε ήταν πρόθυμη να δεχθεί τη βοήθειά τους όταν τη χρειαζόταν —της το είχε διδάξει η Ρόντε Μακούρα, παρ’ όλο που ακόμα την τσάτιζε το ότι την είχαν σώσει σαν γατάκι που είχε πέσει σε πηγάδι― αλλά θα τη ζητούσε όταν την έκρινε αναγκαία, όχι πριν.
Πετάχτηκε γρήγορα στο ισόγειο και βρήκε τη κυρά Τζάρεν. Η Αρχόντισσα είχε αλλάξει γνώμη· δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ξανά τόσο σύντομα τη ζέστη και τη σκόνη του ταξιδιού· θα έπαιρνε έναν υπνάκο και δεν θα ήθελε να την ενοχλήσουν, παρά μόνο όταν θα ζητούσε το δείπνο της πολύ αργότερα. Να ένα κέρμα για τη διαμονή μιας ακόμα βραδιάς. Η πανδοχέας έδειξε μεγάλη κατανόηση για την ευαισθησία μιας αριστοκράτισσας και για τις ευμετάβλητες επιθυμίες της. Η Νυνάβε σκέφτηκε ότι η κυρά Τζάρεν θα έδειχνε κατανόηση σχεδόν για όλα εκτός από φόνο, αρκεί να έπαιρνε τα λεφτά της.
Η Νυνάβε άφησε πίσω την παχουλή γυναίκα και στρίμωξε για μια στιγμή μια σερβιτόρα. Μερικές ασημένιες πέννες άλλαξαν χέρια και η κοπελίτσα έτρεξε με την ποδιά της να βρει δυο από κείνα τα βαθιά, πλατιά καπέλα, που, όπως είχε πει η Νυνάβε, έδειχναν τόσο σκιερά και δροσερά· δεν φορούσε τέτοια πράγματα η κυρία της, φυσικά, όμως στην ίδια θα ταίριαζαν μια χαρά.
Όταν ξαναγύρισε στο δωμάτιο, η Ηλαίην είχε βάλει τα επίχρυσα κουτιά μέσα σε μια κουβέρτα μαζί με το κουτί από σκούρο γυαλισμένο ξύλο, το οποίο περιείχε το τερ’ανγκριάλ που είχαν ανακτήσει και το δερμάτινο πουγκί με τη σφραγίδα. Τα χοντρά πουγκιά με τα νομίσματα βρίσκονταν πλάι στα χρήματα της Νυνάβε στο άλλο κρεβάτι. Η Ηλαίην δίπλωσε την κουβέρτα και στερέωσε το δέμα με ένα γερό κορδόνι που πήρε από ένα κιβώτιο. Η Νυνάβε είχε κρατήσει τα πάντα.
Τώρα λυπόταν που τα άφηνε πίσω. Δεν ήταν μόνο τα έξοδα. Όχι μόνο αυτά. Ποτέ κανείς δεν ήξερε τι θα του χρειαζόταν. Για παράδειγμα, τα δυο μάλλινα φορέματα που είχε απλώσει η Ηλαίην στο κρεβάτι της. Δεν ήταν αρκετά κομψά για μια αρχόντισσα, παραήταν κομψά για την υπηρέτρια μιας αρχόντισσας, αλλά, αν τα είχαν αφήσει στο Μαρντέσιν, όπως ήθελε η Ηλαίην, τώρα δεν θα ήξεραν τι να φορέσουν.
Η Νυνάβε γονάτισε κι έψαξε σε ένα άλλο κιβώτιο. Μερικές καμιζόλες και δύο ακόμα μάλλινα φορέματα για να αλλάζουν. Τα δύο τηγάνια από χυτοσίδηρο στη μουσαμαδένια τσάντα ήταν μια χαρά, αλλά παραήταν βαριά και οι άνδρες σίγουρα δεν θα ξεχνούσαν να τα αντικαταστήσουν. Σε ένα καλοφτιαγμένο κουτί με φιλντισένια στολίδια υπήρχαν τα σύνεργα ραπτικής· οι άνδρες δεν θα θυμούνταν να αγοράσουν ούτε καρφίτσα. Το μυαλό της όμως δεν ήταν πλήρως αφοσιωμένο στο ξεδιάλεγμα.
«Ήξερες τον Θομ από παλιά;» ρώτησε με αδιάφορο, όπως έλπισε, τόνο. Κοίταξε την Ηλαίην με την άκρη του ματιού, ενώ έκανε ότι δίπλωνε κάλτσες.
Η κοπέλα έβγαζε τα δικά της ρούχα, αναστενάζοντας για τα μεταξωτά προτού τα αφήσει κατά μέρος. Τώρα είχε παγώσει, με τα χέρια βαθιά σε ένα κιβώτιο, και δεν κοίταζε τη Νυνάβε. «Ήταν Ραψωδός της αυλής στο Κάεμλυν όταν ήμουν παιδί», είπε χαμηλόφωνα.
«Καταλαβαίνω». Όμως δεν καταλάβαινε καθόλου. Πώς ένας άνθρωπος που ήταν ραψωδός της αυλής και διασκέδαζε βασιλιάδες, σχεδόν ισάξιος αριστοκρατών, είχε καταλήξει να γίνει βάρδος που περιπλανιόταν από χωριό σε χωριό;
«Ήταν εραστής της μητέρας όταν πέθανε ο πατέρας». Η Ηλαίην είχε πιάσει πάλι να ξεδιαλέγει, και το είπε τόσο ήρεμα, που η Νυνάβε έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
«Ήταν―»
Η άλλη όμως ακόμα δεν την κοίταζε. «Δεν τον θυμήθηκα παρά μόνο στο Τάντσικο. Ήμουν πολύ μικρή τότε. Τον θυμήθηκα από τα μουστάκια του κι επειδή καθόμουν κοντά και κοίταξα το πρόσωπό του από κάτω, ενώ αυτός απήγγελλε το Μεγάλο Κυνήγι του Κέρατος. Νόμιζε πως το είχα ξαναξεχάσει». Το πρόσωπό της κοκκίνισε λιγάκι. «Είχα ― είχα πιει πολύ κρασί και την άλλη μέρα έκανα ότι δεν θυμόμουν τίποτα».
Η Νυνάβε μπόρεσε μόνο να κουνήσει το κεφάλι. Θυμόταν τη βραδιά που η ανόητη κοπελίτσα είχε παραδοθεί στο κρασί. Τουλάχιστον αυτό δεν το είχε ξανακάνει· ο πονοκέφαλος που ένιωθε το επόμενο πρωί ήταν το καλύτερο αποτρεπτικό. Τώρα καταλάβαινε γιατί η Ηλαίην φερόταν έτσι στον Θομ. Είχε δει το ίδιο πράγμα στους Δύο Ποταμούς μερικές φορές. Μια κοπελίτσα που μόλις είχε τα χρόνια για να θεωρείται γυναίκα. Με ποια άλλη θα σύγκρινε τον εαυτό της παρά με τη μητέρα της; Και μερικές φορές, ποια θα ήταν καλύτερο να ανταγωνιστεί για να αποδείξει ότι ήταν γυναίκα; Συνήθως, η κατάληξη ήταν ότι προσπαθούσε να είναι καλύτερη στα πάντα, από το μαγείρεμα ως το ράψιμο ή ίσως ένα αθώο φλερτ με τον πατέρα της, αλλά στην περίπτωση μιας χήρας, η Νυνάβε είχε δει τη σχεδόν ώριμη κόρη της να γελοιοποιείται προσπαθώντας να τραβήξει τον άνδρα που σκόπευε να παντρευτεί η μητέρα της. Το πρόβλημα ήταν ότι η Νυνάβε δεν είχε ιδέα τι να κάνει γι’ αυτή την ανόητη συμπεριφορά της Ηλαίην. Παρ’ όλο που η Νυνάβε και ο Κύκλος των Γυναικών της είχαν κάνει αρκετά κηρύγματα και δεν είχαν περιοριστεί σ’ αυτά, η Σάρι Αγιέλιν δεν καταστάλαξε παρά μόνο όταν παντρεύτηκε η μητέρα της και βρήκε και η ίδια σύζυγο.
«Φαντάζομαι ότι σου ήταν σαν δεύτερος πατέρας», είπε προσεκτικά η Νυνάβε. Έκανε ότι ήταν αφοσιωμένη στο πακετάρισμα. Ο Θομ πάντως έτσι την έβλεπε. Αυτό εξηγούσε πολλά.
«Δεν τον σκέφτομαι καθόλου έτσι». Η προσοχή της έμοιαζε δοσμένη στο πόσα μεταξωτά μισοφόρια έπρεπε να πάρει, όμως είχε ένα λυπημένο βλέμμα. «Σχεδόν δεν θυμάμαι τον πατέρα μου· ήμουν μωρό όταν πέθανε. Ο Γκάγουυν λέει ότι περνούσε όλο τον καιρό του με τον Γκάλαντ. Η Λίνι προσπάθησε να το καλύψει όσο γινόταν, όμως ξέρω ότι ο πατέρας ποτέ δεν ερχόταν να δει εμένα ή τον Γκάγουυν στο παιδικό δωμάτιο. Θα ερχόταν, το ξέρω αυτό, όταν μεγαλώναμε και θα μπορούσε να μας διδάξει διάφορα πράγματα, όπως έκανε με τον Γκάλαντ. Όμως πέθανε».
Η Νυνάβε ξαναπροσπάθησε. «Τουλάχιστον, ο Θομ στέκεται καλά για τα χρόνια του. Θα είχαμε μπλέξει αν είχε αρθριτικά. Οι γέροι συχνά υποφέρουν απ’ αυτό».
«Ακόμα και τώρα θα μπορούσε να κάνει ανάποδη τούμπα, αν δεν είχε το χωλό πόδι. Και δεν με νοιάζει αν κουτσαίνει. Είναι έξυπνος κι έχει γνώσεις για τον κόσμο. Είναι ευγενικός και νιώθω ασφαλής μαζί του. Νομίζω ότι δεν πρέπει να του το πω. Φτάνει τόσο που προσπαθεί να με προστατεύει».
Η Νυνάβε αναστέναξε και εγκατέλειψε την προσπάθεια. Τουλάχιστον προς το παρόν. Ο Θομ μπορεί να έβλεπε την Ηλαίην σαν κόρη του, όμως, αν αυτή συνέχιζε έτσι, ίσως θυμόταν ότι δεν ήταν κόρη του, και τότε η Ηλαίην θα βρισκόταν σε άσχημη θέση. «Ο Θομ σε συμπαθεί πολύ, Ηλαίην». Ήταν καιρός να αλλάξει κουβέντα. «Είσαι σίγουρη για τον Γκάλαντ; Ηλαίην; Είσαι σίγουρη ότι ο Γκάλαντ μπορεί να μας καταδώσει, Ηλαίην;»
Η άλλη τινάχτηκε και φρόντισε να διώξει την κατσούφικη έκφρασή της. «Ποιος; Ο Γκάλαντ; Είμαι βέβαιη, Νυνάβε. Κι αν μάθει ότι δεν θα τον αφήσουμε να μας πάει στο Κάεμλυν, τότε θα τον διευκολύνουμε να αποφασίσει».
Η Νυνάβε, μουρμουρίζοντας μόνη της, έβγαλε ένα μεταξωτό φόρεμα ιππασίας από το κιβώτιό της. Μερικές φορές της φαινόταν ότι ο Δημιουργός είχε κάνει τους άνδρες μόνο και μόνο για να βάζουν τις γυναίκες σε μπελάδες.