Τέσσερις ώρες αργότερα, ο ιδρώτας που κυλούσε στο πρόσωπο της Νυνάβε δεν είχε για κύρια αιτία την ασυνήθιστη για την εποχή ζέστη, και μέσα της αναρωτιόταν μήπως θα ήταν καλύτερο αν τους είχε παραπλανήσει ο Νέρες. Ή αν είχε αρνηθεί να τους μεταφέρει μετά το Μποάντα. Το απογευματινό φως έγερνε χαμηλά μέσα από παράθυρα που τα περισσότερα πλαίσιά τους ήταν σπασμένα. Έσφιγγε τα φουστάνια της με ενόχληση ανάμικτη με ανησυχία και προσπαθούσε να μην κοιτάζει τις έξι Άες Σεντάι που ήταν μαζεμένες γύρω από ένα γερό τραπέζι κοντά στον τοίχο. Τα στόματά τους ανοιγόκλειναν σιωπηλά, καθώς συσκέπτονταν πίσω από ένα τοίχο από σαϊντάρ. Η Ηλαίην είχε το πηγούνι της υψωμένο, τα χέρια σταυρωμένα γαλήνια στη μέση της, όμως ένα σφίξιμο στα μάτια και στις άκρες του στόματός της χαλούσε αυτή τη βασιλική πόζα. Η Νυνάβε δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να μάθει τι έλεγαν οι Άες Σεντάι· τα πλήγματα που είχε δεχθεί το ένα μετά το άλλο, είχαν κάνει σκόνη τις προσδοκίες της. Ένα σοκ ακόμα και θα έβαζε τις τσιρίδες, και δεν ήξερε αν θα το έκανε από οργή ή από καθαρή υστερία.
Σχεδόν όλα τα πράγματά τους εκτός από τα ρούχα τους ήταν απλωμένα στο τραπέζι, από το ασημένιο τόξο της Μπιργκίτε μπροστά στη γεροδεμένη Μόρβριν ως τα τρια τερ’ανγκριάλ μπροστά στη Σέριαμ και τα τρία επίχρυσα κουτιά μπροστά στη μαυρομάτα Μυρέλ. Καμία από κείνες τις γυναίκες δεν φαινόταν ευχαριστημένη. Το πρόσωπο της Καρλίνυα έμοιαζε να είναι σκαλισμένο από χιόνι, η Ανάγια, που συνήθως είχε μητρικό ύφος, τώρα είχε πάρει μια αυστηρή έκφραση, και η Μπεόνιν, που πάντα είχε τα μάτια διάπλατα σαν από έκπληξη, τώρα έδειχνε ενόχληση. Ενόχληση και κάτι παραπάνω. Μερικές φορές η Μπεόνιν έκανε να αγγίξει το άσπρο πανί που ήταν απλωμένο προσεκτικά πάνω από τη σφραγίδα από κουεντιγιάρ, αλλά το χέρι της σταματούσε και απομακρυνόταν.
Τα μάτια της Νυνάβε πετάχτηκαν μακριά από το πανί. Ήξερε ακριβώς πού είχε στραβώσει η κατάσταση. Οι Πρόμαχοι που τους είχαν περικυκλώσει στα δάση ήταν κόσμιοι, αν και παγεροί· τουλάχιστον από τη στιγμή που είχε βάλει τον Ούνο και τους Σιναρανούς να θηκαρώσουν τα σπαθιά τους. Και το θερμό καλωσόρισμα της Μιν ήταν όλο γέλιο και αγκαλιές. Όμως οι Άες Σεντάι και οι άλλοι στους δρόμους, που πηγαινοέρχονταν στις δουλειές τους, είχαν συνεχίσει να τρέχουν χωρίς να ρίξουν πάνω από μια ματιά στην ομάδα που ερχόταν συνοδευόμενη. Το Σαλιντάρ έβριθε από κόσμο κι ένοπλοι έκαναν ασκήσεις σχεδόν σε κάθε ανοιχτό χώρο. Το πρώτο πρόσωπο εκτός των Πρόμαχων και της Μιν που τους έδωσε κάποια σημασία ήταν η λεπτή Καφέ αδελφή στην οποία τους είχαν πάει, στο δωμάτιο που κάποτε ήταν η κοινή αίθουσα αυτού του πανδοχείου. Η Νυνάβε και η Ηλαίην είχαν πει στη Φεντρίνε Σεντάι την ιστορία που είχαν συμφωνήσει από πριν, ή τουλάχιστον αυτό προσπάθησαν. Πέντε λεπτά μετά απ’ όταν άρχισαν, τις άφησε να στέκονται εκεί με αυστηρές διαταγές να μη σαλέψουν ρούπι και να μη βγάλουν άχνα, ακόμα και η μία στην άλλη. Πέρασαν ακόμα δέκα λεπτά, ενώ αυτές κοιτάζονταν μεταξύ τους μπερδεμένες, και γύρω τους Αποδεχθείσες και λευκοντυμένες μαθητευόμενες, Πρόμαχοι και υπηρέτες και στρατιώτες πηγαινοέρχονταν στα τραπέζια, όπου Άες Σεντάι διάβαζαν με προσοχή έγγραφα κι έδιναν διαταγές· και μετά, τις έσυραν μπροστά στη Σέριαμ και στις άλλες, τόσο γρήγορα, που της Νυνάβε της φάνηκε ότι τα παπούτσια της δεν είχαν ακουμπήσει το πάτωμα πάνω από δύο φορές. Τότε άρχισε η ανάκριση, που περισσότερο ταίριαζε σε φυλακισμένους παρά σε ηρωίδες που επέστρεφαν. Η Νυνάβε σκούπισε τον ιδρώτα του προσώπου της, όμως μόλις έβαλε το μαντήλι στο μανίκι της, τα χέρια της ξανάπιασαν τα φουστάνια της.
Η Νυνάβε και η Ηλαίην δεν ήταν οι μόνες που στέκονταν στο πολύχρωμο μεταξωτό χαλί. Η Σιουάν, που φορούσε ένα απλό φόρεμα από φίνο γαλάζιο μαλλί έμοιαζε να είναι εκεί από επιλογή της, αν και η Νυνάβε ήξερε ότι δεν ήταν έτσι, και το πρόσωπό της έδειχνε ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση. Έμοιαζε να είναι βυθισμένη στις γαλήνιες σκέψεις της. Η Ληάνε τουλάχιστον κοίταζε τις Άες Σεντάι, όμως έδειχνε κι αυτή αυτοπεποίθηση. Για κάποιο λόγο μάλιστα έδειχνε περισσότερη αυτοπεποίθηση απ’ όσο θυμόταν η Νυνάβε. Η γυναίκα με τη μπρουντζόχρωμη επιδερμίδα φαινόταν πιο αιθέρια, πιο λυγερή, κατά κάποιον τρόπο. Ίσως να ήταν το σκανδαλιστικό φόρεμα. Εκείνο το ανοιχτοπράσινο μεταξωτό φόρεμα είχε ψηλό γιακά σαν της Σιουάν, όμως αγκάλιαζε κάθε καμπύλη του κορμιού της και μόνο παρά τρίχα δεν ήταν διάφανο. Αυτό όμως που είχε αποσβολώσει την Νυνάβε ήταν χα πρόσωπά τους. Δεν περίμενε να τις βρει ζωντανές, και σίγουρα όχι τόσο νέες ― το πολύ μερικά χρόνια μεγαλύτερες από την ίδια. Ούτε που κοιτάζονταν η μια με την άλλη. Μάλιστα, η Νυνάβε ένιωσε μια σαφή παγωνιά ανάμεσά τους.
Υπήρχε κι άλλη μια διαφορά πάνω τους, την οποία η Νυνάβε μόλις είχε αρχίσει να αναγνωρίζει. Αν και όλες ήταν διακριτικές, συμπεριλαμβανομένης της Μιν, καμία δεν έκρυβε το γεγονός ότι είχαν σιγανευθεί. Η Νυνάβε ένιωθε αυτή την έλλειψη. Ίσως να έφταιγε το ότι βρισκόταν σε ένα δωμάτιο όπου όλες οι γυναίκες μπορούσαν να διαβιβάσουν, ίσως το ότι ήξερε ότι είχαν σιγανευθεί, αλλά για πρώτη φορά είχε πραγματική επίγνωση αυτού του γεγονότος για την Ηλαίην και τις άλλες. Και της απουσίας του στη Σιουάν και στη Ληάνε. Τους είχαν πάρει κάτι, τους το είχαν αφαιρέσει. Ήταν σαν πληγή. Ίσως η χειρότερη πληγή που μπορούσε να έχει μια γυναίκα.
Την κατέλαβε περιέργεια. Τι είδους πληγή θα ήταν; Τι είχε κοπεί; Θα μπορούσε να αξιοποιήσει αυτό το διάστημα της αναμονής και την ενόχληση που την κέντριζε μέσα στη νευρικότητά της. Άπλωσε στο σαϊντάρ...
«Σου έδωσε κανείς άδεια να διαβιβάσεις εδώ, Αποδεχθείσα;» ρώτησε η Σέριαμ, και η Νυνάβε τινάχτηκε, αφήνοντας βιαστικά την Αληθινή Πηγή.
Η πρασινομάτα Άες Σεντάι οδήγησε τις άλλες στις αταίριαστες καρέκλες τους, παραταγμένες στο χαλί σε ημικύκλιο που είχε στην εστία του τις τέσσερις γυναίκες που στέκονταν όρθιες. Μερικές μετέφεραν πράγματα από το τραπέζι. Κάθισαν ατενίζοντας τη Νυνάβε, με τα προηγούμενα συναισθήματά τους να έχουν πνιγεί μέσα στη γαλήνη των Άες Σεντάι. Τα αγέραστα εκείνα πρόσωπα δεν καταλάβαιναν τη ζέστη, ούτε καν με μια στάλα ιδρώτα. Στο τέλος η Ανάγια είπε, μαλώνοντάς την καλοσυνάτα, «Έχεις μείνει πολύ καιρό μακριά μας, παιδί μου. Ό,τι κι αν έμαθες στο μεσοδιάστημα, προφανώς έχεις ξεχάσει πολλά».
Η Νυνάβε κοκκίνισε και έκλινε το γόνυ. «Με συγχωρείτε, Άες Σεντάι, δεν ήθελα να παρεκτραπώ». Έλπισε να θεωρούσαν ότι το κοκκίνισμα στα μάγουλά της οφειλόταν στη ντροπή. Πραγματικά, είχε λείψει πολύ καιρό. Μόλις πριν από μια μέρα, αυτή έδινε τις διαταγές και οι άλλοι έτρεχαν να κάνουν το θέλημά της. Τώρα, περίμεναν να τρέχει η ίδια. Αυτό την πείραζε.
«Μας είπατε μια ενδιαφέρουσα... ιστορία». Η Καρλίνυα προφανώς δεν την πολυπίστευε. Η Λευκή αδελφή στριφογύριζε συνεχώς το ασημένιο τόξο της Μπιργκίτε στα μακριά, λεπτά χέρια της. «Και αποκτήσατε μερικά ενδιαφέροντα αντικείμενα».
«Η Πανάρχουσα Αμάθιρα μας έκανε πολλά δώρα, Άες Σεντάι», είπε η Ηλαίην. «Πίστευε ότι της σώσαμε το θρόνο». Παρ’ όλο που είχε μιλήσει με εξαιρετικά ήρεμη φωνή, αυτό που είπε ήταν σαν να πατούσε σε επικίνδυνο έδαφος. Η Νυνάβε δεν ήταν η μόνη που την ενοχλούσε η απώλεια της ελευθερίας τους. Το λείο πρόσωπο της Καρλίνυα έδειξε ένταση.
«Ήρθατε με ανησυχητικά νέα», είπε η Σέριαμ. «Και μερικά ανησυχητικά... πράγματα». Τα κάπως γερτά μάτια της πλανήθηκαν στο τραπέζι, στο ασημί α’ντάμ, και ξαναγύρισαν σταθερά στην Ηλαίην και τη Νυνάβε. Από τη στιγμή που είχαν μάθει τι ήταν, τι σκοπό εξυπηρετούσε, οι περισσότερες Άες Σεντάι το αντιμετώπιζαν σαν ζωντανή κόκκινη οχιά. Οι περισσότερες.
«Αν κάνει ό,τι ισχυρίζονται αυτά τα παιδιά», είπε αφηρημένα η Μόρβριν, «πρέπει να το μελετήσουμε. Και, αν η Ηλαίην πιστεύει στ’
αλήθεια ότι μπορεί να φτιάξει τερ’ανγκριάλ...» Η Καφέ αδελφή κούνησε το κεφάλι. Την προσοχή της είχε αιχμαλωτίσει το συστρεμμένο πέτρινο δαχτυλίδι, με τα ψήγματα και τις φλέβες από κόκκινο και γαλάζιο και καφέ, που κρατούσε στο χέρι της. Τα άλλα δυο τερ’ανγκριάλ ήταν στα γόνατά της. «Είπατε ότι αυτό το έδωσε η Βέριν Σεντάι; Πώς και δεν μας έχει αναφερθεί;» Η ερώτηση δεν απευθυνόταν στη Νυνάβε ή την Ηλαίην, αλλά στη Σιουάν.
Η Σιουάν έσμιξε τα φρύδια, αλλά δεν ήταν το όλο αγριάδα συνοφρύωμα που θυμόταν η Νυνάβε. Είχε έναν τόνο σεβασμού, σαν να ήξερε ότι μιλούσε στους ανώτερούς της, και το ίδιο συνέβαινε και με τη φωνή της. Ήταν άλλη μια αλλαγή την οποία η Νυνάβε δυσκολευόταν να πιστέψει. «Η Βέριν δεν μου είπε τίποτα γι’ αυτό. Θα ήθελα να της κάνω μερικές ερωτήσεις».
«Κι εγώ έχω ερωτήσεις γι’ αυτό». Το μελαψό πρόσωπο της Μυρέλ σκοτείνιασε καθώς ξεδίπλωνε ένα γνώριμο χαρτί —τι ήθελαν και το είχαν κρατήσει;― και το διάβαζε μεγαλόφωνα. «“Η κομίζουσα ενεργεί κατ’ εντολήν μου και υπό τη δική μου εξουσία. Υπάκουσε και σιώπησε, κατά τη διαταγή μου. Σιουάν Σάντσε, Φύλακας των Σφραγίδων, Φλόγα της Ταρ Βάλον, Έδρα της Άμερλιν”». Τσαλάκωσε το χαρτί και τη σφραγίδα του στη γροθιά της. «Δεν είναι κάτι που δίνεται έτσι εύκολα σε μια Αποδεχθείσα».
«Τον καιρό εκείνο, δεν ήξερα ποια μπορούσα να εμπιστευτώ», είπε ήρεμα η Σιουάν. Οι έξι Άες Σεντάι την κοίταζαν. «Τότε είχα την εξουσία γι’ αυτό». Η φωνή της πήρε μια χροιά απελπισμένη, ικετευτική. «Δεν μπορείτε να μου ζητήσετε να λογοδοτήσω για κάτι που έπρεπε να κάνω και είχα κάθε δικαίωμα να το κάνω. Όταν βουλιάζει η βάρκα, βουλώνεις την τρύπα μ’ ό,τι βρεις».
«Και γιατί δεν μας το είπες;» ρώτησε η Σέριαμ, με φωνή σιγανή που έκρυβε ατσάλι. Ως Κυρά των Μαθητευομένων ποτέ δεν ύψωνε τη φωνή της, αν και καμιά φορά ευχόσουν να το έκανε. «Τρεις Αποδεχθείσες —Αποδεχθείσες!― που στάλθηκαν από τον Πύργο για να κυνηγήσουν δεκατρείς πλήρεις αδελφές του Μαύρου Άτζα. Θα ’βαζες μωρά για να βουλώσεις την τρύπα στη βάρκα σου, Σιουάν;»
«Δεν είμαστε καθόλου μωρά», ξεσηκώθηκε η Νυνάβε. «Αρκετές απ’ αυτές τις δεκατρείς είναι νεκρές και δυο φορές ανατρέψαμε τα σχέδιά τους. Στο Δάκρυ, το―»
Η Καρλίνυα της έκοψε τα λόγια σαν να κρατούσε παγωμένο μαχαίρι. «Μας τα είπες για το Δάκρυ, παιδί μου. Και για το Τάντσικο. Και που νίκησες τη Μογκέντιεν». Το στόμα της στράβωσε ειρωνικά. Είχε ήδη πει ότι η Νυνάβε ήταν ανόητη που είχε πλησιάσει την Αποδιωγμένη, ότι ήταν τυχερή που είχε μείνει ζωντανή. Η Καρλίνυα δεν ήξερε πόσο δίκιο είχε —δεν τα είχαν πει όλα, φυσικά― και αυτό έκανε το στομάχι της Νυνάβε να σφιχτεί. «Είστε παιδιά, και θα είστε τυχερές, αν αποφασίσουμε να μην σας δείρουμε. Μείνε σιωπηλή μέχρι να σου ζητήσουμε να μιλήσεις». Η Νυνάβε κοκκίνισε, ελπίζοντας ότι θα το έπαιρναν για ντροπή, και σιώπησε.
Η Σέριαμ δεν είχε τραβήξει το βλέμμα από τη Σιουάν. «Λοιπόν; Γιατί δεν ανέφερες ποτέ ότι έστειλες τρία παιδιά να κυνηγήσουν λιοντάρια;»
Η Σιουάν πήρε μια βαθιά ανάσα, αλλά σταύρωσε τα χέρια κι έσκυψε το κεφάλι μεταμελημένη. «Φαινόταν άσκοπο, Άες Σεντάι, με τόσα άλλα σημαντικά που συνέβαιναν. Δεν απέκρυψα τίποτα, όταν υπήρχε έστω και ο παραμικρός λόγος για να το πω. Κάθε τι που ήξερα για το Μαύρο Άτζα, το είπα. Εδώ και πολύ καιρό δεν ήξερα πού είναι και τι κάνουν αυτές οι δύο. Το σημαντικό είναι ότι τώρα βρίσκονται εδώ, μαζί μ’ αυτά τα τρία τερ’ανγκριάλ. Σίγουρα καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι ότι μπορούμε να μπαίνουμε στο γραφείο της Ελάιντα, να βλέπουμε τα έγγραφά της, έστω και αποσπασματικά. Αν δεν ήταν αυτό, δεν θα ξέρατε ότι ξέρει πού είστε παρά μόνο όταν θα ήταν πολύ αργά».
«Το καταλαβαίνουμε», είπε η Ανάγια, κοιτάζοντας την Μόρβριν, η οποία ακόμα χάζευε με σμιγμένα τα φρύδια το δαχτυλίδι. «Απλώς μας εξέπληξε το μέσον».
«Ο Τελ’αράν’ριοντ», είπε με απαλή φωνή η Μυρέλ. «Στον Πύργο είχε γίνει απλώς αντικείμενο ακαδημαϊκών συζητήσεων, σχεδόν θρύλος. Και οι Αελίτισσες Ονειροβάτισσες. Ποιος θα φανταζόταν ότι οι Αελίτισσες Σοφές μπορούν να διαβιβάζουν, πόσο μάλλον αυτό;»
Η Νυνάβε ευχήθηκε να μπορούσαν να το κρατήσουν αυτό το μυστικό —όπως την αληθινή ταυτότητα της Μπιργκίτε και μερικά ακόμα που είχαν κατορθώσει να κρύψουν― αλλά ήταν δύσκολο να μην σου ξεφύγουν πράγματα, όταν σε ανέκριναν γυναίκες που μπορούσαν να ανοίξουν τρύπες στην πέτρα με το βλέμμα, όταν ήθελαν. Ας χαίρονταν τουλάχιστον για ό,τι είχαν κατορθώσει να κρύψουν. Από τη στιγμή που είχαν αναφέρει ότι υπήρχε ο Τελ’αράν’ριοντ και ότι μπορούσαν να μπουν εκεί, πιθανότερο ήταν ότι τα ποντίκια θα κυνηγούσαν γάτες παρά ότι αυτές οι γυναίκες θα σταματούσαν τις ερωτήσεις.
Η Ληάνε έκανε μισό βήμα μπροστά, χωρίς να κοιτάζει τη Σιουάν. «Το σημαντικό είναι ότι μ’ αυτά τα τερ’ανγκριάλ μπορείτε να μιλήσετε στην Εγκουέν, και μέσω αυτής στη Μουαραίν. Μ’ αυτές τις δύο, όχι μόνο μπορείτε να παρακολουθείτε τον Ραντ αλ’Θόρ, αλλά θα πρέπει να μπορέσετε να τον επηρεάσετε ακόμα και στην Καιρχίν».
«Όπου πήγε από την Ερημιά του Άελ», είπε η Σιουάν, «όπου πρόβλεψα ότι θα πάει». Μολονότι το βλέμμα και τα λόγια της απευθύνονταν στις Άες Σεντάι, ο οξύς τόνος της προφανώς είχε αποδέκτη τη Ληάνε, η οποία γρύλισε.
«Πολύ μας βοήθησε αυτό. Δυο Άες Σεντάι που στάλθηκαν στην Ερημιά να κυνηγήσουν πάπιες».
Ω, ναι, σίγουρα είχε πέσει μια ψύχρα εκεί.
«Φτάνει, παιδιά μου», είπε η Ανάγια, σχεδόν σαν να ήταν πραγματικά παιδιά κι αυτή η μητέρα τους που είχε συνηθίσει τους μικροτσακωμούς. Κοίταξε με νόημα τις άλλες Άες Σεντάι. «Είναι πολύ καλό που θα μπορούμε να μιλάμε με την Εγκουέν».
«Αν αυτά εδώ λειτουργούν όπως ισχυρίζονται», είπε η Μόρβριν, παίζοντας το δαχτυλίδι στη μία παλάμη και αγγίζοντας τα άλλα τερ’ανγκριάλ στα γόνατά της. Η γυναίκα δεν θα πίστευε ούτε ότι ο ουρανός είναι γαλανός χωρίς αποδείξεις.
Η Σέριαμ ένευσε. «Ναι. Αυτό θα είναι το πρώτο καθήκον σας, Ηλαίην, Νυνάβε. Θα έχετε την ευκαιρία να διδάξετε Άες Σεντάι, δείχνοντάς μας πώς να τα χρησιμοποιούμε».
Η Νυνάβε έκλινε το γόνυ, δείχνοντας τα δόντια της. Αν ήθελαν, ας το θεωρούσαν χαμόγελο. Να τις διδάξει; Ναι, και μετά δεν θα ξαναπλησίαζε ποτέ το δαχτυλίδι ή τα άλλα τερ’ανγκριάλ. Η γονυκλισία της Ηλαίην ήταν ακόμα πιο μουδιασμένη, το πρόσωπό της ανέκφραστο. Το βλέμμα της στράφηκε σε κείνο το χαζο-α’ντάμ σχεδόν με λαχτάρα.
«Τα πληρεξούσια θα φανούν χρήσιμα», είπε η Καρλίνυα. Παρά την απάθεια και τη λογική του Λευκού Άτζα, ακόμα φαινόταν ένταση στον τρόπο που ξεστόμιζε τις λέξεις. «Ο Γκάρεθ Μπράυν πάντα θέλει περισσότερο χρυσάφι απ’ όσο έχουμε, αλλά μ’ αυτά ίσως μπορέσουμε να τον ικανοποιήσουμε».
«Ναι», είπε η Σέριαμ. «Και πρέπει να πάρουμε επίσης τα περισσότερα νομίσματα. Κάθε μέρα έχουμε ολοένα και περισσότερα στόματα να ταΐσουμε και κορμιά να ντύσουμε, εδώ και αλλού».
Η Ηλαίην ένευσε με αξιοπρέπεια, λες και δεν θα έπαιρναν τα χρήματα, ό,τι κι αν έλεγε, όμως η Νυνάβε απλώς στάθηκε περιμένοντας. Το χρυσάφι και τα πληρεξούσια, ακόμα και τα τερ’ανγκριάλ, ήταν μόνο η αρχή.
«Όσο για τα υπόλοιπα», συνέχισε η Σέριαμ, «συμφωνήσαμε ότι φύγατε από τον Πύργο κατόπιν διαταγών, όσο λανθασμένες κι αν ήταν αυτές, κι επομένως δεν μπορείτε να λογοδοτήσετε εσείς γι’ αυτό. Τώρα, που επιστρέψατε σώες σε μας, θα συνεχίσετε τις σπουδές σας».
Η Νυνάβε άφησε την ανάσα της να βγει αργά. Από τη στιγμή που είχαν αρχίσει οι ερωτήσεις, δεν περίμενε τίποτα καλύτερο. Όχι ότι της άρεσε, αλλά καμία δεν θα την κατηγορούσε για τα νευράκια της. Αφού πιθανότατα δεν θα ωφελούσαν.
Η Ηλαίην όμως ξέσπασε μ’ ένα κοφτό «Μα-!» Μόνο αυτό, προτού τη διακόψει εξίσου έντονα η Σέριαμ.
«Θα συνεχίσετε τις σπουδές σας. Είστε πολύ δυνατές και οι δύο, όμως ακόμα δεν είστε Άες Σεντάι». Τα πράσινα μάτια της έμειναν καρφωμένα πάνω τους μέχρι που βεβαιώθηκε ότι το είχαν καταλάβει, και τότε ξαναμίλησε, με πιο ήπιο τόνο. Ήπιο, αλλά σταθερό. «Επιστρέψατε σε μας, και, αν το Σαλιντάρ δεν είναι ο Λευκός Πύργος, έτσι να το θεωρείτε. Κρίνοντας απ’ όσα μας είπατε το τελευταίο ημίωρο, φαίνεται να υπάρχουν πολύ περισσότερα που δεν μας έχετε πει». Η ανάσα της Νυνάβε σκάλωσε στο λαιμό της, όμως το βλέμμα της Σέριαμ στράφηκε πάλι στο α’ντάμ. «Κρίμα που δεν φέρατε μαζί σας τη Σωντσάν. Κακώς δεν το πράξατε». Για κάποιο λόγο, η Ηλαίην κοκκίνισε και ταυτοχρόνως έδειξε θυμό. Η Νυνάβε προσωπικά ανακουφίστηκε που η Άες Σεντάι εννοούσε μόνο τη Σωντσάν. «Όμως οι Αποδεχθείσες δεν καλούνται να σκεφτούν σαν Άες Σεντάι». Η Σέριαμ συνέχισε. «Η Σιουάν και η Ληάνε θα έχουν να σας κάνουν πολλές ερωτήσεις. Θα συνεργαστείτε μαζί τους και θα καταβάλετε κάθε προσπάθεια να απαντήσετε. Περιττό να σας υπενθυμίσω ότι δεν πρέπει να επωφεληθείτε από την παρούσα κατάσταση τους. Κάποιες Αποδεχθείσες, ακόμα και κάποιες μαθητευόμενες, σκέφτηκαν να αποδώσουν ευθύνες για τα γεγονότα, ακόμα και να επιβάλουν τιμωρία αυτές οι ίδιες». Ο ήπιος τόνος έγινε ψυχρό ατσάλι. «Αυτές οι νεαρές τώρα λυπούνται βαθύτατα. Χρειάζεται να πω περισσότερα;»
Η Νυνάβε έσπευσε εξίσου βιαστικά με την Ηλαίην να της πει ότι δεν χρειαζόταν, ψελλίζοντας, καθώς και οι δύο προσπαθούσαν να αρθρώσουν τις λέξεις. Η Νυνάβε δεν είχε σκεφτεί να ρίξει σε καμία το φταίξιμο —κατά τη γνώμη της, έφταιγαν όλες οι Άες Σεντάι― αλλά δεν ήθελε να θυμώσει η Σέριαμ μαζί της. Όταν το συνειδητοποίησε αυτό, ένιωσε μέσα της την πικρή αλήθεια· οι μέρες της ελευθερίας σίγουρα είχαν περάσει.
«Ωραία. Τώρα μπορείτε να πάρετε τα κοσμήματα που σας έδωσε η Πανάρχουσα, και το βέλος —όταν θα έχουμε χρόνο, πρέπει να μου πείτε γιατί σας έκανε τέτοιο δώρο― και να φύγετε. Κάποια Αποδεχθείσα θα σας βρει μέρος να κοιμηθείτε. Μπορεί να είναι πιο δύσκολο να βρεθούν τα κατάλληλα φορέματα, αλλά θα βρεθούν. Περιμένω να... ξεπεράσετε... τις περιπέτειές σας και να ενταχθείτε ομαλά στις θέσεις που σας αρμόζουν». Ήταν ολοφάνερη, αν και βουβή, η υπόσχεση ότι, αν δεν εντάσσονταν ομαλά, θα εξομάλυναν την ένταξή τους οι Άες Σεντάι. Η Σέριαμ ένευσε ικανοποιημένη όταν είδε ότι είχε γίνει κατανοητή.
Η Μπεόνιν δεν είχε πει λέξη από τη στιγμή που είχε κατέβει η ασπίδα από σαϊντάρ, αλλά, καθώς η Νυνάβε και Ηλαίην έκλιναν το γόνυ, η Γκρίζα αδελφή σηκώθηκε και πλησίασε το τραπέζι όπου ήταν απλωμένα τα πράγματά τους. «Τι θα γίνει λοιπόν μ’ αυτό;» ρώτησε επιτακτικά με βαριά Ταραμπονέζικη προφορά, παραμερίζοντας απότομα το άσπρο πανί που σκέπαζε τη σφραγίδα της φυλακής του Σκοτεινού. Αυτή τη φορά, τα μεγάλα γκριζογάλανα μάτια της έδειχναν περισσότερο θυμό παρά έκπληξη. «Τελείωσαν οι ερωτήσεις; Θέλετε όλες να το αγνοήσουμε;» Ο ασπρόμαυρος δίσκος κειτόταν εκεί, πλάι στο δερμάτινο πουγκί, σε δώδεκα ή περισσότερα θραύσματα, που τα είχαν συνταιριάσει όσο καλύτερα μπορούσαν.
«Ήταν ολόκληρη όταν τη βάλαμε στο πουγκί». Η Νυνάβε κοντοστάθηκε, ενώ το στόμα της είχε ξεραθεί. Παρ’ όλο που πριν τα μάτια της απέφευγαν το πανί που τη σκέπαζε, τώρα δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν από τη σφραγίδα. Η Ληάνε είχε χαμογελάσει περιφρονητικά βλέποντας το κόκκινο φόρεμα να ξεδιπλώνεται, για να φανερώσει το φορτίο του, και είχε πει... Όχι, η Νυνάβε δεν θα το απέφευγε, ούτε και στο μυαλό της! «Γιατί έπρεπε να του δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή; Είναι κουεντιγιάρ!»
«Δεν το κοιτάζαμε», είπε η Ηλαίην ξέπνοα, «ούτε το αγγίζαμε, αν δεν ήταν ανάγκη. Είχε μια αίσθηση ρυπαρή, μοχθηρή». Δεν είχε πια αυτή την αίσθηση. Η Καρλίνυα τις είχε αναγκάσει να κρατήσουν ένα κομμάτι, και είχε απαιτήσει να της πουν για ποια μοχθηρή αίσθηση έλεγαν.
Είχαν ξαναπεί τα ίδια πράγματα, κι όχι μόνο μια φορά, και τώρα καμία δεν τις πρόσεχε.
Η Σέριαμ σηκώθηκε και πήγε να σταθεί πλάι στην Γκρίζα με τα μελόχρωμα μαλλιά. «Δεν αγνοούμε τίποτα, Μπεόνιν. Άδίκως θα κάναμε κι άλλες ερωτήσεις σ’ αυτές τις κοπέλες. Μας είπαν ό,τι ξέρουν».
«Είναι πάντα καλό να κάνεις ερωτήσεις», είπε η Μόρβριν, αλλά είχε πάψει να παίζει με το τερ’ανγκριάλ και κοίταζε τη σπασμένη σφραγίδα έντονα όσο και οι άλλες αδελφές. Μπορεί να ήταν κουεντιγιάρ —η ίδια και η Μπεόνιν το είχαν δοκιμάσει και είχαν πει ότι αυτό ήταν― όμως είχε σπάσει ένα θραύσμα με το χέρι της.
«Πόσες από τις επτά κρατούν ακόμα;» ρώτησε μαλακά η Μυρέλ, λες και μονολογούσε. «Πόσο ακόμα μέχρι να απελευθερωθεί ο Σκοτεινός και να έρθει η Τελευταία Μάχη;» Όλες οι Άες Σεντάι ασχολούνταν με διάφορους σκοπούς και εργασίες, ανάλογα με τα ταλέντα και τις κλίσεις τους, όμως κάθε Άτζα είχε το δικό το λόγο ύπαρξης. Οι Πράσινες —που αυτοαποκαλούνταν Μαχόμενο Άτζα― προετοιμάζονταν για να αντιμετωπίσουν τους νέους Άρχοντες τους Δέους στην Τελευταία Μάχη. Η φωνή της Μυρέλ είχε σχεδόν ένα τόνο ανυπομονησίας.
«Τρεις», είπε τρεμάμενα η Ανάγια. «Τρεις κρατούν ακόμα. Αν ξέρουμε τα πάντα. Ας προσευχηθούμε να είναι έτσι. Ας προσευχηθούμε να φτάνουν οι τρεις».
«Ας προσευχηθούμε εκείνες οι τρεις να είναι πιο γερές απ’ αυτήν εδώ», μουρμούρισε η Μόρβριν. «Το κουεντιγιάρ δεν μπορεί να σπάει μ’ αυτόν τον τρόπο και να είναι κουεντιγιάρ. Δεν μπορεί».
«Θα το συζητήσουμε εν καιρώ», είπε η Σέριαμ. «Ύστερα από πιο άμεσα πράγματα, για τα οποία μπορούμε να κάνουμε κάτι». Πήρε το πανί από την Μπεόνιν και ξανασκέπασε τη σπασμένη σφραγίδα. «Σιουάν, Ληάνε, καταλήξαμε σε μια απόφαση όσον αφορά―» Σταμάτησε να μιλά, όταν, γυρνώντας, αντίκρισε την Ηλαίην και τη Νυνάβε. «Δεν σας είπαμε να φύγετε;» Παρά την εξωτερική ηρεμία της, το ότι είχε ξεχάσει την παρουσία τους έδειχνε τον αναβρασμό μέσα της.
Η Νυνάβε ήταν έτοιμη κι έκλινε άλλη μια φορά το γόνυ, ξεστόμισε βιαστικά ένα «Με την άδειά σου, Άες Σεντάι» κι έτρεξε στην πόρτα. Εντελώς ασάλευτες, οι Άες Σεντάι —και η Σιουάν και η Ληάνε — κοίταξαν τη Νυνάβε και την Ηλαίην να φεύγουν. Η Νυνάβε ένιωθε τα βλέμματά τους σαν να την έσπρωχναν. Η Εγκουέν την ακολούθησε εξίσου βιαστικά, ρίχνοντας και μια ματιά στο α’ντάμ.
Όταν η Νυνάβε έκλεισε την πόρτα και μπόρεσε να γείρει πάνω στο άβαφο ξύλο της, σφίγγοντας το επίχρυσο κουτάκι στα στήθη της, πήρε την πρώτη ανάσα ανακούφισης, όπως της φαινόταν, από τη στιγμή που είχε μπει στο παλιό πέτρινο πανδοχείο. Δεν ήθελε να σκεφτεί για τη σπασμένη σφραγίδα. Για άλλη μια σπασμένη σφραγίδα. Δεν θα το σκεφτόταν. Αυτές οι γυναίκες είχαν τόσο κοφτερό βλέμμα, που μπορούσαν να κουρέψουν πρόβατα. Σχεδόν ανυπομονούσε να δει την πρώτη συνάντησή τους με τις Σοφές· αν και ήταν πιθανόν να βρισκόταν η ίδια στη μέση. Ήταν κάτι παραπάνω από δύσκολο όταν είχε πρωτοπάει στον Πύργο, και είχε μάθει να κάνει ό,τι της έλεγαν άλλοι, να σκύβει το κεφάλι. Ύστερα από τόσους μήνες που έδινε η ίδια διαταγές —καλά, κάποτε είχε συμβουλευθεί και την Ηλαίην· αρκετές φορές― δεν ήξερε πώς θα υποτασσόταν πάλι.
Η κοινή αίθουσα, με το κακοδιορθωμένο γύψινο ταβάνι και με τα κρύα πέτρινα τζάκια, έτοιμα να γκρεμιστούν, ήταν το ίδιο μελίσσι, όπως κι όταν είχε μπει. Τώρα της έριξαν μόνο μερικές ματιές και η ίδια σχεδόν τις αγνόησε. Ένα μικρό πλήθος περίμενε την ίδια και την Ηλαίην.
Ο Θομ και ο Τζούιλιν κάθονταν σε ένα σκληρό πάγκο κολλητά στον φθαρμένο τοίχο με τη γύψινη επίστρωση και είχαν βάλει κοντά τα κεφάλια με τον Ούνο, που καθόταν μισογονατιστός μπροστά τους, με τη μακριά λαβή του σπαθιού να πετιέται πάνω από τον ώμο του. Η Αράινα και η Νίκολα, κοιτάζοντας έκθαμβες τα πάντα και προσπαθώντας να μην το δείξουν, κάθονταν σ’ έναν άλλο πάγκο με τη Μάριγκαν, η οποία παρακολουθούσε την Μπιργκίτε, που προσπαθούσε να διασκεδάσει τον Τζάριλ και τον Σιβ κάνοντας αδέξια ταχυδακτυλουργικά κόλπα με τρία πολύχρωμα ξύλινα μπαλάκια του Θομ. Η Μιν είχε γονατίσει πλάι στα αγόρια και τα γαργαλούσε, ψιθυρίζοντας στ’ αυτιά τους, όμως αυτά ήταν σφιγμένα το ένα από το άλλο και κοίταζαν σιωπηλά με μεγάλα μάτια.
Μόνο δύο άλλοι σ’ ολόκληρη την αίθουσα δεν έτρεχαν πέρα-δώθε. Δύο από τους τρεις Προμάχους της Μυρέλ είχε τύχει να γείρουν στον τοίχο συζητώντας λίγα βήματα πέρα από τους πάγκους, κοντά στην πόρτα που οδηγούσε στο διάδρομο της κουζίνας. Ήταν ο Κρόι Μάκιν, ένας κατάξανθος σκληροτράχηλος Αντορίτης, νεαρός, με ωραίο προφίλ, και ο Άβαρ Χατσάμι, με γερακίσια μύτη και τετράγωνο πηγούνι με χοντρό γκρίζο μουστάκι, όμοιο με κέρατα στραμμένα προς τα κάτω. Κανένας δεν θα έλεγε όμορφο τον Χατσάμι, ακόμα κι αν δεν είχε δει το βλέμμα των μαύρων ματιών του που σε έκανε να ξεροκαταπιείς. Φυσικά, δεν κοίταζαν τον Ούνο ή τον Θομ ή κάποιον άλλο. Κατά τύχη και μόνο ήταν εκείνοι που δεν είχαν τι να κάνουν και είχαν διαλέξει εκείνο το σημείο για να το μην το κάνουν. Φυσικά.
Η Μπιργκίτε έριξε ένα μπαλάκι όταν είδε τη Νυνάβε και την Ηλαίην. «Τι τους είπατε;» ρώτησε χαμηλόφωνα, ρίχνοντας μόνο μια φευγαλέα ματιά στο ασημένιο βέλος στο χέρι της Ηλαίην. Η φαρέτρα κρεμόταν στη ζώνη της, όμως το τόξο της ήταν ακουμπισμένο στον τοίχο.
Η Νυνάβε την πλησίασε, προσέχοντας να μην κοιτάξει τον Μάκιν και τον Χατσάμι. Εξίσου προσεκτικά, χαμήλωσε τη φωνή και μίλησε χωρίς να δώσει έμφαση. «Απαντήσαμε σε ό,τι μας ρώτησαν».
Η Ηλαίην άγγιξε το μπράτσο της Μπιργκίτε. «Ξέρουν ότι είσαι μια καλή φίλη που μας βοήθησε. Είσαι ευπρόσδεκτη να μείνεις εδώ, όπως και η Αράινα και η Νίκολα και η Μάριγκαν».
Όταν καταλάγιασε ένα μέρος της νευρικότητας της Μπιργκίτε, μόνο τότε κατάλαβε η Νυνάβε πόσο νευρική ένιωθε η φίλη της. Η γαλανομάτα έπιασε το κίτρινο μπαλάκι που είχε πέσει κάτω και πέταξε και τα τρία με μια κομψή κίνηση στον Θομ, ο οποίος τα έπιασε με το ένα χέρι και τα εξαφάνισε την ίδια στιγμή. Η Μπιργκίτε είχε ένα αμυδρότατο χαμόγελο ανακούφισης.
«Δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι που σας βλέπω», είπε η Μιν, τουλάχιστον για τέταρτη ή πέμπτη φορά. Τα μαλλιά της ήταν μακρύτερα από παλιά, αν και ακόμα σχημάτιζαν ένα μελαχρινό καπέλο στο κεφάλι της, κι επίσης έδειχνε αλλιώτικη, με τρόπο που η Νυνάβε δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Προς έκπληξη της, πρόσφατα κεντημένα λουλούδια ανηφόριζαν το γιακά του σακακιού της Μιν· παλαιότερα φορούσε πάντα απλά ρούχα. «Σπανίζουν τα φιλικά πρόσωπα εδώ γύρω». Τα μάτια της πετάρισαν για μια απειροελάχιστη στιγμή προς τους δύο Προμάχους. «Πρέπει να κάτσουμε κάπου μόνες μας και να τα πούμε ώρα πολλή. Ανυπομονώ να ακούσω τι κάνατε από τότε που φύγατε από την Ταρ Βάλον». Ή μάλλον να πει τι είχε κάνει κι αυτή, αν την καταλάβαινε καλά η Νυνάβε.
«Θέλω πολύ κι εγώ να σου μιλήσω», είπε η Ηλαίην, αρκετά σοβαρά. Η Μιν την κοίταξε και ένευσε, με λιγότερο ενθουσιασμό από πριν.
Ο Θομ και ο Τζούιλιν και ο Ούνο πλησίασαν από πίσω την Μπιργκίτε και τη Μιν, με μια έκφραση στα πρόσωπα σαν εκείνη που παίρνει ο άνδρας όταν έχει να πει κάτι που μπορεί να μην αρέσει σε μια γυναίκα. Προτού προλάβουν όμως ν’ ανοίξουν το στόμα, μια κατσαρομάλλα με φόρεμα Αποδεχθείσας πέρασε ανάμεσα από τον Τζούιλιν και τον Θομ, αγριοκοιτάζοντάς τους, και στήθηκε μπροστά στη Νυνάβε.
Το φόρεμα της Φαολάιν, με επτά ρίγες χρώματος στον ποδόγυρο, που συμβόλιζαν τα Άτζα, δεν ήταν όσο λευκό έπρεπε, και το μελαψό πρόσωπό της ήταν συννεφιασμένο. «Ξαφνιάζομαι που σε βλέπω εδώ, αδέσποτη. Νόμιζα ότι είχες γυρίσει τρέχοντας στο χωριό σου και η ωραία μας Κόρη-Διάδοχος στη μανούλα της».
«Ακόμα τρομάζουν τα μωρά όταν βλέπουν το πρόσωπό σου, Φαολάιν;» ρώτησε η Ηλαίην.
Η Νυνάβε δεν έχασε την ευχάριστη έκφρασή της. Μετά βίας. Δυο φορές στον Πύργο είχαν βάλει τη Φαολάιν να της διδάξει κάτι. Κατά τη γνώμη της, το είχαν κάνει για να τη βάλουν στη θέση της. Ακόμα κι όταν η δασκάλα και η μαθήτρια ήταν και οι δύο Αποδεχθείσες, η δασκάλα είχε εξουσίες Άες Σεντάι, όσο διαρκούσε το μάθημα, και αυτό η Φαολάιν το είχε εκμεταλλευτεί πλήρως. Η κατσαρομάλλα είχε περάσει οκτώ χρόνια ως μαθητευόμενη και πέντε ακόμα ως Αποδεχθείσα· δεν χάρηκε που η Νυνάβε δεν είχε γίνει καθόλου μαθητευόμενη και που η Ηλαίην είχε φορέσει τα κατάλευκα εκείνα ρούχα για λιγότερο από χρόνο. Είχε κάνει δύο μαθήματα με τη Φαολάιν και είχε πάει δύο φορές στο γραφείο της Σέριαμ, για πείσμα, νεύρα, έναν ολόκληρο μακρύ κατάλογο. Η Νυνάβε μίλησε με πρόσχαρη φωνή. «Άκουσα ότι κάποια κακομεταχειρίστηκε τη Σιουάν και τη Ληάνε. Νομίζω ότι η Σέριαμ θα της δώσει ένα μάθημα ώστε να πάψουν αυτά δια παντός». Το βλέμμα της έμεινε καρφωμένο στα μάτια της Φαολάιν, τα οποία πλάτυναν με ανησυχία.
«Δεν έκανα τίποτα από τότε που η Σέριαμ―» Το στόμα της Φαολάιν έκλεισε απότομα και το πρόσωπό της σκοτείνιασε. Η Μιν έκρυψε το στόμα της με το χέρι και η Φαολάιν τίναξε το κεφάλι, μελετώντας τις άλλες γυναίκες, από τη Μπιργκίτε ως τη Μάριγκαν. «Εσείς οι δύο μου κάνετε. Ελάτε μαζί μου. Αμέσως. Μην χασομεράτε». Σηκώθηκαν αργά· η Αράινα την κοίταζε επιφυλακτικά και τα δάχτυλα της Νίκολα έπαιζαν νευρικά με τη μέση του φορέματός της.
Η Ηλαίην μπήκε ανάμεσα στις δύο γυναίκες και στη Φαολάιν, προτού προλάβει να το κάνει η Νυνάβε, με το πηγούνι υψωμένο και τα μάτια αγέρωχα, σαν γαλάζιος πάγος. «Τι τις θέλεις;»
«Υπακούω τις διαταγές της Σέριαμ Σεντάι», αποκρίθηκε η Φαολάιν. «Εγώ προσωπικά νομίζω ότι παραείναι μεγάλες για την πρώτη δοκιμασία, αλλά έχω διαταγές. Μια αδελφή συνοδεύει τις ομάδες στρατολόγησης του Άρχοντα Μπράυν και δοκιμάζει ακόμα και τις γυναίκες στην ηλικία της Νυνάβε». Το ξαφνικό χαμόγελό της θύμιζε οχιά. «Να πληροφορήσω τη Σέριαμ Σεντάι ότι διαφωνείς, Ηλαίην; Να της πω ότι δεν θα αφήσεις τις ακόλουθές σου να δοκιμαστούν;» Το πηγούνι της Ηλαίην χαμήλωσε λιγάκι μ’ αυτά τα λόγια, όμως φυσικά δεν μπορούσε να υποχωρήσει. Χρειαζόταν αντιπερισπασμό. Η Νυνάβε άγγιξε τον ώμο της Φαολάιν. «Βρήκαν πολλές;» Άθελά της, η άλλη γύρισε το κεφάλι, και, όταν ξανακοίταξε, η Ηλαίην καθησύχαζε την Αράινα και τη Νίκολα, εξηγώντας ότι δεν θα πάθαιναν τίποτα, ότι δεν θα τις εξανάγκαζαν να κάνουν κάτι. Η Νυνάβε δεν θα το έλεγε αυτό. Όταν οι Άες Σεντάι έβρισκαν κάποια με τη σπίθα μέσα της, όπως την Ηλαίην ή την Εγκουέν, κάποια που τελικά θα μπορούσε να διαβιβάσει είτε το ήθελε είτε όχι, δεν έκρυβαν ότι θα την ανάγκαζαν να εκπαιδευτεί, ό,τι κι αν ήθελε η ίδια. Έδειχναν μεγαλύτερη επιείκεια σε κείνες που μπορούσαν να εκπαιδευθούν, αλλά δεν θα είχαν αγγίξει το σαϊντάρ χωρίς εκπαίδευση, όπως επίσης και στις αδέσποτες, εκείνες που είχαν επιζήσει έχοντας μία πιθανότητα στις τέσσερις, διδάσκοντας τον εαυτό τους, συνήθως χωρίς να ξέρουν τι είχαν κάνει, συχνά μπλοκαρισμένες με κάποιον τρόπο, όπως συνέβαινε με τη Νυνάβε. Αυτές υποτίθεται ότι μπορούσαν να επιλέξουν αν θα πήγαιναν ή όχι. Η Νυνάβε είχε επιλέξει να μπει στον Πύργο, υποψιαζόταν όμως ότι, αν δεν το είχε κάνει, πάλι εκεί θα είχε καταλήξει, ίσως δεμένη χειροπόδαρα. Οι Άες Σεντάι στις γυναίκες που είχαν και την παραμικρή πιθανότητα να γίνουν μέλη τους έδιναν όσες επιλογές είχε κι ένα αρνί σε μέρα γλεντιού.
«Τρεις», είπε η Φαολάιν μετά από μια παύση. «Τόσος κόπος, και βρήκαν τρεις. Η μια αδέσποτη». Πραγματικά δεν της άρεσαν καθόλου οι αδέσποτες. «Δεν ξέρω γιατί καίγονται τόσο να βρουν καινούριες μαθητευόμενες. Οι μαθητευόμενες που έχουμε εδώ πέρα δεν μπορούν να γίνουν Αποδεχθείσες, αν δεν ανακτήσουμε τον Πύργο. Το σφάλμα είναι της Σιουάν Σάντσε, δικό της και της Ληάνε». Ένας μυς στο μάγουλό της συσπάστηκε, σαν να συνειδητοποιούσε αυτομάτως ότι το σχόλιο αυτό ίσως κρινόταν ως κόλαφος για την πρώην Άμερλιν και την πρώην Τηρήτρια, κι έπιασε την Αράινα και τη Νίκολα από το μπράτσο. «Ελάτε μαζί μου. Ακολουθώ διαταγές και, αν είναι να σας δοκιμάσουν, θα σας δοκιμάσουν, κι ας είναι χάσιμο χρόνου».
«Φρικτή γυναίκα», μουρμούρισε η Μιν, κοιτώντας τη Φαολάιν, που έσπρωχνε τις άλλες να κάνουν γρήγορα, καθώς διέσχιζαν την κοινή αίθουσα. «Θα ’λεγε κανείς ότι, αν υπήρχε δικαιοσύνη, θα είχε ένα δυσάρεστο μέλλον μπροστά της».
Η Νυνάβε θέλησε να ρωτήσει τι θέαση είχε η Μιν για την κατσαρομάλλα Αποδεχθείσα —είχε εκατό ερωτήσεις που ήθελε να της κάνει — όμως ο Θομ και οι δύο άλλοι άνδρες στάθηκαν αποφασισμένα μπροστά στη Νυνάβε και την Ηλαίην, με τον Τζούιλιν και τον Ούνο δεξιά κι αριστερά, έτσι ώστε να βλέπουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Η Μπιργκίτε πήγαινε τον Τζάριλ και τον Σιβ στη μητέρα τους, για να μην αναμιχθεί. Κι η Μιν επίσης ήξερε τι σκάρωναν οι άνδρες, κρίνοντας από το πικρό βλέμμα που τους έριξε· έδειξε ότι ήθελε να πει κάτι, όμως στο τέλος απλώς σήκωσε τους ώμους και πήγε μαζί με την Μπιργκίτε.
Το πρόσωπο του Θομ έδειχνε ότι θα έκανε κάποια παρατήρηση για τον καιρό ή θα ρωτούσε τι είχε για δείπνο. Τίποτα σημαντικό. «Το μέρος αυτό είναι γεμάτο επικίνδυνες ανόητες και ονειροπόλες. Νομίζουν ότι μπορούν να καθαιρέσουν την Ελάιντα. Γι’ αυτό είναι εδώ ο Γκάρεθ Μπράυν. Για να τους ετοιμάσει στρατό».
Το χαμόγελο του Τζούιλιν σχεδόν άνοιξε το μελαψό του πρόσωπο στα δύο. «Δεν είναι ανόητες. Είναι τρελές. Δεν με νοιάζει αν η Ελάιντα ήταν εκεί τη μέρα που γεννήθηκε ο Λογκαίν. Είναι τρελές που νομίζουν ότι μπορούν από δω να ανατρέψουν την Άμερλιν που κάθεται στο Λευκό Πύργο. Θα μπορούσαμε να φτάσουμε στην Καιρχίν σ’ ένα μήνα, ίσως».
«Ο Ράγκαν και μερικοί άλλοι έχουν ήδη σημαδέψει τα άλογα που θα “δανειστούν”». Και ο Ούνο χαμογελούσε επίσης· το χαμόγελο ήταν εντελώς αταίριαστο με κείνο το άγριο κόκκινο μάτι στην καλύπτρα. «Οι φρουροί έχουν μπει έτσι, ώστε να προσέχουν αυτούς που έρχονται, όχι αυτούς που φεύγουν. Μπορούμε να τους ξεφύγουμε στο δάσος. Σε λίγο θα σκοτεινιάσει. Δεν πρόκειται να μας βρουν». Το ότι οι δυο γυναίκες είχαν ξαναβάλει το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού μετά το ποτάμι είχε αξιοσημείωτη επίδραση στη γλώσσα του. Αν και φαινόταν να το αναπληρώνει, όταν νόμιζε πως δεν τον άκουγαν.
Η Νυνάβε κοίταξε την Ηλαίην, που κούνησε ανάλαφρα το κεφάλι. Η Ηλαίην θα ανεχόταν τα πάντα για να γίνει Άες Σεντάι. Η ίδια; Ήταν πολύ μικρή η πιθανότητα ότι θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις Άες Σεντάι, ώστε να υποστηρίξουν τον Ραντ, αν είχαν ήδη αποφασίσει να τον κάνουν του χεριού τους. Ή, μάλλον, δεν υπήρχε καμία τέτοια πιθανότητα· ας σκεφτόταν ρεαλιστικά. Όμως... Όμως, ήταν και η Θεραπεία στη μέση. Στην Καιρχίν δεν θα μάθαινε τίποτα, εδώ όμως... Δέκα βήματα πιο πέρα, η Θέρβα Μάρεσις, μια λιγνή Κίτρινη με μακριά μύτη, διέγραφε μεθοδικά με την πένα της τα αντικείμενα μια λίστας σε μια περγαμηνή. Ένας φαλακρός Πρόμαχος με μαύρο γένι στεκόταν και διαβουλευόταν με τη Νισάο Ντάτσεν κοντά στην πόρτα, δυο κεφάλια ψηλότερός της, παρ’ όλο που δεν ήταν πιο ψηλός από το κανονικό, ενώ η Νταγκντάρα Φίντσεϋ, το ίδιο μεγαλόσωμη με οποιονδήποτε άντρα στο δωμάτιο και πιο ψηλή από τους περισσότερους, απευθυνόταν σε μια ομάδα μαθητευόμενων μπροστά σε ένα σβησμένο τζάκι, στέλνοντάς τις ζωηρά μια-μια σε δουλειές. Η Νισάο και η Νταγκντάρα ήταν κι αυτές του Κίτρινου Άτζα· έλεγαν ότι η Νταγκντάρα, που τα γκρίζα μαλλιά της έδειχναν ότι ήταν προχωρημένης ηλικίας ακόμα και για Άες Σεντάι, είχε βαθύτερες γνώσεις Θεραπείας από κάθε άλλη. Από την άλλη μεριά, η Νυνάβε δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα χρήσιμο, αν πήγαινε στον Ραντ. Απλώς θα τον παρακολουθούσε να τρελαίνεται. Αν μπορούσε να μάθει καλύτερα Θεραπεία, τότε ίσως έβρισκε τρόπο να αναχαιτίσει αυτήν την τρέλα. Υπήρχαν πάρα πολλά πράγματα που οι Άες Σεντάι θεωρούσαν ανέφικτα και τα εγκατέλειπαν, κι αυτό δεν της άρεσε.
Όλα αυτά της πέρασαν από το νου στο διάστημα που χρειάστηκε για να κοιτάξει την Ηλαίην και να ξαναγυρίσει το βλέμμα της στους άνδρες. «Θα μείνουμε εδώ. Ούνο, αν εσύ και οι άλλοι θέλετε να πάτε στον Ραντ, είστε ελεύθεροι, από τη δική μου πλευρά. Φοβάμαι ότι δεν έχω άλλα χρήματα να σας βοηθήσω». Το χρυσάφι που της είχαν πάρει οι Άες Σεντάι το χρειάζονταν, όπως ακριβώς της είχαν πει, όμως έβλεπε με αγωνία τα λίγα ασημένια νομίσματα που είχαν μείνει στο πουγκί της. Αυτοί οι άνδρες την είχαν ακολουθήσει —και την Ηλαίην, φυσικά― για λάθος λόγους, όμως αυτό δεν σήμαινε ότι δεν ήταν υπό την ευθύνη της. Ήταν πιστοί στον Ραντ· δεν είχαν λόγο να αναμιχθούν σε έναν αγώνα για το Λευκό Πύργο. Έριξε μια ματιά στο επίχρυσο κουτί και είπε απρόθυμα, «Όμως έχω μερικά πράγματα που μπορείτε να πουλήσετε όπως θα πηγαίνετε».
«Πρέπει να φύγεις κι εσύ, Θομ», είπε η Ηλαίην. «Κι εσύ, Τζούιλιν, Δεν σας χρειαζόμαστε τώρα, όμως ο Ραντ θα σας χρειαστεί». Προσπάθησε να βάλει το κουτί με τα κοσμήματα στα χέρια του Θομ, όμως εκείνος αρνήθηκε να το πάρει.
Οι τρεις άνδρες κοιτάχτηκαν με τον ενοχλητικό τρόπο τους, κι ο Ούνο μάλιστα κοίταξε αγανακτισμένος ψηλά. Της Νυνάβε της φάνηκε ότι άκουσε τον Τζούιλιν να μουρμουρίζει μέσα από το δόντια του κάτι, σαν να θύμιζε στους άλλους ότι τους είχε προειδοποιήσει για το πείσμα της.
«Ίσως σε λίγες μέρες», είπε ο Θομ.
«Λίγες μέρες», συμφώνησε ο Τζούιλιν.
Ο Ούνο ένευσε. «Θα ’θελα να ξεκουραστώ λιγάκι, αν είναι να με κυνηγάνε οι Πρόμαχοι ως την Καιρχίν».
Η Νυνάβε τους κοίταξε όσο πιο ανέκφραστα μπορούσε και τράβηξε με νόημα την πλεξούδα της. Η Ηλαίην είχε το πηγούνι της πιο ψηλά από ποτέ και τα γαλάζια μάτια της ήταν τόσο αγέρωχα που μπορούσαν να κόψουν πάγο. Ο Θομ και οι άλλοι έπρεπε να είχαν μάθει πια τα σημάδια· δεν θα γινόταν ανεκτή οποιαδήποτε ανόητη συμπεριφορά εκ μέρους τους. «Αν νομίζετε ότι ακόμα ακολουθείτε τις εντολές του Ραντ αλ’Θόρ να μας προστατεύσετε―» άρχισε να λέει η Ηλαίην παγερά, ενώ την ίδια στιγμή η Νυνάβε έλεγε λάβρα, «Υποσχεθήκατε να κάνετε ό,τι σας λέω, και δεν θα σας επιτρέψω―»
«Τίποτα τέτοιο», παρενέβη ο Θομ, παραμερίζοντας μια τούφα των μαλλιών της Ηλαίην με το ροζιασμένο δάχτυλο του. «Απολύτως τίποτα τέτοιο. Δεν μπορεί ένας γέρος που κουτσαίνει να θέλει λίγη ξεκούραση;»
«Για να πω την αλήθεια», είπε ο Τζούιλιν, «εγώ μένω επειδή ο Θομ μου χρωστά λεφτά. Απ’ τα ζάρια».
«Νομίζεις ότι είναι παιχνιδάκι να κλέψουμε είκοσι άλογα από τους Προμάχους;» μούγκρισε ο Ούνο. Έμοιαζε να έχει ξεχάσει ότι μόλις τώρα είχε προσφερθεί να κάνει ακριβώς αυτό.
Η Ηλαίην έμεινε να τους κοιτάζει, έχοντας χάσει τα λόγια της, και η Νυνάβε δυσκολεύτηκε και η ίδια να βρει τι θα έλεγε. Πόσο είχαν ξεπέσει... Ούτε ένα βλέμμα αμηχανίας από τους τρεις τους. Το πρόβλημα ήταν ότι μέσα της ήταν διχασμένη. Είχε αποφασίσει να τους διώξει. Το είχε αποφασίσει, και όχι επειδή δεν τους ήθελε τριγύρω να τη βλέπουν να κλίνει το γόνυ και να τρέχει σε θελήματα. Κάθε άλλο. Όμως, μιας και τίποτα στο Σαλιντάρ δεν ήταν όπως το περίμεναν, έπρεπε να παραδεχτεί, οσοδήποτε απρόθυμα, ότι θα ήταν... μια παρηγοριά... να ξέρει ότι με την Ηλαίην θα είχαν να βασίζονται σε κάτι άλλο εκτός της Μπιργκίτε. Όχι φυσικά ότι θα δεχόταν την πρόταση να δραπετεύσουν —αν μπορούσες να το πεις έτσι― υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Απλώς η παρουσία τους θα ήταν... παρηγορητική. Και βέβαια δεν θα τους το έλεγε. Δεν θα χρειαζόταν να τους το πει, εφόσον θα έφευγαν, ό,τι κι αν σκέφτονταν. Ο Ραντ θα έβρισκε τρόπο να τους χρησιμοποιήσει, σχεδόν σίγουρα, ενώ εδώ απλώς θα έμπλεκαν στα πόδια τους. Εκτός...
Η άβαφη πόρτα άνοιξε και βγήκε έξω η Σιουάν, ακολουθούμενη από τη Ληάνε. Κοιτάχτηκαν ψυχρά, προτού η Ληάνε ξεφυσήξει και φύγει, με εκπληκτικά λυγερές κινήσεις, καθώς περνούσε δίπλα από τον Κρόι και από τον Άβαρ κι έμπαινε στο διάδρομο που οδηγούσε στην κουζίνα. Η Νυνάβε έσμιξε ελαφρά τα φρύδια. Μέσα σε κείνη την παγωνιά υπήρχε μια στιγμή, μια φευγαλέα στιγμούλα, την οποία παραλίγο θα έχανε κι ας ήταν ακριβώς μπροστά της...
Η Σιουάν στράφηκε προς το μέρος τους και μετά σταμάτησε απότομα, με το πρόσωπό της ανέκφραστο. Κάποιος άλλος είχε προστεθεί στη μικρή συγκέντρωση.
Ο Γκάρεθ Μπράυν, με ένα λακουβιασμένο θώρακα πάνω από το απλό κιτρινωπό σακάκι του και με τα ατσαλένια γάντια χωμένα στη ζώνη, ακτινοβολούσε εξουσία. Τα μαλλιά του, που ήταν σχεδόν τελείως γκρίζα, και το αδρό του πρόσωπο, του έδιναν όψη ανθρώπου που έχει δει τα πάντα, που είχε υπομείνει τα πάντα· ένας άνθρωπος που μπορούσε να υπομείνει τα πάντα.
Η Ηλαίην χαμογέλασε, νεύοντας με χάρη. Ήταν ολότελα διαφορετική η στάση της από την κατάπληκτη ματιά της, όταν, μπαίνοντας στο Σαλιντάρ, τον είχε αναγνωρίσει από την άλλη άκρη του δρόμου. «Δεν θα πω ότι είναι τόσο ευχάριστο που σε βλέπω, Άρχοντα Γκάρεθ. Άκουσα για κάποια προβλήματα ανάμεσα σε σένα και στη μητέρα μου, όμως είμαι βέβαιη ότι μπορούν να λυθούν. Ξέρεις ότι η μητέρα καμιά φορά είναι παρορμητική. Θα αλλάξει γνώμη, και θα σου ξαναζητήσει να πάρεις τη θέση που σου αρμόζει στο Κάεμλυν, μπορείς να είσαι βέβαιος γι’ αυτό».
«Ό,τι έγινε έγινε, Ηλαίην». Αγνοώντας την έκπληξη της —η Νυνάβε ήταν σίγουρη ότι ποτέ κάποιος που ήξερε την τάξη της Ηλαίην δεν της είχε φερθεί τόσο απότομα― γύρισε στον Ούνο. «Σκέφτηκες αυτό που σου είπα; Οι Σιναρανοί έχουν το καλύτερο βαρύ ιππικό στον κόσμο, κι εγώ έχω μερικά παλικάρια που θα είναι ό,τι πρέπει με την κατάλληλη εκπαίδευση».
Ο Ούνο συνοφρυώθηκε και το μοναδικό του μάτι στράφηκε στην Ηλαίην και στη Νυνάβε. Ένευσε αργά. «Δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω. Θα ρωτήσω τους άλλους».
Ο Μπράυν τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Αυτό μου φτάνει. Όσο για σένα, Θομ Μέριλιν». Ο Θομ είχε μισογυρίσει από την άλλη μεριά όταν τους πλησίαζε ο άλλος, χάιδευε το μουστάκι του με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του και κοίταζε το πάτωμα σαν να ’θελε να κρύψει το πρόσωπό του. Τώρα αντιγύρισε το ήρεμο βλέμμα του Μπράυν. «Ήξερα κάποτε έναν τύπο που είχε όνομα σαν το δικό σου», είπε ο Μπράυν. «Έναν δεξιοτέχνη παίκτη ενός συγκεκριμένου παιχνιδιού».
«Ήξερα κάποτε έναν τύπο που είχε όψη σαν τη δική σου», απάντησε ο Θομ. «Προσπάθησε πολύ να με ρίξει στο μπουντρούμι. Νομίζω ότι θα μου ’κοβε το κεφάλι αν έπεφτα ποτέ στα χέρια του».
«Μήπως αυτό έγινε πριν από πολύ καιρό; Οι άνθρωποι καμιά φορά κάνουν παράξενα πράγματα για μια γυναίκα». Ο Μπράυν κοίταξε τη Σιουάν και κούνησε το κεφάλι. «Θα έρθεις να παίξουμε μια παρτίδα λίους, Αφέντη Μέριλιν; Καμιά φορά λαχταρώ να βρω κάποιον που να ξέρει καλά αυτό το παιχνίδι, έτσι όπως το παίζουν στην υψηλή κοινωνία».
Τα φουντωτά λευκά φρύδια του Θομ χαμήλωσαν, όσο είχαν χαμηλώσει και του Ούνο, όμως δεν τράβηξε το βλέμμα του από τον Μπράυν. «Ίσως παίξω μια-δυο παρτίδες», είπε τελικά, «αν μάθω τι στοιχηματίζουμε. Αρκεί να καταλαβαινόμαστε ότι δεν σκοπεύω να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου παίζοντας λίθους μαζί σου. Δεν μ’ αρέσει πια να μένω καιρό στο ίδιο μέρος. Με πιάνει φαγούρα στα πόδια καμιά φορά».
«Αρκεί να μη σε πιάσει φαγούρα στη μέση μιας κρίσιμης παρτίδας», του είπε ξερά ο Μπράυν. «Εσείς οι δύο ελάτε μαζί μου. Και μην περιμένετε πολύ ύπνο. Εδώ πέρα, όλα έπρεπε να έχουν γίνει από χτες, εκτός από κείνα που έπρεπε να έχουν γίνει από την περασμένη βδομάδα». Κοντοστάθηκε και ξανακοίταξε τη Σιουάν. «Χτες τα πουκάμισά μου δεν ήταν πολύ καθαρά». Έπειτα, πήρε τον Θομ και τον Ούνο κι έφυγαν. Η Σιουάν τον αγριοκοίταξε, καθώς εκείνος απομακρυνόταν, κατόπιν έστρεψε το κατσουφιασμένο βλέμμα της στη Μιν, και η Μιν έκανε μια γκριμάτσα κι έτρεξε στην πόρτα, απ’ όπου είχε χαθεί και η Ληάνε.
Η Νυνάβε δεν είχε καταλάβει αυτό το τελευταίο. Κι επίσης, τι θράσος είχαν αυτοί οι άνδρες, που νόμιζαν ότι μπορούσαν να συζητάνε μπροστά στα μάτια της —ή κάτω από τη μύτη της ή όπως αλλιώς — νομίζοντας ότι δεν καταλάβαινε κάθε λέξη τους. Τέλος πάντων, αρκετά μ’ αυτούς.
«Πάλι καλά που δεν χρειάζεται ληστοκυνηγό», είπε ο Τζούιλιν, λοξοκοιτώντας τη Σιουάν, εμφανώς σε δύσκολη θέση. Δεν είχε ξεπεράσει το σοκ του ονόματός της· η Νυνάβε δεν ήξερε αν είχε συνειδητοποιήσει ότι την είχαν σιγανέψει και ότι δεν ήταν πια η Έδρα της Άμερλιν. Αυτήν όμως ο Τζούιλιν την κοίταζε με αμηχανία. «Έτσι μπορώ να κάτσω και να πιάσω τη συζήτηση. Είδα πολλούς που μπορούν να χαλαρώσουν πίνοντας την μπύρα τους».
«Ουσιαστικά, δεν μου έδωσε σημασία», είπε η Ηλαίην, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει. «Δεν με νοιάζει τι πρόβλημα υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτόν και τη μητέρα μου, δεν έχει δικαίωμα να... Τέλος πάντων, θα τον κανονίσω αργότερα τον Άρχοντα Γκάρεθ Μπράυν. Νυνάβε, πρέπει να μιλήσω στη Μιν».
Η Νυνάβε έκανε να την ακολουθήσει, καθώς η Ηλαίην κατευθυνόταν βιαστικά προς την κουζίνα —η Μιν θα έδινε ξεκάθαρες απαντήσεις― όμως η Σιουάν την έπιασε από το μπράτσο με μια σιδερένια λαβή.
Η Σιουάν Σάντσε που είχε σκύψει το κεφάλι ταπεινά μπροστά σε κείνες τις Άες Σεντάι δεν υπήρχε πια. Εδώ καμία δεν φορούσε επώμιο. Δεν ύψωσε τη φωνή της· δεν χρειαζόταν. Στύλωσε στον Τζούιλιν ένα βλέμμα που τον έκανε να τιναχτεί. «Πρόσεχε τι ερωτήσεις κάνεις, ληστοκυνηγέ, μη τυχόν και πέσεις εσύ στην παγίδα». Εκείνα τα παγερά γαλάζια μάτια στράφηκαν στην Μπιργκίτε και τη Μάριγκαν. Το στόμα της Μάριγκαν στράβωσε σαν να είχε γευτεί κάτι άσχημο, ενώ ακόμα και η Μπιργκίτε ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Εσείς οι δύο θα βρείτε μια Αποδεχθείσα ονόματι Τέοντριν και θα της ζητήσετε μέρος να κοιμηθείτε απόψε. Τα παιδιά κανονικά θα ’πρεπε να είναι κιόλας στα κρεβάτια τους. Λοιπόν; Άντε, κουνηθείτε!» Προτού αυτές κάνουν βήμα —και μάλιστα η Μπιργκίτε ξεκίνησε γοργά όσο και η Μάριγκαν, ίσως και πιο γρήγορα ακόμα― είχε γυρίσει προς τη Νυνάβε. «Έχω ερωτήσεις για σένα. Σου είπαν να συνεργαστείς, προτείνω λοιπόν αυτό να κάνεις, αν θες το καλό σου».
Ήταν σαν να την είχε αρπάξει ένας δυνατός άνεμος. Προτού το συνειδητοποιήσει η Νυνάβε, η Σιουάν την είχε πάρει και ανέβαιναν τα ετοιμόρροπα σκαλιά με το κάγκελο που ήταν πρόχειρα φτιαγμένο από άβαφο ξύλο· πέρασαν γοργά από ένα διάδρομο με τραχιές σανίδες και βρέθηκαν σε ένα δωματιάκι με δύο στενά κρεβάτια κολλημένα στον τοίχο, το ένα πάνω από το άλλο. Η Σιουάν πήρε το μοναδικό σκαμνί που υπήρχε, κάνοντάς της νόημα να καθίσει στο κάτω κρεβάτι. Η Νυνάβε προτίμησε να σταθεί, τουλάχιστον για να δείξει ότι δεν θα έκανε ό,τι της έλεγαν. Ένα έπιπλο νιπτήρα με ένα τούβλο, για να στηρίζει το ένα πόδι, είχε μια ραγισμένη κανάτα και μια λεκάνη. Μερικά φορέματα ήταν σε κρεμαστάρια στον τοίχο και κάτι που έμοιαζε με στρωματάκι ήταν τυλιγμένο ρολό σε μια γωνιά. Η Νυνάβε είχε πέσει πολύ χαμηλά μέσα σε μια μέρα, όμως η Σιουάν είχε πέσει πιο χαμηλά απ’ όσο μπορούσε να φανταστεί. Δεν πίστευε ότι θα είχε ιδιαίτερο πρόβλημα μαζί της. Ακόμα κι αν η Σιουάν είχε ακόμα το ίδιο βλέμμα.
Η Σιουάν ξεφύσηξε. «Όπως σε βολεύει, κορίτσι μου. Το δαχτυλίδι. Δεν χρειάζεται να διαβιβάσεις;»
«Όχι. Με άκουσες να λέω στη Σέριαμ―»
«Μπορεί να το χρησιμοποιήσει ο καθένας; Μια γυναίκα που δεν μπορεί να διαβιβάσει; Ένας άνδρας;»
«Πιθανόν και άνδρας». Τα τερ’ανγκριάλ που δεν απαιτούσαν χρήση Δύναμης συνήθως λειτουργούσαν τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες. «Κάθε γυναίκα, ναι».
«Τότε θα με διδάξεις να το χρησιμοποιώ».
Η Νυνάβε σήκωσε το φρύδι της. Ίσως να ήταν αυτός ένας μοχλός για να αποκτήσει αυτό που ήθελε. Αν όχι, είχε κι άλλον. Ίσως. «Το ξέρουν αυτό; Έλεγαν μόνο να τους δείξω πώς δουλεύει. Εσένα δεν σε ανέφεραν».
«Δεν το ξέρουν». Η Σιουάν δεν φάνηκε να ταράζεται διόλου. Χαμογέλασε μάλιστα, και το χαμόγελο δεν ήταν καθόλου γλυκό. «Και δεν θα το μάθουν. Αλλιώς, θα μάθουν ότι εσύ και η Ηλαίην κάνατε ότι είστε πλήρεις αδελφές από τη μέρα που φύγατε από την Ταρ Βάλον. Ίσως η Μουαραίν να το επιτρέπει στην Εγκουέν —αν η Εγκουέν δεν το δοκίμασε, αυτό σημαίνει ότι δεν ξέρω ποια η διαφορά ανάμεσα στο σταυρόκομπο και τη μετζαβόλτα― αλλά η Σέριαμ, η Καρλίνυα...; Θα σε κάνουν να σκούζεις σαν γκράντερ που γεννά. Και δεν θα ’χεις σταματημό».
«Αυτό είναι εξωφρενικό». Η Νυνάβε κατάλαβε ότι καθόταν στην άκρη του κρεβατιού. Δεν θυμόταν να είχε καθίσει. Ο Θομ και ο Τζούιλιν δεν θα άνοιγαν το στόμα τους. Κανείς άλλος δεν το ήξερε. Έπρεπε να μιλήσει στην Ηλαίην. «Ποτέ δεν προσποιηθήκαμε τέτοιο πράγμα».
«Μην μου λες ψέματα, μικρή μου. Ακόμη κι αν χρειαζόμουν επιβεβαίωση, μου την έδωσε το βλέμμα σου. Το στομάχι σου δέθηκε κόμπο, ε;»
Έτσι ακριβώς ήταν. «Φυσικά και όχι. Αν σου διδάξω κάτι, θα είναι επειδή το θέλω». Δεν θα επέτρεπε στη Σιουάν να την εκφοβίσει. Τα τελευταία απομεινάρια του οίκτου εξαφανίστηκαν, «Αν το κάνω, θέλω κάτι σε ανταπόδοση. Να μελετήσω εσένα και τη Ληάνε. Θέλω να μάθω αν το σιγάνεμα μπορεί να Θεραπευθεί».
«Δεν μπορεί», είπε κοφτά η Σιουάν. «Τώρα».
«Τα πάντα εκτός από το θάνατο θα έπρεπε να Θεραπεύονται».
«Αλλο “θα έπρεπε” και άλλο “γίνεται”, μικρή μου. Υποσχέθηκαν σ’ εμένα και στη Ληάνε ότι θα μας αφήσουν ήσυχες, Μίλα στη Φαολάιν ή στην Εμάρα, αν θέλεις να δεις τι παθαίνει όποιος μας ενοχλεί. Δεν ήταν οι πρώτες ή οι χειρότερες, όμως έκλαιγαν πιο πολύ απ’ όλες».
Ο άλλος μοχλός της. Στα πρόθυρα του πανικού όπως ήταν, τον είχε ξεχάσει, Αν υπήρχε. Μια ματιά, «Τι θα έλεγε η Σέριαμ, αν ήξερε ότι εσύ και η Ληάνε δεν είστε καθόλου έτοιμες να μαλλιοτραβηχτείτε;» Η Σιουάν απλώς συνέχισε να την κοιτάζει. «Νομίζουν ότι σας δάμασαν, ε; Όσο τα βάζετε με κείνες που δεν μπορούν να τα βάλουν μαζί σας, ενώ από την άλλη τρέχετε να υπακούσετε σε κάθε Άες Σεντάι, το θεωρούν απόδειξη. Ήταν λίγη δουλοπρέπεια αρκετή ώστε να ξεχάσουν ότι οι δυο σας είχατε δουλέψει δίπλα-δίπλα τόσα χρόνια; Ή μήπως τις πείσατε ότι το σιγάνεμα είχε αλλάξει τα πάντα, όχι μόνο τα πρόσωπά σας; Μόλις ανακαλύψουν ότι μηχανορραφείτε πίσω από την πλάτη τους, χειραγωγώντας τις, τότε θα σκούξετε χειρότερα κι από γκράντερ. Ό,τι κι αν είναι αυτό». Η Σιουάν δεν είχε παίξει καν τα βλέφαρά της. Δεν θα έχανε την ψυχραιμία της, δεν θα της ξέφευγε να παραδεχτεί τίποτα. Όμως κάτι υπήρχε σ’ εκείνη τη φευγαλέα ματιά· η Νυνάβε ήταν σίγουρη γι’ αυτό. «Θέλω να σας μελετώ όποτε το επιθυμώ. Και τον Λογκαίν». Ίσως να μάθαινε κάτι και από κει. Οι άνδρες ήταν διαφορετικοί· θα ήταν σαν να κοίταζε το πρόβλημα από άλλη πλευρά. Όχι ότι θα τον Θεράπευε, ακόμα κι αν μάθαινε πώς να το κάνει. Η διαβίβαση ήταν κάτι αναγκαίο για τον Ραντ. Δεν ήθελε να αμολήσει στον κόσμο άλλον έναν άνδρα που μπορούσε να χειριστεί τη Δύναμη. «Αν όχι, τότε ξέχνα και το δαχτυλίδι και τον Τελ’αράν’ριοντ». Τι επιδίωκε η Σιουάν; Μάλλον ήθελε απλώς να ξαναβρεθεί σε ένα μέρος που τουλάχιστον θα έμοιαζε να είναι Άες Σεντάι. Η Νυνάβε έπνιξε γοργά τον οίκτο που απειλούσε να επανακάμψει. «Και, αν ισχυριστείς ότι προσποιούμασταν τις Άες Σεντάι, τότε δεν θα έχω άλλη επιλογή παρά να μιλήσω για σένα και για τη Ληάνε. Η Ηλαίην κι εγώ μπορεί να περάσουμε άσχημες στιγμές μέχρι να φανερωθεί η αλήθεια, όμως θα φανερωθεί, και θα σε κάνει να κλάψεις όσο έκλαιγαν μαζί η Φαολάιν και η Εμάρα».
Η σιωπή βάρυνε. Πώς κατάφερνε εκείνη η γυναίκα να δείχνει τόσο ατάραχη; Η Νυνάβε πάντα σκεφτόταν πως είχε σχέση με το ότι ήταν Άες Σεντάι. Ένιωθε τα χείλη της ξερά, το μόνο μέρος του σώματός της που είχε στεγνώσει σ’ αυτή τη ζέστη. Αν έκανε λάθος, αν η Σιουάν ήταν πρόθυμη να δοκιμάσει, τότε ήξερε καλά ποια θα έκλαιγε.
Στο τέλος, η Σιουάν μουρμούρισε, «Ελπίζω η Μουαραίν να έχει κατορθώσει να χαλιναγωγήσει την Εγκουέν περισσότερο». Η Νυνάβε δεν κατάλαβε, αλλά δεν πρόλαβε να το σκεφτεί. Την άλλη στιγμή, η Σιουάν έγειρε μπροστά, με το χέρι απλωμένο. «Εσύ θα κρατήσεις το μυστικό μου κι εγώ το δικό σου. Δίδαξέ μου το δαχτυλίδι και μπορείς να μελετήσεις το σιγάνεμα και το ειρήνεμα όσο τραβά η όρεξή σου».
Η Νυνάβε μόλις που κατάφερε να μην αφήσει ένα στεναγμό ανακούφισης, καθώς έσφιγγε το απλωμένο χέρι της. Τα είχε καταφέρει. Για πρώτη φορά εδώ και αιώνες, όπως της φαινόταν, κάποια είχε προσπαθήσει να την εκφοβίσει και είχε αποτύχει. Ένιωθε σχεδόν έτοιμη να αντιμετωπίσει τη Μογκέντιεν. Σχεδόν.
Η Ηλαίην πρόφτασε τη Μιν λίγο έξω από την πίσω πόρτα του πανδοχείου και συνέχισε βαδίζοντας στο πλάι της. Η Μιν είχε παραμάσχαλα κάτι που έμοιαζε να είναι ένας μπόγος με δυο-τρία άσπρα πουκάμισα. Ο ήλιος άγγιζε τις δενδροκορφές, και στο φως, που άρχιξε να ξεθωριάζει, η μάντρα με τα άλογα είχε τη μαλακή όψη του πρόσφατα σκαμμένου χώματος, ενώ στη μέση υπήρχε ένα πελώριο κούτσουρο που πρέπει να ήταν βελανιδιάς. Ο στάβλος με τους πέτρινους τοίχους και την καλαμοσκεπή δεν είχε πορτόφυλλα, κι έτσι μέσα φαίνονταν άνδρες να κινούνται ανάμεσα σε χωρίσματα αλόγων. Κατά περίεργο τρόπο, η Ληάνε μιλούσε με έναν μεγαλόσωμο άνδρα στην άκρη της σκιάς του στάβλου. Ήταν τραχιά ντυμένος και έμοιαζε με σιδερά ή καυγατζή σε καπηλειό. Το παράξενο ήταν πόσο κοντά του στεκόταν η Ληάνε, με το κεφάλι της γερμένο, καθώς ύψωνε το πρόσωπό της για να τον κοιτάζει. Και μάλιστα, του χάιδεψε το μάγουλο, προτού γυρίσει και μπει βιαστικά στο πανδοχείο. Ο μεγαλόσωμος έμεινε να την κοιτάζει για μια στιγμή και μετά έγινε ένα με τη σκιά.
«Μη με ρωτάς τι σκαρώνει», είπε η Μιν. «Παράξενοι άνθρωποι έρχονται να δουν τη Σιουάν ή την άλλη, και μερικούς από τους άνδρες, τους... Τι να πω, το είδες μόνη σου».
Την Ηλαίην δεν την πολυένοιαζε τι έκανε η Ληάνε. Αλά τώρα που είχε ξεμοναχιάσει τη Μιν, δεν ήξερε πώς να θίξει αυτό που ήθελε. «Τι κάνεις;»
«Μπουγάδα», μουρμούρισε η Μιν, κουνώντας ενοχλημένη τα πουκάμισα. «Δεν ξέρεις πόσο ωραίο είναι να βλέπεις, έτσι, για αλλαγή, τη Σιουάν να κάνει το ποντίκι. Δεν ξέρει αν ο αετός θα τη φάει ή θα την κάνει ζωάκι του, αλλά έχει την ίδια επιλογή που αφήνει και η ίδια στους άλλους. Καμία επιλογή!»
Η Ηλαίην τάχυνε το βήμα για να την προφτάσει καθώς διέσχιζαν την αυλή. Ό,τι και να αφορούσαν όλα αυτά, δεν της έδιναν την αφορμή που ζητούσε. «Ήξερες τι θα πρότεινε ο Θομ; Θα μείνουμε εδώ».
«Τους είπα ότι θα μείνετε. Δεν ήταν θέαση». Το βήμα της Μιν βράδυνε ξανά, καθώς προχωρούσαν ανάμεσα στο στάβλο και σ’ έναν ετοιμόρροπο πέτρινο φράχτη, μπαίνοντας σε ένα μισοσκότεινο σοκάκι με βάτους και τσαλαπατημένα αγριόχορτα. «Δεν φαντάστηκα ότι θα παρατούσατε την ευκαιρία να σπουδάσετε πάλι. Πάντα ήσουν ενθουσιασμένη. Και η Νυνάβε επίσης, μ’ όλο που δεν το παραδέχεται. Μακάρι να έκανα λάθος. Θα ερχόμουν μαζί σας. Τουλάχιστον, θα...» Μουρμούρισε κάτι άγριο μέσα από τα δόντια της. «Οι τρεις που φέρατε μαζί είναι μπελάς, κι αυτό είναι θέαση».
Να ’το. Το πάτημα που χρειαζόταν. Αλλά, αντί να ρωτήσει αυτό που σκόπευε, είπε, «Εννοείς τη Μάριγκαν, τη Νίκολ και την Αράινα; Πώς μπορούν να είναι μπελάς;» Μόνο ένας ανόητος θα αγνοούσε αυτά που έβλεπε η Μιν.
«Δεν ξέρω ακριβώς. Απλώς έπιασα φευγαλέα την αύρα και μόνο με την άκρη του ματιού μου. Ποτέ όταν τις κοίταζα κατευθείαν, που θα μπορούσα να διακρίνω κάτι. Δεν υπάρχουν πολλοί που έχουν αύρες όλη την ώρα, ξέρεις. Μπελάς. Μπορεί να ξεφουρνίσουν καμιά ιστορία. Σκαρώσατε τίποτα που δεν θα θέλατε να φτάσει στ’ αυτιά των Άες Σεντάι;»
«Όχι βέβαια», είπε ζωηρά η Ηλαίην. Η Μιν τη λοξοκοίταξε, κι εκείνη πρόσθεσε, «Τίποτα που δεν ήμασταν αναγκασμένες να κάνουμε. Και, εν πάση περιπτώσει, αποκλείεται να το ξέρουν». Η συζήτηση δεν έπαιρνε την τροπή που ήθελε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πήδηξε από το γκρεμό. «Μιν, είχες μια θέαση για τον Ραντ και για μένα, σωστά;» Έκανε δυο βήματα ακόμα, προτού καταλάβει ότι η άλλη είχε σταματήσει να περπατά.
«Ναι». Μια λέξη όλο επιφυλακτικότητα.
«Είδες ότι θα ερωτευόμασταν».
«Όχι ακριβώς. Είδα ότι εσύ θα τον ερωτευόσουν. Δεν ξέρω τι νιώθει για σένα, μόνο ότι είναι δεμένος μαζί σου με κάποιον τρόπο».
Το στόμα της Ηλαίην σφίχτηκε. Κάτι τέτοιο περίμενε, αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελε να ακούσει. Το «μακάρι» και το «θέλω» σου βάζουν τρικλοποδιά, όμως το «είναι» ευκολύνει το δρόμο. Αυτό έλεγε η Λίνι. Έπρεπε να αντιμετωπίσεις αυτό που υπήρχε, όχι αυτό που ευχόσουν να είναι. «Και είδες ότι θα υπήρχε και κάποια άλλη. Κάποια, με την οποία θα έπρεπε να τον... μοιραστώ».
«Δύο», είπε βραχνά η Μιν. «Άλλες δύο. Και... Και η μία είμαι εγώ».
Έχοντας ανοίξει ήδη το στόμα για την επόμενη ερώτηση, η Ηλαίην έμεινε έτσι απλώς να κοιτάζει. «Εσύ;» κατάφερε να πει τελικά.
Η Μιν αρπάχτηκε. «Ναι, εγώ! Λες να μην μπορώ να ερωτευτώ; Λεν το ήθελα, αλλά έγινε και δεν αλλάζει». Προσπέρασε την Ηλαίην και συνέχισε να περπατά με μεγάλες δρασκελιές στο δρομάκι, και αυτή τη φορά η Ηλαίην δυσκολεύτηκε να την προφτάσει.
Αυτό σίγουρα εξηγούσε μερικά πράγματα. Το ότι η Μιν ανέκαθεν απέφευγε με νευρικότητα να το συζητήσει. Τα κεντήματα στο γιακά της. Και, αν δεν ήταν η φαντασία της Ηλαίην, η Μιν φορούσε ρουζ. Πώς νιώθω γι’ αυτό; Δεν μπορούσε να το ξεδιαλύνει. «Ποια είναι η τρίτη;» ρώτησε χαμηλόφωνα.
«Δεν ξέρω», μουρμούρισε η Μιν, «Μόνο ότι είναι νευρική. Δεν είναι η Νυνάβε, δόξα στο Φως». Γέλασε αδύναμα. «Δεν νομίζω ότι θα το άντεχα». Πάλι λοξοκοίταξε μαζεμένα την Ηλαίην. «Τι σημαίνει αυτό για μένα και για σένα; Σε συμπαθώ. Ποτέ δεν είχα αδελφή, αλλά μερικές φορές νιώθω ότι εσύ... Θέλω να είμαι φίλη σου, Ηλαίην, και δεν θα πάψω να σε συμπαθώ, ό,τι και να συμβεί, αλλά δεν μπορώ να πάψω να τον αγαπώ».
«Ούτε και μένα μου αρέσει η ιδέα να μοιράζομαι έναν άνδρα», είπε μουδιασμένα η Ηλαίην. Οι λέξεις ωχριούσαν μπροστά σ’ αυτό που ένιωθε.
«Ούτε κι εγώ. Μόνο... Ηλαίην, ντρέπομαι που το παραδέχομαι, αλλά θα τον δεχθώ, όπως και να είναι. Όχι πως έχει καμία μας ευχέρεια επιλογής. Φως μου, ο Ραντ μού αναστάτωσε ολόκληρη τη ζωή. Και μόνο που τον σκέφτομαι, αναστατώνεται το μυαλό μου». Η Μιν έκανε σαν να μην ήξερε αν έπρεπε να κλάψει ή να γελάσει.
Η Ηλαίην άφησε την ανάσα της να βγει αργά. Δεν έφταιγε η Μιν. Μήπως ήταν καλύτερα που ήταν η Μιν αντί για την Μπερελαίν, παραδείγματος χάριν, ή κάποια άλλη που δεν θα την άντεχε; «Είναι τα’βίρεν», είπε. «Λυγίζει τον κόσμο γύρω του. Είμαστε κλαράκια παγιδευμένα σε ρουφήχτρα. Αλλά θυμάμαι που εσύ κι εγώ και η Εγκουέν λέγαμε ότι δεν θα αφήσουμε ποτέ κάποιον άνδρα να ταράξει τη φιλία μας. Θα το λύσουμε αυτό με κάποιον τρόπο, Μιν. Και όταν βρούμε ποια είναι η τρίτη... Ε, θα το λύσουμε κι εκείνο. Με κάποιον τρόπο». Και τρίτη! Μήπως ήταν όντως η Μπερελαίν; Α, μα το αίμα και τις στάχτες!
«Με κάποιον τρόπο», είπε σκοτεινά η Μιν. «Στο μεταξύ, εσύ κι εγώ είμαστε με τα πόδια στο δόκανο. Ξέρω ότι υπάρχει κι άλλη, ξέρω ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό, αλλά δυσκολεύτηκα να συμφιλιωθώ με το γεγονός ότι ήσουν εσύ και... Οι Καιρχινές δεν είναι σαν τη Μουαραίν. Είδα μια Καιρχινή αρχόντισσα στο Μπάερλον κάποτε. Εκ πρώτης όψεως, μπροστά της η Μουαραίν έμοιαζε με τη Ληάνε, όμως μερικές φορές έλεγε πράγματα, άφηνε υπαινιγμούς. Και οι αύρες της! Νομίζω ότι κανένας άνδρας στην πόλη δεν θα ήταν ασφαλής μόνος μαζί της, εκτός αν ήταν άσχημος, χωλός, και, για σιγουριά, νεκρός».
Η Ηλαίην ξεφύσηξε, αλλά κατόρθωσε να μιλήσει ανάλαφρα. «Μη σε νοιάζει αυτό. Έχουμε άλλη μια αδελφή εμείς οι δύο, μια, την οποία δεν συναντήσαμε ποτέ. Η Αβιέντα έχει το νου της στον Ραντ και δεν κάνει δέκα βήματα χωρίς να τον φρουρούν οι Κόρες του Δόρατος». Μια Καιρχινή; Τουλάχιστον είχε συναντήσει την Μπερελαίν, ήξερε κάτι γι’ αυτήν. Όχι. Δεν θα ανησυχούσε γι’ αυτό σαν κάποια άμυαλη κοπελίτσα. Μια μεγάλη γυναίκα αντιμετώπιζε τον κόσμο όπως ήταν στην πραγματικότητα κι έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Ποια να ήταν άραγε;
Είχαν βγει σε μια ανοιχτή αυλή γεμάτη κρύες στάχτες. Εκεί υπήρχαν καζάνια, τρύπια στα σημεία που τα είχαν τρίψει να φύγει η σκουριά, που στέκονταν πλάι στον μαντρότοιχο, ο οποίος σε κάμποσα σημεία ήταν γκρεμισμένος από τα δένδρα που φύτρωναν μέσα του. Παρ’ όλο που είχαν αρχίσει να πέφτουν σκιές στην αυλή, δύο αχνιστά καζάνια κάθονταν στις φωτιές τους, και τρεις μαθητευόμενες, με τα μαλλιά κάθιδρα και με τις λευκές φούστες ανασηκωμένες και δεμένες, δούλευαν με σανίδες πλυσίματος μέσα σε πλατιές σκάφες γεμάτες σαπουνόνερα.
Η Ηλαίην έριξε μια ματιά στα πουκάμισα που είχε η Μιν παραμάσχαλα και αγκάλιασε το σαϊντάρ. «Να σε βοηθήσω μ’ αυτά». Απαγορευόταν να διαβιβάζουν για τις αγγαρείες που τους ανέθεταν —ο σωματικός μόχθος διαπλάθει χαρακτήρα, έλεγαν― αλλά αυτό δεν ήταν το ίδιο. Αν στριφογύριζε με αρκετή δύναμη τα πουκάμισα στο νερό, δεν θα υπήρχε λόγος να βρέξουν τα χέρια τους. «Πες τα μου όλα. Η Σιουάν και η Ληάνε άλλαξαν όσο δείχνουν; Πώς φτάσατε εδώ; Είναι πράγματι εδώ ο Λογκαίν; Και γιατί πλένεις τα ρούχα κάποιου άνδρα; Τα πάντα».
Η Μιν γέλασε, προφανώς από χαρά που θα άλλαζαν θέμα. «Για να πω “τα πάντα” θα ήθελα μια βδομάδα. Αλλά θα προσπαθήσω. Κατ’ αρχάς, βοήθησα τη Σιουάν και τη Ληάνε να βγουν από το μπουντρούμι, στο οποίο τις είχε ρίξει η Ελάιντα, και μετά...»
Η Ηλαίην, αφήνοντας τα ανάλογα επιφωνήματα έκπληξης, διαβίβασε Αέρα για να σηκώσει από τις φλόγες ένα καζάνι που κόχλαζε. Δεν πρόσεξε τα κατάπληκτα βλέμματα των μαθητευομένων· είχε συνηθίσει τη δύναμή της και σπανίως της περνούσε από το μυαλό ότι χωρίς ιδιαίτερη σκέψη έκανε πράγματα, τα οποία κάποιες πλήρεις Άες Σεντάι δεν μπορούσαν καθόλου να κάνουν. Ποια ήταν η τρίτη γυναίκα; Η Αβιέντα έπρεπε να τον έχει από κοντά.