Μόλις το κτήριο έκρυψε τον Γκάλαντ, το βλέμμα της Νυνάβε τινάχτηκε στο δρόμο μπροστά τους. Μέσα της ανέβλυσε οργή, τόσο εναντίον της ίδιας όσο κι εναντίον του Γκαλάντεντριντ Ντέημοντρεντ. Άμυαλη, ανόητη! Ήταν ένα στενό δρομάκι σαν τα υπόλοιπα, στρωμένο με στρογγυλεμένες πέτρες, όλο γκρίζα μαγαζάκια και σπίτια και καπηλειά, όπου πηγαινοερχόταν το αραιό απογευματινό πλήθος. Αν δεν είχες έρθει στην πόλη, δεν θα σε έβρισκε! Τόσο αραιό που δεν μπορούσε να κρύψει τίποτα. Ήταν ανάγκη να πας να δεις τον Προφήτη! Πίστευες ότι ο Προφήτης θα σε έπαιρνε από δω προτού φτάσει η Μογκέντιεν! Πότε θα μάθεις ότι δεν μπορείς να βασίζεσαι σε κανέναν εκτός από τον εαυτό σου; Μέσα σε μια στιγμή, πήρε την απόφασή της. Όταν ο Γκάλαντ έστριβε τη γωνία και δεν τους έβλεπε, θα άρχιζε να ψάχνει τα μαγαζιά, ίσως και τα καπηλειά.
«Από δω». Μάζεψε τα φουστάνια της, χίμηξε στο κοντινότερο στενοσόκακο και κόλλησε με τη ράχη στον τοίχο. Κανένας δεν της έριξε δεύτερη ματιά, παρ’ όλο που φαινόταν καθαρά ότι φερόταν τόσο ύποπτα, και η Νυνάβε δεν θέλησε να σκεφτεί τι έλεγε αυτό για την κατάσταση στη Σαμάρα. Ο Ούνο και ο Ράγκαν βρέθηκαν πλάι της προτού βολευτεί, και την έσπρωξαν λίγο παρακάτω στο χωμάτινο σοκάκι, πέρα από έναν παλιό διαλυμένο κουβά κι ένα βαρέλι για τα νερά της βροχής, που είχε ξεραθεί και ήταν έτοιμος να καταρρεύσει μέσα στα στεφάνια του. Τουλάχιστον, οι δυο άνδρες έκαναν αυτό που η Νυνάβε ήθελε. Κατά κάποιον τρόπο. Με τα χέρια όλο ένταση στις μακριές λαβές των σπαθιών, που υψώνονταν πάνω από τους ώμους της, ήταν έτοιμοι να την προστατεύσουν, είτε αυτή το επιθυμούσε είτε όχι. Άσε τους να το κάνουν, ανόητη! Νομίζεις ότι μπορείς να προστατευθείς μόνη σου;
Το σίγουρο ήταν ότι την είχε κυριεύσει ο θυμός. Ο Γκάλαντ, αν ήταν δυνατόν! Κακώς είχε φύγει από το θηριοτροφείο. Ήταν ένα χαζό καπρίτσιο, που ίσως κατέστρεφε τα πάντα. Δεν μπορούσε να διαβιβάσει εδώ, όπως και δεν μπορούσε νωρίτερα να διαβιβάσει κατά του Μασέμα. Η πιθανότητα να βρισκόταν στη Σαμάρα η Μογκέντιεν ή οι Μαύρες αδελφές σήμαινε ότι η Νυνάβε εξαρτιόταν από τους δύο άνδρες για την ασφάλειά της. Κόρωνε από το θυμότης ερχόταν να ανοίξει μια τρύπα στον πέτρινο τοίχο πίσω της. Ήξερε γιατί οι Άες Σεντάι είχαν Προμάχους —όλες εκτός από τις Κόκκινες. Με το μυαλό, το ήξερε. Με την καρδιά, της ερχόταν να μουγκρίσει.
Εμφανίστηκε ο Γκάλαντ, προχωρώντας αργά ανάμεσα στους ανθρώπους που ήταν στο δρόμο, ερευνώντας με το βλέμμα. Είχε κάθε λόγο να συνεχίσει και να προσπεράσει —έπρεπε― όμως σχεδόν αμέσως το βλέμμα του έπεσε στο σοκάκι. Πάνω τους. Δεν είχε καν την αξιοπρέπεια να δείξει ευχαριστημένος ή έκπληκτος.
Ο Ούνο και ο Ράγκαν προχώρησαν μαζί, καθώς ο Γκάλαντ έστριβε προς το δρομάκι. Ο μονόφθαλμος είχε ξεθηκαρώσει αμέσως το σπαθί του και ο Ράγκαν ήταν σχεδόν εξίσου ταχύς, παρ’ όλο που έκανε μια παύση για να σπρώξει τη Νυνάβε πιο βαθιά στο στενό πέρασμα. Πήραν θέση ο ένας πίσω από τον άλλο· αν ο Γκάλαντ περνούσε από τον Ούνο, θα έπρεπε να τα βάλει και με τον Ράγκαν.
Η Νυνάβε έτριξε τα δόντια της. Όλα εκείνα τα σπαθιά θα μπορούσαν να γίνουν περιττά, άχρηστα· ένιωθε την Αληθινή Πηγή, σαν αθέατο φως πάνω από τον ώμο της, να περιμένει το αγκάλιασμά της. Μπορούσε να το κάνει. Αν τολμούσε.
Ο Γκάλαντ στάθηκε στο άνοιγμα του σοκακιού, με το μανδύα ριγμένο στην πλάτη, ακουμπώντας απαθώς το χέρι στη λαβή του ξίφους, η εικόνα της χάρης αυτοπροσώπως, έτοιμη να ξεσπάσει. Αν δεν φορούσε το στιλβωμένο θώρακά του, θα ’λεγε κανείς πως βρισκόταν σε επίσημο χορό.
«Δεν θέλω να σας σκοτώσω, Σιναρανέ», είπε γαλήνια στον Ούνο. Η Νυνάβε είχε ακούσει την Ηλαίην και τον Γκάγουυν να μιλάνε για τη δεξιοτεχνία του Γκάλαντ στο σπαθί, αλλά για πρώτη φορά συνειδητοποιούσε ότι μπορεί να ήταν τόσο καλός όσο έλεγαν. Ο Γκάλαντ πάντως πίστευε ότι όντως ήταν τόσο καλός. Είχε μπροστά δύο ψημένους στρατιώτες, με τις λεπίδες τραβηγμένες, κι αυτός τους κοίταζε όπως ένα λυκόσκυλο θα κοίταζε δυο μικρότερα σκυλάκια, χωρίς να αποζητά καυγά, αλλά βέβαιος ότι μπορούσε να τους νικήσει και τους δύο. Χωρίς να τραβήξει το βλέμμα από τους δύο άνδρες, απευθύνθηκε στη Νυνάβε. «Αν ήταν άλλος, θα έμπαινε σε κάποιο μαγαζί ή σε πανδοχείο, αλλά εσύ ποτέ δεν κάνεις αυτό που περιμένουν από σένα. Θα μου επιτρέψεις να σου μιλήσω; Μην με βάλεις να σκοτώσω άδικα αυτούς τους δύο».
Οι περαστικοί δεν κοντοστέκονταν, αλλά, παρά τους τρεις άνδρες που της εμπόδιζαν το βλέμμα, η Νυνάβε έβλεπε κεφάλια που γυρνούσαν να κοιτάξουν τι είχε προσελκύσει τον Λευκομανδίτη. Κι έβλεπαν τα σπαθιά. Θα γεννιόταν πλήθος φήμες στο μυαλό τους και θα πετούσαν με φτερά πιο γοργά κι από σουρουποχελίδονου.
«Αφήστε τον να περάσει», τους πρόσταξε. Ο Ούνο και ο Ράγκαν δεν σάλεψαν, κι αυτή το επανέλαβε, με ακόμα πιο αποφασιστική φωνή. Τότε παραμέρισαν, αργά, όσο μπορούσαν στο στενάκι, αλλά, παρ’ όλο που κανείς τους δεν είπε λέξη, φαίνονταν να γκρινιάζουν. Ο Γκάλαντ προχώρησε με γαλήνιες κινήσεις, μοιάζοντας να έχει ξεχάσει τους Σιναρανούς. Η Νυνάβε υποψιάστηκε ότι θα ήταν λάθος, αν το πίστευε κανείς· οι δύο άλλοι ολοφάνερα δεν το είχαν πιστέψει.
Με εξαίρεση τους Αποδιωγμένους, δεν υπήρχε άλλος που η Νυνάβε θα ήθελε να τον αποφύγει περισσότερο αυτή τη στιγμή, όμως τώρα που είχε αυτό το πρόσωπο μπροστά της, είχε έντονη την αίσθηση της ανάσας της, της καρδιάς της που χτυπούσε. Ήταν εξωφρενικό. Δεν μπορούσε να ήταν άσχημος; Ή τουλάχιστον να ήταν συνηθισμένος.
«Ήξερες πως ήξερα ότι μας παρακολουθείς». Η φωνή της είχε έναν τόνο κατηγορίας, αν και δεν ήξερε γιατί ακριβώς τον κατηγορούσε. Τον κατηγορώ που δεν έκανε αυτό που περιμένω και που θέλω απ’ αυτόν, σκέφτηκε πικρόχολα.
«Το υπέθεσα μόλις σε αναγνώρισα, Νυνάβε. Θυμάμαι ότι συνήθως ξέρεις περισσότερα απ’ όσα λες».
Δεν θα του επέτρεπε να της αποσπάσει την προσοχή με κομπλιμέντα. Να πού είχε καταντήσει ακούγοντας τον Βάλαν Λούκα. «Τι γυρεύεις στην Γκεάλνταν; Νόμιζα ότι πήγαινες στην Αλτάρα».
Για μια στιγμή, εκείνος έμεινε να την κοιτάζει με τα μαύρα, πανέμορφα μάτια του, και μετά γέλασε ξαφνικά. «Σ’ όλον τον κόσμο, Νυνάβε, μόνο εσύ θα μου έκανες την ερώτηση που πρέπει να σου κάνω εγώ. Πολύ καλά. Θα σου απαντήσω, παρ’ όλο που θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο. Είχα διαταγές για να πάω στο Σαλιντάρ, στην Αλτάρα, όμως οι διαταγές άλλαξαν όταν αυτός ο Προφήτης... Τι συμβαίνει; Είσαι άρρωστη;»
Η Νυνάβε προσπάθησε να μαλακώσει την έκφραση της. «Και βέβαια όχι», είπε ενοχλημένη. «Η υγεία μου είναι μια χαρά, ευχαριστώ για το ενδιαφέρον». Το Σαλιντάρ! Φυσικά! Το όνομα ήταν σαν να άναβε στο κεφάλι της ένα φλογόραβδο της Αλούντρα. Τόσον καιρό έστυβε το μυαλό της, και ο Γκάλαντ της είχε προσφέρει αδιάφορα αυτό που η ίδια πάλευε και δεν έβρισκε. Μακάρι τώρα να της έβρισκε γρήγορα ένα πλοίο ο Μασέμα. Μακάρι να μπορούσε η Νυνάβε να εξασφαλίσει ότι ο Γκάλαντ δεν θα τους πρόδιδε. Χωρίς φυσικά να επιτρέψει στον Ούνο και στον Ράγκαν να τον σκοτώσουν. Ό,τι κι αν έλεγε η Ηλαίην, η Νυνάβε δεν πίστευε ότι θα της άρεσε να δει τον αδελφό της σφαγμένο. Κι ο Γκάλαντ αποκλείεται να πίστευε ότι η Ηλαίην δεν ήταν μαζί της. «Δεν μπορώ να συνέλθω από την έκπληξη που σε είδα».
«Δεν συγκρίνεται με την έκπληξη που δοκίμασα όταν έμαθα ότι είχες ξεγλιστρήσει από τη Σιέντα». Ήταν ατυχές το πόσο καλά ταίριαζε το αυστηρό ύφος σε κείνο το όμορφο πρόσωπο, ο τόνος του όμως το αντιστάθμιζε. Ως ένα βαθμό. Έμοιαζε να μαλώνει κοριτσάκι που είχε βγει κρυφά από το σπίτι για να σκαρφαλώσει στα δένδρα τη στιγμή που κανονικά έπρεπε να κοιμάται. «Σχεδόν αρρώστησα από αγωνία. Τι στο Φως έπαθες; Έχεις ιδέα για τον κίνδυνο που διατρέξατε; Και, απ’ όλα τα μέρη, διαλέξατε να έρθετε εδώ. Η Ηλαίην πάντα προσπαθεί να σελώσει άλογο την ώρα που αυτό καλπάζει, αλλά νόμιζα ότι εσύ τουλάχιστον ήσουν πιο φρόνιμη. Αυτός ο περιβόητος Προφήτης―» Σταμάτησε, βλέποντας τους δύο άλλους άνδρες. Ο Ούνο στήριζε το σπαθί στο έδαφος, με τα γεμάτα ουλές χέρια του σταυρωμένα στο σφαίρωμα. Ο Ράγκαν έμοιαζε να έχει σβήσει τα πάντα από το νου του και να εξετάζει την κόψη της λεπίδας.
«Άκουσα φήμες», συνέχισε αργά ο Γκάλαντ, «ότι είναι Σιναρανός. Αποκλείεται να είσαι τόσο άμυαλη, ώστε να έμπλεξες μαζί του». Ο τόνος του έδειχνε μάλλον απορία, κάτι που δεν της άρεσε καθόλου.
«Κανένας απ’ αυτούς δεν είναι ο Προφήτης, Γκάλαντ», είπε με μια ειρωνική έκφραση. «Τους ξέρω κάποιον καιρό, και μπορώ να σε διαβεβαιώσω γι’ αυτό. Ούνο, Ράγκαν, αν δεν θέλετε να κλαδέψετε τα νύχια των ποδιών σας, βάλτε τα σπαθιά στη θήκη. Εντάξει;» Δίστασαν προτού υπακούσουν αυτό που τους είχε πει, με τον Ούνο να γκρινιάζει μέσα από τα δόντια του και να την κοιτάζει βλοσυρά, αλλά τελικά το έκαναν. Οι άνδρες συνήθως ανταποκρίνονταν, όταν τους μιλούσες με σταθερή φωνή. Οι περισσότεροι. Κάποιες φορές, τουλάχιστον.
«Δεν μου πέρασε σχεδόν καθόλου από το νου αυτό, Νυνάβε». Εκείνη άναψε και κόρωσε με τον τόνο του, που ήταν πιο σαρκαστικός από το δικό της, όμως, όταν ο Γκάλαντ συνέχισε να μιλάει, έδειχνε περισσότερο ενόχληση παρά ανωτερότητα. Και ανησυχία επίσης. Κάτι που φυσικά την έκανε να ανάψει ακόμα περισσότερο. Παραλίγο θα πάθαινε κόλπο εξαιτίας του, αλλά αυτός είχε το θράσος να ανησυχεί. «Δεν ξέρω σε τι έχετε μπλέξει εσύ και η Ηλαίην εδώ, και δεν με νοιάζει, αρκεί να μπορέσω να σας απομακρύνω προτού πάθετε κακό. Το εμπόριο στον ποταμό έχει μειωθεί, αλλά τις επόμενες μέρες θα πρέπει να φτάσει κάποιο κατάλληλο πλοίο. Πες μου πού μπορώ να σας βρω, και θα σας εξασφαλίσω θέση για κάποιο μέρος στην Αλτάρα. Από κει, θα μπορέσετε να πάτε στο Κάεμλυν».
Εκείνη, άθελά της, τον κοίταξε χάσκοντας. «Εννοείς ότι θα μας βρεις πλοίο;»
«Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω, προς το παρόν». Το είχε πει απολογητικά και κούνησε το κεφάλι του σαν να διαφωνούσε με τον εαυτό του. «Δεν μπορώ να σας συνοδεύσω σε ασφαλές μέρος· το καθήκον μου είναι εδώ».
«Δεν θα θέλαμε να σε αποσπάσουμε από τα καθήκοντα σου», είπε αυτή, κάπως ξέπνοα. Αν ο Γκάλαντ ήθελε να την παρεξηγήσει, δεν πείραζε καθόλου. Η Νυνάβε πριν έλπιζε ότι στην καλύτερη περίπτωση θα τις άφηνε ήσυχες.
Ο Γκάλαντ ένιωσε την ανάγκη να υπερασπιστεί τον εαυτό του. «Δεν είναι ασφαλές να σας στείλω μόνες σας, αλλά το πλοίο θα σας πάρει από δω προτού τα σύνορα τυλιχτούν στις φλόγες. Κάτι που θα συμβεί, και δεν θ’ αργήσει· αρκεί μια σπίθα, και ο Προφήτης σίγουρα θα την προσφέρει, αν δεν βρεθεί άλλος. Πρέπει να κανονίσετε πώς θα πάτε στο Κάεμλυν εσύ και η Ηλαίην. Το μόνο που ζητώ είναι η υπόσχεσή σας ότι θα πάτε εκεί. Ο Πύργος δεν είναι μέρος για σας τις δύο. Ούτε για―» Έσφιξε απότομα τα δόντια, αλλά ήταν σαν να ’χε συνεχίσει λέγοντας το όνομα της Εγκουέν.
Δεν θα ήταν καθόλου άσχημο, αν έψαχνε και ο Γκάλαντ για πλοίο. Αφού ο Μασέμα μπορούσε να ξεχάσει τα καπηλειά που ήθελε να κλείσει, ίσως επίσης ξεχνούσε να βάλει κάποιον να βρει ποταμόπλοιο. Ειδικά αν του περνούσε από το μυαλό ότι μια βολική αφηρημάδα θα κρατούσε τη Νυνάβε εδώ, για να προωθήσει έτσι τα σχέδιά του. Δεν θα ήταν καθόλου άσχημο ― αν μπορούσε να εμπιστευτεί τον Γκάλαντ. Αν όχι, τότε μακάρι να μην ήταν τόσο καλός με το σπαθί όσο νόμιζε ο ίδιος. Ασχημη σκέψη, όχι όμως τόσο άσχημη όσο αυτό που ίσως συνέβαινε —που σίγουρα θα συνέβαινε— αν αποδεικνυόταν αναξιόπιστος.
«Είμαι αυτό που είμαι, Γκάλαντ, και η Ηλαίην είναι το ίδιο». Η προσπάθεια να ξεγελάσει τον Μασέμα της είχε αφήσει μια άσχημη γεύση στο στόμα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει τώρα, ήταν να μιλήσει με υπεκφυγές, όπως συνήθιζαν στον Λευκό Πύργο. «Κι εσύ τώρα είσαι αυτό που είσαι». Σήκωσε με νόημα τα φρύδια της, καθώς έριχνε ένα βλέμμα στον λευκό μανδύα του. «Τούτοι εδώ μισούν τον Πύργο και μισούν τις γυναίκες που μπορούν να διαβιβάζουν. Αφού πλέον είσαι ένας απ’ αυτούς, γιατί να μην πιστέψω ότι σε μια ώρα από τώρα θα με κυνηγάνε πενήντα, προσπαθώντας να μου καρφώσουν ένα βέλος στην πλάτη, αν δεν καταφέρουν να με ρίξουν σε κάποιο κελί; Εμένα, και την Ηλαίην επίσης».
Το κεφάλι του Γκάλαντ τινάχτηκε από τον εκνευρισμό. Ή ίσως να είχε προσβληθεί. «Πόσες φορές πρέπει να σου το πω; Δεν θα άφηνα την αδελφή μου να πάθει κακό. Ούτε και σένα».
Εκείνη ένιωσε ενόχληση, μόλις συνειδητοποίησε ότι την είχε πειράξει η παύση του, που φανέρωνε ότι δεν ερχόταν πρώτη στις σκέψεις του. Δεν ήταν κανένα χαζοκόριτσο να ξεμυαλίζεται, επειδή κάποιος άνδρας είχε μάτια που της άναβαν φωτιές. «Αφού το λες εσύ», του είπε, κι αυτός τίναξε πάλι το κεφάλι του.
«Πες μου πού μένετε, και θα σας φέρω τα νέα ή θα στείλω μήνυμα, μόλις βρω κατάλληλο σκάφος».
Αν η Ηλαίην είχε δίκιο, ο Γκάλαντ δεν μπορούσε να πει ψέματα, όπως ακριβώς δεν μπορούσαν να πουν ψέματα οι Άες Σεντάι που είχαν δώσει τους Τρεις Όρκους, αλλά και πάλι η Νυνάβε δίστασε. Αν έκανε ένα λάθος εδώ, θα ήταν το τελευταίο της. Είχε δικαίωμα να διακινδυνεύει μόνη της, όχι όμως, αν ο κίνδυνος αφορούσε και την Ηλαίην, Και τον Θομ και τον Τζούιλιν, βεβαίως· ό,τι κι αν νόμιζαν, ήταν υπεύθυνη γι’ αυτούς. Αλλά εδώ, τώρα, η απόφαση έπρεπε να είναι δική της. Όχι βεβαίως ότι μπορούσε να είναι αλλιώς.
«Μα το Φως, τι άλλο θέλεις από μένα;» μούγκρισε ο Γκάλαντ, μισοσηκώνοντας τα χέρια, σαν να ήθελε να την αρπάξει από τους ώμους. Η λεπίδα του Ούνο βρέθηκε ανάμεσά τους με μια αστραπή του λαμπερού ατσαλιού, όμως ο αδελφός της Ηλαίην την παραμέρισε σαν να ήταν κλαδί, και δεν της έδωσε σημασία. «Δεν θέλω το κακό σου, ούτε τώρα ούτε ποτέ· το ορκίζομαι στο όνομα της μητέρας μου. Λες ότι είσαι αυτό που είσαι; Ξέρω τι είσαι. Και τι δεν είσαι. Ίσως ένας μεγάλος λόγος που το φορώ αυτό», είπε, αγγίζοντας την άκρη του χιονόλευκου μανδύα του, «είναι επειδή ο Πύργος σάς έστειλε κάπου —εσένα και την Ηλαίην και την Εγκουέν― και μόνο το Φως ξέρει για ποιο λόγο, τη στιγμή που είστε αυτό που είστε. Ήταν σαν να στέλνεις στη μάχη ένα αγοράκι που μόλις έμαθε να κρατά σπαθί, και δεν θα τις συγχωρήσω ποτέ γι’ αυτό. Υπάρχει ακόμα χρόνος να αλλάξετε πορεία εσείς οι δύο· δεν είστε υποχρεωμένες να κρατήσετε αυτό το σπαθί. Ο Πύργος είναι πολύ επικίνδυνος για σένα και την αδελφή μου, ειδικά τώρα. Ο μισός κόσμος έχει γίνει πολύ επικίνδυνος για σας! Αφήστε με να σας βοηθήσω να πάτε κάπου που θα είστε ασφαλείς». Η ένταση χάθηκε από τη φωνή του, αν και τώρα έγινε πιο τραχιά. «Σε ικετεύω, Νυνάβε. Αν πάθαινε κάτι η Ηλαίην... Σχεδόν εύχομαι να ήταν κι η Εγκουέν μαζί σας, για να μπορέσω να...» Πέρασε το χέρι από τα μαλλιά του, κοίταξε δεξιά κι αριστερά, ψάχνοντας τρόπο να την πείσει. Ο Ούνο και ο Ράγκαν είχαν τις λεπίδες έτοιμες να τρυπήσουν το κορμί του, όμως αυτός δεν φαινόταν να τις βλέπει. «Για τ’ όνομα του Φωτός, Νυνάβε, σε παρακαλώ, άφησέ με να κάνω ό,τι μπορώ».
Ήταν κάτι απλό τελικά που έκανε να γείρει η πλάστιγγα στο μυαλό της. Βρίσκονταν στην Γκεάλνταν. Η Αμαδισία ήταν η μόνη χώρα όπου δια νόμου απαγορευόταν σε μια γυναίκα να διαβιβάσει, και η Νυνάβε και η Ηλαίην βρίσκονταν στην απέναντι όχθη του ποταμού. Άρα έμεναν μόνο οι όρκοι του Γκάλαντ ως Τέκνου του Φωτός για να αντιπαλέψουν το καθήκον του προς την Ηλαίην. Σ’ αυτόν τον αγώνα, κατά τη γνώμη της, ο συγγενικός δεσμός είχε το προβάδισμα. Κι εν πάση περιπτώσει, ο Γκάλαντ ήταν χάρμα οφθαλμών και η Νυνάβε δεν ήθελε να αφήσει τον Ούνο και τον Ράγκαν να τον σκοτώσουν. Όχι ότι αυτό είχε να κάνει με την απόφαση της, φυσικά.
«Είμαστε στην παράσταση του Βάλαν Λούκα», είπε τελικά.
Εκείνος την κοίταξε παίζοντας τα βλέφαρα, έσμιξε τα φρύδια. «Του Βάλαν Λούκα...; Εννοείς σ’ ένα θηριοτροφείο;» Η φωνή του έδειχνε δυσπιστία και αηδία. «Τι στο Φως ζητάτε σε τέτοια συντροφιά; Αυτοί που κάνουν τέτοιες παραστάσεις δεν είναι καλύτεροι από... Δεν έχει σημασία. Αν χρειάζεστε νομίσματα, μπορώ να σας προσφέρω. Αρκετά για βολευτείτε σ’ ένα αξιοπρεπές πανδοχείο».
Ο τόνος του έδειχνε τη βεβαιότητά του ότι η Νυνάβε θα έκανε ό,τι ήθελε αυτός. Δεν είχε πει «μπορώ να σας συνδράμω με μερικά νομίσματα;» ή «μήπως θα θέλατε να σας βρω δωμάτιο;» Νόμιζε ότι έπρεπε να μείνουν σε πανδοχείο, άρα θα πήγαιναν σε πανδοχείο. Ο άνθρωπος μπορεί να είχε παρατηρήσει την Νυνάβε αρκετά καλά για να καταλάβει ότι είχε κρυφτεί στο στενάκι, αλλά φαινόταν ότι δεν την ήξερε καθόλου. Εκτός αυτού, υπήρχαν λόγοι για να μείνει με τον Λούκα.
«Λες να υπάρχει ξενοίκιαστο δωμάτιο ή πατάρι στάβλου σ’ ολόκληρη τη Σαμάρα;» τον ρώτησε, κάπως πιο απότομα απ’ όσο ήθελε.
«Είμαι βέβαιος πως θα μπορέσω να βρω»
Εκείνη τον διέκοψε. «Το τελευταίο μέρος που θα ψάξει να μας βρει κάποιος είναι σ’ αυτές τις παραστάσεις». Το τελευταίο μέρος που θα έψαχνε κάποιος, με εξαίρεση τη Μογκέντιεν. «Συμφωνείς ότι πρέπει να αποφεύγουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τα βλέμματα; Αν όντως έβρισκες δωμάτιο, το πιθανότερο είναι ότι θα έδιωχναν κάποιον για να το αδειάσουν. Για σκέψου ένα Τέκνο του Φωτός να κλείνει δωμάτιο για δυο γυναίκες; Τα στόματα θα άρχιζαν να μιλάνε, και θα τραβούσαμε τα βλέμματα όπως η χωματερή τις μύγες».
Δεν του άρεσε αυτό κι έκανε μια γκριμάτσα, κοιτώντας τον Ούνο και τον Ράγκαν σαν να ’ταν δικό τους το σφάλμα, αλλά είχε μυαλό και καταλάβαινε το σωστό. «Δεν είναι κατάλληλο μέρος για τις δυο σας, αλλά μάλλον είναι ασφαλέστερο από το να είστε μέσα στην πόλη. Αφού τουλάχιστον συμφώνησες να πάτε στο Κάεμλυν, δεν θα πω τίποτα άλλο».
Η Νυνάβε διατήρησε τη γαλήνια έκφρασή της και τον άφησε να πιστεύει αυτό που ήθελε. Αν νόμιζε ότι του είχε υποσχεθεί κάτι, ενώ αυτή δεν είχε υποσχεθεί τίποτα, ήταν δική του υπόθεση. Όμως έπρεπε να τον κρατήσει όσο το δυνατόν πιο μακριά από το θηριοτροφείο. Μια ματιά να έριχνε στην αδελφή του, που φορούσε εκείνο το λευκό παντελόνι με τις πούλιες, και το αποτέλεσμα θα επισκίαζε τις ταραχές που μπορούσε να προκαλέσει ο Μασέμα. «Πρόσεχε όμως, μην τυχόν ζυγώσεις το θηριοτροφείο. Τουλάχιστον ώσπου να βρεις πλοίο. Τότε, έλα στις άμαξες των καλλιτεχνών όταν σκοτεινιάσει και ζήτα τη Νάνα». Αυτό του φάνηκε ακόμα πιο βαρύ, αλλά εκείνη πρόλαβε τις αντιρρήσεις του. «Δεν έχω δει ούτε ένα Τέκνο του Φωτός στις παραστάσεις. Αν έρθεις, δεν νομίζεις ότι ο κόσμος θα το προσέξει και θα αρχίσει να ρωτά γιατί;»
Το χαμόγελό του ήταν ακόμα υπέροχο, αλλά αποκάλυπτε επικίνδυνα τα δόντια του. «Μου φαίνεται ότι έχεις απάντηση για όλα. Έχεις καμιά αντίρρηση να σε συνοδεύσω τουλάχιστον ως εκεί;»
«Βεβαίως και έχω. Ούτως ή άλλως θα αρχίσουν να διαδίδονται φήμες ― σίγουρα θα μας έχουν δει να μιλάμε εδώ καμιά εκατοστή περαστικοί» —δεν έβλεπε πια το δρόμο, καθώς την περικύκλωναν οι τρεις άνδρες, αλλά ήταν σίγουρη ότι οι περαστικοί κοίταζαν το στενάκι, και οι δύο Σιναρανοί δεν είχαν θηκαρώσει τα σπαθιά τους― «αλλά, αν με συνοδεύσεις, θα μας δουν δεκαπλάσιοι».
Εκείνος μόρφασε, μισοθλιμμένα και μισοεύθυμα. «Έχεις απάντηση για όλα», μουρμούρισε. «Αλλά έχεις δίκιο». Προφανώς έλπιζε το αντίθετο. «Ακούστε με, Σιναρανοί», είπε, γυρνώντας το κεφάλι, και ξαφνικά η φωνή του έγινε ατσάλινη. «Είμαι ο Γκαλάντεντριντ Ντέημοντρεντ, και αυτή η γυναίκα είναι υπό την προστασία μου. Όπως και για τη συντρόφισσά της, θα το θεωρούσα μικρή απώλεια, αν πέθαινα, προκειμένου να την προφυλάξω από το παραμικρό. Αν επιτρέψετε να πάθει έστω και το παραμικρό, θα σας βρω και θα σας σκοτώσω». Αγνόησε τα πρόσωπά τους που ξαφνικά είχαν γίνει επικίνδυνα ανέκφραστα, όπως και τα σπαθιά τους, και ξανάστρεψε τα μάτια στη Νυνάβε. «Φαντάζομαι ότι και πάλι δεν θα μου πεις πού είναι η Εγκουέν;»
«Το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις είναι ότι βρίσκεται μακριά από δω». Σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος της κι ένιωσε την καρδιά της να βροντοχτυπά. Μήπως έκανε ένα επικίνδυνο λάθος για χάρη ενός όμορφου προσώπου; «Και πιο ασφαλής απ’ όσο αν την είχες βοηθήσει».
Εκείνος δεν έδειξε να την πιστεύει, όμως δεν έδωσε συνέχεια. «Με λίγη τύχη, θα βρω καράβι μέσα σε μια-δυο μέρες. Μέχρι τότε, μην φύγεις από την... παράσταση του Βάλαν Λούκα. Να μην πολυφαίνεσαι και να αποφεύγεις τα βλέμματα. Όσο μπορείς, με τέτοιο χρώμα στα μαλλιά σου. Και πες στην Ηλαίην να μην το ξανασκάσει από μένα. Το Φως σάς φώτισε και μπόρεσα να σας βρω απείραχτες, και πρέπει να σας φωτίσει περισσότερο, για να μην πάθετε τίποτα, αν το σκάσετε στην Γκεάλνταν. Οι βλάσφημοι μπράβοι του Προφήτη βρίσκονται παντού, χωρίς σεβασμό για νόμους και ανθρώπους, για να μην αναφέρω τους κακοποιούς που εκμεταλλεύονται την αναταραχή. Η Σαμάρα είναι σφηκοφωλιά, αλλά, αν κάτσεις ήσυχα —και πείσεις την ξεροκέφαλη αδελφή μου να κάνει το ίδιο― θα βρω τρόπο να σας γλιτώσω, προτού σας τσιμπήσουν οι σφήκες».
Η Νυνάβε δυσκολεύτηκε να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Ο Γκάλαντ είχε πάρει αυτά που του είχε πει και της τα επαναλάμβανε ως εντολές! Να δεις που μετά θα ήθελε να τις τυλίξει σε μάλλινο ύφασμα και να τις βάλει στη ντουλάπα! Δεν θα ήταν το καλύτερο, αν σου το έκανε κάποιος; ρώτησε μια φωνούλα. Δεν προκάλεσες αρκετές φασαρίες, έτσι που κάνεις πάντα του κεφαλιού σου; Είπε στη φωνή να σωπάσει. Η φωνή δεν την άκουσε, αντιθέτως άρχισε να απαριθμεί καταστροφές και παραλίγο συμφορές που οφείλονταν στο πείσμα της.
Παίρνοντας τη σιωπή της για συγκατάθεση, ο Γκάλαντ γύρισε για να φύγει ― και σταμάτησε. Ο Ράγκαν και ο Ούνο είχαν προχωρήσει και του είχαν φράξει το δρόμο, κοιτώντας τη Νυνάβε με εκείνη την παράξενη, απατηλή γαλήνη που έδειχναν οι άνδρες όταν βρίσκονταν στα πρόθυρα άξαφνης βίας. Ο αέρας φάνηκε να κροταλίζει, ώσπου η Νυνάβε τους έκανε νόημα βιαστικά. Οι Σιναρανοί κατέβασαν τις λεπίδες και παραμέρισαν, και ο Γκάλαντ πήρε το χέρι από το σπαθί του, πέρασε δίπλα τους και έγινε ένα με το πλήθος δίχως να ρίξει ματιά πίσω του.
Η Νυνάβε έριξε από μια αυστηρή ματιά στον Ούνο και τον Ράγκαν προτού ξεκινήσει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εκεί που τα είχε κανονίσει όλα τέλεια, παραλίγο θα της τα χαλούσαν. Οι άνδρες πάντα πίστευαν ότι η βία ήταν η λύση σε όλα. Αν είχε ένα γερό ραβδί, θα τους ξυλοκοπούσε μέχρι να δουν το φως της λογικής.
Οι Σιναρανοί τώρα φάνηκαν να το βλέπουν λιγάκι· την πρόφτασαν, με τα σπαθιά ξανά θηκαρωμένα στους ώμους, και την ακολούθησαν χωρίς κουβέντα, ακόμα κι όταν πήρε δυο φορές στροφή κι αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω. Ειδικά σε κείνες τις στιγμές, ήταν πολύ καλό που είχαν μείνει σιωπηλοί. Είχε βαρεθεί να συγκρατεί τη γλώσσα της. Πρώτα με τον Μασέμα, ύστερα με τον Γκάλαντ. Μια πρόφαση χρειαζόταν για να πει σε κάποιον την πραγματική γνώμη της. Ειδικά σε κείνη τη φωνούλα στο κεφάλι της, που τώρα είχε γίνει απλό βουητό εντόμου, αλλά δεν έλεγε να σταματήσει.
Όταν βγήκαν από τη Σαμάρα και ξαναπήραν εκείνο το χωματόδρομο, όπου η κυκλοφορία ήταν αραιή, η φωνή αρνήθηκε να μείνει άλλο αγνοημένη. Μπορεί η Νυνάβε να ανησυχούσε για την αλαζονεία του Ραντ, όμως και η ίδια τόσες φορές είχε φτάσει, και είχε φέρει και τους υπόλοιπους, στα πρόθυρα της καταστροφής. Με την Μπιργκίτε ίσως να τα είχε ξεπεράσει, έστω κι αν η γυναίκα ήταν ζωντανή. Το καλύτερο για τη Νυνάβε θα ήταν να μην τα έβαζε ξανά ούτε με το Μαύρο Άτζα, ούτε με τη Μογκέντιεν, μέχρι να αποφασίσει τι θα έπρεπε να γίνει κάποια που ήξερε τι να κάνει. Μέσα της ανέβλυσε η διαμαρτυρία, όμως την αγνόησε, όπως έκανε με τον Θομ και τον Τζούιλιν. Θα πήγαινε στο Σαλιντάρ και θα άφηνε το ζήτημα στα χέρια των Γαλάζιων. Αυτό θα έκανε. Το είχε πάρει απόφαση.
«Έφαγες κάτι που σε πείραξε;» είπε ο Ράγκαν. «Το στόμα σου στράβωσε σαν να έχεις φάει παραγινωμένο ντάκμπερι».
Του έριξε ένα βλέμμα που τον έκανε να κλείσει αμέσως το στόμα, και συνέχισε να προχωρά. Οι δύο Σιναρανοί την ακολουθούσαν, έχοντάς την ανάμεσά τους.
Τι θα έκανε μ’ αυτούς; Δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία ότι κάπου έπρεπε να τους αξιοποιήσει· η εμφάνιση τους ήταν δώρο εξ ουρανού και δεν θα τη χαλάλιζε. Κατ’ αρχάς, δυο ζευγάρια μάτια ακόμα —ή μάλλον τρία μάτια ακόμα· έπρεπε πάση θυσία να μάθει να κοιτάζει εκείνη την καλύπτρα χωρίς να ξεροκαταπίνει― αν υπήρχαν περισσότερα μάτια που έψαχναν για πλοίο, ίσως σήμαινε ότι θα το έβρισκαν πιο γρήγορα. Δεν πείραζε, αν έβρισκαν πρώτοι πλοίο ο Μασέμα ή ο Γκάλαντ, όμως δεν ήθελε να μάθουν για τις δουλειές της περισσότερα απ’ όσα θα τους έλεγε υποχρεωτικά. Δεν ήξερε τι μπορεί να έκαναν.
«Με ακολουθείτε επειδή σας είπε να με προσέχετε ο Μασέμα», ζήτησε να μάθει, «ή επειδή σας το είπε ο Γκάλαντ;»
«Τι ρόλο παίζει αυτό, που να καεί;» μουρμούρισε ο Ούνο. «Αν σε κάλεσε ο Άρχοντας Δράκοντας, τότε η καμένη η―» Σταμάτησε απότομα, όταν η Νυνάβε σήκωσε το δάχτυλό της. Ο Ράγκαν το κοίταζε σαν να ήταν όπλο.
«Σκοπεύετε να βοηθήσετε την Ηλαίην κι εμένα να βρούμε τον Ραντ;»
«Δεν έχουμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε», είπε ξερά ο Ράγκαν. «Όπως πάνε τα πράγματα, δεν θα ξαναδούμε το Σίναρ, παρά μόνο όταν θα ’μαστέ γκριζομάλληδες και ξεδοντιάρηδες. Δεν αλλάζει τίποτα, αν έρθουμε μαζί σου στο Δάκρυ ή όπου αλλού βρίσκεται εκείνος».
Δεν το είχε σκεφτεί, αλλά ήταν λογικό. Θα υπήρχαν άλλοι δύο να βοηθούν τον Θομ και τον Τζούιλιν στις αγγαρείες και στις σκοπιές. Δεν υπήρχε λόγος να τους πει πόσο καιρό θα έπαιρνε για να φτάσουν, πόσες στάσεις και λοξοδρομίσματα θα έκαναν. Οι Γαλάζιες στο Σαλιντάρ μπορεί να μην άφηναν κανέναν από την ομάδα να πάει παραπέρα. Όταν έφταναν στις Άες Σεντάι, η Νυνάβε και η Ηλαίην θα ξαναγίνονταν Αποδεχθείσες. Σταμάτα να το σκέφτεσαι! Θα το κάνεις!
Το πλήθος που περίμενε μπροστά στην ταμπέλα του Λούκα δεν έμοιαζε μικρότερο από πριν. Ένα ποτάμι ανθρώπων κυλούσε στο λιβάδι κι ενωνόταν με τη θάλασσα, καθώς ένα άλλο έβγαινε έξω αναφωνώντας για όσα είχαν δει. Πού και πού φαίνονταν τα «χοιράλογα» να σηκώνονται πίσω από το μουσαμαδένιο τοίχο, κάνοντας να ξεσπούν σε ου και ααα εκείνοι που περίμεναν τη σειρά τους να μπουν. Η Σεράντιν τα είχε βάλει πάλι να κάνουν το νούμερό τους. Η Σωντσάν πάντα φρόντιζε να αναπαύονται καλά τα σ’ρέντιτ. Σ’ αυτό ήταν ανένδοτη, παρά τις επιθυμίες του Λούκα. Οι άνδρες έκαναν όντως αυτό που τους έλεγες, όταν δεν τους άφηνες την παραμικρή αμφιβολία πως οτιδήποτε άλλο ήταν αδιανόητο. Συνήθως.
Λίγο πριν από το τσαλαπατημένο, ξερό γρασίδι, η Νυνάβε σταμάτησε και γύρισε για να αντικρίσει τους δύο Σιναρανούς. Πήρε γαλήνια έκφραση, όμως αυτό φάνηκε να τους κάνει επιφυλακτικούς, και δυστυχώς στην περίπτωση του Ούνο εκδηλωνόταν με το να παίζει με την καλύπτρα του, με τρόπο που έκανε τη Νυνάβε να νιώθει αναγούλα. Οι άνθρωποι που πήγαιναν ή γυρνούσαν από την παράσταση δεν τους έδιναν καμία σημασία.
«Τότε δεν θα το κάνετε ούτε για τον Μασέμα, ούτε για τον Γκάλαντ», είπε με σταθερή φωνή. «Αν είναι να ταξιδέψετε μαζί μου, θα κάνετε ό,τι λέω εγώ, αλλιώς σηκωθείτε και φύγετε, γιατί τότε δεν σας θέλω μαζί μου».
Φυσικά, έπρεπε να κοιταχτούν μεταξύ τους, προτού νεύσουν πως συμφωνούσαν. «Αν πρέπει να γίνει έτσι, που να καεί», μούγκρισε ο Ούνο, «τότε εντάξει. Αν δεν έχεις κάποιον να σε προσέχει, δεν θα ζήσεις αρκετά για να βρεις τον Άρχοντα Δράκοντα. Που να καεί, θα βρεθεί κάποιος προβατόσπλαχνος αγρότης να σε κάνει τ’ αλατιού, με τη γλώσσα που έχεις». Ο Ράγκαν του έριξε ένα μουδιασμένο βλέμμα, που έλεγε ότι συμφωνούσε μ’ όλα αυτά, αλλά αμφέβαλε αν ήταν συνετό εκ μέρους του Ούνο να τα εκφράσει. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο Ράγκαν είχε τα φόντα για να γίνει σοφός κάποτε.
Αφού δέχονταν τους όρους της, δεν είχε σημασία ο λόγος που τους δέχονταν. Προς το παρόν. Αργότερα θα είχε το χρόνο να τους το ξεκαθαρίσει.
«Είμαι σίγουρος ότι θα συμφωνήσουν και οι άλλοι», είπε ο Ράγκαν.
«Άλλοι;» είπε αυτή, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. «Εννοείς ότι δεν είστε μονάχα εσείς οι δύο; Πόσοι είστε;»
«Τώρα είμαστε μονάχα δεκαπέντε. Ο Μπάρτου και ο Νένγκαρ δεν νομίζω να έρθουν».
«Πάνε με τα νερά του καμένου του Προφήτη». Ο Ούνο γύρισε το κεφάλι και έφτυσε με δύναμη. «Μονάχα δεκαπέντε. Ο Σαρ έπεσε από το γκρεμό στα βουνά, και ο Μεντάο πήγε κι έμπλεξε σε μια καμένη μονομαχία με τρεις Κυνηγούς του Κέρατος, και...»
Η Νυνάβε πάσχιζε να μην ανοίξει το στόμα της από την έκπληξη, και δεν άκουγε. Δεκαπέντε! Άθελά της, άρχισε να υπολογίζει στο νου της πόσο θα κόστιζε να ταΐζουν δεκαπέντε άνδρες. Ακόμα κι όταν δεν πεινούσαν πολύ, ο Θομ και ο Τζούιλιν έτρωγαν ο καθένας μόνος του περισσότερο από τις δυο τους. Μα το Φως!
Από την άλλη μεριά, με δεκαπέντε Σιναρανούς στρατιώτες, δεν υπήρχε λόγος να περιμένουν πλοίο. Το ποταμόπλοιο ήταν σίγουρα ο ταχύτερος τρόπος να ταξιδέψεις —τώρα θυμόταν πού είχε ακούσει για το Σαλιντάρ· ήταν παραποτάμια πόλη ή κοντά σε ποτάμι· ένα πλοίο θα τους πήγαινε κατευθείαν εκεί― αλλά με συνοδεία Σιναρανών, η άμαξα θα ήταν εξίσου προστατευμένη, είτε από Λευκομανδίτες είτε από ληστές είτε από οπαδούς του Προφήτη. Αλλά πολύ πιο αργή. Πέραν τούτου, μια μοναχική άμαξα που θα έφευγε από τη Σαμάρα με τέτοια συνοδεία, σίγουρα θα ξεχώριζε. Θα ήταν σαν ταμπέλα για τη Μογκέντιεν ή για το Μαύρο Άτζα. Θα αφήσω τις Γαλάζιες να ασχοληθούν μ’ αυτό, τελεία και παύλα!
«Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε ο Ράγκαν, και ο Ούνο πρόσθεσε απολογητικά, «Κακώς ανέφερα πώς πέθανε ο Σακάρου». Σακάρου; Πρέπει να είχε μιλήσει γι’ αυτόν όταν αυτή είχε σταματήσει να τον ακούει. «Δεν περνώ πολύ καιρό, που να κα― κοντά σε κυρίες. Ξέχασα ότι εσείς έχετε αδύνατο στομ― ε, θέλω να πω, είστε λεπτεπίλεπτες». Αν δεν σταματούσε να τραβά εκείνη την καλύπτρα, θα του έδειχνε πόσο λεπτεπίλεπτη ήταν.
Ο αριθμός τους δεν άλλαζε τίποτα. Αν ήταν καλό να έχει μαζί δύο Σιναρανούς, ήταν θαυμάσιο να έχει δεκαπέντε. Τον προσωπικό της στρατό. Δεν θα χρειαζόταν πια να σκάει για Λευκομανδίτες ή ληστές ή ταραχές ή μήπως είχε κάνει λάθος για τον Γκάλαντ. Πόσα χοιρομέρια έτρωγαν τη μέρα δεκαπέντε άνδρες; Σταθερή φωνή. «Ωραία λοιπόν. Κάθε βράδυ, μόλις σκοτεινιάσει, ένας από σας —ένας, προσέχτε τι σας λέω!― θα έρχεται εδώ και θα ζητά τη Νάνα. Μ’ αυτό το όνομα με ξέρουν». Δεν είχε λόγο γι’ αυτή τη διαταγή, παρά μόνο για να συνηθίσουν να κάνουν αυτά που θα τους έλεγε. «Η Ηλαίην έχει το όνομα Μορέλιν, αλλά εσείς θα ζητάτε τη Νάνα. Αν χρειαστείτε νομίσματα, ελάτε σε μένα, μην πάτε στον Μασέμα». Έπνιξε ένα μορφασμό, καθώς τα λόγια έβγαιναν από το στόμα της. Υπήρχε ακόμα χρυσάφι στην εστία της άμαξας, αλλά ο Λούκα δεν είχε απαιτήσει ακόμα τις εκατό χρυσές κορώνες, και θα τις ζητούσε. Υπήρχαν όμως και τα κοσμήματα, για ώρα ανάγκης. Έπρεπε να φροντίσει να ξεκόψουν από τον Μασέμα. «Κατά τα άλλα, κανείς σας δεν θα με πλησιάσει ούτε θα έρθει στην παράσταση». Αν δεν τους το είχε πει αυτό, μάλλον θα έβαζαν φρουρό ή θα έκαναν καμιά ανάλογη ανοησία. «Εκτός αν φτάσει ποταμόπλοιο. Σ’ αυτή την περίπτωση, ελάτε τρέχοντας την ίδια στιγμή. Με καταλαβαίνετε;»
«Όχι», μουρμούρισε ο Ούνο. «Γιατί, που να καεί, πρέπει να είμαστε μακριά σου-;» Το κεφάλι του τινάχτηκε, όταν το απειλητικό δάχτυλο της παραλίγο θα άγγιζε τη μύτη του.
«Ξέχασες τι σου είπα για τη γλώσσα σου;» Πίεσε τον εαυτό της να τον κοιτάξει ήρεμα· η καλύπτρα με το αγριωπό κόκκινο μάτι της έφερνε ταραχή στο στομάχι. «Αν το ξέχασες, θα μάθεις γιατί οι άνδρες στους Δύο Ποταμούς μιλάνε γλυκά κι ωραία».
Τον είδε να το συλλογίζεται. Ο Ούνο δεν ήξερε ποια ήταν η σχέση της με τον Λευκό Πύργο, ήξερε μόνο ότι υπήρχε. Μπορεί να ήταν πράκτορας του Πύργου ή εκπαιδευμένη στον Πύργο. Ή ακόμα και Άες Σεντάι, αν και σ’ αυτή την περίπτωση δεν φορούσε πολύ καιρό το επώμιο. Επίσης, η απειλή ήταν αρκετά αόριστη και θα του επέτρεπε να την ερμηνεύσει με το χειρότερο τρόπο. Είχε μάθει αυτή την τεχνική πολύ πριν ακούσει τον Τζούιλιν να την αναφέρει στην Ηλαίην.
Όταν ο Ούνο έδειξε ότι είχε καταλάβει —και προτού της κάνει κάποια ερώτηση― η Νυνάβε κατέβασε το χέρι. «Θα είστε μακριά για τον ίδιο λόγο με τον Γκάλαντ. Για να μην τραβήξετε την προσοχή. Όσο για τα υπόλοιπα, θα τα κάνετε επειδή το λέω εγώ. Αν πρέπει να σας εξηγώ κάθε απόφαση, δεν θα προλαβαίνω να κάνω τίποτα άλλο, άρα πρέπει να το δεχθείτε».
Ήταν κι αυτό ένα σχόλιο κατάλληλο για Άες Σεντάι. Εκτός αυτού, δεν είχαν άλλη επιλογή, αν ήθελαν να τη βοηθήσουν να βρει τον Ραντ, όπως νόμιζαν, κάτι που σήμαινε ότι δεν είχαν άλλη επιλογή. Εν γένει, ένιωθε ικανοποιημένη με τον εαυτό της, καθώς τους έκανε νόημα να πισωγυρίσουν στη Σαμάρα, ενώ αυτή στρεφόταν, για να διασχίσει το πλήθος, περνώντας κάτω από την ταμπέλα με το όνομα του Βάλαν Λούκα.
Δοκίμασε έκπληξη βλέποντας ότι είχαν άλλο ένα άτομο στην παράσταση. Σε μια καινούρια εξέδρα, όχι πολύ μακριά από την είσοδο, μια γυναίκα με αραχνοΰφαντο κίτρινο παντελόνι στεκόταν στο κεφάλι της, με τα χέρια απλωμένα δεξιά κι αριστερά, κρατώντας δυο λευκά περιστέρια σε κάθε χέρι. Όχι, δεν στεκόταν στο κεφάλι. Είχε ένα είδος ξύλινου πλαισίου που το έσφιγγε με τα δόντια της, πάνω στο οποίο ισορροπούσε. Καθώς η Νυνάβε την παρακολουθούσε εμβρόντητη, η παράξενη ακροβάτισσα χαμήλωσε τα χέρια στην εξέδρα για μια στιγμή, ενώ διπλωνόταν στα δύο, και στο τέλος φάνηκε να κάθεται στο κεφάλι της. Ακόμα κι αυτό δεν ήταν αρκετό. Τα πόδια της λύγισαν προς τα κάτω, μπροστά της, και μετά ξανανέβηκαν, περνώντας κάτω από τα μπράτσα της, και τότε αυτή άφησε τα περιστέρια στις αναποδογυρισμένες πατούσες της, που ήταν το υψηλότερο μέρος του στρεβλωμένου κόμπου, τον οποίο είχε σχηματίσει με το κορμί της. Οι θεατές αναφώνησαν και χειροκρότησαν, όμως το θέαμα έκανε τη Νυνάβε να ανατριχιάσει. Θύμιζε έντονα αυτό που της είχε κάνει η Μογκέντιεν.
Δεν είναι αυτός ο λόγος που θέλω να αφήσω να το αναλάβουν οι Γαλάζιες, σκέφτηκε. Απλώς δεν θέλω να ξαναπροκαλέσω καταστροφή. Αυτό ήταν αλήθεια, αλλά επίσης φοβόταν ότι την επόμενη φορά δεν θα γλίτωνε τόσο εύκολα, τόσο φτηνά. Δεν θα το παραδεχόταν σε άλλο άνθρωπο. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί ούτε στον εαυτό της.
Έριξε μια τελευταία απορημένη ματιά στη γυναίκα-κόμπο —δεν μπορούσε ούτε να καταλάβει τι είχε σχηματίσει τώρα στρεβλώνοντας το κορμί της― και γύρισε να φύγει. Και ξαφνιάστηκε βλέποντας την Ηλαίην και τη Μπιργκίτε να εμφανίζονται ξαφνικά στο πλευρό της μέσα από το πυκνό πλήθος. Η Ηλαίην φορούσε ένα μανδύα που κάλυπτε με ευπρέπεια το λευκό σακάκι και το παντελόνι της· η Μπιργκίτε σχεδόν επιδείκνυε την κόκκινη εσθήτα της με το βαθύ ντεκολτέ. Το «σχεδόν» ήταν περιττό. Η Μπιργκίτε στεκόταν με κορμί ακόμα πιο στητό απ’ όσο συνήθως, και είχε ρίξει την πλεξούδα στη ράχη για να μην έχει ούτε εκείνη τη λιγοστή κάλυψη. Η Νυνάβε άγγιξε τον κόμπο του επώμιού της και ευχήθηκε να μην της θύμιζε η Μπιργκίτε πόσο θα αποκάλυπτε και η ίδια το κορμί της όταν θα έβγαζε το γκρίζο μάλλινο ρούχο. Η άλλη είχε τη φαρέτρα να κρέμεται από τη ζώνη της, και κρατούσε το τόξο που της είχε βρει ο Λούκα. Μα θα πρέπει να ήταν πια περασμένη ώρα και δεν θα προλάβαιναν να κάνουν την επίδειξη τοξοβολίας.
Με μια ματιά στον ουρανό, η Νυνάβε κατάλαβε ότι είχε λάθος. Παρ’ όλα όσα είχαν συμβεί, ο ήλιος ακόμα στεκόταν ψηλά πάνω από τον ορίζοντα. Οι σκιές μάκραιναν, αλλά, όπως υποψιάστηκε, όχι τόσο ώστε να αποτρέψουν την Μπιργκίτε.
Για να μην καταλάβουν ότι είχε κοιτάξει τον ήλιο, έκανε νόημα προς τη γυναίκα με το αραχνοΰφαντο παντελόνι, που τώρα είχε αρχίσει να στρίβει το κορμί της σε ένα σχήμα που η Νυνάβε ήξερε ότι ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί. Ενώ ακόμα ισορροπούσε στηριγμένη στα δόντια. «Από πού ήρθε αυτή;»
«Την προσέλαβε ο Λούκα», απάντησε γαλήνια η Μπιργκίτε. «Αγόρασε και μερικές λεοπαρδάλεις. Το όνομά της είναι Μιούελιν».
Αν η Μπιργκίτε ήταν όλο ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση, η Ηλαίην σχεδόν ριγούσε από πάθος. «Από πού ήρθε;» είπε, σχεδόν μπερδεύοντας τα λόγια της. «Ήρθε από ένα θηριοτροφείο που παραλίγο θα το ισοπέδωνε ο όχλος!»
«Το άκουσα», είπε η Νυνάβε, «αλλά δεν έχει σημασία. Το―»
«Δεν έχει σημασία!» Η Ηλαίην κοίταξε αγανακτισμένη στα ουράνια, σαν να ζητούσε καθοδήγηση. «Μήπως άκουσες και το λόγο; Δεν ξέρω αν ήταν Λευκομανδίτες ή αυτός ο Προφήτης, αλλά κάποιος ξεσήκωσε τον όχλο, νομίζοντας ότι...» Κοίταξε γύρω χωρίς να σταματήσει να μιλά και χαμήλωσε τη φωνή της· ο κόσμος δεν σταματούσε, όμως όλοι κοίταζαν δύο γυναίκες που στέκονταν εκεί και ήταν προφανώς καλλιτέχνες του θηριοτροφείου. «...κάποια γυναίκα στην παράσταση ίσως φορούσε επώμιο». Τόνισε με σημασία την τελευταία λέξη. «Είναι βλάκες αν νομίζουν ότι μια τέτοια θα ταξίδευε με περιπλανώμενο θηριοτροφείο, αλλά βέβαια εγώ κι εσύ αυτό κάνουμε. Κι εσύ σηκώνεσαι και τρέχεις στην πόλη χωρίς να πεις λέξη σε κανέναν. Και τι δεν ακούσαμε: άλλος έλεγε ότι ένας φαλακρός σε πήρε στον ώμο κι έφυγε, άλλος ότι φίλησες έναν Σιναρανό και το έσκασες αγκαζέ μαζί του».
Η Νυνάβε ακόμα έχασκε, όταν η Μπιργκίτε πρόσθεσε, «Ο Λούκα αναστατώθηκε, όποια κι αν ήταν η αλήθεια. Είπε...» Ξερόβηξε, για να καθαρίσει το λαιμό της, κι έκανε τη φωνή της βαθιά. «“Άρα της αρέσουν οι σκληροί άνδρες, ε; Ε, λοιπόν, μπορώ να γίνω σκληρός σαν καλαμπόκι το χειμώνα!” Και ξεκίνησε, παίρνοντας μαζί του δυο παλικάρια με πλάτες σαν τους λατόμους του σ’Γκάντιν, για να σε φέρουν πίσω. Πήγαν επίσης μαζί ο Θομ Μέριλιν και ο Τζούιλιν Σάνταρ, αναστατωμένοι κι αυτοί. Αυτό δεν βοήθησε να ηρεμήσει ο Λούκα, όμως ήταν όλοι τόσο αναστατωμένοι για σένα, που δεν είχαν περιθώριο για θυμούς μεταξύ τους».
Για μια στιγμή, η Νυνάβε έμεινε να κοιτάζει μπερδεμένη. Της άρεσαν οι σκληροί άνδρες; Τι μπορεί να σήμαινε..; Σιγά-σιγά το κατάλαβε και τότε βόγκηξε. «Ωχ, αυτό μου έλειπε τώρα». Κι ο Θομ κι ο Τζούιλιν έτρεχαν στη Σαμάρα. Το Φως μόνο ήξερε σε τι μπελάδες θα έμπλεκαν.
«Και πάλι θέλω να μάθω τι πήγες να κάνεις», είπε η Ηλαίην, «αλλά χάνουμε χρόνο εδώ».
Η Νυνάβε τις άφησε να τη σύρουν στο πλήθος, βάζοντάς την ανάμεσά τους, αλλά ακόμα και με τα νέα για τον Λούκα και τους άλλους, ένιωθε ικανοποιημένη με όσα είχε κάνει εκείνη τη μέρα. «Με λίγη τύχη, θα έχουμε φύγει από δω μέσα σε μια-δυο μέρες. Αν δεν μας βρει πλοίο ο Γκάλαντ, θα μας βρει ο Μασέμα. Όπως αποδείχθηκε, αυτός είναι ο Προφήτης. Ηλαίην, τον θυμάσαι τον Μασέμα. Εκείνος ο Σιναρανός με το ξινισμένο πρόσωπο που είδαμε―» Η Νυνάβε συνειδητοποίησε ότι η Ηλαίην είχε σταματήσει και στάθηκε να την περιμένει.
«Ο Γκάλαντ;» είπε δύσπιστα η νεότερη γυναίκα, ξεχνώντας να κρατήσει το μανδύα της κλειστό. «Είδες ― μίλησες με τον Γκάλαντ; Και με τον Προφήτη; Και βέβαια, αλλιώς πώς προσπαθούν να μας βρουν σκάφος; Ήπιες τσάι μαζί τους ή μήπως απλώς τους πέτυχες σε καμιά κοινή αίθουσα; Σίγουρα αυτά έγιναν εκεί που σε πήγε ο φαλακρός. Μήπως ήταν εκεί και ο Βασιλιάς της Γκεάλνταν; Μπορείς να με πείσεις, σε παρακαλώ, ότι ονειρεύομαι, για να ξυπνήσω;»
«Σύνελθε», είπε με σταθερή φωνή η Νυνάβε. «Έχουν βασίλισσα τώρα, όχι βασιλιά, και, ναι, ήταν κι αυτή εκεί. Δεν ήταν φαλακρός· είχε κότσο στην κορυφή του κεφαλιού. Ο Σιναρανός εννοώ. Όχι ο Προφήτης. Ο Προφήτης είναι φαλακρός σαν―» Αγριοκοίταξε την Μπιργκίτε, ώσπου εκείνη σταμάτησε να χαχανίζει. Η αγριάδα στο βλέμμα υποχώρησε, μόλις η Νυνάβε θυμήθηκε ποια αγριοκοίταζε και τι της είχε κάνει, αλλά, αν η Μπιργκίτε δεν είχε πάψει, τότε θα έβλεπαν αν μπορούσε να χαστουκίσει τη Μπιργκίτε. Συνέχισαν να περπατούν, και η Νυνάβε είπε, όσο πιο ήρεμα μπορούσε, «Να τι συνέβη. Είδα τον Ούνο, έναν από τους Σιναρανούς που ήταν στο Φάλμε, ενώ σε παρακολουθούσε να υψοπερπατάς, Ηλαίην. Παρεμπιπτόντως, όπως κι εμένα, ούτε κι αυτού του αρέσει να δείχνει τα πόδια της η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ. Τέλος πάντων, η Μουαραίν τους έστειλε εδώ μετά το Φάλμε, αλλά...»
Αφηγήθηκε γοργά τα πάντα, καθώς διέσχιζαν το πλήθος, κόβοντας απότομα την Ηλαίην, η οποία αναφωνούσε όλο και πιο δύσπιστα, απαντώντας στις ερωτήσεις τους όσο πιο λιγόλογα μπορούσε. Παρά το γρήγορο ενδιαφέρον για τις αλλαγές στο θρόνο της Γκεάλνταν, η Ηλαίην συγκέντρωσε την προσοχή της στο τι ακριβώς είχε πει ο Γκάλαντ και γιατί η Νυνάβε ήταν τόσο ανόητη, ώστε να έχει προσεγγίσει τον Προφήτη, όποιος κι αν ήταν αυτός. Εκείνη η λέξη —«ανόητη»― εμφανιζόταν τόσο συχνά, που η Νυνάβε αναγκάστηκε να βάλει γερό χαλινάρι στα νεύρα της. Ίσως αμφέβαλλε για το αν μπορούσε να χαστουκίσει την Μπιργκίτε, αλλά η Ηλαίην δεν είχε τέτοια προστασία, ανεξάρτητα από το αν ήταν Κόρη-Διάδοχος. Μερικές επαναλήψεις ακόμα, και η μικρή θα το ανακάλυπτε. Η Μπιργκίτε ενδιαφερόταν περισσότερο για τις προθέσεις του Μασέμα από τη μια και των Σιναρανών από την άλλη. Απ’ ό,τι φαινόταν, είχε ανταμώσει Μεθορίτες σε προηγούμενες ζωές της, αν και τα έθνη τους είχαν αλλιώτικα ονόματα, και γενικά είχε καλή γνώμη γι’ αυτούς. Δεν έλεγε πολλά, αλλά έδειχνε να εγκρίνει ότι η Νυνάβε είχε κρατήσει τους Σιναρανούς.
Η Νυνάβε περίμενε ότι θα ταράζονταν με την είδηση για το Σαλιντάρ, ότι θα ενθουσιάζονταν, οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που συνέβη. Η Μπιργκίτε το πήρε για δεδομένο, σαν να της είχε πει ότι το βράδυ θα δειπνούσαν με τον Θομ και τον Τζούιλιν. Προφανώς, σκόπευε να πάει όπου θα πήγαινε η Ηλαίην, και τα υπόλοιπα δεν είχαν σημασία. Η Ηλαίην φαινόταν να αμφιβάλλει. Να αμφιβάλλει!
«Είσαι σίγουρη; Δοκίμασες τόσο σκληρά να θυμηθείς, και... Να, φαίνεται υπερβολικά μεγάλη τύχη να στο αναφέρει συμπτωματικά ο Γκάλαντ».
Η Νυνάβε την αγριοκοίταξε. «Φυσικά και είμαι σίγουρη. Υπάρχουν και συμπτώσεις. Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει, όπως ίσως έχεις ακούσει. Θυμάμαι τώρα που το είχε αναφέρει και στη Σιέντα, αλλά μέσα στην ανησυχία μου για τη δική σου ανησυχία για τον Γκάλαντ, δεν―» Σταμάτησε απότομα.
Είχαν φτάσει σε μια μακριά, στενή περιοχή κοντά στον βόρειο τοίχο, που την έκλειναν σχοινιά. Στη μια άκρη έστεκε κάτι σαν τμήμα ξύλινου φράχτη, πλάτους δύο βημάτων και ύψους άλλων δύο. Άνθρωποι στεκόταν στα σκοινιά, σε βάθος τεσσάρων σειρών, με παιδιά να σκύβουν μπροστά, να κρατούν τους πατέρες τους από τα πόδια ή τις μητέρες από τα φουστάνια. Αχός ακούστηκε, καθώς εμφανίστηκαν οι τρεις γυναίκες. Η Νυνάβε θα σταματούσε επιτόπου, όμως η Μπιργκίτε την είχε από το μπράτσο και ή θα περπατούσε ή θα την έσερναν.
«Νόμιζα ότι πηγαίναμε στην άμαξα», είπε ξεψυχισμένα. Όπως μιλούσε απορροφημένη, δεν είχε προσέξει πού πήγαιναν.
«Όχι, εκτός αν θες να σημαδέψω στο σκοτάδι», αποκρίθηκε η Μπιργκίτε. Φαινόταν πρόθυμη να δοκιμάσει.
Η Νυνάβε ευχήθηκε να είχε πει κάτι άλλο εκτός από τη στριγκή κραυγούλα που άφησε. Το κομμάτι του φράχτη γέμιζε το βλέμμα της καθώς προχωρούσαν στον ανοιχτό χώρο, παραμερίζοντας τους θεατές. Ακόμα και τα μουρμουρητά που δυνάμωναν, ακούγονταν απόμακρα. Ο φράχτης έμοιαζε να απέχει ένα μίλι από κει που θα στεκόταν η Μπιργκίτε.
«Είσαι σίγουρη ότι ορκίστηκε στη... μητέρα μας;» ζήτησε να μάθει με ξινό ύφος η Ηλαίην. Της φαινόταν δυσάρεστο να αναγνωρίζει τον Γκάλαντ για αδελφό της, έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο.
«Τι; Ναι. Αυτό δεν είπα; Ακου. Αφού ο Λούκα είναι στην πόλη, δεν θα μάθει αν το κάναμε αυτό το πράγμα, παρά μόνο όταν θα είναι πολύ αργά για να...» Η Νυνάβε ήξερε ότι παραμιλούσε, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει τη γλώσσα της. Με κάποιον τρόπο, δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο μακριά ήταν τα εκατό βήματα. Στους Δύο Ποταμούς, οι ενήλικες πάντα έριχναν σε στόχους από διπλή απόσταση. Αλλά, βέβαια, κανείς από εκείνους τους στόχους δεν ήταν ποτέ η Νυνάβε. «Θέλω να πω, είναι πολύ αργά. Οι σκιές... Η αντηλιά... Πρέπει να το κάνουμε το πρωί. Που το φως θα είναι―»
«Αν ορκίστηκε σ’ αυτήν», μπήκε στη μέση η Ηλαίην, σαν να μην άκουγε, «τότε θα τηρήσει την υπόσχεσή του, ό,τι και να γίνει. Θα προτιμούσε να πατήσει όρκο για τη σωτηρία και την αναγέννηση του, παρά αυτόν. Νομίζω... όχι, ξέρω ότι μπορούμε να τον εμπιστευτούμε». Δεν έδειχνε να της αρέσει αυτό.
«Το φως είναι μια χαρά», είπε η Μπιργκίτε και η γαλήνια φωνή της είχε μια υποψία γέλιου. «Μπορεί να το δοκιμάσω με δεμένα τα μάτια. Νομίζω ότι αυτός ο κόσμος θα θέλει να μοιάζει το νούμερο δύσκολο».
Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα, αλλά δεν ακούστηκε τίποτα. Αυτή τη φορά, θα της αρκούσε κι ένα κρώξιμο. Η Μπιργκίτε απλώς έκανε ένα ανούσιο αστείο. Σίγουρα αστειευόταν.
Την ακούμπησαν με την πλάτη στον πρόχειρο ξύλινο φράχτη και η Ηλαίην άρχισε να λύνει τον κόμπο του επωμίου, ενώ η Μπιργκίτε γύριζε από κει που είχαν έρθει, τραβώντας ένα βέλος από τη φαρέτρα της.
«Αυτή τη φορά έκανες στ’ αλήθεια χαζομάρα», μουρμούρισε η Ηλαίην. «Είμαι σίγουρη ότι μπορούμε να εμπιστευτούμε τον όρκο του Γκάλαντ, όμως δεν μπορούσες να ξέρεις από πριν τι θα έκανε. Μην πω που πήγες να βρεις τον Προφήτη!» Τράβηξε απότομα το επώμιο από τους ώμους της Νυνάβε. «Γι’ αυτόν αποκλείεται να είχες την παραμικρή ιδέα τι θα μπορούσε να κάνει. Ανησύχησες τους πάντες και διακινδύνευσες τα πάντα!»
«Το ξέρω», κατάφερε να ξεστομίσει η Νυνάβε. Είχε τον ήλιο στα μάτια· δεν μπορούσε πια να δει καθόλου την Μπιργκίτε. Αλλά η Μπιργκίτε μπορούσε να τη δει. Φυσικά και μπορούσε. Αυτό ήταν το σημαντικό.
Η Ηλαίην την κοίταξε καχύποπτα. «Το ξέρεις;»
«Ξέρω ότι διακινδύνευσα τα πάντα. Έπρεπε να σου μιλήσω, να σε ρωτήσω. Ξέρω ότι ήμουν ανόητη. Δεν πρέπει να μ’ αφήνουν να κυκλοφορώ μόνη μου». Αρχισε να τα λέει ξέπνοα, σαν ποτάμι. Η Μπιργκίτε μπορούσε να τη δει.
Η υποψία έγινε ανησυχία. «Είσαι καλά; Αν πράγματι δεν θέλεις να το κάνεις...»
Η Ηλαίην νόμιζε ότι η Νυνάβε φοβόταν. Δεν μπορούσε, δεν έπρεπε να το επιτρέψει αυτό. Άφησε ένα ψεύτικο χαμόγελο, ευχήθηκε να μην έδειχναν τόσο πλατιά τα μάτια της. Ένιωθε την επιδερμίδα του προσώπου της τεντωμένη. «Φυσικά και θέλω. Για να πω την αλήθεια, ανυπομονώ να το κάνω».
Η Ηλαίην την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια με αμφιβολία, αλλά στο τέλος ένευσε. «Είσαι σίγουρη για το Σαλιντάρ;»
Δεν περίμενε απάντηση, αλλά έτρεξε στην άκρη, διπλώνοντας το επώμιο. Για κάποιο λόγο, η Νυνάβε δεν μπόρεσε να νιώσει αγανάκτήση για την ερώτηση, ούτε για το ότι η Ηλαίην δεν είχε καθίσει να περιμένει. Ανάσαινε τόσο γοργά, που ήταν έτοιμη να ξεχυθεί από το βαθύ ντεκολτέ, αλλά ακόμα κι αυτή η σκέψη δεν αρκούσε για να τη σταματήσει. Ο ήλιος τής γέμιζε το βλέμμα· αν μισόκλεινε τα μάτια, ίσως έβλεπε αμυδρά την Μπιργκίτε, όμως τα μάτια της είχαν δική τους βούληση και πλάταιναν συνεχώς. Τώρα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ήταν η τιμωρία για τα ανόητα ρίσκα της. Κατάφερε μόνο να νιώσει μια μικρή ενόχληση, επειδή την τιμωρούσαν τώρα που είχε κανονίσει τα πάντα τόσο καλά. Και η Ηλαίην δεν την πίστευε καν για το Σαλιντάρ! Θα έπρεπε να το δεχθεί στωικά. Θα―
Σαν να είχε εμφανιστεί από το πουθενά, ένα βέλος καρφώθηκε μ’ ένα δυνατό ντουκ στο ξύλο, δονούμενο δίπλα στο δεξί της καρπό. Μόλις που κατάφερε να μην αφήσει τα γόνατά της να λυγίσουν. Ένα δεύτερο βέλος χάιδεψε τον άλλο καρπό της, κάνοντάς την να βγάλει μια ακόμα πιο ψιλή κραυγούλα. Ήταν εξίσου ανήμπορη να μείνει σιωπηλή, όσο και να σταματήσει τα βέλη της Μπιργκίτε. Βέλος το βέλος, οι κραυγούλες γίνονταν ολοένα και πιο ψιλές και της φάνηκε ότι το πλήθος επευφημούσε τις φωνές της. Όσο πιο δυνατά τσίριζε, τόσο πιο δυνατά ζητωκραύγαζαν και χειροκροτούσαν. Όταν τα βέλη είχαν σχηματίσει το περίγραμμα της από τα γόνατα ως το κεφάλι, οι επευφημίες ήταν βροντερές. Η αλήθεια ήταν ότι στο φινάλε ένιωσε κάποια ενόχληση, όταν το πλήθος χίμηξε να μαζευτεί γύρω από την Μπιργκίτε, αφήνοντάς την να στέκεται εκεί, ατενίζοντας τα φτερά των βελών ολόγυρα της. Μερικά έτρεμαν ακόμα. Η ίδια έτρεμε ακόμα.
Ξεκόλλησε από το φράχτη και πήρε δρόμο για τις άμαξες όσο πιο γοργά μπορούσε, προτού προσέξει κανείς πώς τρέκλιζαν τα πόδια της. Όχι ότι την πρόσεχε κανείς. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να σταθεί εκεί και να προσευχηθεί μην τυχόν και φτερνιζόταν η Μπιργκίτε ή την έπιανε καμιά φαγούρα. Κι αύριο θα έπρεπε να το ξανακάνει απ’ την αρχή. Ή θα το έκανε ή θα έλεγε στην Ηλαίην —και, το χειρότερο, στην Μπιργκίτε― ότι δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα.
Όταν ήρθε εκείνο το βράδυ ο Ούνο να ζητήσει τη Νάνα, του είπε απερίφραστα να κεντρίσει όσο τολμούσε τον Μασέμα και να βρει τον Γκάλαντ και να του πει ότι έπρεπε να βρει πλοίο γρήγορα, με κάθε μέσο. Και μετά ξάπλωσε στο κρεβάτι χωρίς να φάει και προσπάθησε να πιστέψει πως μπορούσε να πείσει την Ηλαίην και την Μπιργκίτε ότι ήταν άρρωστη και δεν μπορούσε να σταθεί στο φράχτη. Αλλά ήταν σίγουρη ότι θα καταλάβαιναν ποια ήταν η αρρώστιά της. Η Μπιργκίτε θα την κοίταζε με συμπόνια κι αυτό χειροτέρευε τα πράγματα. Κάποιος απ’ αυτούς τους ανόητους τους άνδρες έπρεπε να βρει πλοίο!