12 Μια Παλιά Πίπα

Μια σπιλιάδα του ανέμου που γέμισε στροβίλους σκόνης το Λαγκαρντινό δρομάκι, χτύπησε το βελούδινο καπέλο του Γκάρεθ Μπράυν, ρίχνοντας το κάτω από μια άμαξα που προχωρούσε βαρυφορτωμένη. Μια ρόδα με σιδερένιο τσέρκι το έλιωσε στον σκληρό πηλό του δρόμου, αφήνοντας ένα πατημένο κουρελάκι πίσω της. Εκείνος για μια στιγμή έμεινε να το κοιτάζει, κι ύστερα συνέχισε το δρόμο του. Στο κάτω-κάτω είχε γεμίσει λεκέδες στο ταξίδι, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του. Το μεταξωτό σακάκι του είχε γεμίσει σκόνη πολύ προτού φτάσει στο Μουράντυ· το ξεσκόνιζε και δεν άλλαζε τίποτα, όταν θυμόταν να κάνει τον κόπο. Τώρα το χρώμα του πλησίαζε στο καφέ παρά στο αρχικό γκρίζο. Θα ’πρεπε να βρει κάτι πιο απλό. Δεν πήγαινε σε χορό δα.

Κάνοντας ελιγμούς ανάμεσα στις άμαξες που αγκομαχούσαν στο γεμάτο αυλακιές δρόμο, αγνόησε τις βλαστήμιες, με τις οποίες τον περιέλουσαν οι αμαξάδες —ένας καλός στρατιώτης θα έβρισκε καλύτερες, ακόμα και μισοκοιμισμένος― και τρύπωσε σε ένα πανδοχείο με κόκκινη στέγη που λεγόταν Το Κάθισμα της Άμαξας. Η ζωγραφιά στην ταμπέλα έδινε συγκεκριμένο νόημα στο όνομα.

Η κοινή αίθουσα ήταν σαν κάθε άλλη κοινή αίθουσα που είχε δει στο Λάγκαρντ, γεμάτη αμαξάδες και φύλακες εμπόρων πλάι σε σταβλίτες, πεταλωτές, εργάτες, κόσμο κάθε λογής που μιλούσαν και γελούσαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν, ενώ έπιναν όσο πιο πολύ μπορούσαν, με το ένα χέρι να κρατά το κύπελλο και το άλλο έτοιμο να χάϊδέψει τις σερβιτόρες. Η αλήθεια ήταν πως δεν διέφερε πολύ από τις άλλες κοινές αίθουσες και τα καπηλειά πολλών άλλων πόλεων, αν και συνήθως τα άλλα ήταν πιο ήσυχα. Μια τροφαντούλα νεαρή, με μπλούζα που κινδύνευε να διαλυθεί, χόρευε άτσαλα και τραγουδούσε ανεβασμένη σ’ ένα τραπέζι σε μια πλευρά του δωματίου, με την υποτιθέμενη μουσική υπόκρουση δύο φλάουτων κι ενός δωδεκάχορδου μπίτερν.

Ο Γκάρεθ δεν είχε μουσικό αυτί, αλλά κοντοστάθηκε μια στιγμή για να χαρεί το τραγούδι της· από την εμπειρία του, θα την καλοδέχονταν σε οποιοδήποτε στρατόπεδο. Αλλά βέβαια θα την καλοδέχονταν, ακόμα κι αν δεν μπορούσε να τραγουδήσει ούτε νότα. Με τέτοια μπλούζα που φορούσε, δεν θα αργούσε να δεχθεί πρόταση γάμου.

Ο Τζόνι και ο Μπάριμ βρίσκονταν ήδη εκεί και ο όγκος του Τζόνι είχε βοηθήσει να βρουν τραπέζι μόνο γι’ αυτούς, παρά τα αραιά μαλλιά του και τον επίδεσμο που φορούσε ακόμα γύρω από τους κροτάφους του. Άκουγαν την κοπέλα που τραγουδούσε. Ή τουλάχιστον την χάζευαν, Ο Γκάρεθ τους άγγιξε στον ώμο και τους έκανε νόημα προς μια πλαϊνή πόρτα που έβγαζε στη μάντρα του στάβλου, όπου ένας κατσούφης, αλλήθωρος ιπποκόμος τούς έφερε τα άλογά τους για τρεις ασημένιες πέννες. Πριν από ένα χρόνο, τόσα θα είχε δώσει ο Μπράυν για να αγοράσει ένα καλό άλογο. Οι φασαρίες στα δυτικά και στην Καιρχίν είχαν φέρει τα πάνω-κάτω στο εμπόριο και τις τιμές.

Κανένας δεν μίλησε, παρά μόνο όταν πέρασαν τις πύλες της πόλης και βγήκαν σε έναν δρόμο σπάνια πατημένο από ταξιδιώτες, σε έναν πλατύ χωματόδρομο, ο οποίος προχωρούσε στριφογυριστά προς το βορρά με κατεύθυνση τον ποταμό Στορν. Τότε ο Μπάριμ είπε, «Ήταν εδώ χθες, Άρχοντά μου».

Ο Μπράυν το είχε μάθει κι αυτός. Τρεις όμορφες νεαρές, παρέα, που φως-φανάρι έρχονταν από άλλα μέρη, δεν μπορούσαν να περάσουν από μια πόλη σαν το Λάγκαρντ χωρίς να προκαλέσουν σχόλια. Από τους άνδρες, τουλάχιστον.

«Κι αυτές κι ένας τύπος με φαρδιές πλάτες», συνέχισε ο Μπάριμ. «Φαίνεται ότι μάλλον ήταν μαζί τους ο Ντάλυν όταν έκαψαν το στάβλο του Νεμ. Εν πάση περιπτώσει, όποιος κι αν ήταν αυτός, όλοι μαζί κάθισαν για λίγο στην Άμαξα με τα Εννιά Άλογα, εκεί όμως μόνο ήπιαν λιγάκι και έφυγαν. Η Ντομανή, που μου ’λεγαν γι’ αυτήν τα παιδιά, παραλίγο θα προκαλούσε καυγά έτσι που χαμογελούσε και σειόταν και λυγιόταν, αλλά ύστερα τους καλμάρισε όλους με τον ίδιο τρόπο. Που να καώ, θα ’θελα να γνωρίσω καμιά Ντομανή».

«Έμαθες προς τα πού πήγαν, Μπάριμ;» ρώτησε υπομονετικά ο Μπράυν. Δεν είχε μπορέσει να το ανακαλύψει.

«Ε, όχι, Άρχοντά μου. Αλλά άκουσα ότι υπάρχουν πολλοί Λευκομανδίτες που περνούν από την πόλη και κατευθύνονται όλοι προς τα δυτικά. Λες να μαγειρεύει τίποτα ο γερο-Πέντρον Νάιαλ; Ίσως στην Αλτάρα;»

«Δεν είναι πια δική μας δουλειά, Μπάριμ». Ο Μπράυν κατάλαβε ότι είχε αφήσει να φανεί πως η υπομονή του στέρευε, αλλά ο Μπάριμ είχε λάβει μέρος σε πολλές εκστρατείες και δεν έπρεπε να λοξοδρομούν τα λόγια του.

«Ξέρω πού πήγαν, Άρχοντά μου», είπε ο Τζόνι. «Δυτικά, στο Δρόμο της Τζεχάνα, και απ’ ό,τι έμαθα, κάνουν όσο πιο γρήγορα μπορούν». Φαινόταν προβληματισμένος. «Άρχοντά μου, βρήκα δύο φύλακες εμπόρων, παλικαράκια που κάποτε ήταν στη Φρουρά, και ήπιαμε ένα ποτηράκι παρέα. Έτυχε να κάθονται σε ένα καταγώγι με τ’ όνομα Καβάλα όταν μπήκε μέσα εκείνη η κοπέλα, η Μάρα, και ζήτησε για δουλειά να τραγουδάει. Δεν βρήκε δουλειά —δεν ήθελε να δείχνει τα πόδια της, όπως κάνουν οι τραγουδίστριες σε πολλά απ’ αυτά τα μέρη, και πες μου, μπορείς να την κατηγορήσεις;― και έφυγε. Απ’ ό,τι μου είπε ο Μπάριμ, ακριβώς μετά σηκώθηκαν κι έφυγαν προς τα δυτικά. Κάτι δεν μου αρέσει εδώ, Άρχοντά μου. Δεν είναι κοπέλα από κείνες που θα ήθελαν δουλειά σε τέτοια μέρη. Νομίζω ότι προσπαθεί να ξεφύγει από τον Ντάλυν».

Το παράξενο ήταν που ο Τζόνι, παρά το καρούμπαλό του, δεν κρατούσε κακία στις τρεις νεαρές. Κατά τη γνώμη του, όπως την είχε εκφράσει πολλές φορές μετά την αναχώρησή τους από το μέγαρο, οι κοπέλες είχαν κάποια μπλεξίματα και χρειάζονταν σωτηρία. Ο Μπράυν υποψιαζόταν ότι, αν έπιανε τις νεαρές και τις γυρνούσε στο κτήμα του, ο Τζόνι θα του ζητούσε να τις παραδώσει στις κόρες του Τζόνι για να τις νταντέψουν.

Ο Μπάριμ δεν ένιωθε το ίδιο. «Στην Γκεάλνταν». Κατσούφιασε. «Ή ίσως στην Αλτάρα ή στην Αμαδισία. Πιο εύκολα θα φιλήσουμε τον Σκοτεινό παρά θα τις φέρουμε πίσω, Μου φαίνεται παραείναι κόπος για ένα στάβλο και μερικές γελάδες».

Ο Μπράυν δεν είπε τίποτα. Είχαν κάνει τόσο δρόμο ακολουθώντας την κοπέλα, και το Μουράντυ ήταν άσχημο μέρος για Αντορίτες· πολλά χρόνια τώρα είχαν συνοριακές διαφορές. Μόνο ένας βλάκας θα έμπαινε στο Μουράντυ για τα μάτια μιας επίορκης. Κι ένας πολύ μεγάλος βλάκας θα την ακολουθούσε στον μισό κόσμο παραπέρα.

«Τα παλικάρια που βρήκα», είπε ταπεινά ο Τζόνι. «Άρχοντά μου, φαίνεται ότι πολλούς από τα παιδιά που ― που υπηρέτησαν υπό τις διαταγές σου, τώρα τους διώχνουν». Πήρε θάρρος από τη σιωπή του Μπράυν και συνέχισε. «Πολλοί νεαροί έχουν έρθει τώρα. Πολλοί. Τα παλικάρια που σου λέω, είπαν ότι μπαίνουν τέσσερις-πέντε για καθέναν από τους παλιούς που λένε ότι δεν χρειάζονται πια. Νεαροί από κείνους που τους αρέσει να κάνουν φασαρία παρά να τη σταματάνε. Μερικοί αυτοαποκαλούνται Λευκά Λιοντάρια και υπακούουν μόνο στον Γκάεμπριλ» —έφτυσε για να δείξει τι γνώμη είχε γι’ αυτόν― «και σε μερικούς που δεν είναι τμήμα της Φρουράς. Δεν είναι στρατολογημένοι από τον Οίκο. Απ’ όσο ήξεραν, οι ένοπλοι που έχει στη διάθεσή του ο Γκάεμπριλ είναι δεκαπλάσιοι από τους Φρουρούς, και όλοι έχουν ορκιστεί στο θρόνο του Άντορ, όχι όμως και στη Βασίλισσα».

«Ούτε κι αυτό είναι δική μας δουλειά τώρα πια», είπε απότομα ο Μπράυν. Ο Μπάριμ έσπρωχνε τη γλώσσα στο μάγουλο του, όπως έκανε πάντα όταν ήξερε κάτι που δεν ήθελε να το πει ή δεν ήταν σίγουρος αν ήταν σημαντικό. «Τι είναι, Μπάριμ; Άντε, πες το, άνθρωπέ μου».

Ο Μπάριμ, με το πρόσωπο φαγωμένο από τον καιρό, τον κοίταξε κατάπληκτος. Δεν είχε καταλάβει ποτέ του πώς ο Μπράυν ήξερε πότε είχε κάτι άλλο στο νου. «Να, Άρχοντά μου, μερικοί που μίλησα είπαν ότι χθες μερικοί Λευκομανδίτες έκαναν ερωτήσεις. Για μια κοπέλα που μοιάζει να είναι αυτή η Μάρα. Ήθελαν να μάθουν ποια είναι, πού πήγε. Έτσι ακριβώς. Άκουσα ότι άναψε η περιέργειά τους, όταν έμαθαν ότι είχε φύγει. Αν την κυνηγούν, τότε μπορεί να την κρεμάσουν προτού καν τη βρούμε. Αν την κυνηγήσουν, μπορεί να μη σταθούν για να βρουν αν είναι ή δεν είναι Σκοτεινόφιλη. Αν είναι αυτός ο λόγος που την ψάχνουν».

Ο Μπράυν έσμιξε τα φρύδια. Λευκομανδίτες; Τι μπορεί να ήθελαν τα Τέκνα του Φωτός από τη Μάρα; Δεν θα πίστευε ποτέ του ότι ήταν Σκοτεινόφιλη. Αλλά βέβαια είχε δει κάποτε στο Κάεμλυν να κρεμούν έναν νεαρό με μωρουδίστικο πρόσωπο, ένα Σκοτεινόφιλο που δίδασκε παιδιά στους δρόμους για τη δόξα του Σκοτεινού ― του Μεγάλου Άρχοντα του Σκότους, όπως τον αποκαλούσε. Το παλικάρι είχε σκοτώσει εννιά παιδιά μέσα σε τρία χρόνια, απ’ όσο είχαν ανακαλύψει, όταν κάποια απ’ αυτά υπήρχε κίνδυνος να τον καταδώσουν. Όχι. Αυτή η κοπέλα δεν είναι Σκοτεινόφιλη, βάζω στοίχημα τη ζωή μου γι’ αυτό. Οι Λευκομανδίτες υποψιάζονταν τους πάντες και τα πάντα. Κι αν νόμιζαν ότι το είχε σκάσει από το Λάγκαρντ για να τους αποφύγει...

Έβαλε τον Ταξιδιώτη να καλπάσει. Το ρούσο μουνούχι με τη μεγάλη μύτη μπορεί να μην ήταν όμορφο ζώο, αλλά είχε αντοχή και κουράγιο. Οι άλλοι δύο τους πρόφτασαν σε λίγο και δεν άνοιξαν το στόμα τους, βλέποντας τη διάθεσή του.

Δύο μίλια έξω από το Λάγκαρντ, έστριψε σ’ ένα σύδενδρο από βελανιδιές και χαμαιδάφνες. Εκεί είχαν στήσει προσωρινό στρατόπεδο οι άνδρες του σε ένα ξέφωτο κάτω από τα χοντρά, απλωμένα κλωνιά των βελανιδιών. Είχαν ανάψει μερικές μικρές φωτιές που δεν έβγαζαν καπνό· δεν έχαναν ποτέ ευκαιρία να βράσουν λίγο τσάι. Μερικοί λαγοκοιμούνταν· ο ύπνος ήταν άλλο ένα από τα πράγματα που έκαναν οι παλιοί στρατιώτες όταν είχαν την ευκαιρία.

Όσοι ήταν ξύπνιοι κλώτσησαν τους υπόλοιπους να τους ξυπνήσουν, κι όλοι σήκωσαν το βλέμμα πάνω του. Αυτός για μια στιγμή κάθισε στη σέλα και τους περιεργάστηκε. Γκρίζα μαλλιά, φαλακρά κεφάλια, πρόσωπα ρυτιδιασμένα από τα χρόνια. Ήταν ακόμα σκληροί και γυμνασμένοι, αλλά έστω κι έτσι... Ήταν βλάκας που είχε ρισκάρει να τους φέρει στο Μουράντυ μόνο και μόνο επειδή ήθελε να μάθει γιατί μια γυναίκα είχε καταπατήσει τον όρκο της. Και τώρα ίσως να είχαν Λευκομανδίτες στο κατόπι τους. Δεν ήξερε πόσο δρόμο θα έκαναν ακόμα και πόσο μακριά θα βρίσκονταν από την πατρίδα μόλις τελείωναν όλα. Αν γυρνούσαν πίσω τώρα, θα έλειπαν συνολικά ένα μήνα όταν ξανάβλεπαν το Κορ Σπρινγκς. Αν συνέχιζαν, δεν υπήρχε εγγύηση ότι δεν θα έφταναν ακόμα και στον Ωκεανό Άρυθ καταδιώκοντάς τις. Έπρεπε κανονικά να τους πάρει και να γυρίσουν όλοι σπίτι. Έπρεπε. Δεν είχε δικαίωμα να τους ζητήσει να αρπάξουν αυτά τα κορίτσια από τα χέρια των Λευκομανδιτών. Θα μπορούσε να αφήσει τη Μάρα στη δικαιοσύνη των Λευκομανδιτών.

«Θα κατευθυνθούμε δυτικά», ανακοίνωσε και αμέσως οι άλλοι έπιασαν να σβήσουν τις φωτιές με το τσάι και να δέσουν τα κατσαρολικά στις σέλες. «Θα πρέπει να κάνουμε γρήγορα. Θέλω να τις προλάβω στην Αλτάρα, αν μπορέσω, αλλά, αν όχι, δεν ξέρει κανείς πού θα μας οδηγήσουν. Ίσως φτάσουμε να δούμε την Τζεχάνα ή το Αμαντορ ή το Έμπου Νταρ». Αφησε ένα γέλιο να βγει. «Εκεί θα δείτε πόσο σκληροί είστε, αν φτάσουμε στο Έμπου Νταρ. Υπάρχουν καπηλειά όπου οι σερβιτόρες γδέρνουν Ιλιανούς για το κέφι τους και σουβλίζουν Λευκομανδίτες για να γυμναστούν».

Οι άνδρες του γέλασαν πιο δυνατά απ’ όσο άξιζε το αστείο.

«Με σένα μαζί δεν υπάρχει ανησυχία, Άρχοντά μου», χαχάνισε ο Ταντ, ενώ έχωνε το μεταλλικό κύπελλό του στο σακίδιο της σέλας. Το πρόσωπό του ήταν ρυτιδιασμένο σαν τσαλακωμένο πετσί. «Ακουσα ότι τα είχες βάλει μια φορά με την ίδια την Αμερλιν, και―» Ο Τζαρ Σίλβιν τον κλώτσησε στον αστράγαλο κι αυτός γύρισε προς τον νεότερο άνδρα —ήταν γκριζομάλλης μεν, αλλά νεότερος πάντως― με τη γροθιά σφιγμένη. «Γιατί το έκανες αυτό, Σίλβιν; Άμα θες να σου σπάσω το κεφάλι, πες το και ― τι;» Τότε επιτέλους κατάλαβε τα βλέμματα με νόημα που του έριχναν ο Σίλβιν και μερικοί άλλοι. «Α. Α, ναι». Έκανε ότι έσφιγγε τις ίγγλες της σέλας του, όμως τώρα τα γέλια όλων είχαν κοπεί.

Ο Μπράυν προσπάθησε να χαλαρώσει τη σκληρή έκφραση του προσώπου του. Ήταν καιρός πια να ξεχάσει το παρελθόν. Το ότι μια γυναίκα, της οποίας το κρεβάτι είχε μοιραστεί —κι όχι μόνο το κρεβάτι, έτσι νόμιζε― το ότι λοιπόν αυτή η γυναίκα τον κοίταζε σαν να μην τον ήξερε ποτέ της, δεν ήταν λόγος να πάψει να λέει το όνομά της. Το ότι τον είχε εξορίσει από το Κάεμλυν, επί ποινή θανάτου, επειδή της είχε δώσει τη συμβουλή που επέβαλλε ο όρκος του να της δώσει... Αν δεχόταν στο πλευρό της εκείνον τον Άρχοντα Γκάεμπριλ που είχε εμφανιστεί από το πουθενά στο Κάεμλυν, δεν ήταν κάτι που τον αφορούσε. Του είχε πει, με φωνή ουδέτερη και κρύα σαν πάγος, ότι δεν θα ανέφεραν ποτέ ξανά το όνομά του στο παλάτι, ότι μονάχα η μακρά θητεία του την εμπόδιζε να τον στείλει στο δήμιο για προδοσία. Προδοσία! Έπρεπε να τους ανυψώσει το ηθικό, ειδικά αν αυτό το ταξίδι κατέληγε να γίνει μια μακρά καταδίωξη.

Δίπλωσε το γόνατό του γύρω από την πλάτη της σέλας του, έβγαλε την πίπα του και άρχισε να τη γεμίζει από την ταμπακοσακούλα του. Στο κοίλωμά της ήταν σκαλισμένος ένας άγριος ταύρος με το Ρόδινο Στέμμα του Άντορ στο κολάρο. Επί χίλια χρόνια ήταν το έμβλημα του Οίκου Μπράυν, δύναμη και κουράγιο στην υπηρεσία ης βασίλισσας. Ήθελε καινούρια πίπα· αυτή ήταν παλιά.

«Η κατάληξη για μένα δεν ήταν τόσο καλή όσο πρέπει να σου είπαν». Έσκυψε, για να του δώσουν από μια σβησμένη φωτιά ένα κλαράκι που ακόμα είχε κάρβουνο στην άκρη, και σηκώθηκε για να ανάψει την πίπα του. «Αυτά έγιναν τρία χρόνια πριν. Η Αμερλιν έκανε περιοδεία. Καιρχίν, Δάκρυ, Ίλιαν, και θα κατέληγε στο Κάεμλυν, προτού επιστρέψει στην Ταρ Βάλον. Τον καιρό εκείνο είχαμε προβλήματα με τους άρχοντες της μεθορίου του Μουράντυ ― όπως συνήθως». Ακούστηκαν γέλια· όλοι κάποια στιγμή της θητείας τους είχαν υπηρετήσει στα Μουραντιανά σύνορα. «Είχα στείλει μερικούς Φρουρούς να εξηγήσουν στους Μουραντιανούς ποιών ήταν τα πρόβατα και τα γελάδια από τη δική μας μεριά των συνόρων. Δεν περίμενα να ενδιαφερθεί η Άμερλιν». Είχε τραβήξει την προσοχή τους· συνέχιζαν τις προετοιμασίες για αναχώρηση, αλλά πιο αργά.

«Η Σιουάν Σάντσε και η Ελάιντα κλείστηκαν μαζί με τη Μοργκέις―» Να· είχε ξαναπεί το όνομά της και δεν τον έτσουζε. «-κι όταν ξαναβγήκαν, η Μοργκέις ήταν η μισή μαύρο σύννεφο, με κεραυνούς να πετάγονται από τα μάτια της, και η μισή δεκάχρονο κοριτσάκι που την έχει δείρει η μητέρα της, επειδή έκλεψε μελόπιτες. Είναι σκληρή γυναίκα, αλλά έτσι που τη στρίμωξαν μαζί η Ελάιντα και η Έδρα της Άμερλιν...» Κούνησε το κεφάλι και οι άλλοι γέλασαν πνιχτά· το μόνο που δεν ζήλευαν σε άρχοντες και κυβερνήτες ήταν ότι τραβούσαν την προσοχή των Άες Σεντάι. «Με διέταξε να αποσύρω αμέσως όλα τα στρατεύματα από τα σύνορα με το Μουράντυ. Της ζήτησα να το συζητήσουμε κατ’ ιδίαν, και η Σιουάν Σάντσε όρμηξε πάνω μου. Μπροστά σ’ ολόκληρη την αυλή, μου τα έψαλε για τα καλά, λες και ήμουν κανένα στραβάδι στο στρατόπεδο. Είπε ότι αν δεν έκανα αυτό που είχε πει, θα με έπιανε να με κάνει δόλωμα». Στο τέλος είχε αναγκαστεί να ικετέψει τη συγγνώμη της —μπροστά σε όλους, επειδή ήθελε να κάνει αυτό που είχε ορκιστεί να κάνει― αλλά τώρα δεν είπε αυτό το κομμάτι της ιστορίας στους άνδρες του. Ακόμα και έτσι, ο Μπράυν είχε πιστέψει ότι η Άμερλιν θα ζητούσε από τη Μοργκέις να τον αποκεφαλίσει ή ίσως ακόμα και να το έκανε η ίδια μόνη της.

«Θα ’θελε να πιάσει καμιά μεγάλη ψαρούκλα», είπε γελώντας κάποιος και οι άλλοι τον μιμήθηκαν.

«Η κατάληξη ήταν», συνέχισε ο Μπράυν, «ότι εμένα με ξήλωσαν και τους Φρουρούς τους διέταξαν να γυρίσουν από τα σύνορα. Γι’ αυτό, αν μου ζητήσετε να σας προστατεύσω στο Έμπου Νταρ, θυμηθείτε ότι κατά τη γνώμη μου εκείνες οι σερβιτόρες μπορούν να κάνουν την Άμερλιν τ’ αλατιού όπως κι εμάς». Οι άνδρες γέλασαν τρανταχτά.

«Έμαθες ποτέ τι είχε γίνει, Άρχοντά μου;» θέλησε να μάθει ο Τζόνι.

Ο Μπράυν κούνησε το κεφάλι. «Κάποια δουλειά των Άες Σεντάι, φαντάζομαι. Σε ανθρώπους σαν εμένα κι εσένα, δεν δίνουν λογαριασμό». Και αυτό προκάλεσε μερικά χαχανητά.

Ανέβηκαν στα άλογα με ζωηράδα που διέψευδε την ηλικία τους. Μερικοί δεν είναι μεγαλύτεροι από μένα, σκέφτηκε πικρόχολα. Παραήταν μεγάλοι για να κυνηγήσουν τα ωραία μάτια μιας κοπελιάς που θα μπορούσε να ήταν και κόρη ή ακόμα και εγγονή τους. Το μόνο που θέλω είναι να μάθω γιατί πάτησε τον όρκο της, σκέφτηκε. Μόνο αυτό.

Σήκωσε το χέρι, έκανε νόημα να ξεκινήσουν, και κατευθύνθηκαν προς τα δυτικά, αφήνοντας πίσω ένα σύννεφο σκόνης. Θα κόπιαζαν πολύ για να τις προφτάσουν, Αλλά το είχε βάλει σκοπό του. Είτε στο Έμπου Νταρ είτε στο Χάσμα του Χαμού, θα τις έβρισκε.

Загрузка...