26 Σάλι Ντάερα

Το φωτοστέφανο τη μεγαλοσύνης, γαλάζιο και χρυσό, τρεμόπαιζε ιδιότροπα γύρω από το κεφάλι του Λογκαίν, μολονότι αυτός καθόταν καμπουριασμένος στη σέλα. Η Μιν δεν καταλάβαινε γιατί εμφανιζόταν όλο και πιο συχνά τώρα τελευταία. Ο άνθρωπος δεν έκανε καν τον κόπο να σηκώσει το βλέμμα από τα αγριόχορτα μπροστά στο μαύρο φαρί του, για να κοιτάξει τους χαμηλούς, δασώδεις λόφους που κυμάτιζαν ολόγυρά τους.

Οι άλλες δύο γυναίκες ήταν λίγο πιο μπροστά, η Σιουάν αδέξια όπως πάντα πάνω στη δασύτριχη Μπέλα, η Ληάνε καθοδηγώντας επιδέξια τη σταχτιά φοράδα της περισσότερο με τα γόνατα παρά με τα γκέμια. Μοναδικό σημάδι ότι εδώ υπήρχε κάποτε δρόμος ήταν μια αφύσικα ίσια κορδέλα από φτέρες που ξεπρόβαλλαν από το σκεπασμένο με φύλλα έδαφος του δάσους. Οι δαντελωτές φτέρες ήταν μαραμένες και τα μουχλιασμένα φύλλα άφηναν ξερούς ψιθύρους και τριγμούς κάτω από τις οπλές των αλόγων. Τα πυκνοπλεγμένα κλαριά πρόσφεραν κάποιο καταφύγιο από το μεσημεριάτικο ήλιο, όμως ήταν κάθε άλλο παρά δροσερά. Ο ιδρώτας ξέπλενε το πρόσωπο της Μιν, παρά το περιστασιακό αεράκι που έπνεε από πίσω τους.

Εδώ και δεκαπέντε μέρες προχωρούσαν δυτικά και νότια από το Λάγκαρντ, με μόνο οδηγό την επιμονή της Σιουάν ότι ήξερε ακριβώς πού πήγαιναν. Όχι ότι τους το είχε αποκαλύψει, βεβαίως· η Σιουάν και η Ληάνε είχαν αμπαρώσει τα στόματά τους. Η Μιν δεν ήταν καν σίγουρη αν η Ληάνε ήξερε πράγματι. Δεκαπέντε μέρες, ενώ οι πόλεις και τα χωριά γίνονταν λιγότερα και αραιότερα, ώσπου τελικά δεν είχε μείνει τίποτα. Μέρα με τη μέρα ο Λογκαίν καμπούριαζε περισσότερο και μέρα με τη μέρα το φωτοστέφανο εμφανιζόταν συχνότερα. Στην αρχή, ο Λογκαίν μουρμούριζε ότι κυνηγούσαν τον Φύλακα της Ομίχλης, όμως η Σιουάν είχε επανακτήσει την ηγεσία, καθώς ο Λογκαίν κλεινόταν στον εαυτό του. Τις έξι τελευταίες μέρες δεν είχε καν τη δύναμη να ενδιαφερθεί πού πήγαιναν και πότε επιτέλους θα έφταναν.

Τώρα η Σιουάν και η Ληάνε μιλούσαν χαμηλόφωνα πιο μπροστά. Η Μιν άκουγε μονάχα ένα σχεδόν πνιγμένο μουρμουρητό, που μπορεί και να ’ταν ο άνεμος στις φυλλωσιές. Κι αν προσπαθούσε να τις πλησιάσει, θα της έλεγαν να έχει το νου της στον Λογκαίν, ή απλώς θα την κοίταζαν μέχρι που και ο πιο ηλίθιος άνθρωπος θα καταλάβαινε ότι δεν έπρεπε να φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν. Και τα δύο τα είχαν κάνει αρκετές φορές. Πού και πού όμως η Ληάνε έστριβε στη σέλα για να κοιτάξει τον Λογκαίν.

Τελικά, η Ληάνε άφησε τη Μουνφλάουερ να βραδύνει το βήμα και να έρθει πλάι στο μαύρο επιβήτορα του Λογκαίν. Η ζέστη δεν έδειχνε να τη βασανίζει· ούτε στάλα ιδρώτα δεν χαλούσε το μπρουντζόχρωμο πρόσωπό της. Η Μιν τράβηξε τα γκέμια να παραμερίσει ο Γουάιλντροουζ, για να της κάνει χώρο.

«Φτάνουμε πια», του είπε η Ληάνε με φωνή όλο υποσχέσεις. Εκείνος δεν σήκωσε το βλέμμα από τα χορτάρια μπροστά στο άλογό του. Αυτή έγειρε πιο κοντά, πιάστηκε από το μπράτσο του για να κρατηθεί. Ή μάλλον, έγειρε στο μπράτσο του. «Λίγο ακόμα, Ντάλυν. Θα εκδικηθείς». Τα μάτια του έμειναν νωθρά στο δρόμο.

«Κι ένας νεκρός θα ’δινε μεγαλύτερη σημασία», είπε η Μιν και το εννοούσε. Με το μυαλό της σημείωνε ό,τι έκανε η Ληάνε, και τα βράδια μιλούσε μαζί της, αν και προσπαθούσε να μην καταλάβει η άλλη το λόγο. Δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει το φέρσιμο της Ληάνε —εκτός αν είχα πιει τόσο κρασί, που να μην μπορώ να σκεφτώ καθόλου― όμως μερικές συμβουλές ήταν χρήσιμες. «Μήπως αν τον φιλούσες;»

Η Ληάνε της έριξε μια άγρια ματιά, που θα έκανε ακόμα και χείμαρρο να παγώσει, όμως η Μιν απλώς της αντιγύρισε το βλέμμα. Ποτέ δεν είχε με τη Ληάνε τα προβλήματα που είχε με τη Σιουάν —τουλάχιστον όχι τόσο πολλά― και οι λίγες δυσκολίες είχαν λιγοστέψει κι άλλο από τότε που η άλλη γυναίκα είχε φύγει από τον Πύργο. Ήταν ελάχιστες από τότε που είχαν αρχίσει να συζητούν περί ανδρών. Ήταν δυνατόν να σε φοβίζει μια γυναίκα που σου είχε πει με άκρα σοβαρότητα ότι υπάρχουν εκατόν επτά διαφορετικά φιλιά και ενενήντα τρεις τρόποι για να αγγίξεις το πρόσωπο ενός άνδρα με το χέρι; Η Ληάνε έδειχνε να τα πιστεύει όλα αυτά.

Η Μιν δεν εννοούσε περιπαιχτικά αυτό που είχε πει, την προτροπή για φίλημα. Η Ληάνε του έκανε τα γλυκά μάτια, του έστελνε χαμόγελα που θα τον έκαναν να βγάλει ατμούς από τα αυτιά, κι αυτό είχε αρχίσει από τότε που είχαν αναγκαστεί να τον ξυπνάνε με το ζόρι αντί να σηκώνεται πρώτος, γκρινιάζοντας πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Η Μιν δεν ήξερε αν η Ληάνε ένιωθε πράγματι κάτι γι’ αυτόν τον άνθρωπο —παρ’ όλο που της ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψει αυτό το ενδεχόμενο― ή αν απλώς τον συγκρατούσε από το να γλιστρήσει στην παθητικότητα και στο θάνατο, έτσι ώστε να μείνει ζωντανός για τα όποια σχέδια της Σιουάν.

Η Ληάνε πάντως δεν είχε εγκαταλείψει το φλερτ και με άλλους εκτός του Λογκαίν. Εκείνη και η Σιουάν είχαν κανονίσει τα πράγματα έτσι, ώστε η δεύτερη να ασχολείται με τις γυναίκες, η Ληάνε με τους άνδρες, και αυτό συνεχιζόταν από το Λάγκαρντ και μετά. Με τα χαμόγελα και τις ματιές της, δυο φορές είχαν βρει δωμάτια, ενώ αρχικά ο πανδοχέας είχε πει ότι δεν υπήρχαν ελεύθερα, τους είχαν κάνει χαμηλότερη τιμή σ’ αυτά τα δύο και σε άλλα τρία, και δύο νύχτες είχαν καταφέρει να κοιμηθούν σε αχυρώνα αντί στους θάμνους. Κι επίσης, χάρη σ’ αυτές τις ματιές, μια αγρότισσα τους είχε κυνηγήσει με το δικράνι και μια άλλη τους είχε πετάξει το κρύο πόριτζ που είχε φτιάξει για πρωινό, όμως η Ληάνε θεωρούσε αστεία αυτά τα περιστατικά, αν και οι άλλες δεν συμμερίζονταν τη γνώμη της. Τις τελευταίες μέρες όμως ο Λογκαίν είχε πάψει να αντιδρά όπως όλοι οι άνδρες που την έβλεπαν για πάνω από δύο λεπτά. Είχε σταματήσει να αντιδρά σ’ αυτήν ή σε οτιδήποτε άλλο.

Η Σιουάν έκανε με κόπο την Μπέλα να κόψει το βήμα της, με τους αγκώνες υψωμένους στο πλάι, σαν να ήταν έτοιμη να κατρακυλήσει ανά πάσα στιγμή. Ούτε κι αυτήν την άγγιζε η ζέστη. «Τον είδες σήμερα;» Καλά-καλά δεν γύρισε να κοιτάξει τον Λογκαίν.

«Ακόμα τα ίδια είναι», είπε υπομονετικά η Μιν. Η Σιουάν δεν έλεγε να καταλάβει ή να πιστέψει, όσες φορές κι αν της το έλεγε, ούτε και η Ληάνε. Δεν θα είχε σημασία, αν δεν είχε δει την αύρα από την πρώτη θέαση της στην Ταρ Βάλον. Αν ο Λογκαίν κειτόταν στο δρόμο, αφήνοντας τον επιθανάτιο ρόγχο του, η Μιν θα έβαζε στοίχημα όλα της τα χρήματα ότι θα γιατρευόταν θαυματουργά. Ότι κάποια Άες Σεντάι θα εμφανιζόταν να τον Θεραπεύσει. Ότι κάτι θα γινόταν. Αυτά που έβλεπε ήταν πάντα αληθινά. Πάντα συνέβαιναν. Το ήξερε με τον ίδιο τρόπο που ήξερε την πρώτη φορά που είχε δει τον Ραντ αλ’Θόρ ότι θα τον ερωτευόταν απελπισμένα, τρελά, με τον ίδιο τρόπο που ήξερε ότι θα αναγκαζόταν να τον μοιραστεί με δύο άλλες γυναίκες. Ο Λογκαίν ήταν προορισμένος για μια δόξα που ελάχιστοι άνθρωποι είχαν ονειρευτεί.

«Μη μου μιλάς μ’ αυτόν τον τόνο», είπε η Σιουάν και τα γαλανά μάτια της άστραψαν. «Μας φτάνει που πρέπει να ταΐζουμε με το κουταλάκι αυτόν τον τριχωτό κυπρίνο, δεν θα έχουμε κι εσένα από πάνω να γκρινιάζεις σαν ψαροπούλι το χειμώνα. Εκείνον είμαι υποχρεωμένη να τον ανέχομαι, μικρούλα, αλλά μη μου δυσκολεύεις τη ζωή κι εσύ, γιατί θα το μετανιώσεις πικρά. Έγινα κατανοητή;»

«Ναι, Μάρα». Τουλάχιστον, θα μπορούσες να το πεις σαρκαστικά, σκέφτηκε με περιφρόνηση. Μην είσαι δειλή σαν χήνα. Της Ληάνε της το ξέκοψες κατάμουτρα. Η Ντομανή της είχε προτείνει όσα συζητούσαν να τα εξασκήσει σε έναν πεταλωτή στο τελευταίο χωριό που είχαν περάσει. Ήταν ένας ψηλός ομορφονιός με δυνατά χέρια, που δεν πολυχαμογελούσε, αλλά έστω κι έτσι... «Θα προσπαθήσω να μην γκρινιάζω». Το χειρότερο ήταν πως καταλάβαινε ότι το έλεγε με ειλικρίνεια. Η Σιουάν τέτοια επίδραση ασκούσε πάνω σου. Η Μιν δεν μπορούσε ούτε καν να φανταστεί τη Σιουάν να συζητά πώς να χαμογελά στους άνδρες. Η Σιουάν θα κοιτούσε τον άνδρα κατάματα, θα του έλεγε τι να κάνει και θα περίμενε άμεση υπακοή. Όπως έκανε μ’ όλο τον κόσμο. Αν φερόταν αλλιώς, όπως με τον Λογκαίν, απλώς σήμαινε ότι δεν θεωρούσε το ζήτημα αρκετά σημαντικό για να τον πιέσει.

«Δεν είναι πολύ μακριά, ε;» είπε κοφτά η Ληάνε. Την άλλη φωνή τη φύλαγε για τους άνδρες. «Δε μου αρέσει η όψη του και, αν χρειαστεί να σταματήσουμε πάλι για να περάσουμε τη νύχτα... Το πρωί δε βοηθούσε σχεδόν καθόλου και, αν χειροτερέψει, δεν ξέρω πώς θα μπορέσουμε να τον ξανανεβάσουμε στη σέλα».

«Δεν είναι μακριά, αν είναι σωστές οι τελευταίες οδηγίες που είχα». Η Σιουάν έδειχνε εκνευρισμένη. Είχε ρωτήσει στο τελευταίο εκείνο χωριό, πριν από δυο μέρες —φυσικά, δεν είχε αφήσει τη Μιν να ακούσει· ο Λογκαίν δεν είχε δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον― και δεν της άρεσε να της το θυμίζουν. Η Μιν δεν καταλάβαινε γιατί. Η Σιουάν αποκλείεται να πίστευε ότι η Ελάιντα τις ακολουθούσε.

Κι η ίδια έλπιζε να μην ήταν μακριά. Δεν μπορούσαν να είναι σίγουρες πόσο νότια είχαν κατέβει αφότου είχαν αφήσει το δρόμο προς την Τζεχάνα. Οι περισσότεροι χωρικοί ήξεραν μόνο τις κοντινότερες πόλεις και είχαν αμυδρή μόνο ιδέα για το πού βρισκόταν το χωριό τους σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Όταν όμως η συντροφιά τους είχε διασχίσει τον Μανεθερεντρέλε και είχαν μπει στην Αλτάρα, λίγο προτού τις πάρει η Σιουάν από τον πολυταξιδεμένο δρόμο, εκείνος ο ηλικιωμένος περαματάρης με το ταλαιπωρημένο πρόσωπο μελετούσε για κάποιο λόγο ένα φθαρμένο χάρτη, ένα χάρτη που έδειχνε μέχρι και τα Όρη της Ομίχλης. Και, αν η Μιν δεν έκανε λάθος στην εκτίμηση της, θα έφταναν σε άλλο ένα πλατύ ποτάμι ύστερα από ελάχιστα μίλια. Ή στον Μπερν, που θα σήμαινε ότι βρίσκονταν ήδη στην Γκεάλνταν, όπου υπήρχε ο Προφήτης και οι όχλοι του, ή στον Έλνταρ, με την Αμαδισία και τους Λευκομανδίτες στην αντίπερα όχθη.

Προσωπικά, θα στοιχημάτιζε στην Γκεάλνταν, κι ας ήταν εκεί ο Προφήτης, αλλά ακόμα κι αυτό θα ήταν έκπληξη, αν πράγματι τις πλησίαζαν. Μόνο ένας βλάκας θα περίμενε να βρει σύναξη των Άες Σεντάι τόσο κοντά στην Αμαδισία, και η Σιουάν κάθε άλλο παρά βλάκας ήταν. Είτε βρίσκονταν στην Γκεάλνταν είτε στην Αλτάρα, η Αμαδισία δεν πρέπει να απείχε πολλά μίλια.

«Το ειρήνεμα κάποια στιγμή θα τον επηρέαζε», μουρμούρισε η Σιουάν. «Μακάρι μόνο να αντέξει μερικές μέρες ακόμα...» Η Μιν δεν άνοιξε το στόμα της· αφού η άλλη δεν την άκουγε, δεν είχε νόημα να μιλήσει.

Η Σιουάν κούνησε το κεφάλι και πήρε πάλι το προβάδισμα με την Μπέλα, σφίγγοντας τα γκέμια, σαν να περίμενε ότι η υπομονετική φοράδα θα το έβαζε στα πόδια, και η Ληάνε ξαναπήρε τη βελούδινη φωνή της για να παρηγορήσει τον Λογκαίν. Μπορεί στ’ αλήθεια να έτρεφε συναισθήματα γι’ αυτόν· δεν θα ήταν πιο παράξενο από την επιλογή της Μιν.

Οι δασόφυτοι λόφοι περνούσαν πλάι τους απαράλλαχτοι, όλο δένδρα και χορτάρια κουβαριασμένα μαζί με θάμνους. Οι φτέρες που έδειχναν τον παλιό δρόμο συνέχιζαν να φυτρώνουν ίσια μπροστά σαν πορεία βέλους· η Ληάνε είχε πει ότι το χώμα ήταν αλλιώτικο εκεί που βρισκόταν ο δρόμος, με έναν τόνο σαν να περίμενε ότι η Μιν θα το ήξερε. Μερικές φορές, σκίουροι με φουντωτά αυτιά κοίταζαν την ομάδα και φλυαρούσαν από τα κλαριά και ακούγονταν κελαηδίσματα. Η Μιν δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι πουλιά μπορεί να ήταν. Το Μπάερλον μπορεί να μην ήταν καν πόλη σε σύγκριση με το Κάεμλυν ή με το Δάκρυ, αλλά θεωρούσε τον εαυτό της άνθρωπο της πόλης· τα πουλιά ήταν πουλιά. Και δεν την ένοιαζε σε τι είδους χώμα φυτρώνουν οι φτέρες.

Οι αμφιβολίες της ξανάκαναν την εμφάνισή τους. Είχαν ξεμυτίσει μερικές φορές μετά το Κορ Σπρινγκς, αλλά τότε ήταν ευκολότερο να τις διώξει. Μετά το Λάγκαρντ, ανάβλυζαν πιο συχνά στην επιφάνεια και η Μιν έπιανε τον εαυτό της να μελετά τη Σιουάν με τρόπους που κάποτε δε θα τολμούσε. Όχι ότι είχε το θάρρος να αντιμετωπίσει μ’ αυτούς τη Σιουάν, φυσικά· την πίκραινε που το παραδεχόταν, ακόμα και στον εαυτό της. Ίσως όμως η Σιουάν πραγματικά να ήξερε πού πήγαινε. Μπορούσε να λέει ψέματα, εφόσον το σιγάνεμα την είχε αποδεσμεύσει από τους Τρεις Όρκους. Ίσως να έλπιζε ακόμα ότι, αν συνέχιζε να ψάχνει, θα έβρισκε κάποιο ίχνος αυτού που ήθελε απελπισμένα να εντοπίσει. Με το δικό της τρόπο, που ήταν σίγουρα αλλόκοτος, η Ληάνε είχε αρχίσει να πλάθει τη ζωή της, αφήνοντας κατά μέρος τις έγνοιες της εξουσίας και της Δύναμης και του Ραντ. Όχι ότι τα είχε εγκαταλείψει παντελώς αυτά, όμως, κατά τη γνώμη της Μιν, για τη Σιουάν δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Όλη η ζωή της ήταν ο Λευκός Πύργος και ο Αναγεννημένος Δράκοντας, και θα τα διατηρούσε, ακόμα κι αν χρειαζόταν να πει ψέματα στον εαυτό της.

Η δασώδης περιοχή έδωσε τη θέση της σε ένα μεγάλο χωριό τόσο απότομα, που η Μιν έμεινε να το χαζεύει. Βελανιδιές και στύρακες και καχεκτικά πεύκα —τα δένδρα που ήξερε να αναγνωρίσει― έφταναν πολύ κοντά, ακόμα και στα πενήντα βήματα απόσταση από σπίτια ριζωμένα στους χαμηλούς λόφους, με καλαμοσκεπές, φτιαγμένα από στρογγυλεμένες ποταμίσιες πέτρες. Θα έβαζε στοίχημα ότι πριν από ελάχιστο καιρό το δάσος σκέπαζε όλη αυτή την περιοχή. Μάλιστα, αρκετά δένδρα πετιόνταν, σχηματίζοντας στενές συστάδες ανάμεσα στα σπίτια, στριμώχνονταν στους τοίχους, ενώ πού και πού κάποια κομμένα κούτσουρα στέκονταν μπροστά σε προσόψεις σπιτιών. Οι δρόμοι είχαν ακόμα την όψη της φρεσκοσκαμμένης γης κι όχι τη σκληρή πατημένη επιφάνεια, που ήταν το αποτέλεσμα γενιών περαστικών. Υπήρχαν άνδρες που φορούσαν πουκάμισα και άπλωναν καλαμοσκεπές σε τρεις μεγάλους πέτρινους κύβους που πρέπει να ήταν πανδοχεία —το ένα μάλιστα είχε πάνω από την πόρτα να κρέμεται το λείψανο μιας ξεθωριασμένης, ανεμοδαρμένης ταμπέλας·αλλά, όπου κι αν κοίταξε η Μιν, δεν είδε απομεινάρια από παλιότερες καλαμοσκεπές. Υπήρχαν υπερβολικά πολλές γυναίκες σε σύγκριση με τον αριθμό των ανδρών κι ελάχιστα παιδιά να παίζουν σε σύγκριση με τον αριθμό των γυναικών. Το μοναδικό φυσιολογικό σ’ αυτό το μέρος ήταν η ευωδιά των φαγητών που μαγειρεύονταν.

Αν η πρώτη ματιά ξάφνιασε τη Μιν, όταν είδε τι πραγματικά έβλεπε, παραλίγο θα έπεφτε από τη σέλα. Οι νεότερες γυναίκες, που τίναζαν κουβέρτες από παράθυρα ή έτρεχαν για θελήματα, φορούσαν απλά μάλλινα φορέματα, όμως κανένα χωριό, οποιουδήποτε μεγέθους, δεν είχε ποτέ τόσες γυναίκες με φορέματα ιππασίας από μετάξι ή φίνο μαλλί, σε κάθε πιθανό χρώμα και στυλ. Γύρω απ’ αυτές τις γυναίκες, και γύρω από τους περισσότερους άνδρες, αύρες και εικόνες έπλεαν στο βλέμμα της, αλλάζοντας και τρεμοπαίζοντας· οι περισσότεροι άνθρωποι σπανίως είχαν κάτι να δει, όμως οι Άες Σεντάι και οι Πρόμαχοι σπανίως έμεναν χωρίς αύρα πάνω από μια ώρα. Τα παιδιά πρέπει να ήταν των υπηρετών του Πύργου. Ήταν ελάχιστες οι Άες Σεντάι που παντρεύονταν, όμως η Μιν ήξερε ότι θα κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια για να πάρουν τους υπηρέτες με τις οικογένειές τους από τα μέρη απ’ όπου διέφευγαν και οι ίδιες. Η Σιουάν είχε βρει τη σύναξη που έψαχνε.

Καθώς έμπαιναν στο χωριό, η αταραξία ήταν απόκοσμη. Κανείς δεν μιλούσε. Οι Άες Σεντάι στέκονταν χωρίς να κινούνται, κοιτάζοντάς τις, το ίδιο και οι νεότερες γυναίκες και οι κοπέλες, που πρέπει να ήταν Αποδεχθείσες ή και μαθητευόμενες. Οι άνδρες, που πριν από μια στιγμή κινούνταν με χάρη λύκου, τώρα ήταν ασάλευτοι· άλλοι είχαν το χέρι στα καλάμια, άλλοι μέσα σε πόρτες, αναμφίβολα εκεί που είχαν κρύψει τα όπλα τους. Τα παιδιά εξαφανίστηκαν, καθώς κάποιοι, που πρέπει να ήταν υπηρέτες, τα έπαιρναν βιαστικά. Κάτω απ’ όλα αυτά τα στυλωμένα βλέμματα, η Μιν ένιωσε να ορθώνονται οι τρίχες του λαιμού της.

Η Ληάνε φαινόταν ταραγμένη, ρίχνοντας λοξές ματιές στους ανθρώπους που προσπερνούσαν, αλλά η Σιουάν παρέμεινε γαλήνια και με το πρόσωπο ασυννέφιαστο, καθώς οδηγούσε την ομάδα κατευθείαν στο μεγαλύτερο πανδοχείο, εκείνο με τη δυσανάγνωστη επιγραφή, κατεβαίνοντας με κάποιο κόπο για να δέσει την Μπέλα στο σιδερένιο κρίκο ενός πέτρινου πασσάλου που έμοιαζε να έχει στηθεί εκεί πρόσφατα. Η Μιν βοήθησε τη Ληάνε να κατεβάσει τον Λογκαίν από το άλογο —η Σιουάν δεν άπλωνε το χέρι της να βοηθήσει ούτε να τον ανεβάσουν ούτε να τον κατεβάσουν― και δεν μπορούσε να συγκρατήσει το βλέμμα της που τιναζόταν πέρα-δώθε. Όλοι κοίταζαν, κανένας δεν μιλούσε. «Δεν περίμενα να με προϋπαντήσουν σαν χαμένη θυγατέρα», μουρμούρισε στην άλλη, «όμως γιατί δεν λέει κανείς έστω ένα γεια;»

Προτού προλάβει να απαντήσει η Ληάνε —αν σκόπευε να απαντήσει― η Σιουάν είπε, «Μη σταματάτε να κάνετε κουπί τώρα που είδαμε στεριά. Φέρτε τον». Χώθηκε μέσα στο κτήριο, ενώ η Μιν και η Ληάνε ακόμα οδηγούσαν τον Λογκαίν στην πόρτα. Αυτός προχωρούσε εύκολα, όταν όμως σταμάτησαν να τον σπρώχνουν, έκανε ένα βήμα και σταμάτησε.

Η κοινή αίθουσα δεν έμοιαζε με καμία απ’ όσες είχε δει ποτέ η Μιν. Τα πλατιά τζάκια ήταν κρύα· το γυψωμένο ταβάνι έμοιαζε σάπιο κι είχε τρύπες μεγάλες σαν το κεφάλι της απ’ όπου φαίνονταν τα σανίδια. Αταίριαστα τραπέζια κάθε λογής και μεγέθους ήταν απλωμένα στο τραχύ από τα χρόνια πάτωμα που το σκούπιζαν αρκετές κοπέλες. Γυναίκες με αγέραστα πρόσωπα κάθονταν κι εξέταζαν περγαμηνές, δίνοντας διαταγές σε Προμάχους, μερικοί εκ των οποίων φορούσαν τους μανδύες τους, που άλλαζαν χρώματα, ή σε άλλες γυναίκες, που μερικές πρέπει να ήταν Αποδεχθείσες ή μαθητευόμενες. Υπήρχαν κι άλλες, οι οποίες παραήταν μεγάλες για να είναι ή το ένα ή το άλλο, οι μισές με γκρίζα μαλλιά και φανερά τα σημάδια των γηρατειών, όπως και άνδρες που προφανώς δεν ήταν Πρόμαχοι κι έτρεχαν σαν να μετέφεραν μηνύματα ή έφερναν περγαμηνές ή κύπελλα με κρασί στις Άες Σεντάι. Το σούσουρο έδινε μια ικανοποιητική ατμόσφαιρα εργασίας για κάποιο σκοπό. Αύρες και εικόνες χόρευαν στην αίθουσα, στεφανώνοντας κεφάλια, τόσες πολλές που προσπάθησε να τις αγνοήσει προτού την πνίξουν. Δεν ήταν εύκολο, όμως ήταν ένα κόλπο που είχε αναγκαστεί να μάθει για να το χρησιμοποιεί όταν βρισκόταν κοντά σε πολλές Άες Σεντάι.

Τέσσερις Άες Σεντάι βγήκαν μπροστά για να συναντήσουν τους νεοαφιχθέντες, με κινήσεις όλο κομψότητα και γαλήνη, καθώς φορούσαν φούστες σχιστές για ιππασία. Η Μιν, βλέποντας τα γνώριμα χαρακτηριστικά τους, ένιωσε σαν να έφτανε στο σπίτι της ύστερα από ναυάγιο.

Τα γερτά πράσινα μάτια της Σέριαμ καρφώθηκαν αμέσως στο πρόσωπο της Μιν. Ασημογάλανες ακτίνες άστραφταν γύρω από τα πυρόξανθα μαλλιά της, και ένα μαλακό χρυσό φως· η Μιν δεν ήξερε να πει τι σήμαιναν. Ήταν κάπως παχουλή, φορούσε σκούρο μπλε μετάξι κι αυτή τη στιγμή ήταν η προσωποποίηση της αυστηρότητας. «Θα χαιρόμουν περισσότερο που σε βλέπω, παιδί μου, αν ήξερα πώς ανακάλυψες την παρουσία μας εδώ, και αν είχα κάποια εξήγηση για την κοκορόμυαλη ιδέα που σου κατέβηκε να τον φέρεις εδώ». Πέντ’ έξι Πρόμαχοι είχαν ζυγώσει εκεί, με τα χέρια στις λαβές των σπαθιών τους, τα βλέμματα στυλωμένα στον Λογκαίν· εκείνος δεν έδειχνε να τους βλέπει καν.

Η Μιν έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Γιατί ρωτούσαν αυτήν; «Η κοκορόμυαλη ιδέα μου―» Δεν πρόφτασε να πει τίποτα άλλο.

«Θα ήταν προτιμότερο», τη διέκοψε με παγερό τόνο η χλωμοπρόσωπη Καρλίνυα, «αν ήταν νεκρός, όπως λένε οι φήμες». Δεν ήταν η παγωνιά του θυμού, αλλά της ψυχρής λογικής. Ήταν του Λευκού Άτζα. Το φόρεμά της, που είχε φιλντισένια απόχρωση, έμοιαζε φθαρμένο. Για μια στιγμή, η Μιν είδε την εικόνα ενός κορακιού να αιωρείται πλάι στα μελαχρινά μαλλιά της· περισσότερο έμοιαζε με ζωγραφιά παρά με ζωντανό κοράκι. Της φάνηκε πως ήταν τατουάζ, αλλά δεν καταλάβαινε το νόημά του. Συγκεντρώθηκε στα πρόσωπα, προσπάθησε να μην κοιτάζει τίποτα άλλο. «Εν πάση περιπτώσει, μοιάζει σχεδόν νεκρός», συνέχισε η Καρλίνυα, σχεδόν χωρίς ανάσα. «Ό,τι και να σκεφτόσουν, έκανες άδικο κόπο. Αλλά κι εγώ επίσης θα ήθελα να μάθω πώς έφτασες στο Σαλιντάρ».

Η Σιουάν και η Ληάνε στέκονταν εκεί ανταλλάζοντας αυτάρεσκες, κεφάτες ματιές, ενώ οι Άες Σεντάι συνέχιζαν ακάθεκτες. Δεν τις κοίταζαν καν.

Η Μυρέλ, μελαχρινή και όμορφη μέσα στο πράσινο μεταξωτό φόρεμα της, που στο μπούστο είχε κεντημένες λοξές χρυσές γραμμές, με τέλειο οβάλ πρόσωπο, συνήθως είχε ένα χαμόγελο όλο γνώση που συναγωνιζόταν τα καινούρια κόλπα της Ληάνε. Τώρα όμως δεν χαμογελούσε, καθώς έσπευδε να μιλήσει μετά τη Λευκή αδελφή. «Μίλα πια, Μιν. Μη στέκεσαι χάσκοντας σαν αργόστροφη». Ακόμα και μεταξύ των Πράσινων, διακρινόταν για τον ευέξαπτο χαρακτήρα της.

«Πρέπει να μας πεις», πρόσθεσε η Ανάγια, με κάπως πιο καλοσυνάτη φωνή. Η οποία όμως είχε μια δόση αγανάκτησης. Ήταν γυναίκα με αδρά χαρακτηριστικά και με μητρικό ύφος, παρά τη δροσιά των Άες Σεντάι στο πρόσωπό της, κι εκείνη τη στιγμή έσιαζε τα ανοιχτόγκριζα φουστάνια της, μοιάζοντας με μητέρα που πάσχιζε να μην καταφύγει στην τιμωρία της βέργας. «Θα σου βρούμε μέρος να μείνεις, όπως και για τα δύο άλλα κορίτσια, αλλά πρέπει να μας πεις πώς έφτασες εδώ».

Η Μιν τίναξε το κεφάλι απότομα κι έκλεισε το στόμα. Φυσικά. Τα δύο άλλα κορίτσια. Είχε συνηθίσει την τωρινή εμφάνισή τους και δεν σκεφτόταν πια πόσο είχαν αλλάξει. Αμφέβαλλε αν αυτές εδώ οι γυναίκες είχαν δει τις δυο τους από τότε που τις είχαν κλείσει στα μπουντρούμια του Λευκού Πύργου. Η Ληάνε έμοιαζε έτοιμη να βάλει τα γέλια, και η Σιουάν παραλίγο θα κουνούσε το κεφάλι με αηδία για τις Άες Σεντάι.

«Δεν είμαι εγώ αυτή, στην οποία πρέπει να της μιλήσετε», είπε η Μιν στη Σέριαμ. Έτσι για αλλαγή, ας κοιτάξουν με τέτοιο βλέμμα «τα δύο άλλα κορίτσια». «Ρώτα τη Σιουάν ή τη Ληάνε». Εκείνες την κοίταξαν σαν να ’χε τρελαθεί, ώσπου έκανε νόημα με το κεφάλι στις δύο συντρόφισσές της.

Τέσσερα ζευγάρια μάτια των Άες Σεντάι στράφηκαν στις άλλες, όμως δεν ακολούθησε ακαριαία αναγνώριση. Τις περιεργάστηκαν και συνοφρυώθηκαν και αντάλλαξαν ματιές. Κανένας Πρόμαχος δεν τράβηξε το βλέμμα από τον Λογκαίν ή το χέρι από το σπαθί.

«Ίσως το σιγάνεμα να έχει τέτοιο αποτέλεσμα», μουρμούρισε τελικά η Μυρέλ. «Έχω διαβάσει αναφορές που αυτό αφήνουν να εννοηθεί».

«Τα πρόσωπα μοιάζουν σε πολλά σημεία», είπε αργά η Σέριαμ. «Θα μπορούσε κανείς να βρει γυναίκες που μοιάζουν πολύ με κείνες, γιατί όμως;»

Η Σιουάν και η Ληάνε δεν είχαν πια αυτάρεσκο ύφος. «Είμαστε αυτές που είμαστε», είπε κοφτά η Ληάνε. «Ανακρίνετε μας. Κανένας απατεώνας δεν θα ήξερε ό,τι ξέρουμε».

Η Σιουάν δεν είχε υπομονή για ερωτήσεις. «Μπορεί το πρόσωπό μου να άλλαξε, όμως τουλάχιστον εγώ ξέρω τι κάνω και γιατί. Πάω στοίχημα ότι δεν θα μπορούσα να πω το ίδιο και για σας».

Η Μιν βόγκηξε με το σκληρό τόνο της, όμως η Μυρέλ ένευσε, λέγοντας, «Είναι η φωνή της Σιουάν Σάντσε. Αυτή είναι».

«Και οι φωνές αλλάζουν με την εκπαίδευση», είπε η Καρλίνυα, ακόμα ψύχραιμη και γαλήνια.

«Μα πόσο μπορείς να εκπαιδεύσεις τις αναμνήσεις;» Η Ανάγια έσμιξε τα φρύδια με αυστηρό ύφος. «Σιουάν —αν είσαι εκείνη― στην εικοστή δεύτερη επέτειο του ονοματίσματός σου είχαμε διαφωνήσει, εσύ κι εγώ. Πού συνέβη αυτό και ποια η έκβαση;»

Η Σιουάν χαμογέλασε με αυτοπεποίθηση στη γυναίκα με το μητρικό ύφος. «Σε μια διάλεξη σου προς τις Αποδεχθείσες, σχετικά με το λόγο για τον οποίο τα έθνη που σχηματίστηκαν από την αυτοκρατορία του Άρτουρ του Γερακόφτερου δεν μπόρεσαν να επιβιώσουν μετά το θάνατό του. Ακόμα διαφωνώ μαζί σου σε ορισμένα σημεία, παρεμπιπτόντως. Το αποτέλεσμα ήταν ότι επί δυο μήνες δούλευα τρεις ώρες τη μέρα στα μαγειρεία. “Με την ελπίδα πως η ζέστη θα υπερνικήσει και θα καταβάλει τη φλόγα σου”, αυτό νομίζω ότι είπες».

Αν πίστευε ότι μια απάντηση θα ήταν αρκετή, έκανε λάθος. Η Ανάγια είχε κι άλλες ερωτήσεις, και για τις δύο γυναίκες, το ίδιο επίσης η Καρλίνυα και η Σέριαμ, που κατά τα φαινόμενα ήταν μαθητευόμενες και Αποδεχθείσες μαζί με τις δύο τους. Οι ερωτήσεις αφορούσαν πράγματα που κανένας απατεώνας δεν θα μπορούσε να μάθει· πού είχαν μπλέξει, τι σκανταλιές, πετυχημένες και μη, είχαν κάνει, τι γνώμη επικρατούσε γενικά για διάφορες δασκάλες Άες Σεντάι. Η Μιν δεν μπορούσε να πιστέψει ότι οι γυναίκες που κάποια μέρα θα γίνονταν Έδρα της Άμερλιν και Τηρήτρια των Χρονικών έμπλεκαν σε τόσες αναποδιές, όμως είχε την εντύπωση ότι αυτά που άκουγε ήταν μονάχα η κορυφή ενός θαμμένου βουνού, και, όπως φαινόταν, ούτε και η Σέριαμ ήταν καμιά αθώα περιστερά. Η Μυρέλ, που ήταν κατά πολλά χρόνια νεότερη, περιορίστηκε να σχολιάζει με χαμόγελο, ώσπου η Σιουάν είπε κάτι για την πέστροφα που είχε βάλει κάποια στο μπάνιο της Σαρόγια Σεντάι και για μια μαθητευόμενη που επί μισό χρόνο ήταν τιμωρία για να μάθει να φέρεται. Όχι ότι η Σιουάν μπορούσε να μιλάει αφ’ υψηλού για τη συμπεριφορά άλλων. Ήταν δυνατόν να είχε πλύνει με φαγουρόχορτο τις πουκαμίσες μιας Αποδεχθείσας, την οποία αντιπαθούσε; Να το έσκαγε στα κρυφά από τον Πύργο για να πάει για ψάρεμα; Ακόμα και οι Αποδεχθείσες χρειάζονταν άδεια για να φύγουν από τον περίβολο του Πύργου, με εξαίρεση συγκεκριμένες ώρες. Η Σιουάν και η Ληάνε μαζί είχαν πάρει έναν κουβά νερό, τον είχαν κρυώσει, για να γίνει σχεδόν πάγος, και τον είχαν βάλει να περιλούσει μια Άες Σεντάι που τις είχε δείρει με βέργα, αδίκως κατά τη γνώμη τους. Κρίνοντας από τη λάμψη στα μάτια της Ανάγια, ήταν τυχερές που δεν τις είχαν ανακαλύψει τότε. Σύμφωνα με όσα ήξερε η Μιν για την εκπαίδευση των μαθητευόμενων και των Αποδεχθεισών επίσης, αυτές οι δυο γυναίκες ήταν τυχερές που τους είχαν επιτρέψει να μείνουν αρκετά στον Πύργο για να γίνουν Άες Σεντάι, πόσο μάλλον που δεν είχαν λιώσει τα κόκαλά τους από το ξύλο.

«Είμαι ικανοποιημένη», είπε τελικά η γυναίκα με το μητρικό ύφος, κοιτώντας τις άλλες.

Η Μυρέλ ένευσε, αφού πρώτα έκανε το ίδιο και η Σέριαμ, όμως η Καρλίνυα είπε, «Υπάρχει ακόμα το ερώτημα τι να τις κάνουμε». Κοίταζε κατάματα τη Σιουάν, χωρίς να βλεφαρίζει, και οι άλλες ξαφνικά έδειξαν αμηχανία. Η Μυρέλ σούφρωσε τα χείλη και η Ανάγια άρχισε να περιεργάζεται το πάτωμα. Η Σέριαμ έσιαξε το φόρεμά της και έμοιαζε να αποφεύγει να κοιτάξει τις νεοφερμένες.

«Ακόμα ξέρουμε ό,τι ξέραμε και πριν», είπε η Ληάνε, σμίγοντας ξαφνικά τα φρύδια, σχεδόν ανήσυχα. «Μπορούμε να φανούμε χρήσιμες».

Η Σιουάν είχε σκοτεινό ύφος —η Ληάνε φαινόταν, αν μη τι άλλο, να διασκεδάζει με την εξιστόρηση των νεανικών παραπτωμάτων και τιμωριών της, όμως της Σιουάν δεν της άρεσε καθόλου που τα έλεγε — όμως, παρά τη σχεδόν αγριωπή ματιά της, η φωνή της ήταν ελάχιστα τεταμένη. «Θέλατε να μάθετε πώς σας βρήκαμε. Ήρθα σε επαφή με μία πράκτορά μου, που επίσης δουλεύει για τις Γαλάζιες, και μου είπε για τη Σάλι Ντάερα».

Η Μιν δεν είχε ιδέα για τη Σάλι Ντάερα —ποια ήταν αυτή;― αλλά η Σέριαμ και οι άλλες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους κι ένευσαν. Η Μιν συνειδητοποίησε ότι η Σιουάν δεν είχε πει μόνο πώς τις είχε βρει, αλλά επίσης ότι είχε ακόμα πρόσβαση στους πληροφοριοδότες που την υπηρετούσαν όταν ήταν Αμερλιν.

«Κάθισε από κει, Μιν», είπε η Σέριαμ στη Μιν, δείχνοντας το μόνο τραπέζι που ήταν άδειο, σε μια άκρη. «Ή μήπως είσαι ακόμα η Ελμιντρέντα; Και πάρε κοντά σου τον Λογκαίν». Μαζί με τις άλλες τρεις, μάζεψαν τη Σιουάν και τη Ληάνε και τις οδήγησαν στο βάθος της κοινής αίθουσας. Αλλες δύο γυναίκες με φορέματα ιππασίας πήγαν μαζί τους προτού χαθούν σε μια πρόσφατα κατασκευασμένη πόρτα από απλάνιστες σανίδες.

Η Μιν αναστενάζοντας, έπιασε τον Λογκαίν από το μπράτσο και τον οδήγησε στο τραπέζι, τον έβαλε να καθίσει σε έναν πρόχειρο πάγκο και κάθισε κι αυτή σε μια ετοιμόρροπη καρέκλα με ίσια ράχη. Δύο Πρόμαχοι πήραν θέση εκεί κοντά, στηριγμένοι στον τοίχο. Δεν έδειχναν να παρακολουθούν τον Λογκαίν, όμως η Μιν ήξερε τους Γκαϊντίν· έβλεπαν τα πάντα και μπορούσαν να ξιφουλκήσουν μέσα σε μια στιγμή, ενώ κοιμούνταν.

Άρα δεν θα τις προϋπαντούσαν με ανοιχτή αγκαλιά, ακόμα και τώρα που είχαν αναγνωρίσει τη Σιουάν και τη Ληάνε. Μα, καλά, τι περίμενε; Η Σιουάν και η Ληάνε ήταν οι δύο ισχυρότερες γυναίκες στον Λευκό Πύργο· τώρα δεν ήταν καν Άες Σεντάι. Οι άλλες πιθανότατα δεν ήξεραν πώς να φερθούν απέναντί τους. Και είχαν έρθει παρέα μ’ έναν ειρηνεμένο ψεύτικο Δράκοντα. Η Σιουάν καλά θα έκανε να είχε πραγματικά κάποιο σχέδιο γι’ αυτόν και να μην ήταν ψέμα ή ευχολόγιο. Η Μιν δεν πίστευε ότι η Σέριαμ και οι άλλες θα έδειχναν την υπομονή που είχε δείξει ο Λογκαίν.

Και, τουλάχιστον, η Σέριαμ την είχε αναγνωρίσει. Σηκώθηκε, ίσα για να κοιτάξει μια στιγμή στο δρόμο από ένα παράθυρο. Τα άλογά τους ήταν ακόμα στους πασσάλους, όμως κάποιος από τους Πρόμαχους που δεν κοίταζαν θα την πρόφταινε προτού καν λύσει τα γκέμια του Γουάιλντροουζ. Την τελευταία εκείνη φορά στον Πύργο, η Σιουάν είχε καταβάλει πολύ κόπο για να τη μεταμφιέσει. Άσκοπα, όπως φαινόταν. Απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει η Μιν, πάντως, καμία εκεί δεν ήξερε για τις ενοράσεις της. Η Σιουάν και η Ληάνε το είχαν κρατήσει κρυφό από τις άλλες. Η Μιν θα χαιρόταν αν δεν άλλαζε αυτό. Αν το μάθαιναν αυτές οι Άες Σεντάι, θα την τύλιγαν στα δίχτυα τους, όπως είχε κάνει η Σιουάν, και δεν θα έφτανε ποτέ της στον Ραντ. Και, αν την κρατούσαν εδώ υπό στενή παρακολούθηση, τότε δεν θα μπορούσε να δείξει όσα είχε μάθει από τη Ληάνε.

Ήταν καλό και σημαντικό που είχε βοηθήσει τη Σιουάν να βρει τη σύναξη των Άες Σεντάι, που είχε βοηθήσει Άες Σεντάι να συνδράμουν τον Ραντ, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν είχε προσωπικούς στόχους. Έπρεπε να κάνει τον άνδρα που δεν της είχε ρίξει δεύτερη ματιά να την ερωτευτεί, προτού χάσει τα λογικά του. Ίσως να ήταν κι αυτή τρελή, όσο του έμελλε να τρελαθεί κι εκείνος. «Τότε θα είμαστε ταιριαστό ζευγάρι», μουρμούρισε.

Μια νεαρούλα πρασινομάτα με φακίδες, που πρέπει να ήταν μαθητευόμενη σταμάτησε στο τραπέζι της. «Θα ήθελες κάτι να φας ή να πιεις; Υπάρχει ζαρκάδι σούπα και άγρια αχλάδια. Μπορεί να ’χει και λίγο τυρί». Κόπιαζε τόσο για να μην κοιτάξει τον Λογκαίν, που ήταν σαν να τον χάζευε με γουρλωμένα μάτια.

«Λίγο αχλάδι και τυρί θα ήταν ωραία», της είπε η Μιν. Τις δύο τελευταίες μέρες είχαν πεινάσει· η Σιουάν είχε καταφέρει να πιάσει μερικά ψάρια σ’ ένα ποταμάκι, αλλά κανονικά κυνηγούσε ο Λογκαίν, όταν δεν έτρωγαν σε πανδοχείο ή φάρμα. Κατά τη γνώμη της, τα ξερά φασόλια δεν ήταν φαγητό. «Και λίγο κρασί, αν υπάρχει. Πρώτα όμως θα ήθελα μερικές πληροφορίες. Πού είμαστε, αν δεν είναι μυστικό κι εδώ; Αυτό το χωριό λέγεται Σαλιντάρ;»

«Στην Αλτάρα. Ο Έλνταρ είναι περίπου ένα μίλι στα δυτικά. Η Αμαδισία είναι από την άλλη μεριά». Η κοπέλα μιμήθηκε αποτυχημένα το μυστηριώδες ύφος των Άες Σεντάι. «Πού καλύτερα να κρύψεις Άες Σεντάι παρά στο μέρος που δεν θα έψαχναν ποτέ;»

«Δεν θα έπρεπε να κρυβόμαστε», ξέσπασε μια νεαρή μελαχρινή σγουρομάλλα, σταματώντας μπροστά τους. Η Μιν την αναγνώρισε, ήταν μια Αποδεχθείσα ονόματι Φαολάιν· ήταν από κείνες που θα περίμενε να έχουν μείνει στον Πύργο. Απ’ όσο ήξερε η Μιν, της Φαολάιν δεν της άρεσε κανένας και τίποτα, και συχνά έλεγε ότι θα διάλεγε το Κόκκινο Άτζα, όταν θα γινόταν πλήρης Άες Σεντάι. Μια τέλεια οπαδός της Ελάιντα. «Γιατί ήρθες εδώ; Μ’ αυτόν! Γιατί ήρθε εκείνη;» Η Μιν δεν είχε καμία αμφιβολία ποια εννοούσε. «Είναι δικό της το φταίξιμο που πρέπει να κρυβόμαστε. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι βοήθησε τον Μάζριμ Τάιμ να δραπετεύσει, αλλά, αφού ήρθε εδώ μ’ αυτόν, μπορεί να το έκανε».

«Αρκετά, Φαολάιν», είπε στη στρογγυλοπρόσωπη Αποδεχθείσα μια λεπτή γυναίκα με έναν καταρράχτη μελαχρινών μαλλιών, που έφτανε ως τη μέση της. Η Μιν σαν να θυμόταν αυτή τη γυναίκα με το σκουρόχρυσο μεταξωτό φόρεμα ιππασίας. Εντεσίνα. Κίτρινη, αν δεν έκανε λάθος. «Πήγαινε στις δουλειές σου», είπε η Εντεσίνα. «Κι αν είναι να φέρεις φαγητό, Ταμπίγια, φέρ’ το». Η Εντεσίνα δεν ακολούθησε με το βλέμμα τη μουτρωμένη γονυκλισία της Φαολάιν —η μαθητευόμενη έκανε μια καλύτερη κι έφυγε βιαστικά― αλλά ακούμπησε το χέρι στο κεφάλι του Λογκαίν. Εκείνος, με το βλέμμα στο τραπέζι, δεν φάνηκε να το προσέχει.

Στα μάτια της Μιν ξαφνικά εμφανίστηκε ένα ασημένιο κολάρο, στενό γύρω από το λαιμό της Άες Σεντάι, κι εξίσου απότομα έγινε χίλια κομμάτια. Η Μιν ανατρίχιασε. Δεν της άρεσε να βλέπει εικόνες που είχαν σχέση με τους Σωντσάν. Τουλάχιστον, η Εντεσίνα με κάποιον τρόπο θα δραπέτευε. Ακόμα κι αν η Μιν ήταν διατεθειμένη να φανερωθεί, δεν είχε νόημα να την προειδοποιήσει· δεν θα άλλαζε τίποτα.

«Είναι το ειρήνεμα», είπε ύστερα από μια στιγμή η γυναίκα. «Φαντάζομαι ότι δεν έχει πια τη βούληση να ζήσει. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτόν. Και να μπορούσα, δεν ξέρω αν θα έπρεπε». Η ματιά που έριξε στη Μιν προτού φύγει ήταν κάθε άλλο παρά φιλική.

Μια κομψή, επιβλητική γυναίκα με βυσσινί μεταξωτό φόρεμα κοντοστάθηκε λίγα μέτρα παραπέρα, εξετάζοντας ψυχρά τη Μιν και τον Λογκαίν με ανέκφραστο βλέμμα. Η Κιρούνα ήταν Πράσινη, με αριστοκρατικούς τρόπους· ήταν αδελφή του Βασιλιά του Άραφελ, όπως είχε ακούσει η Μιν, αλλά της είχε φερθεί φιλικά στον Πύργο. Η Μιν χαμογέλασε, όμως εκείνα τα μεγάλα μαύρα μάτια πέρασαν από πάνω της δίχως να την αναγνωρίσουν, και η Κιρούνα βγήκε με λυγερές κινήσεις από το πανδοχείο, και τέσσερις Πρόμαχοι, κάθε λογής άνδρες, που όμως όλοι είχαν εκείνον τον απειλητικό τρόπο να κινούνται, ξαφνικά την ακολούθησαν.

Η Μιν, περιμένοντας το φαγητό της, ευχήθηκε η Σιουάν και η Ληάνε να είχαν τύχει θερμότερης υποδοχής.

Загрузка...