46 Άλλες Μάχες, Άλλα Όπλα

Ο Ραντ, που κοίταζε σμίγοντας τα φρύδια τον Ασμόντιαν να φεύγει και αναρωτιόταν ως ποιο σημείο μπορούσε να τον εμπιστευτεί, ξαφνιάστηκε όταν η Αβιέντα πέταξε κάτω το κύπελλό της, χύνοντας κρασί στα χαλιά. Οι Αελίτες δεν σπαταλούσαν τίποτε πόσιμο, όχι μόνο το νερό.

Κοιτώντας το βρεγμένο σημείο, φάνηκε κι αυτή να ξαφνιάζεται, αλλά μονάχα για μια στιγμή. Αμέσως μετά, έφερε τα χέρια στους γοφούς, έτσι όπως καθόταν, και τον αγριοκοίταξε. «Δηλαδή ο Καρ’α’κάρν θα μπει στην πόλη τη στιγμή που με δυσκολία μπορεί να ανακαθίσει. Είπα ότι ο Καρ’α’κάρν πρέπει να είναι κάτι ανώτερο από τους άλλους ανθρώπους, αλλά δεν ήξερα ότι δεν είναι απλός θνητός».

«Πού είναι τα ρούχα μου, Αβιέντα;»

«Δεν είσαι παρά σάρκα!»

«Τα ρούχα μου;»

«Θυμήσου το τοχ σου, Ραντ αλ’Θόρ. Αφού θυμάμαι εγώ το τζι’ε’τόχ, τότε μπορείς να το θυμηθείς κι εσύ». Ήταν παράξενο αυτό που έλεγε· πιθανότερο ήταν να ανατείλει ο ήλιος τα μεσάνυχτα, παρά να ξεχάσει η Αβιέντα και το παραμικρό ζήτημα που είχε σχέση με το τζι’ε’τόχ.

«Αν συνεχίσεις έτσι», της είπε χαμογελώντας, «θα πιστέψω ότι νοιάζεσαι για μένα».

Το είπε σαν αστείο —μόνο δύο τρόποι υπήρχαν να την αντιμετωπίσει, να αστειευτεί μαζί της ή απλώς να την αγνοήσει· αν λογομαχούσε, ήταν χαμένος― και μάλιστα ήπιο, δεδομένου ότι είχαν περάσει μια νύχτα αγκαλιασμένοι, αλλά τα μάτια της πλάτυναν από την οργή και τράβηξε το φιλντισένιο βραχιόλι, σαν να ’θελε να το βγάλει και να του το πετάξει, «Ο Καρ’α’κάρν είναι τόσο υπεράνω των άλλων που δεν χρειάζεται ρούχα», του είπε με ένταση, «Αν θέλει να βγει, ας βγει γυμνός! Να φέρω τη Σορίλεα και την Μπάιρ; Ή ίσως την Ενάιλα και τη Σομάρα και τη Λαμέλ;»

Αυτός μούδιασε. Απ’ όλες τις Κόρες που του φέρονταν σαν να ήταν ο χαμένος δεκάχρονος γιος τους, η Αβιέντα είχε διαλέξει τις τρεις χειρότερες. Η Λαμέλ μάλιστα του έφερνε σούπα ― δεν είχε ιδέα από μαγειρική, αλλά επέμενε να του φτιάχνει σούπα! «Φέρε όποια θες», της είπε με συγκρατημένη, ανέκφραστη φωνή, «αλλά είμαι ο Καρ’α’κάρν και θα πάω στην πόλη». Με λίγη τύχη, θα έβρισκε τα ρούχα του προτού εκείνη ξαναγύριζε. Η Σομάρα τον έφτανε στο μπόι και αυτή τη στιγμή πρέπει να ήταν δυνατότερή του. Η Μία Δύναμη δεν θα τον βοηθούσε· ακόμα κι αν εμφανιζόταν μπροστά του ο Σαμαήλ, ο Ραντ δεν θα μπορούσε ούτε να αγκαλιάσει το σαϊντίν, πόσο μάλλον να το κρατήσει.

Για μια ατέλειωτη στιγμή εκείνη έμεινε να του ανταποδίδει το βλέμμα, και μετά μάζεψε απότομα το κύπελλο με τις ζωγραφισμένες λεοπαρδάλεις και το ξαναγέμισε από μια λεπτοδουλεμένη ασημένια κανάτα. «Αν μπορέσεις να βρεις τα ρούχα σου και να ντυθείς μόνος σου χωρίς να πέσεις κάτω», του είπε γαλήνια, «τότε μπορείς να φύγεις. Αλλά θα σε συνοδεύσω και, αν κρίνω ότι είσαι αδύναμος και δεν μπορείς να συνεχίσεις, θα ξαναγυρίσεις εδώ, ακόμα κι αν χρειαστεί να σε κουβαλήσει η Σομάρα στην αγκαλιά της».

Αυτός έμεινε να την κοιτάζει, καθώς εκείνη ξάπλωνε στηριγμένη στον αγκώνα της, έσιαζε με προσοχή τα φουστάνια της κι έπινε το κρασί της. Αν της ξανάλεγε για γάμο, μάλλον θα ξανάρχιζε να του τα ψέλνει, αλλά κατά κάποιον τρόπο του φερόταν σαν να ήταν παντρεμένοι. Τουλάχιστον όταν ήταν στα χειρότερά της. Όταν δεν έμοιαζε να υπάρχει η παραμικρή διαφορά ανάμεσα στην Αβιέντα και στην Ενάιλα ή στη Λαμέλ, όταν ήταν αυτές στα χειρότερά τους.

Μουρμουρίζοντας μόνος του, τυλίχτηκε στην κουβέρτα και προσπέρασε την εστία και την Αβιέντα για να πάρει τις μπότες του. Εκεί μέσα υπήρχαν καθαρές διπλωμένες κάλτσες, αλλά τίποτα άλλο. Μπορούσε να φωνάξει κανέναν γκαϊ’σάιν. Και η ιστορία θα διαδιδόταν σ’ ολόκληρο το στρατόπεδο. Και υπήρχε η πιθανότητα ότι τελικά θα έμπλεκαν στην υπόθεση και οι Κόρες· τότε το ερώτημα θα ήταν αν αυτός ήταν ο Καρ’α’κάρν, που έπρεπε να υπακούουν, ή απλώς ο Ραντ αλ’Θόρ, ο οποίος, όπως το έβλεπαν, ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Ένα χαλάκι τυλιγμένο ρολό στο βάθος της σκηνής τράβηξε το βλέμμα του· τα χαλάκια πάντα τα άπλωναν. Μέσα είχε το σπαθί του και γύρω από το θηκάρι ήταν τυλιγμένη η ζώνη με την πόρπη του Δράκοντα.

Σιγοτραγουδώντας, με τα βλέφαρα βαριά, η Αβιέντα έμοιαζε να μισοκοιμάται, καθώς τον έβλεπε να ψάχνει. «Δεν το χρειάζεσαι πια... αυτό». Έβαλε τόση αηδία στη λέξη, που κανείς δεν θα πίστευε ότι η ίδια του είχε δώσει το σπαθί.

«Τι εννοείς;» Υπήρχαν λίγα μόνο σεντούκια στη σκηνή, στολισμένα με σεντέφι ή με μπρούντζινα ποικίλματα, ή, ένα απ’ αυτά, με φύλλα χρυσού. Οι Αελίτες προτιμούσαν να φυλάνε τα πράγματα τυλιγμένα και δεμένα. Κανένα απ’ αυτά δεν περιείχε τα ρούχα του. Το χρυσοστόλιστο σεντούκι, με τα άγνωστα πουλιά και ζώα, είχε σφιχτοδεμένα δερμάτινα σακίδια και μύρισε άρωμα μπαχαρικών όταν σήκωσε το καπάκι.

«Ο Κουλάντιν είναι νεκρός, Ραντ αλ’Θόρ».

Αυτός, ξαφνιασμένος, στάθηκε και την κοίταξε. «Τι λες τώρα;» Υπήρχε περίπτωση να της το είχε πει ο Λαν, Κανένας άλλος δεν το ήξερε. Μα γιατί;

«Κανείς δεν μου το είπε, αν απορείς. Σε ξέρω πια, Ραντ αλ’Θόρ. Κάθε μέρα σε μαθαίνω καλύτερα».

«Δεν σκεφτόμουν κάτι τέτοιο», μούγκρισε αυτός. «Κανείς δεν μπορεί να πει τίποτα». Άρπαξε θυμωμένα το θηκαρωμένο σπαθί και το έσφιξε άβολα παραμάσχαλα, καθώς συνέχιζε το ψάξιμο. Η Αβιέντα σιγόπινε το κρασί της· του Ραντ του φάνηκε ότι έκρυβε ένα χαμόγελο.

Τέλεια κατάσταση. Οι Υψηλοί Άρχοντες του Δακρύου ίδρωναν όταν τους κοίταζε ο Ραντ αλ’Θόρ, οι Καιρχινοί ίσως να του πρόσφεραν το θρόνο τους. Ο μεγαλύτερος Αελίτικος στρατός που είχε δει ποτέ ο κόσμος είχε περάσει το Δρακότειχος υπό τις διαταγές του Καρ’α’κάρν, του αρχηγού των αρχηγών. Τα έθνη έτρεμαν στο άκουσμα του ονόματος του Αναγεννημένου Δράκοντα. Έθνη ολόκληρα! Και, αν δεν έβρισκε τα ρούχα του, για να βγει έξω, θα περίμενε την άδεια από μερικές γυναίκες που νόμιζαν ότι ήξεραν περισσότερα απ’ αυτόν.

Τελικά τα βρήκε, όταν πρόσεξε το χρυσοκέντητο μανικέτι ενός κόκκινου μανικιού να ξεπροβάλλει κάτω από την Αβιέντα. Τόση ώρα καθόταν πάνω τους. Η Αβιέντα γρύλισε ξινά, όταν της ζήτησε να κάνει παραπέρα, αλλά το έκανε. Επιτέλους.

Ως συνήθως, τον παρακολούθησε να ξυρίζεται και να ντύνεται, διαβιβάζοντάς στο νερό του για να ζεσταθεί δίχως σχόλιο —και δίχως να της το ζητήσει― την τρίτη φορά που ο Ραντ κόπηκε και γκρίνιαξε για το κρύο νερό. Στην πραγματικότητα, την τρίτη φορά είχε ανησυχήσει μήπως η Αβιέντα έβλεπε τα ασταθή χέρια του παρά για άλλο λόγο. Μπορείς να συνηθίσεις οτιδήποτε, αν συνεχιστεί πολύ καιρό, σκέφτηκε πικρόχολα.

Εκείνη είδε ότι κουνούσε το κεφάλι του και το παρεξήγησε. «Την Ηλαίην δεν θα την πειράξει αν κοιτάζω, Ραντ αλ’Θόρ».

Κοντοστάθηκε, με μισοδεμένα τα κορδόνια του πουκάμισού του, και την κοίταξε. «Στ’ αλήθεια το πιστεύεις αυτό;»

«Φυσικά. Της ανήκεις, αλλά η όψη σου δεν είναι ιδιοκτησία της».

Αυτός γέλασε σιωπηλά και συνέχισε να δένει τα κορδόνια. Ήταν ευχάριστη αυτή η υπενθύμιση πως αυτό το καινούριο, μυστηριώδες ύφος της έκρυβε άγνοια κι όχι κάτι άλλο. Χαμογέλασε αυτάρεσκα, όταν πια ντύθηκε, ζώστηκε το σπαθί και πήρε το Σωντσανό δόρυ με τις φούντες. Τότε, το χαμόγελο έγινε κάπως βλοσυρό. Το ήθελε ως υπενθύμιση ότι οι Σωντσάν δεν είχαν εξαφανιστεί, αλλά του ξανάφερνε στο νου όλα τις καταστάσεις που έπρεπε να εξισορροπήσει. Τους Καιρχινούς και τους Δακρυνούς, τον Σαμαήλ και τους άλλους Αποδιωγμένους, το Σάιντο και τα έθνη που δεν τον ήξεραν ακόμα, τα έθνη που θα έπρεπε να τον μάθουν πριν από την Τάρμον Γκάι’ντον. Μπροστά σ’ αυτά, το να αντιμετωπίσει την Αβιέντα ήταν απλό.

Οι Κόρες σηκώθηκαν όρθιες ζωηρά, μόλις βγήκε από τη σκηνή με γοργό βήμα, για να κρύψει το τρέμουλο των ποδιών του. Δεν ήταν σίγουρος αν το είχε καταφέρει. Η Αβιέντα έμεινε στο πλευρό του, όχι μόνο σαν να σκόπευε να τον πιάσει, αν έπεφτε, αλλά σαν να περίμενε στα σίγουρα ότι θα έπεφτε. Και η διάθεση του δεν βελτιώθηκε, όταν η Σούλιν, φορώντας τους επιδέσμους σαν καπέλο, κοίταξε ερωτηματικά την Αβιέντα —όχι αυτόν! την Αβιέντα!― και περίμενε το νεύμα της, προτού διατάξει τις Κόρες να ετοιμαστούν για να ξεκινήσουν.

Ο Ασμόντιαν ανηφόρισε το λόφο καβάλα στο μουλάρι του, οδηγώντας τον Τζήντ’εν από τα χαλινάρια. Με κάποιον τρόπο είχε βρει το χρόνο να φορέσει καθαρά ρούχα, όλα από σκουροπράσινο μετάξι. Με τη λευκή δαντέλα να ξεχειλίζει από παντού, φυσικά. Η επίχρυση άρπα κρεμόταν στην πλάτη του, αλλά δεν φορούσε πια το μανδύα βάρδου και δεν έφερε πια το πορφυρό λάβαρο με το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι. Αυτή τη θέση την είχε αναλάβει ένας Καιρχινός πρόσφυγας ονόματι Πέβιν, ένας ανέκφραστος άνδρας με μπαλωμένο σακάκι αγρότη από τραχύ γκρίζο μαλλί, καβάλα σε ένα καφέ μουλάρι, που κανονικά θα έπρεπε να το είχαν αφήσει να βόσκει στην ησυχία του ύστερα από τόσα χρόνια που έσερνε το κάρο. Μια μακριά ουλή, ακόμα κόκκινη, ανηφόριζε στο πλάι του στενού προσώπου του, από το σαγόνι ως τα μαλλιά που αραίωναν.

Ο Πέβιν είχε χάσει τη γυναίκα και την αδελφή του στο λιμό, τον αδελφό του και ένα γιο στον εμφύλιο πόλεμο. Δεν είχε ιδέα σε ποιον Οίκο ανήκαν οι άνδρες που τους είχαν σκοτώσει, ποιον υποστήριζαν για το Θρόνο του Ήλιου. Προσπαθώντας να διαφύγει προς το Άντορ, είχε χάσει και δεύτερο γιο από Αντορίτες στρατιώτες και δεύτερο αδελφό από ληστές, κι επιστρέφοντας είχε χάσει τον τελευταίο γιο του, από δόρυ των Σάιντο, και την κόρη του επίσης, που την είχαν πάρει νομίζοντας τον Πέβιν για νεκρό. Ο άνθρωπος σπανίως μιλούσε, αλλά, απ’ όσο καταλάβαινε ο Ραντ, του είχαν απομείνει τρία πράγματα να πιστεύει. Ο Δράκοντας είχε Αναγεννηθεί. Η Τελευταία Μάχη πλησίαζε. Και, αν παρέμενε κοντά στον Ραντ αλ’Θόρ, θα έβλεπε την εκδίκηση για την οικογένειά του προτού αφανιστεί ο κόσμος. Ο κόσμος σίγουρα θα τελείωνε, αλλά αυτό δεν είχε σημασία, τίποτα δεν είχε σημασία, αρκεί να έβλεπε εκείνη την εκδίκηση. Υποκλίθηκε σιωπηλά στον Ραντ από τη σέλα του, καθώς η φοράδα έφτανε στη ράχη. Το πρόσωπό του ήταν εντελώς ανέκφραστο, αλλά κρατούσε το λάβαρο στητό και έτοιμο.

Ο Ραντ ανέβηκε στη σέλα του Τζήντ’εν και τράβηξε την Αβιέντα πίσω του, χωρίς να την αφήσει να πατήσει στον αναβολέα, μόνο και μόνο για να της δείξει ότι μπορούσε, και κλώτσησε το σταχτί άλογο για να ξεκινήσει προτού αυτή βολευτεί. Η Αβιέντα τον αγκάλιασε από τη μέση και με τα δύο χέρια, μουρμουρίζοντας αλλά όχι και τόσο χαμηλόφωνα· αυτός έπιασε μερικά αποσπάσματα από τη γνώμη της για τον Ραντ αλ’Θόρ και για τον Καρ’α’κάρν επίσης. Δεν τον άφησε καθόλου όμως και ο Ραντ ήταν ευγνώμων γι’ αυτό. Όχι μόνο ήταν ευχάριστο, έτσι που ήταν ακουμπισμένη στην πλάτη του, αλλά επίσης ήταν ευπρόσδεκτο το στήριγμα που του πρόσφερε. Τη στιγμή που η Αβιέντα ανέβαινε στη σέλα, ο Ραντ είχε νιώσει ότι δεν ήξερε αν υψωνόταν αυτή ή αν έπεφτε αυτός. Ευχήθηκε να μην το είχε προσέξει. Ευχήθηκε να μην ήταν αυτός ο λόγος που τον κρατούσε τόσο σφιχτά.

Το πορφυρό λάβαρο με τον πελώριο ασπρόμαυρο δίσκο κυμάτιζε πίσω από τον Πέβιν, καθώς κατέβαιναν το λόφο και προχωρούσαν στις ρηχές κοιλάδες. Ως συνήθως, οι Αελίτες δεν έδιναν μεγάλη σημασία στην ομάδα που περνούσε, παρ’ όλο που το λάβαρο έδειχνε καθαρά ποιος ήταν, όπως βέβαια και η συνοδεία των αρκετών εκατοντάδων Φαρ Ντάραϊς Μάι που τον κύκλωναν και προλάβαιναν δίχως κόπο το ρυθμό του Τζήντ’εν και των μουλαριών. Οι Αελίτες συνέχισαν τις δουλειές τους ανάμεσα στις σκηνές που γέμιζαν τις πλαγιές, με εξαίρεση κάποιες ματιές όταν άκουγαν τον ήχο των οπλών.

Ο Ραντ είχε ξαφνιαστεί ακούγοντας ότι είχαν πιάσει σχεδόν είκοσι χιλιάδες οπαδούς του Κουλάντιν ως αιχμαλώτους — προτού φύγει από τους Δύο Ποταμούς, δεν πίστευε ότι μπορούσαν τόσοι άνθρωποι να είναι μαζεμένοι σε ένα μέρος― αλλά το σοκ ήταν ακόμα πιο μεγάλο όταν τους είδε. Σχημάτιζαν ομάδες σαράντα-πενήντα ατόμων, απλωμένες στις λοφοπλαγιές σαν λάχανα, άνδρες και γυναίκες που κάθονταν γυμνοί στον ήλιο, με κάθε ομάδα υπό το βλέμμα ενός γκαϊ’σάιν, αν υπήρχε κι αυτός ο ένας. Κανείς άλλος δεν τους έδινε σημασία, μολονότι πού και που κάποια μορφή με καντιν’σόρ πλησίαζε μια ομάδα και έστελνε για θελήματα κάποιον άνδρα ή γυναίκα. Όποιον διάλεγαν, πήγαινε τρέχοντας, χωρίς φρουρό, και ο Ραντ είδε αρκετούς να επιστρέφουν για να ξαναπάρουν τη θέση τους. Όσο για τους υπόλοιπους, κάθονταν ήσυχοι, σχεδόν βαριεστημένοι, λες και δεν είχαν κανένα λόγο ή επιθυμία να πάνε κάπου αλλού.

Ίσως θα φορούσαν εξίσου γαλήνια τις λευκές ρόμπες. Αλλά δεν μπορούσε να ξεχάσει πόσο εύκολα οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι είχαν ήδη κουρελιάσει τους δικούς τους νόμους και τα έθιμά τους. Μπορεί ο Κουλάντιν να είχε αρχίσει την παραβίασή τους ή να την είχε διατάξει, αλλά αυτοί τον είχαν ακολουθήσει και τον είχαν υπακούσει.

Καθώς κοιτούσε συνοφρυωμένος τους αιχμαλώτους —είκοσι χιλιάδες και θα έρχονταν κι άλλοι· δεν θα εμπιστευόταν κανέναν τους να τηρήσει το γκαϊ’σάιν― δεν πρόσεξε αμέσως κάτι παράξενο στους υπόλοιπους Αελίτες. Κόρες και άνδρες που έφεραν δόρυ ποτέ άλλοτε δεν φορούσαν τίποτα στο κεφάλι τους εκτός από το σούφα, και ποτέ σε χρώμα που να μην γίνεται ένα με τα βράχια και με τις σκιές, όμως τώρα ο Ραντ έβλεπε άνδρες με έναν πορφυρό στενό κεφαλόδεσμο στο μέτωπό τους. Περίπου ο ένας στους τέσσερις είχε ένα κομμάτι ύφασμα γύρω από το κεφάλι στο ύψος των κροτάφων του, μ’ ένα δίσκο κεντημένο ή ζωγραφισμένο πάνω από τα φρύδια, που έδειχνε δυο ενωμένα δάκρυα, το ένα μαύρο και το άλλο άσπρο. Ίσως το πιο παράξενο ήταν ότι το φορούσαν και οι γκαϊ’σάιν· οι περισσότεροι είχαν σηκωμένες τις κουκούλες, όμως όσοι ήταν ξέσκεποι το είχαν. Και οι αλγκάι’ντ’σισβάι με τα καντιν’σόρ το έβλεπαν και δεν έκαναν τίποτα, είτε φορούσαν κι αυτοί τον κεφαλόδεσμο είτε όχι. Οι γκαϊ’σάιν ποτέ δεν φορούσαν κάτι που το φορούσαν όσοι μπορούσαν να αγγίξουν όπλο. Ποτέ.

«Δεν ξέρω», είπε απότομα η Αβιέντα στην πλάτη του, όταν τη ρώτησε τι σήμαινε αυτό. Ο Ραντ προσπάθησε να ανακαθίσει· στ’ αλήθεια έμοιαζε να τον κρατά πιο σφιχτά απ’ όσο χρειαζόταν. Ύστερα από μια στιγμή, συνέχισε με τόσο μαλακή φωνή, που ο Ραντ αφουγκράστηκε με προσοχή για να την καταλάβει. «Η Μπάιρ απείλησε ότι θα με χτυπήσει, αν το αναφέρω ξανά, και η Σορίλεα με χτύπησε στους ώμους μ’ ένα ραβδί, αλλά νομίζω ότι υπάρχουν κάποιοι που ισχυρίζονται πως είμαστε σισβαϊ’αμάν».

Ο Ραντ άνοιξε το στόμα να ρωτήσει τι σήμαινε αυτό ―ήξερε κάτι λίγες λέξεις της Παλιάς Γλώσσας, τίποτα παραπάνω― όταν η ερμηνεία εμφανίστηκε στην επιφάνεια του μυαλού του. Σισβαϊ’αμάν. Κυριολεκτικά, το δόρυ του Δράκοντα.

«Μερικές φορές», είπε ο Ασμόντιαν, γελώντας πνιχτά, «δύσκολα βλέπεις τη διαφορά ανάμεσα σε σένα και στους εχθρούς σου. Θέλουν να κατακτήσουν τον κόσμο, αλλά φαίνεται ότι εσύ έχεις ήδη κατακτήσει έναν λαό».

Ο Ραντ γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε, ώσπου το γέλιο του Ασμόντιαν χάθηκε κι αυτός, σηκώνοντας τους ώμους αμήχανα, κράτησε πίσω το μουλάρι του μαζί με τον Πέβιν και το λάβαρο. Το πρόβλημα ήταν ότι το όνομα υπαινισσόταν —ήταν κάτι παραπάνω από υπαινιγμός― ιδιοκτησία· κι αυτό, επίσης, ανάβλυζε από τις αναμνήσεις του Λουζ Θέριν. Δεν του φαινόταν δυνατό ότι μπορείς να έχεις στην ιδιοκτησία σου ανθρώπους, αλλά, ακόμα κι αν ήταν, δεν ήθελε τέτοιο πράγμα. Το μόνο που θέλω είναι να τους χρησιμοποιήσω, σκέφτηκε πικρόχολα.

«Βλέπω ότι εσύ δεν το πιστεύεις», είπε πάνω από τον ώμο του. Καμία από τις Κόρες δεν το είχε φορέσει.

Η Αβιέντα δίστασε να απαντήσει, και μετά είπε, «Δεν ξέρω τι να πιστέψω». Μίλησε χαμηλόφωνα όπως πριν, όμως φαινόταν θυμωμένη, και αβέβαια. «Υπάρχουν πολλές πεποιθήσεις και οι Σοφές είναι συχνά βουβές, σαν να μην ξέρουν την αλήθεια. Μερικοί λένε ότι, ακολουθώντας σε, εξιλεωνόμαστε για την αμαρτία των προγόνων μας που... που είχαν αποτύχει στο καθήκον τους απέναντι στις Άες Σεντάι».

Το κόμπιασμα στη φωνή της τον ξάφνιασε· δεν είχε σκεφτεί ποτέ του ότι μπορεί κι αυτή, σαν τους άλλους Αελίτες, να ανησυχούσε σχετικά με αυτό που είχε αποκαλύψει ο Ραντ για το παρελθόν τους. Μπορεί η σωστή λέξη να μην ήταν «ανησυχούσε» αλλά «ντρεπόταν»· η ντροπή ήταν σημαντικό στοιχείο του τζι’ε’τόχ. Ντρέπονταν γι’ αυτό που ήταν κάποτε —οπαδοί της Οδού του Φύλλου― και ταυτοχρόνως ντρέπονταν που είχαν εγκαταλείψει τον όρκο τους σ’ αυτόν.

«Πολλοί έχουν ακούσει αποσπασματικές εκδοχές για την Προφητεία του Ρουίντιαν τώρα πια», συνέχισε η Αβιέντα με πιο συγκρατημένο τόνο, λες και ήξερε την προφητεία προτού αρχίσει να εκπαιδεύεται για να γίνει Σοφή, «αλλά είναι στρεβλές. Ξέρουν ότι θα μας καταστρέψεις...», ο αυτοέλεγχός της χάθηκε για λίγο, όσο για να πάρει μια βαθιά ανάσα, «αλλά πολλοί πιστεύουν ότι θα μας σκοτώσεις όλους σε ατέλειωτους χορούς του δόρατος, σε μια θυσία προκειμένου να εξιλεωθούμε για το αμάρτημα. Άλλοι πιστεύουν ότι η ίδια η μελαγχολία είναι μια δοκιμασία, για να τους ξεσκαρτάρει και να αφήσει το σκληρό πυρήνα για την Τελευταία Μάχη. Άκουσα μάλιστα κάποιους να λένε ότι τώρα το Άελ είναι το όνειρό σου, και, όταν ξυπνήσεις απ’ αυτή τη ζωή, δεν θα υπάρχουμε πια».

Ζοφερές πεποιθήσεις όλες. Άες και δεν έφτανε το ότι είχε αποκαλύψει ένα παρελθόν που θεωρούσαν ότι τους ντρόπιαζε. Ήταν παράξενο που δεν τον είχαν εγκαταλείψει όλοι. Ή που δεν είχαν τρελαθεί. «Τι πιστεύουν οι Σοφές;» ρώτησε, χαμηλόφωνα σαν κι αυτήν.

«Πως ό,τι πρέπει να γίνει, θα γίνει. Θα σώσουμε ό,τι μπορεί να σωθεί, Ραντ αλ’Θόρ. Δεν ελπίζουμε να κάνουμε κάτι περισσότερο».

«Θα σώσουμε». Συμπεριλάμβανε τον εαυτό της μεταξύ των Σοφών, ακριβώς όπως η Εγκουέν και Ηλαίην συμπεριλάμβαναν τον εαυτό τους στις Άες Σεντάι. «Καλά», είπε αυτός με ανάλαφρο τόνο, «φαντάζομαι ότι τουλάχιστον η Σορίλεα πιστεύει ότι θα έπρεπε να μου στρίψει το αυτί. Μάλλον το ίδιο και η Μπάιρ. Κι η Μελαίν στα σίγουρα».

«Μεταξύ άλλων», μουρμούρισε αυτή. Προς απογοήτευσή του, ξεκόλλησε από πάνω του, αν και συνέχισε να κρατιέται από το σακάκι του. «Πιστεύουν πολλά πράγματα που σχεδόν εύχομαι να μην τα πίστευαν».

Αυτός άθελά του χαμογέλασε πλατιά. Άρα η Αβιέντα δεν πίστευε ότι έπρεπε να του στρίψουν το αυτί. Ήταν ευχάριστη η αλλαγή μετά τον τρόπο που είχε ξυπνήσει.

Οι άμαξες του Χάντναν Καντίρ απείχαν περίπου ένα μίλι από τη σκηνή του και ήταν σταθμευμένες κυκλικά σε ένα πλατύ γούβωμα ανάμεσα σε δύο λόφους, όπου τα Σκυλιά της Πέτρας φύλαγαν σκοπιά. Καθώς ο Ραντ περνούσε με το λάβαρο και με τη συνοδεία του, ο Σκοτεινόφιλος με τη σουβλερή μύτη σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε, σκουπίζοντας το πρόσωπό του με το απαραίτητο μαντήλι, φορώντας ένα κρεμ σακάκι, που πάσχιζε να σκεπάσει τον όγκο του. Ήταν εκεί και η Μουαραίν, που εξέταζε την άμαξα στην οποία ήταν δεμένη η τερ’ανγκριάλ-πόρτα κάτω από το μουσαμά, πίσω από τη θέση του οδηγού. Δεν γύρισε καν να δει, παρά μόνο όταν της μίλησε ο Καντίρ. Κρίνοντας από τις χειρονομίες του, ο Καντίρ της πρότεινε να συνοδεύσει τον Ραντ. Φαινόταν μάλιστα να αδημονεί να τη στείλει μαζί του, κι αυτό δεν ήταν διόλου παράξενο. Σίγουρα μέσα του κόμπαζε πως είχε καταφέρει να κρατήσει τόσο καιρό κρυφό το ότι ήταν Σκοτεινόφιλος, αλλά όσο πιο πολλή παρέα έκανε με μια Άες Σεντάι, τόσο μεγάλωνε ο κίνδυνος της αποκάλυψης.

Και, πραγματικά, ο Ραντ είχε ξαφνιαστεί που ο άνθρωπος αυτός ήταν ακόμα εκεί. Οι μισοί τουλάχιστον αμαξάδες που είχαν μπει στην Ερημιά μαζί του, το είχαν σκάσει μετά το Δρακότειχος και τη θέση τους είχαν πάρει Καιρχινοί πρόσφυγες, επιλεγμένοι προσωπικά από τον Ραντ, ο οποίος ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν ανήκαν στη φάρα του Καντίρ. Ο Ραντ κάθε πρωί περίμενε ότι ο άλλος θα είχε εξαφανιστεί, ειδικά αφού είχε διαφύγει και η Ισέντρε. Οι Κόρες είχαν σχεδόν διαλύσει τις άμαξες για να τη βρουν, ενώ ο Καντίρ ίδρωνε τόσο, που είχε αλλάξει τρία μαντήλια. Δεν θα λυπόταν, αν ο Καντίρ το έσκαγε μέσα στη νύχτα. Οι Αελίτες σκοποί είχαν διαταγές να τον αφήσουν να φύγει, αρκεί να μην προσπαθούσε να πάρει μαζί του κάποια από τις πολύτιμες άμαξες της Μουαραίν. Κάθε μέρα γινόταν ολοένα και πιο προφανές ότι αυτές οι άμαξες ήταν ο θησαυρός της, και ο Ραντ θα της τον προστάτευε.

Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του, όμως ο Ασμόντιαν κοίταζε ευθεία μπροστά, αγνοώντας τελείως τις άμαξες. Ισχυριζόταν πως δεν είχε καμία επαφή με τον Καντίρ από τότε που τον είχε αιχμαλωτίσει ο Ραντ, και ο Ραντ πίστευε πως ήταν αλήθεια αυτό. Το σίγουρο ήταν ότι ο έμπορος δεν άφηνε ποτέ τις άμαξές του, και οι Αελίτες φρουροί τον έχαναν από τα μάτια τους μόνο όταν έμπαινε στη δική του άμαξα.

Αντίκρυ στις άμαξες, ο Ραντ τράβηξε τα χαλινάρια σχεδόν ασυναίσθητα. Σίγουρα η Μουαραίν θα ήθελε να τον συνοδεύσει στην Καιρχίν· μπορεί να του είχε ζαλίσει το μυαλό με τα μαθήματά της, αλλά πάντα είχε κάτι ακόμα που ήθελε να του μάθει, και αυτή τη φορά ο Ραντ θα χρειαζόταν την παρουσία και τη συμβουλή της. Αλλά εκείνη απλώς τον κοίταξε για μια ατέλειωτη στιγμή και μετά στράφηκε πάλι στην άμαξα.

Αυτός έσμιξε τα φρύδια και κλώτσησε το άλογό του να ξεκινήσει. Έπρεπε να θυμάται ότι η Μουαραίν είχε κι άλλα πρόβατα να κουρέψει. Είχε γίνει πολύ εύπιστος απέναντι της. Καλά θα έκανε να της δείχνει την επιφυλακτικότητα που έδειχνε και στον Ασμόντιαν.

Μην εμπιστεύεσαι κανέναν, σκέφτηκε σκοτεινά. Για μια στιγμή δεν ήξερε αν ήταν οι δικές του σκέψεις ή του Λουζ Θέριν, κατέληξε όμως στο συμπέρασμα ότι δεν είχε σημασία. Καθένας είχε το στόχο του, τις επιθυμίες του. Καλύτερα να μην εμπιστεύεται κανέναν απόλυτα εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό. Αλλά, αναρωτήθηκε, από τη στιγμή που είχε έναν άλλο άνθρωπο να τρυπώνει στο βάθος του μυαλού του, πώς μπορούσε να εμπιστευτεί τον εαυτό του;

Όρνια γέμιζαν τον ουρανό γύρω από την Καιρχίν, διαγράφοντας ελικοειδείς τροχιές με τα μαύρα φτερά τους. Στο χώμα πετάριζαν ανάμεσα σε σύννεφα από μύγες που βούιζαν, έκρωζαν βραχνά στα στιλπνά κοράκια που προσπαθούσαν να σφετεριστούν τα δικαιώματά τους επί των νεκρών. Εκεί που οι Αελίτες περνούσαν τους γυμνούς λόφους, για να πάρουν τα κουφάρια των νεκρών τους, τα όρνια προχωρούσαν με αδέξια, ατσούμπαλα βήματα κι έσκουζαν, για να διαμαρτυρηθούν, ενώ μετά ξαναβολεύονταν, μόλις οι ζωντανοί απομακρύνονταν σε απόσταση μερικών βημάτων. Τα όρνια και τα κοράκια και οι μύγες μαζί δεν μπορούσαν στ’ αλήθεια να έχουν σκοτεινιάσει το φως του ήλιου, όμως του Ραντ του φάνηκε ότι αυτό είχε συμβεί.

Ο Ραντ, με το στομάχι του να ανακατεύεται, προσπάθησε να μην κοιτάζει, και κλώτσησε τον Τζήντ’εν να κάνει πιο γρήγορα, τόσο, που η Αβιέντα ξαναπιάστηκε από την πλάτη του και οι Κόρες έτρεχαν. Καμία δεν διαμαρτυρήθηκε και ο Ραντ σκέφτηκε πως ο λόγος δεν ήταν το ότι οι Αελίτες μπορούσαν να τρέχουν μ’ αυτό το ρυθμό για ολόκληρες ώρες. Ακόμα και ο Ασμόντιαν έμοιαζε αναστατωμένος. Η έκφραση του Πέβιν δεν άλλαξε, αν και το αστραφτερό λάβαρο που κυμάτιζε από πάνω του έμοιαζε με παρωδία σ’ αυτό το μέρος.

Το θέαμα που τους περίμενε μπροστά δεν ήταν πολύ καλύτερο. Ο Ραντ θυμόταν τα Προπύλαια ως ένα μέρος όλο ζωή και φασαρία, ένα συνονθύλευμα από σοκάκια γεμάτα βουή και χρώματα. Τώρα ήταν μια νεκρή ζώνη από πηχτές στάχτες που κύκλωναν τα τετράγωνα, γκρίζα τείχη της Καιρχίν από τρεις μεριές. Καρβουνιασμένα δοκάρια κείτονταν πεσμένα τυχαία πάνω σε πέτρινα θεμέλια κι εδώ κι εκεί έβλεπες να στέκονται κάποιες καπνισμένες καμινάδες, που μερικές φορές έγερναν ετοιμόρροπες. Σε μερικά σημεία υπήρχε μια καρέκλα που κειτόταν απείραχτη στο χωματόδρομο, ένα μπογαλάκι που είχε πέσει από κάποιον που έτρεχε να φύγει, μια πάνινη κούκλα, όλα σημάδια της ερήμωσης.

Το αεράκι κουνούσε μερικά από τα λάβαρα στους πύργους της πόλης και στα τείχη, εδώ έναν Δράκοντα, που στεκόταν χρυσοκόκκινος σε λευκό φόντο, εκεί τις Ημισελήνους του Δακρύου, λευκές σε χρυσοκόκκινο φόντο. Τα μεσαία φύλλα των Πυλών Τζανγκάι έστεκαν ανοιχτά, τρεις ψηλές αψίδες στην γκρίζα πέτρα, που τις φύλαγαν Δακρυνοί στρατιώτες με κράνη με πλατιά γείσα. Μερικοί ήταν έφιπποι, αλλά οι πιο πολλοί πεζοί, και η ποικιλία των χρωμάτων στα πλατιά μανίκια τους έδειχνε ότι επρόκειτο για στρατιώτες αρκετών αρχόντων.

Ό,τι κι αν είχαν μάθει στην πόλη για τη μάχη που είχε κερδιστεί και για τους Αελίτες συμμάχους που είχαν έρθει να τους σώσουν, η προσέγγιση των πεντακοσίων Φαρ Ντάραϊς Μάι προκάλεσε κάποια αναταραχή. Τα χέρια των στρατιωτών πλησίασαν αβέβαια σε λαβές σπαθιών, σε δόρατα και σε μακριές ασπίδες, σε λόγχες. Μερικοί στρατιώτες έκαναν σαν να ’θελαν να κλείσουν τις πύλες, ενώ κοίταζαν τον αξιωματικό τους, με τα τρία λευκά λοφία στο κράνος του, ο οποίος δίστασε, ενώ στεκόταν στους αναβολείς και σκίαζε τα μάτια του από τον ήλιο για να περιεργαστεί το πορφυρό λάβαρο. Και πιο συγκεκριμένα τον Ραντ.

Ξαφνικά, ο αξιωματικός κάθισε στη σέλα και είπε κάτι που έκανε δυο έφιππους Δακρυνούς να περάσουν τις πύλες και να καλπάσουν στην πόλη. Σχεδόν αμέσως, έκανε νόημα στους άλλους να παραμερίσουν, φωνάζοντας, «Κάντε τόπο για τον Άρχοντα Δράκοντα Ραντ αλ’Θόρ! Το Φως να φωτίζει τον Άρχοντα Δράκοντα! Δόξα στον Άρχοντα Δράκοντα!»

Οι στρατιώτες ακόμα κοίταζαν με μισό μάτι τις Κόρες, αλλά σχημάτισαν σειρές δεξιά κι αριστερά από τις πύλες και υποκλίθηκαν βαθιά καθώς περνούσε ο Ραντ. Η Αβιέντα ξεφύσηξε δυνατά στην πλάτη του, και ξανά όταν αυτός γέλασε. Η Αβιέντα δεν καταλάβαινε, κι εκείνος δεν είχε σκοπό να της εξηγήσει. Αυτό που είχε βρει αστείο ήταν πως, όσο κι αν πάσχιζαν να του φουσκώσουν τα μυαλά οι Δακρυνοί ή οι Καιρχινοί ή όποιοι άλλοι, μπορούσε να βασιστεί στην Αβιέντα και στις Κόρες για να τον συνεφέρουν. Και στην Εγκουέν. Και στη Μουαραίν. Και, βεβαίως, στην Ηλαίην και στη Νυνάβε, αν τις ξανάβλεπε ποτέ του. Τώρα που το σκεφτόταν, αυτό έμοιαζε να είναι το κύριο έργο που είχαν επιλέξει όλες αυτές για τη ζωή τους.

Η πόλη πέρα από τις πύλες τού έκοψε το γέλιο σαν μαχαίρι.

Εδώ οι δρόμοι ήταν πλακοστρωμένοι, μερικοί αρκετά πλατιοί για να χωράνε μια ντουζίνα ή και περισσότερες άμαξες πλάι-πλάι, ίσιοι σαν χαρακιές, που διασταυρώνονταν σχηματίζοντας ορθές γωνίες. Οι λόφοι που έμοιαζαν να κυματίζουν έξω από τα τείχη, εδώ ήταν σκαμμένοι, είχαν βαθμίδες και πρόσοψη επενδυμένη με πέτρα· έμοιαζαν έργο ανθρώπινων χεριών, ακριβώς σαν τα πέτρινα κτήρια με τις αυστηρές ευθείες και τις ορθές γωνίες, σαν τους λαμπρούς πύργους με τις ημιτελείς κορυφές που τις κύκλωναν σκαλωσιές. Άνθρωποι συνωθούνταν στους δρόμους και στα σοκάκια, με μάτια θολά και με μάγουλα βαθουλωμένα, μαζεύονταν κάτω από αυτοσχέδιες τέντες ή κουρελιασμένες κουβέρτες απλωμένες σαν σκηνές, ή απλώς στριμώχνονταν στ’ ανοιχτά, φορώντας τα σκούρα ρούχα που προτιμούσαν οι κάτοικοι της πόλης στην Καιρχίν, τα λαμπερά χρώματα των Προπυλιανών, και τα τραχιά ρούχα των αγροτών και των χωρικών. Ακόμα και οι σκαλωσιές ήταν γεμάτες, σ’ όλα τα επίπεδα ως τις κορυφές τους, όπου το ύψος έκανε τους ανθρώπους να μοιάζουν μικροσκοπικοί. Μόνο το κέντρο των δρόμων έμενε ανοιχτό, καθώς προχωρούσαν ο Ραντ και οι Κόρες, αλλά μόνο για να περάσουν, αφού μετά η λαοθάλασσα έκλεινε γύρω τους.

Αυτό που του είχε κόψει το γέλιο ήταν οι άνθρωποι. Παρ’ όλο που ήταν ταλαιπωρημένοι και κουρελήδες, στριμωγμένοι σαν πρόβατα σε στενό μαντρί, ζητωκραύγαζαν. Δεν είχε ιδέα πού ήξεραν ποιος ήταν, εκτός ίσως αν είχαν ακούσει τις φωνές του αξιωματικού από την πύλη, αλλά ένας βρυχηθμός πετάχτηκε μπροστά του καθώς γυρνούσε στους δρόμους, με τις Κόρες να ανοίγουν δρόμο στο πλήθος. Το μπουμπουνητό έπνιξε όλες τις λέξεις εκτός από κάποιο «Άρχοντα Δράκοντα» πού και πού όταν το φώναζαν πολλοί μαζί, όμως το νόημα ήταν ολοκάθαρο για τους άνδρες και τις γυναίκες που σήκωναν παιδιά να τον δουν, στα μαντίλια και στα πανιά που ανέμιζαν σε όλα τα παράθυρα, στους ανθρώπους που προσπαθούσαν να περάσουν τις Κόρες απλώνοντας τα χέρια.

Δεν έδειχναν να φοβούνται τις Αελίτισσες, τώρα που είχαν την ευκαιρία να αγγίξουν τις μπότες του Ραντ, και οι αριθμοί τους ήταν τέτοιοι, τόση η πίεση των εκατοντάδων που έσπρωχναν τους μπροστινούς τους, ώστε μερικοί κατόρθωσαν να ξεγλιστρήσουν. Πολλοί άγγιξαν τον Ασμόντιαν αντί γι’ αυτόν —έμοιαζε πράγματι με άρχοντα, με τις τόσες δαντέλες του να κρέμονται, και ίσως οι άνθρωποι σκέφτονταν ότι ο Άρχοντας Δράκοντας πρέπει να ήταν πιο μεγάλος στα χρόνια από το παιδαρέλι με το κόκκινο σακάκι― όμως δεν άλλαζε τίποτα. Όποιος κατόρθωνε να αγγίξει μια μπότα ή έναν αναβολέα, ακόμα και του Πέβιν, αποκτούσε μια έκφραση αγαλλίασης στο πρόσωπο και τα χείλη του πρόφεραν «Άρχοντα Δράκοντα» μέσα στην οχλοβοή, ενώ οι Κόρες τον έσπρωχναν πίσω με τις μικρές, στρογγυλές ασπίδες τους.

Κάτι οι αλαλαγμοί και οι επευφημίες από τη μια, κάτι οι έφιπποι που είχε στείλει ο αξιωματικός της πύλης από την άλλη, δεν ήταν έκπληξη όταν εμφανίστηκε ο Μάιλαν, με μια δωδεκάδα ελάσσονες Δακρυνούς άρχοντες ως συνοδεία και με πενήντα Υπερασπιστές της Πέτρας για να του ανοίξουν δρόμο, οι οποίοι ανέμιζαν τις λόγχες από τη βάση τους. Ο Υψηλός Άρχοντας, γκριζομάλλης, σκληροτράχηλος και λεπτός, μ’ ένα φίνο μεταξωτό σακάκι με ρίγες και με μανικέτια από πράσινο σατέν, καθόταν στη σέλα με την άνεση και τη στητή πόζα κάποιου που είχε ανέβει σε άλογο και είχε μάθει να το προστάζει σχεδόν από τότε που μπορούσε να περπατήσει. Δεν έδινε σημασία στον ιδρώτα του προσώπου του, ούτε και στο ενδεχόμενο να ποδοπατούσαν κάποιον οι συνοδοί του. Ήταν και τα δύο ασήμαντες ενοχλήσεις, και ο ιδρώτας πιθανότατα ήταν μεγαλύτερη.

Μεταξύ των άλλων ήταν και ο Εντόριον, το ροδομάγουλο αρχοντόπουλο που είχε έρθει στο Έιανροντ, όχι τόσο παχουλός πια, με το σακάκι του με τις κόκκινες ρίγες να πλέει πάνω του. Ο μόνος άλλος που αναγνώρισε ο Ραντ εκεί ήταν ένας με φαρδιούς ώμους, ντυμένος σε αποχρώσεις του πράσινου· απ’ όσο θυμόταν, του Ρέιμον του άρεσε να χαρτοπαίζει με τον Ματ στην Πέτρα. Οι άλλοι ήταν στην πλειονότητά τους άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας. Ούτε κι εκείνοι έδιναν σημασία στο πλήθος που διέσχιζαν, όπως ο Μάιλαν. Ανάμεσά τους δεν υπήρχε ούτε ένας Καιρχινός.

Οι Κόρες άφησαν τον Μάιλαν να περάσει, όταν ο Ραντ τους έκανε νόημα, αλλά έκλεισαν πίσω του τον κλοιό τους, για να εμποδίσουν τους άλλους, κάτι που στην αρχή ο Υψηλός Άρχοντας δεν το πρόσεξε. Όταν το είδε, τα μάτια του πέταξαν φλόγες από το θυμό. Ο Μάιλαν θύμωνε συχνά, ήταν γεγονός αυτό, από τότε που είχε πρωτοέρθει ο Ραντ στην Πέτρα του Δακρύου.

Η φασαρία άρχισε να καταλαγιάζει με τον ερχομό των Δακρυνών, κι απέμεινε ένα μουντό μουρμουρητό, όταν πια ο Μάιλαν υποκλίθηκε αλύγιστα στον Ραντ από τη σέλα του. Το βλέμμα του στάθηκε στην Αβιέντα και μετά αποφάσισε να την αγνοήσει, όπως προσπαθούσε να αγνοήσει τις Κόρες. «Το Φως να σε φωτίζει, Άρχοντα Δράκοντα. Καλώς όρισες στην Καιρχίν. Οφείλω να ζητήσω συγγνώμη για τους χωρικούς, αλλά δεν ήξερα ότι σκόπευες να μπεις στην πόλη τώρα. Αν το ήξερα, θα τους είχα απομακρύνει. Σκόπευα να ετοιμάσω λαμπρή υποδοχή, που να αρμόζει στον Άρχοντα Δράκοντα».

«Ακριβώς τέτοια μου έκαναν», είπε ο Ραντ και ο άλλος ανοιγόκλεισε τα μάτια.

«Ό,τι πεις, Άρχοντα Δράκοντα». Μετά από μια στιγμή συνέχισε να μιλά, κι ο τόνος του έλεγε ότι δεν είχε καταλάβει. «Αν με συνοδεύσεις στο Βασιλικό Παλάτι, έχω ετοιμάσει ένα μικρό χαιρετισμό. Φοβάμαι πως θα είναι πράγματι μικρός, εφόσον δεν είχα προειδοποίηση από σένα, αλλά κι έτσι θα φροντίσω να―»

«Ό,τι κι αν πρόλαβες να ετοιμάσεις ως αυτή τη στιγμή μου κάνει», τον διέκοψε ο Ραντ και δέχθηκε άλλη μια υπόκλιση κι ένα λεπτό, πανούργο χαμόγελο για απάντηση. Ο Μάιλαν τώρα είχε δουλικό ύφος και σε μια ώρα θα μιλούσε σαν να απευθυνόταν σε κάποιον τόσο ελαφρόμυαλο, που δεν μπορούσε να καταλάβει τα γεγονότα μπροστά στη μύτη του· όμως, κάτω απ’ όλα αυτά, υπήρχε μια περιφρόνηση κι ένα μίσος, το οποίο νόμιζε πως ο Ραντ δεν αντιλαμβανόταν, μολονότι τα συναισθήματα αυτά άστραφταν στα μάτια του. Περιφρόνηση, επειδή ο Ραντ δεν ήταν άρχοντας —δεν ήταν πραγματικός άρχοντας, κατά την άποψη του Μάιλαν, εκ γενετής― και μίσος, επειδή ο Μάιλαν είχε εξουσία ζωής και θανάτου προτού έρθει ο Ραντ, με ελάχιστους ίσους και κανέναν ανώτερο. Άλλο ήταν να πιστεύεις ότι οι Προφητείες του Δράκοντα θα εκπληρώνονταν κάποια μέρα, κι άλλο ήταν να εκπληρωθούν κι έτσι να εξανεμιστεί η εξουσία σου.

Ακολούθησε ένα στιγμιαίο μπέρδεμα, προτού ο Ραντ πει στη Σούλιν να επιτρέψει στους άλλους Δακρυνούς άρχοντες να φέρουν τα άλογά τους πίσω από τον Ασμόντιαν και από το λάβαρο του Πέβιν. Ο Μάιλαν θα ξανάβαζε τους Υπερασπιστές να ανοίξουν δρόμο, όμως ο Ραντ διέταξε κοφτά να ακολουθήσουν τις Κόρες. Οι στρατιώτες υπάκουσαν, με πρόσωπο ανέκφραστο κάτω από το γύρο του κράνους τους, και ο Υψηλός Άρχοντας είχε ένα συγκαταβατικό χαμόγελο. Το χαμόγελο έσβησε, όταν φάνηκε πως τα πλήθη άνοιγαν εύκολα μπροστά από τις Κόρες. Το γεγονός ότι δεν χρειάστηκε να ανοίξουν δρόμο με χτυπήματα το απέδωσε στη φήμη της βαναυσότητας που διέθεταν οι Αελίτες, κι έσμιξε τα φρύδια όταν ο Ραντ δεν του απάντησε. Ο Ραντ παρατήρησε ένα πράγμα: τώρα, που είχε Δακρυνούς μαζί του, δεν υψώθηκαν ξανά επευφημίες.

Το Βασιλικό Παλάτι της Καιρχίν καταλάμβανε τον ψηλότερο λόφο της πόλης, ακριβώς στο κέντρο, τετράγωνο και σκοτεινό και ογκώδες. Μάλιστα, το Παλάτι είχε τόσους ορόφους και τόσες βαθμίδες με πέτρινη πρόσοψη, ώστε δύσκολα θα καταλάβαινε κανείς ότι υπήρχε καν λόφος εκεί. Οι ψηλοί διάδρομοι με τις κιονοστοιχίες και τα μεγάλα, στενά παράθυρα, ψηλά πάνω από το έδαφος, δεν απάλυναν την αυστηρότητά του, ούτε και οι γκρίζοι βαθμιδωτοί πύργοι, που ήταν επακριβώς τοποθετημένοι σε ομόκεντρες πλατείες κατά το αυξανόμενο ύψος. Ο δρόμος έγινε μια μακριά, πλατιά ράμπα, που οδηγούσε σε ψηλές, μπρούντζινες πύλες, και πιο πέρα σε μια πελώρια τετράγωνη αυλή γεμάτη Δακρυνούς στρατιώτες, οι οποίοι στέκονταν σαν αγάλματα με τις λόγχες γερμένες. Αλλοι στρατιώτες στέκονταν πιο ψηλά, σε πέτρινα μπαλκόνια.

Ένα κύμα μουρμουρητών διέτρεξαν τις σειρές τους, όταν εμφανίστηκαν οι Κόρες, αλλά γρήγορα πνίγηκε μέσα στις φωνές που έλεγαν, «Δόξα στον Αναγεννημένο Δράκοντα! Δόξα στον Άρχοντα Δράκοντα και στο Δάκρυ! Δόξα στον Άρχοντα Δράκοντα και στον Υψηλό Άρχοντα Μάιλαν!» Αν έβλεπε κάποιος την έκφραση του Μάιλαν, θα νόμιζε ότι όλο αυτό ήταν αυθόρμητο.

Υπηρέτες με σκούρα ρούχα, οι πρώτοι Καιρχινοί που έβλεπε ο Ραντ στο παλάτι, χίμηξαν έξω με ποικιλμένες χρυσές γαβάθες και με λευκές λινές πετσέτες, καθώς ο Ραντ περνούσε το πόδι πάνω από το ψηλό μπροστάρι της σέλας και κατέβαινε από το άτι του. Ήρθαν κι άλλοι για να πάρουν τα χαλινάρια. Ο Ραντ έπλυνε το πρόσωπο και τα χέρια του με το δροσερό νερό, χρησιμοποιώντας το ως πρόφαση για να αφήσει την Αβιέντα να κατέβει μόνη της. Αν προσπαθούσε να τη βοηθήσει, μάλλον θα έπεφταν και οι δύο ανάσκελα στο πλακόστρωτο.

Δίχως να της το ζητήσει, η Σούλιν διάλεξε είκοσι Κόρες, εκτός από την ίδια, για να τον συνοδεύσουν μέσα. Από τη μια μεριά, ο Ραντ χάρηκε που δεν ήθελε να τον κυκλώσει μ’ όλα τα δόρατά της. Από την άλλη, ευχόταν να μην ήταν η Ενάιλα, η Λαμέλ και η Σομάρα μεταξύ των είκοσι. Οι όλο έγνοια ματιές που του έριξαν —ειδικά η Λαμέλ, μια λεπτή γυναίκα με δυνατό πηγούνι και με σκούρα κόκκινα μαλλιά, σχεδόν είκοσι χρόνια μεγαλύτερή του― τον έκαναν να τρίξει τα δόντια, ενώ προσπαθούσε να χαμογελάσει καθησυχαστικά. Με κάποιον τρόπο, η Αβιέντα πρέπει να είχε καταφέρει να μιλήσει μαζί τους, και με τη Σούλιν, πίσω από την πλάτη του. Ίσως δεν μπορέσω να κάνω κάτι για τις Κόρες, σκέφτηκε βλοσυρά, καθώς επέστρεφε μια λινή πετσέτα σ’ έναν υπηρέτη, αλλά, που να καώ, υπάρχει μια Αελίτισσα που θα μάθει ότι είμαι ο Καρ’α’κάρν!

Οι άλλοι Υψηλοί Άρχοντες τον χαιρέτησαν στην αρχή των πλατιών γκρίζων σκαλοπατιών που ξεκινούσαν από την αυλή· φορούσαν όλοι πολύχρωμα μεταξωτά σακάκια με σατινένιες ρίγες και μπότες δουλεμένες με ασήμι. Ήταν φανερό ότι είχαν μάθει μόνο εκ των υστέρων ότι ο Μάιλαν είχε πάει να τον προϋπαντήσει. Ο Τορέαν, με πρόσωπο που θύμιζε πατάτα, ασυνήθιστα νωθρός για το είδος του ανθρώπου που ήταν, μύρισε βιαστικά ένα αρωματισμένο μαντηλάκι. Ο Γκέγιαμ, που το λαδωμένο γένι του έκανε το κεφάλι του να φαίνεται ακόμα πιο φαλακρό, έσφιξε τις πελώριες γροθιές του και αγριοκοίταξε τον Μάιλαν, ενώ ταυτόχρονα υποκλινόταν στον Ραντ. Η σουβλερή μύτη του Σίμααν έμοιαζε να τρέμει από οργή· ο Μάρακον, που ήταν γαλανομάτης, κάτι σπάνιο για το Δάκρυ, έσφιξε τα λεπτά χείλη του, ώσπου σχεδόν εξαφανίστηκαν· και παρ’ όλο που το στενό πρόσωπο του Χηρν ήταν όλο χαμόγελα, τραβούσε ασυναίσθητα το αυτί του, όπως έκανε όταν ήταν οργισμένος. Μόνο ο Άρακομ, που ήταν λεπτός σαν λεπίδα, δεν έδειχνε εξωτερικά κανένα συναίσθημα, αλλά βέβαια αυτός σχεδόν πάντα έκρυβε και έτρεφε καλά το θυμό του, ώσπου ήταν έτοιμος να κορώσει και να ξεσπάσει.

Δεν μπορούσε να χάσει τέτοια ευκαιρία. Ευχαριστώντας σιωπηλά τη Μουαραίν για τα μαθήματά της —ήταν ευκολότερο να βάλεις τρικλοποδιά σε έναν ηλίθιο παρά να τον ρίξεις κάτω με γροθιά, έλεγε― ο Ραντ έσφιξε με ζέση το παχουλό χεράκι του Τορέαν και χτύπησε τον Γκέγιαμ στην άκρη του χοντρού ώμου του, ανταπέδωσε το χαμόγελο του Χηρν με ένα άλλο που ήταν αρκετά ζεστό για έναν στενό φίλο του και ένευσε σιωπηλά στον Άρακομ με μια ματιά φαινομενικά γεμάτη υπαινιγμούς. Τον Σίμααν και τον Μάρακον σχεδόν τους αγνόησε, έχοντας ρίξει στον καθένα μια ματιά ανέκφραστη και παγερή σαν βαθιά λιμνούλα το χειμώνα.

Αυτό ήταν το μόνο που χρειαζόταν προς το παρόν, αφού πρώτα παρακολούθησε τα βλέμματά τους να στρέφονται εδώ κι εκεί και τα πρόσωπά τους να σκοτεινιάζουν από τις σκέψεις. Έπαιζαν το Ντάες Νταε’μάρ, το Παιχνίδι των Οίκων, ολόκληρη τη ζωή τους και το ότι ήταν από τους Καιρχινούς εκείνους που μπορούσαν να διαβάσουν βιβλία ολόκληρα σ’ ένα ανασηκωμένο φρύδι ή σ’ ένα βήχα, απλώς είχε οξύνει την ευαισθησία τους. Ήξεραν ότι ο Ραντ δεν είχε λόγο να είναι φιλικός απέναντί τους, αλλά έπρεπε να αναρωτηθούν μήπως ένας τέτοιος χαιρετισμός σκόπευε να καλύψει κάτι πραγματικό. Οι πιο ανήσυχοι έμοιαζαν να είναι ο Σίμααν και ο Μάρακον, όμως οι άλλοι κοίταζαν αυτούς τους δύο ίσως ακόμα πιο καχύποπτα απ’ όλους. Ίσως η πραγματική μάσκα να ήταν η ψυχραιμία του. Ή ίσως αυτό ήθελε να σκεφτούν.

Προσωπικά, ο Ραντ σκεφτόταν ότι η Μουαραίν θα ήταν περήφανη γι’ αυτόν, το ίδιο και ο Θομ Μέριλιν. Ακόμα κι αν κανείς απ’ τους επτά δεν συνωμοτούσε εναντίον του αυτή τη στιγμή —σίγουρα, ούτε κι ο Ματ ακόμα δεν θα στοιχημάτιζε γι’ αυτό― οι άνθρωποι σε αυτές τις θέσεις μπορούσαν να κάνουν πολλά για να διαταράξουν αφανώς τα σχέδιά του, και θα το έκαναν, αν όχι για άλλο λόγο, τουλάχιστον από συνήθεια. Ή το είχαν ήδη κάνει. Τώρα, τους είχε ταρακουνήσει. Αν συνέχιζε να το κάνει αυτό, τότε θα άρχιζαν να παρακολουθούν ο ένας τον άλλο, και θα φοβούνταν τόσο μήπως παρακολουθούνταν και οι ίδιοι, ώστε δεν θα του προκαλούσαν μπελάδες. Ίσως μάλιστα έτσι, για αλλαγή, να τον υπάκουγαν αμέσως, δίχως να βρουν εκατό λόγους για τους οποίους τα πράγματα έπρεπε να γίνουν διαφορετικά από αυτό που ήθελε. Ε, ίσως να ζητούσε πολλά.

Η ικανοποίηση του χάθηκε μόλις αντίκρισε το σαρκαστικό χαμόγελο του Ασμόντιαν. Ακόμα χειρότερο ήταν το παγωμένο βλέμμα της Αβιέντα. Η Αβιέντα είχε πάει στην Πέτρα του Δακρύου· ήξερε ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι και γιατί τους είχε στείλει εδώ. Κάνω αυτό που πρέπει να κάνω, σκέφτηκε ξινά κι ευχήθηκε να μην ακουγόταν αυτό σαν δικαιολογία.

«Μέσα», είπε, πιο κοφτά απ’ όσο ήθελε, και οι επτά Υψηλοί Αρχοντες τινάχτηκαν, σαν να ξαναθυμούνταν ξαφνικά ποιος και τι ήταν.

Θέλησαν να κολλήσουν δίπλα του καθώς ανέβαινε τα σκαλιά, όμως, με εξαίρεση τον Μάιλαν για να δείχνει το δρόμο, οι Κόρες απλώς σχημάτισαν ένα συμπαγή κύκλο ολόγυρά του, και οι Υψηλοί Αρχοντες αποτέλεσαν την οπισθοφυλακή μαζί με τον Ασμόντιαν και με τους ελάσσονες άρχοντες. Η Αβιέντα ήταν δίπλα του, φυσικά, και η Σούλιν από την άλλη μεριά, με τη Σομάρα, τη Λαμέλ και την Ενάιλα ακριβώς πίσω του. Μπορούσαν να απλώσουν το χέρι και να τον αγγίξουν χωρίς να το τεντώσουν ολόκληρο. Έριξε μια ματιά όλο κατηγορία στην Αβιέντα κι εκείνη ύψωσε τα φρύδια μ’ ένα τέτοιο ερωτηματικό βλέμμα, που ο Ραντ σχεδόν πίστεψε ότι η Αβιέντα δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτό. Σχεδόν.

Οι διάδρομοι του παλατιού ήταν άδειοι, εξαιρουμένων των υπηρετών με τις σκούρες λιβρέες, που υποκλίνονταν, κατεβάζοντας το στήθος σχεδόν ως τα γόνατα ή έκλιναν το γόνυ εξίσου βαθιά, στο πέρασμά του, αλλά, όταν μπήκε στη Μεγάλη Αίθουσα του Ήλιου, ανακάλυψε ότι οι Καιρχινοί ευγενείς δεν είχαν αποκλειστεί τελείως από το Παλάτι.

«Έρχεται ο Αναγεννημένος Δράκοντας», είπε με επισημότητα ένας ασπρομάλλης λίγο πιο μέσα από τις πελώριες επίχρυσες πόρτες, που ήταν στολισμένες με τον Ανατέλλοντα Ήλιο. Το κόκκινο σακάκι του είχε κεντημένα γαλάζια εξάκτινα άστρα, του ερχόταν κάπως φαρδύ μετά τον καιρό που είχε περάσει στην Καιρχίν, και μαρτυρούσε ότι ήταν ανώτερος υπηρέτης του Οίκου του Μάιλαν. «Υποδεχθείτε τον Άρχοντα Δράκοντα Ραντ αλ’Θόρ! Δόξα στον Άρχοντα Δράκοντα!»

Αμέσως ένας βρυχηθμός γέμισε την αίθουσα ως τον πολύεδρο θόλο του ταβανιού, πενήντα βήματα ψηλότερα. «Υποδεχθείτε τον Άρχοντα Δράκοντα Ραντ αλ’Θόρ! Δόξα στον Άρχοντα Δράκοντα! Το Φως να φωτίζει τον Άρχοντα Δράκοντα!» Η σιωπή που ακολούθησε, έμοιαζε δυο φορές πιο βαριά συγκριτικά.

Ανάμεσα σε ογκώδεις, τετράγωνες κολόνες από μάρμαρο με χοντρές φλέβες σε ένα τόσο βαθύ γαλάζιο χρώμα, σχεδόν μαύρο, στέκοναν περισσότεροι Δακρυνοί απ’ όσους περίμενε ο Ραντ, σειρές από Άρχοντες και Αρχόντισσες της Χώρας, φορώντας τα καλύτερα τους ρούχα, με βελούδινα γεισωτά καπέλα και με σακάκια με φουσκωτά, ριγέ μανίκια, με πολύχρωμες εσθήτες και δαντελένια κολάρα με φρου-φρου και στενά καπέλα με περίπλοκα κεντήματα ή με ραμμένα μαργαριτάρια ή μικρά πετράδια.

Πίσω τους ήταν οι Καιρχινοί, με σκούρα ενδύματα, με εξαίρεση τις διαγώνιες πινελιές χρωμάτων στο στήθος, και στις εσθήτες και στα σακάκια που έφταναν ως το γόνατο. Όσο περισσότερα ήταν τα χρώματα του Οίκου, τόσο ανώτερος ο βαθμός αυτού που τα φορούσε, αλλά άνδρες και γυναίκες με χρώμα από το λαιμό ως τη μέση ή και ακόμα χαμηλότερα στέκονταν πίσω από Δακρυνούς που ήταν φανερά κατώτερων Οίκων και φορούσαν ρούχα κεντημένα με κίτρινη κλωστή αντί για χρυσοκέντητα, και μαλλί αντί για μετάξι. Αρκετοί Καιρχινοί είχαν ξυριστεί και είχαν πουδράρει το μπροστινό μέρος του κεφαλιού πάνω από το μέτωπο· όλοι οι νεαροί.

Οι Δακρυνοί έμοιαζαν να περιμένουν κάτι, αν και ήταν κάπως ταραγμένοι· τα πρόσωπα των Καιρχινών έμοιαζαν σμιλεμένα σε πάγο. Δεν διακρινόταν ποιοι είχαν ζητωκραυγάσει και ποιοι όχι, αλλά ο Ραντ υποψιαζόταν ότι οι περισσότερες φωνές είχαν έρθει από τις μπροστινές σειρές.

«Πολλοί επιθυμούν να σε υπηρετήσουν», μουρμούρισε ο Μάιλαν, καθώς προχωρούσαν στο πάτωμα με τα γαλάζια πλακάκια και το μεγάλο χρυσό μωσαϊκό του Ανατέλλοντος Ηλίου. Τους ακολουθούσε ένα κύμα από σιωπηλές γονυκλισίες και υποκλίσεις.

Ο Ραντ απλώς γρύλισε. Ήθελαν να τον υπηρετήσουν; Δεν χρειαζόταν τη Μουαραίν για να καταλάβει ότι αυτοί οι κατώτεροι ευγενείς έλπιζαν να ανέλθουν με κτήματα που θα αποσπούσαν από την Καιρχίν. Σίγουρα ο Μάιλαν και οι άλλοι έξι είχαν ήδη αφήσει υπαινιγμούς, αν δεν είχαν δώσει υποσχέσεις, για το ποιες περιοχές θα περιέρχονταν σε ποιους.

Στην άλλη άκρη της Μεγάλης Αίθουσας, ο Θρόνος του Ήλιου στεκόταν στο κέντρο ενός μεγάλου βάθρου από βαθυγάλανο μάρμαρο. Ακόμα κι εδώ, υπήρχε το αίσθημα περιορισμού ως χαρακτηριστικό των Καιρχινών. Η μεγάλη πολυθρόνα με τα βαριά μπράτσα λαμπύριζε από τα χρυσά στολίσματα και το χρυσωμένο μετάξι, αλλά με κάποιον τρόπο έμοιαζε να είναι όλη γεμάτη απλές κάθετες γραμμές, εκτός από τον Ανατέλλοντα Ήλιο με τις κυματιστές ακτίνες, που θα βρισκόταν πάνω από το κεφάλι όποιου καθόταν εκεί.

Ο Ραντ, πολύ προτού φτάσει στα εννιά σκαλιά του βάθρου, είχε καταλάβει ότι ο θρόνος προοριζόταν για τον ίδιο. Η Αβιέντα ανέβηκε τα σκαλιά μαζί του κι επίσης επετράπη να πλησιάσει και ο Ασμόντιαν, ως βάρδος του, όμως η Σούλιν γρήγορα παρέταξε τις άλλες Κόρες γύρω από το βάθρο, και τα δόρατά τους, έτσι ανέμελα όπως τα κρατούσαν, σταμάτησαν τόσο τον Μάιλαν όσο και τους υπόλοιπους Υψηλούς Άρχοντες. Σύγχυση απλώθηκε σε κείνα τα Δακρυνά πρόσωπα. Η Αίθουσα ήταν τόσο ήσυχη, ώστε ο Ραντ άκουγε την ίδια του την ανάσα.

«Αυτό ανήκει σε κάποιον άλλο», είπε τελικά. «Εκτός αυτού, πέρασα τόσο καιρό στη σέλα, που δεν θα ’βρισκα ευχάριστο ένα τόσο σκληρό κάθισμα. Φέρτε μου μια αναπαυτική καρέκλα».

Για μια στιγμή υπήρξε απόλυτη σιωπή εξαιτίας του σοκ, προτού ένα μουρμουρητό διατρέξει την Αίθουσα. Ο Μάιλαν πήρε υπολογιστικό ύφος, το οποίο κατέπνιξε γρήγορα, και ο Ραντ παραλίγο θα έβαζε τα γέλια γι’ αυτό. Μάλλον ο Ασμόντιαν είχε δίκιο γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Κι ο ίδιος ο Ασμόντιαν έδειχνε να κοιτάζει τον Ραντ κάνοντας σχεδόν απροκάλυπτα υποθέσεις.

Πέρασαν μερικά λεπτά μέχρι ο φίλος με το αστροκέντητο σακάκι να έρθει τρέχοντας, ακολουθούμενος από δύο Καιρχινούς με σκούρες λιβρέες, που μετέφεραν μια καρέκλα με ψηλή ράχη γεμάτη μεταξωτά μαξιλαράκια, και να τους δείξει πού να τη βάλουν, ρίχνοντας πολλές ανήσυχες ματιές στον Ραντ. Κάθετες επίχρυσες γραμμές ανηφόριζαν τα βαριά πόδια της καρέκλας και τη ράχη της, αλλά έμοιαζαν να ωχριούν μπροστά στο Θρόνο του Ήλιου.

Ενώ οι τρεις υπηρέτες υποκλίνονταν ακόμα φεύγοντας, διπλωμένοι στα δύο με κάθε βήμα, ο Ραντ πέταξε τα περισσότερα μαξιλαράκια στη μια πλευρά και κάθισε με ευγνωμοσύνη, με το Σωντσανό δόρυ στο γόνατο. Πρόσεξε όμως να μην αναστενάξει. Επειδή η Αβιέντα τον παρακολουθούσε με άκρα προσοχή και ο τρόπος που η Σορίλεα κοίταζε πότε τον Ραντ και πότε την Αβιέντα επιβεβαίωνε τις υποψίες του.

Αλλά, όποια κι αν ήταν τα προβλήματά του με την Αβιέντα και τις Φαρ Ντάραϊς Μάι, οι περισσότεροι από τους παρόντες περίμεναν τα λόγια του τόσο με προσμονή όσο και με φόβο. Τουλάχιστον θα πηδήξουν, όταν πω «βάτραχος», σκέφτηκε. Μπορεί να μην τους άρεσε, αλλά θα το έκαναν.

Με τη βοήθεια της Μουαραίν είχε καταστρώσει τι έπρεπε να κάνει εδώ. Μερικά πράγματα ήξερε ότι ήταν σωστά και χωρίς τις υποδείξεις της. Θα ήταν ωραίο να την είχε εδώ να του ψιθυρίζει στο αυτί, αν χρειαζόταν, αντί να έχει την Αβιέντα, που περίμενε να κάνει νόημα στη Σομάρα, αλλά θα ήταν άσκοπο να περιμένει. Σίγουρα όλοι οι Δακρυνοί και οι Καιρχινοί ευγενείς της πόλης ήταν σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα.

«Γιατί μένουν πίσω οι Καιρχινοί;» είπε δυνατά, και το πλήθος των αριστοκρατών σάλεψε, καθώς αντάλλασσαν μπερδεμένες ματιές. «Οι Δακρυνοί ήρθαν να βοηθήσουν, όμως δεν υπάρχει λόγος για τους Καιρχινούς να κάθονται εκεί πίσω. Ας παραταχθούν όλοι κατά το αξίωμά τους. Όλοι».

Ήταν δύσκολο να πεις αν ήταν πιο αποσβολωμένοι οι Δακρυνοί ή οι Καιρχινοί, αν και ο Μάιλαν έμοιαζε έτοιμος να καταπιεί τη γλώσσα του και οι άλλοι έξι είχαν παρόμοια έκφραση. Ακόμα και ο ψύχραιμος Άρακομ έγινε κατάχλωμος. Σέρνοντας τις μπότες, σιάζοντας τις φούστες, με παγερά βλέμματα και από τις δύο μεριές, αυτό τελικά έγινε, και οι μπροστινές σειρές ήταν γεμάτες άνδρες και γυναίκες με ρίγες στο στήθος, ενώ η δεύτερη είχε μόνο λίγους Δακρυνούς. Πλάι στον Μάιλαν και τους δικούς του στην αρχή του βάθρου είχαν έρθει διπλάσιοι απ’ αυτούς Καιρχινοί άρχοντες και αρχόντισσες, που οι περισσότεροι είχαν γκρίζα μαλλιά και όλοι είχαν ρίγες από το λαιμό σχεδόν ως τα γόνατα, αν και ίσως η λέξη «πλάι» να μην ταίριαζε. Στέκονταν σε δύο ομάδες, που τις χώριζαν τρία ολόκληρα βήματα, και οι μεν κοίταζαν τους δε με τόσο σκληρά βλέμματα, που ήταν σαν να ανέμιζαν τις γροθιές και να φώναζαν. Όλα τα βλέμματα έπεφταν στον Ραντ, και, αν οι Δακρυνοί ήταν εξοργισμένοι, οι Καιρχινοί ήταν ακόμα από πάγο, ο οποίος ελάχιστα είχε λιώσει, όπως έδειχνε ο συλλογισμένος τρόπος που τον μελετούσαν.

«Πρόσεξα τα λάβαρα που κυματίζουν πάνω από την Καιρχίν», συνέχισε αυτός όταν καταλάγιασαν οι κινήσεις. «Είναι καλό που κυματίζουν τόσες Ημισέληνοι του Δακρύου. Χωρίς τα Δακρυνά σιτηρά, η Καιρχίν δεν θα είχε ζωντανούς να υψώσουν λάβαρα, και χωρίς τα Δακρυνά σπαθιά, ο λαός αυτής της πόλης που επέζησε σήμερα, τόσο οι ευγενείς όσο και οι κοινοί θνητοί, θα μάθαιναν να υπακούουν το Σάιντο. Το Δάκρυ κέρδισε επάξια την τιμή του». Αυτό φυσικά έκανε τους Δακρυνούς να φουσκώσουν από περηφάνια, τους έκανε να ανταλλάξουν φλογερά νεύματα και ακόμα πιο φλογερά βλέμματα, παρ’ όλο που φάνηκε να μπερδεύει τους Υψηλούς Άρχοντες, ύστερα από αυτό που είχε προηγηθεί. Κι επίσης, οι Καιρχινοί κάτω από το βάθρο κοιτάζονταν μεταξύ τους με αμφιβολία. «Αλλά εγώ προσωπικά δεν χρειάζομαι τόσα λάβαρα. Ας παραμείνει ένα λάβαρο του Δράκοντα, στον ψηλότερο πύργο της πόλης, ώστε να το βλέπουν όσοι πλησιάζουν, και τα υπόλοιπα κατεβάστε τα και αντικαταστήστε τα με λάβαρα της Καιρχίν. Η Καιρχίν έχει την τιμή της και θα τη διατηρήσει».

Η αίθουσα ξέσπασε σε ένα βρυχηθμό τόσο ξαφνικά, που οι Κόρες ζύγιασαν τα δόρατα τους, ένα βρυχηθμό που αντήχησε στους τοίχους. Αμέσως η Σούλιν άρχισε να χειρομιλεί γοργά μαζί τους, όμως ήδη εκείνες κατέβαζαν τα πέπλα που είχαν αρχίσει να υψώνουν. Οι Καιρχινοί ευγενείς επευφημούσαν εξίσου δυνατά με τον κόσμο στους δρόμους νωρίτερα, χοροπηδούσαν και ανέμιζαν τα χέρια σαν Προπυλιανοί σε πανηγύρι. Μέσα στο πανδαιμόνιο, ήταν η σειρά των Δακρυνών να ανταλλάξουν σιωπηλές ματιές. Δεν έδειχναν θυμωμένοι. Ακόμα και ο Μάιλαν έδειχνε πάνω απ’ όλα αβεβαιότητα, αν και, όπως ο Τορέαν και οι υπόλοιποι, παρακολουθούσε κατάπληκτος τους άρχοντες και τις αρχόντισσες με τα υψηλά αξιώματα γύρω του, που πριν ήταν τόσο ψυχροί και αξιοπρεπείς, τώρα να χορεύουν και να φωνάζουν για τον Άρχοντα Δράκοντα.

Ο Ραντ δεν ήξερε τι ακριβώς είχαν καταλάβει από τα λόγια του όλοι αυτοί. Περίμενε βεβαίως ότι θα διάβαζαν περισσότερα απ’ όσα είχε πει, ειδικά οι Καιρχινοί, και ότι ίσως κάποιοι θα διάβαζαν αυτό ακριβώς που είχε πει, αλλά τίποτα δεν τον είχε προετοιμάσει γι’ αυτό το θέαμα. Ήξερε καλά ότι η αυτοσυγκράτηση των Καιρχινών ήταν κάτι παράξενο, ανάμικτη μερικές φορές με αναπάντεχη τόλμη. Η Μουαραίν ήταν εχέμυθη σ’ αυτό το ζήτημα, παρ’ όλο που επέμενε να του διδάξει τα πάντα· το περισσότερο που του είχε πει ήταν πως, αν αυτή η αυτοσυγκράτηση υποχωρούσε, θα τον ξάφνιαζε ο τρόπος με τον οποίο θα γινόταν. Ήταν πράγματι ένα ξάφνιασμα.

Όταν επιτέλους καταλάγιασαν οι ζητωκραυγές, άρχισαν να δίνουν όρκους υποταγής. Πρώτος γονάτισε ο Μάιλαν, με ένταση στο πρόσωπο, καθώς ορκιζόταν στο Φως και στην ελπίδα του για λύτρωση και αναγέννηση ότι θα υπηρετούσε πιστά και θα υπάκουγε· ήταν μια αρχαία διατύπωση, και ο Ραντ έλπισε ότι ίσως δέσμευε μερικούς να τηρήσουν τον όρκο τους. Όταν ο Μάιλαν φίλησε την άκρη του Σωντσανού δόρατος, προσπαθώντας να κρύψει μια ξινή γκριμάτσα με το να χαϊδέψει το γένι του, πήρε τη θέση του η Αρχόντισσα Κολαβήρ. Μια γυναίκα αρκετά όμορφη, μεσήλικη, με σκούρα ιβουάρ δαντέλα να ξεχειλίζει στα χέρια της, όπως τα έβαζε ανάμεσα στα χέρια του Ραντ, και με οριζόντιες πινελιές χρώματος από το ψηλό δαντελωτό γιακά ως τα γόνατα· έδωσε τον όρκο με την καθαρή, σταθερή φωνή και την τραγουδιστή προφορά, που εκείνος είχε συνηθίσει ν’ ακούει από τη Μουαραίν. Το σκοτεινό βλέμμα της είχε κάτι από τον τρόπο που ζύγιαζε και μετρούσε επίσης και η Μουαραίν, ειδικά όταν κοίταζε την Αβιέντα, ενώ έκλινε το γόνυ και κατέβαινε τα σκαλιά. Τη διαδέχθηκε ο Τορέαν, ιδρώνοντας καθώς ορκιζόταν, και ο Άρχοντας Ντομπραίν πήρε τη θέση του Τορέαν, με τα βαθιά του μάτια να κοιτάνε ερευνητικά, ένας από λίγους που είχε ξυρίσει τα μακριά, γκρίζα μαλλιά από το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του, και μετά ο Άρακομ και...

Ο Ραντ ένιωσε ν’ ανυπομονεί, καθώς συνεχιζόταν η πομπή τους και γονάτιζαν ένας-ένας μπροστά του, όπου Καιρχινός διαδεχόταν τον Δακρυνό που είχε διαδεχθεί τον Καιρχινό, όπως ακριβώς είχε προστάξει. Ήταν αναγκαίο αυτό, είχε πει η Μουαραίν —και στο μυαλό του είχε συμφωνήσει μια φωνή, που ήξερε ότι ήταν του Λουζ Θέριν — αλλά ένιωθε ότι ήταν ένας λόγος για την καθυστέρηση. Έπρεπε να έχει την υποταγή τους, έστω και μόνο στην επιφάνεια, για να φροντίσει για την ασφάλεια της Καιρχίν, κι αυτή η αρχή έπρεπε να γίνει προτού στραφεί εναντίον του Σαμαήλ. Κι αυτό θα κάνω! Έχω πολλά να κάνω ακόμα και δεν θα του επιτρέψω να με χτυπά στους αστραγάλους από τους θάμνους! Θα καταλάβει τι σημαίνει να ξεσηκώνεις τον Δράκοντα!

Δεν κατάλαβε γιατί αυτοί που έρχονταν μπροστά του άρχισαν να ιδρώνουν και να γλείφουν τα χείλη τους, καθώς γονάτιζαν και γιατί έλεγαν κομπιάζοντας τα λόγια του όρκου. Αλλά βέβαια δεν μπορούσε να δει το παγωμένο φως που έλαμπε μέσα στα ίδια του τα μάτια.

Загрузка...