Ψηλά στην πόλη του Ρουίντιαν, ο Ραντ αλ’Θόρ ατένιζε από ένα ψηλό παράθυρο· μπορεί κάποτε να υπήρχε τζάμι, όμως είχε χαθεί από καιρό. Οι σκιές που έβλεπε χαμηλότερα έγερναν κοφτά προς τα ανατολικά. Μια άρπα βάρδου έπαιζε απαλά στο δωμάτιο πίσω του. Ο ιδρώτας εξατμιζόταν από το πρόσωπό του σχεδόν αμέσως μόλις κυλούσε· το κόκκινο μεταξωτό σακάκι του, μουσκεμένο ανάμεσα στους ώμους, κρεμόταν ανοιχτό σε μια απελπισμένη προσπάθεια του Ραντ να δροσιστεί και το πουκάμισό του ήταν λυμένο σχεδόν ως κάτω στο στήθος του. Η νύχτα της Ερημιάς του Άελ θα έφερνε κρύο και παγετό, όμως κατά τη διάρκεια της μέρας ακόμα και η αύρα δεν ήταν αρκετά δροσερή.
Έτσι όπως είχε τα χέρια πάνω από το κεφάλι στο λείο πέτρινο πλαίσιο του παραθύρου, τα μανίκια του σακακιού έπεφταν, αποκαλύπτοντας το μπροστινό μέρος της φιγούρας που κουλουριαζόταν γύρω από κάθε πήχη του· ένα έρπον, σπειροειδές πλάσμα με χρυσή χαίτη και μάτια σαν τον ήλιο, σε πορφυρά και χρυσά χρώματα, που κάθε πόδι του είχε πέντε χρυσά γαμψώνυχα. Ήταν μέρος της επιδερμίδας του, όχι τατουάζ· λαμπύριζαν σαν πολύτιμα μέταλλα και στιλβωμένα πετράδια κι έμοιαζαν σχεδόν ζωντανά στο φως του ήλιου που έγερνε. Για τους ανθρώπους που ζούσαν σε αυτήν την πλευρά της οροσειράς που ονομαζόταν Δρακότειχος ή Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, τούτα τα πλάσματα τον σημάδευαν ως Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή. Και όπως οι ερωδιοί που ήταν στιγματισμένοι στις παλάμες του, τον σημάδευαν και για εκείνους, οι οποίοι βρίσκονταν πέρα από το Δρακότειχος επίσης, σύμφωνα με τις Προφητείες, ως τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Και στις δύο περιπτώσεις οι προφητείες έλεγαν ότι θα ένωνε, θα έσωζε ― και θα κατέστρεφε.
Επρόκειτο για ονομασίες, τις οποίες θα απέφευγε αν μπορούσε, όμως είχε περάσει πια ο καιρός που είχε αυτή τη δυνατότητα, αν υποθετικά είχε υπάρξει ποτέ, και ο Ραντ δεν το σκεφτόταν πια. Ή, αν το σκεφτόταν σε κάποια σπάνια στιγμή, το έκανε με την αμυδρή νοσταλγία κάποιου που θυμάται ένα χαζό όνειρο των παιδικών του χρόνων. Λες και η παιδική του ηλικία ήταν τόσο μακρινή που δεν θυμόταν το κάθε λεπτό. Αντίθετα, προσπαθούσε να σκέφτεται μόνο ό,τι έπρεπε να κάνει. Το πεπρωμένο και το καθήκον τον έσπρωχναν στο δρόμο αυτόν σαν χαλινάρια καβαλάρη, μα δεν ήταν λίγες οι φορές που τον είχαν θεωρήσει πεισματάρη. Έπρεπε να φτάσει στο τέλος του δρόμου, αλλά, αν υπήρχε κι εναλλακτική διαδρομή προς τα κει, ίσως να μην ήταν αναγκαστικά το τέλος. Μα οι ελπίδες για κάτι τέτοιο ήταν ελάχιστες. Ανύπαρκτες, σχεδόν σίγουρα. Οι Προφητείες απαιτούσαν το αίμα του.
Το Ρουίντιαν απλωνόταν χαμηλά μπροστά του, καμένο από τον ανελέητο ήλιο που έγερνε προς τα τραχιά βουνά εκείνα, τα ζοφερά, που δεν είχαν σχεδόν ίχνος βλάστησης. Αυτή η σκληρή, σκασμένη γη, όπου οι άνθρωποι σκότωναν ή πέθαιναν για μια λακκούβα νερό τόσο μικρή, ώστε μπορούσαν να τη δρασκελίσουν, ήταν το τελευταίο μέρος στον κόσμο όπου θα πίστευε κανείς ότι υπήρχε μια λαμπρή πόλη. Οι ιδρυτές της πριν από τόσο καιρό δεν είχαν ολοκληρώσει το έργο τους. Η πόλη ήταν γεμάτη από απίστευτα ψηλά κτήρια, παλάτια με βαθμιδωτές ή μονοκόμματες πλευρές που μερικές φορές, ύστερα από οκτώ ή δέκα ορόφους, κατέληγαν όχι σε σκεπή αλλά στα αιχμηρά σαν αγκάθια ξύλα ενός μισοτελειωμένου ορόφου. Οι πύργοι ορθώνονταν ακόμα ψηλότερα, αλλά συχνά σταματούσαν απότομα σε οδοντωτές απολήξεις. Τώρα, πάνω από το ένα τέταρτο των επιβλητικών κτισμάτων, με τις ογκώδεις κολόνες και τα πελώρια παράθυρα από χρωματίσω γυαλί, κείτονταν σπέρνοντας συντρίμμια στις πλατιές λεωφόρους που είχαν πλατιές λωρίδες από χώμα στο κέντρο τους, χώμα που δεν είχε συναντήσει ποτέ τα δένδρα που πρόβλεπαν τα σχέδια. Τα θαυμαστά σιντριβάνια έστεκαν άνυδρα όπως εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Τόσος άκαρπος κόπος και οι κατασκευαστές τελικά έσβησαν, με τη δουλειά τους ατελείωτη· όμως κατά καιρούς ο Ραντ πίστευε ότι η πόλη είχε αρχίσει να χτίζεται μόνο και μόνο για να τη βρει αυτός.
Παραείσαι περήφανος, σκέφτηκε. Θα ’πρεπε να ’ναι μισότρελος κανείς για να είναι τόσο περήφανος. Άθελά του άφησε ένα ξερό χαχανητό. Υπήρχαν και Άες Σεντάι ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες που είχαν έρθει εδώ πριν από τόσο καιρό και γνώριζαν τον Κύκλο της Κάρεδον, τις Προφητείες του Δράκοντα. Ή μπορεί να είχαν γράψει τις Προφητείες. Πολύ περήφανος στο δεκαπλάσιο.
Στην ευθεία από κάτω του βρισκόταν μια αχανής πλατεία, μισοσκεπασμένη από τις έρπουσες σκιές, γεμάτη από το συνονθύλευμα των αγαλμάτων και των κρυστάλλινων εδρών, παράξενα αντικείμενα με αλλόκοτα σχήματα από μέταλλο ή γυαλί ή πέτρα, πράγματα που δεν ήξερε καν το όνομά τους, σκορπισμένα φύρδην-μίγδην σε σωρούς σαν να τα είχε εναποθέσει εκεί καταιγίδα. Ακόμα και οι σκιές συγκριτικά φάνταζαν εντελώς αδιάφορες. Κάποιοι με κακοφτιαγμένα ρούχα —όχι Αελίτες― ιδρωκοπούσαν για να φορτώσουν σε άμαξες αντικείμενα που είχε διαλέξει μια λεπτή, λυγερή γυναίκα, ντυμένη σε άσπιλα γαλάζια μετάξια, η οποία πηγαινοερχόταν κομψά, με το κορμί της στητό, λες και η ζέστη δεν την κατέβαλλε όπως τους άλλους. Πάντως, και η γυναίκα φορούσε ένα υγρό βρεγμένο πανί δεμένο ολόγυρα στους κροτάφους της· απλώς δεν φανέρωνε ότι την ενοχλούσε ο ήλιος. Ο Ραντ θα έβαζε στοίχημα ότι η γυναίκα ούτε καν ίδρωνε.
Αρχηγός των εργατών ήταν ένας μελαψός, σωματώδης τύπος, ονόματι Χάντναν Καντίρ, ο οποίος υποτίθεται ήταν έμπορος, ντυμένος με κρεμ μετάξι από την κορφή ως τα νύχια, μουλιασμένο στον ιδρώτα αυτή τη μέρα. Σκούπιζε συνεχώς το πρόσωπό του με ένα μεγάλο μαντήλι και έβριζε με δυνατή φωνή τους άνδρες —ήταν οι οδηγοί των αμαξών του και οι φρουροί του― αλλά έσπευδε κι αυτός μαζί τους να τραβήξουν ό,τι έδειχνε η λεπτή γυναίκα, είτε ήταν μικρό είτε μεγάλο. Οι Άες Σεντάι δεν είχαν ανάγκη από υψηλό ανάστημα προκειμένου να επιβάλλουν τη θέληση τους, όμως, κατά τη γνώμη του Ραντ, η Μουαραίν θα συμπεριφερόταν με τον ίδιο τρόπο, ακόμα κι αν δεν είχε πάει ποτέ στον Λευκό Πύργο.
Δυο άνδρες προσπαθούσαν να μετακινήσουν κάτι που έμοιαζε με αλλόκοτο, στρεβλωμένο πλαίσιο πόρτας από κοκκινόπετρα· οι γωνίες του δεν ενώνονταν κανονικά και το βλέμμα αρνιόταν να ακολουθήσει τις ευθείες του. Έμενε ίσιο, στριφογύριζε απρόσκοπτα, αλλά δεν έλεγε να γείρει, όσο και να το έσπρωχναν. Ύστερα, ένας από τους άνδρες γλίστρησε και έπεσε μέσα στο πλαίσιο ως τη μέση. Το κορμί του Ραντ σφίχτηκε. Για μια στιγμή, ο άνθρωπος έμοιαζε να μην υπάρχει πάνω από τη μέση· τα πόδια του κλωτσούσαν άγρια στον πανικό του. Ώσπου ο Λαν, ένας ψηλός με ρούχα σε μουντές αποχρώσεις του πράσινου, πλησίασε με μεγάλες δρασκελιές και τον τράβηξε έξω πιάνοντάς τον από τη ζώνη. Ο Λαν ήταν ο Πρόμαχος της Μουαραίν, δεσμευμένος μαζί της με κάποιον τρόπο, τον οποίο ο Ραντ δεν καταλάβαινε, και ένας σκληροτράχηλος άνδρας, που οι κινήσεις του θύμιζαν Αελίτη, σαν λύκος που κυνηγούσε· το σπαθί στο πλευρό του δεν έμοιαζε απλώς μέρος του εαυτού του, ήταν. Έριξε τον εργάτη στο πλακόστρωτο με φόρα και τον άφησε εκεί· οι έντρομες κραυγές του άλλου υψώθηκαν αχνές προς τον Ραντ και οι σύντροφοί του έμοιαζαν έτοιμοι να το βάλουν στα πόδια. Μερικοί από τους άνδρες του Καντίρ που ήταν κοντά και είχαν δει τι έγινε, κοιτάζονταν μεταξύ τους σαν να αναρωτιούνταν αν θα τα κατάφερναν.
Η Μουαραίν εμφανίστηκε ανάμεσά τους τόσο γρήγορα, που ήταν λες και είχε χρησιμοποιήσει τη Δύναμη, καθώς πήγαινε από τον έναν άνδρα στον άλλο. Ο τρόπος της ήταν τέτοιος, ώστε ο Ραντ ήταν σαν να άκουγε τις ψυχρές, αυταρχικές οδηγίες να βγαίνουν από τα χείλη της, με τόση βεβαιότητα ότι θα τις υπάκουγαν και με την αντίθετη περίπτωση να μοιάζει ανόητη. Σύντομα κατέπνιξε την αντίστασή τους, διέλυσε τις αντιρρήσεις τους και τους έπεισε να ξαναπιάσουν δουλειά. Οι δύο εκείνοι με το πλαίσιο της πόρτας ξανάρχισαν να το σέρνουν και να το τραβούν εργατικά, παρ’ όλο που έριχναν συχνές ματιές στη Μουαραίν όταν νόμιζαν ότι δεν τους έβλεπε. Με το δικό της μοναδικό τρόπο, ήταν πιο σκληρή κι από τον Λαν.
Απ’ όσο ήξερε ο Ραντ, όλα αυτά τα αντικείμενα εκεί κάτω ήταν ανγκριάλ ή σα’ανγκριάλ ή τερ’ανγκριάλ και είχαν κατασκευαστεί πριν από το Τσάκισμα του Κόσμου προκειμένου να μεγεθύνουν τη Μία Δύναμη ή να τη χρησιμοποιούν με διάφορους τρόπους. Σίγουρα είχαν δημιουργηθεί με τη χρήση Δύναμης, αν και τώρα ακόμα και οι Άες Σεντάι δεν ήξεραν πώς να κατασκευάσουν τέτοιου είδους αντικείμενα. Ο Ραντ είχε κάτι παραπάνω από υποψίες για το σκοπό του στρεβλωμένου πλαισίου —μία πύλη για έναν άλλο κόσμο― μα για τα υπόλοιπα δεν είχε ιδέα. Κανείς δεν είχε ιδέα. Γι’ αυτό μοχθούσε τόσο σκληρά η Μουαραίν, για να πετύχει τη μεταφορά όσων περισσότερων μπορούσε στον Πύργο, ώστε να τα μελετήσουν. Ήταν πιθανόν ότι ακόμα και ο Πύργος δεν διέθετε τόσα αντικείμενα της Δύναμης, όσα κείτονταν εδώ στην πλατεία, αν και υποτίθεται ότι ο Πύργος είχε τη μεγαλύτερη συλλογή στον κόσμο. Ακόμα κι εκεί, ο Πύργος γνώριζε το σκοπό λίγων μόνο αντικειμένων.
Αυτά που ήταν στις άμαξες ή που πετιόνταν στο πλακόστρωτο δεν ενδιέφεραν τον Ραντ· είχε ήδη πάρει αυτό που χρειαζόταν από κει. Κατά μία έννοια, είχε ήδη πάρει κάτι παραπάνω απ’ αυτό που χρειαζόταν.
Στο κέντρο της πλατείας, κοντά στα αποκαΐδια ενός μεγάλου δένδρου ύψους τριάντα μέτρων, στεκόταν ένα μικρό δάσος από ψηλές γυάλινες κολόνες, που η καθεμιά τους ήταν ψηλή σαν δένδρο και τόσο λεπτή, που φαινόταν ότι η πρώτη ανεμοθύελλα θα τις σώριαζε κάτω. Ακόμα και τώρα, που οι σκιές είχαν αρχίσει να τις αγκαλιάζουν, οι κολόνες έπιαναν και αντανακλούσαν το φως με σπίθες και λαμπυρίσματα. Επί αναρίθμητα έτη οι άνδρες Αελίτες έμπαιναν σε κείνη τη κιονοστοιχία και επέστρεφαν σημαδεμένοι σαν τον Ραντ, αλλά μονάχα σε ένα χέρι, σημαδεμένοι ως αρχηγοί φατρίας. Ή έβγαιναν σημαδεμένοι ή δεν έβγαιναν καθόλου. Και οι γυναίκες επίσης έρχονταν σ’ αυτήν την πόλη, στο δρόμο που θα τις έκανε Σοφές. Κανένας άλλος δεν έμπαινε, κανένας που να έβγαινε ζωντανός. Ο άνδρας μπορεί να πάει στο Ρουίντιαν μια φορά, η γυναίκα δύο· το περισσότερο είναι θάνατος. Έτσι έλεγαν οι Σοφές και ήταν αλήθεια τότε. Τώρα ο καθένας μπορούσε να μπει στο Ρουίντιαν.
Εκατοντάδες Αελίτες τριγυρνούσαν στους δρόμους και ολοένα και περισσότεροι έβρισκαν κατοικίες στα κτήρια· κάθε μέρα, σε περισσότερες χωμάτινες λωρίδες των δρόμων εμφανίζονταν φασολιές ή κολοκυθιές ή ζεμάι, που τις πότιζαν με κόπο, μεταφέροντας νερό με πήλινα δοχεία από την πελώρια καινούρια λίμνη, η οποία γέμιζε τη νότια πλευρά της κοιλάδας, τη μοναδική αντίστοιχη έκταση νερού σ’ ολόκληρη εκείνη τη γη. Χιλιάδες είχαν κατασκηνώσει στα γύρω στρατόπεδα, ακόμα και στο ίδιο το Τσήνταρ, όπου μέχρι πρότινος έρχονταν μόνο τελετουργικά, για να στείλουν έναν μονάχα άνδρα ή γυναίκα κάθε φορά στο Ρουίντιαν.
Όπου κι αν πήγαινε ο Ραντ, έφερνε μαζί του την αλλαγή και τον όλεθρο. Αυτή τη φορά, έλπιζε κόντρα στα δεδομένα η αλλαγή αυτή να ήταν για καλό. Δεν ήταν αδιανόητο αυτό. Το καμένο δένδρο τον περιγελούσε. Το Αβεντεσόρα, το θρυλικό Δένδρο της Ζωής· οι ιστορίες δεν έλεγαν πού βρισκόταν, και ήταν μεγάλη έκπληξη η εμφάνιση του εδώ. Η Μουαραίν έλεγε ότι το δένδρο ζούσε ακόμα, ότι θα ξαναβλάσταινε, αλλά ως τώρα το μόνο που έβλεπε ο Ραντ ήταν ο καρβουνιασμένος κορμός και τα γυμνά κλωνάρια.
Αναστέναξε και από το παράθυρο στράφηκε προς το δωμάτιο, που ήταν μεγάλο, αν και όχι το μεγαλύτερο στο Ρουίντιαν, με μεγάλα παράθυρα σε δυο τοίχους και με θολωτό ταβάνι στολισμένο μ’ ένα φανταχτερό μωσαϊκό, το οποίο απεικόνιζε φτερωτούς ανθρώπους και ζώα. Τα περισσότερα έπιπλα που είχαν μείνει στην πόλη είχαν από καιρό σαπίσει, ακόμα και σ’ αυτήν την ξέρα, και από αυτά τα περισσότερα ήταν κατατρυπημένα από σκαθάρια και σκουλήκια. Αλλά στην απέναντι άκρη του δωματίου στεκόταν μια καρέκλα με ψηλή ράχη, ογκώδης και συμπαγής, που το επίχρυσο στρώμα της δεν είχε πάθει σχεδόν τίποτα, παράταιρη σε σύγκριση με το τραπέζι μπροστά της, ένα πλατύ έπιπλο με αδρά σμιλεμένα λουλούδια στα πόδια και τις άκρες του. Κάποιος είχε γυαλίσει το ξύλο με κερί και το είχε κάνει να λάμπει μουντά παρά τα χρόνια του. Του τα είχαν βρει οι Αελίτες, αν και κουνούσαν το κεφάλι βλέποντας τέτοια πράγματα· ελάχιστα δένδρο στην Ερημιά μπορούσαν να παράγουν ξύλο τόσο ίσιο και μακρύ για να φτιαχτεί η καρέκλα, και κανένα για να φτιαχτεί το τραπέζι.
Λυτή ήταν η μόνη επίπλωση, όπως την είχε κατά νου. Ένα φίνο μεταξωτό Ιλιανό χαλί, με γαλάζια και χρυσά χρώματα, λάφυρο κάποιας παμπάλαιας μάχης, σκέπαζε τα πορφυρά πλακάκια στο κέντρο του δαπέδου. Υπήρχαν μαξιλαράκια σκορπισμένα πάνω του, από λαμπερό μετάξι, με φούντες. Αυτά χρησιμοποιούσαν οι Αελίτες αντί για καρέκλες, όταν δεν κάθονταν απλώς στις φτέρνες, όσο άνετα θα καθόταν ο Ραντ σε μια μαλακή πολυθρόνα.
Έξι άνδρες έγερναν στα μαξιλαράκια στο χαλί. Έξι αρχηγοί φατρίας, ως εκπρόσωποι των φατριών που είχαν έρθει ως τώρα για να ακολουθήσουν τον Ραντ. Ή μάλλον, για να ακολουθήσουν Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή. Όχι πάντα με ενθουσιασμό. Του φαινόταν ότι ο Ρούαρκ, ένας γαλανομάτης με φαρδείς ώμους και πυκνές γκρίζες πινελιές στα άλικα μαλλιά του, ίσως τον ένιωθε λιγάκι φίλο του, αλλά οι υπόλοιποι όχι. Μόνο έξι από τους δώδεκα.
Ο Ραντ δεν ασχολήθηκε με την καρέκλα και κάθισε κάτω σταυροπόδι, αντίκρυ στους Αελίτες. Έξω από το Ρουίντιαν, οι μόνες καρέκλες στην Ερημιά ήταν οι καρέκλες των αρχηγών, που τις χρησιμοποιούσε κάθε αρχηγός μόνο για τρεις λόγους: για να ανακηρυχθεί αρχηγός φατρίας, για να αποδεχθεί την παράδοση ενός εχθρού με κάθε τιμή ή για να απονείμει δικαιοσύνη. Αν καθόταν στην καρέκλα με αυτούς τους άνδρες μπροστά του, θα σήμαινε ότι πήγαινε να κάνει κάτι απ’ αυτά.
Φορούσαν το καντιν’σόρ, σακάκια και φαρδιά παντελόνια σε αποχρώσεις του καφέ και του γκρίζου, που γίνονταν ένα με το έδαφος, και μαλακές μπότες με κορδόνια ως το γόνατο. Ακόμα κι εδώ, που συναντιούνταν με τον άνθρωπο, τον οποίο είχαν αναγορεύσει Καρ’α’κάρν, αρχηγό των αρχηγών, ο καθένας τους είχε ένα μαχαίρι με βαριά λεπίδα στη ζώνη και το γκριζοκαφέ σούφα τυλιγμένο γύρω από το λαιμό του· αν κάποιος σκέπαζε το κεφάλι με το μαύρο πέπλο που ήταν κομμάτι του σούφα, αυτό θα σήμαινε ότι ήταν έτοιμος να σκοτώσει. Κάτι τέτοιο δεν ήταν καθόλου απίθανο. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν πολεμήσει αλλήλους, σ’ έναν ατελείωτο κύκλο επιδρομών, μαχών και ερίδων μεταξύ των φατριών. Τώρα παρακολουθούσαν τον Ραντ, τον περίμεναν, όμως ο τρόπος που περίμεναν οι Αελίτες έλεγε ότι ήταν έτοιμοι να πηδήξουν πάνω, ξαφνικά και βίαια.
Ο Μπάελ, ο ψηλότερος άνθρωπος που είχε δει ποτέ του ο Ραντ, και ο Τζέραν, λιγνός σαν λεπίδα και γοργός σαν καμτσίκι, κάθονταν όσο πιο μακριά μπορούσαν ο ένας από τον άλλο σε κείνο το χαλί. Υπήρχε βεντέτα αίματος ανάμεσα στο Γκόσιεν Άελ του Μπάελ και το Σάαραντ Άελ του Τζέραν, που μπορεί να την είχε καταπνίξει Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή, αλλά που δεν είχε ξεχαστεί. Και ίσως να άντεχε ακόμα η Ειρήνη του Ρουίντιαν, παρά τα όσα είχαν συμβεί. Πάντως, οι γαλήνιοι ήχοι της άρπας έρχονταν σε έντονη αντίθεση με τη σκληρή άρνηση του Μπάελ και του Τζέραν να κοιταχτούν. Έξι ζευγάρια μάτια, γαλάζια ή πράσινα ή γκρίζα, σε πρόσωπα ψημένα από τον ήλιο· πλάι στους Αελίτες τα γεράκια έμοιαζαν ήμερα.
«Τι πρέπει να κάνω για να πάρω το Ρέυν με το μέρος μου;» είπε ο Ραντ. «Ήσουν σίγουρος ότι θα έρχονταν, Ρούαρκ».
Ο αρχηγός του Τάαρνταντ τον κοίταξε γαλήνια· το πρόσωπό του έμοιαζε σκαλισμένο στην πέτρα, τόσο ανέκφραστο. «Να περιμένεις. Μονάχα αυτό. Ο Ντηάρικ θα τους φέρει. Κάποια στιγμή».
Ο ασπρομάλλης Χαν, ξαπλωμένος δίπλα στον Ρούαρκ, στράβωσε το στόμα σαν να ήταν έτοιμος να φτύσει. Το τραχύ πρόσωπό του είχε μια ξινισμένη έκφραση, όπως συνήθως. «Ο Ντηάρικ έχει στείλει πάρα πολλούς άνδρες και Κόρες που κάθονται και κοιτάζουν επί μέρες και ύστερα πετάνε κάτω τα δόρατά τους. Τα πετάνε κάτω!»
«Και το βάζουν στα πόδια», πρόσθεσε ήσυχα ο Μπάελ. «Τους είδα με τα μάτια μου, μέσα στο Γκόσιεν, ακόμα και στη δική μου σέπτα, τους είδα να τρέχουν. Κι εσύ, Χαν, το έχεις δει μεταξύ των Τομανέλε. Όλοι το έχουμε δει. Δεν νομίζω ότι ξέρουν πού πάνε, ξέρουν μόνο από πού φεύγουν».
«Δειλά φίδια», γάβγισε ο Τζέραν. Πινελιές γκρίζου γέμιζαν τα ανοιχτοκάστανα μαλλιά του· δεν υπήρχαν νεαροί ανάμεσα στους αρχηγούς φατρίας των Αελιτών. «Βρωμοχιές που σέρνονται να γλιτώσουν από την ίδια τους τη σκιά». Μια μικρή κίνηση των γαλανών ματιών του προς την άλλη άκρη του χαλιού έδειξε ότι το έλεγε για όλους τους Γκόσιεν, όχι μόνο για εκείνους που είχαν πετάξει κάτω τα δόρατά τους.
Ο Μπάελ έκανε να σηκωθεί, και το πρόσωπό του σκλήρυνε κι άλλο, αν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο, όμως ο διπλανός του τον έπιασε από τον ώμο να τον καθησυχάσει. Ο Μπρούαν, του Νακάι, ήταν μεγαλόσωμος και χειροδύναμος σαν δυο σιδεράδες μαζί, αλλά η γαλήνια φύση του έμοιαζε παράξενη για Αελίτη. «Όλοι έχουμε δει άνδρες και Κόρες να το βάζουν στα πόδια». Μιλούσε τεμπέλικα και την ίδια έκφραση μοιράζονταν και τα γκρίζα μάτια του, αλλά ο Ραντ ήξερε ότι η αλήθεια ήταν διαφορετική· ακόμα και ο Ρούαρκ θεωρούσε τον Μπρούαν επικίνδυνο πολεμιστή και πανούργο γνώστη θεμάτων τακτικής. Το ευτύχημα ήταν ότι κανείς, ούτε και ο Ρούαρκ ακόμα, δεν ήταν μεγαλύτερος υποστηρικτής του Ραντ από τον Μπρούαν. Όμως είχε έρθει να ακολουθήσει Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή· δεν ήξερε τον Ραντ αλ’Θόρ. «Το ίδιο κι εσύ, Τζέραν. Ξέρεις πόσο δύσκολο ήταν να αντικρίσουν αυτό που αντίκρισαν. Αν δεν θεωρείς δειλούς εκείνους που διάλεξαν το θάνατο, επειδή δεν μπορούσαν να το αντικρίσουν, γιατί να θεωρήσεις δειλούς εκείνους που διάλεξαν να το βάλουν στα πόδια;»
«Κακώς το έμαθαν», μουρμούρισε ο Χαν, σφίγγοντας το γαλάζιο μαξιλαράκι του με τις κόκκινες φούντες σαν να ήταν λαρύγγι εχθρού. «Ήταν μονάχα για εκείνους που μπορούσαν να μπουν στο Ρουίντιαν και να βγουν ζωντανοί».
Τα λόγια του δεν τα είχε απευθύνει σε κάποιον συγκεκριμένα, αλλά σίγουρα προορίζονταν για τα αυτιά του Ραντ. Ο Ραντ ήταν εκείνος που είχε φανερώσει σε όλους αυτό που μάθαινε κάποιος μόνο ανάμεσα στις γυάλινες κολόνες της πλατείας, που είχε φανερώσει τόσα πολλά, ώστε οι αρχηγοί και οι Σοφές δεν μπορούσαν να γυρίζουν την πλάτη όταν τους ρωτούσε ο κόσμος για τα υπόλοιπα. Αν υπήρχε Αελίτης στην Ερημιά που δεν ήξερε τώρα την αλήθεια, σίγουρα ανήκε σε όσους είχαν πάνω από μήνα να μιλήσουν με κάποιον.
Πολύ μακριά από τη λαμπρή κληρονομιά της μάχης, στην οποία πίστευαν οι περισσότεροι, οι Αελίτες είχαν ξεκινήσει ως ανήμποροι πρόσφυγες από το Τσάκισμα του Κόσμου. Φυσικά, όλοι όσοι είχαν επιζήσει τότε ήταν πρόσφυγες, όμως οι Αελίτες δεν θεωρούσαν ότι ήταν ανήμποροι. Και το χειρότερο, ήταν οπαδοί της Οδού του Φύλλου και αρνούνταν να ασκήσουν βία, ακόμα και για να υπερασπίσουν τη ζωή τους. Αελίτης σήμαινε “αφοσιωμένος” στην Παλιά Γλώσσα, και ήταν αφοσιωμένοι στην ειρήνη. Εκείνοι που σήμερα αυτοαποκαλούνταν Αελίτες ήταν οι απόγονοι εκείνων, οι οποίοι είχαν καταπατήσει ένα όρκο αμέτρητων γενεών. Μόνο ένα απομεινάρι εκείνης της πίστης ζούσε ακόμη: οι Αελίτες προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να πιάσουν σπαθί. Πάντα το θεωρούσαν ένα στοιχείο της περηφάνιας τους, αυτού που τους έκανε ξεχωριστούς από όσους ζούσαν έξω από την Ερημιά.
Είχε ακούσει τους Αελίτες να λένε ότι, για να βρίσκονται εκεί, στην Ερημιά, σίγουρα είχαν διαπράξει κάποιο αμάρτημα. Τώρα ήξεραν ποιο ήταν. Οι άνδρες και οι γυναίκες που είχαν χτίσει το Ρουίντιαν και είχαν πεθάνει εκεί —εκείνοι, τους οποίους οι Αελίτες αποκαλούσαν Τζεν Άελ, φατρία που δεν ήταν φατρία, τις λίγες φορές που αναφέρονταν σ’ αυτούς― είχαν διαφυλάξει την πίστη τους στις Άες Σεντάι τον καιρό πριν από το Τσάκισμα. Ήταν δύσκολο να το δεχθείς, όταν ανέκαθεν το νόμιζες ψέμα.
«Έπρεπε να ειπωθεί», είπε ο Ραντ. Είχαν δικαίωμα να το μάθουν. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να ζουν μέσα στα ψέματα. Η ίδια η προφητεία τούς έλεγε ότι θα τους καταστρέψω. Και δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Το παρελθόν ήταν παρελθόν, είχε συμβεί· έπρεπε να τον νοιάζει το μέλλον. Κάποιοι απ’ αυτούς με αντιπαθούν και κάποιοι με μισούν που δεν γεννήθηκα ανάμεσά τους, παρ’ όλα αυτά όμως με ακολουθούν. Τους χρειάζομαι όλους. «Τι γίνεται με το Μιαγκόμα;»
Ο Έριμ, που ξάπλωνε ανάμεσα στον Ρούαρκ και τον Χαν, κούνησε το κεφάλι. Τα κάποτε λαμπερά, κόκκινα μαλλιά του ήταν σχεδόν κάτασπρα, όμως τα πράσινα μάτια του έκαιγαν όπως ενός νεαρού άνδρα. Τα μεγάλα χέρια του, πλατιά, μακριά και τραχιά, έλεγαν ότι και τα μπράτσα του επίσης ήταν γερά. «Ο Τίμολαν δεν λέει στα πόδια του πού να πηδήξουν, παρά μόνο μετά το άλμα».
«Όταν ο Τίμολαν ήταν νεαρός αρχηγός», είπε ο Τζέραν, «προσπάθησε να ενώσει τις φατρίες και δεν τα κατάφερε. Δεν θα του καλαρέσει που ήρθε επιτέλους κάποιος να πετύχει εκεί που αυτός απέτυχε».
«Θα έρθει», είπε ο Ρούαρκ. «Ο Τίμολαν δεν θεωρούσε ότι ήταν Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή. Και ο Τζάνγουιν θα φέρει το Σιάντε. Όμως θα περιμένουν. Πρώτα θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα στο νου τους».
«Πρέπει να αποδεχτούν το ότι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή είναι υδρόβιος», γάβγισε ο Χαν. «Χωρίς παρεξήγηση, Καρ’α’κάρν». Η φωνή του δεν είχε καθόλου δουλοπρέπεια· κανένας αρχηγός δεν ήταν βασιλιάς, ούτε και ο αρχηγός των αρχηγών. Στην καλύτερη περίπτωση, ήταν πρώτος μεταξύ ίσων.
«Στο τέλος θα έρθουν επίσης το Νταράυν και το Κοντάρα, νομίζω», είπε ήρεμα ο Μπρούαν. Και γρήγορα, ώστε να μην τραβήξει η σιωπή και γίνει λόγος για να χορέψουν τα δόρατα. Πρώτος μεταξύ ίσων στην καλύτερη περίπτωση. «Απ’ αυτή τη μελαγχολία έχουν χάσει περισσότερους απ’ όσους οι άλλες φατρίες». Έτσι είχε καταλήξει να λέγεται το διάστημα που κάποιος καθόταν και ατένιζε ώρες πολλές προτού το σκάσει για να μην είναι πια Αελίτης. «Προς το παρόν, τη Μαντελαίν και τον Ιντίριαν τους απασχολεί να διατηρήσουν ενωμένες τις φατρίες τους, κι επίσης θα θέλουν και οι δύο να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τους Δράκοντες στα χέρια σου, αλλά θα έρθουν».
Έτσι έμενε να συζητήσουν μόνο για μια φατρία, εκείνη την οποία κανένας από τους αρχηγούς δεν ήθελε να αναφέρει. «Τι νέα υπάρχουν για τον Κουλάντιν και το Σάιντο;» ρώτησε ο Ραντ.
Του απάντησε η σιωπή, που την τάραζαν μονάχα οι απαλοί, γαλήνιοι ήχοι της άρπας στο βάθος, καθώς ο καθένας περίμενε τον άλλο να μιλήσει και όλοι έδειχναν, για τα δεδομένα των Αελιτών, δυσφορία. Ο Τζέραν κοίταξε το νύχι του, σουφρώνοντας τα φρύδια, και ο Μπρούαν έπαιζε με τις ασημένιες φούντες στο πράσινο μαξιλαράκι του. Ακόμα και ο Ρούαρκ μελετούσε ενδελεχώς το χαλί.
Μέσα στη σιγή, άνδρες και γυναίκες με άσπρες ρόμπες και κινήσεις όλο χάρη ήρθαν κι έβαλαν κρασί σε δουλεμένα με ασήμι κύπελλα, που τα άφησαν πλάι στους άνδρες, κι έφεραν μικρά ασημένια πιατάκια με ελιές, οι οποίες σπάνιζαν στην Ερημιά, και άσπρο τυρί από προβατίσιο γάλα και ανοιχτόχρωμους, ζαρωμένους ξηρούς καρπούς, που οι Αελίτες ονόμαζαν πεκάρα. Τα πρόσωπα των Αελιτών μέσα στις λευκές κουκούλες κοίταζαν με χαμηλωμένα μάτια και μια ασυνήθιστη ταπεινότητα στο πρόσωπό τους.
Είτε είχαν αιχμαλωτιστεί στη μάχη είτε σε επιδρομή, οι γκαϊ’σάιν είχαν ορκιστεί να υπηρετούν υπάκουα για ένα χρόνο και μια μέρα, χωρίς να πιάσουν στο χέρι όπλο, χωρίς να ασκήσουν βία, και στο τέλος επέστρεφαν στη φατρία και τη σέπτα τους σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ήταν μια παράξενη παραφθορά της Οδού του Φύλλου. Ήταν κάτι που το απαιτούσε το τζι’ε’τόχ, και το να καταπατήσει το τζι’ε’τόχ ήταν σχεδόν το χειρότερο που μπορούσε να κάνει ένας Αελίτης. Ίσως το χειρότερο. Πιθανόν κάποιοι απ’ αυτούς εδώ να σέρβιραν τώρα τον αρχηγό της φατρίας τους, αλλά κανένας δεν θα το έδειχνε, ούτε καν με βλεφάρισμα του ματιού, όσο διαρκούσε η περίοδος του γκαϊ’σάιν, ακόμα κι αν ήταν ο γιος του ή η κόρη του.
Ξαφνικά του Ραντ του πέρασε από το νου ότι αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος που κάποιοι Αελίτες είχαν πάρει τόσο άσχημα τα όσα είχε αποκαλύψει. Θα πρέπει να τους φαινόταν ότι οι πρόγονοί τους είχαν ορκιστεί γκαϊ’σάιν, όχι μόνο για τον εαυτό τους αλλά και για όλες τις μετέπειτα γενιές. Κι αυτές οι γενιές —όλες τους, ως τη σημερινή μέρα― παραβίαζαν το τζι’ε’τόχ πιάνοντας το δόρυ. Είχαν άραγε τέτοιες απορίες οι άνδρες που βρίσκονταν μπροστά του; Για τους Αελίτες το τζι’ε’τόχ ήταν σοβαρή υπόθεση.
Οι γκαϊ’σάιν έφυγαν πατώντας στα μαλακά σανδάλια τους, σχεδόν χωρίς ίχνος ήχου. Κανένας από τους αρχηγούς φατρίας δεν άγγιξε το κρασί ή τα φαγητά.
“Υπάρχει ελπίδα να με συναντήσει ο Κουλάντιν;” Ο Ραντ ήξερε πως όχι· είχε σταματήσει να στέλνει αιτήσεις συνάντησης μόλις είχε μάθει ότι ο Κουλάντιν έγδερνε ζωντανούς τους μαντατοφόρους. Αλλά ήταν ένας τρόπος για να αρχίσουν να μιλάνε οι άλλοι.
Ο Χαν ξεφύσηξε περιφρονητικά. «Το μόνο νέο που μάθαμε είναι ότι θέλει να γδάρει εσένα όταν σε ξαναδεί. Λες να είναι υπέρ της συζήτησης;»
«Μπορώ να τον ξεκόψω από το Σάιντο;»
«Τον ακολουθούν», είπε ο Ρούαρκ. «Δεν είναι αρχηγός, αλλά αυτοί πιστεύουν ότι είναι». Ο Κουλάντιν ποτέ δεν είχε πάει σε κείνες τις γυάλινες κολόνες· μπορεί μάλιστα όντως να πίστευε ότι, όπως ισχυριζόταν δημοσίως, αυτά που είχε πει ο Ραντ ήταν ένα ψέμα. «Λέει ότι αυτός είναι ο Καρ’α’κάρν, κι εκείνοι τον πιστεύουν. Οι Κόρες του Σάιντο που ήρθαν εδώ, ήρθαν για την κοινωνία τους, κι αυτό επειδή οι Φαρ Ντάραϊς Μάι υπερασπίζονται την τιμή σου. Δεν θα έρθει κανένας άλλος από το Σάιντο».
«Στέλνουμε ανιχνευτές να τους παρακολουθούν», είπε ο Μπρούαν, «και οι Σάιντο τους σκοτώνουν όταν τους βρίσκουν —ο Κουλάντιν σχεδόν έχει προκαλέσει πεντ’ έξι βεντέτες έτσι― όμως ως τώρα δεν δείχνει ότι θα μας επιτεθεί εδώ. Όπως άκουσα, ισχυρίζεται ότι βεβηλώσαμε το Ρουίντιαν και ότι, αν μας επιτεθεί εδώ, θα πρόκειται για ακόμη χειρότερη βεβήλωση».
Ο Έριμ μούγκρισε και ανασάλεψε στο μαξιλαράκι του. «Εννοεί ότι έχει τόσα δόρατα εδώ που φτάνουν και με το παραπάνω για να σκοτώσουν δυο φορές τον κάθε Σάιντο». Έριξε ένα μπουκιά άσπρο τυρί στο στόμα του, γρυλίζοντας, καθώς το μασούσε. «Οι Σάιντο πάντα ήταν δειλοί και κλέφτες».
«Άτιμα σκυλιά», είπαν μαζί ο Μπάελ και ο Τζέραν και κοιτάχτηκαν σαν να νόμιζε ο καθένας τους ότι ο άλλος του είχε παίξει κάποιο κόλπο.
«Είτε είναι άτιμοι είτε όχι», είπε χαμηλόφωνα ο Μπρούαν, «οι οπαδοί του Κουλάντιν αυξάνονται». Παρ’ όλο που μιλούσε γαλήνια, ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το κύπελλό του προτού συνεχίσει. «Όλοι ξέρετε για τι πράγμα μιλάω. Μερικοί απ’ αυτούς που το βάζουν στα πόδια, μετά τη μελαγχολία, δεν πετάνε τα δόρατά τους. Αντίθετα, πηγαίνουν στις κοινωνίες τους στο Σάιντο».
«Κανένας Τομανέλε δεν έχει εγκαταλείψει τη φατρία του», γάβγισε ο Χαν.
Ο Μπρούαν κοίταξε πέρα από τον Ρούαρκ και τον Έριμ, προς τον αρχηγό των Τομανέλε, και είπε με έμφαση, «Συμβαίνει σε όλες τις φατρίες». Χωρίς να περιμένει από τον άλλο να αμφισβητήσει ξανά τα λόγια του, βολεύτηκε στο μαξιλαράκι του. «Δεν μπορούμε να το αποκαλέσουμε σχίσμα. Πάνε στις κοινωνίες τους. Όπως οι Κόρες του Σάιντο που ήρθαν εδώ στη Στέγη τους».
Κάποια μουρμουρητά ακούστηκαν, αλλά κανένας αυτή τη φορά δεν λογομάχησε μαζί τους. Οι κανόνες που κυβερνούσαν τις πολεμικές κοινωνίες των Αελιτών ήταν πολύπλοκοι και με κάποιον τρόπο τα μέλη τους ένιωθαν να δεσμεύονται εξίσου στενά από τις κοινωνίες τους όσο και από τις φατρίες τους. Για παράδειγμα, τα μέλη της ίδιας κοινωνίας δεν πολεμούσαν μεταξύ τους, ακόμα και όταν οι φατρίες τους είχαν βεντέτα αίματος. Κάποιοι άνδρες δεν παντρεύονταν μια γυναίκα όταν αυτή ήταν στενή συγγενής κάποιου μέλους της κοινωνίας τους, λες και το γεγονός αυτό την έκανε εξ αίματος συγγενή τους. Τα δε έθιμα που είχαν οι Φαρ Ντάραϊς Μάι, οι Κόρες του Δόρατος, ο Ραντ δεν ήθελε ούτε να τα σκέφτεται.
«Πρέπει να μάθω ποιες είναι οι προθέσεις του Κουλάντιν», τους είπε. Ο Κουλάντιν ήταν ένας ταύρος με μέλισσα στο αυτί του· μπορεί να εφορμούσε προς πάσα κατεύθυνση. Ο Ραντ κοντοστάθηκε. «Θα ήταν ατιμία να στείλουμε ανθρώπους για να πάνε στις κοινωνίες τους μεταξύ των Σάιντο;» Δεν χρειάστηκε να εξηγήσει αναλυτικότερα τι εννοούσε. Όλοι μαζί μούδιασαν όπως κάθονταν, ακόμα κι ο Ρούαρκ, και τα βλέμματά τους ήταν τόσο παγωμένα, που μπορούσαν να εξορίσουν τη ζέστη από το δωμάτιο.
«Το να κατασκοπεύσει κανείς με τέτοιο τρόπο» —ο Έριμ στράβωσε το στόμα προφέροντας τη λέξη “κατασκοπεύσει”, σαν να ήταν ρυπαρή― «θα ήταν σαν να κατασκόπευε την ίδια του την κοινωνία. Δεν το κάνεις, αν έχεις τιμή».
Ο Ραντ απέφυγε να ρωτήσει αν θα μπορούσαν να βρουν κάποιον με πιο εύκαμπτη τιμή. Η αίσθηση χιούμορ που είχαν οι Αελίτες ήταν παράξενο πράγμα, συχνά έδειχνε ασπλαχνία, αλλά σε μερικά ζητήματα ήταν εντελώς ανύπαρκτη.
Για να αλλάξει θέμα, ρώτησε, «Έχουμε καθόλου νέα από την άλλη μεριά του Δρακοτείχους;» Ήξερε την απάντηση· αυτά τα νέα διαδίδονταν γρήγορα, ακόμα και σε τέτοιο πλήθος Αελιτών που ήταν συγκεντρωμένο γύρω από το Ρουίντιαν.
«Τίποτα που να αξίζει να ειπωθεί», απάντησε ο Ρούαρκ. «Με τους μπελάδες που έχουν οι δενδροφονιάδες, ελάχιστοι πραματευτές έρχονται στην Τρίπτυχη Γη». Έτσι ονόμαζαν οι Αελίτες την Ερημιά· ήταν τιμωρία για την αμαρτία τους, τόπος δοκιμασίας για το κουράγιο τους και αμόνι της σφυρηλάτησης τους. Δενδροφονιάδες έλεγαν τους Καιρχινούς. «Το λάβαρο του Δράκοντα κυματίζει ακόμα πάνω από την Πέτρα του Δακρύου. Οι Δακρυνοί έχουν πάει βόρεια στην Καιρχίν, όπως διέταξες, για να διανείμουν τρόφιμα στους Δενδροφονιάδες. Τίποτα παραπάνω».
«Έπρεπε να αφήσεις τους Δενδροφονιάδες να πεινάσουν», μουρμούρισε ο Μπάελ, και ο Τζέραν έκλεισε απότομα το στόμα του. Ο Ραντ υποπτεύθηκε ότι ήταν έτοιμος να πει το ίδιο πράγμα.
«Οι Δενδροφονιάδες δεν είναι άξιοι, παρά μόνο για να τους σκοτώσεις ή να τους πουλήσεις σαν ζώα στο Σάρα», είπε βλοσυρά ο Έριμ. Αυτό έκαναν οι Αελίτες σ’ όσους έρχονταν απρόσκλητοι στην Ερημιά· μόνο βάρδοι, πραματευτές και Μάστορες είχαν το ελεύθερο να έρχονται, αν και οι Αελίτες απέφευγαν τους Μάστορες σαν να ήταν μολυσμένοι. Το Σάρα ήταν το όνομα των χωρών πέρα από την Ερημιά· ακόμα και οι Αελίτες δεν ήξεραν τίποτα γι’ αυτές.
Με την άκρη του ματιού του ο Ραντ είδε δυο γυναίκες να στέκονται περιμένοντας λίγο πιο μέσα από την ψηλή, αψιδωτή είσοδο. Κάποιος είχε κρεμάσει εκεί σπάγκους με χρωματιστές χάντρες, μπλε και κόκκινες, για να αντικαταστήσει τις πόρτες που έλειπαν. Η μια από τις δύο ήταν η Μουαραίν. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να τις αφήσει να περιμένουν· η Μουαραίν είχε εκείνο το ενοχλητικά προστακτικό ύφος και ήταν φανερό πως περίμενε να διακόψουν ό,τι κι αν έκαναν για να τη δεχθούν. Μόνο που δεν υπήρχε τίποτα άλλο να συζητήσουν και στα μάτια των ανδρών έβλεπε ότι δεν είχαν όρεξη για κουβεντούλα. Όχι τόσο σύντομα, ύστερα απ’ όσα είχαν πει για τη μελαγχολία και το Σάιντο.
Αναστενάζοντας, σηκώθηκε και οι αρχηγοί φατρίας τον μιμήθηκαν. Όλοι εκτός από τον Χαν τον έφταναν στο ύψος ή τον ξεπερνούσαν. Εκεί που είχε μεγαλώσει ο Ραντ, θα θεωρούσαν τον Χαν μέσου ύψους ή και παραπάνω· εδώ τον λογάριαζαν κοντό. «Ξέρετε τι πρέπει να γίνει. Φέρτε τις υπόλοιπες φατρίες κι έχετε το νου σας στο Σάιντο». Κοντοστάθηκε μια στιγμή και μετά πρόσθεσε, «Η κατάληξη θα είναι καλή. Όσο καλύτερη μπορώ για τους Αελίτες».
«Η προφητεία έλεγε ότι θα μας καταστρέψεις», είπε ξινά ο Χαν, «κι έκανες καλή αρχή. Αλλά θα σε ακολουθήσουμε. Μέχρι να μην υπάρχει πια απόσκιο», είπε, απαγγέλοντας το ρητό, «μέχρι να μην υπάρχει πια νερό, στη Σκιά με τα δόντια γυμνωμένα, ουρλιάζοντας αδάμαστοι με την τελευταία ανάσα, για να φτύσουμε στο μάτι του Τυφλωτή την Τελευταία Μέρα». Τυφλωτής ήταν ένα από τα ονόματα που έδιναν οι Αελίτες στον Σκοτεινό.
Για τον Ραντ δεν έμενε παρά να αποκριθεί με τον αρμόζοντα τρόπο. Κάποτε δεν τον γνώριζε. «Στην τιμή μου και στο Φως, η ζωή μου θα είναι μαχαίρι για την καρδιά του Τυφλωτή».
Οι αρχηγοί έφυγαν περνώντας δίπλα από τις δύο γυναίκες, κοιτώντας τη Μουαραίν με σέβας. Δεν έδειχναν τον παραμικρό φόβο. Ο Ραντ ευχήθηκε να ήταν κι αυτός τόσο σίγουρος για τον εαυτό του. Η Μουαραίν είχε τόσα σχέδια γι’ αυτόν, τόσους τρόπους να κινεί νήματα, που ο Ραντ δεν ήξερε ότι βρίσκονταν δεμένα πάνω του.
Οι δύο γυναίκες μπήκαν αμέσως μόλις έφυγαν οι αρχηγοί, με τη Μουαραίν ψύχραιμη και κομψή όπως πάντα. Ήταν μια μικρόσωμη γυναίκα, που θα έδειχνε όμορφη ακόμα και χωρίς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των Άες Σεντάι, τα οποία τον έκαναν να μην μπορεί να κρίνει την ηλικία της, και είχε βγάλει το υγρό πανί που δρόσιζε τους κροτάφους της. Στη θέση του ήταν μια μικρή γαλάζια πέτρα που κρεμόταν στο μέτωπό της με μια μικρή χρυσή αλυσίδα γύρω από τα μελαχρινά μαλλιά της. Δεν θα άλλαζε τίποτα, αν φορούσε ακόμα το πανί· τίποτα δεν μπορούσε να επισκιάσει το βασιλικό παράστημά της. Συνήθως έμοιαζε τριάντα πόντους ψηλότερη από το κανονικό ύψος της και τα μάτια της έδειχναν αυτοπεποίθηση και εξουσία.
Η άλλη γυναίκα ήταν ψηλότερη, αν και δεν έφτανε παρά μόνο στον ώμο του Ραντ, και φαινόταν νέα, όχι αγέραστη. Η Εγκουέν, που είχαν μεγαλώσει μαζί. Τώρα, αν εξαιρούσες τα μεγάλα μαύρα μάτια της, σχεδόν την περνούσες για Αελίτισσα, κι όχι μόνο επειδή είχε ηλιοκαμένα χέρια και πρόσωπο. Φορούσε κανονική Αελίτικη φούστα, από καφέ μαλλί, και φαρδιά λευκή μπλούζα, φτιαγμένη από τις ίνες ενός φυτού που λεγόταν αλγκόντ. Το αλγκόντ ήταν πιο μαλακό κι από το πιο καλοϋφασμένο μαλλί: θα ήταν ιδανικό για να το εμπορευτούν, αν ο Ραντ κατόρθωνε ποτέ να πείσει τους Αελίτες. Ένα γκρίζο σάλι τύλιγε τους ώμους της Εγκουέν κι ένα διπλωμένο γκρίζο μαντήλι έζωνε και συγκρατούσε τα μελαχρινά μαλλιά που έπεφταν ως κάτω από τους ώμους της. Αντίθετα από τις περισσότερες Αελίτισσες, φορούσε μόνο ένα βραχιόλι, από φίλντισι που ήταν σμιλεμένο να μοιάζει κύκλος από φλόγες, κι ένα μόνο περιδέραιο από χρυσές και φιλντισένιες χάντρες. Και κάτι ακόμα. Το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού στο αριστερό χέρι.
Η Εγκουέν μαθήτευε στις Σοφές των Αελιτών ― ο Ραντ δεν ήξερε τι μάθαινε, αν και υποψιαζόταν ότι κάτι είχε να κάνει με τα όνειρα· η Εγκουέν και οι Αελίτισσες ήταν εχέμυθες― αλλά είχε μαθητεύσει και στο Λευκό Πύργο. Ήταν Αποδεχθείσα και επρόκειτο να γίνει Άες Σεντάι. Και προσποιούταν ότι ήταν ολοκληρωμένη Άες Σεντάι, τουλάχιστον εδώ και στο Δάκρυ. Μερικές φορές ο Ραντ την πείραζε γι’ αυτό· εκείνη όμως δεν καλοδεχόταν τα αστειάκια του.
«Οι άμαξες σε λίγο θα είναι έτοιμες να ξεκινήσουν για την Ταρ Βάλον», είπε η Μουαραίν. Η φωνή της ήταν μελωδική, κρυστάλλινη.
«Στείλε δυνατή φρουρά», είπε ο Ραντ, «αλλιώς ο Καντίρ μπορεί να μην τις πάει εκεί που θες». Ξαναστράφηκε προς τα παράθυρα, θέλοντας να κοιτάξει και να σκεφτεί για τον Καντίρ. «Άλλοτε δεν με χρειαζόσουν για να σου κρατώ το χέρι ή να σου δίνω την άδεια».
Ξαφνικά, κάτι φάνηκε να τον χτυπά στους ώμους, κάτι που έμοιαζε, αν ήταν δυνατόν, με χοντρή βέργα από λευκή καρυδιά· μόνο μια απροσδιόριστη αίσθηση ανατριχίλας στο δέρμα του, κάτι απίθανο σε τέτοια ζέστη, του έδωσε να καταλάβει ότι μια από τις γυναίκες είχε διαβιβάσει.
Γύρισε για να τις αντικρίσει, απλώθηκε στο σαϊντίν, γέμισε τον εαυτό του με τη Μία Δύναμη. Ένιωσε τη Δύναμη σαν η ίδια η ζωή να ξεχείλιζε από μέσα του, σαν να ήταν δέκα φορές, εκατό φορές πιο ζωντανός· τον γέμισε επίσης και το μόλυσμα του Σκοτεινού, ο θάνατος και η σαπίλα, σαν να σέρνονταν σκουλήκια στο στόμα του. Ήταν ένας χείμαρρος που κόντευε να τον παρασύρει, μια μανιασμένη πλημμύρα που έπρεπε να της αντιστέκεται κάθε στιγμή. Του ήταν κάτι σχεδόν συνηθισμένο τώρα πια και συνάμα δεν θα μπορούσε να το συνηθίσει ποτέ. Ήθελε να κρατήσει για πάντα τη γλύκα του σαϊντίν και ήθελε να κάνει εμετό. Και όλη αυτή την ώρα, ο κατακλυσμός απειλούσε να τον διαπεράσει μέχρι τα σωθικά του και να του κάνει τα κόκαλα στάχτες.
Το μόλυσμα τελικά θα τον οδηγούσε στην τρέλα, αν δεν τον σκότωνε πρώτα η Δύναμη· υπήρχε μια μάχη ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο. Η τρέλα ήταν το —πεπρωμένο όλων των ανδρών που μπορούσαν να διαβιβάζουν από τότε που είχε αρχίσει το Τσάκισμα του Κόσμου, από τη μέρα που ο Λουζ Θέριν Τέλαμον, ο Δράκοντας, μαζί με τους Εκατό Συντρόφους του, είχαν σφραγίσει τη φυλακή του Σκοτεινού στο Σάγιολ Γκουλ. Το τελευταίο αντιχτύπημα στο σφράγισμα είχε μολύνει το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής και οι άνδρες που μπορούσαν να διαβιβάζουν, τρελοί που μπορούσαν να διαβιβάζουν, είχαν συντρίψει τον κόσμο.
Γέμισε τον εαυτό του με τη Δύναμη... Και δεν μπορούσε να καταλάβει ποια το είχε κάνει. Και οι δύο τον κοίταζαν αθώα, υψώνοντας το φρύδι με πανομοιότυπο τρόπο, με μια έκφραση ελαφράς θυμηδίας και απορίας. Μπορεί εκείνη τη στιγμή κάποια από τις δύο ή και οι δύο να αγκάλιαζαν το θηλυκό μισό της Πηγής και ο Ραντ δεν μπορούσε να το καταλάβει.
Φυσικά, ένα ράβδισμα στους ώμους δεν ήταν κάτι που ταίριαζε στη Μουαραίν· αυτή έβρισκε άλλους τρόπους να τον επιπλήξει, πιο διακριτικούς, που συνήθως αποδεικνύονταν πιο οδυνηροί. Αλλά ο Ραντ, παρ’ όλο που ήταν βέβαιος ότι το είχε κάνει η Εγκουέν, δεν αντέδρασε. Απόδειξη. Οι σκέψεις γλίστρησαν στο εξωτερικό του Κενού· αυτός αιωρείτο εντός του, στην αδειανοσύνη, ενώ οι σκέψεις και τα συναισθήματα, ακόμα και ο θυμός, ήταν μακρινά. Δεν θα κάνω τίποτα δίχως απόδειξη. Αυτή τη φορά δεν θα με παρασύρουν. Δεν ήταν αυτή η Εγκουέν που είχαν μεγαλώσει μαζί· είχε γίνει μέρος του Πύργου από τότε που την είχε στείλει εκεί η Μουαραίν. Πάλι η Μουαραίν. Πάντα η Μουαραίν. Μερικές φορές ευχόταν να μπορούσε να ξεφορτωθεί τη Μουαραίν. Μόνο μερικές;
Έστρεψε την προσοχή του σ’ αυτήν. «Τι θέλεις από μένα;» Του φάνηκε ότι η φωνή του ήταν συγκρατημένη, ψυχρή. Η Δύναμη λυσσομανούσε μέσα του. Η Εγκουέν του είχε πει ότι για μια γυναίκα το να αγγίζει το σαϊντάρ, το θηλυκό μισό της Πηγής, ήταν ένα αγκάλιασμα· για έναν άνδρα, πάντα, ήταν πόλεμος ανελέητος. «Και μην ξαναπείς για άμαξες, αδελφούλα. Συνήθως μαθαίνω τι θέλεις πολύ καιρό μετά».
Η Άες Σεντάι τον κοίταξε πάλι, σμίγοντας τα φρύδια, κι αυτό δεν ήταν διόλου παράξενο. Σίγουρα δεν είχε συνηθίσει να της απευθύνονται μ’ αυτόν τον τρόπο, όποιος άνδρας κι αν ήταν, ακόμα και ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Ο ίδιος προσωπικά δεν ήξερε από πού του είχε βγει εκείνο το “αδελφούλα”· τώρα τελευταία, λέξεις έμοιαζαν να ξεφυτρώνουν στο κεφάλι του. Ίσως να ήταν μια πνοή τρέλας. Μερικές νύχτες έμενε ξύπνιος μέχρι τις μικρές ώρες, ανησυχώντας γι’ αυτό. Μέσα στο Κενό, έμοιαζε να είναι μπελάς άλλου.
«Θα πρέπει να μιλήσουμε μόνοι». Η Μουαραίν έριξε μια ψυχρή ματιά στον αρπιστή.
Ο Τζέησιν Νατάελ, όπως αποκαλούσε τον εαυτό του εδώ, κειτόταν φαρδύς-πλατύς στα μαξιλαράκια πλάι σε έναν τοίχο δίχως παράθυρα, παίζοντας απαλά την άρπα που είχε στηρίξει στο γόνατό του, που το πάνω σκέλος της ήταν σκαλισμένο και επιχρυσωμένο έτσι που να μοιάζει με τα πλάσματα στα χέρια του Ραντ. Δράκοντες, έτσι τα αποκαλούσαν οι Αελίτες. Ο Ραντ μόνο υποψίες είχε για το πού μπορεί να είχε βρει την άρπα ο Νατάελ. Ήταν ένας μελαχρινός, μεσήλικας, που παντού, εκτός από την Ερημιά του Άελ θα τον θεωρούσαν ψηλό. Το σακάκι και το παντελόνι του ήταν από σκούρο μπλε μετάξι, κατάλληλο ακόμα και για βασιλική αυλή, περίτεχνα κεντημένο με χρυσή κλωστή στο γιακά και τα μανικέτια, μ’ όλα τα ρούχα καλοκουμπωμένα και τα κορδόνια τους δεμένα παρά τη ζέστη. Τα φίνα ρούχα ήταν αταίριαστα με το μανδύα βάρδου που ήταν απλωμένος δίπλα του. Ήταν μεν καλός μανδύας, αλλά τελείως σκεπασμένος από εκατοντάδες μπαλώματα, που είχαν θαρρείς εκατοντάδες χρώματα, ραμμένα με τρόπο, ώστε να πεταρίζουν στην παραμικρή πνοή αέρα, και ήταν το χαρακτηριστικό των υπαίθριων διασκεδαστών, που περιπλανούνταν από το ένα χωριό στο άλλο και ήταν ταυτόχρονα ταχυδακτυλουργοί και ακροβάτες, μουσικοί και παραμυθάδες. Ήταν άνθρωποι που δεν φορούσαν μετάξια. Ήταν ένα δείγμα της οίησης του. Έμοιαζε απορροφημένος στη μουσική του.
«Μπορείς να πεις ό,τι θέλεις μπροστά στον Νατάελ», είπε ο Ραντ. «Στο κάτω-κάτω, είναι ο βάρδος του Αναγεννημένου Δράκοντα». Αν είχε μεγάλη σημασία να μείνει το ζήτημα μυστικό, η Μουαραίν θα τον πίεζε κι άλλο κι αυτός θα έδιωχνε τον Νατάελ, αν και δεν ήθελε να τον χάνει από τα μάτια του.
Η Εγκουέν ξεφύσηξε δυνατά και έστρωσε το σάλι στους ώμους της. «Το κεφάλι σου έχει φουσκώσει σαν παραγινωμένο πεπόνι, Ραντ αλ’Θόρ». Το είπε ρητά, σαν να δήλωνε γεγονός.
Θυμός ξέσπασε έξω από το Κενό. Όχι για τα λόγια της· η Εγκουέν είχε τη συνήθεια να του κόβει τη φόρα, ακόμα και όταν ήταν παιδιά, είτε του άξιζε είτε όχι. Τώρα τελευταία όμως του φαινόταν ότι συνεργαζόταν με την Μουαραίν και προσπαθούσε να τον ταράζει, έτσι ώστε να μπορεί η Άες Σεντάι να τον ωθεί εκεί που ήθελε. Όταν ήταν μικρότεροι, προτού μάθουν τι ήταν ο Ραντ, νόμιζαν ότι κάποια μέρα θα παντρεύονταν. Και να τώρα που έπαιρνε το μέρος της Μουαραίν και στρεφόταν εναντίον του.
Με μια σκληρή έκφραση, μίλησε πιο απότομα απ’ όσο ήθελε. «Πες μου τι θέλεις, Μουαραίν. Πες μου το εδώ και τώρα, αλλιώς περίμενε να βρω χρόνο για σένα. Έχω πολλά να κάνω». Ήταν εξόφθαλμο ψέμα. Τον περισσότερο καιρό έκανε εξάσκηση στο σπαθί με τον Λαν ή στα δόρατα με τον Ρούαρκ ή τον μάθαιναν και οι δύο να παλεύει με χέρια και πόδια. Αλλά σήμερα θα προτιμούσε να φοβερίζει αυτός, παρά να τον φοβερίζουν. Ο Νατάελ μπορούσε να ακούσει τα πάντα. Σχεδόν τα πάντα. Αρκεί να ήξερε ο Ραντ ανά πάσα στιγμή που βρισκόταν ο βάρδος.
Η Μουαραίν και η Εγκουέν έσμιξαν τα φρύδια, αλλά τουλάχιστον η πραγματική Άες Σεντάι φάνηκε να καταλαβαίνει ότι αυτή τη φορά δεν θα τον μετέπειθε. Έριξε μια ματιά στον Νατάελ, έσφιξε τα χείλη για μια στιγμή —ο άνθρωπος έμοιαζε ακόμα βυθισμένος στη μουσική του― και μετά έβγαλε ένα χοντρό πακέτο από γκρίζο μετάξι από το πουγκί της.
Αυτός το ξεδίπλωσε και ακούμπησε τα περιεχόμενά του στο τραπέζι: ένα δίσκο μεγάλο σαν ανδρική παλάμη, ο μισός σε πένθιμο μαύρο χρώμα, ο μισός σε άσπιλο λευκό, με τα δύο χρώματα να ανταμώνουν σε μια φιδίσια γραμμή σχηματίζοντας δύο ενωμένα δάκρυα. Ήταν το σύμβολο των Άες Σεντάι, πριν από το Τσάκισμα, αλλά αυτός ο δίσκος σήμαινε κάτι παραπάνω. Μόνο άλλοι επτά σαν κι αυτόν είχαν κατασκευαστεί ποτέ, οι σφραγίδες στη φυλακή του Σκοτεινού. Ή μάλλον κάθε δίσκος ήταν η εστία για μια σφραγίδα. Η Μουαραίν έβγαλε ένα μαχαίρι από τη ζώνη της, με λαβή τυλιγμένη με ασημένιο καλώδιο, κι έξυσε ελαφρά την άκρη του δίσκου. Κι από κει έπεσε ένα μικρούλικο ολόμαυρο ψήγμα.
Ο Ραντ, παρ’ όλο που τον περιέβαλλε το Κενό, άφησε μια μικρή κραυγούλα. Η ίδια η αδειανοσύνη φάνηκε να τρεμουλιάζει, και για μια στιγμή η Δύναμη απείλησε να τον κατακλύσει. «Είναι αντίγραφο; Είναι πλαστό;»
«Το βρήκα στην πλατεία εδώ κάτω», είπε η Μουαραίν. «Όμως είναι αληθινό. Αυτό που έφερα μαζί μου από το Δάκρυ είναι ίδιο». Λες κι έλεγε ότι ήθελε μπιζελόσουπα για το μεσημεριανό της. Η Εγκουέν, όμως, έσφιξε γύρω της το σάλι σαν να κρύωνε.
Ο Ραντ ένιωσε κι ο ίδιος να ανασαλεύει ο φόβος, να σέρνεται στην επιφάνεια του Κενού. Δυσκολεύτηκε να αφήσει το σαϊντίν, αλλά βίασε τον εαυτό του να το κάνει. Αν έχανε την αυτοσυγκέντρωσή του, η Δύναμη θα τον αφάνιζε επιτόπου, κι εκείνος ήθελε να στρέψει όλη του την προσοχή σ’ αυτό το ζήτημα. Έστω κι έτσι, που είχε ξεφύγει από το μόλυσμα, ένιωθε σαν να είχε χάσει κάτι.
Το ψήγμα που είχε πέσει στο τραπέζι ήταν αδύνατον να υπάρχει. Εκείνοι οι δίσκοι ήταν φτιαγμένοι από κουεντιγιάρ, καρδιόπετρα, και ό,τι φτιαχνόταν από κουεντιγιάρ δεν μπορούσε να σπάσει ποτέ, ούτε ακόμα και με τη χρήση της Μίας Δύναμης. Όποια δύναμη κι αν ασκούσες πάνω του, απλώς το έκανες ανθεκτικότερο. Παρ’ όλο που ο τρόπος κατασκευής της καρδιόπετρας είχε χαθεί στο Τσάκισμα του Κόσμου, ό,τι είχε φτιαχτεί απ’ αυτήν, στην Εποχή των Θρύλων, εξακολουθούσε να υπάρχει, ακόμα και το πιο εύθραυστο βάζο, ακόμα κι αν το Τσάκισμα του Κόσμου το είχε βυθίσει στον πυθμένα του ωκεανού ή το είχε θάψει κάτω από βουνό. Φυσικά, οι τρεις από τους επτά δίσκους ήταν ήδη σπασμένοι, όμως αυτό που τους είχε σπάσει δεν ήταν ένα απλό μαχαιράκι.
Τώρα που το σκεφτόταν, όμως, συνειδητοποιούσε ότι δεν ήξερε πώς στ’ αλήθεια είχαν σπάσει οι άλλοι τρεις δίσκοι. Αν καμία δύναμη εκτός του Δημιουργού δεν μπορούσε να σπάσει την καρδιόπετρα, τότε δεν μπορούσε να έχει συμβεί αυτό.
«Πώς;» ρώτησε και ξαφνιάστηκε μόλις κατάλαβε ότι η φωνή του ήταν σταθερή όσο και πριν, ενώ τον περιέβαλλε το Κενό.
«Δεν ξέρω», απάντησε η Μουαραίν, που έδειχνε κι αυτή εξίσου ψύχραιμη. «Όμως βλέπεις το πρόβλημα; Αν πέσει από το τραπέζι, μπορεί να σπάσει. Αν είναι έτσι και οι άλλοι δίσκοι, όπου και να βρίσκονται, τότε τέσσερις άνδρες με σφυριά μπορούν να ξανανοίξουν την τρύπα στη φυλακή του Σκοτεινού. Ποιος ξέρει άραγε πόσο αποτελεσματική είναι η σφραγίδα σε αυτήν την κατάσταση;»
Ο Ραντ το κατάλαβε. Ακόμα δεν είμαι έτοιμος. Δεν ήταν σίγουρος για το αν θα ήταν ποτέ έτοιμος, αλλά τώρα σίγουρα δεν ήταν. Η Εγκουέν είχε μια έκφραση λες και κοίταζε μέσα στον ανοιγμένο τάφο της.
Η Μουαραίν ξανατύλιξε το δίσκο και τον ξανάβατε στο πουγκί της. «Ίσως βρω μια πιθανή απάντηση προτού το πάω στην Ταρ Βάλον. Αν ξέρουμε το γιατί, ίσως μπορεί να γίνει κάτι».
Την προσοχή του Ραντ είχε αιχμαλωτίσει η εικόνα του Σκοτεινού να βγαίνει από το Σάγιολ Γκουλ για άλλη μια φορά, να απελευθερώνεται ολότελα· φωτιές και σκότος σκέπαζαν τον κόσμο μέσα στο νου του, φωτιές που έκαιγαν και δεν έριχναν φως, σκοτάδι βαρύ σαν πέτρα που πλάκωνε τον αέρα. Μ’ αυτή την εικόνα στο νου του, δεν έπιασε αμέσως αυτό που είχε πει η Μουαραίν. «Σκοπεύεις να πας κι εσύ;» Νόμιζε ότι η Μουαραίν είχε σκοπό να μείνει κοντά του σαν βρύα πάνω σε πέτρα. Αυτό δεν θέλεις; αναρωτήθηκε.
«Κάποια στιγμή», απάντησε χαμηλόφωνα η Μουαραίν. «Κάποια στιγμή, θα πάω ― στο κάτω-κάτω, θα πρέπει να σε αφήσω κάποτε. Ό,τι είναι να γίνει, πρέπει να γίνει». Του Ραντ του φάνηκε ότι η Μουαραίν ανατρίχιασε, αλλά ήταν τόσο φευγαλέο που μπορεί να έφταιγε η φαντασία του, και αμέσως μετά η Μουαραίν ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία και την ηρεμία της. «Θα έπρεπε να προετοιμάζεσαι». Ήταν δυσάρεστη αυτή η υπενθύμιση των αμφιβολιών του. «Θα έπρεπε να συζητήσουμε τα σχέδιά σου. Δεν μπορείς να κάθεσαι για πολύ ακόμα εδώ. Ακόμα κι αν οι Αποδιωγμένοι δεν σκοπεύουν να σε κυνηγήσουν, δεν παύουν να είναι εκεί έξω και να εδραιώνουν την εξουσία τους. Το ότι συγκεντρώνεις τους Αελίτες δεν πρόκειται να σε βοηθήσει, αν κάποια στιγμή βρεις ότι τα πάντα πέρα από τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου βρίσκονται στα χέρια των Αποδιωγμένων».
Ο Ραντ χασκογέλασε και έγειρε στο τραπέζι. Ήταν, λοιπόν, άλλο ένα τέχνασμα· αν η Μουαραίν τον έκανε να ανησυχήσει μήπως τον άφηνε, τότε ίσως να ήταν πιο διατεθειμένος να την ακούσει, πιο επιρρεπής στην καθοδήγησή της. Η Μουαραίν φυσικά δεν μπορούσε να πει ψέματα, τουλάχιστον όχι απροκάλυπτα ψέματα. Σ’ αυτό συντελούσε ο ένας από τους περιβόητους Τρεις Όρκους· δεν μπορούσαν να πουν λέξη που να μην είναι αληθινή. Ο Ραντ είχε μάθει ότι αυτό άφηνε περιθώριο για να χωρέσει το πιο μεγάλο ψέμα. Κάποια στιγμή, θα τον άφηνε ήσυχο. Μετά το θάνατό του, σίγουρα.
«Θέλεις να συζητήσουμε τα σχέδιά μου», είπε ξερά. Έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του μια πίπα με κοντό επιστόμιο και μια δερμάτινη ταμπακοσακούλα, πάτησε καλά το ταμπάκο στην πίπα και άγγιξε ελαφρά το σαϊντίν για να διαβιβάσει μια φλόγα που τρεμόπαιξε προτού ανάψει. «Γιατί; Είναι δικά μου σχέδια». Ρουφώντας αργά, στάθηκε και περίμενε, χωρίς να δίνει σημασία στο αγριωπό βλέμμα της Εγκουέν.
Η έκφραση της Άες Σεντάι δεν άλλαξε, αλλά τα μεγάλα μαύρα μάτια της φάνηκαν να παίρνουν φωτιά. «Τι έκανες όταν αρνήθηκες την καθοδήγησή μου;» Η φωνή της ήταν ψυχρή σαν τα χαρακτηριστικά της, όμως τα λόγια έπεφταν πάνω του σαν καμτσικιές. «Όπου έχεις πάει, έχεις αφήσει θάνατο, καταστροφή και πόλεμο στο διάβα σου».
«Όχι στο Δάκρυ», της είπε, πιο γρήγορα απ’ όσο έπρεπε. Και με αμυντικό ύφος. Δεν έπρεπε να χάσει την ψυχραιμία του. Αποφασισμένος, άρχισε να ρουφά αργά, προσεκτικά την πίπα του.
«Όχι», συμφώνησε εκείνη, «στο Δάκρυ όχι. Για μια φορά είχες ένα έθνος στο πλευρό σου, ένα λαό, και τι έκανες; Το ότι έφερες δικαιοσύνη στο Δάκρυ είναι αξιέπαινο. Όπως και το ότι επέβαλες την τάξη στην Καιρχίν και το ότι τάισες τους φτωχούς. Αλλοτε θα σε επικροτούσα γι’ αυτό». Η ίδια ήταν Καιρχινή. «Αλλά δεν σε βοηθά για τη μέρα που θα αντιμετωπίσεις την Τάρμον Γκάι’ντον». Όταν έβαζε κάτι στο νου της, δεν της το έβγαζες με τίποτα, αδιαφορούσε για οτιδήποτε άλλο, ακόμα και για την ίδια της τη χώρα. Αλλά μήπως κι αυτός δεν ήταν ίδιος;
«Τι θα μ’ έβαζες να κάνω; Να κυνηγήσω τους Αποδιωγμένους έναν-έναν;» Βίασε πάλι τον εαυτό του να ρουφά πιο αργά την πίπα· ήταν δύσκολο. «Ξέρεις άραγε πού είναι; Εντάξει, ο Σαμαήλ είναι στο Ίλιαν —το ξέρεις αυτό― όμως οι υπόλοιποι; Για σκέψου να επιτεθώ στον Σαμαήλ όπως θέλεις και να βρω ότι είναι δυο ή τρεις ή τέσσερις μαζί; Ή και οι εννιά;»
«Θα μπορούσες να αντιμετωπίσεις τρεις ή τέσσερις, ίσως και τους εννιά που επιζούν», του είπε αυτή παγωμένα, «αν δεν είχες αφήσει το Καλαντόρ στο Δάκρυ. Η αλήθεια είναι ότι το έχεις βάλει στα πόδια. Δεν έχεις κανένα σχέδιο, κανένα σχέδιο ώστε να προετοιμαστείς για την Τελευταία Μάχη. Τρέχεις από το ένα μέρος στο άλλο, ελπίζοντας ότι με κάποιον τρόπο όλα θα έχουν την πιο αίσια έκβαση. Ελπίζοντας, επειδή δεν ξέρεις τι άλλο να κάνεις. Αν δεχόσουν τις συμβουλές μου, τουλάχιστον θα―» Αυτός την διέκοψε, κάνοντας μια απότομη κίνηση με την πίπα του, χωρίς να νοιαστεί για τις άγριες ματιές των δύο γυναικών.
«Έχω ένα σχέδιο». Αφού ήθελαν να μάθουν, ας το μάθαιναν, και ο Ραντ, που να καιγόταν, δεν θα άλλαζε την παραμικρή λέξη. «Κατ’ αρχάς, σκοπεύω να δώσω τέλος στους πολέμους και τους σκοτωμούς, είτε τους άρχισα εγώ είτε όχι. Αν οι άνθρωποι θέλουν να σκοτώνουν, ας σκοτώνουν Τρόλοκ, όχι ο ένας τον άλλο. Στον Πόλεμο των Αελιτών, τέσσερις φατρίες πέρασαν το Δρακότειχος και κοντά στα δύο χρόνια έκαναν ό,τι ήθελαν. Λαφυραγώγησαν και έκαψαν την Καιρχίν, κατατρόπωσαν κάθε στρατό που στάλθηκε εναντίον τους. Αν ήθελαν, μπορούσαν να πάρουν και την Ταρ Βάλον. Ο Πύργος δεν θα τους σταματούσε, χάρη στους Τρεις Όρκους σας». Δεν έπρεπε να χρησιμοποιούν τη Δύναμη ως όπλο παρά μόνο ενάντια σε Σκιογεννήματα ή Σκοτεινόφιλους ή για να υπερασπιστούν τη ζωή τους ― ήταν άλλος ένας Όρκος, και οι Αελίτες δεν είχαν απειλήσει τον ίδιο τον Πύργο. Τώρα τον είχε καταλάβει ο θυμός. Έτρεχε και έλπιζε, ε; «Αυτό το έκαναν τέσσερις φατρίες. Τι θα συμβεί όταν οδηγήσω έντεκα φατρίες πέρα από τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου;» Έπρεπε να του αρκέσουν οι έντεκα· ελάχιστες ελπίδες υπήρχαν να πείσει και το Σάιντο. «Μέχρι να σκεφτούν τα έθνη να ενωθούν, θα είναι πολύ αργά. Ή θα δεχθούν την ειρήνη μου ή αλλιώς θάψτε με στο Καν Μπρέατ». Η άρπα άφησε έναν κακόφωνο ήχο και ο Νατάελ έσκυψε πάνω από το όργανο, κουνώντας το κεφάλι του. Μετά από μια στιγμή, ξανακούστηκαν οι παρηγορητικοί ήχοι.
«Ακόμα και ένα πεπόνι δεν είναι τόσο φουσκωμένο όσο το κεφάλι σου», μουρμούρισε η Εγκουέν, σταυρώνοντας τα χέρια κάτω από τα στήθη της. «Και μια πέτρα δεν έχει τόσο πείσμα όσο εσύ! Η Μουαραίν απλώς προσπαθεί να σε βοηθήσει. Δεν το καταλαβαίνεις;»
Η Άες Σεντάι ίσιωσε τα μεταξωτά φουστάνια της, αν και δεν υπήρχε ανάγκη. «Το να πάρεις τους Αελίτες πέρα από το Δρακότειχος ίσως είναι ό,τι χειρότερο μπορείς να κάνεις». Υπήρχε μια ένταση στη φωνή της, που έδειχνε ίσως θυμό ή σύγχυση. Τουλάχιστον της είχε δώσει να καταλάβει ότι δεν ήταν μαριονέτα. «Στο μεταξύ, η Έδρα της Άμερλιν προσεγγίζει τους κυβερνήτες όλων των εθνών που έχουν ακόμα αρχηγό και τους παρουσιάζει τις αποδείξεις ότι είσαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Γνωρίζουν τις Προφητείες· γνωρίζουν τι γεννήθηκες να κάνεις. Όταν πειστούν ποιος και τι είσαι, θα σε αποδεχθούν επειδή έτσι πρέπει. Η Τελευταία Μάχη έρχεται και είσαι η μόνη ελπίδα τους, η μόνη ελπίδα της ανθρωπότητας».
Ο Ραντ γέλασε δυνατά. Το γέλιο του ήταν πικρό. Δάγκωσε την πίπα και ανέβηκε, για να καθίσει σταυροπόδι στο τραπέζι, κοιτάζοντάς τις. «Εσύ και η Σιουάν Σάντσε, λοιπόν, νομίζετε ότι ξέρετε τα πάντα». Φωτός θέλοντος, δεν τα ήξεραν όλα γι’ αυτόν, και δεν θα τα μάθαιναν ποτέ. «Είστε και οι δύο ανόητες».
«Δείξε λίγο σεβασμό!» μούγκρισε η Εγκουέν, ο Ραντ όμως συνέχισε χωρίς να σταματήσει να μιλά στιγμή.
«Οι Δακρυνοί Υψηλοί Άρχοντες ξέρουν κι αυτοί τις Προφητείες και με γνώρισαν κι εμένα, από τη στιγμή που είδαν το Ανέγγιχτο Σπαθί σφιγμένο στη γροθιά μου. Οι μισοί περιμένουν να τους φέρω εξουσία ή δόξα ή και τα δύο· οι άλλοι μισοί θα προτιμούσαν να μου καρφώσουν ένα μαχαίρι στην πλάτη και να ξεχάσουν ότι πέρασε ποτέ ο Αναγεννημένος Δράκοντας από το Δάκρυ. Να πώς θα χαιρετήσουν τον Αναγεννημένο Δράκοντα τα έθνη. Εκτός αν τα υποτάξω πρώτα, όπως έκανα με τους Δακρυνούς. Ξέρετε γιατί άφησα το Καλαντόρ στο Δάκρυ; Για να τους θυμίζω την ύπαρξή μου. Κάθε μέρα ξέρουν ότι είναι εκεί, χωμένο στην Καρδιά της Πέτρας, και ξέρουν ότι θα ξαναγυρίσω σ’ αυτό. Να τι τους ωθεί κοντά μου». Ήταν ο ένας λόγος που είχε αφήσει πίσω το Ανέγγιχτο Σπαθί. Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται τον άλλο λόγο.
«Να προσέχεις πολύ», είπε έπειτα από μια στιγμή η Μουαραίν. Μόνο αυτό, με φωνή παγερή, ψύχραιμη. Ο Ραντ άκουσε την αυστηρή προειδοποίηση στα λόγια της. Κάποτε την είχε ακούσει να λέει με τον ίδιο τόνο ότι θα προτιμούσε να τον δει πεθαμένο, παρά να τον αφήσει να πάει με το μέρος της Σκιάς. Σκληρή γυναίκα.
Μια ατέλειωτη στιγμή έμεινε με το βλέμμα της στυλωμένο πάνω του, με μάτια σαν σκοτεινές λιμνούλες που απειλούσαν να τον καταπιούν. Κι έπειτα η Μουαραίν έκανε μια τέλεια γονυκλισία. «Με την άδειά σου, Άρχοντα Δράκοντά μου, θα πάω να πω στον αφέντη Καντίρ πού θέλω να δουλέψει αύριο».
Κανένας δεν θα μπορούσε να εντοπίσει την παραμικρή κοροϊδία στην κίνηση ή στη φωνή της, όμως ο Ραντ την ένιωσε. Η Μουαραίν θα δοκίμαζε να κάνει οτιδήποτε θα τον οδηγούσε στο να χάσει την αυτοκυριαρχία του, οτιδήποτε θα τον έκανε πιο πειθήνιο λόγω τύψεων ή ντροπής ή αβεβαιότητας ή όποιου άλλου δυσάρεστου συναισθήματος. Έμεινε να την κοιτάζει όπως έφευγε, ώσπου την έκρυψαν οι χάντρες της πόρτας με τον κρότο τους.
«Μη μουτρώνεις έτσι, Ραντ αλ’Θόρ». Ο τόνος της Εγκουέν ήταν χαμηλός, το βλέμμα της οργισμένο· κρατούσε το σάλι της σαν να ήθελε να το πάρει και να τον πνίξει. «Άρχοντας Δράκοντας, ακούς εκεί! Ό,τι κι αν είσαι, δεν παύεις να είσαι ανάγωγος, ένα γαϊδούρι δίχως τρόπους. Φτηνά τη γλίτωσες με μια ξυλιά. Δεν θα πάθεις και τίποτα αν φέρεσαι ευγενικά!»
«Άρα ήσουν όντως εσύ!» της είπε απότομα και προς έκπληξή του εκείνη σχεδόν κούνησε το κεφάλι προτού συγκρατηθεί. Τελικά το είχε κάνει η Μουαραίν. Για να εκδηλώνει τόσο εκνευρισμό η Άες Σεντάι, κάτι πρέπει να τη βασάνιζε. Σίγουρα αυτός ήταν η αιτία. Ίσως έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη. Τι να πω, δεν παθαίνω τίποτα να φερθώ ευγενικά. Αν και δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε να είναι κόσμιος απέναντι στην Άες Σεντάι τη στιγμή που εκείνη προσπαθούσε να τον πιάσει στα δίχτυα της.
Παρ’ όλο όμως που σκεφτόταν ότι θα προσπαθούσε να φερθεί ευγενικά, η Εγκουέν δεν έκανε το ίδιο. Αν τα αναμμένα κάρβουνα είχαν σκούρο καστανό χρώμα, θα ήταν ακριβώς σαν τα μάτια της. «Είσαι ένας χοντροκέφαλος ανόητος, Ραντ αλ’Θόρ, και κακώς είπα στην Ηλαίην ότι είσαι άξιος γι’ αυτήν. Δεν είσαι άξιος ούτε για ταίρι νυφίτσας! Μην έχεις τόσο ψηλά τη μύτη. Σε θυμάμαι κάθιδρο να λες δικαιολογίες για να γλιτώσεις από κει που σε είχε μπλέξει ο Ματ. Θυμάμαι τη Νυνάβε να σε δέρνει με τη βέργα κι εσύ να τσιρίζεις, και μετά να θέλεις μαξιλαράκι για να καθίσεις. Και δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Θα έπρεπε να πω στην Ηλαίην να σε ξεχάσει. Αν ήξερε έστω και λίγο το πόσο έχεις αλλάξει...»
Ο Ραντ έμεινε να την κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα, καθώς αυτή συνέχισε να του τα ψέλνει, πιο οργισμένη από κάθε άλλη φορά από τότε που είχε πρωτομπεί στο δωμάτιο. Κι έπειτα του πέρασε από το νου. Είχε κουνήσει ανάλαφρα το κεφάλι άθελά της, δείχνοντάς του ότι η Μουαραίν ήταν εκείνη που τον είχε χτυπήσει με τη Δύναμη. Η Εγκουέν έβαζε τα δυνατά της για να κάνει με τον σωστό τρόπο όσα έκανε. Μαθητεύοντας στις Σοφές, φορούσε ρούχα Αελίτικα· ίσως μάλιστα να υιοθετούσε και Αελίτικα έθιμα. Ήταν στο χαρακτήρα της αυτός ο τρόπος δουλειάς. Επίσης, έβαζε τα δυνατά της για να είναι σωστή Άες Σεντάι συνεχώς, έστω κι αν ήταν απλώς Αποδεχθείσα. Οι Άες Σεντάι συνήθως συγκρατούσαν τα νεύρα τους, αλλά ποτέ δεν φανέρωναν αυτό που ήθελαν να κρύψουν.
Η Ιλυένα ποτέ δεν ξεσπούσε πάνω μου όταν ήταν θυμωμένη με τον εαυτό της. Όταν με μάλωνε, το έκανε επειδή... Για μια στιγμή, το μυαλό του πάγωσε. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε γνωρίσει γυναίκα που να λέγεται Ιλυένα. Μα μπορούσε να ξαναφέρει αχνά στη μνήμη του ένα πρόσωπο που αντιστοιχούσε στο όνομα: όμορφο προσωπάκι, επιδερμίδα σαν κρέμα, χρυσά μαλλιά στην ίδια ακριβώς απόχρωση των μαλλιών της Ηλαίην. Σίγουρα ήταν γέννημα τρέλας. Το ότι θυμόταν μια φανταστική γυναίκα. Ίσως κάποια μέρα θα κατέληγε να κουβεντιάζει με ανθρώπους που δεν ήταν μπροστά του.
Το κατσάδιασμα της Εγκουέν κόπηκε μ’ ένα ανήσυχο βλέμμα. «Είσαι καλά, Ραντ;» Ο θυμός είχε χαθεί από τη φωνή της, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. «Έχεις τίποτα; Μήπως πρέπει να ξαναφέρω τη Μουαραίν για να σε―»
«Όχι!» είπε εκείνος κι εξίσου γοργά μαλάκωσε τη φωνή του. «Δεν μπορεί να Θεραπεύσει...» Ακόμα και μια Άες Σεντάι δεν μπορούσε να θεραπεύσει την τρέλα· καμία τους δεν μπορούσε να θεραπεύσει αυτό που τον έτρωγε. «Είναι καλά η Ηλαίην;»
«Καλά είναι». Παρά τα όσα είχε πει η Εγκουέν, υπήρχε μια νότα συμπόνιας στη φωνή της. Ο Ραντ δεν περίμενε τίποτα παραπάνω. Έπρεπε να του αρκούν όσα ήξερε για την Ηλαίην, τότε που η κοπέλα είχε φύγει από το Δάκρυ, και τα υπόλοιπα ήταν δουλειά των Άες Σεντάι και όχι δική του· έτσι του είχε πει η Εγκουέν, κι όχι μόνο μια φορά, και η Μουαραίν το είχε επίσης επαναλάβει. Οι τρεις Σοφές που μπορούσαν να ονειροβατούν, με τις οποίες μελετούσε η Εγκουέν, του έλεγαν ακόμα λιγότερα· αυτές είχαν τους δικούς τους λόγους να μην είναι ευχαριστημένες μαζί του.
«Πρέπει να φεύγω κι εγώ», συνέχισε η Εγκουέν, ρίχνοντας το σάλι γύρω από τα μπράτσα της. «Είσαι κουρασμένος». Έσμιξε ελαφρά τα φρύδια και είπε, «Ραντ, τι σημαίνει να σε θάψουν στο Καν Μπρέατ;»
Εκείνος έκανε να τη ρωτήσει τι στο όνομα του Φωτός έλεγε τώρα. Ύστερα θυμήθηκε ότι ο ίδιος είχε χρησιμοποιήσει αυτή τη φράση. «Κάτι που πήρε τ’ αυτί μου», είπε ψέματα. Δεν είχε ιδέα τι σήμαινε και πού το είχε ακούσει.
«Αναπαύσου, Ραντ», του είπε, μιλώντας σαν να ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερη του κι όχι δύο χρόνια μικρότερη. «Υποσχέσου μου ότι θα αναπαυθείς. Το χρειάζεσαι». Εκείνος ένευσε. Η Εγκουέν περιεργάστηκε για μια στιγμή το πρόσωπό του σαν να έψαχνε την αλήθεια, και ύστερα ξεκίνησε προς την πόρτα.
Το ασημένιο κύπελλο του Ραντ με το κρασί υψώθηκε από το χαλί και ήρθε κοντά του αιωρούμενο. Λυτός το άρπαξε βιαστικά στον αέρα ακριβώς προτού κοιτάξει η Εγκουέν πάνω από τον ώμο της.
«Ίσως κάνω άσχημα που σου το λέω», του είπε. «Η Ηλαίην δεν μου το έδωσε σαν μήνυμα για να σου το μεταφέρω, αλλά... Είπε ότι σε αγαπά. Ίσως ήδη να το ξέρεις, αλλά, αν δεν το ξέρεις, πρέπει να το σκεφτείς». Με αυτά τα λόγια χάθηκε και οι χάντρες κροτάλισαν πίσω της.
Ο Ραντ πήδηξε κάτω από το τραπέζι και εκσφενδόνισε το κύπελλο, γεμίζοντας κρασί τα πλακάκια του πατώματος, καθώς έστριβε οργισμένος προς τον Τζέησιν Νατάελ.