42 Πριν από το Βέλος

Το ταβάνι της σκηνής πρέπει να ήταν το πιο βαρετό θέαμα στον κόσμο, όμως έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος με το πουκάμισο στα μαξιλαράκια με τις πορφυρές φούντες της Μελίντρα, ο Ματ κοίταζε με προσήλωση το γκριζοκαφέ ύφασμα. Ή μάλλον, κοίταζε παραπέρα. Είχε το ένα χέρι κουλουριασμένο πίσω από το κεφάλι του και με το άλλο στριφογυρνούσε ένα κύπελλο από σφυρηλατημένο ασήμι, γεμάτο καλό κρασί από τα νότια της Καιρχίν. Ένα μικρό βαρελάκι τού είχε κοστίσει όσο θα κόστιζαν δύο καλά άλογα —όσο θα κόστιζαν δύο καλά άλογα, αν ο κόσμος και τα πάντα εντός του δεν είχαν έρθει τα πάνω-κάτω― αλλά το θεωρούσε μικρό αντίτιμο για ένα αξιοπρεπές κρασί. Πού και πού, μια-δυο σταγόνες τού πιτσίλιζαν το χέρι, όμως αυτός δεν το πρόσεχε και δεν έπινε ούτε γουλιά.

Κατά την άποψη του, η κατάσταση εδώ και καιρό είχε γίνει παραπάνω από σοβαρή. Σοβαρό ήταν να έχεις κολλήσει στην Ερημιά δίχως να έχεις ιδέα πώς να ξεφύγεις. Σοβαρό ήταν να ξεπηδούν Σκοτεινόφιλοι εκεί που δεν το περιμένεις, επιθέσεις Τρόλοκ νυχτιάτικα, και κάποιος Μυρντράαλ να σου παγώνει το αίμα με το ανόφθαλμο βλέμμα του. Αυτά τα πράγματα έρχονταν γρήγορα, και συνήθως τελείωναν προτού το πάρεις χαμπάρι. Δεν ήταν κάτι που θα το επιδίωκες, αλλά, αν ήταν ανάγκη, θα το άντεχες, εφόσον επιζούσες. Αλλά εδώ και μέρες ήξερε προς τα πού κατευθύνονταν και γιατί. Δεν υπήρχε καμία βιασύνη σε αυτό. Μέρες για να σκεφτεί.

Δεν είμαι ήρωας, που να καεί, σκέφτηκε βλοσυρά, ούτε και στρατιώτης. Έπνιξε με λύσσα μια ανάμνηση, με τον ίδιο να περπατάει σε τείχη φρουρίου, στέλνοντας τις τελευταίες εφεδρείες του στο μέρος που είχαν ξεφυτρώσει κι άλλες σκάλες των Τρόλοκ. Δεν ήμουν εγώ αυτός, που να τον κάψει το Φως, όποιος κι αν ήταν! Είμαι... Ο Ματ δεν ήξερε τι ήταν —μια δυσάρεστη σκέψη― μα ό,τι κι αν ήταν, είχε κάτι να κάνει με τζόγο και καπηλειά, γυναίκες και χορό. Γι’ αυτό ήταν σίγουρος. Είχε να κάνει μ’ ένα καλό άλογο και όλους τους δρόμους του κόσμου μπροστά του για να διαλέξει, κι όχι με το να κάθεται και να περιμένει κάποιον να του ρίξει βέλη ή να τον καρφώσει με σπαθί ή να του χώσει ένα δόρυ στα πλευρά. Οτιδήποτε άλλο θα σήμαινε ότι ήταν ηλίθιος, και δεν ήθελε το ήθελε αυτό, ούτε για τον Ραντ, ούτε για τη Μουαραίν, ούτε για κανέναν άλλο.

Όταν ανακάθισε, το ασημένιο μενταγιόν με την αλεπουδοκεφαλή, που κρεμόταν από ένα δερμάτινο κορδόνι, γλίστρησε από τον ανοιγμένο λαιμό του πουκάμισού του. Το ξανάχωσε στη θέση του προτού πιει λίγο κρασί ακόμα. Το μενταγιόν τον προστάτευε από τη Μουαραίν κι από τις άλλες Άες Σεντάι, αρκεί να μην του το έπαιρναν —σίγουρα θα ερχόταν η στιγμή που κάποια απ’ αυτές θα δοκίμαζε να του το πάρει― όμως μόνο το μυαλό του τον προστάτευε για να μην τον σκοτώσει ένας ηλίθιος μαζί με λίγες χιλιάδες άλλους ηλίθιους. Κι από τον Ραντ επίσης, κι από το ότι ήταν τα’βίρεν.

Κανονικά έπρεπε να βρεις τρόπο να επωφεληθείς από κάτι τέτοιο, από τα γεγονότα που μεταβάλλονταν γύρω σου. Ο Ραντ βέβαια το είχε κάνει, κατά κάποιον τρόπο. Ο ίδιος δεν είχε δει να μεταβάλλεται τίποτα γύρω του, παρά μόνο το πώς έπεφταν τα ζάρια. Δεν μπορούσε να ξεχάσει τα πράγματα που συνέβαιναν στους τα’βίρεν των παραμυθιών. Πλούτος και φήμη έπεφταν στις τσέπες τους σαν ουρανοκατέβατα· οι άνδρες που ήθελαν να τους σκοτώσουν, αποφάσιζαν αντιθέτως να τους ακολουθήσουν, και οι γυναίκες που ήταν πάγος, έλιωναν.

Όχι ότι παραπονιόταν γι’ αυτά που είχε. Και, οπωσδήποτε, δεν ήθελε κάτι σαν το μοιράδι του Ραντ· το αντίτιμα για να μπεις στο παιχνίδι εκείνο παραήταν υψηλό. Απλώς του φαινόταν ότι είχε φορτωθεί όλα τα άσχημα του να είσαι τα’βίρεν και καμία από τις ηδονές.

«Είναι ώρα να πηγαίνω», είπε στην άδεια σκηνή και μετά κοντοστάθηκε σκεφτικός και ήπιε από το κύπελλο. «Είναι ώρα να ανέβω στον Πιπς και να ξεκινήσω. Να πάω στο Κάεμλυν, ίσως». Δεν ήταν άσχημη πόλη, αρκεί να απέφευγε το Βασιλικό Παλάτι. «Ή στο Λάγκαρντ». Είχε ακούσει φήμες για το Λάγκαρντ. Καλό μέρος για τους όμοιους του, «Ώρα να φάει ο Ραντ τη σκόνη μου. Έχει ολόκληρο στρατό Αελιτών, που να καεί, και αναρίθμητες Κόρες να τον περιποιούνται. Δεν με χρειάζεται».

Αυτό το τελευταίο δεν ήταν εντελώς αληθές. Κατά κάποιον παράξενο τρόπο, ήταν δεμένος με την επιτυχία ή με την αποτυχία του Ραντ στην Τάρμον Γκάι’ντον, τόσο ο ίδιος όσο και ο Πέριν, τρεις τα’βίρεν μπλεγμένοι μεταξύ τους. Όταν γραφόταν η ιστορία, πιθανότατα θα μνημόνευε μόνο τον Ραντ. Ήταν ελάχιστη η πιθανότητα ότι είτε ο ίδιος είτε ο Πέριν θα έβρισκαν μια θέση στις αφηγήσεις. Κι έπειτα, ήταν και το Κέρας του Βαλίρ. Αυτό δεν ήθελε να το σκεφτεί, και δεν θα το σκεφτόταν. Παρά μόνο αν ήταν αναγκασμένος. Ίσως όμως έβρισκε τρόπο να ξεφύγει από αυτό το συγκεκριμένο μπέρδεμα. Απ’ όποια μεριά και να το κοίταζες, το Κέρας ήταν πρόβλημα για μια άλλη μέρα. Μια μακρινή μέρα. Με λίγη τύχη, όλοι αυτοί οι λογαριασμοί θα έπρεπε να πληρωθούν μια πολύ μακρινή μέρα. Μόνο που ίσως αυτό ήθελε περισσότερη τύχη απ’ όση είχε ο Ματ.

Το θέμα τώρα ήταν ότι είχε πει τόσα για τ’ ότι θα έφευγε, και δεν είχε νιώσει την παραμικρή σουβλιά. Πριν από λίγο μόλις καιρό, δεν μπορούσε ούτε καν να μιλήσει για αναχώρηση· όταν απομακρυνόταν πολύ από τον Ραντ, ξανατραβιόταν πίσω σαν αγκιστρωμένο ψάρι σε αόρατη πετονιά. Και μετά είχε αποκτήσει την ικανότητα να το λέει, ακόμα και να καταστρώνει σχέδια, αλλά του αποσπούσε την προσοχή ακόμα και το παραμικρό και τον έκανε να αναβάλει το σχέδιό του να το σκάσει κρυφά. Ακόμα και στο Ρουίντιαν, όταν είχε πει στον Ραντ ότι θα έφευγε, ήταν σίγουρος πως κάτι θα έμπαινε στη μέση. Κι έτσι είχε γίνει, κατά κάποιον τρόπο· ο Ματ είχε φύγει από την Ερημιά, αλλά δεν βρισκόταν πιο μακριά από τον Ραντ απ’ όσο πριν. Αυτή τη φορά, τίποτα δεν θα τον έκανε να λοξοδρομήσει.

«Δεν σημαίνει ότι τον εγκαταλείπω», μουρμούρισε. «Αν δεν έχει μάθει να τα βγάζει πέρα μόνος του ως τώρα, δεν θα το μάθει ποτέ. Δεν είμαι η νταντά του, που να καεί».

Άδειασε το κύπελλο, έβαλε το πράσινο σακάκι του, τακτοποίησε τα μαχαίρια του στις κρυψώνες τους, φόρεσε ένα σκουροκίτρινο μεταξωτό μαντήλι με τρόπο που να κρύβει την ουλή που του είχε αφήσει η κρεμάλα στο λαιμό, άρπαξε το καπέλο και βγήκε έξω.

Μετά τη σχετικά δροσερή σκιά μέσα στη σκηνή, η ζέστη τον χτύπησε στο πρόσωπο. Δεν ήξερε πώς άλλαζαν οι εποχές εδώ, αλλά το καλοκαίρι παρατραβούσε για τα γούστα του. Ένα πράγμα που ανυπομονούσε να βρει αφήνοντας την Ερημιά ήταν ο ερχομός του φθινοπώρου. Λίγη δροσιά. Σ’ αυτό είχε ατυχήσει. Τουλάχιστον ο φαρδύς γύρος του καπέλου έδιωχνε τον ήλιο.

Το λοφώδες Καιρχινό δάσος ήταν αξιολύπητο, πιο πολλά ήταν τα ξέφωτα παρά τα δένδρα, που τα μισά ξεραίνονταν στην ανομβρία. Δεν συγκρίνονταν με το Δυτικό Δάσος στην πατρίδα. Παντού υπήρχαν κοντές Αελίτικες σκηνές, αν και από μακριά έμοιαζαν με στοίβες από ξερά φύλλα ή με σωρούς από χώμα, εκτός αν ήταν ανοιχτά τα πλαϊνά τους, και ακόμα και τότε δύσκολα τις διέκρινες. Οι Αελίτες που πηγαινοέρχονταν στις δουλειές τους δεν του έριξαν δεύτερη ματιά.

Από ένα λοφίσκο εκεί που διέσχιζε το στρατόπεδο, το μάτι του έπιασε τις άμαξες του Καντίρ, βαλμένες όλες σε κύκλο, ενώ οι αμαξάδες ξάπλωναν στις σκιές τους και ο πραματευτής ήταν άφαντος. Ο Καντίρ κλεινόταν ολοένα και περισσότερο στην άμαξά του και ξεμύτιζε σπάνια, εκτός από τις φορές που ερχόταν η Μουαραίν για να επιθεωρήσει τα φορτία. Οι Αελίτες που κύκλωναν τις άμαξες, μικρές ομάδες με δόρατα και στρογγυλές ασπίδες, τόξα και φαρέτρες, δεν προσποιούνταν ότι ήταν κάτι άλλο εκτός από φρουροί. Η Μουαραίν πρέπει να νόμιζε ότι ο Καντίρ ή κάποιοι από τους ανθρώπους του ίσως προσπαθούσαν να το σκάσουν με αυτά που είχε φέρει μαζί της από το Ρουίντιαν. Ο Ματ αναρωτιόταν αν ο Ραντ συνειδητοποιούσε ότι της έδινε ό,τι του ζητούσε. Για ένα διάστημα, ο Ματ είχε πιστέψει ότι ο Ραντ είχε πάρει το πάνω χέρι, όμως τώρα πια δεν ήταν σίγουρος για κάτι τέτοιο, έστω κι αν η Μουαραίν μόνο που δεν έκλινε το γόνυ και δεν έφερνε την πίπα του Ραντ.

Η σκηνή του Ραντ ήταν σε μια λοφοπλαγιά μόνη της, φυσικά, με κείνο το κόκκινο λάβαρο σε ένα κοντάρι μπροστά της. Κυμάτιζε στην απαλή αύρα, και μερικές φορές απλωνόταν τόσο, που έδειχνε τον ασπρόμαυρο δίσκο. Εκείνο το πράγμα προκαλούσε στον Ματ ανατριχίλα, όπως και το Λάβαρο του Δράκοντα τότε. Αν προσπαθούσες να αποφύγεις το μπλέξιμο με τις Άες Σεντάι, κάτι που μόνο ένας ηλίθιος θα ήθελε, τότε το τελευταίο που έπρεπε να κάνεις ήταν να επιδεικνύεις αυτό το σύμβολο.

Οι πλαγιές του λόφου ήταν γυμνές, όμως οι σκηνές που είχαν οι Κόρες κύκλωναν τη ρίζα του λόφου, απλώνονταν στα δένδρα που αγκάλιαζαν τις πλαγιές και κατηφόριζαν από την άλλη πλευρά. Κι αυτό επίσης ήταν κάτι συνηθισμένο, όπως και το στρατόπεδο των Σοφών εντός του στρατοπέδου των Φαρ Ντάραϊς Μάι, με δεκάδες κοντές σκηνές, μια ανάσα δρόμο από τον λόφο του Ραντ, με τους λευκοντυμένους γκαϊ’σάιν να τρέχουν πέρα-δώθε.

Ελάχιστες Σοφές φαίνονταν, όμως αντιστάθμιζαν το αριθμητικό τους υστέρημα με τα βλέμματά τους, που τον ακολουθούσαν. Δεν είχε ιδέα πόσες σ’ αυτή την παρέα μπορούσαν να διαβιβάζουν, αλλά με τα βλέμματα τους ήξεραν να σε ζυγιάζουν και σε μετρούν καλύτερα κι από τις Άες Σεντάι. Ο Ματ τάχυνε το βήμα, βάζοντας τα δυνατά του να μην σηκώσει αμήχανα τους ώμους· ένιωθε εκείνα τα μάτια στην πλάτη του σαν να τον κέντριζαν με ραβδί. Και θα έπρεπε βγαίνοντας να ξαναπεράσει αυτή τη δοκιμασία. Τέλος πάντων, μερικά λόγια με τον Ραντ και θα ήταν η τελευταία φορά που θα την περνούσε.

Όμως, όταν έβγαλε το καπέλο και χώθηκε στη σκηνή του Ραντ, δεν ήταν εκεί κανείς εκτός από τον Νατάελ, που ήταν αραγμένος στα μαξιλαράκια, με ένα χρυσό κύπελλο στο χέρι και την επιχρυσωμένη και σκαλισμένη σε σχήμα δράκοντα άρπα του στηριγμένη στο γόνατο.

Ο Ματ έκανε μια γκριμάτσα και βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του. Έπρεπε να το είχε καταλάβει. Αν ήταν εκεί ο Ραντ, θα είχε περάσει από τον κύκλο που θα σχημάτιζαν οι Κόρες γύρω από τη σκηνή. Μάλλον θα είχε πάει σε κείνον τον καινούριο πύργο. Να μια καλή ιδέα. Μάθε το έδαφος. Ήταν ο δεύτερος κανόνας, μετά από το «μάθε τον εχθρό σου», και δεν ήταν εύκολο να διαλέξεις ποιος ήταν καλύτερος.

Η σκέψη τον έκανε να στραβώσει το στόμα του. Αυτοί οι κανόνες προέρχονταν από τις αναμνήσεις άλλων ανθρώπων· οι μόνοι κανόνες που ήθελε να θυμάται ο ίδιος ήταν «ποτέ μην φιλάς κοπέλα που οι αδελφοί της έχουν ουλές από μαχαίρια» και «ποτέ μην στοιχηματίζεις, αν δεν υπάρχει πίσω πόρτα». Σχεδόν ευχόταν οι αναμνήσεις των άλλων ανθρώπων να ήταν ακόμα ξεχωριστοί όγκοι στο μυαλό του αντί να στάζουν στις σκέψεις του εκεί που δεν το περίμενε.

«Έχεις ξινίλα στο στομάχι;» ρώτησε τεμπέλικα ο Νατάελ. «Ίσως καμιά Σοφή να έχει κάποια ρίζα να το γιατρέψει. Ή ίσως μπορείς να ρωτήσεις τη Μουαραίν».

Ο Ματ δεν τον συμπαθούσε· αυτός ο άνθρωπος πάντα έδειχνε να σκέφτεται ένα αστείο, το οποίο δεν ήθελε να μοιραστεί μαζί σου. Και πάντα έμοιαζε να έχει τρεις υπηρέτες να του περιποιούνται τα ρούχα. Είχε τόσες χιονόλευκες δαντέλες στο γιακά και στα μανικέτια, που πάντα έμοιαζαν φρεσκοσιδερωμένες. Και δεν έδειχνε να ιδρώνει ποτέ του. Γιατί άραγε ο Ραντ τον ήθελε κοντά του, ήταν μυστήριο. Σχεδόν ποτέ δεν έπαιζε κάτι ευχάριστο με κείνη την άρπα. «Θα αργήσει να γυρίσει;»

Ο Νατάελ σήκωσε τους ώμους. «Όταν κρίνει αυτός. Μπορεί να έρθει νωρίς, μπορεί αργά. Κανένας δεν πιέζει τον Άρχοντα Δράκοντα. Εκτός ίσως από κάποιες γυναίκες». Να το πάλι, εκείνο το μυστικοπαθές χαμόγελο. Λιγάκι ζοφερό αυτή τη φορά.

«Θα περιμένω». Ήθελε να το κάνει αυτό και να τελειώνει. Πολλές φορές είχε βρει τον εαυτό του να αναβάλλει την αναχώρησή του.

Ο Νατάελ ήπιε το κρασί του, κοιτώντας τον εξεταστικά πάνω από το χείλος του κυπέλλου.

Ήταν ενοχλητικό, όταν η Μουαραίν και οι Σοφές τον κοίταζαν έτσι σιωπηλά, ερευνητικά —μερικές φορές έκανε το ίδιο και η Εγκουέν· είχε αλλάξει, ήταν μισή Σοφή και μισή Άες Σεντάι― αλλά από τον βάρδο του Ραντ, αυτή η ματιά τον εκνεύριζε. Το πιο ωραίο τώρα που θα έφευγε ήταν που κανένας πια δεν θα τον κοίταζε με τέτοιο ύφος, σαν να του έλεγε ότι ήδη ήξερε αν τα ασπρόρουχά του ήταν καθαρά και ότι σε ένα λεπτό θα ήξερε και τι σκεφτόταν.

Δυο χάρτες ήταν απλωμένοι κοντά στο λάκκο που είχαν σκάψει για τη φωτιά. Ο ένας, αντιγραμμένος λεπτομερειακά από έναν κουρελιασμένο χάρτη που είχε βρεθεί σε μια μισοκαμένη πόλη, κάλυπτε τη βόρεια Καιρχίν, από τα δυτικά του Αλγκουένυα ως τα μισά της απόστασης για τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, ενώ ο άλλος, πρόσφατα σχεδιασμένος και πρόχειρος, έδειχνε τη γη γύρω από την πόλη. Και οι δύο ήταν γεμάτοι κομματάκια παπύρου, που τα κρατούσαν πέτρες, για να μην τα πάρει ο αέρας. Αν ήθελε να μείνει εκεί και να αγνοήσει επίσης την ερευνητική ματιά του Νατάελ, η μόνη διέξοδος ήταν να μελετήσει τους χάρτες.

Με τη μύτη της μπότας παραμέρισε μερικές πετρούλες στο χάρτη της πόλης προκειμένου να διαβάσει τι ήταν γραμμένο στους παπύρους. Άθελά του, μόρφασε. Αν οι Αελίτες ανιχνευτές ήξεραν να μετρούν, τότε ο Κουλάντιν είχε κοντά στα εκατόν εξήντα χιλιάδες δόρατα, τους Σάιντο και εκείνους που υποτίθεται ότι είχαν πάει να βρουν τις κοινωνίες τους μεταξύ των Σάιντο. Σκληρός αντίπαλος, και άγριος. Από τον καιρό του Άρτουρ του Γερακόφτερου είχε να φανεί τέτοιος στρατός στην εντεύθεν πλευρά της Ραχοκοκαλιάς του Κόσμου.

Ο δεύτερος χάρτης έδειχνε τις άλλες φυλές που είχαν περάσει το Δρακότειχος. Τώρα όλες ήταν απλωμένες χωριστά σε θέσεις ανάλογα με το πότε είχαν βγει από το Τζανγκάι, μα ήταν τόσο κοντά στις δυνάμεις του Ραντ, που σ’ έβαζαν σε ανησυχία. Ήταν το Σιάντε, το Κοντάρα, το Νταράυν, και το Μιαγκόμα. Συνολικά, είχαν τουλάχιστον όσα δόρατα είχε και ο Κουλάντιν· αν αλήθευε αυτό, τότε δεν είχαν αφήσει πολλούς δικούς τους πίσω. Οι επτά φατρίες με τον Ραντ είχαν σχεδόν τα διπλά και μπορούσαν άνετα να αντιμετωπίσουν ή τον Κουλάντιν ή τις τέσσερις φατρίες. Ή τους μεν ή τους δε. Όχι και τις δύο παρατάξεις, όχι ταυτοχρόνως. Αλλά ίσως ο Ραντ αναγκαζόταν να τις πολεμήσει και τις δύο μαζί.

Η μελαγχολία, όπως την αποκαλούσαν οι Αελίτες, σίγουρα θα επηρέαζε και τους άλλους —ακόμα και τώρα, καθημερινά κάποιοι πετούσαν κάτω τα όπλα κι εξαφανίζονταν― όμως μόνο ένας ανόητος θα πίστευε ότι οι δυνάμεις των άλλων θα λιγόστευαν με ταχύτερο ρυθμό από του Ραντ. Και υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο μερικοί απ’

αυτούς να προσχωρούσαν στον Κουλάντιν. Οι Αελίτες δεν πολυμιλούσαν γι’ αυτό κι έκρυβαν την ιδέα, μιλώντας για εκείνους που πήγαιναν να ανταμώσουν τις κοινωνίες τους, αλλά, ακόμα κι έτσι άνδρες και Κόρες, αποφάσιζαν ότι δεν μπορούσαν να δεχθούν τον Ραντ ή αυτά που τους είχε πει για το Άελ. Κάθε πρωί μερικοί ήταν εξαφανισμένοι και δεν άφηναν όλοι τα δόρατα πίσω τους.

«Ωραία κατάσταση, δεν συμφωνείς;»

Ο Ματ σήκωσε απότομα το κεφάλι, ακούγοντας τη φωνή του Λαν, όμως ο Πρόμαχος είχε μπει μονάχος στη σκηνή. «Είπα να ρίξω μια ματιά περιμένοντας. Έρχεται ο Ραντ;»

«Σε λίγο θα είναι μαζί μας». Με τους αντίχειρες αγκιστρωμένους πίσω από το ζωστήρα του σπαθιού του, ο Λαν στάθηκε πλάι στον Ματ, κοιτώντας τον χάρτη. Το πρόσωπό του έλεγε όσα θα έλεγε κι ένα πρόσωπο αγάλματος. «Αύριο θα έχουμε τη μεγαλύτερη μάχη από τον καιρό του Άρτουρ του Γερακόφτερου».

«Έτσι, ε;» Πού ήταν ο Ραντ; Μάλλον ακόμα πάνω σε κείνον τον πύργο, Ίσως και ο ίδιος έπρεπε να πάει εκεί. Μπα, θα κατέληγε να τριγυρνά σ’ όλο το στρατόπεδο, πάντα ένα βήμα πιο πίσω. Ο Ραντ θα ερχόταν εδώ τελικά. Ήθελε να μιλήσει για κάτι εκτός του Κουλάντιν. Αυτή η μάχη δεν είναι δική μου, Δεν το σκάω από κάτι που με αφορά έστω και στο ελάχιστο. «Τι λες γι’ αυτούς;» Έδειξε τα χαρτάκια που συμβόλιζαν το Μιαγκόμα και τους άλλους. «Κανένα νέο για το αν σκοπεύουν να συμπαραταχθούν με τον Ραντ, ή αν απλώς θα κάτσουν να κοιτάνε;»

«Ποιος ξέρει; Ο Ρούαρκ δεν ξέρει περισσότερα από μένα και, αν οι Σοφές ξέρουν, δεν μας το λένε. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Κουλάντιν δεν πάει πουθενά».

Πάλι ο Κουλάντιν. Ο Ματ ανασάλεψε αμήχανα κι έκανε μισό βήμα προς την έξοδο. Όχι, θα έμενε να περιμένει. Στύλωσε το βλέμμα του στους χάρτες και προσποιήθηκε ότι τους μελετούσε σε βάθος. Ίσως ο Λαν να τον άφηνε στην ησυχία του. Απλώς ήθελε να πει στον Ραντ ό,τι είχε να πει και θα έφευγε.

Ο Πρόμαχος όμως φαινόταν να έχει όρεξη για κουβέντα. «Τι γνώμη έχεις, αφέντη Βάρδε; Πρέπει αύριο να χιμήξουμε στον Κουλάντιν μ’ όλες μας τις δυνάμεις και να τον συντρίψουμε;»

«Κι αυτό το σχέδιο μου φαίνεται καλό σαν τα υπόλοιπα», απάντησε βλοσυρά ο Νατάελ. Άδειασε μονορούφι το κύπελλό του, έπιασε την άρπα και άρχισε να παίζει κάτι σκοτεινό και πένθιμο. «Δεν οδηγώ στρατούς, Πρόμαχε. Δεν προστάζω τίποτα εκτός από τον εαυτό μου, και αυτόν όχι πάντα».

Ο Ματ μούγκρισε και ο Λαν τον κοίταξε, προτού συνεχίσει να μελετά τους χάρτες. «Δεν νομίζεις ότι είναι καλό σχέδιο; Γιατί όχι;»

Το είπε με τόσο ανέμελο τόνο, ώστε ο Ματ απάντησε προτού προφτάσει να το σκεφτεί. «Δύο λόγοι. Αν περικυκλώσεις τον Κουλάντιν και τον παγιδεύσεις ανάμεσα σε σένα και στην πόλη, μπορεί να τον λιώσεις πάνω της». Πόσο θα αργούσε ο Ραντ; «Αλλά μπορεί επίσης να τον κάνεις να περάσει τα τείχη. Απ’ ό,τι άκουσα, δυο φορές παραλίγο θα τα περνούσε, ακόμα και χωρίς μεταλλωρύχους και πολιορκητικές μηχανές, ενώ η πόλη κρέμεται από μια κλωστή». Θα έλεγε ό,τι είχε να πει και θα έφευγε, αυτό ήταν. «Αν τον πιέσεις πολύ, θα βρεθείς να πολεμάς μέσα στην Καιρχίν. Άσχημο πράγμα να πολεμάς μέσα σε πόλη. Σκοπός είναι να σώσεις το μέρος, όχι να αποτελειώσεις την καταστροφή του». Τα χαρτάκια που ήταν απλωμένα στους χάρτες, οι ίδιοι οι χάρτες, το ξεκαθάριζαν αυτό.

Έσμιξε τα φρύδια και γονάτισε με τους αγκώνες στα γόνατά του. Ο Λαν έσκυψε πλάι του, όμως αυτός σχεδόν δεν τον πρόσεξε. Παρακινδυνευμένο πρόβλημα. Και συναρπαστικό. «Το καλύτερο είναι να τον απωθήσεις. Χτύπα τον κυρίως από νότια». Έδειξε τον ποταμό Γκάελιν· αυτός χυνόταν στον Αλγκουένυα, μερικά μίλια βορειότερα της πόλης. «Υπάρχουν γέφυρες εκεί πάνω. Άσε στους Σάιντο ανοιχτό πέρασμα προς τα κει. Πάντα να αφήνεις διέξοδο, εκτός αν θέλεις να δεις πόσο σκληρά θα πολεμήσει ένας που δεν έχει τίποτα να χάσει». Το δάχτυλό του κύλησε προς τα ανατολικά. Εκεί φαινόταν να υπάρχουν κυρίως δασώδεις λόφοι. Μάλλον δεν θα ήταν διαφορετικοί από αυτούς εδώ πέρα. «Μια δύναμη που θα τους σταματούσε σ’ αυτή την πλευρά του ποταμού, θα εξασφάλιζε ότι θα πάνε προς τις γέφυρες, αν είναι αρκετά μεγάλη και σωστά τοποθετημένη. Από τη στιγμή που θα αρχίσουν να μετακινούνται, ο Κουλάντιν δεν θα θελήσει να πολεμήσει με κάποιον μπροστά του, ενώ εσύ θα έρχεσαι από πίσω». Ναι. Σχεδόν ακριβώς όπως στο Τζέντζε. «Εκτός αν είναι εντελώς ηλίθιος. Μπορεί να φτάσουν με σχηματισμό ως το ποτάμι, αλλά οι γέφυρες θα τον διαλύσουν. Δεν βλέπω τους Αελίτες να κολυμπάνε ή, έστω, να ψάχνουν για περάσματα. Διατήρησε την πίεση, σπρώξ’ τους να περάσουν. Με λίγη τύχη, θα τους κυνηγάς ως τα βουνά». Ήταν, επίσης, σαν τους Πόρους του Κουάινταϊ, προς το τέλος των Πολέμων των Τρόλοκ, και περίπου στην ίδια κλίμακα. Δεν διέφερε και πολύ από το Τόρα Σαν. Ή το Χάσμα του Σουλμάιν, προτού βρει το ρυθμό του ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος. Τα ονόματα πετούσαν στο μυαλό του, εικόνες από ματωμένα πεδία μαχών, ξεχασμένα ακόμα και από τους ιστορικούς. Έτσι απορροφημένος όπως ήταν από το χάρτη, έμοιαζαν μονάχα με δικές του θύμησες. «Πολύ κρίμα που δεν έχεις κι άλλο ιππικό. Το ελαφρύ ιππικό είναι το καλύτερο για παρενόχληση. Τους χτυπάς στα πλάγια, τους κάνεις να τρέχουν δίχως να σταματούν, και δεν τους επιτρέπεις να σταθούν και να οργανωθούν για να πολεμήσουν. Όμως οι Αελίτες θα τα καταφέρουν σχεδόν εξίσου καλά».

«Κι ο άλλος λόγος;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Λαν.

Ο Ματ τώρα είχε παρασυρθεί. Αυτό που ένιωθε για τα στοιχήματα ήταν κάτι παραπάνω από απλή ευχαρίστηση, και η μάχη ήταν ένα στοίχημα, που μπροστά της το να παίζεις ζάρια σε καπηλειά ήταν κάτι για παιδιά και ξεδοντιάρηδες ανίκανους. Εδώ διακυβεύονταν ζωές, η δική σου και άλλων, ανθρώπων που δεν ήταν καν εκεί. Αν έκανες λάθος στο στοίχημα, αν στοιχημάτιζες ανόητα, πέθαιναν πόλεις ή ολόκληρα έθνη. Η πένθιμη μελωδία που έπαιζε ο Νατάελ ήταν άκρως ταιριαστή. Κι επίσης, ήταν ένα παιχνίδι που έκανε το αίμα σου να κυλήσει γοργά.

Ξεφύσηξε, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από το χάρτη. «Το ξέρεις καλύτερα από μένα. Αν έστω και μια από αυτές τις τέσσερις φατρίες αποφασίσει να συμπαραταχθεί με τον Κουλάντιν, θα μας χτυπήσουν από πίσω, ενώ εμείς θα έχουμε τα χέρια μας δεμένα πολεμώντας το Σάιντο. Ο Κουλάντιν θα γίνει το αμόνι κι αυτοί το σφυρί, κι εσύ θα ’σαι το καρύδι ανάμεσά τους. Πάρε μόνο τους μισούς δικούς σου για να τα βάλεις με τον Κουλάντιν. Η μάχη θα είναι μεταξύ ίσων, αλλά πρέπει να το δεχθείς». Δεν υπήρχε τίποτα δίκαιο στον πόλεμο. Χτυπούσες τον εχθρό από πίσω, εκεί που δεν το περίμενε, όταν και όπου ήταν πιο αδύναμος. «Ακόμα κι έτσι, θα έχεις ένα πλεονέκτημα. Ο Κουλάντιν έχει ν’ ανησυχεί μην τυχόν επιχειρήσουν έξοδο από την πόλη. Τους άλλους μισούς, τους μοιράζεις στα τρία. Το ένα μέρος θα στριμώξει τον Κουλάντιν προς το ποτάμι, τα άλλα δύο θα τα βάλεις σε απόσταση μερικών μιλίων μεταξύ τους ανάμεσα στην πόλη και στις τέσσερις φατρίες».

«Καλοδουλεμένο», είπε ο Λαν νεύοντας. Το πρόσωπο, που έμοιαζε σμιλεμένο σε μάρμαρο, δεν άλλαξε έκφραση, όμως η φωνή του πήρε μια χροιά επιδοκιμαστική, αν και ανάλαφρα. «Μια φατρία δεν θα κέρδιζε τίποτα επιτιθέμενη σε μια από τις δύο δυνάμεις, ένας λόγος παραπάνω που η άλλη θα μπορούσε να τη χτυπήσει από πίσω. Και για τον ίδιο λόγο, καμία φατρία δεν θα αναμιχθεί μ’ ό,τι θα συμβεί γύρω από την πόλη. Φυσικά, οι τέσσερις θα μπορούσαν να συμμαχήσουν. Δεν είναι πιθανό, αφού δεν το έχουν κάνει ήδη, αλλά, αν το κάνουν, τότε αλλάζουν τα πάντα».

Ο Ματ γέλασε. «Όλα αλλάζουν συνεχώς. Το καλύτερο σχέδιο κρατά μέχρι τη στιγμή που το πρώτο βέλος φεύγει από το τόξο. Αυτό θα ήταν εύκολο να το οργανώσει κι ένα παιδί ακόμα, αν εξαιρέσεις το ότι ο Ιντίριαν και οι άλλοι ακόμα δεν έχουν αποφασίσει τι θα κάνουν. Αν αποφασίσουν όλοι να πάνε με το μέρος του Κουλάντιν, τότε ρίξε τα ζάρια και προσευχήσου, επειδή σίγουρα θα έχει μπει κι ο Σκοτεινός στο παιχνίδι. Τουλάχιστον, θα έχεις αρκετές δυνάμεις σε μεγάλη απόσταση από την πόλη και θα μπορέσουν να τις αντιμετωπίσουν ισάξια. Θα είναι αρκετές, ώστε να τους συγκρατήσουν για όσο διάστημα χρειαστείς. Παράτα την ιδέα να καταδιώξεις τον Κουλάντιν και ρίξε ό,τι έχεις και δεν έχεις στις τέσσερις φατρίες, μόλις ο Κουλάντιν αρχίσει να περνά στ’ αλήθεια τον Γκάελιν. Αλλά πάω στοίχημα ότι θα κάτσουν να βλέπουν, και θα έρθουν μαζί σου, όταν ο Κουλάντιν θα είναι τελειωμένος. Η νίκη προσφέρει το καθοριστικό επιχείρημα στο μυαλό των ανθρώπων».

Η μουσική είχε σταματήσει. Ο Ματ κοίταξε τον Νατάελ και τον είδε να κρατά μουδιασμένα την άρπα του, κοιτώντας τον με πιο σκληρό βλέμμα από ποτέ. Κοίταζε τον Ματ σαν να μην τον είχε ξαναδεί ποτέ του, σαν να μην ήξερε ποιος ήταν. Τα μάτια του βάρδου ήταν από μαύρο αστραφτερό γυαλί, τα δάχτυλα του άσπρα στο επίχρυσο πλαίσιο της άρπας.

Τότε αυτός κατάλαβε τι είχε γίνει, τι έλεγε, τι αναμνήσεις είχε αγκαλιάσει. Μπα, που να καείς, βλάκα, που δεν μετράς τα λόγια σου! Γιατί άραγε είχε στρέψει προς τα κει τη συζήτηση ο Λαν; Δεν μπορούσε να μιλήσει για άλογα, για τον καιρό, δεν μπορούσε να βουλώσει το στόμα του; Ο Πρόμαχος ποτέ άλλοτε δεν είχε δείξει τόση όρεξη για κουβέντα. Συνήθως, μπροστά του, ακόμα και τα δένδρα φάνταζαν ομιλητικά. Φυσικά, και ο ίδιος ο Ματ θα μπορούσε να ήταν πιο συγκεντρωμένος, να κρατούσε το στόμα του κλειστό. Πάλι καλά που δεν φλυαρούσε στην Παλιά Γλώσσα. Μα το αίμα και τις στάχτες, ελπίζω να μην μιλούσα έτσι!

Ο Ματ πετάχτηκε όρθιος, γύρισε να φύγει και αντίκρισε τον Ραντ να στέκεται μέσα στη σκηνή, στρίβοντας αφηρημένα εκείνο το κομμάτι του δόρατος με τη φούντα, σαν να μην αντιλαμβανόταν ότι το κρατούσε. Πόση ώρα στεκόταν εκεί; Δεν είχε σημασία. Ο Ματ τα ξεφούρνισε όλα βιαστικά. «Φεύγω, Ραντ. Όταν ξημερώσει το πρωί, ανεβαίνω στη σέλα και φεύγω. Θα έφευγα αυτή τη στιγμή, αλλά με μισή μέρα ταξίδι δεν θα φτάσω όσο μακριά θέλω. Όταν σταματήσω για τη νύχτα, θέλω να με χωρίζουν από τους Αελίτες —οποιουσδήποτε Αελίτες― όσα περισσότερα μίλια αντέχει να κάνει ο Πιπς». Δεν θα είχε νόημα να σταματήσει τόσο κοντά, που να τον βρουν και να τον κρεμάσουν οι ανιχνευτές κάποιας φατρίας· και ο Κουλάντιν θα πρέπει να διέθετε ανιχνευτές, κι επίσης μπορεί και οι άλλοι να μην τον αναγνώριζαν, προτού του κάρφωναν κανένα δόρυ στο συκώτι.

«Θα λυπηθώ που φεύγεις», είπε ήρεμα ο Ραντ.

«Μην προσπαθήσεις να με μεταπ—» Ο Ματ έπαιξε τα βλέφαρα. «Αυτό είναι όλο; Θα λυπηθείς που φεύγω;»

«Ποτέ δεν προσπάθησα να σε κρατήσω, Ματ. Ο Πέριν έφυγε, όταν έπρεπε να φύγει, το ίδιο μπορείς να κάνεις κι εσύ».

Ο Ματ άνοιξε το στόμα, ύστερα το ξανάκλεισε. Ο Ραντ ποτέ δεν είχε προσπαθήσει να τον κρατήσει, αυτό ήταν αλήθεια. Απλώς το έκανε χωρίς να προσπαθεί. Αλλά τώρα δεν ένιωθε να τον τραβά εκείνη η αίσθηση του τα’βίρεν, δεν υπήρχαν τα αόριστα συναισθήματα ότι έκανε λάθος πράγμα. Ο σκοπός του ήταν σαφής και σταθερός.

«Πού θα πας;»

«Νότια». Όχι πως είχε την ευχέρεια να διαλέξει κατεύθυνση. Οι υπόλοιπες οδηγούσαν στον Γκάελιν, βόρεια του οποίου δεν υπήρχε τίποτα που να τον ενδιαφέρει, ή στους Αελίτες, κάποιοι εκ των οποίων θα τον σκότωναν στα σίγουρα, ενώ κάποιοι άλλοι μπορεί να τον σκότωναν, μπορεί και όχι, ανάλογα με το πόσο κοντά βρισκόταν ο Ραντ και τι είχαν για δείπνο την προηγούμενη νύχτα. Αυτές οι πιθανότητες δεν ήταν ό,τι καλύτερο, όπως το λογάριαζε. «Τουλάχιστον αρχικά. Και μετά, κάπου θα υπάρχει κανένα καπηλειό και κάποια γυναίκα που δεν θα κρατά δόρατα». Η Μελίντρα. Ίσως αυτή αποδεικνυόταν πρόβλημα. Είχε την αίσθηση ότι η Μελίντρα ήταν από τις γυναίκες που δεν αφήνουν κάτι παρά μόνο όταν θέλουν να το αφήσουν. Ε, είτε έτσι είτε αλλιώς, θα την αντιμετώπιζε. Ίσως έφευγε προτού το μάθαινε εκείνη. «Αυτά δεν είναι για μένα, Ραντ. Δεν έχω ιδέα από μάχες και δεν θέλω να ξέρω». Απέφυγε να κοιτάξει τον Λαν και τον Νατάελ, Κιχ να έκανε κάποιος από τους δυο τους, θα του έριχνε μπουνιά στο στόμα. Ακόμα και στον Πρόμαχο. «Το καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;»

Το νεύμα του Ραντ ίσως έδειχνε ότι καταλάβαινε. Μπορεί να ήταν έτσι. «Στη θέση σου, θα παρέλειπα να αποχαιρετήσω την Εγκουέν. Δεν ξέρω πια πόσα απ’ αυτά που της λέω μεταφέρονται στη Μουαραίν ή στις Σοφές, ή και σε όλες».

«Κατέληξα σ’ αυτό το συμπέρασμα εδώ και καιρό. Έχει αφήσει πολύ πιο πίσω της το Πεδίο του Έμοντ απ’ όσο εμείς. Και μετανιώνει λιγότερο γι’ αυτό».

«Ίσως», είπε λυπημένα ο Ραντ. «Το Φως να σε φωτίζει, Ματ», πρόσθεσε, απλώνοντας το χέρι του, «και να σου στέλνει ίσιους δρόμους, καλό καιρό κι ευχάριστη παρέα μέχρι να ξανανταμώσουμε».

Αν ήταν στο χέρι του Ματ, κάτι τέτοιο θα αργούσε να γίνει. Ένιωθε κάπως λυπημένος γι’ αυτό και βλάκας, που ήταν λυπημένος, όμως ο άνδρας έπρεπε να κοιτάζει τον εαυτό του. Στο κάτω-κάτω, εκεί κατέληγαν όλα.

Η χειραψία του Ραντ ήταν σκληρή όπως πάντα —η εξάσκηση με το σπαθί απλώς είχε προσθέσει καινούριους κάλους πάνω στους παλαιότερους από το τόξο― αλλά το ανάγλυφο σημάδι του ερωδιού στην παλάμη είχε μια χαρακτηριστική αίσθηση στο χέρι του Ματ. Ήταν απλώς μια μικρή υπενθύμιση, σε περίπτωση που ξεχνούσε τα σημάδια κάτω από τα μανίκια του φίλου του ή τα ακόμα πιο παράξενα πράγματα μέσα στο κεφάλι του, που του επέτρεπαν να διαβιβάζει. Αφού μπορούσε να ξεχάσει ότι ο Ραντ είχε την ικανότητα να διαβιβάζει —και είχε να το σκεφτεί μέρες αυτό· μέρες!― τότε ήταν πια καιρός να φεύγει.

Μερικά ακόμα αμήχανα λόγια, καθώς στέκονταν όρθιοι εκεί —ο Λαν έμοιαζε να τους αγνοεί, και με τα χέρια σταυρωμένα μελετούσε σιωπηλά τους χάρτες, ενώ ο Νατάελ είχε αρχίσει να παίζει αδιάφορα την άρπα του· ο Ματ είχε μουσικό αυτί και γι’ αυτόν η άγνωστη μελωδία είχε μια ειρωνική χροιά· αναρωτήθηκε γιατί άραγε την είχε διαλέξει ο βάρδος― και μερικές ακόμα στιγμές, καθώς οι δυο τους ανέβαλλαν το τέλος, και μετά ο Ματ βρέθηκε έξω. Υπήρχε μαζεμένο πλήθος εκεί, καμιά εκατοστή Κόρες απλωμένες στη λοφοκορφή, περπατώντας στις μύτες των ποδιών κι έτοιμες να λογχίσουν όποιον έβρισκαν, και οι επτά αρχηγοί φατρίας που περίμεναν υπομονετικά και ασάλευτα σαν πέτρα, τρεις Δακρυνοί άρχοντες που προσποιούνταν ότι δεν ίδρωναν και ότι οι Αελίτες δεν υπήρχαν.

Είχε ακούσει για την άφιξη των αρχόντων και μάλιστα είχε πάει να ρίξει μια ματιά στο στρατόπεδό τους —ή μάλλον στα στρατόπεδά τους― αλλά δεν ήταν εκεί κανένας γνωστός του και κανένας που να θέλει να παίξει ζάρια ή χαρτιά. Οι τρεις τώρα τον κοίταζαν από πάνω ως κάτω, σμίγοντας τα φρύδια με απέχθεια, και, όπως φάνηκε, έκριναν ότι δεν ήταν ανώτερος των Αελιτών, δηλαδή πως ήταν ανάξιος προσοχής.

Ο Ματ φόρεσε το καπέλο, κατέβασε το γύρο του χαμηλά στα μάτια και περιεργάστηκε με τη σειρά του ψυχρά τους Δακρυνούς για μια στιγμή. Ανταμείφθηκε βλέποντας την έκδηλη αμηχανία των δύο νεότερων μπροστά στο βλέμμα του, προτού αρχίσει να κατηφορίζει το λόφο. Ο γκριζομάλλης μόλις που έκρυβε την ανυπομονησία του να μπει στη σκηνή του Ραντ, αλλά δεν είχε σημασία. Ο Ματ δεν θα ξανάβλεπε ποτέ κανέναν τους.

Δεν ήξερε γιατί δεν τους είχε αγνοήσει. Μόνο που το βήμα του ήταν πιο ανάλαφρο και ένιωθε μια ζωντάνια μέσα του. Δεν ήταν παράξενο, αφού επιτέλους θα έφευγε την επόμενη μέρα. Τα ζάρια έμοιαζαν να στροβιλίζονται στο νου του, και κανείς δεν ήξερε τι θα έδειχναν όταν έπεφταν. Αυτό ήταν παράξενο. Πρέπει να έφταιγε η Μελίντρα που ανησυχούσε γι’ αυτόν. Ναι. Οπωσδήποτε θα έφευγε νωρίς, αθόρυβα σαν ποντίκι που νυχοπατά σε πούπουλα.

Σφυρίζοντας, το έβαλε για τη σκηνή του. Ποιος ήταν ο σκοπός; Α, ναι. «Χόρεψε με το Φύλακα των Σκιών». Δεν είχε καμία διάθεση να χορέψει με τον θάνατο, αλλά ο σκοπός ήταν εύθυμος, συνέχισε λοιπόν να τον σφυρίζει, καθώς προσπαθούσε να καταστρώσει την καλύτερη διαδρομή για να φύγει από την Καιρχίν.


Ο Ραντ έμεινε να ατενίζει τον Ματ πολλή ώρα μετά, αφότου είχε πέσει η πόρτα της σκηνής για να τον κρύψει. «Μόνο αυτό το τελευταίο άκουσα», είπε τελικά. «Όλο έτσι ήταν;»

«Σχεδόν», απάντησε ο Λαν. «Με λίγα μόνο λεπτά, για να μελετήσει τους χάρτες, κατάστρωσε σχεδόν το ίδιο σχέδιο που έφτιαξαν ο Ρούαρκ και οι άλλοι. Είδε τις δυσκολίες και τους κινδύνους, και πώς αντιμετωπίζονται. Ξέρει για μεταλλωρύχους και πολιορκητικές μηχανές, και πώς χρησιμοποιείς το ελαφρύ ιππικό για να παρενοχλήσεις έναν ηττημένο εχθρό».

Ο Ραντ τον κοίταξε. Ο Πρόμαχος δεν φαινόταν ξαφνιασμένος, ούτε μια τρίχα των βλεφάρων του δεν πετάριζε. Φυσικά, αυτός ήταν που είχε πει ότι ο Ματ έμοιαζε να είναι ασυνήθιστα καλός γνώστης των στρατιωτικών θεμάτων. Και ο Λαν δεν θα έκανε την προφανή ερώτηση, κι αυτό ήταν καλό. Ο Ραντ δεν είχε δικαίωμα να δώσει τη σύντομη απάντηση που διέθετε.

Θα μπορούσε να είχε κάνει ο ίδιος μερικές ερωτήσεις. Παραδείγματος χάριν, τι σχέση είχαν οι μεταλλωρύχοι με τις μάχες; Ή ίσως μόνο με τις πολιορκίες. Όποια κι αν ήταν η απάντηση, δεν υπήρχε ορυχείο πιο κοντά από το Εγχειρίδιο του Δράκοντα, και δεν ήταν βέβαιο αν βρισκόταν ακόμα εκεί κάποιος να σκάβει. Ε, τούτη η μάχη θα δινόταν χωρίς αυτούς. Το σημαντικό ήταν πως ήξερε ότι στην άλλη μεριά εκείνης της τερ’ανγκριάλ-πόρτας ο Ματ είχε κερδίσει κάτι παραπάνω από την τάση να ξεφουρνίζει την Παλιά Γλώσσα όταν ήταν αφηρημένος. Και γνωρίζοντας αυτό, ο Ραντ σίγουρα θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει.

Δεν χρειάζεται να γίνεις τόσο σκληρός, σκέφτηκε πικρά. Είχε δει τον Ματ να ανηφορίζει προς τη σκηνή του, και δεν είχε διστάσει να στείλει τον Λαν για να ανακαλύψει τι μπορεί να έβγαινε στην επιφάνεια από μια φιλική, κατ’ ιδίαν κουβεντούλα. Αυτό ήταν εσκεμμένο. Τα υπόλοιπα μπορεί να ήταν, μπορεί και όχι, αλλά θα συνέβαιναν. Έλπιζε να περνούσε καλά ο Ματ ελεύθερος. Έλπιζε να διασκέδαζε ο Πέριν στους Δύο Ποταμούς, να είχε επιδείξει τη Φάιλε στη μητέρα και στις αδελφές του, να την είχε παντρευτεί ίσως. Τα έλπιζε αυτά, επειδή ήξερε ότι θα τους ξανατραβούσε πίσω, ως τα’βίρεν που έλκει τα’βίρεν, και αυτός ήταν ο ισχυρότερος. Η Μουαραίν είχε πει ότι δεν ήταν σύμπτωση να μεγαλώνουν τρεις τέτοιοι στο ίδιο χωριό, σχεδόν συνομήλικοι· ο Τροχός ύφαινε τύχες και συμπτώσεις στο Σχήμα, αλλά δεν εμφάνιζε δίχως λόγο κάποιους σαν αυτούς τους τρεις. Στο τέλος, ο Ραντ θα τραβούσε πάλι κοντά του τους φίλους του, όσο μακριά κι αν πήγαιναν, και, όταν επέστρεφαν, θα τους χρησιμοποιούσε, μ’ όποιον τρόπο μπορούσε. Μ’ όποιον τρόπο αναγκαζόταν να τους χρησιμοποιήσει. Επειδή έπρεπε. Επειδή, ό,τι κι αν έλεγε η Προφητεία του Δράκοντα, ήταν σίγουρος ότι η μοναδική ελπίδα που είχε να νικήσει στην Τάρμον Γκάι’ντον ήταν να είναι οι τρεις τους, τρεις τα’βίρεν δεμένοι από μωρά, δεμένοι μαζί άλλη μια φορά. Όχι, δεν ήταν ανάγκη να γίνει σκληρός. Ήδη είσαι τόσο σκληρός, που κι ένας Σωντσάν θα έκανε εμετό βλέποντάς σε!

«Παίξε την “Προέλαση του Θανάτου”», πρόσταξε με πιο τραχιά φωνή απ’ όσο ήθελε και ο Νατάελ για μια στιγμή τον κοίταξε ανέκφραστα. Ο βάρδος είχε ακούσει τα πάντα. Θα είχε ερωτήσεις, αλλά δεν θα έβρισκε απαντήσεις. Αφού ο Ραντ δεν μπορούσε να πει στον Λαν τα μυστικά του Ματ, δεν θα μπορούσε να τα φανερώσει σε έναν Αποδιωγμένο, όσο εξημερωμένος κι αν φαινόταν. Αυτή τη φορά, έκανε σκόπιμα τον τόνο του σκληρό κι έδειξε τον Νατάελ με το κομμάτι του δόρατος. «Παίξ’ το, εκτός αν ξέρεις κανένα πιο λυπητερό. Παίξε κάτι που να κάνει τη δική σου ψυχή να κλάψει. Αν έχεις ακόμα ψυχή».

Ο Νατάελ του έριξε ένα φιλοφρονητικό βλέμμα και υποκλίθηκε καθιστός, όμως τα μάτια του πάγωσαν. Ήταν πράγματι η «Προέλαση του Θανάτου» αυτό που άρχισε να παίζει, όμως στην άρπα του είχε μια αίσθηση πιο αιχμηρή από κάθε άλλη φορά, ήταν ένα μοιρολόγι, ένας θρήνος, που σίγουρα θα έκανε κάθε ψυχή να κλάψει. Ο Νατάελ είχε καρφώσει το βλέμμα στον Ραντ, σαν να έλπιζε να δει κάποια επίδραση.

Ο Ραντ γύρισε και απλώθηκε στα χαλιά, με το κεφάλι στους χάρτες και ένα χρυσοκόκκινο μαξιλαράκι κάτω από τον αγκώνα του. «Λαν, μπορείς να ζητήσεις από τους άλλους να έρθουν τώρα;»

Ο Πρόμαχος έκανε μια υπόκλιση όλο επισημότητα προτού βγει έξω. Ήταν η πρώτη φορά που το έκανε αυτό, όμως ο Ραντ, αφηρημένος, δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή.

Η μάχη θα άρχισε την επόμενη μέρα. Το ότι είχε βοηθήσει τον Ρούαρκ και τους άλλους να καταστρώσουν τα σχέδια ήταν ένα ευγενικό μύθευμα. Διέθετε αρκετή εξυπνάδα, ώστε να καταλαβαίνει πότε αγνοούσε κάτι, και, παρά τις τόσες συζητήσεις του με τον Λαν και τον Ρούαρκ, ήξερε ότι δεν ήταν έτοιμος. Έχω καταστρώσει σχέδια για εκατό μάχες σαν κι αυτήν ή και μεγαλύτερες κι έχω δώσει οδηγίες που οδήγησαν σε δεκαπλάσιες από αυτές. Δεν ήταν δική του η σκέψη. Ο Λουζ Θέριν γνώριζε από πόλεμο —είχε γνωρίσει τον πόλεμο― αλλά ο Ραντ αλ’Θόρ όχι, και αυτός ήταν τώρα. Άκουγε, έκανε ερωτήσεις ― κι ένευε, λες και καταλάβαινε όταν έλεγαν πως κάτι έπρεπε να γίνει μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο. Μερικές φορές όντως καταλάβαινε κι ευχόταν να μην είχε καταλάβει, επειδή ήξερε πώς το είχε καταλάβει. Η μόνη αληθινή συνεισφορά του ήταν όταν είχε πει ότι ο Κουλάντιν έπρεπε να ηττηθεί δίχως να καταστραφεί η πόλη. Εν πάση περιπτώσει, αυτή η συνάντηση θα πρόσθετε το πολύ-πολύ μερικές πινελιές σ’ όσα είχαν ήδη αποφασιστεί. Ο Ματ θα είχε αποδειχθεί χρήσιμος, με τις καινούριες γνώσεις του.

Όχι. Δεν θα άρχιζε να σκέφτεται τους φίλους του, αυτά που θα έπρεπε να τους κάνει προτού τελείωναν όλα. Ακόμα κι αν άφηνε τη μάχη κατά μέρος, υπήρχαν πολλά για να τον απασχολήσουν, πράγματα για τα οποία μπορούσε να κάνει κάτι. Η απουσία των Καιρχινών σημαιών πάνω από την Καιρχίν υπογράμμιζε ένα σημαντικό πρόβλημα και οι συνεχιζόμενες αψιμαχίες με τους Αντορίτες ένα άλλο. Οι στόχοι του Σαμαήλ απαιτούσαν εξέταση, και...

Οι αρχηγοί μπήκαν μέσα, δίχως ορισμένη σειρά. Αυτή τη φορά μπήκε πρώτος ο Ντηάρικ, ενώ ο Ρούαρκ και ο Έριμ έμειναν πίσω με τον Λαν. Ο Μπρούαν και ο Τζέραν πήραν τις θέσεις δίπλα στον Ραντ. Δεν τους απασχολούσε ποιος είχε το προβάδισμα μεταξύ τους, κι έμοιαζαν να θεωρούν τον Ααν’αλάιν έναν απ’ αυτούς.

Ο Γουίραμον μπήκε τελευταίος, με τους νεαρούς άρχοντες κατά πόδας, κατσουφιασμένος και σφίγγοντας τα χείλη. Η πρωτοκαθεδρία γι’ αυτόν είχε μεγάλη σημασία. Μουρμουρίζοντας μέσα από το λαδωμένο γένι του, έκανε το γύρο της εστίας και πήρε θέση πίσω από τον Ραντ. Ώσπου τα ανέκφραστα βλέμματα των αρχηγών τσάκισαν το καβούκι του. Μεταξύ των Αελιτών, ένας στενός συγγενής ή ένας εν κοινωνία αδελφός ίσως καθόταν σε τέτοια θέση, εφόσον υπήρχε το ενδεχόμενο ενός πισώπλατου μαχαιρώματος. Κοίταξε πάλι συνοφρυωμένος τον Τζέραν και τον Ντηάρικ, σαν να περίμενε κάποιον απ’ αυτούς να του κάνει χώρο.

Στο τέλος ο Μπάελ ένευσε στο μέρος δίπλα του, στην απέναντι μεριά των χαρτών από τον Ραντ, και ύστερα από μια παύση, ο Γουίραμον πήγε εκεί και κάθισε σταυροπόδι, με αλύγιστο κορμί, κοιτώντας ευθεία μπροστά και μοιάζοντας σαν να είχε καταπιεί αμάσητο ένα άγουρο δαμάσκηνο. Οι νεότεροι Δακρυνοί στάθηκαν εξίσου άκαμπτοι πίσω του κι ο ένας είχε την αξιοπρέπεια να δείξει την ντροπή του.

Ο Ραντ τον πρόσεξε, αλλά δεν είπε λέξη, μόνο γέμισε την πίπα του με ταμπάκ και άρπαξε το σαϊντίν, ίσα-ίσα για να την ανάψει. Έπρεπε να κάνει κάτι για τον Γουίραμον· ο άνθρωπος αυτός όξυνε τα παλιά προβλήματα και δημιουργούσε νέα. Τίποτα δεν τάραζε το πρόσωπο του Ρούαρκ, όμως οι εκφράσεις των υπολοίπων διακυμαίνονταν, με τον Χαν να κάνει μια ξινή γκριμάτσα αηδίας και τον Έριμ να έχει ένα παγερό βλέμμα, σαν έτοιμος να χορέψει τα δόρατα εκεί μπροστά κι αμέσως. Ίσως υπήρχε τρόπος για να ξεφορτωθεί ο Ραντ τον Γουίραμον και ταυτοχρόνως να κάνει το πρώτο βήμα για να λύσει άλλο ένα από τα προβλήματά του.

Με τον Ραντ να δίνει το παράδειγμα, ο Λαν και οι αρχηγοί άρχισαν να γεμίζουν τις πίπες τους.

«Βλέπω ανάγκη μόνο για μικροαλλαγές», είπε ο Μπάελ, ρουφώντας την πίπα του για να ανάψει, και δέχτηκε ένα άγριο βλέμμα από τον Χαν, όπως συνήθως.

«Άραγε, αυτές οι μικροαλλαγές αφορούν στο Γκόσιεν ή μήπως σε κάποια άλλη φατρία;»

Ο Ραντ έδιωξε τον Γουίραμον από το νου του κι έσκυψε να ακούσει, καθώς συζητούσαν τι έπρεπε να αλλάξει τώρα, που είχαν δει από άλλη οπτική το πεδίο της μάχης. Πού και πού, όλο και κάποιος αρχηγός κοίταζε στιγμιαία τον Νατάελ, και το φευγαλέο στένεμα των ματιών ή το σφίξιμο του στόματος έδειχναν ότι η θρηνητική μουσική άγγιζε κάτι μέσα του. Ακόμα και οι Δακρυνοί έκαναν λυπημένες γκριμάτσες. Οι ήχοι έφταναν στον Ραντ, χωρίς να αγγίζουν τίποτα όμως. Τα δάκρυα ήταν πλέον μια πολυτέλεια που δεν μπορούσε να έχει, ούτε καν μέσα του.

Загрузка...