54 Προς το Κάεμλυν

Πεντακόσιες Κόρες στο κατόπι της Σούλιν συνόδευσαν τον Ραντ πίσω, στο Βασιλικό Παλάτι, όπου ο Μπάελ περίμενε στη μεγάλη αυλή μετά τις μπροστινές πύλες μαζί με Κεραυνοπόρους, με Μαύρα Μάτια, με Αναζητητές Νερού και με άνδρες από όλες τις άλλες κοινωνίες, τα πλήθη των οποίων γέμιζαν την αυλή και στριμώχνονταν παντού στο παλάτι μέσα από όλες τις πόρτες, ακόμα και τις πιο μικρές, που ήταν για τους υπηρέτες. Μερικοί παρακολουθούσαν από χαμηλότερα παράθυρα, περιμένοντας τη σειρά τους για να βγουν. Τα πέτρινα μπαλκόνια που κύκλωναν την αυλή ήταν άδεια. Σ’ ολόκληρο το χώρο μονάχα ένας που περίμενε δεν ήταν Αελίτης· οι Δακρυνοί και οι Καιρχινοί —ιδιαίτερα οι Καιρχινοί― δεν πλησίαζαν όταν συγκεντρώνονταν οι Αελίτες. Η εξαίρεση στεκόταν ψηλότερα από τον Μπάελ, στα πλατιά γκρίζα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο παλάτι. Ο Πέβιν, με το πορφυρό λάβαρο να κρέμεται νωθρό από τον ιστό του, ανέκφραστος όπως πάντα, ακόμα και τώρα που τον περικύκλωναν Αελίτες.

Η Αβιέντα, πίσω από τη σέλα του Ραντ, ήταν σφιχτά πιασμένη πάνω του, με τα στήθη της να πιέζουν την πλάτη του, μέχρι τη στιγμή που ξεπέζεψε. Είχε γίνει μια συζήτηση ανάμεσα σ’ αυτήν και σε μερικές Σοφές εκεί στο μόλο, την οποία κανονικά ο Ραντ δεν θα έπρεπε να έχει ακούσει.

«Πήγαινε με το Φως», είχε πει η Άμυς, αγγίζοντας το πρόσωπο της Αβιέντα. «Και φύλαγέ τον καλά. Ξέρεις πόσα εξαρτώνται απ’ αυτόν».

«Πολλά εξαρτώνται και από τους δυο σας», είπε η Μπάιρ στην Αβιέντα, ενώ σχεδόν την ίδια στιγμή η Μελαίν έλεγε ευερέθιστα, «Θα ήταν πιο εύκολο να είχες πετύχει ως τώρα».

Η Σορίλεα ξεφύσηξε. «Στις μέρες μου, ακόμα και οι Κόρες ήξεραν πώς να κουμαντάρουν τους άνδρες».

«Έχει πετύχει περισσότερα απ’ όσα ξέρετε», είπε η Άμυς. Η Αβιέντα κούνησε το κεφάλι της· το φιλντισένιο βραχιόλι με τα τριαντάφυλλα και τα αγκάθια γλίστρησε στον πήχυ της όταν σήκωσε το χέρι για να σταματήσει την άλλη γυναίκα, όμως η Άμυς συνέχισε, παρά τις αδύναμες διαμαρτυρίες της. «Περίμενα να το πει σε όλες μας, αλλά αφού δεν―» Τότε τον είδε να στέκεται μόλις τρία μέτρα πιο πέρα, με τα γκέμια του Τζήντ’εν στο χέρι, και σταμάτησε απότομα να μιλά. Η Αβιέντα γύρισε να δει τι κοίταζε η Άμυς· όταν τον ανακάλυψε το βλέμμα της, το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο, και μετά το χρώμα αποτραβήχτηκε τόσο απότομα που ακόμα και τα ηλιοψημένα μάγουλά της έμοιαζαν χλωμά. Οι τέσσερις Σοφές στύλωσαν πάνω του ανέκφραστα, δυσανάγνωστα βλέμματα.

Ο Ασμόντιαν και ο Ματ τότε ήρθαν πίσω του, περπατώντας και τραβώντας τα άλογά τους από τα χαλινάρια. «Από την κούνια μαθαίνουν οι γυναίκες αυτή τη ματιά;» μουρμούρισε ο Ματ. «Τους τη διδάσκουν οι μητέρες τους; Θα ’λεγα ότι, αν ο κραταιός Καρ’α’κάρν μείνει περισσότερο εδώ, θα του τραβήξουν το αυτάκι».

Κουνώντας το κεφάλι, ο Ραντ άπλωσε τα χέρια, καθώς η Αβιέντα περνούσε το πόδι της πάνω από τη ράχη του πιτσιλωτού αλόγου για να γλιστρήσει κάτω, και την έπιασε. Για μια στιγμή την κράτησε από τη μέση, κοιτώντας τα καθαρά, γαλαζοπράσινα μάτια της. Αυτή δεν τράβηξε το βλέμμα και η έκφρασή της δεν άλλαξε, αλλά τα χέρια της έσφιξαν τους πήχεις του. Τι ήταν αυτό που έπρεπε να πετύχει η Αβιέντα; Ο Ραντ νόμιζε ότι την είχαν βάλει να κατασκοπεύει εκ μέρους των Σοφών, όμως, όταν ρωτούσε κάτι για πράγματα τα οποία ο Ραντ έκρυβε από τις Σοφές, το έκανε με απροκάλυπτο θυμό εναντίον του που της κρατούσε μυστικά. Ποτέ δεν το έκανε πονηρά, ποτέ δεν προσπαθούσε να ξετρυπώσει κάτι. Μπορεί να ήταν ωμή, όμως ποτέ ύπουλη. Ο Ραντ είχε σκεφτεί την πιθανότητα να ήταν σαν μια από τις νεαρές που του είχε στείλει η Κολαβήρ, όμως είχε απορρίψει την ιδέα στο ελάχιστο διάστημα που του είχε πάρει για να τη σκεφτεί. Η Αβιέντα ποτέ δεν θα καταδεχόταν να χρησιμοποιηθεί μ’ αυτόν τον τρόπο. Εκτός αυτού, ακόμα κι αν το είχε κάνει, ήταν λάθος τρόπος το να του δώσει μια γεύση του εαυτού της και από κει και μετά να του αρνείται ακόμα κι ένα φιλί, πόσο μάλλον που τον είχε αναγκάσει να την κυνηγήσει στην άλλη άκρη του κόσμου. Παρ’ όλο που εμφανιζόταν με περίσσια άνεση γυμνή μπροστά του, τα Αελίτικα έθιμα ήταν διαφορετικά. Αν η σύγχυσή του την ικανοποιούσε, πιθανότατα αυτό συνέβαινε επειδή πίστευε ότι του είχε παίξει ένα ωραίο αστείο. Αρα τι ήταν αυτό που υποτίθεται πως είχε πετύχει; Συνωμοσίες παντού ολόγυρά του. Όλοι μηχανορραφούσαν; Έβλεπε το πρόσωπό του στα μάτια της. Ποιος της είχε δώσει αυτό το ασημένιο περιδέραιο;

«Μ’ αρέσουν και μένα τα σιροπιάσματα», είπε ο Ματ, «αλλά μήπως παραείναι πολλοί οι θεατές;»

Ο Ραντ άφησε τη μέση της Αβιέντα κι έκανε ένα βήμα πίσω, αλλά όχι τόσο γρήγορα όσο εκείνη. Έσκυψε το κεφάλι της, έσιαξε το φουστάνι της, μουρμούρισε ότι είχε τσαλακωθεί πάνω στο άλογο, αλλά ο Ραντ πρόφτασε να δει τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. Δεν είχε ως πρόθεσή του να την ντροπιάσει.

Κοίταξε βλοσυρός την αυλή ολόγυρά του και είπε, «Σου είπα ότι δεν ξέρω πόσους μπορώ να πάρω, Μπάελ». Με τις Κόρες να ξεχειλίζουν από τις πύλες και να κατεβαίνουν τη ράμπα, μόλις που υπήρχε χώρος να προχωρήσει στην αυλή. Πεντακόσια άτομα από κάθε Άελ, σήμαιναν έξι χιλιάδες Αελίτες· οι διάδρομοι και οι θάλαμοι μέσα πρέπει να ήταν γεμάτοι.

Ο πανύψηλος Αελίτης αρχηγός σήκωσε τους ώμους. Όπως και πολλοί άλλοι Αελίτες εκεί, είχε το σούφα τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι του, έτοιμος να φορέσει το πέπλο, Δεν είχε πορφυρό κεφαλομάντηλο, αν και οι μισοί εκεί έμοιαζαν να έχουν τον ασπρόμαυρο δίσκο στο μέτωπό τους. «Όσα δόρατα μπορούν να σε ακολουθήσουν, θα το κάνουν. Οι δύο Άες Σεντάι θα έρθουν σύντομα;»

«Όχι». Ευτυχώς που η Αβιέντα είχε κρατήσει την υπόσχεσή της να μην τον αφήσει να την ξαναγγίξει. Η Λανφίαρ είχε αποπειραθεί να σκοτώσει αυτήν και την Εγκουέν επειδή δεν ήξερε ποια ήταν η Αβιέντα. Πώς είχε μπορέσει ο Καντίρ να της το πει; Δεν είχε σημασία. Ο Λαν είχε δίκιο. Ο πόνος —ή ο θάνατος― περίμενε τις γυναίκες που έρχονταν πολύ κοντά του. «Δεν θα έρθουν».

«Λένε ιστορίες για... ένα πρόβλημα... στο ποτάμι».

«Μια λαμπρή νίκη, Μπάελ», είπε κουρασμένα ο Ραντ. «Η τιμή ήταν μεγάλη». Αλλά όχι για μένα. Ο Πέβιν κατέβηκε και προσπέρασε τον Μπάελ για να σταθεί πίσω από τον ώμο του Ραντ με το λάβαρο, ενώ το στενό, σημαδεμένο πρόσωπό του ήταν απολύτως ανέκφραστο. «Το έχει μάθει, λοιπόν, ολόκληρο το παλάτι;» ρώτησε ο Ραντ.

«Κάτι άκουσα», είπε ο Πέβιν. Το σαγόνι του ανεβοκατέβηκε, καθώς έψαχνε για άλλες λέξεις. Ο Ραντ του είχε βρει, για να αντικαταστήσει το μπαλωμένο, χωριάτικο σακάκι του, ένα καινούριο από κόκκινο μαλλί καλής ποιότητας, και ο Πέβιν τώρα είχε κεντημένους Δράκοντες να ανεβαίνουν δεξιά κι αριστερά στο στέρνο του. «Ότι πας. Κάπου». Αυτό φάνηκε να εξαντλεί το απόθεμα των λέξεων του.

Ο Ραντ ένευσε. Οι φήμες ξεφύτρωναν στο παλάτι σαν μανιτάρια στη σκιά. Αρκεί να μην το μάθαινε ο Ράχβιν. Κοίταξε τις κεραμοσκεπές και τις κορυφές των πύργων. Πουθενά κοράκια. Καιρό είχε να δει κοράκι, αν και είχε ακούσει για άνδρες που είχαν σκοτώσει μερικά. Ίσως τώρα τον απέφευγαν. «Ετοιμαστείτε». Έπιασε το σαϊντίν κι αιωρήθηκε στην αδειάνοσύνη χωρίς συναισθήματα.

Η πύλη εμφανίστηκε στη βάση της σκάλας, αρχικά σαν μια λαμπερή γραμμή, που φάνηκε να στρίβει, να ανοίγει, σχηματίζοντας μια τετράγωνη τρύπα σε μια σκοτεινιά πλάτους τεσσάρων βημάτων. Ούτε μουρμουρητό δεν ακούστηκε από τους Αελίτες. Όσοι ήταν από την αντίθετη μεριά, θα τον έβλεπαν σαν να βρισκόταν πίσω από καπνισμένο γυαλί, ένα τρεμόσβησμα του λυκόφωτος στον αέρα, αλλά θα μπορούσαν εξίσου να προσπαθήσουν να περάσουν μέσα από έναν τοίχο του παλατιού. Από το πλάι, η πύλη θα ήταν αόρατη, με εξαίρεση τους λίγους οι οποίοι ήταν αρκετά κοντά για να δουν κάτι παρόμοιο με μακριά, ψιλή τρίχα που την είχαν τεντώσει.

Τέσσερα βήματα ήταν όσο πιο μεγάλη μπορούσε να την κάνει ο Ραντ. Ο Ασμόντιαν ισχυριζόταν ότι υπήρχαν όρια για κάποιον που δημιουργούσε την πύλη μόνος του· απ’ ό,τι φαινόταν, πάντα υπήρχαν όρια. Δεν έπαιζε ρόλο η ποσότητα του σαϊντίν που αντλούσες. Για την ακρίβεια, η Μία Δύναμη δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με τις πύλες· μόνο με τη δημιουργία τους. Το παραπέρα ήταν άλλο θέμα. Το όνειρο ενός ονείρου, έτσι το αποκαλούσε ο Ασμόντιαν.

Δρασκέλισε την πύλη και πάτησε σε κάτι που έμοιαζε να είναι πλάκα από το πλακόστρωτο της αυλής, όμως εδώ το γκρίζο τετράγωνο κρεμόταν στη μέση ενός απόλυτου ερέβους, με την αίσθηση ότι προς κάθε κατεύθυνση υπήρχε το τίποτα. Τίποτα, ως το άπειρο. Δεν ήταν σαν τη νύχτα. Ο Ραντ έβλεπε καθαρά τον εαυτό του και την πλάκα. Όμως όλα τα υπόλοιπα, τα πάντα, ήταν μια μαυρίλα.

Ήταν καιρός να δει πόσο μεγάλη πλατφόρμα μπορούσε να φτιάξει. Μ’ αυτή τη σκέψη, εμφανίστηκαν μονομιάς κι άλλες πλάκες, αναπαράγοντας τέλεια την αυλή. Τη φαντάστηκε ακόμα μεγαλύτερη. Εξίσου γρήγορα, οι γκρίζες πλάκες απλώθηκαν ως εκεί που έφτανε το βλέμμα του. Τινάχτηκε, μόλις συνειδητοποίησε ότι οι μπότες του είχαν αρχίσει να βουλιάζουν στην πέτρα κάτω από τα πόδια του· δεν φαινόταν να έχει αλλάξει, όμως υποχωρούσε αργά, σαν λάσπη, καταπίνοντας τις μπότες του. Βιαστικά, τα έφερε όλα στο μέγεθος μιας αυλής ίσης με εκείνη που ήταν εκεί έξω —αυτή τη φορά η αυλή έμεινε στερεή― και μετά άρχισε να την αυξάνει, προσθέτοντας μια εξωτερική σειρά πλάκες κάθε φορά. Δεν άργησε να καταλάβει ότι δεν μπορούσε να κάνει την πλατφόρμα πολύ μεγαλύτερη από αυτή της πρώτης απόπειράς του. Η πέτρα ακόμα έδειχνε μια χαρά, δεν μαλάκωνε κάτω από τα πόδια του, όμως η δεύτερη σειρά, την οποία πρόσθεσε τώρα είχε μια αίσθηση... αστάθειας, σαν λεπτό τσόφλι που μπορεί να ράγιζε σε ένα λάθος βήμα. Άραγε αυτό συνέβαινε επειδή μπορούσε να γίνει μόνο τόση; Ή επειδή δεν την είχε φανταστεί μεγαλύτερη από την αρχή; Όλοι βάζουμε τα δικά μας όρια. Η σκέψη γλίστρησε από κάπου. Και τα τραβάμε περισσότερο απ’ όσο μας επιτρέπεται.

Ο Ραντ ένιωσε ένα ρίγος. Στο Κενό, ήταν σαν να ένιωθε κάποιον άλλο να ριγεί. Ήταν ευπρόσδεκτη η υπενθύμιση ότι ο Λουζ Θέριν ήταν ακόμα μέσα του. Έπρεπε να προσέξει, ώστε να μη βυθιστεί σε μια μάχη για τον εαυτό του τη στιγμή που θα αντιμετώπιζε τον Ράχβιν. Αν δεν είχε γίνει αυτό, ίσως να... Όχι. Ό,τι είχε γίνει στο μόλο είχε τελειώσει· δεν θα το σκάλιζε ξανά.

Μίκρυνε την πλατφόρμα κατά έναν εξωτερικό δακτύλιο από πλάκες και γύρισε. Ο Μπάελ τον περίμενε σε κάτι που έμοιαζε με πελώρια τετράγωνη πόρτα στο φως της μέρας, με τα σκαλιά απ’ έξω. Στο πλάι του, ο Πέβιν δεν έδειχνε να ταράζεται περισσότερο από τον Αελίτη αρχηγό μ’ αυτό που έβλεπε, δηλαδή καθόλου. Ο Πέβιν θα μετέφερε αυτό το λάβαρο όπου κι αν πήγαινε ο Ραντ, ακόμα και στο Χάσμα του Χαμού. Ο Ματ έσπρωξε πίσω το καπέλο για να ξύσει το κεφάλι του, και μετά το χαμήλωσε πάλι, μουρμουρίζοντας κάτι για ζάρια στο μυαλό του.

«Εντυπωσιακό», είπε ήσυχα ο Ασμόντιαν. «Αρκετά εντυπωσιακό».

«Τον κολακεύεις άλλη φορά, αρπιστή», είπε η Αβιέντα.

Ήταν η πρώτη που πέρασε, και κοίταζε τον Ραντ, όχι πού πατούσε το πόδι της. Έκανε όλο το δρόμο μέχρι να τον πλησιάσει χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά αλλού εκτός από το πρόσωπό του. Όταν όμως τον έφτασε, γύρισε απότομα, κατέβασε το επώμιο στους αγκώνες της και περιεργάστηκε το σκοτάδι. Μερικές φορές οι γυναίκες ήταν πιο παράξενες από κάθε τι άλλο που θα μπορούσε να είχε φτιάξει ο Δημιουργός.

Ο Μπάελ και ο Πέβιν την ακολούθησαν αμέσως· ύστερα ο Ασμόντιαν, με το ένα χέρι να κρατά το λουρί της άρπας στο στήθος του, το άλλο, με τα δάχτυλα άσπρα, στη λαβή του σπαθιού· ο Ματ, με άνετο βήμα, αλλά κάπως απρόθυμος, μουρμουρίζοντας, σαν να τσακωνόταν μόνος του. Στην Παλιά Γλώσσα. Η Σούλιν είχε την τιμή να είναι η πρώτη από τους υπόλοιπους, αλά σύντομα ακολούθησε ένα πλατύ ποτάμι, όχι μόνο Κόρες του Δόρατος, αλλά και Τάεν Σάρι, Αληθινό Αίμα, και Φαρ Αλντάζαρ Ντιν, Αδέρφια του Αετού· επίσης, μπήκαν και στριμώχτηκαν Κόκκινες Ασπίδες και Αγγελιαφόροι της Αυγής, Σκυλιά της Πέτρας και Μαχαιροκράτες, εκπρόσωποι όλων των κοινωνιών.

Καθώς ο αριθμός τους αυξανόταν, ο Ραντ πήγε στην απέναντι άκρη της πλατφόρμας από την πύλη. Παρ’ όλο που δεν χρειαζόταν, ήθελε να βλέπει πού πήγαινε. Η αλήθεια ήταν ότι θα μπορούσε να έχει μείνει στην άλλη άκρη ή να πάει στα πλάγια· εδώ οι κατευθύνσεις ήταν ρευστές· όποιο δρόμο κι αν διάλεγε να ακολουθήσει, θα έβγαινε στο Κάεμλυν, αν το έκανε σωστά. Και στο ατέλειωτο μαύρο του τίποτα, αν το έκανε λάθος.

Με εξαίρεση τον Μπάελ και τη Σούλιν —και την Αβιέντα, φυσικά — οι υπόλοιποι Αελίτες άφηναν λίγο χώρο γύρω από τον Ραντ και τον Ματ, τον Ασμόντιαν και τον Πέβιν. «Μην πλησιάζετε την άκρη», είπε ο Ραντ. Ο Αελίτης που ήταν πιο κοντά του, έκανε μόλις ένα βηματάκι πίσω. Ο Ραντ δεν μπορούσε να δει πάνω από το δάσος των τυλιγμένων στο σούφα κεφαλιών. «Γέμισε;» φώναξε. Η πλατφόρμα μπορεί να χωρούσε τους μισούς απ’ όσους ήθελαν να πάνε, αλλά όχι πολύ περισσότερους. «Γέμισε;»

«Ναι», φώναξε τελικά μια γυναικεία φωνή, απρόθυμα —του φάνηκε ότι ήταν η Λαμέλ― αλλά ακόμα υπήρχε μια αναστάτωση στην πύλη, Αελίτες σίγουροι ότι είχε χώρο για έναν ακόμα.

«Φτάνει!» φώναξε ο Ραντ. «Όχι άλλοι! Απομακρυνθείτε από την πύλη! Όλοι σταθείτε μακριά!» Δεν ήθελε εκείνο που είχε συμβεί στο Σωντσανό δόρυ να συμβεί εδώ σε ζωντανή σάρκα.

Μια παύση, και μετά, «Έχει χώρο». Ήταν πράγματι η Λαμέλ. Ο Ραντ θα στοιχημάτιζε και το τελευταίο χάλκινο νόμισμά του ότι κάπου εκεί πίσω ήταν η Ενάιλα και η Σομάρα.

Η πύλη φάνηκε να στρίβει στο πλάι, λεπταίνοντας, ώσπου εξαφανίστηκε με μια τελευταία λάμψη.

«Μα το αίμα και τις στάχτες!» μουρμούρισε ο Ματ, γέρνοντας αηδιασμένος στο δόρυ του. «Αυτό είναι χειρότερο από τις καμένες τις Οδούς!» Κάτι που έκανε τον Ασμόντιαν να τον κοιτάξει ξαφνιασμένος, και τον Μπάελ να του ρίξει μια συλλογισμένη ματιά. Ο Ματ δεν το πρόσεξε· αγριοκοίταζε τη μαυρίλα.

Δεν υπήρχε αίσθηση κίνησης, αύρα να φυσήξει το λάβαρο που κρατούσε ο Πέβιν. Έμοιαζαν να στέκουν ακίνητοι. Όμως ο Ραντ ήξερε· σχεδόν ένιωθε να πλησιάζει το μέρος που πήγαιναν.

«Αν πλησιάσεις πολύ κοντά του, θα σε νιώσει». Ο Ασμόντιαν έγλειφε τα χείλη του και απέφευγε να κοιτάξει οποιονδήποτε. «Τουλάχιστον έτσι έχω ακούσει».

«Ξέρω που πάω», είπε ο Ραντ. Όχι πολύ κοντά. Αλλά όχι πολύ μακριά. Θυμόταν καλά το σημείο.

Καμία κίνηση. Ατέλειωτο σκοτάδι, και όλοι τους κρέμονταν εκεί μέσα. Ασάλευτοι. Πέρασε μισή ώρα, ίσως.

Μια αναταραχή διέτρεξε τους Αελίτες.

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Ραντ.

Μουρμουρητά ταξίδεψαν στην πλατφόρμα. «Κάποιος έπεσε», είπε τελικά ένας σωματώδης άνδρας κοντά του. Ο Ραντ τον αναγνώρισε. Λεγόταν Μεκιάρ. Ήταν Κορ Νταράι, Δόρυ της Νύχτας. Φορούσε την κόκκινη κορδέλα στο κεφάλι.

«Δεν ήταν καμιά...» άρχισε να λέει ο Ραντ, και μετά κατάλαβε ότι η Σούλιν τον κοίταζε ανέκφραστα.

Γύρισε από την άλλη να ατενίσει το σκοτάδι, κι ο θυμός ήταν ένας λεκές στο ασυγκίνητο Κενό. Άρα δεν έπρεπε να τον πειράζει περισσότερο, αν είχε γκρεμιστεί μια Κόρη, ε; Τον πείραζε. Θα έπεφτε παντοτινά στο ατέλειωτο μαύρο. Άραγε θα έχανε τα λογικά της προτού την έβρισκε ο θάνατος, από πείνα ή δίψα ή φόβο; Σ’ αυτή την πτώση, ακόμα και ένας Αελίτης στο τέλος θα έβρισκε ένα φόβο αρκετά δυνατό για να του σταματήσει την καρδιά. Σχεδόν ευχόταν κάτι τέτοιο· πρέπει να ήταν πιο σπλαχνικό τέλος.

Που να καώ, τι έγινε η σκληρότητα, για την οποία περηφανευόμουν; Είτε Κόρη είτε Σκυλί της Πέτρας, το δόρυ είναι δόρυ. Μπορεί να το σκεφτόταν, αλλά δεν ήταν έτσι. Θα γίνω σκληρός! Θα άφηνε τις Κόρες να χορεύουν το δόρυ όπου ήθελαν. Θα τις άφηνε. Και ήξερε ότι θα έψαχνε να μάθει τα ονόματα όσων σκοτώνονταν, για να γίνει το κάθε όνομα άλλη μια μαχαιριά στην ψυχή του. Θα γίνω σκληρός. Που να με βοηθήσει το Φως, αυτό θα κάνω. Που να με βοηθήσει το Φως.

Έμοιαζαν ακίνητοι, κρεμασμένοι στη μαυρίλα.

Η πλατφόρμα σταμάτησε. Ήταν δύσκολο να πει πώς το καταλάβαινε, ενώ πριν ήξερε ότι κινούνταν, αλλά το καταλάβαινε.

Διαβίβασε, και μια πύλη άνοιξε με τον ίδιο τρόπο που είχε ανοίξει στην αυλή του παλατιού της Καιρχίν. Η γωνία του ήλιου δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου, όμως εδώ το πρωινό φως έλαμπε σ’ έναν πλακοστρωμένο δρόμο και μια ανηφοριά καμπούριαζε γεμάτη γρασίδι και αγριολούλουδα ξεραμένα από την ανομβρία, μια ανηφοριά που κατέληγε σε ένα πέτρινο τοίχο ύψους δύο απλωσιών ή και περισσότερο, με πέτρες δουλεμένες τραχιά, ώστε να μοιάζουν φυσικές. Πάνω από κείνο τον τοίχο έβλεπε τους χρυσούς θόλους του Βασιλικού Παλατιού του Άντορ, και μερικά από κείνα τα ανοιχτόχρωμα βέλη των κτηρίων είχαν στην κορυφή λάβαρα με το Λευκό Λιοντάρι που κυμάτιζαν στην αύρα. Στην άλλη μεριά αυτού του τοίχου βρισκόταν ο κήπος όπου είχε πρωτοσυναντήσει την Ηλαίην.

Γαλανά μάτια αιωρούνταν έξω από το Κενό κατηγορώντας τον, φευγαλέα ανάμνηση από κλεμμένα φιλιά στο Δάκρυ, η θύμηση ενός γράμματος που απίθωνε την καρδιά και την ψυχή της στα πόδια του, μηνύματα φερμένα από την Εγκουέν που προφασίζονταν αγάπη. Τι θα έλεγε η Ηλαίην, αν μάθαινε ποτέ για την Αβιέντα, για τη νύχτα εκείνη στην καλύβα από χιόνι; Η θύμηση ενός άλλου γράμματος, με το οποίο τον απαρνιόταν παγερά, μια βασίλισσα που καταδίκαζε έναν χοιροβοσκό στο σκοτάδι το εξώτερο. Δεν είχε σημασία. Ο Λαν είχε δίκιο. Όμως ο Ραντ ήθελε... Τι; Ποια; Γαλάζια μάτια και πράσινα και σκούρα καστανά. Την Ηλαίην, που ίσως τον αγαπούσε και ίσως δεν μπορούσε να αποφασίσει; Την Αβιέντα, που τον κορόιδευε με αυτό που δεν τον άφηνε να αγγίξει; Τη Μιν, που γελούσε μαζί του και τον θεωρούσε κοκορόμυαλο κι ανόητο; Όλα αυτά άστραψαν στα όρια του Κενού. Προσπάθησε να τα αγνοήσει, να αγνοήσει τις βασανιστικές αναμνήσεις μιας άλλης γαλανομάτας, που κειτόταν νεκρή στο διάδρομο ενός παλατιού, πριν από τόσο καιρό.

Στάθηκε εκεί αναγκαστικά, ενώ οι Αελίτες έβγαιναν ποτάμι πίσω από τον Μπάελ, φορώντας τα πέπλα τους, κι απλώνονταν δεξιά κι αριστερά. Η παρουσία του διατηρούσε την πλατφόρμα· θα εξαφανιζόταν, μόλις εκείνος περνούσε την πύλη. Η Αβιέντα περίμενε γαλήνια όσο και ο Πέβιν, αν και καμιά φορά έβγαζε το κεφάλι για να κοιτάξει, σμίγοντας λιγάκι τα φρύδια προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση στο δρόμο. Ο Ασμόντιαν άγγιζε το σπαθί και ανάσαινε υπερβολικά γοργά· ο Ραντ αναρωτήθηκε αν ήξερε καν να το χρησιμοποιεί. Όχι ότι θα χρειαζόταν. Ο Ματ κοίταξε τον τοίχο σαν να ήταν μια άσχημη ανάμνηση. Είχε μπει κι αυτός κάποτε στο παλάτι από δω.

Πέρασε και ο τελευταίος πεπλοφορεμένος Αελίτης, και ο Ραντ έκανε νόημα στους άλλους να βγουν, ακολουθώντας τους κατόπιν. Η πύλη έσβησε κι εξαφανίστηκε, αφήνοντάς τον στο κέντρο ενός μεγάλου κύκλου από επιφυλακτικές Κόρες. Αελίτες έτρεχαν στο δρόμο που κύρτωνε —ο δρόμος ακολουθούσε τη διαμόρφωση του λόφου· όλοι οι δρόμοι στην Έσω Πόλη κυλούσαν μαζί με τη γη― και χάνονταν πίσω από στροφές, καθώς έτρεχαν να βρουν και να σταματήσουν όποιους τυχόν μπορούσαν να σημάνουν συναγερμό. Πολλοί άλλοι ανηφόριζαν την πλαγιά και μερικοί είχαν αρχίσει να σκαρφαλώνουν τον τοίχο, χρησιμοποιώντας μικρές εσοχές και προεξοχές για να πιαστούν με χέρια και με πόδια.

Ξαφνικά, ο Ραντ στύλωσε το βλέμμα. Στα αριστερά του, ο δρόμος κατηφόριζε και, στρίβοντας, εξαφανιζόταν, ενώ η κλίση του πρόσφερε θέα πέρα από τους πύργους με τα κεραμίδια, που αστραφτοβολούσαν στον πρωινό ήλιο με εκατό διαφορετικά χρώματα, πάνω από τις κεραμοσκεπές, μέχρι ένα από τα άφθονα πάρκα της Έσω Πόλης, που οι λευκοί δρόμοι του και τα μνημεία του σχημάτιζαν κεφαλή λέοντα όταν τα έβλεπες απ’ αυτή τη γωνία. Στα δεξιά του, ο δρόμος υψωνόταν λιγάκι προτού στρίψει, κι έβλεπες άλλους πύργους, οι οποίοι κατέληγαν σε βέλη ή σε θόλους με μια ποικιλία σχημάτων, να λαμπυρίζουν πάνω από τις στέγες. Οι Αελίτες γέμισαν το δρόμο, απλώθηκαν γοργά στα διπλανά δρομάκια που ξεκινούσαν σπειροειδώς από το παλάτι. Αελίτες, κανένας άλλος. Ο ήλιος ήταν αρκετά ψηλά για να έχει σηκωθεί ο κόσμος και να πηγαίνει στις δουλειές του, ακόμα και τόσο κοντά στο παλάτι.

Σαν σ’ εφιάλτη, ο τοίχος από πάνω σωριάστηκε προς τα έξω σε πέντ’ έξι σημεία. Αελίτες και πέτρες έπεσαν σ’ όσους σκαρφάλωναν ακόμα. Προτού τα χαλάσματα που αναπηδούσαν καταλήξουν στο δρόμο, Τρόλοκ εμφανίστηκαν στα ανοίγματα, ρίχνοντας τους πολιορκητικούς κριούς που είχαν χρησιμοποιήσει και τραβώντας σπαθιά κυρτά σαν δρεπάνια ― κι άλλοι ακόμα, με ακιδωτά τσεκούρια και δόρατα με αγκίστρια, πελώρια ανθρωπόμορφα σώματα με μαύρη πανοπλία με καρφιά στους ώμους και τους αγκώνες, πελώρια ανθρωπόμορφα πρόσωπα αλλοιωμένα από μουσούδες και ρύγχη, ράμφη και κέρατα και φτερά, που κατηφόριζαν την πλαγιά με ανόφθαλμους Μυρντράαλ, σαν ερπετά του μεσονυκτίου, ανάμεσά τους. Σ’ όλο το δρόμο, Τρόλοκ που ούρλιαζαν και βουβοί Μυρντράαλ ξεχύνονταν από πόρτες, πηδούσαν από παράθυρα. Κεραυνοί χίμηξαν από τον ανέφελο ουρανό.

Ο Ραντ ύφανε Φωτιά και Αέρα για να ανταμώσει Φωτιά και Αέρα, μια ασπίδα που απλωνόταν αργά, προσπαθώντας να παραβγεί με τον κεραυνό που έπεφτε. Πολύ αργά. Ένα αστροπελέκι χτύπησε την ασπίδα ακριβώς πάνω από το κεφάλι του και συνετρίβη μέσα σε μια εκτυφλωτική λάμψη, όμως άλλα βρήκαν το έδαφος, και οι τρίχες του σηκώθηκαν όρθιες, καθώς ο ίδιος ο αέρας έμοιαζε να τον σφυροκοπά για να τον ρίξει κάτω. Παραλίγο θα έχανε την ύφανση, παραλίγο και το ίδιο το Κενό, αλλά ύφανε αυτό που δεν μπορούσε να δει με μάτια ακόμα γεμάτα από κείνο το πύρινο φως και άπλωσε την ασπίδα ενάντια στα αστροπελέκια από τον ουρανό, που τουλάχιστον καταλάβαινε ότι χτυπούσαν την ασπίδα. Τη χτυπούσαν για να τον φτάσουν, όμως αυτό θα άλλαζε. Άντλησε σαϊντίν μέσω του ανγκριάλ που είχε στην τσέπη του, και ύφανε την ασπίδα, ώσπου ήταν σίγουρος ότι θα κάλυπτε τη μισή Έσω Πόλη, και μετά τη στερέωσε. Καθώς σηκωνόταν όρθιος με κόπο, η όραση του άρχισε να επανέρχεται, στην αρχή θολά, με πόνο. Έπρεπε να κινηθεί γρήγορα. Ο Ράχβιν ήξερε ότι ήταν εκεί. Έπρεπε να...

Έμοιαζε να έχει περάσει ελάχιστος χρόνος. Ο Ράχβιν δεν νοιαζόταν για το πόσοι από τους δικούς του θα πέθαιναν. Αποσβολωμένοι Τρόλοκ και Μυρντράαλ στην πλαγιά έπεφταν από τα χτυπήματα των δοράτων που κρατούσαν οι Κόρες, πολλές από τις οποίες κινούνταν ζαλισμένες κι αυτές. Κάποιες Κόρες, εκείνες που βρίσκονταν πιο κοντά στον Ραντ, μόλις τώρα σηκώνονταν από κει που είχαν σωριαστεί, και ο Πέβιν στεκόταν με τα πόδια ανοιχτά, όρθιος με τον ιστό του κόκκινου λάβαρου, ενώ το σημαδεμένο πρόσωπό του ήταν ακόμα ανέκφραστο. Κι άλλοι Τρόλοκ ξεχύνονταν από τα χάσματα στον τοίχο πιο πάνω, ενώ η οχλοβοή της μάχης γέμιζε τους δρόμους προς όλες τις κατευθύνσεις, όμως για τον Ραντ όλα αυτά θα μπορούσαν να συμβαίνουν σε άλλη χώρα.

Υπήρχαν κι άλλοι κεραυνοί σε κείνη την πρώτη ριπή, όμως δεν σημάδευαν όλοι τον Ραντ. Οι μπότες του Ματ έβγαζαν καπνούς, δέκα βήματα πιο πέρα από κει που ο ίδιος ο Ματ κειτόταν ανάσκελα. Καπνοί υψώνονταν από το μαύρο κοντάρι του δόρατός του, από το σακάκι του, ακόμα και από την ασημένια αλεπουδοκεφαλή που κρεμόταν έξω από το πουκάμισό του, η οποία δεν τον είχε γλιτώσει από τη διαβίβαση ενός άνδρα. Ο Ασμόντιαν ήταν ένας παραμορφωμένος, καρβουνιασμένος σωρός, ο οποίος αναγνωριζόταν μονάχα από την καμένη θήκη της άρπας, που ακόμα βρισκόταν στην πλάτη του. Και η Αβιέντα... Χωρίς κανένα σημάδι, έμοιαζε να είχε ξαπλώσει για να ξεκουραστεί ― αν μπορούσε να ξεκουραστεί με τα μάτια να κοιτάνε τον ήλιο χωρίς ν’ ανοιγοκλείνουν.

Ο Ραντ έσκυψε να αγγίξει το μάγουλό της. Ήταν κρύο. Είχε μια αίσθηση... Σαν να μην ήταν σάρκα.

«ΡΑΑΑΑΧΒΙΙΙΙΝ!»

Τον ξάφνιασε λίγο εκείνος ο ήχος που έβγαινε από το λαρύγγι του. Ο Ραντ ήταν σαν να καθόταν κάπου βαθιά στο πίσω μέρος του μυαλού του, και το Κενό γύρω του να είναι πιο ακόμα πιο αχανές και άδειο από κάθε άλλη φορά. Δεν τον ένοιαζε αν θα τον παρέσερνε. Το μόλυσμα πότιζε τα πάντα, βρώμιζε τα πάντα. Δεν τον ένοιαζε.

Τρεις Τρόλοκ ξέφυγαν από τις Κόρες, κρατώντας στα τριχωτά τους χέρια μεγάλους ακιδωτούς πελέκεις και παράξενα δόρατα με αγκίστρια, καρφώνοντας τα τόσο ανθρώπινα μάτια τους πάνω του, όπως στεκόταν εκεί, μοιάζοντας άοπλος. Εκείνος που είχε μούρη αγριόχοιρου με χαυλιόδοντες έπεσε, με το δόρυ της Ενάιλα στη ραχοκοκαλιά του. Οι άλλοι με το ράμφος αετού και με το ρύγχος αρκούδας συνέχισαν να τρέχουν κατά πάνω του, ο ένας φορώντας μπότες, ο άλλος με πατούσες ζώου.

Ο Ραντ ένιωσε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του.

Φωτιά ξέσπασε μέσα στους δύο Τρόλοκ, μια φλόγα από κάθε πόρο, κι εξερράγη μέσα από τις μαύρες αρματωσιές. Προτού καλά-καλά ανοίξουν το στόμα για να ουρλιάξουν, μια πόρτα άνοιξε εκεί που στέκονταν. Η φλεγόμενη σάρκα κόπηκε από τη μια άκρη ως την άλλη και τα ματωμένα μισά της έπεσαν κάτω, όμως ο Ραντ κοίταζε μέσα από το άνοιγμα. Όχι στο σκοτάδι, αλλά σε μια μεγάλη αίθουσα με κολόνες και πέτρινα χωρίσματα με σμιλεμένα λιοντάρια, όπου ένας μεγαλόσωμος άνδρας με λευκές πινελιές στα μελαχρινά μαλλιά του, καθισμένος σ’ έναν επίχρυσο θρόνο, ύψωσε το βλέμμα έκπληκτος. Δώδεκα άνδρες, κάποιοι ντυμένοι σαν άρχοντες, άλλοι φορώντας πανοπλία, στράφηκαν να δουν τι κοίταζε ο αφέντης τους.

Ο Ραντ μόλις που τους πρόσεξε. «Ράχβιν», είπε. Ή το είπε κάποιος άλλος. Δεν ήταν σίγουρος ποιος.

Έστειλε φωτιά και αστραπή μπροστά του, δρασκέλισε την πύλη και την άφησε να κλείσει πίσω του. Ήταν η προσωποποίηση του θανάτου.


Η Νυνάβε δεν χρειαζόταν να μοχθήσει για να κρατήσει το θυμό που της επέτρεπε να διαβιβάζει μια ροή Πνεύματος στην κεχριμπαρένια κοιμωμένη στο πουγκί της. Αυτό το πρωί δεν την άγγιζε ούτε καν η αίσθηση των αθέατων ματιών. Η Σιουάν στεκόταν μπροστά της σε ένα δρόμο του Σαλιντάρ στον Τελ’αράν’ριοντ, ένα δρόμο άδειο, αν εξαιρούσες τις δυο τους, μερικές μύγες και μια αλεπού, που κοντοστάθηκε να τις κοιτάξει περίεργα προτού συνεχίσει να σιγοτρέχει.

«Πρέπει να συγκεντρωθείς», γάβγισε η Νυνάβε. «Είχες καλύτερο έλεγχο την πρώτη φορά. Συγκεντρώσου!»

«Μα συγκεντρώνομαι, ανόητη!» Το απλό γαλάζιο μάλλινο φόρεμα της Σιουάν ξαφνικά έγινε μεταξωτό. Φορούσε το επτάριγο επιτραχήλιο της Έδρας της Άμερλιν, και είχε στο δάχτυλο ένα χρυσό ερπετό που δάγκωνε την ουρά του. Κοίταξε συνοφρυωμένη τη Νυνάβε και δεν φάνηκε να αντιλαμβάνεται την αλλαγή, αν και είχε ήδη φορέσει τα ίδια πράγματα πέντε φορές σήμερα. «Αν υπάρχει κάποια δυσκολία, βρίσκεται στο καταπότι με τη φριχτή γεύση που μου έδωσες! Φτου! Ακόμα έχω την ψαρίλα στο στόμα μου. Σαν κύστη γλώσσας». Το επιτραχήλιο και το δαχτυλίδι χάθηκαν· ο ψηλός λαιμός του μεταξωτού φορέματος βάθυνε αρκετά για να δείξει το συστρεμμένο πέτρινο δαχτυλίδι που κρεμόταν ανάμεσα στα στήθη της από μια καλοδουλεμένη χρυσή αλυσίδα.

«Επέμενες να σε διδάσκω σε ώρες που χρειάζεσαι για να κοιμηθείς, αλλιώς δεν θα χρειαζόταν». Ε, μπορεί στο μίγμα να υπήρχαν ρίζα προβατόγλωσσας και μερικά άλλα πράγματα, που δεν ήταν απαραίτητα. Της Σιουάν της άξιζε αυτή η αηδιαστική γεύση στο στόμα.

«Δεν μπορείς να με διδάξεις όταν διδάσκεις τη Σέριαμ και τις άλλες». Το μετάξι πήρε πιο ανοιχτό χρώμα· ο λαιμός ήταν πάλι ψηλός, ντυμένος με λευκή δαντελένια φρέζα, κι ένα καπελάκι από μαργαριτάρια στόλιζε τα μαλλιά της Σιουάν. «Ή θα προτιμούσες να έρχομαι ύστερα απ’ αυτές; Ισχυρίζεσαι πως χρειάζεται κάποιες ώρες να κοιμάσαι ανενόχλητη».

Η Νυνάβε κόρωσε, με τις γροθιές σφιγμένες στο πλάι. Η Σέριαμ και οι άλλες δεν ήταν το χειρότερο πράγμα που έτρεφε το θυμό της. Αυτή και η Ηλαίην εναλλάξ τις έφερναν στον Τελ’αράν’ριοντ δύο-δύο, μερικές φορές και τις έξι κάθε νύχτα· ακόμα κι αν ήταν η δασκάλα, δεν την άφηναν να ξεχάσει ότι αυτή ήταν Αποδεχθείσα κι εκείνες Άες Σεντάι. Μια αυστηρή κουβέντα για ένα ανόητο λάθος τους... Την Ηλαίην την είχαν στείλει να καθαρίζει κατσαρόλες στα μαγειρεία μονάχα μια φορά, όμως τα χέρια της Νυνάβε είχαν μαραθεί από το καυτό σαπουνόνερο· τουλάχιστον εκεί που το σώμα της κειτόταν κοιμισμένο. Αλλά το χειρότερο δεν ήταν αυτές. Ούτε ήταν το γεγονός ότι είχε ελάχιστες στιγμές να αφιερώσει στο να ερευνήσει αν και τι μπορούσε να γίνει για το σιγάνεμα και το ειρήνεμα. Ο Λογκαίν ήταν πιο συνεργάσιμος από τη Σιουάν και τη Ληάνε, ή τουλάχιστον πιο πρόθυμος. Δόξα στο Φως που καταλάβαινε ότι έπρεπε να το κρατήσει μυστικό. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε μέσα του· μάλλον πίστευε ότι τελικά θα τον Θεράπευε. Όχι, το χειρότερο ήταν ότι η Φαολάιν είχε δοκιμαστεί και είχε προαχθεί... όχι σε Άες Σεντάι —δεν γινόταν αυτό χωρίς τη Ράβδο των Όρκων, που φυλασσόταν στον Πύργο― αλλά σε κάτι παραπάνω από Αποδεχθείσα. Τώρα η Φαολάιν φορούσε όποιο φόρεμα ήθελε και, παρ’ όλο που δεν μπορούσε να φορέσει το επώμιο ή να διαλέξει Άτζα, της είχαν δοθεί άλλες αρμοδιότητες. Η Νυνάβε σκεφτόταν ότι είχε κουβαλήσει περισσότερα κύπελλα νερό, περισσότερα βιβλία —παρατημένα όπου να ’ναι επίτηδες, ήταν σίγουρη γι’ αυτό!― και περισσότερες καρφίτσες και μελανοδοχεία και άλλα άχρηστα πράγματα τις τελευταίες τέσσερις μέρες απ’ όσα όλο τον καιρό που είχε μείνει στον Πύργο. Όμως η Φαολάιν δεν ήταν η χειρότερη απ’ όλες. Η Νυνάβε δεν ήθελε ούτε να το θυμάται αυτό. Ο θυμός της θα μπορούσε να ζεστάνει ολόκληρο σπίτι μέσα στο χειμώνα.

«Τι σου ’βαλε αγκίστρι στα βράγχια, κορίτσι μου;» Η Σιουάν φορούσε εσθήτα σαν της Ληάνε, αλλά πιο ψιλή απ’ όσο θα φορούσε δημοσίως ακόμα και η Ληάνε, τόσο λεπτή, που δύσκολα καταλάβαινες τι χρώμα ήταν. Ούτε κι αυτό ήταν η πρώτη φορά που το είχε φορέσει σήμερα, Τι είχε στο μυαλό της; Στον Κόσμο των Ονείρων, πράγματα όπως αυτές οι αλλαγές ρούχων πρόδιδαν σκέψεις που μπορεί να μην ήξερες καν ότι τις έκανες. «Δεν ήσουν σχεδόν καθόλου άσχημη παρέα μέχρι σήμερα», συνέχισε η Σιουάν εκνευριστικά και μετά σταμάτησε. «Μέχρι σήμερα. Τώρα καταλαβαίνω. Χθες το απόγευμα η Σέριαμ έβαλε την Τέοντριν να σε βοηθήσει να σπάσεις το φράγμα που έχεις υψώσει. Γι’ αυτό είσαι τσατισμένη; Δεν σου αρέσει να σου λέει η Τέοντριν τι να κάνεις; Είναι κι αυτή αδέσποτη, κορίτσι μου. Αν υπάρχει κάποια που μπορεί να σε βοηθήσει να διαβιβάζεις χωρίς πρώτα να τρως τσουκνίδες, είναι―»

«Κι εσένα τι σε έχει αναστατώσει τόσο και δεν μπορείς να κρατήσεις ένα φουστάνι;» Η Τέοντριν ― αυτό ακριβώς την πονούσε. Η αποτυχία. «Μήπως είναι κάτι που άκουσα χθες το βράδυ;» Η Τέοντριν ήταν πράος άνθρωπος, καλοδιάθετη, υπομονετική· είχε πει ότι δεν θα μπορούσε να γίνει σε μια συνεδρία· το δικό της φράγμα είχε κάνει μήνες για να το γκρεμίσει, και στο τέλος είχε συνειδητοποιήσει ότι διαβίβαζε πολύ προτού πάει στον Πύργο. Πάντως η αποτυχία πονούσε, και, το χειρότερο, αν κανείς ανακάλυπτε ότι είχε κλάψει σαν μωρό στην παρηγορητική αγκαλιά της Τέοντριν όταν είχε καταλάβει την αποτυχία της... «Άκουσα ότι πέταξες τις μπότες του Γκάρεθ Μπράυν στο κεφάλι του όταν σου είπε να κάτσεις και να τις γυαλίσεις σωστά —ακόμα δεν ξέρει ότι τις γυαλίζει η Μιν, ε;― και έτσι σε έβαλε στα γόνατα και σε―»

Το δυνατό χαστούκι της Σιουάν έκανε τα αυτιά της να κουδουνίσουν. Για μια στιγμή, έμεινε να κοιτάζει την άλλη γυναίκα, και τα μάτια της γούρλωσαν. Μ’ ένα ουρλιαχτό δίχως λέξεις, προσπάθησε να χτυπήσει τη Σιουάν στο μάτι. Προσπάθησε, επειδή με κάποιον τρόπο η Σιουάν είχε μπλέξει τη γροθιά της στα μαλλιά της Νυνάβε. Αμέσως βρέθηκαν πεσμένες στο χώμα του δρόμου να κυλιούνται και να τσιρίζουν σε μια βροχή από τρελά χτυπήματα.

Γρυλίζοντας, η Νυνάβε σκέφτηκε ότι κέρδιζε, αν και τις πιο πολλές στιγμές δεν ήξερε ποια ήταν από πάνω και ποια από κάτω. Η Σιουάν προσπαθούσε με το ένα χέρι να της ξεριζώσει την πλεξούδα, ενώ με το άλλο τη γρονθοκοπούσε στα πλευρά ή όπου αλλού έβρισκε, όμως και η Νυνάβε της έκανε τα ίδια, και οι κινήσεις της Σιουάν σίγουρα εξασθενούσαν, κι έτσι η Νυνάβε σε ένα λεπτό θα είχε ρίξει την άλλη αναίσθητη και μετά θα την άφηνε φαλακρή. Η Νυνάβε άφησε μια ψιλή κραυγούλα όταν ένα πόδι τη βάρεσε δυνατά στο καλάμι. Η άλλη κλωτσούσε! Οι κλωτσιές δεν ήταν τίμιος αγώνας!

Ξαφνικά, η Νυνάβε κατάλαβε ότι η Σιουάν σειόταν ολόκληρη. Στην αρχή, της φάνηκε ότι έκλαιγε. Μετά συνειδητοποίησε ότι γελούσε. Η Νυνάβε μισοσηκώθηκε με κόπο, παραμέρισε τρίχες από το πρόσωπό της —η πλεξούδα της είχε σχεδόν λυθεί― και αγριοκοίταξε την άλλη. «Τι γελάς; Γελάς με μένα; Γιατί τότε...!»

«Όχι με σένα. Με μας». Ριγώντας ακόμα από τα γέλια, η Σιουάν έσπρωξε την άλλη από πάνω της. Τα μαλλιά της Σιουάν ήταν άνω-κάτω και το απλό μάλλινο φόρεμα που φορούσε τώρα ήταν γεμάτο σκόνη κι έδειχνε φθαρμένο και μπαλωμένο σε αρκετά σημεία. Κι επίσης ήταν γυμνή. «Δυο μεγάλες γυναίκες να κυλιούνται στο χώμα σαν... Αυτό έχω να το κάνω από τότε που ήμουν... δώδεκα, νομίζω. Στο τέλος, σκέφτηκα ότι το μόνο που λείπει είναι να με πάρει από το αυτί η χοντρο-Κιάν και να μου πει ότι τα κορίτσια δεν παλεύουν. Άκουσα ότι κάποτε είχε ρίξει λιπόθυμο ένα μεθυσμένο τυπογράφο· δεν ξέρω το λόγο». Για μια στιγμή, παραλίγο θα την έπιαναν χαχανητά, και μετά τα κατέπνιξε και σηκώθηκε, τινάζοντας τη σκόνη από τα ρούχα της. «Αν έχουμε μια διαφωνία, μπορούμε να τη λύσουμε σαν ώριμες γυναίκες». Και με προσεκτικό τόνο, «Πάντως, θα ήταν καλή ιδέα να μη συζητάμε για τον Γκάρεθ Μπράυν». Τινάχτηκε από έκπληξη όταν το φθαρμένο φόρεμά της έγινε εσθήτα, κόκκινη, με χρυσοκόκκινα κεντητά στολίσματα στον ποδόγυρο και στο βαθύ ντεκολτέ.

Η Νυνάβε έμεινε εκεί να την κοιτάζει. Τι θα έκανε ως Σοφία αν είχε βρει δυο γυναίκες να κυλιούνται στο χώμα με τέτοιον τρόπο; Αν μη τι άλλο, η απάντηση εμπόδισε το θυμό της να φουντώσει. Η Σιουάν ακόμα δεν φαινόταν να έχει καταλάβει ότι στον Τελ’αράν’ριοντ δεν χρειαζόταν να τινάζεις τη σκόνη με τα χέρια. Η Νυνάβε άφησε την πλεξούδα της, που προσπαθούσε να τη σιάξει, και σηκώθηκε γοργά· προτού ξαναβρεθεί όρθια, η πλεξούδα κρεμόταν τέλεια στον ώμο της και το καλό μάλλινο φόρεμα των Δύο Ποταμών που φορούσε έμοιαζε φρεσκοπλυμένο.

«Συμφωνώ», είπε. Αν έπιανε δυο γυναίκες να κάνουν τα ίδια, θα τις έκανε να μετανιώσουν που είχαν γεννηθεί, προτού ακόμα τις σύρει μπροστά στον Κύκλο των Γυναικών. Τι ήθελε και είχε αρχίσει τα γρονθοκοπήματα σαν τους χαζούς τους άνδρες; Πρώτα η Σεράντιν —δεν της άρεσε να σκέφτεται το επεισόδιο, μα εκείνο δεν έλεγε να εξαφανιστεί― μετά η Λατέλ και τώρα αυτό. Προσπαθούσε να ξεπεράσει το όριό της με το να είναι συνεχώς θυμωμένη; Δυστυχώς —ή ίσως ευτυχώς― αυτή η σκέψη δεν έκανε καλό στα νεύρα της. «Αν έχουμε διαφωνίες, μπορούμε να τις συζητήσουμε».

«Μ’ άλλα λόγια, αυτό σημαίνει να βάλουμε τις φωνές», είπε ξερά η Σιουάν. «Ε, καλύτερα έτσι παρά αλλιώς».

«Δεν θα χρειαζόταν να φωνάζουμε, αν εσύ-!» Η Νυνάβε πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε απότομα αλλού. Η ανάσα σκάλωσε στο λαιμό της και η Νυνάβε ξαναγύρισε το κεφάλι προς τη Σιουάν, τόσο γοργά, που έμοιαζε απλώς να το είχε κουνήσει. Ευχήθηκε αυτή την εικόνα να είχε δώσει. Μονάχα για μια στιγμή, είχε δει ένα πρόσωπο σε ένα παράθυρο στην άλλη μεριά του δρόμου. Και είχε μια αναγούλα στο στομάχι, ένα θύλακο φόβου, μια φλόγα από θυμό για το φόβο που είχε νιώσει. «Νομίζω ότι πρέπει να γυρίσουμε τώρα», είπε ήσυχα.

«Να γυρίσουμε! Είπες ότι αυτό το φρικτό καταπότι θα με κάνει να κοιμηθώ δυο ολόκληρες ώρες, και δεν είμαστε ούτε το μισό απ’ αυτό εδώ».

«Ο χρόνος εδώ δουλεύει διαφορετικά». Μήπως ήταν η Μογκέντιεν; Το πρόσωπο είχε χαθεί τόσο γρήγορα, ώστε θα μπορούσε να ήταν κάποια που απλώς είχε ονειρευτεί τον εαυτό της εδώ για μια στιγμή. Αν ήταν η Μογκέντιεν, τότε δεν έπρεπε —σε καμία περίπτωση― να καταλάβει ότι την είχαν δει. Έπρεπε να ξεφύγουν. Θύλακος φόβου, φλόγα από θυμό. «Σου είπα. Μια μέρα στον Τελ’αράν’ριοντ μπορεί να είναι μια ώρα στον ξυπνητό κόσμο ή το αντίθετο. Πρέπει―»

«Είχα βγάλει καλύτερη ψαριά ψάχνοντας τους κουβάδες με τα απόνερα, μικρή μου. Μη νομίζεις ότι θα με ξεγελάσεις χωρίς να το καταλάβω. Θα μου διδάξεις ό,τι διδάσκεις στις άλλες, όπως συμφωνήσαμε. Θα φύγουμε όταν ξυπνήσω».

Δεν υπήρχε χρόνος. Αν ήταν η Μογκέντιεν. Το φόρεμα της Σιουάν τώρα ήταν από καταπράσινο μετάξι και φορούσε πάλι το επιτραχήλιο και το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού, αλλά το παράξενο ήταν ότι το ντεκολτέ ήταν από τα πιο βαθιά που είχε σ’ όλα αυτά τα φορέματα. Το δαχτυλίδι τερ’ανγκριάλ κρεμόταν πάνω από τα στήθη της, και με κάποιον τρόπο είχε γίνει μέρος ενός περιδέραιου από τετράγωνα σμαράγδια.

Η Νυνάβε έδρασε χωρίς να το σκεφτεί. Το χέρι της τινάχτηκε, άρπαξε το περιδέραιο με τόσο δύναμη, που το ξεκόλλησε από το λαιμό της Σιουάν. Τα μάτια της πλάτυναν, όμως μόλις έσπασε η μικρή αγκράφα, η Σιουάν εξαφανίστηκε, ενώ το περιδέραιο και το δαχτυλίδι χάθηκαν από το χέρι της Νυνάβε. Για μια στιγμή, έμεινε να κοιτάζει τα άδεια δάχτυλά της. Τι πάθαινε κάποιος που τον έδιωχνες μ’ αυτόν τον τρόπο από τον Τελ’αράν’ριοντ; Είχε στείλει τη Σιουάν πίσω στο κοιμισμένο κορμί της; Ή κάπου αλλού; Στο τίποτα;

Την κατέλαβε πανικός. Απλώς στεκόταν εκεί. Γοργά, σαν τη σκέψη της, το έσκασε, και ο Κόσμος των Ονείρων φάνηκε να αλλάζει γύρω της.

Στεκόταν στο χωματόδρομο ενός χωριού με ξύλινα σπίτια, ισόγεια όλα. Το Λευκό Λιοντάρι του Άντορ κυμάτιζε σε ένα ψηλό κοντάρι και μια πέτρινη αποβάθρα χωνόταν σε ένα πλατύ ποτάμι, όπου ένα κοπάδι από πουλιά με μακριά, πλατιά ράμφη πετούσαν προς το νότο χαμηλά πάνω από τα νερά. Όλα φαινόταν αόριστα γνώριμα, όμως χρειάστηκε μια στιγμή για να καταλάβει πού βρισκόταν. Ήταν το Τζουρένε. Στην Καιρχίν. Κι αυτός ο ποταμός ήταν ο Ερίνιν. Εκεί η Νυνάβε και η Εγκουέν και η Ηλαίην είχαν επιβιβαστεί στο Σβέλτο, πλοίο με άθλιο όνομα σαν το Ριβερσέρπεντ, για να συνεχίσουν το ταξίδι προς το Δάκρυ. Εκείνες οι μέρες της φαίνονταν σαν κάτι για το οποίο είχε διαβάσει σε βιβλίο πριν από πολύ καιρό.

Γιατί είχε πηδήξει στο Τζουρένε; Αυτό ήταν απλό, κι έδωσε την απάντηση ευθύς μόλις το σκέφτηκε. Το Τζουρένε ήταν το ένα μέρος που ήξερε καλά για να πηδήξει σ’ αυτό μέσα στον Τελ’αράν’ριοντ, για το οποίο ήταν σίγουρη ότι η Μογκέντιεν δεν ήξερε τίποτα. Είχαν μείνει εκεί μια ώρα, προτού μάθει η Μογκέντιεν την ύπαρξή της, και ήταν σίγουρη ότι ούτε η ίδια ούτε η Ηλαίην το είχαν αναφέρει άλλοτε, είτε στον Τελ’αράν’ριοντ είτε ξυπνητές.

Έτσι όμως υπήρχε ένα άλλο ερώτημα. Το ίδιο, κατά έναν τρόπο. Γιατί στο Τζουρένε; Γιατί δεν είχε βγει από το Όνειρο, γιατί δεν είχε ξυπνήσει στο κρεβάτι της, μαλακό ή σκληρό δεν είχε σημασία, αν δεν ήταν τόσο κουρασμένη μετά τη λάντζα και το σφουγγάρισμα που να μην μπορεί να ξυπνήσει; Μπορώ και τώρα να βγω έξω. Η Μογκέντιεν την είχε δει στο Σαλιντάρ, αν εκείνη ήταν η Μογκέντιεν. Η Μογκέντιεν τώρα ήξερε το Σαλιντάρ. Μπορώ να το πω στη Σέριαμ. Πώς όμως; Να παραδεχόταν ότι δίδασκε τη Σιουάν; Κανονικά δεν έπρεπε να πιάνει στα χέρια της εκείνα τα τερ’ανγκριάλ, παρά μόνο μαζί με τη Σέριαμ και τις άλλες Άες Σεντάι. Η Νυνάβε δεν ήξερε πώς τα έβρισκε η Σιουάν όταν τα χρειαζόταν. Όχι, δεν φοβόταν μήπως περνούσε ακόμα περισσότερες ώρες χωμένη ως τους αγκώνες στο καυτό νερό. Φοβόταν τη Μογκέντιεν. Ο θυμός έκαιγε τόσο πυρωμένος στην κοιλιά της, που ευχήθηκε να είχε λίγη χηνόμεντα από το σακίδιο με τα βότανα. Που να καεί...με κούρασε τόσο πολύ αυτός ο φόβος.

Μπροστά στα σπίτια υπήρχε ένα παγκάκι, με θέα στην αποβάθρα και στο ποτάμι. Κάθισε εκεί και συλλογίστηκε την κατάσταση της απ’ όλες τις μεριές. Ήταν γελοίο. Η Αληθινή Πηγή ήταν ένα ωχρό πραγματάκι. Διαβίβασε μια φλόγα που χόρευε στον αέρα πάνω από το χέρι της. Μπορεί να έμοιαζε κανονική —τουλάχιστον της ίδιας έτσι της φαινόταν― αλλά μέσα από κείνο το κουρελάκι της φωτιάς μπορούσε να δει το ποτάμι. Τη στερέωσε, και αυτή χάθηκε σαν ομίχλη μόλις έκανε τον κόμπο. Πώς μπορούσε να τα βάλει με τη Μογκέντιεν, όταν ακόμα και η πιο αδύναμη μαθητευόμενη στο Σαλιντάρ μπορούσε να της παραβγεί στη δύναμη; Γι’ αυτό είχε το είχε σκάσει για εδώ αντί να αφήσει τον Τελ’αράν’ριοντ. Ένιωθε φόβο, και θυμό για το φόβο που ένιωθε, τόσο θυμό, που δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά, να συλλογιστεί την ίδια της την αδυναμία.

Μπορούσε να βγει από το Όνειρο. Όποιο κι αν ήταν το σχέδιο της Σιουάν, είχε τελειώσει· θα αναγκαζόταν να ρισκάρει μαζί με τη Νυνάβε. Η σκέψη ότι θα περνούσε κι άλλες πολλές ώρες καθαρίζοντας κατσαρόλες την έκανε να σφίξει την πλεξούδα της. Μέρες μάλλον παρά ώρες, ίσως και να δοκίμαζε τη βέργα της Σέριαμ επίσης. Ίσως να μην την ξανάφηναν να πλησιάσει τα τερ’ανγκριάλ του ύπνου, ίσως κανένα τερ’ανγκριάλ. Θα έβαζαν τη Φαολάιν να της δώσει ένα μάθημα, αντί για την Τέοντριν. Θα της απαγόρευαν να μελετά τη Σιουάν και τη Ληάνε, και τον Λογκαίν βεβαίως· ίσως της απαγόρευαν να σπουδάσει Θεραπεία.

Μέσα στην οργή της διαβίβασε άλλη μια φλόγα. Ακόμα κι αν ήταν λίγο πιο δυνατή, δεν την έβλεπε. Άδικα είχε πάει η προσπάθεια να υποδαυλίσει το θυμό της ελπίζοντας ότι θα τη βοηθούσε αυτό. «Δεν μένει τίποτα, παρά να τους πω απλώς ότι είδα τη Μογκέντιεν», μουρμούρισε, τραβώντας τόσο απότομα την πλεξούδα της που ένιωσε πόνο. «Φως μου, θα με παραδώσουν στη Φαολάιν. Θα προτιμούσα να πεθάνω!»

«Μα δείχνεις ότι σου αρέσει να της κάνεις θελήματα».

Η κοροϊδευτική φωνή έκανε τη Νυνάβε να σηκωθεί από το παγκάκι σαν να την είχαν τραβήξει χέρια από τους ώμους. Η Μογκέντιεν στεκόταν στο δρόμο ντυμένη στα μαύρα, κουνώντας το κεφάλι μ’ αυτό που αντίκριζε μπροστά της. Μ’ όλη της τη δύναμη, η Νυνάβε ύφανε μια θωράκιση από Πνεύμα και την εξαπέλυσε ανάμεσα στην άλλη γυναίκα και στο σαϊντάρ. Ή μάλλον, προσπάθησε να την εξαπολύσει· ήταν σαν να έκοβε δένδρο με χάρτινο τσεκούρι. Η Μογκέντιεν μάλιστα χαμογέλασε, προτού καταδεχτεί να κόψει την ύφανση της Νυνάβε, και το έκανε με την άνεση που θα έδιωχνε ένα δαγκωσέμι από το πρόσωπό της. Η Νυνάβε την κοίταξε σαν κεραυνοβολημένη. Μετά από τόσα, να πού είχε καταντήσει. Η Μία Δύναμη, άχρηστη. Όλος ο θυμός που κόχλαζε μέσα της άχρηστος. Όλα της τα σχέδια, οι ελπίδες, άχρηστες. Η Μογκέντιεν δεν έκανε καν τον κόπο να της ανταποδώσει το χτύπημα. Δεν έκανε καν το κόπο να διαβιβάσει μια δική της θωράκιση. Τόση περιφρόνηση της είχε.

«Φοβόμουν μήπως με είχες δει. Στάθηκα απρόσεκτη, όταν εσύ και η Σιουάν προσπαθούσατε να αλληλοσκοτωθείτε. Με τα χέρια σας». Η Μογκέντιεν γέλασε υποτιμητικά. Ύφαινε κάτι, τεμπέλικα, επειδή δεν είχε λόγο να βιαστεί. Η Νυνάβε δεν ήξερε τι ήταν, αλλά της ερχόταν να ουρλιάξει. Μέσα της έβραζε η οργή, όμως ο φόβος της στόμωνε το νου, της κολλούσε τα πόδια στο χώμα. «Μερικές φορές νομίζω ότι είστε όλες τόσο αδαείς, που δεν κάνετε ούτε για εκπαίδευση, κι εσύ και η πρώην Έδρα της Άμερλιν και οι υπόλοιπες. Αλλά δεν μπορώ να σας επιτρέψω να με προδώσετε». Η ύφανση απλωνόταν να την πλησιάσει. «Είναι ώρα τελικά να σας μαζέψω, νομίζω».

«Στάσου, Μογκέντιεν», φώναξε η Μπιργκίτε.

Η Νυνάβε έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ήταν πράγματι η Μπιργκίτε, όπως άλλοτε, με το κοντό λευκό σακάκι και το φαρδύ κίτρινο παντελόνι, με μια περίτεχνη πλεξούδα μπροστά στον ώμο κι ένα ασημένιο βέλος έτοιμο στο ασημένιο τόξο. Ήταν αδύνατον. Η Μπιργκίτε δεν ήταν πια μέρος του Τελ’αράν’ριοντ, ήταν πίσω εκεί στο Σαλιντάρ και πρόσεχε να μην ανακαλύψει κάποιος τη Νυνάβε και τη Σιουάν να κοιμούνται μέρα-μεσημέρι και άρχιζε τις ερωτήσεις.

Η Μογκέντιεν σοκαρίστηκε τόσο πολύ, ώστε οι ροές που είχε υφάνει εξαφανίστηκαν. Το σοκ όμως κράτησε λιγότερο από μια στιγμή. Το λαμπερό βέλος πετάχτηκε από το τόξο της Μπιργκίτε ― κι εξατμίστηκε. Το τόξο εξατμίστηκε. Κάτι φάνηκε να αρπάζει την τοξότρια, να τραβά τα χέρια της ίσια επάνω, να την υψώνει πάνω από το έδαφος. Σχεδόν αμέσως γύρισε στο πλάι, πιασμένη από τους καρπούς και τους αστραγάλους μισό μέτρο ψηλότερα από το χώμα.

«Έπρεπε να σκεφτώ το ενδεχόμενο να εμφανιστείς». Η Μογκέντιεν γύρισε την πλάτη της στη Νυνάβε και πλησίασε την Μπιργκίτε. «Απολαμβάνεις τη σάρκα σου; Δίχως τον Γκάινταλ Κέιν;»

Η Νυνάβε σκέφτηκε να διαβιβάσει. Μα τι να διαβίβαζε; Ένα εγχειρίδιο, που μπορεί να μην τρυπούσε καν την επιδερμίδα της άλλης; Φωτιά, που ούτε θα της καψάλιζε τα φουστάνια; Η Μογκέντιεν ήξερε πόσο άχρηστη ήταν· ούτε που την κοίταζε. Αν σταματούσε τη ροή του Πνεύματος στην κοιμωμένη στο κεχριμπάρι, θα ξυπνούσε στο Σαλιντάρ, θα σήμαινε συναγερμό. Το πρόσωπό της αλλοιώθηκε, στα πρόθυρα του κλάματος, καθώς κοίταζε την Μπιργκίτε. Η χρυσομαλλούσα κρεμόταν εκεί κοιτώντας περιφρονητικά τη Μογκέντιεν. Η Μογκέντιεν με τη σειρά της την εξέταζε, όπως ένας γλύπτης θα κοίταζε ένα κομμάτι μάρμαρο.

Είμαι μόνη μου, σκέφτηκε η Νυνάβε. Είναι σαν να μην μπορώ να διαβιβάσω. Είμαι μόνη μου.

Σήκωσε το πόδι για να κάνει το πρώτο βήμα και ήταν σαν προσπαθούσε να το ξεκολλήσει από λάσπη που έφτανε ως το γόνατο, και το δεύτερο βήμα που έκανε τρεκλίζοντας δεν ήταν πιο εύκολο. Καθώς πλησίαζε τη Μογκέντιεν. «Μη με πονέσεις», έκλαψε η Νυνάβε. «Σε παρακαλώ. Μη με πονέσεις». Ένιωσε ρίγος. Η Μπιργκίτε είχε εξαφανιστεί. Ένα κοριτσάκι τριών ή τεσσάρων χρόνων στεκόταν εκεί, με κοντό λευκό σακάκι και φαρδύ κίτρινο παντελόνι, κι έπαιζε μ’ ένα ασημένιο τόξο μικρό σαν παιδικό παιχνίδι. Η μικρούλα τίναξε πίσω τη χρυσή πλεξούδα της, σημάδεψε με το τόξο τη Νυνάβε και χαχάνισε, και ύστερα έβαλε το δάχτυλο στο στόμα της, σαν να αναρωτιόταν μήπως είχε κάνει κάτι κακό. Η Νυνάβε έπεσε στα γόνατα. Ήταν δύσκολο να σέρνεσαι φορώντας φούστα, όμως δεν νόμιζε ότι μπορούσε να συνεχίσει να προχωρά όρθια. Με κάποιον τρόπο τα κατάφερε, απλώνοντας το χέρι της ικετευτικά και κλαψουρίζοντας. «Σε παρακαλώ. Μη με πονέσεις. Σε παρακαλώ. Μη με πονέσεις». Το έλεγε και το ξανάλεγε, καθώς σερνόταν προς την Αποδιωγμένη, ένα πατημένο σκαθάρι που πάλευε στο χώμα.

Η Μογκέντιεν την παρακολουθούσε σιωπηλή, ώσπου τελικά είπε, «Κάποτε νόμιζα ότι ήσουν πιο δυνατή. Τώρα, νιώθω ότι μ’ αρέσει πολύ να σε βλέπω στα γόνατα. Όχι πιο κοντά, κορίτσι μου. Όχι ότι νομίζω πως έχεις το θάρρος να μου ξεριζώσεις τα μαλλιά...» Φάνηκε να τη διασκεδάζει η ιδέα.

Το χέρι της Νυνάβε έτρεμε, μια απλωσιά πέρα από τη Μογκέντιεν. Πρέπει να ήταν αρκετά κοντά. Ήταν μόνη της. Μόνο αυτή και ο Τελ’αράν’ριοντ. Η εικόνα σχηματίστηκε στο μυαλό της και να που εμφανίστηκε εκεί, ένα ασημένιο βραχιόλι στον απλωμένο καρπό της, ένα ασημένιο λουρί που το συνέδεε με το ασημένιο κολάρο στο λαιμό της Μογκέντιεν. Αυτό που σκεφτόταν με λεπτομέρεια και σαφήνεια δεν ήταν μόνο το α’ντάμ, αλλά και τη Μογκέντιεν να το φοράει, τη Μογκέντιεν και το α’ντάμ, ένα μέρος του Τελ’αράν’ριοντ το οποίο έβαλε και κράτησε στη μορφή που ήθελε. Ήξερε περίπου τι να περιμένει· κάποτε είχε φορέσει για λίγο ένα βραχιόλι α’ντάμ, στο Φάλμε. Μ’ έναν παράξενο τρόπο, είχε επίγνωση της Μογκέντιεν με τον ίδιο τρόπο που είχε επίγνωση του ίδιου της του κορμιού, των συναισθημάτων της, δύο ομάδες που η καθεμιά ήταν διακριτή, αλλά και οι δύο ήταν στο μυαλό της. Ήταν κάτι που το ήλπιζε χωρίς να το ξέρει, επειδή η Ηλαίην επέμενε ότι ήταν έτσι. Αυτό το αντικείμενο ήταν πράγματι ένας σύνδεσμος· ένιωθε την Πηγή μέσω της άλλης γυναίκας.

Το χέρι της Μογκέντιεν τινάχτηκε στο κολάρο και το σοκ έκανε τα μάτια της να γουρλώσουν. Στην αρχή ήταν περισσότερο οργή παρά φρίκη. Η Νυνάβε τα ένιωσε σχεδόν σαν να ήταν τα δικά της συναισθήματα. Η Μογκέντιεν πρέπει να ήξερε τι ήταν αυτό το λουρί με το κολάρο, όμως προσπάθησε να διαβιβάσει· την ίδια στιγμή, η Νυνάβε ένιωσε ένα μικρό σάλεμα στον εαυτό της, στο α’ντάμ, καθώς η άλλη γυναίκα προσπαθούσε να λυγίσει τον Τελ’αράν’ριοντ κατά τη βούληση της. Ήταν απλό να καταπνίξει την απόπειρα της Μογκέντιεν· το α’ντάμ ήταν ένας σύνδεσμος, και η Νυνάβε είχε τον έλεγχο. Γνωρίζοντάς το αυτό, ήταν πιο εύκολο. Η Νυνάβε δεν ήθελε να διαβιβαστούν εκείνες οι ροές, κι έτσι δεν διαβιβάστηκαν. Ήταν σαν να προσπαθούσε η Μογκέντιεν να σηκώσει βουνό μόνο με τα χέρια της. Η φρίκη κατάπιε την οργή.

Η Νυνάβε σηκώθηκε όρθια και στερέωσε την κατάλληλη εικόνα στο νου της. Όχι μόνο φανταζόταν τη Μογκέντιεν δεμένη στο α’ντάμ, αλλά επίσης ήξερε ότι η Μογκέντιεν ήταν δεμένη στο λουρί, με τη βεβαιότητα που ήξερε το ίδιο της το όνομα. Η αίσθηση του σαλέματος όμως, η ανατριχίλα στην επιδερμίδα, δεν έλεγε να φύγει. «Σταμάτα», είπε κοφτά. Το α’ντάμ δεν κουνήθηκε, αλλά ήταν σαν να τρεμούλιασε αθέατα. Σκέφτηκε τσουκνίδες να χαϊδεύουν ανάλαφρα την άλλη γυναίκα από τους ώμους ως τα γόνατα. Η Μογκέντιεν ανατρίχιασε, έβγαλε την ανάσα της σπασμωδικά. «Σταμάτα, είπα, αλλιώς θα πάθεις χειρότερα». Το σάλεμα έπαψε. Η Μογκέντιεν την κοίταζε επιφυλακτικά, σφίγγοντας ακόμα το ασημένιο κολάρο στο λαιμό της, με ύφος σαν να ήταν έτοιμη να το βάλει στα πόδια.

Η Μπιργκίτε —το παιδί που ήταν τώρα ή είχε υπάρξει η Μπιργκίτε― στεκόταν και τις κοίταζε με περιέργεια. Η Νυνάβε σχημάτισε στο νου της την εικόνα της Μπιργκίτε ως ώριμης γυναίκας, συγκεντρώθηκε. Το κοριτσάκι ξανάβαλε το δάχτυλο στο στόμα και περιεργάστηκε το τόξο-παιχνίδι. Η Νυνάβε ανάσανε θυμωμένα. Ήταν δύσκολο να αλλάξεις αυτό που διατηρούσε κάποια άλλη. Κι εκτός αυτού, η Μογκέντιεν είχε ισχυριστεί ότι μπορούσε να κάνει μόνιμες αλλαγές. Αλλά ό,τι μπορούσε να κάνει, μπορούσε να το αλλάξει. «Ξαναφέρ’ την».

«Αν με ελευθερώσεις, θα―»

Η Νυνάβε σκέφτηκε πάλι τσουκνίδες, αυτή τη φορά όμως όχι ένα ανάλαφρο χάδι. Η Μογκέντιεν ρούφηξε αέρα μέσα από τα σφιγμένα δόντια της, τραντάχτηκε σαν σεντόνι σε δυνατό αέρα.

«Αυτό», είπε η Μπιργκίτε, «ήταν ό,τι πιο τρομαχτικό μου έχει συμβεί ποτέ». Ήταν πάλι ο εαυτός της και φορούσε το κοντό σακάκι και το φαρδύ παντελόνι, όμως δεν είχε ούτε τόξο ούτε φαρέτρα. «Ήμουν παιδί, αλλά ταυτοχρόνως, αυτό που είμαι εγώ —πραγματικά εγώ― ήταν απλώς κάποια φαντασίωση που έπλεε στο βάθος του μυαλού εκείνου του παιδιού. Και το ήξερα. Ήξερα ότι απλώς θα παρακολουθούσα αυτό που συνέβαινε και θα έπαιζα...» Τίναξε τη χρυσή πλεξούδα πίσω από τον ώμο της και έριξε μια σκληρή ματιά στη Μογκέντιεν.

«Πώς ήρθες εδώ;» ρώτησε η Νυνάβε. «Είμαι ευγνώμων, φυσικά, αλλά... πώς;»

Η Μπιργκίτε έριξε μια τελευταία άγρια ματιά στη Μογκέντιεν και μετά άνοιξε το σακάκι κι έβγαλε από το λαιμό της μπλούζας της το συστρεμμένο πέτρινο δαχτυλίδι με το δερμάτινο κορδόνι, «Η Σιουάν ξύπνησε. Μονάχα για μια στιγμή, κι όχι τελείως. Μόλις που πρόλαβε να διαμαρτυρηθεί ότι της το άρπαξες. Όταν είδα ότι δεν ξύπνησες ακριβώς μετά, κατάλαβα ότι κάτι πήγαινε στραβά, κι έτσι πήρα το δαχτυλίδι και όσο είχε μείνει από το καταπότι που είχες ετοιμάσει για τη Σιουάν».

«Δεν είχε μείνει σχεδόν καθόλου. Μονάχα τα κατακάθια».

«Ήταν αρκετά για να με κοιμίσουν. Α, κι έχει φριχτή γεύση. Μετά, ήταν τόσο εύκολο όσο και το να βρεις πουπουλοχορεύτριες στη Σιόρα. Κατά κάποιον τρόπο, είναι σαν να είμαι ακόμα―» Η Μπιργκίτε έκοψε τη φράση της, αγριοκοιτάζοντας άλλη μια φορά τη Μογκέντιεν. Το ασημένιο τόξο επανεμφανίστηκε στο χέρι της, και μια φαρέτρα με ασημένια βέλη στο γοφό της, όμως μετά από μια στιγμή ξαναχάθηκαν. «Το παρελθόν είναι παρελθόν και το μέλλον μπροστά», είπε αποφασισμένα. «Δεν ξαφνιάστηκα όταν κατάλαβα ότι ήσασταν δύο που ξέρατε ότι είστε στον Τελ’αράν’ριοντ. Ήξερα ότι η άλλη πρέπει να ήταν η Μογκέντιεν, και όταν έφτασα και σας είδα τις δύο... Έμοιαζε να σε έχει ήδη αιχμαλωτίσει, αλλά έλπισα, ότι αν της αποσπούσα την προσοχή, ίσως σου κατέβαινε κάποια ιδέα».

Η Νυνάβε ένιωσε μια σουβλιά ντροπής. Είχε σκεφτεί να εγκαταλείψει την Μπιργκίτε. Να ποια θα ήταν παραλίγο η ιδέα της. Η σκέψη είχε φανεί μόνο για μια στιγμή και την είχε απορρίψει αμέσως, αλλά είχε φανεί. Τι δειλή που ήταν. Σίγουρα η Μπιργκίτε δεν είχε ποτέ στιγμές που ο φόβος να παίρνει το πάνω χέρι. «Παραλίγο...» Ένιωσε μια αμυδρή γεύση από βρασμένο γατόχορτο και κοπανισμένη πικρόριζα. «Παραλίγο θα το έβαζα στα πόδια», είπε ξεψυχισμένα. «Ήμουν τόσο φοβισμένη που μου είχε ξεραθεί η γλώσσα. Παραλίγο θα το έσκαγα και θα σε παρατούσα».

«Α;» Η Νυνάβε σφάδαζε μέσα της, καθώς η Μπιργκίτε το συλλογιζόταν. «Μα δεν έφυγες, ε; Έπρεπε να της ρίξω προτού φωνάξω, όμως ποτέ δεν ένιωθα καλά με το να σημαδεύω κάποιον στην πλάτη. Ακόμα κι αυτήν. Πάντως, βγήκε άκρη. Μα τι θα την κάνουμε τώρα;»

Η Μογκέντιεν έμοιαζε να έχει ξεπεράσει το φόβο της. Αγνοώντας το ασημένιο κολάρο στο λαιμό της; παρακολουθούσε τη Νυνάβε και την Μπιργκίτε σαν να ήταν αυτές οι αιχμάλωτες κι όχι η ίδια και σκεφτόταν τι να τις κάνει. Με εξαίρεση κάποια περιστασιακή νευρική κίνηση των χεριών της, σαν να ήθελε να ξυστεί εκεί που το δέρμα της είχε την ανάμνηση των τσουκνίδων, έμοιαζε παντελώς ατάραχη μέσα στα μαύρα ρούχα της. Μόνο το α’ντάμ έλεγε στη Νυνάβε ότι η Αποδιωγμένη ένιωθε φόβο, σχεδόν στα όρια του παραληρήματος, που όμως ερχόταν σαν ένα πνιχτό βούισμα. Ευχήθηκε να της έλεγε επίσης και τι σκεφτόταν η Μογκέντιεν, όχι μόνο τι αισθανόταν. Από την άλλη, όμως χαιρόταν που δεν ήταν μέσα στο μυαλό που κρυβόταν πίσω από κείνα τα ψυχρά, μαύρα μάτια.

«Προτού σκεφτείς να κάνεις κάτι... τελειωτικό», είπε η Μογκέντιεν, «θυμήσου ότι ξέρω πολλά που θα μπορούσαν να σου φανούν χρήσιμα. Έχω παρατηρήσει τους άλλους Εκλεκτούς, κρυφοκοίταξα τα σχέδιά τους. Δεν αξίζει κάτι αυτό;»

«Πες μου και θα σου πω αν αξίζει κάτι», είπε η Νυνάβε. Τι θα την έκανε;

«Η Λανφίαρ, η Γκρένταλ, ο Ράχβιν και ο Σαμαήλ συνωμοτούν μαζί».

Η Νυνάβε τράβηξε λιγάκι το λουρί, τραντάζοντάς την. «Αυτό το ξέρω. Πες μου κάτι καινούριο». Η άλλη ήταν αιχμάλωτη εδώ, όμως το α’ντάμ υπήρχε μονάχα όσο βρίσκονταν στον Τελ’αράν’ριοντ.

«Ξέρεις ότι σπρώχνουν τον Ραντ αλ’Θόρ να επιτεθεί στον Σαμαήλ; Αλλά, όταν το κάνει, θα βρει και τους άλλους, που θα περιμένουν να τον παγιδεύσουν όλοι μαζί. Ή τουλάχιστον θα βρει τη Γκρένταλ και τον Ράχβιν. Νομίζω ότι η Λανφίαρ παίζει άλλο παιχνίδι, για το οποίο οι υπόλοιποι δεν ξέρουν τίποτα».

Η Νυνάβε αντάλλαξε μια ανήσυχη ματιά με την Μπιργκίτε. Ο Ραντ έπρεπε να το μάθει αυτό. Θα το μάθαινε, μόλις η Νυνάβε και η Ηλαίην μιλούσαν με την Εγκουέν απόψε. Αν κατάφερναν να βρουν το τερ’ανγκριάλ.

«Αρκεί βεβαίως», μουρμούρισε η Μογκέντιεν, «να είναι ζωντανός για να τους βρει».

Η Νυνάβε έπιασε το ασημένιο λουρί από κει που ενωνόταν με το κολάρο και τράβηξε το πρόσωπο της Αποδιωγμένης κοντά στο δικό της. Τα μαύρα μάτια αντιγύρισαν ανέκφραστα τη ματιά της, όμως η Νυνάβε ένιωθε θυμό μέσα από το α’ντάμ, και φόβο που σπαρταρούσε και διωχνόταν. «Άκουσέ με. Νομίζεις ότι δεν ξέρω γιατί προσποιείσαι ότι είσαι τόσο συνεργάσιμη; Νομίζεις ότι, αν συνεχίσεις να μιλάς, κάποια στιγμή θα κάνω κανένα λάθος και θα ξεφύγεις. Νομίζεις ότι όσο περισσότερο μιλάμε, τόσο πιο πολύ θα δυσκολευτώ να σε σκοτώσω». Αυτό ήταν αλήθεια. Το να σκοτώσει κάποια εν ψυχρώ, ακόμα και κάποια από τους Αποδιωγμένους, θα ήταν δύσκολο, ίσως τόσο δύσκολο που θα ήταν ακατόρθωτο. Τι θα την έκανε αυτή τη γυναίκα; «Όμως πρέπει να καταλάβεις ένα πράγμα. Δεν θέλω αοριστίες. Αν μου κρατήσεις κάτι κρυφό, θα σου κάνω όσα έχεις σκεφτεί να κάνεις σε μένα». Φόβος ήρθε έρποντας από το λουρί, σαν αλυχτήματα που σου πάγωναν το αίμα βαθιά από το μυαλό της Μογκέντιεν. Ίσως να μην ήξερε για το α’ντάμ όσα νόμιζε η Νυνάβε. Ίσως πίστευε ότι η Νυνάβε μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις της, αν προσπαθούσε. «Τώρα, αν ξέρεις για κάποια απειλή κατά του Ραντ, κάτι που θα γίνει πριν από τον Σαμαήλ και τους άλλους, πες το μου. Τώρα!»

Τα λόγια έβγαιναν ποτάμι από το στόμα της Μογκέντιεν και η γλώσσα της συνεχώς τιναζόταν για να γλείψει τα χείλη της. «Ο αλ’Θόρ σκοπεύει να κινηθεί εναντίον του Ράχβιν. Σήμερα. Τώρα το πρωί. Επειδή νομίζει ότι ο Ράχβιν σκότωσε τη Μοργκέις. Δεν ξέρω αν τη σκότωσε ή όχι, όμως ο αλ’Θόρ το πιστεύει. Όμως ο Ράχβιν ποτέ δεν εμπιστεύτηκε τη Λανφίαρ. Ποτέ δεν εμπιστεύτηκε κανέναν τους. Γιατί να το κάνει; Σκέφτηκε ότι όλα αυτά ήταν μια παγίδα για τον ίδιο, κι έτσι έστησε δική του παγίδα. Έβαλε Ξόρκια Φύλαξης σ’ όλο το Κάεμλυν, οπότε, αν ένας άνδρας διαβιβάσει έστω και μια σπίθα, θα το μάθει. Ο αλ’Θόρ ίσως πέσει στην παγίδα. Σχεδόν σίγουρα αυτό έχει ήδη γίνει. Νομίζω ότι σκόπευε να φύγει από την Καιρχίν ακριβώς μετά την αυγή. Δεν είχα εγώ ανάμιξη. Δεν είναι δικό μου έργο. Εγώ―»

Η Νυνάβε ήθελε να της κλείσει το στόμα· ο ιδρώτας του φόβου που γυάλιζε στο πρόσωπο της γυναίκας τής έφερνε αηδία, όμως, αν ήταν αναγκασμένη να ακούει αυτή την παρακλητική φωνή για... Έκανε να διαβιβάσει, ενώ αναρωτιόταν αν θα ήταν αρκετά δυνατή για να της κρατήσει το στόμα κλειστό, και μετά χαμογέλασε. Ήταν συνδεμένη με τη Μογκέντιεν και είχε τον έλεγχο. Τα μάτια της Μογκέντιεν γούρλωσαν, καθώς η Νυνάβε ύφαινε ροές για να της κλείσει το στόμα και τις έδενε. Η Νυνάβε πρόσθεσε και ωτασπίδες προτού στραφεί στην Μπιργκίτε. «Τι λες;»

«Η καρδιά της Ηλαίην θα σπάσει. Αγαπά τη μητέρα της».

«Το ξέρω αυτό!» Η Νυνάβε πήρε μια ανάσα. «Θα κλάψω μαζί της και κάθε δάκρυ θα το νιώθω, όμως αυτή τη στιγμή η ανησυχία μου είναι για τον Ραντ. Νομίζω πως αυτή εδώ μας είπε την αλήθεια. Σχεδόν το ένιωθα». Έπιασε το ασημένιο λουρί λίγο κάτω από το βραχιόλι της και το κούνησε. «Ίσως να είναι αυτό, ίσως φαντασία. Τι γνώμη έχεις;»

«Ότι είναι αλήθεια. Ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα γενναία, παρά μόνο όταν είχε σίγουρα το πάνω χέρι ή όταν νόμιζε ότι θα το είχε. Και εσύ την έχεις κατατρομάξει».

Η Νυνάβε έκανε μια γκριμάτσα. Κάθε λέξη της Μπιργκίτε έφερνε άλλο ένα θύλακο θυμού στην κοιλιά της. Ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα γενναία, παρά μόνο όταν είχε σίγουρα το πάνω χέρι. Αυτό μπορούσε να περιγράψει και την ίδια. Είχε κατατρομάξει τη Μογκέντιεν. Αυτό ακριβώς είχε κάνει κι εννοούσε κάθε λέξη που είχε πει. Άλλο πράγμα ήταν να στρίβεις το αυτί κάποιου επειδή πρέπει, και τελείως άλλο το να απειλείς με βασανιστήρια, το να θέλεις να τον βασανίσεις, έστω και τη Μογκέντιεν. Και να που εδώ προσπαθούσε να αποφύγει αυτό που ήξερε ότι έπρεπε να κάνει. Δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα γενναία, παρά μόνο όταν είχε σίγουρα το πάνω χέρι. Αυτή τη φορά ο θύλακος του θυμού οφειλόταν στην ίδια. «Πρέπει να πάμε στο Κάεμλυν. Εγώ τουλάχιστον πρέπει. Μαζί της. Μπορεί να μην μπορώ να διαβιβάσω, ούτε για να σχίσω χαρτί έτσι, όπως είμαι, αλλά με το α’ντάμ μπορώ να χρησιμοποιήσω τη δύναμή της».

«Δεν θα μπορέσεις να επηρεάσεις τίποτα στον ξυπνητό κόσμο μέσω του Τελ’αράν’ριοντ», είπε ήρεμα η Μπιργκίτε.

«Το ξέρω! Το ξέρω, αλλά πρέπει να κάνω κάτι».

Η Μπιργκίτε έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε. «Αχ, Νυνάβε, είναι μεγάλη ντροπή να κάνω παρέα με μια δειλή σαν εσένα». Ξαφνικά, τα μάτια της γούρλωσαν από έκπληξη. «Δεν είχε μείνει πολύ καταπότι. Νομίζω ότι ξυπν―» Στα μισά της λέξης της είχε ήδη εξαφανιστεί.

Η Νυνάβε πήρε μια βαθιά ανάσα κι έλυσε τις ροές γύρω από τη Μογκέντιεν. Ή την έβαλε να το κάνει η ίδια· με το α’ντάμ, ήταν δύσκολο να πεις τι από τα δύο συνέβαινε. Ευχήθηκε να ήταν ακόμα εκεί η Μπιργκίτε. Δυο μάτια ακόμα, Κάποια που μάλλον ήξερε τον Τελ’αράν’ριοντ καλύτερα απ’ όσο θα μπορούσε να τον μάθει ποτέ η ίδια. Κάποια που ήταν γενναία. «Θα κάνουμε ένα ταξιδάκι, Μογκέντιεν, και θα με βοηθήσεις μ’ όλες σου τις δυνάμεις. Αν με ξαφνιάσει κάτι... Αρκεί να πω ένα πράγμα, ό,τι κακό συμβαίνει σε κείνη που φορά το βραχιόλι, συμβαίνει και σε κείνη που φορά το κολάρο. Αλλά στο δεκαπλάσιο». Η ναυτία που φάνηκε στο πρόσωπο της Μογκέντιεν έδειχνε ότι την είχε πιστέψει. Πάλι καλά, μιας και ήταν αλήθεια. Μια βαθιά ανάσα ακόμα, και η Νυνάβε σχημάτισε την εικόνα του μόνου μέρους στο Κάεμλυν που γνώριζε τόσο καλά, ώστε να το θυμάται. Το Βασιλικό Παλάτι, όπου την είχε πάει η Ηλαίην. Ο Ράχβιν πρέπει να ήταν εκεί. Αλλά στον ξυπνητό κόσμο, όχι στον Κόσμο των Ονείρων. Πάντως έπρεπε να κάνει κάτι. Ο Τελ’αράν’ριοντ άλλαξε γύρω της.

Загрузка...