Δεν έχετε πηδάλιο», είπε η Σιουάν στις έξι γυναίκες που κάθονταν αντικριστά της σε καρέκλες έξι διαφορετικών ειδών. Ολόκληρο το δωμάτιο ήταν ένα παράταιρο συνονθύλευμα. Δύο μεγάλα τραπέζια κουζίνας κολλητά στους τοίχους είχαν πένες και μελανοδοχεία και βαζάκια με άμμο βαλμένα ίσια. Αταίριαστες λάμπες, μερικές από βερνικωμένο πηλό και άλλες επίχρυσες, και κεριά χοντρά και λεπτά και μακριά και κοντά, όλα έτοιμα να προσφέρουν φως τη νύχτα. Ένα απολειφάδι Ιλιανού μεταξωτού χαλιού, με πλούσια γαλάζια και κόκκινα και χρυσά χρώματα, ήταν απλωμένο στο πάτωμα από τραχιές, φθαρμένες σανίδες. Η Σιουάν και η Ληάνε κάθονταν με το χαλί να τις χωρίζει από τις άλλες, με τέτοιον τρόπο ώστε όλα τα βλέμματα να εστιάζουν πάνω τους. Τα ανοιχτά παράθυρα, που μερικά είχαν ραγισμένα πατζούρια, ενώ σε άλλα τη θέση των πατζουριών είχαν πάρει λαδωμένα κομμάτια μεταξιού, άφηναν να μπαίνει λίγος αέρας, όχι αρκετός όμως για να μειώσει τη ζέστη. Η Σιουάν σκέφτηκε ότι δεν ζήλευε την ικανότητα αυτών των γυναικών να διαβιβάζουν —σίγουρα το είχε ξεπεράσει τώρα πια― αλλά σίγουρα ζήλευε ότι δεν ίδρωναν. Το πρόσωπό της ήταν κάθιδρο. «Όλη αυτή η δραστηριότητα εκεί έξω είναι μόνο παιχνίδι, βιτρίνα. Μπορεί να ξεγελάτε η μια την άλλη, ίσως ακόμα και τους Γκαϊντίν —αν και στη θέση σας δεν θα το έπαιρνα για σίγουρο― αλλά δεν μπορείτε να με ξεγελάσετε».
Ευχήθηκε να μην είχαν προστεθεί στην ομάδα η Μόρβριν και η Μπεόνιν. Η Μόρβριν δυσπιστούσε στα πάντα, παρά το πράο, σχεδόν αφηρημένο μερικές φορές ύφος της· ήταν μια στιβαρή Καφέ αδελφή, με γκρίζες πινελιές στα μαλλιά, που απαιτούσε έξι πειστήρια προτού πιστέψει ότι το ψάρι έχει λέπια. Κι όσο για την Μπεόνιν, μια νοστιμούλα Γκρίζα με σκούρα μελόχρωμα μαλλιά και γκριζογάλανα μάτια, τόσο μεγάλα που της έδιναν συνεχώς μια έκφραση έκπληξης ― μπροστά στην Μπεόνιν, η Μόρβριν ήταν ευκολόπιστη.
«Η Ελάιντα κρατά τον Πύργο στη γροθιά της και ξέρετε ότι θα χειριστεί λανθασμένα τον Ραντ αλ’Θόρ», είπε περιφρονητικά η Σιουάν. «Αν δεν πανικοβληθεί και δεν τον ειρηνέψει πριν από την Τάρμον Γκάι’ντον, αυτό θα οφείλεται σε καθαρή τύχη. Ξέρετε πως ό,τι νιώθετε για έναν άνδρα που διαβιβάζει, οι Κόκκινες το νιώθουν στο δεκαπλάσιο. Ο Λευκός Πύργος είναι στην πιο ασθενική στιγμή του, τώρα που θα έπρεπε να είναι πιο δυνατός από ποτέ, στα χέρια μιας ανόητης τη στιγμή που χρειάζεται ικανή διοίκηση». Ζάρωσε τη μύτη της, κοιτώντας τις μια-μια στα μάτια. «Κι εσύ κάθεστε και πλέετε με τα πανιά κατεβασμένα. Ή μήπως μπορείτε να με πείσετε ότι κάνετε κάτι καλύτερο από το να παίζετε τα δάχτυλα και να βγάζετε μπουρμπουλήθρες;»
«Συμφωνείς με τη Σιουάν, Ληάνε;» ρώτησε ήπια η Ανάγια. Η Σιουάν δεν είχε καταλάβει ποτέ γιατί η Μουαραίν συμπαθούσε αυτή τη γυναίκα. Όταν την έβαζες να κάνει κάτι που δεν ήθελε, ήταν σαν να χτυπούσες ένα σακί με πούπουλα. Δεν σου εναντιωνόταν, δεν λογομαχούσε· απλώς σιωπηλά αρνιόταν να μετακινηθεί. Ακόμα και ο τρόπος που καθόταν, με τα χέρια σταυρωμένα, έδειχνε περισσότερο γυναίκα που περίμενε να ζυμώσει παρά Άες Σεντάι.
«Εν μέρει συμφωνώ», απάντησε η Ληάνε. Η Σιουάν της έριξε μια αιχμηρή ματιά, την οποία αυτή αγνόησε. «Για το θέμα της Ελάιντα, οπωσδήποτε. Η Ελάιντα θα κακομεταχειριστεί τον Ραντ αλ’Θόρ, όπως κακομεταχειρίζεται τον Πύργο. Όσο για τα υπόλοιπα, ξέρω ότι δουλέψατε σκληρά για να συγκεντρώσετε εδώ τόσες αδελφές, και πιστεύω ότι δουλεύετε εξίσου σκληρά για να κάνετε κάτι σε σχέση με την Ελάιντα».
Η Σιουάν ξεφύσηξε δυνατά. Διασχίζοντας την κοινή αίθουσα, είχε δει κλεφτά μερικές από τις περγαμηνές εκείνες που μελετούσαν εμβριθώς. Ήταν κατάλογοι προμηθειών, κατανομές ξυλείας για την ανοικοδόμηση, βάρδιες για κόψιμο ξύλων κι επιδιόρθωση σπιτιών και καθάρισμα πηγαδιών. Τίποτα παραπάνω. Τίποτα που να μοιάζει έστω και αμυδρά με αναφορά για τις δραστηριότητες της Ελάιντα. Σκόπευαν να ξεχειμωνιάσουν εδώ. Αν συλλαμβανόταν μια Γαλάζια που είχε μάθει για το Σαλιντάρ, αν ανακρινόταν ―δεν θα κρατούσε πολλά μυστικά, αν την αναλάμβανε η Αλβιάριν― αυτό θα αρκούσε για να μάθει η Ελάιντα πώς ακριβώς να τις παγιδεύσει. Ενώ αυτές εδώ θα τις απασχολούσε να φτιάξουν τους λαχανόκηπους και να κόψουν αρκετά καυσόξυλα πριν από τα πρώτα κρύα.
«Τελειώσαμε μ’ αυτό λοιπόν», είπε ψύχραιμα η Καρλίνυα. «Δεν δείχνετε να καταλαβαίνετε ότι δεν είστε πια Άμερλιν και Τηρήτρια. Δεν είστε καν Άες Σεντάι». Μερικές είχαν την αξιοπρέπεια να δείξουν ντροπή. Όχι η Μόρβριν και η Μπεόνιν, αλλά οι υπόλοιπες. Οι Άες Σεντάι δεν ήθελαν να μιλάνε για το σιγάνεμα ή να τους το θυμίζουν·, θα το θεωρούσαν ιδιαιτέρως σκληρό μπροστά σ’ αυτές τις δύο. «Δεν το λέω για να φανώ άσπλαχνη. Δεν πιστεύουμε τις κατηγορίες που σας απηύθυναν —παρά τον συνοδοιπόρο σας― αλλιώς δεν θα ήμασταν εδώ, όμως δεν μπορείτε να ξαναπάρετε τις παλιές σας θέσεις ανάμεσά μας, κι αυτό είναι αντικειμενικό γεγονός».
Η Σιουάν τη θυμόταν καλά ως μαθητευόμενη και ως Αποδεχθείσα. Μια φορά το μήνα έκανε κάποιο παράπτωμα, κάτι ασήμαντο για το οποίο την τιμωρούσαν με μια-δυο επιπλέον ώρες αγγαρείας. Ακριβώς ένα το μήνα. Δεν ήθελε να τη θεωρούν οι άλλες τυπολάτρη. Εκείνα ήταν τα μοναδικά παραπτώματά της —δεν παραβίασε ποτέ άλλους κανόνες, δεν έκανε κανένα στραβοπάτημα· δεν θα ήταν λογικό― αλλά όμως ποτέ δεν είχε καταλάβει γιατί οι άλλες κοπέλες τη θεωρούσαν χαϊδεμένη των Άες Σεντάι. Πολλή λογική κι ελάχιστη κοινή λογική, αυτή ήταν η Καρλίνυα.
«Παρ’ όλο που αυτό που σας έκαναν ακολούθησε πολύ κοντά το γράμμα του νόμου», είπε καλοσυνάτα η Σέριαμ, «συμφωνούμε ότι ήταν κακόβουλο και άδικο, άκρα διαστρέβλωση του πνεύματος του νόμου». Η ράχη της καρέκλας πίσω από τα πυροκόκκινα μαλλιά της ήταν αταίριαστα στολισμένη με ένα σκαλισμένο κουβάρι φιδιών που πάλευαν. «Ό,τι και να λένε οι φήμες, οι περισσότερες κατηγορίες που σου απηύθυναν ήταν τόσο αφελείς που θα έπρεπε να έχουν απορριφθεί μέσα σε γέλια».
«Όχι όμως η κατηγορία ότι γνώριζε για τον Ραντ αλ’Θόρ και συνωμοτούσε για να τον κρύψει από τον Λευκό Πύργο», παρενέβη απότομα η Καρλίνυα.
Η Σέριαμ ένευσε. «Έστω κι έτσι, ακόμα κι αυτό δεν ήταν αρκετό για την τιμωρία που επιβλήθηκε. Ούτε και θα έπρεπε να έχετε δικαστεί εν κρυπτώ, χωρίς καν μια ευκαιρία να υπερασπιστείτε τον εαυτό σας. Μην φοβηθείτε ποτέ ότι θα σας γυρίσουμε την πλάτη. Θα μεριμνήσουμε για σας».
«Ευχαριστώ», είπε η Ληάνε, με φωνή μαλακή, σχεδόν τρεμάμενη.
Η Σιουάν τις κοίταξε κάνοντας μια γκριμάτσα. «Ούτε που με ρωτήσατε για τους πληροφοριοδότες που μπορώ να χρησιμοποιήσω». Συμπαθούσε τη Σέριαμ όταν ήταν μαθήτριες μαζί, αν και τα χρόνια και οι θέσεις τους είχαν φέρει κύματα ανάμεσά τους. «Θα “μεριμνήσετε”, ε; Είναι εδώ η Αλντένε;» Η Ανάγια κούνησε το κεφάλι, προτού προλάβει να σταματήσει την κίνηση της. «Το υποψιαζόμουν πως όχι, αλλιώς θα ξέρατε περισσότερα για το τι συμβαίνει. Τις αφήσατε να στέλνουν τις αναφορές στον Πύργο». Τα πρόσωπά τους έδειξαν ότι σιγά-σιγά συνειδητοποιούσαν τι είχε συμβεί· δεν ήξεραν τη θέση της Αλντένε. «Ήμουν επικεφαλής των πληροφοριοδοτών του Γαλάζιου Άτζα, προτού ανακηρυχθώ Αμερλιν». Αλλη μια έκπληξη. «Με λίγη δουλειά, όλες οι Γαλάζιες πληροφοριοδότριες, κι εκείνες επίσης που με υπηρέτησαν όταν ήμουν Αμερλιν, μπορούν να στέλνουν τις αναφορές τους σε σας, με τρόπο ώστε να μην γνωρίζουν τον τελικό αποδέκτη τους». Θα ήθελε πολύ παραπάνω δουλειά απ’ όσο έλεγε, όμως είχε ήδη καταστρώσει στο μυαλό της πώς περίπου θα μπορούσε να γίνει, και προς το παρόν δεν υπήρχε ανάγκη να ξέρουν περισσότερα οι γυναίκες που ήταν μπροστά της. «Και μπορούν να συνεχίσουν να στέλνουν αναφορές στον Πύργο, αναφορές που να περιέχουν ό,τι... θέλετε να πιστέψει η Ελάιντα». Παραλίγο θα έλεγε «ό,τι θέλουμε»· έπρεπε να προσέχει τη γλώσσα της.
Αυτό φυσικά δεν τους άρεσε. Οι γυναίκες που διαχειρίζονταν τα δίκτυα μπορεί να ήταν γνωστές μονάχα σε λίγες, αλλά ήταν όλες Άες Σεντάι. Ανέκαθεν ήταν Άες Σεντάι. Ήταν όμως ο μόνος μοχλός που μπορούσε να χρησιμοποιήσει η Σιουάν, για να μπει στους κύκλους όπου παίρνονταν οι αποφάσεις. Αλλιώς, το πιθανότερο ήταν ότι θα πετούσαν αυτήν και τη Ληάνε σε μια καλύβα με μια υπηρέτρια να τις περιποιείται, και, πιθανόν, αραιά και πού να τις επισκεπτόταν κάποια Άες Σεντάι που ήθελε να εξετάσει γυναίκες που είχαν σιγανευτεί, μέχρι τη μέρα που θα πέθαιναν. Θα πέθαιναν σύντομα υπό αυτές τις συνθήκες.
Φως μου, μπορεί ακόμα και να μας παντρέψουν! Μερικές πίστευαν ότι ο άνδρας και τα παιδιά μπορούσαν να απασχολήσουν μια γυναίκα και να αντικαταστήσουν τη Μία Δύναμη στη ζωή της. Υπήρχαν γυναίκες που είχαν σιγανευτεί αντλώντας υπερβολικά πολύ σαϊντάρ ή δοκιμάζοντας τερ’ανγκριάλ για να βρουν το σκοπό τους, και σε αρκετές από αυτές είχαν παρουσιαστεί άνδρες που θεωρούνταν κατάλληλοι για γάμο. Εφόσον εκείνες που παντρεύονταν πάντα έφευγαν όσο πιο μακριά μπορούσαν από τον Πύργο και από τις αναμνήσεις του, η θεωρία παρέμενε αναπόδειχτη.
«Δεν θα είναι πολύ δύσκολο», είπε με σεμνό ύφος η Ληάνε, «να έρθω σε επαφή με εκείνες που ήταν πληροφοριοδότριές μου προτού γίνω Τηρήτρια. Το σημαντικότερο είναι ότι ως Τηρήτρια των Χρονικών είχα πράκτορες στην ίδια την Ταρ Βάλον». Μερικές άνοιξαν πλατιά τα μάτια από έκπληξη, αν και η Καρλίνυα στένεψε τα δικά της. Η Ληάνε βλεφάρισε, σάλεψε τα πόδια ανήσυχα και χαμογέλασε δειλά. «Πάντα θεωρούσα ότι ήταν ανοησία να δίνουμε περισσότερη προσοχή στο κλίμα που υπήρχε στο Έμπου Νταρ ή στο Μπάνταρ Έμπαν κι όχι στη δική μας πόλη». Σίγουρα θα αντιλαμβάνονταν την αξία των πληροφοριοδοτών στην Ταρ Βάλον.
«Σιουάν». Γέρνοντας μπροστά όπως καθόταν στην καρέκλα με τα χοντρά μπράτσα, η Μόρβριν είπε το όνομα με σταθερή φωνή, σαν να ήθελε να τονίσει το ότι δεν την είχε αποκαλέσει Μητέρα. Το στρογγυλό πρόσωπό της τώρα έδειχνε πείσμα μάλλον παρά νωθρότητα, και η στιβαρότητα του κορμιού της ήταν μια απειλητική μάζα. Όταν ήταν μαθητευόμενη η Σιουάν, η Μόρβριν σπανίως πρόσεχε τις αταξίες των κοριτσιών γύρω της, όταν όμως τις πρόσεχε, αναλάμβανε δράση προσωπικά και οι παραβάτισσες για μέρες δεν μπορούσαν να καθίσουν κανονικά και περπατούσαν με μικρά βηματάκια. «Γιατί να σου επιτρέψουμε να κάνεις ό,τι θέλεις; Σιγανεύτηκες, γυναίκα. Ό,τι κι αν ήσουν κάποτε, δεν είσαι πια Άες Σεντάι. Αν θελήσουμε τα ονόματα αυτών των πρακτόρων, θα μας τα δώσετε». Στην τελευταία φράση υπήρχε ρητή βεβαιότητα· είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, θα τα έλεγαν. Κι αυτό θα έκαναν, αν αυτές οι γυναίκες τα ήθελαν τόσο πολύ.
Η Ληάνε έδειξε να ανατριχιάζει, αλλά η καρέκλα της Σιουάν έτριξε, καθώς ίσιωνε την πλάτη της. «Ξέρω ότι δεν είμαι πια Άμερλιν. Νομίζετε πως δεν ξέρω ότι σιγανεύτηκα; Το πρόσωπό μου άλλαξε, όχι όμως αυτό που είναι μέσα μου. Όσα έχω μάθει υπάρχουν ακόμα στο μυαλό μου. Χρησιμοποιείστε τα! Για την αγάπη του Φωτός, χρησιμοποιήστε με!» Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει —Που να καώ, δεν θα τις αφήσω να με παραπετάξουν! ― και η Μυρέλ μίλησε μέσα στη σιωπή.
«Τα νευράκια μιας νεαρής συνοδεύουν ένα νεαρό πρόσωπο». Χαμογελώντας, κάθισε στην άκρη μιας καρέκλας με ίσια ράχη που θα στεκόταν μπροστά στο τζάκι κάποιου αγρότη, αν δεν τον ενοχλούσε το βερνίκι που έπεφτε σαν νιφάδες. Το χαμόγελο όμως ήταν διαφορετικό από το συνηθισμένο της, έδειχνε ηρεμία και γνώση μαζί, και τα μαύρα μάτια της, μεγάλα σχεδόν όσο της Μπεόνιν, έδειχναν συμπόνια. «Είμαι βέβαια ότι καμία δεν θέλει να νιώθεις άχρηστη, Σιουάν. Και είμαι βέβαιη ότι όλες θέλουμε να αξιοποιήσουμε στο έπακρο τις γνώσεις σου. Όσα ξέρεις, θα μας σταθούν πολύ χρήσιμα».
Η Σιουάν δεν ήθελε τη συμπόνια της. «Μοιάζει να ξεχάσατε τον Λογκαίν και το λόγο που τον έσυρα ως εδώ από την Ταρ Βάλον». Δεν σκόπευε να το θίξει η ίδια, όμως αφού εκείνες είχαν αφήσει το ζήτημα να κείτεται... «Την “κοκορόμυαλη” ιδέα μου;»
«Πολύ καλά, Σιουάν», είπε η Σέριαμ. «Γιατί;»
«Επειδή το πρώτο βήμα για να ανατρέψουμε την Ελάιντα είναι να αποκαλύψει ο Λογκαίν στον Πύργο, στον κόσμο ολόκληρο αν χρειαστεί, ότι το Κόκκινο Άτζα τον έστησε ως ψεύτικο Δράκοντα για να μπορέσει να τον νικήσει». Τώρα πια είχε τραβήξει την προσοχή τους. «Τον είχαν βρει οι Κόκκινες στην Γκεάλνταν τουλάχιστον ένα χρόνο προτού εμφανιστεί στον κόσμο, αλλά, αντί να τον φέρουν στην Ταρ Βάλον για να ειρηνευτεί, του έβαλαν στο κεφάλι την ιδέα να ισχυριστεί ότι ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας».
«Είσαι σίγουρη γι’ αυτό;» ρώτησε χαμηλόφωνα η Μπεόνιν, με βαριά Ταραμπονέζικη προφορά. Καθόταν εντελώς ασάλευτη στην ψηλή καλαμένια καρέκλα της, παρακολουθώντας με προσοχή.
«Δεν ξέρει ποιες είμαστε εγώ και η Ληάνε. Μιλούσε μερικές φορές μαζί μας στο ταξίδι προς τα δω, αργά τα βράδια, όταν η Μιν κοιμόταν κι αυτός δεν έβρισκε ανάπαυση. Δεν είχε πει τίποτα άλλοτε, επειδή νομίζει ότι ολόκληρος ο Πύργος βρισκόταν πίσω απ’ αυτό το σχέδιο, αλλά ξέρει ότι εκείνες που τον θωράκισαν και του μίλησαν για τον Αναγεννημένο Δράκοντα ήταν Κόκκινες αδελφές».
«Γιατί;» ζήτησε να μάθει η Μόρβριν και η Σέριαμ ένευσε.
«Ναι, γιατί; Εμείς θα κάναμε τα πάντα για να ειρηνευτεί ένας τέτοιος άνδρας, αλλά για το Κόκκινο Άτζα είναι ο σκοπός της ζωής τους. Γιατί θα δημιουργούσαν έναν ψεύτικο Δράκοντα;»
«Ο Λογκαίν δεν το ήξερε», είπε η Σιουάν. «Ίσως νομίζουν ότι κερδίζουν περισσότερα συλλαμβάνοντας έναν ψεύτικο Δράκοντα παρά ειρηνεύοντας έναν ανόητο κακομοίρη, που το πολύ-πολύ να τρομοκρατούσε ένα χωριό. Ίσως έχουν λόγο να θέλουν την αναταραχή».
«Δεν υπονοούμε ότι είχαν σχέση με τον Μάζριμ Τάιμ ή τους άλλους», πρόσθεσε γοργά η Ληάνε. «Σίγουρα η Ελάιντα θα ξέρει να σας πει όσα θέλετε να μάθετε».
Η Σιουάν τις παρακολούθησε να το συλλογίζονται σιωπηλές. Δεν είχε περάσει από το μυαλό τους η πιθανότητα να λέει ψέματα. Ένα πλεονέκτημα του σιγανέματος. Δεν σκέφτονταν ότι το ειρήνεμα μπορεί να έλυνε τα δεσμά των Τριών Όρκων. Ήταν αλήθεια ότι υπήρχαν μερικές Άες Σεντάι που μελετούσαν τις σιγανεμένες γυναίκες, αλλά το έκαναν επιφυλακτικά και απρόθυμα. Καμία δεν ήθελε να της θυμίζουν τι μπορεί να πάθαινε και η ίδια.
Για τον Λογκαίν, η Σιουάν δεν ανησυχούσε καθόλου. Όχι όσο συνέχιζε να βλέπει η Μιν αυτά που έβλεπε. Ο Λογκαίν θα ζούσε αρκετά για να αποκαλύψει αυτό που η Σιουάν τον ήθελε να αποκαλύψει, όταν θα του μιλούσε. Δεν είχε ρισκάρει να του το πει από πριν, επειδή ήταν αρκετά πιθανό πως θα αποφάσιζε να ακολουθήσει το δικό του δρόμο. Αλλά είχε μια ευκαιρία να πάρει την εκδίκησή του, ενάντια σε κείνες που τον είχαν ειρηνέψει, καθώς ήταν πάλι περικυκλωμένος από Άες Σεντάι. Ήταν αλήθεια πως η εκδίκηση θα αφορούσε μονάχα στο Κόκκινο Άτζα, αλλά έπρεπε να αρκεστεί σ’ αυτό. Ένα ψάρι στη βάρκα άξιζε όσο ένα κοπάδι στο νερό.
Η Σιουάν έριξε μια ματιά στη Ληάνε, η οποία της έστειλε το πιο αμυδρό χαμόγελο. Αυτό ήταν καλό. Η Ληάνε ήταν δυσαρεστημένη επειδή μέχρι το πρωί της ίδιας ημέρας η Σιουάν δεν της είχε αποκαλύψει το σχέδιό της γι’ αυτόν τον άνθρωπο, όμως η Σιουάν ζούσε πολύ καιρό κουκουλωμένη σε μυστικά και δεν αποκάλυπτε εύκολα περισσότερα απ’ όσα έπρεπε, ακόμα και σε μια φίλη. Σκέφτηκε πως είχε περάσει με εύσχημο τρόπο την ιδέα ότι το Κόκκινο Άτζα είχε αναμιχθεί με άλλους ψεύτικους Δράκοντες. Οι Κόκκινες είχαν πρωτεύοντα ρόλο στην εκθρόνισή της. Μπορεί, όταν τελείωναν όλα αυτά, να μην υπήρχε πια Κόκκινο Άτζα.
«Έτσι αλλάζουν πολλά», είπε μετά από λίγο η Σέριαμ. «Δεν είναι δυνατόν να ακολουθήσουμε μια Άμερλιν που θα ’κανε τέτοιο πράγμα».
«Να την ακολουθήσετε!» αναφώνησε η Σιουάν, έκπληκτη για πρώτη φορά. «Πραγματικά σκεφτόσασταν να γυρίσετε και να φιλήσετε το δαχτυλίδι της Ελάιντα; Ξέροντας τι έχει κάνει και τι πρόκειται να κάνει;» Η Ληάνε ρίγησε στη θέση της, σαν να ήθελε να πει κι αυτή μερικά τσουχτερά λόγια, όμως είχαν συμφωνήσει ότι η Σιουάν ήταν εκείνη που θα έχανε την ψυχραιμία της.
Η Σέριαμ φάνηκε κάπως ντροπιασμένη και τα μελαψά μάγουλα της Μυρέλ φάνηκαν να ροδίζουν, οι άλλες όμως το δέχτηκαν γαλήνια.
«Ο Πύργος πρέπει να είναι ισχυρός», είπε η Καρλίνυα με φωνή σκληρή σαν πέτρα το χειμώνα. «Ο Δράκοντας Αναγεννήθηκε, η Τελευταία Μάχη πλησιάζει και ο Πύργος πρέπει να είναι ενωμένος».
Η Ανάγια ένευσε. «Καταλαβαίνουμε το λόγο που αντιπαθείς την Ελάιντα, ακόμα και που τη μισείς. Τον καταλαβαίνουμε, αλλά πρέπει να σκεφτούμε τον Πύργο και τον κόσμο. Ομολογώ ότι προσωπικά δεν μου αρέσει η Ελάιντα. Αλλά βέβαια, ούτε και η Σιουάν μου άρεσε ποτέ. Δεν είναι ανάγκη να σου αρέσει η Έδρα της Άμερλιν. Κακώς με αγριοκοιτάζεις, Σιουάν. Είχες γλώσσα που σπάει κόκαλα από τότε που ήσουν μαθητευόμενη, Σιουάν, και με τα χρόνια έχει χειροτερέψει. Και ως Άμερλιν, ωθούσες τις καταστάσεις εκεί που ήθελες και σπανίως εξηγούσες το λόγο. Αυτά τα δύο δεν είναι ευχάριστος συνδυασμός».
«Θα προσπαθήσω να... απαλύνω τη γλώσσα μου», είπε ξερά η Σιουάν. Τι περίμενε αυτή η γυναίκα, να φέρεται η Έδρα της Άμερλιν σε όλες τις αδελφές σαν να ήταν παιδικές φίλες της; «Ελπίζω όμως μ’ αυτά που σας είπα να αλλάξατε γνώμη και να μην θέλετε πια να γόνατίσετε στα πόδια της Άμερλιν».
«Αν έτσι προσέχεις τη γλώσσα σου», είπε αδιάφορα η Μυρέλ, «ίσως πρέπει να προσέχω και τη δική μου, αν σου επιτρέψουμε να οργανώσεις εκ μέρους μας τους πληροφοριοδότες».
«Δεν μπορούμε φυσικά να επιστρέψουμε τώρα στον Πύργο», είπε η Σέριαμ, «τώρα που το γνωρίζουμε. Μόνο όταν θα είμαστε πια σε θέση’ να καθαιρέσουμε την Ελάιντα».
«Ό,τι κι αν έχει κάνει, οι Κόκκινες θα συνεχίσουν να την υποστηρίζουν». Η Μπεόνιν το δήλωσε ως γεγονός, όχι ως αντίρρηση. Δεν ήταν μυστική η δυσφορία των Κόκκινων για το ότι δεν είχε εκλεγεί Άμερλιν από το Άτζα τους μετά την Μπόνχουιν.
Η Μόρβριν ένευσε βαριά. «Θα την υποστηρίξουν κι άλλες. Όσες έχουν πάρει τόσο ενεργά το μέρος της Ελάιντα, ώστε νομίζουν ότι δεν έχουν άλλη επιλογή. Όσες υποστηρίζουν την εξουσία, οσοδήποτε φαύλη. Και κάποιες που θα πιστέψουν ότι πάμε να διχάσουμε τον Πύργο τη στιγμή που πρέπει να είναι ενωμένος πάση θυσία».
«Όλες μπορούμε να τις προσεγγίσουμε εκτός από τις Κόκκινες αδελφές», είπε στοχαστικά η Μπεόνιν, «να διαπραγματευτούμε μαζί τους». Η μεσολάβηση και οι διαπραγματεύσεις ήταν ο λόγος ύπαρξης του Άτζα της.
«Φαίνεται ότι θα μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τους πράκτορές σου, Σιουάν». Η Σιουάν κοίταξε τις άλλες γύρω της. «Εκτός αν υπάρχει ακόμα κάποια που νομίζει ότι πρέπει να τους της πάρουμε;» Η Μόρβριν ήταν η τελευταία που συμφώνησε, όμως τελικά το έκανε, αφού πρώτα μελέτησε αρκετή ώρα τη Σιουάν με τρόπο που την έκανε να νιώσει ότι την είχε γδύσει, ζυγίσει και μετρήσει.
Δεν κατάφερε να πνίξει ένα στεναγμό ανακούφισης. Δεν θα είχε μια σύντομη ζωή να μαραίνεται σε μια καλύβα, αλλά μια ζωή με στόχους. Μπορεί να ήταν σύντομη κι αυτή —κανείς δεν ήξερε πόσον καιρό μπορούσε να ζήσει μια σιγανεμένη γυναίκα, αν είχε κάτι για να αντικαταστήσει τη Μία Δύναμη στη ζωή της― αλλά, αν είχε στόχους, θα ήταν αρκετή. Δηλαδή, λοιπόν, η Μυρέλ θα πρόσεχε τη γλώσσα της μπροστά της, ε; Θα της δείξω αυτής της Πράσινης με τα μάτια αλεπούς ― θα προσέχω τα λόγια μου και θα χαίρομαι που δεν θα μπορεί να κάνει τίποτα παραπάνω από το να με κοιτάει. Ήξερα τι κατάληξη θα είχε. Που να καώ, ήξερα.
«Σας ευχαριστώ, Άες Σεντάι», είπε με τον πιο ταπεινό τόνο που βρήκε μέσα της. Πονούσε που τις αποκαλούσε έτσι· ήταν άλλη μια σουβλιά, άλλη μια υπενθύμιση γι’ αυτό που δεν ήταν πια. «Θα προσπαθήσω να σας υπηρετήσω καλά». Η Μυρέλ θα μπορούσε να μην είχε νεύσει με τόση ικανοποίηση. Η Σιουάν αγνόησε τη φωνούλα που της έλεγε ότι κι αυτή στη θέση της Μυρέλ θα έκανε τα ίδια και χειρότερα.
«Αν θα μπορούσα να κάνω μια πρόταση», είπε η Ληάνε, «δεν φτάνει μόνο να έχετε αρκετή υποστήριξη στην Αίθουσα του Πύργου, για να καθαιρέσετε την Ελάιντα». Η Σιουάν την κοίταξε με ενδιαφέρον, λες και το άκουγε πρώτη φορά. «Η Ελάιντα είναι στην Ταρ Βάλον, στο Λευκό Πύργο, και για τον κόσμο αυτή είναι η Αμερλιν. Προς το παρόν, είστε μόνο μια ομάδα διαφωνούντων. Μπορεί να πει ότι είστε αντάρτες, ταραξίες, και, αν το πει η Έδρα της Αμερλιν, ο κόσμος θα το πιστέψει».
«Δεν μπορούμε να την εμποδίσουμε να είναι Αμερλιν προτού την καθαιρέσουμε», είπε η Καρλίνυα, ανακαθίζοντας στην καρέκλα της με παγερό, κοροϊδευτικό βλέμμα. Αν φορούσε το επώμιο με τα λευκά κρόσσια, θα το έσιαζε με μια απότομη κίνηση γύρω της.
«Μπορείτε να δώσετε στον κόσμο μια αληθινή Άμερλιν». Η Ληάνε απευθύνθηκε όχι στη Λευκή αδελφή αλλά σε όλες τους, κοιτώντας τις μία-μία, σίγουρη γι’ αυτό που έλεγε, αλλά και ταυτοχρόνως προσφέροντας μια υπόδειξη, την οποία απλώς έλπιζε ότι θα δέχονταν. «Στην κοινή αίθουσα και στους δρόμους είδα Άες Σεντάι από όλα τα Άτζα εκτός του Κόκκινου. Βάλτε τις να εκλέξουν μια Αίθουσα του Πύργου εδώ, και αφήστε την Αίθουσα να διαλέξει μια καινούρια Άμερλιν. Τότε θα μπορέσετε να παρουσιαστείτε στον κόσμο ως ο αληθινός Λευκός Πύργος στην εξορία, και θα παρουσιάσετε την Ελάιντα ως σφετερίστρια. Αν προσθέσετε και τις αποκαλύψεις του Λογκαίν, αμφιβάλλετε ποια θα δεχθούν τα έθνη ως πραγματική Έδρα της Άμερλιν;»
Η ιδέα τις αιχμαλώτισε. Η Σιουάν τις είδε να την κλωθογυρίζουν στο νου τους. Ό,τι και να σκέφτονταν οι άλλες, η μόνη που άρθρωσε λέξη εναντίον της ήταν η Σέριαμ. «Αυτό θα σήμαινε ότι ο Πύργος είναι στ’ αλήθεια διχασμένος», είπε λυπημένα η γυναίκα με τα πράσινα μάτια.
«Είναι ήδη διχασμένος», της είπε ξινά η Σιουάν και αμέσως ευχήθηκε να μην το είχε κάνει, επειδή όλες γύρισαν να την κοιτάξουν.
Υποτίθεται ότι η ιδέα ήταν αποκλειστικά της Ληάνε. Η ίδια προσωπικά είχε τη φήμη ότι ήταν ικανή στις πλεκτάνες και θα υποψιάζονταν ό,τι πρότεινε. Γι’ αυτό το λόγο είχε αρχίσει ψέγοντάς τις· δεν θα την πίστευαν, αν είχε ξεκινήσει με μειλίχιες κουβέντες. Θα μιλούσε σαν να θεωρούσε ακόμα τον εαυτό της Άμερλιν, και θα τις άφηνε να της δείξουν ποια πραγματικά ήταν η θέση της. Συγκριτικά, η Ληάνε θα φαινόταν πολύ πιο συνεργάσιμη, απλώς θα πρόσφερε τα λίγα που μπορούσε, και θα ήταν πιθανότερο να την ακούσουν. Δεν της είχε φανεί δύσκολο να παίξει το ρόλο της ― μέχρι τη στιγμή που έπρεπε να παρακαλέσει· ήθελε να τις κρεμάσει όλες στον ήλιο για να ξεραθούν. Μα να κάθεται εκεί χωρίς να κάνει τίποτα!
Κακώς ανησυχούσες ότι θα υποψιαστούν. Νομίζουν ότι είσαι σπασμένο καλάμι. Αν όλα πήγαιναν σωστά, δεν θα καταλάβαιναν τι είχε συμβεί. Χρήσιμο καλάμι αλλά αδύναμο, που δεν το σκεφτόσουν δεύτερη φορά. Της ήταν δύσκολο να προσαρμοστεί σ’ αυτή την κατάσταση, αλλά η Ντουράντα Θέιρν στο Λάγκαρντ της είχε δείξει ότι ήταν αναγκαίο. Θα την αποδέχονταν μόνο υπό τους δικούς τους όρους και θα έπρεπε να το αντέξει, θέλοντας και μη.
«Μακάρι να το είχα σκεφτεί εγώ», συνέχισε. «Τώρα που την ακούω, η ιδέα της Ληάνε σας προσφέρει τρόπο να ξαναχτίσετε τον Πύργο χωρίς να χρειαστεί να τον γκρεμίσετε πρώτα».
«Και πάλι δεν μ’ αρέσει». Η φωνή της Σέριαμ έγινε πιο αποφασισμένη. «Αλλά ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει. Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει, και, Φωτός θέλοντος, θα αφαιρέσει από την Ελάιντα το επιτραχήλιό της».
«Θα χρειαστεί να διαπραγματευτούμε με τις αδελφές που παραμένουν στον Πύργο», συλλογίστηκε η Μπεόνιν, σχεδόν μονολογώντας. «Η Άμερλιν που θα διαλέξουμε θα πρέπει να είναι επιδέξια στις διαπραγματεύσεις, σωστά;»
«Θα χρειαστεί διαύγεια πνεύματος», παρενέβη η Καρλίνυα. «Θα πρέπει να είναι μια γυναίκα με ψυχρή λογική και κρίση».
Η Μόρβριν ξεφύσηξε τόσο δυνατά, που τις έκανε όλες να τιναχτούν. «Η Σέριαμ είναι η ανώτερη ανάμεσά μας και μας κράτησε ενωμένες εκεί που πριν τρέχαμε καθεμιά σε άλλο δρόμο».
Η Σέριαμ κούνησε το κεφάλι με ένταση, η Μυρέλ όμως δεν την άφησε να μιλήσει. «Η Σέριαμ είναι εξαιρετική επιλογή. Μπορώ να υποσχεθώ ότι όλες οι Πράσινες αδελφές θα τη στηρίξουν, το ξέρω». Η Ανάγια άνοιξε το στόμα, με την έκφρασή της να δείχνει καθαρά ότι συμφωνούσε.
Ήταν καιρός να το σταματήσει αυτό, προτού γίνει ανεξέλεγκτο. «Θα μπορούσα να κάνω μια πρόταση;» Η Σιουάν πίστευε ότι μπορούσε πιο εύκολα να δείξει σεμνότητα παρά πραότητα. Τη δυσκόλευε, αλλά έπρεπε να το μάθει και να το δείχνει συχνά. Όχι μόνο η Μυρέλ αλλά και άλλες θα θελήσουν να μου δώσουν ένα καλό μάθημα, αν σκεφτούν ότι πέρασα τα όρια. Όποια κι αν είναι αυτά. Όχι μόνο θα το ήθελαν, αλλά και θα το έκαναν. Οι Άες Σεντάι περίμεναν —απαιτούσαν, καλύτερα― σεβασμό απ’ όσες δεν ήταν Άες Σεντάι. «Μου φαίνεται ότι αυτή, την οποία θα διαλέξετε, θα έπρεπε να μην είναι στον Πύργο όταν... καθαιρέθηκα. Δεν θα ήταν καλύτερα, αν η γυναίκα που θα ξαναενώσει τον Πύργο είναι μία, την οποία κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει ότι είχε προσχωρήσει σε μια παράταξη τη μέρα εκείνη;» Αν συνέχιζε έτσι, θα πάθαινε πονοκέφαλο.
«Κάποια που να είναι πολύ ισχυρή στη Δύναμη», πρόσθεσε η Ληάνε. «Όσο δυνατότερη είναι, τόσο καλύτερα μπορεί να εκπροσωπήσει αυτό που σημαίνει ο Πύργος. Όταν πια φύγει η Ελάιντα».
Της Σιουάν της ήρθε να την κλωτσήσει. Αυτή η σκέψη κανονικά θα περίμενε μια ακόμα μέρα, για να την παρουσιάσουν όταν θα άρχιζαν να σκέφτονται ονόματα. Η ίδια και η Ληάνε γνώριζαν αρκετά καλά κάθε αδελφή και θα έβρισκαν την αδυναμία της καθεμιάς, για να αφήσουν να αιωρείται διακριτικά κάποια αμφιβολία για την ικανότητά της να λάβει το επιτραχήλιο και τη ράβδο. Θα προτιμούσε να κολυμπήσει γυμνή μέσα σε κοπάδι ασημόκαρφα παρά να καταλάβαιναν αυτές οι γυναίκες ότι προσπαθούσε να τις χειραγωγήσει.
«Μια αδελφή που δεν ήταν στον Πύργο», ένευσε η Σέριαμ. «Εξαιρετικά συνετό, Σιουάν. Μπράβο». Πόσο εύκολα μάθαιναν να της χαϊδεύουν το κεφάλι.
Η Μόρβριν έσφιξε τα χείλη. «Δεν θα είναι εύκολο να βρούμε αυτήν που θα διαλέξουμε».
«Η δύναμή της θα περιορίσει τις πιθανότητες». Η Ανάγια κοίταξε τις άλλες. «Όχι μόνο θα είναι ένα καλύτερο σύμβολο, τουλάχιστον για τις άλλες, αλλά επίσης η ισχύς στη Δύναμη συχνά συμβαδίζει με ισχυρή βούληση, και σίγουρα όποια διαλέξουμε θα τη χρειαστεί».
Η Καρλίνυα και η Μπεόνιν ήταν οι τελευταίες που συμφώνησαν.
Η Σιουάν έμεινε ανέκφραστη, με το χαμόγελο από μέσα της. Το σχίσμα του Πύργου είχε αλλάξει πολλά πράγματα, πολλούς τρόπους σκέψης εκτός από το δικό της. Αυτές οι γυναίκες είχαν καθοδηγήσει τις αδελφές που είχαν συγκεντρωθεί εδώ, και τώρα συζητούσαν ποια θα παρουσίαζαν στην καινούρια Αίθουσα του Πύργου, λες και δεν θα έπρεπε να είναι αυτό επιλογή της Αίθουσας. Δεν θα ήταν τόσο δύσκολο να τους μεταδώσει, με μεγάλη λεπτότητα, την πεποίθηση ότι η καινούρια Άμερλιν θα έπρεπε να είναι κάποια που θα μπορούσαν να την καθοδηγήσουν. Και χωρίς να το γνωρίζουν, τόσο αυτές όσο και η Άμερλιν που θα διάλεγε για να την αντικαταστήσει θα καθοδηγούνταν από τη Σιουάν. Η ίδια και η Μουαραίν είχαν κοπιάσει πολύ καιρό για να βρουν τον Ραντ αλ’Θόρ και να τον προετοιμάσουν, είχαν αφιερώσει μεγάλο μέρος της ζωής τους, και δεν θα ρίσκαρε να της χαλάσει κάποια άλλη το υπόλοιπο μέρος του σχεδίου.
«Αν θα μπορούσα να κάνω άλλη μια πρόταση;» Η σεμνότητα δεν ήταν στη φύση της· θα έπρεπε να βρει κάτι άλλο. Περίμενε, προσπαθώντας να μην τρίζει τα δόντια της, για να νεύσει η Σέριαμ, προτού συνεχίσει. «Η Ελάιντα θα προσπαθήσει να ανακαλύψει πού είναι ο Ραντ αλ’Θόρ· όσο πιο νότια ερχόμουν, τόσο περισσότερες φήμες άκουγα ότι έχει φύγει από το Δάκρυ. Νομίζω ότι έφυγε, και νομίζω ότι βρήκα πού πήγε με βάση τη λογική».
Δεν ήταν ανάγκη να υπογραμμίσει ότι έπρεπε να τον βρουν προτού τον έβρισκε η Ταρ Βάλον. Όλες το καταλάβαιναν. Η Ελάιντα όχι μόνο θα τον μεταχειριζόταν άσχημα, πράγμα βέβαιο, αλλά επίσης, αν τον έπιανε στα χέρια της, αν τον επεδείκνυε θωρακισμένο και υπό τον έλεγχό της, θα έχαναν κάθε ελπίδα να την ανατρέψουν. Οι κυβερνήτες ήξεραν τις Προφητείες, έστω και αν συνήθως ο λαός τους τις αγνοούσε· από ανάγκη θα της συγχωρούσαν δέκα ψεύτικους Δράκοντες.
«Πού;» γάβγισε η Μόρβριν, μια στιγμούλα πριν από τη Σέριαμ, την Ανάγια και τη Μυρέλ μαζί.
«Στην Ερημιά του Άελ».
Έπεσε σιωπή για μια στιγμή προτού πει η Καρλίνυα, «Αυτό είναι εξωφρενικό».
Η Σιουάν κατάπιε τη θυμωμένη απάντηση της και της χάρισε ένα απολογητικό, όπως ευχόταν, χαμόγελο. «Μπορεί, αλλά είχα διαβάσει κάτι για το Άελ όταν ήμουν Αποδεχθείσα. Η Γκιτάρα Μορόζο πίστευε ότι μερικές Σοφές του Άελ ίσως είχαν την ικανότητα να διαβιβάζουν». Η Γκιτάρα ήταν Τηρήτρια τότε. «Σ’ ένα βιβλίο που με έβαλε να διαβάσω, έναν παλιό τόμο από την πιο σκονισμένη γωνιά της βιβλιοθήκης, υπήρχε ο ισχυρισμός ότι οι Αελίτες αυτοαποκαλούνται Λαός του Δράκοντα. Δεν το θυμόμουν παρά μόνο όταν προσπάθησα να βρω πού είχε εξαφανιστεί ο Ραντ. Οι προφητείες λένε ότι “η Πέτρα του Δακρύου δεν θα πέσει ποτέ, αν δεν έρθει ο Λαός του Δράκοντα”, και υπήρχαν Αελίτες όταν η Πέτρα κατακτήθηκε. Σ’ αυτό συμφωνούν όλες οι φήμες και οι ιστορίες».
Τα μάτια της Μόρβριν ξαφνικά φάνηκαν να κοιτάζουν αλλού. «Θυμάμαι εικασίες σχετικά με τις Σοφές όταν μόλις είχα πάρει το επώμιο. Θα ήταν συναρπαστικό, αν ήταν αληθινό, όμως οι Αελίτες δεν επιφυλάσσουν θερμότερη υποδοχή στις Άες Σεντάι απ’ όσο σε όλους τους άλλους που μπαίνουν στην Ερημιά, και, απ’ ό,τι φαίνεται, οι Σοφές τους έχουν έναν νόμο ή έθιμο που απαγορεύει να μιλούν σε ξένους, απ’ ό,τι γνωρίζω, κάτι που σημαίνει ότι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να πλησιάσει κάποια αρκετά κοντά, ώστε να αισθανθεί αν―» Ξαφνικά τινάχτηκε, κοιτώντας τη Σιουάν και τη Ληάνε σαν να ήταν δικό τους σφάλμα ο αφηρημένος μονόλογός της. «Λεπτό άχυρο για να το φτιάξεις καλάθι, κάτι που θυμάσαι από ένα βιβλίο γραμμένο μάλλον από κάποια που δεν είχε δει ποτέ Αελίτη».
«Πολύ λεπτό άχυρο», είπε η Καρλίνυα.
«Αξίζει όμως να σταλεί κάποια στην Ερημιά;» Έβαλε τα δυνατά της για να το πει σαν ερώτηση και όχι σαν απαίτηση. Η Σιουάν σκέφτηκε ότι οι προσπάθειές της μπορούσαν να πέσουν στο βρόντο, αν δεν έβρισκε άλλον τρόπο. Διέθετε αρκετή αυτοσυγκράτηση για να αγνοεί τη ένταση, συνήθως, αλλά όχι τη στιγμή που προσπαθούσε να παρασύρει αυτές τις γυναίκες χωρίς να προσέξουν τη γροθιά της που έσφιγγε τα μαλλιά τους. «Δεν νομίζω ότι οι Αελίτες θα πείραζαν μια Άες Σεντάι». Αρκεί να προλάβαινε να δείξει πως ήταν Άες Σεντάι. Η Σιουάν δεν φανταζόταν ότι θα της έκαναν κακό. Έπρεπε να το ρισκάρουν. «Και, αν ο Ραντ είναι στην Ερημιά, οι Αελίτες θα το ξέρουν. Θυμηθείτε εκείνους τους Αελίτες στην Πέτρα».
«Μπορεί», είπε αργά η Μπεόνιν. «Η Ερημιά είναι μεγάλη. Πόσες θα έπρεπε να στείλουμε;»
«Αν ο Αναγεννημένος Δράκοντας βρίσκεται στην Ερημιά», είπε η Ανάγια, «τότε θα το ξέρει ο πρώτος Αελίτης που θα ανταμώσουν. Σύμφωνα μ’ όλες τις αφηγήσεις, τα γεγονότα ακολουθούν αυτόν τον Ραντ αλ’Θόρ. Δεν θα μπορούσε ούτε στον ωκεανό να τρυπώσει χωρίς ν’ ακουστεί ο παφλασμός σε κάθε γωνιά του κόσμου».
Η Μυρέλ χαμογέλασε. «Θα πρέπει να στείλουμε μια Πράσινη. Εσείς οι υπόλοιπες δεν δεσμεύετε περισσότερους από έναν Προμάχους, και δυο-τρεις Γκαϊντίν στην Ερημιά μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμοι μέχρι να μάθουν οι Αελίτες ότι είναι Άες Σεντάι. Ανέκαθεν ήθελα να δω Αελίτη». Ήταν μαθητευόμενη κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Αελιτών και δεν της είχαν επιτρέψει να βγει από τον Πύργο. Όχι ότι είχαν λάβει μέρος στον πόλεμο Άες Σεντάι, παρά μόνο για να Θεραπεύσουν, φυσικά. Τις δέσμευαν οι Τρεις Όρκοι, εκτός από την περίπτωση που η Ταρ Βάλον δεχόταν επίθεση, ή ίσως και ο ίδιος ο Πύργος, κι εκείνος ο πόλεμος δεν είχε περάσει ποτέ τα ποτάμια.
«Όχι εσύ», της είπε η Σέριαμ, «ούτε και κανένα άλλο μέλος του συμβουλίου. Συμφώνησες να συμμετάσχεις μέχρι τέλους, Μυρέλ, όταν συμφώνησες να καθίσεις μαζί μας, και αυτό δεν σημαίνει ότι μπορείς να το ρίχνεις στα ταξίδια όποτε βαριέσαι. Φοβάμαι πως μέχρι να τελειώσουν όλα αυτά, θα έχουμε περισσότερες συγκινήσεις απ’ όσες θα θέλαμε». Υπό διαφορετικές συνθήκες θα γινόταν εξαιρετική Άμερλιν· υπό αυτές εδώ, όμως, παραήταν δυνατή και σίγουρη για τον εαυτό της. «Αλλά Πράσινες... Ναι, έτσι νομίζω. Δύο;» Τα πράσινα μάτια της κοίταξαν τις υπόλοιπες. «Για σιγουριά;»
«Την Κιρούνα Νάτσιμαν;» πρότεινε η Ανάγια, και η Μπεόνιν πρόσθεσε, «Την Μπέτα Χάρκιν;» Οι άλλες ένευσαν, με εξαίρεση τη Μυρέλ, που έπαιξε τους ώμους εκνευρισμένη. Οι Άες Σεντάι δεν μούτρωναν, η έκφραση της όμως κάτι παρόμοιο έδειχνε.
Η Σιουάν ανάσανε για δεύτερη φορά ανακουφισμένη. Ήταν σίγουρη ότι ο συλλογισμός της ήταν ορθός. Ο Ραντ κάπου είχε χαθεί και, αν βρισκόταν κάπου μεταξύ της Ραχοκοκαλιάς του Κόσμου και του ωκεανού Άρυθ, θα υπήρχαν πλήθος φήμες. Όπου κι αν ήταν, η Μουαραίν θα ήταν εκεί, με το χέρι στο κολάρο του. Η Κιρούνα και η Μπέτα σίγουρα θα προθυμοποιούνταν να μεταφέρουν ένα γράμμα στη Μουαραίν, και είχαν συνολικά επτά Προμάχους για να μην τις σκοτώσουν οι Αελίτες.
«Δεν θέλουμε να σας κουράσουμε, εσένα και τη Ληάνε», συνέχισε η Σέριαμ. «Θα ζητήσω από μια Κίτρινη αδελφή να σας περιποιηθεί. Ίσως μπορέσει να κάνει κάτι για να βοηθήσει, για να σας ανακουφίσει με κάποιον τρόπο. Θα σας βρω δωμάτια για να αναπαυθείτε».
«Αφού θα είσαι η κυρά των πληροφοριοδοτών μας», πρόσθεσε με έγνοια η Μυρέλ, «δεν πρέπει να εξαντλήσεις τις δυνάμεις σου».
«Δεν είμαι τόσο ασθενική όσο νομίζετε», διαμαρτυρήθηκε η Σιουάν. «Αν ήμουν, θα σας ακολουθούσα σχεδόν επί δυο χιλιάδες μίλια; Όποια αδυναμία και να είχα μετά το σιγάνεμα, έχει χαθεί πια, πιστέψτε με». Η αλήθεια ήταν ότι είχε βρει πάλι ένα κέντρο εξουσίας και δεν ήθελε να το αφήσει, φυσικά όμως δεν μπορούσε να το θέσει έτσι. Τόσα βλέμματα όλο φροντίδα ήταν στραμμένα πάνω της, όπως και στη Ληάνε. Όχι τόσο της Καρλίνυα, αλλά των υπολοίπων. Φως μου! Θα βάλουνε μια μαθητευόμενη να μας πάει στα κρεβατάκια μας;
Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και αμέσως μπήκε μέσα ο Άρινβαρ, ο Πρόμαχος της Σέριαμ. Ήταν Καιρχινός, όχι ιδιαίτερα ψηλός, λιγνός, αλλά. παρά τους γκρίζους κροτάφους του, το πρόσωπό του ήταν σκληρό και οι κινήσεις του θύμιζαν λεοπάρδαλη που ενεδρεύει. «Υπάρχουν περίπου είκοσι καβαλάρηδες στα ανατολικά», είπε χωρίς προλόγους.
«Δεν είναι Λευκομανδίτες», είπε η Καρλίνυα, «αλλιώς φαντάζομαι θα το είχες αναφέρει».
Η Σέριαμ την κοίταξε. Πολλές αδελφές μπορούσαν να γίνουν ευερέθιστες, όταν κάποιος έμπαινε ανάμεσα στις ίδιες και στους Γκαϊντίν τους. «Δεν μπορούμε να τους επιτρέψουμε να φύγουν και να μεταφέρουν πιθανόν την είδηση της παρουσίας μας. Μπορούν να συλληφθούν, Άρινβαρ; Θα το προτιμούσα από το να τους σκοτώσουμε».
«Και το ένα και το άλλο μπορεί να αποδειχθούν δύσκολα», απάντησε εκείνος. «Ο Μάτσαν λέει ότι είναι οπλισμένοι κι ότι έχουν θωριά βετεράνων. Αξίζουν δεκαπλάσιο αριθμό νεαρών».
Η Μόρβριν άφησε έναν ήχο που πρόδιδε ενόχληση. «Πρέπει να κάνουμε ή το ένα ή το άλλο. Συγχώρεσέ με, Σέριαμ. Άρινβαρ, μπορούν οι Γκαϊντίν να τους πλησιάσουν κρυφά με μερικές από τις πιο ευκίνητες αδελφές μας σε τόση απόσταση, ώστε να υφάνουν Αέρα γύρω τους;»
Εκείνος έκανε νόημα πως όχι, με μια σχεδόν απειροελάχιστη κίνηση του κεφαλιού του. «Ο Μάτσαν λέει ότι ίσως να είδαν μερικούς Πρόμαχους που φυλάνε σκοπιά. Σίγουρα θα μας έβλεπαν, αν προσπαθούσαμε να φέρουμε κοντά τους περισσότερες από μια-δυο Άες Σεντάι. Αλλά ακόμα πλησιάζουν».
Η Σιουάν και η Ληάνε δεν ήταν οι μόνες που αντάλλαξαν έκπληκτες ματιές. Ελάχιστοι μπορούσαν να δουν έναν Πρόμαχο που δεν ήθελε να γίνει αντιληπτός, έστω και χωρίς τον μανδύα των Γκαϊντίν.
«Τότε κάνετε ό,τι νομίζετε καλύτερο», είπε η Σέριαμ. «Συλλάβετέ τους, αν γίνεται. Αλλά κανείς δεν πρέπει να δραπετεύσει για να μας προδώσει».
Προτού τελειώσει την υπόκλισή του ο Αρινβαρ, με το χέρι στη λαβή του σπαθιού, ένας άλλος άνδρας είχε βρεθεί δίπλα του, μελαψός και δασύτριχος, ψηλός με φαρδύ κορμί, μαλλιά που έφταναν ως τους ώμους και κοντό γένι που άφηνε το πάνω χείλος του γυμνό. Οι σβέλτες κινήσεις των Προμάχων φαίνονταν παράξενες σ’ αυτόν. Έκλεισε το μάτι στη Μυρέλ, τη δική του Άες Σεντάι, ενώ την ίδια στιγμή έλεγε με βαριά Ιλιανή προφορά, «Οι περισσότεροι καβαλάρηδες σταμάτησαν, όμως ένας προχωρά μόνος του. Ακόμα κι αν διαφωνούσε η ηλικιωμένη μητέρα μου, εγώ θα επέμενα ότι είναι ο Γκάρεθ Μπράυν με τη μια ματιά που του έριξα».
Η Σιουάν έμεινε να τον κοιτάζει· ένιωσε ξαφνικά να παγώνουν τα χέρια και τα πόδια της. Επίμονες φήμες έλεγαν ότι η Μυρέλ είχε παντρευτεί αυτόν τον άνδρα, τον Νούχελ, και τους άλλους δύο Προμάχους της, αψηφώντας κάθε σύμβαση και νόμο σε κάθε χώρα. Ήταν από τις δίχως ειρμό σκέψεις που περνούν από ένα σαστισμένο μυαλό, κι εκείνη τη στιγμή ένιωθε σαν να της είχε πέσει ένα κατάρτι στο κεφάλι. Ο Μπράυν, εδώ; Είναι αδύνατον! Είναι τρέλα! Αποκλείεται να τις είχε ακολουθήσει τόσο δρόμο για να... Ω, ναι, και μπορούσε και το έκανε. Αυτός θα το έκανε. Ταξιδεύοντας, είχε πείσει τον εαυτό της ότι ήταν μια λογική προφύλαξη να μην αφήνουν ίχνη πίσω τους, ότι η Ελάιντα ήξερε ότι δεν ήταν νεκρές, παρά τις φήμες, και ότι δεν θα σταματούσε να τις κυνηγά παρά μόνο όταν θα τις έβρισκε ή όταν θα την ανέτρεπαν. Η Σιουάν είχε ενοχληθεί όταν τελικά είχε αναγκαστεί να ζητήσει οδηγίες για το ταξίδι τους, όμως η σκέψη που την κυνηγούσε σαν καρχαρίας δεν ήταν ότι μπορεί με κάποιον τρόπο η Ελάιντα να έβρισκε έναν σιδερά σε ένα Αλταρανό χωριουδάκι, αλλά ότι ο σιδεράς θα ήταν σαν χάρτης για τον Μπράυν. Σκεφτόσουν ότι είναι ανοησία, ε; Και να ’τος εδώ.
Θυμόταν καλά την αντιπαράθεση τους, τότε που είχε αναγκαστεί να τον υποτάξει στη θέληση της για εκείνο το ζήτημα του Μουράντυ. Ήταν σαν να λύγιζε ένα χοντρό σιδερένιο λοστό ή ένα πελώριο ελατήριο, το οποίο θα πετιόταν από τη θέση του αν το άφηνε έστω για μια στιγμή. Είχε βάλει όλη της τη δύναμη, είχε αναγκαστεί να τον ταπεινώσει δημοσίως, για να είναι σίγουρη ότι θα έμενε σκυφτός όσο τον χρειαζόταν. Ο Μπράυν σίγουρα δεν θα μπορούσε να πάρει πίσω το λόγο του γι’ αυτό που είχε συμφωνήσει πεσμένος στα γόνατα, ικετεύοντας τη συγγνώμη της, με πενήντα αριστοκράτες να τον παρακολουθούν. Η Μοργκέις ήταν μια δυσκολία από μόνη της, και η Σιουάν δεν ήθελε να το ρισκάρει και να προσφέρει ο Μπράυν μια πρόφαση στη Μοργκέις για να μην ακολουθήσει τις οδηγίες της. Ήταν παράξενη η σκέψη ότι η Σιουάν και η Ελάιντα τότε είχαν δουλέψει μαζί για να δαμάσουν τη Μοργκέις.
Έπρεπε να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της. Ήταν ζαλισμένη, σκεφτόταν τα πάντα εκτός από εκείνο που έπρεπε. Συγκεντρώσου. Δεν είναι ώρα για πανικό. «Πρέπει να τον διώξετε. Ή να τον σκοτώσετε».
Κατάλαβε ότι ήταν λάθος την ίδια στιγμή που τα λόγια έβγαιναν από το στόμα της, με επιτακτική βιασύνη. Ακόμα και οι Πρόμαχοι της κοίταξαν, ενώ οι Άες Σεντάι... Ποτέ της δεν είχε καταλάβει πώς ήταν να έχει στραμμένα πάνω της εκείνα τα βλέμματα κάποια που δεν διέθετε τη Δύναμη. Ένιωθε γυμνή, το ίδιο το μυαλό της να είναι εκτεθειμένο. Ακόμα και ξέροντας ότι οι Άες Σεντάι δεν διαβάζουν σκέψεις, ήθελε να ομολογήσει προτού της απαριθμήσουν τα ψέματα και τα εγκλήματα. Έλπισε να μην ήταν το πρόσωπό της σαν της Ληάνε, με τα μάγουλα κατακόκκινα και τα μάτια διάπλατα ανοιχτά.
«Ξέρεις τι γυρεύει εδώ». Η φωνή της Σέριαμ ήταν γεμάτη γαλήνια βεβαιότητα. «Το ξέρετε και οι δυο σας. Και δεν θέλετε να τον αντιμετωπίσετε. Το θέλετε τόσο πολύ, που θα μας βάζατε να τον σκοτώσουμε για χάρη σας».
«Λίγοι είναι οι μεγάλοι στρατηγοί ανάμεσά μας». Ο Νούχελ τους μέτρησε στα δάχτυλα του γαντοφορεμένου χεριού του. «Ο Άγκελμαρ Τζάγκαντ και ο Ντάβραμ Μπασίρε δεν φεύγουν από τη Μάστιγα, νομίζω, και ο Πέντρον Νάιαλ σίγουρα δεν θα σου είναι χρήσιμος. Αν ζει ο Ρόντελ Ιτουράλντε, θα ’ναι μπλεγμένος κάπου σ’ αυτό που έχει απομείνει από το Άραντ Ντόμαν». Σήκωσε το χοντρό αντίχειρά του. «Κι έτσι μένει ο Γκάρεθ Μπράυν».
«Νομίζεις, λοιπόν, ότι θα χρειαστούμε έναν μεγάλο στρατηγό;» ρώτησε ήσυχα η Σέριαμ.
Ο Νούχελ και ο Άρινβαρ δεν κοιτάχτηκαν, αλλά η Σιουάν είχε την αίσθηση ότι είχαν ανταλλάξει ματιές. «Είναι δική σου η απόφαση, Σέριαμ», απάντησε ο Άρινβαρ εξίσου ήσυχα, «και των άλλων αδελφών, αλλά, αν σκοπεύετε να επιστρέψετε στον πύργο, θα μας φαινόταν χρήσιμος. Αν σκοπεύετε να μείνετε εδώ μέχρι να σας βρει και να σας πάρει πίσω η Ελάιντα, τότε όχι». Η Μυρέλ κοίταξε ερωτηματικά τον Νούχελ κι εκείνος ένευσε.
«Φαίνεται πως είχες δίκιο, Σιουάν», είπε πικρόχολα η Ανάγια. «Οι Γκαϊντίν δεν ξεγελάστηκαν».
«Το ερώτημα είναι αν θα συμφωνήσει να μας υπηρετήσει», είπε η Καρλίνυα, και η Μόρβριν ένευσε, προσθέτοντας, «Πρέπει να τον κάνουμε να δει το σκοπό μας με τέτοιον τρόπο ώστε να θελήσει να μας υπηρετήσει. Δεν θα ήταν καλό για μας, αν μαθευόταν ότι σκοτώσαμε ή φυλακίσαμε έναν τέτοιο εξέχοντα στρατιωτικό προτού καν αρχίσουμε».
«Ναι», είπε η Μπεόνιν, «και πρέπει να του προσφέρουμε ανταμοιβές που θα τον κάνουν να δεσμευτεί πλήρως σε μας».
Η Σέριαμ κοίταξε τις δύο γυναίκες. «Όταν φτάσει στο χωριό ο Άρχοντας Μπράυν, μην του πείτε τίποτα, αλλά φέρτε τον σε μας». Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω από τον Πρόμαχο, το βλέμμα της σκλήρυνε. Η Σιουάν, την αναγνώρισε· ήταν η ίδια καθαρή πράσινη ματιά που έκανε τα γόνατα των μαθητευομένων να λυγίσουν προτού πει λέξη, «Λοιπόν. Θα μας πείτε ακριβώς τι θέλει εδώ ο Γκάρεθ Μπράυν».
Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Αν την έπιαναν να λέει έστω και το παραμικρό ψεματάκι, θα αμφισβητούσαν τα πάντα. Η Σιουάν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Βρήκαμε καταφύγιο για τη νύχτα σε έναν αχυρώνα κοντά στο Κορ Σπρινγκς, στο Άντορ. Εκεί άρχοντας είναι ο Μπράυν και...»