Η Ηλαίην, μέσα στα χασμουρητά της, παρακολουθούσε τη Νυνάβε από το κρεβάτι της, με το κεφάλι στηριγμένο στον ένα αγκώνα και τα μαλλιά να χύνονται ποτάμι στο μπράτσο της. Ήταν γελοία αυτή η επιμονή ότι όποια δεν πήγαινε στον Τελ’αράν’ριοντ έπρεπε να μείνει ξύπνια. Δεν ήξερε τι χρονικό διάστημα είχε περάσει για τη Νυνάβε μέσα στον Κόσμο των Ονείρων, όμως η Ηλαίην ήταν ξαπλωμένη εκεί δύο ολόκληρες ώρες, δίχως βιβλίο να διαβάσει, δίχως εργόχειρο να κεντήσει, τίποτα απολύτως με το οποίο να ασχοληθεί εκτός του να κοιτάζει την άλλη γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη στο στενό κρεβάτι της. Θα μπορούσε να περιεργαστεί το α’ντάμ, αλλά ήταν άσκοπο· της φαινόταν ότι είχε ανακαλύψει σε αυτό ό,τι μπορούσε. Είχε δοκιμάσει μάλιστα να ασκήσει λίγη Θεραπεία στην κοιμισμένη γυναίκα, ίσως όλη τη Θεραπεία που ήξερε. Η Νυνάβε δεν θα συναινούσε, αν ήταν ξύπνια ― δεν είχε σπουδαία γνώμη για τις ικανότητες της Ηλαίην σ’ αυτόν τον τομέα· ίσως όμως σ’ αυτή την περίπτωση να είχε συμφωνήσει― αλλά το μαύρισμα του ματιού της είχε χαθεί. Η αλήθεια ήταν ότι αυτή ήταν η πιο πολύπλοκη Θεραπεία που είχε κάνει ποτέ η Ηλαίην, και είχε εξαντλήσει όλη της τη δεξιοτεχνία. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνει. Αν είχε λίγο ασήμι, ίσως προσπαθούσε να κατασκευάσει ένα α’ντάμ· το ασήμι δεν ήταν το μόνο μέταλλο, αλλά θα έπρεπε να λιώσει νομίσματα για να βρει αρκετό. Η άλλη γυναίκα θα χαιρόταν μ’ αυτό όσο θα χαιρόταν αν έβρισκε και δεύτερο α’ντάμ. Η Νυνάβε αρνιόταν να πουν στον Θομ και τον Τζούιλιν για τον Κόσμο των Ονείρων, αλλιώς η Ηλαίην θα μπορούσε να φωνάξει τον Θομ για να έχει κάποιον να μιλά.
Πραγματικά οι συζητήσεις τους ήταν απολαυστικές. Ήταν σαν πατέρας που μετέδιδε τη γνώση στην κόρη του. Ποτέ της δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι το Παιχνίδι των Θρόνων ήταν τόσο βαθιά ριζωμένο στο Άντορ, αλλά χαιρόταν που δεν ήταν τόσο βαθιά όσο σε άλλες χώρες. Μόνο οι Μεθόριες είχαν ξεφύγει τελείως από τα βρόχια του, κατά τα λεγόμενα του Θομ. Με τη Μάστιγα γειτονική στο βορρά, με τις επιδρομές των Τρόλοκ καθημερινό γεγονός, δεν είχαν χρόνο για ελιγμούς και μηχανορραφίες. Με τον Θομ έκανε απολαυστικές συζητήσεις, τώρα που αυτός ήταν σίγουρος ότι η Ηλαίην δεν θα προσπαθούσε να χωθεί στην αγκαλιά του. Το πρόσωπό της κοκκίνιζε όταν το θυμόταν· το είχε σκεφτεί μια-δυο φορές, κι ευτυχώς δεν είχε τα κότσια να το κάνει.
«“Ακόμα και μια βασίλισσα μπορεί να σκοντάψει, αλλά η σοφή γυναίκα κοιτάζει το μονοπάτι”», παρέθεσε με μαλακή φωνή. Η Λίνι ήταν σοφή γυναίκα. Η Ηλαίην πίστευε ότι δεν θα ξανάκανε το ίδιο λάθος. Ήξερε ότι έκανε πολλά λάθη, αλλά σπανίως το ίδιο για δεύτερη φορά. Ίσως κάποια μέρα θα έκανε τόσα λίγα λάθη, που θα ήταν άξια να διαδεχθεί τη μητέρα της στο θρόνο.
Ξαφνικά, ανακάθισε. Δάκρυα ανέβλυζαν από τα κλειστά μάτια της Νυνάβε και κυλούσαν στα μάγουλά της· αυτό που η Ηλαίην είχε πάρει για αμυδρό ροχαλητό —η Νυνάβε ροχάλιζε, κι ας το αρνιόταν― ήταν αδύναμοι, ικετευτικοί λυγμοί στο λαιμό της. Κανονικά αυτό δεν έπρεπε να συμβαίνει. Αν είχε τραυματιστεί, θα είχε φανεί το τραύμα, αν και δεν θα το ένιωθε εδώ, παρά μόνο όταν ξυπνούσε.
Ίσως θα’ πρεπε να την ξυπνήσω. Αλλά δίστασε, ενώ το χέρι της απλωνόταν προς την άλλη γυναίκα. Το να ξυπνάς κάποιον από τον Τελ’αράν’ριοντ ήταν κάθε άλλο παρά εύκολο —καμιά φορά ακόμα και με το ταρακούνημα ή το παγωμένο νερό δεν τα κατάφερνες― και της Νυνάβε δεν θα της άρεσε καθόλου να ξυπνήσει με βία μετά τις μελανιές που της είχε αφήσει η Σεράντιν. Αναρωτιέμαι τι στ’ αλήθεια έγινε. Θα πρέπει να ρωτήσω τη Σεράντιν. Ό,τι κι αν συνέβαινε, η Νυνάβε θα έπρεπε να μπορεί να βγει από το όνειρο ανά πάσα στιγμή το επιθυμούσε. Εκτός αν... Η Εγκουέν έλεγε ότι οι Σοφές μπορούσαν να κρατήσουν κάποιον στον Τελ’αράν’ριοντ ενάντια στη θέληση του, αλλά, αν της είχαν μάθει το κόλπο, δεν το είχε μεταφέρει στην Ηλαίην ή στη Νυνάβε. Αν τώρα κάποιος κρατούσε τη Νυνάβε, αν της έκανε κακό, δεν θα ήταν η Μπιργκίτε ή οι Σοφές. Εντάξει, μπορεί να έκαναν κάτι οι Σοφές, αν την έπιαναν να περιπλανιέται εκεί που κατά τη γνώμη τους δεν έπρεπε. Μα αν δεν ήταν αυτές, τότε έμενε μόνο...
Έπιασε τη Νυνάβε από τους ώμους για να τη σείσει —αν δεν είχε αποτέλεσμα αυτό, θα πάγωνε το νερό που ήταν στην κανάτα πάνω στο τραπέζι ή θα τη χαστούκιζε δυνατά― και τα μάτια της Νυνάβε άνοιξαν διάπλατα.
Αμέσως η Νυνάβε άρχισε να κλαίει δυνατά, με τον πιο απελπισμένο ήχο που είχε ακούσει ποτέ της η Ηλαίην. «Τη σκότωσα. Αχ, Ηλαίην, τη σκότωσα, με την ανόητη περηφάνια μου, νομίζοντας ότι μπορούσα να...» Τα λόγια της έσβησαν μέσα στα αναφιλητά της.
«Ποια σκότωσες;» Σίγουρα όχι τη Μογκέντιεν· ο θάνατος της δεν θα προκαλούσε αυτό το θρήνο. Ήταν έτοιμη να αγκαλιάσει τη Νυνάβε για να την παρηγορήσει όταν ακούστηκαν δυνατά χτυπήματα στην πόρτα.
«Διώξ’ τους», μουρμούρισε η Νυνάβε και κουλουριάστηκε σαν τρεμάμενη μπάλα στο κέντρο του κρεβατιού.
Η Ηλαίην αναστέναξε, πλησίασε την πόρτα και την άνοιξε, αλλά προτού προλάβει να πει λέξη, ο Θομ εμφανίστηκε μέσα από τη νύχτα και την έσπρωξε κατά μέρος, με το τσαλακωμένο σακάκι του να κρέμεται έξω από το παντελόνι του, κουβαλώντας στα χέρια κάποιον τυλιγμένο στο μανδύα του. Μόνο δυο γυναικεία πόδια ξεπρόβαλλαν.
«Απλώς εμφανίστηκε εκεί», είπε πίσω του ο Τζούιλιν, σαν να μην πίστευε τα λόγια που έλεγε ο ίδιος. Και οι δύο άνδρες ήταν ξυπόλητοι, και ο Τζούιλιν ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω, λεπτός, με άτριχο στήθος. «Ξύπνησα για μια στιγμή, και ξαφνικά στεκόταν εκεί, γυμνή, όπως τη μέρα που γεννήθηκε, και σωριάστηκε κάτω σαν κομμένο δίχτυ».
«Είναι ζωντανή», είπε ο Θομ, ακουμπώντας στο κρεβάτι της Ηλαίην τη γυναίκα που ήταν τυλιγμένη με το μανδύα, «αλλά μετά βίας. Μόλις που ακουγόταν η καρδιά της».
Η Ηλαίην έσμιξε τα φρύδια και τράβηξε την κουκούλα του μανδύα ― και βρέθηκε να κοιτάζει το πρόσωπο της Μπιργκίτε, ωχρό και αδύναμο.
Η Νυνάβε κατέβηκε μουδιασμένα από το άλλο κρεβάτι και γονάτισε πλάι στην αναίσθητη γυναίκα. Το πρόσωπό της γυάλιζε από τα δάκρυα, αλλά το κλάμα είχε σταματήσει. «Είναι ζωντανή», είπε απαλά. «Είναι ζωντανή». Ξαφνικά φάνηκε να συνειδητοποιεί ότι ήταν με την καμιζόλα μπροστά στους άνδρες, αλλά μόλις που τους έριξε μια ματιά, και είπε μονάχα, «Πάρε τους από δω, Ηλαίην. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα μ’ αυτούς να κοιτάνε σαν πρόβατα».
Ο Θομ και ο Τζούιλιν κοιτάχτηκαν αγανακτισμένοι, όταν η Ηλαίην έκανε μια κίνηση προς το μέρος τους σαν να έδιωχνε ζώα, και κούνησαν το κεφάλι, όμως γύρισαν στην πόρτα χωρίς παράπονο. «Είναι... μια φίλη», τους είπε η Ηλαίην. Ένιωθε σαν να βρισκόταν μέσα σε όνειρο, να αιωρείται, δίχως καμία αίσθηση. Πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; «Θα τη φροντίσουμε». Πώς μπορούσε να έχει συμβεί; «Μην πείτε λέξη σε κανέναν». Οι ματιές που της έριξαν καθώς έκλεινε την πόρτα παραλίγο θα την είχαν κάνει να κοκκινίσει. Φυσικά και ήξεραν ότι δεν έπρεπε να μιλήσουν. Αλλά στους άνδρες μερικές φορές έπρεπε να θυμίζεις και τα πιο απλά πράγματα, ακόμα και στον Θομ. «Νυνάβε, πώς στο Φως», άρχισε να λέει, γυρνώντας, και σταμάτησε, μόλις είδε τη λάμψη του σαϊντάρ να περιβάλλει τη γονατισμένη γυναίκα.
«Που να καεί!» μούγκρισε η Νυνάβε, διαβιβάζοντας με μανία. «Να καίγεται παντοτινά που το έκανε αυτό!» Η Ηλαίην αναγνώρισε τις ροές που υφαίνονταν για Θεραπεία, αλλά τίποτα παραπάνω. «Θα τη βρω, Μπιργκίτε», μουρμούρισε η Νυνάβε. Κυριαρχούσαν οι ίνες Αέρα, όμως υπήρχε ακόμα Νερό και Αέρας, επίσης Γη και Φωτιά. Έμοιαζε περίπλοκο σαν να κεντούσες ένα φόρεμα με το κάθε χέρι σου και άλλα δύο με τα πόδια. Με τα μάτια δεμένα. «Θα το πληρώσει αυτό». Η λάμψη που άστραφτε γύρω από τη Νυνάβε δυνάμωνε συνεχώς, ώσπου έγινε πιο δυνατή από τις λάμπες, ώσπου πονούσε κι έπρεπε να την κοιτάζεις με μισόκλειστα μάτια. «Το ορκίζομαι! Μα το Φως και την ελπίδα σωτηρίας και αναγέννησής μου, θα την κάνω το πληρώσει!» Ο θυμός στη φωνή της άλλαξε, έγινε βαθύτερος. «Δεν γίνεται τίποτα. Δεν υπάρχει κάτι στραβό πάνω της να το Θεραπεύσω. Είναι μια χαρά, καλύτερα δεν γίνεται. Αλλά πεθαίνει. Αχ, Φως μου, τη νιώθω να ξεγλιστρά. Που να καεί η Μογκέντιεν! Να καεί! Και να καώ κι εγώ μαζί της!» Δεν τα παρατούσε όμως. Η ύφανση συνεχίστηκε, με πολύπλοκες ροές που υφαίνονταν μέσα στη Μπιργκίτε. Κι αυτή κειτόταν εκεί, με τη χρυσή πλεξούδα να κρέμεται από την άκρη του κρεβατιού, το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει ολοένα και πιο αργά.
«Μπορώ να κάνω κάτι που ίσως βοηθήσει», είπε αργά η Ηλαίην. Κανονικά έπρεπε να έχεις άδεια γι’ αυτό, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε γινόταν σχεδόν εξίσου συχνά χωρίς άδεια. Δεν υπήρχε λόγος να μην πετύχει με μια γυναίκα. Μόνο που δεν είχε ακούσει να το κάνουν παρά μονάχα σε άνδρες.
«Σύνδεση;» Η Νυνάβε δεν τράβηξε το βλέμμα από τη γυναίκα στο κρεβάτι, ούτε έπαψε να προσπαθεί με τη Δύναμη. «Ναι. Θα πρέπει να το κάνεις —εγώ δεν ξέρω πώς― αλλά άσε με να σε καθοδηγώ. Δεν καταλαβαίνω ούτε τα μισά απ’ όσα κάνω αυτή τη στιγμή, αλλά ξέρω ότι μπορώ να το κάνω. Εσύ δεν θα μπορούσες να Θεραπεύσεις ούτε μελανιά».
Η Ηλαίην έσφιξε τα χείλη, αλλά άφησε την παρατήρηση ασχολίαστη. «Όχι σύνδεση». Ήταν εκπληκτική η ποσότητα του σαϊντάρ που είχε τραβήξει μέσα της η Νυνάβε. Αν δεν μπορούσε να θεραπεύσει μ’ αυτήν την Μπιργκίτε, τότε αυτό που μπορούσε να προσθέσει η Ηλαίην δεν θα άλλαζε τίποτα. Μαζί, θα ήταν δυνατότερες απ’ όσο χωριστά, αλλά όχι τόσο όσο αν οι δυνάμεις τους απλώς προστίθονταν. Εκτός αυτού, δεν ήξερε αν μπορούσε να συνδεθεί. Μόνο μια φορά είχε συνδεθεί, και το είχε κάνει μια Άες Σεντάι, περισσότερο για να της δείξει πώς ήταν παρά πώς γινόταν. «Σταμάτα, Νυνάβε. Μόνη σου είπες ότι δεν φέρνει αποτέλεσμα. Σταμάτα και άσε με να δοκιμάσω. Αν δεν δουλέψει, τότε μπορείς να...» Μπορούσε να κάνει τι; Αν η Θεραπεία πετύχαινε, θα ήταν εντάξει· αν όχι... Δεν υπήρχε νόημα να ξαναδοκιμάσει, αν αποτύχαινε.
«Τι να δοκιμάσεις;» είπε κοφτά η Νυνάβε, αλλά παραμέρισε αδέξια, αφήνοντας την Ηλαίην να πλησιάσει. Η ύφανση της Θεραπείας ξεθώριασε, όχι όμως η λαμπερή άλως.
Η Ηλαίην, αντί να απαντήσει, ακούμπησε το χέρι στο μέτωπο της Μπιργκίτε. Η φυσική επαφή ήταν αναγκαία για κάτι τέτοιο, όπως γινόταν και με τη Θεραπεία, και τις δυο φορές που το είχε δει να γίνεται στον Πύργο, η Άες Σεντάι είχε αγγίξει το μέτωπο του άνδρα. Οι ροές του Πνεύματος που ύφανε ήταν πολύπλοκες, αν και όχι τόσο περίπλοκες όσο της Νυνάβε πριν από μια στιγμή. Μόλις που καταλάβαινε μερικά απ’ όσα έκανε, και κάποια άλλα δεν τα καταλάβαινε καθόλου, αλλά πρόσεχε πολύ, από κει που κρυβόταν, τη μορφή της ύφανσης. Την παρακολουθούσε από κοντά, επειδή είχε φτιάξει ένα απόθεμα παραμυθιών στο μυαλό της, είχε φτιάξει χαζά ρομάντζα εκεί που ήταν τόσο σπάνια. Μετά από μια στιγμή, κάθισε στο άλλο κρεβάτι και άφησε το σαϊντάρ.
Η Νυνάβε την κοίταξε συνοφρυωμένη, και μετά έσκυψε να εξετάσει την Μπιργκίτε. Η αναίσθητη γυναίκα είχε λίγο καλύτερο χρώμα τώρα και η ανάσα της ήταν κάπως δυνατότερη. «Τι έκανες, Ηλαίην;» Η Νυνάβε δεν τράβηξε το βλέμμα από την Μπιργκίτε, αλλά η λάμψη γύρω της έσβησε αργά. «Δεν ήταν Θεραπεία. Νομίζω ότι τώρα θα μπορούσα να το κάνω κι εγώ, αλλά δεν ήταν Θεραπεία».
«Θα ζήσει;» ρώτησε ξεψυχισμένα η Ηλαίην. Δεν υπήρχε ορατός σύνδεσμος ανάμεσα στην ίδια και την Μπιργκίτε, δεν υπήρχαν ροές, αλλά ένιωθε την αδυναμία της άλλης γυναίκας. Μια τρομερή αδυναμία. Θα καταλάβαινε τη στιγμή που πέθαινε η Μπιργκίτε, ακόμα κι αν κοιμόταν ή αν ήταν εκατοντάδες μίλια μακριά.
«Δεν ξέρω. Δεν χάνεται πια, αλλά δεν ξέρω». Η κούραση μαλάκωσε τη φωνή της Νυνάβε, και ο πόνος άφηνε το ίχνος του, σαν να μοιραζόταν κι αυτή τα τραύματα της Μπιργκίτε. Μορφάζοντας, σηκώθηκε και ξεδίπλωσε μια κουβέρτα με κόκκινες ρίγες, για να σκεπάσει τη γυναίκα που κειτόταν εκεί. «Τι ήταν αυτό που έκανες;»
Η Ηλαίην έμεινε βυθισμένη στη σιωπή, μέχρι που ήρθε κοντά της η Νυνάβε και κάθισε με κόπο στο κρεβάτι. «Δέσμευση», είπε τέλος η Ηλαίην. «Τη... δέσμευσα. Όπως κάνουν με τους Προμάχους». Η άλλη την κοίταξε, χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά της, και αυτή συνέχισε βιαστικά. «Με τη Θεραπεία δεν γινόταν τίποτα. Ξέρεις τα δώρα που απολαμβάνουν οι Πρόμαχοι από τη δέσμευση. Μεταξύ αυτών είναι η ρώμη, η ενέργεια. Μπορούν και συνεχίζουν εκεί που άλλοι σωριάζονται κάτω και πεθαίνουν, επιζούν από πληγές που θα σκότωναν οποιονδήποτε άλλο. Ήταν το μόνο που μπόρεσα να σκεφτώ».
Η Νυνάβε πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τι να πω, αν μη τι άλλο πέτυχε καλύτερα απ’ αυτό που έκανα. Μια γυναίκα Πρόμαχος. Τι θα σκεφτόταν άραγε ο Λαν αν το έβλεπε; Δεν υπάρχει λόγος να μην μπορεί να είναι Πρόμαχος. Αυτή είναι η μόνη γυναίκα που θα μπορούσε να γίνει Πρόμαχος». Μορφάζοντας, δίπλωσε τα πόδια κάτω από το σώμα της· το βλέμμα της ξανάπεφτε διαρκώς στην Μπιργκίτε. «Θα πρέπει να το κρατήσεις μυστικό. Αν μάθει κανείς ότι μια Αποδεχθείσα δέσμευσε Πρόμαχο, όποιες κι αν ήταν οι συνθήκες...»
Η Ηλαίην ανατρίχιασε. «Ξέρω», είπε απλά, με ένταση. Δεν ήταν από τα αδικήματα που επέφεραν σιγάνεμα, αλλά κάθε Άες Σεντάι θα την τιμωρούσε τόσο αυστηρά, που το σιγάνεμα θα ήταν προτιμότερο. «Νυνάβε, τι συνέβη;»
Στην αρχή της φάνηκε ότι η άλλη θα ξανάβαζε τα κλάματα, καθώς το σαγόνι της έτρεμε και τα χείλη της ανοιγόκλειναν. Όταν η Νυνάβε μίλησε, η φωνή της ήταν σκληρή σαν σίδερο, η έκφρασή της έδειχνε ανάμικτη οργή με δάκρυα τόσα που δεν θα κυλούσαν ποτέ. Είπε την ιστορία απλά, σχεδόν σχηματικά, ώσπου κατέληξε στην εμφάνιση της Μογκέντιεν ανάμεσα στις άμαξες. Από κει, τα είπε με οδυνηρές λεπτομέρειες.
«Θα ’πρεπε να είμαι μελανιασμένη από το λαιμό και κάτω», είπε στο τέλος πικρά, αγγίζοντας το λείο, ανέγγιχτο μπράτσο της. Μπορεί να ήταν ανέγγιχτο, αλλά αυτή πήρε μια ξαφνική έκφραση πόνου. «Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν φαίνεται τίποτα. Τις νιώθω, αλλά μου αξίζουν, εξαιτίας της ανόητης, της χαζής περηφάνιας μου. Επειδή φοβόμουν τόσο, που δεν έκανα αυτό που έπρεπε. Μου άξιζε να κρεμαστώ σαν χοιρομέρι που το καπνίζουν. Αν υπήρχε δικαιοσύνη, θα κρεμόμουν ακόμα εκεί, και η Μπιργκίτε δεν θα κειτόταν στο κρεβάτι μ’ εμάς να αναρωτιόμαστε αν θα ζήσει ή όχι. Μακάρι να ήξερα περισσότερα. Μακάρι να είχα τις γνώσεις της Μογκέντιεν για πέντε λεπτά, για να τη Θεραπεύσω. Είμαι σίγουρη ότι θα μπορούσα να το κάνω».
«Αν κρεμόσουν ακόμα εκεί», είπε πρακτικά η Ηλαίην, «σε λίγο θα ξυπνούσες και θα με θωράκιζες. Είμαι σίγουρη ότι η Μογκέντιεν θα φρόντιζε να είσαι αρκετά θυμωμένη για να διαβιβάσεις —μην ξεχνάς ότι μας ξέρει όλες καλά― και αμφιβάλω αν θα υποψιαζόμουν τίποτα προτού το κάνεις. Δεν θα μ’ άρεσε καθόλου να με σύρεις στη Μογκέντιεν, και πιστεύω ότι ούτε εσένα θα σου άρεσε». Η άλλη δεν την κοίταζε. «Πρέπει να ήταν ένας σύνδεσμος, Νυνάβε, σαν το α’ντάμ. Έτσι σε έκανε να νιώσεις πόνο δίχως να σου αφήσει σημάδι». Η Νυνάβε καθόταν μουτρωμένη, μ’ ένα άγριο βλέμμα. «Νυνάβε, η Μπιργκίτε είναι ζωντανή. Έκανες ό,τι μπορούσες γι’ αυτήν, και, Φωτός θέλοντος, θα ζήσει. Η Μογκέντιεν της το έκανε, όχι εσύ. Ο στρατιώτης που θεωρεί ότι είναι δικό του το φταίξιμο για τους συντρόφους του που έπεσαν στη μάχη, είναι ανόητος. Εσύ κι εγώ είμαστε στρατιώτες σε μια μάχη, αλλά δεν είσαι ανόητη, οπότε σταμάτα να φέρεσαι έτσι».
Η Νυνάβε τότε την κοίταξε, μ’ ένα κατσουφιασμένο βλέμμα που κράτησε μόνο μια στιγμή προτού κοιτάξει από την άλλη μεριά. «Δεν καταλαβαίνεις». Η φωνή της έσβησε, έγινε ψίθυρος. «Ήταν... ένας από τους ήρωες που είναι δεσμευμένοι στον Τροχό του Χρόνου, που το πεπρωμένο τους είναι να γεννιούνται και να ξαναγεννιούνται για να δημιουργήσουν θρύλους. Αυτή τη φορά, Ηλαίην, η Μπιργκίτε δεν γεννήθηκε. Ξεριζώθηκε από τον Τελ’αράν’ριοντ, εκεί που στεκόταν. Είναι ακόμα δεσμευμένη στον Τροχό; Ή μήπως ξεριζώθηκε κι απ’ αυτόν; Ξεριζώθηκε απ’ αυτό που κέρδισε με το κουράγιο της, επειδή εγώ ήμουν τόσο περήφανη, ανόητη σαν άνδρας, που την έκανα θήραμα για τη Μογκέντιεν;»
Η Ηλαίην έλπιζε να μην είχαν περάσει ακόμα από το νου της Νυνάβε αυτές οι ερωτήσεις, να είχε συνέλθει λιγάκι πρώτα. «Ξέρεις πόσο άσχημα πληγωμένη ήταν η Μογκέντιεν; Ίσως να είναι νεκρή».
«Ελπίζω όχι», είπε η άλλη, σχεδόν γρυλίζοντας. «Θέλω να την κάνω να πληρώσει γι’ αυτό...» Πήρε μια βαθιά ανάσα, αλλά, αντί να νιώσει καλύτερα, φάνηκε να καμπουριάζει. «Εγώ δεν θα τη θεωρούσα νεκρή. Το βέλος της Μπιργκίτε δεν τη βρήκε στην καρδιά. Είναι θαύμα που κατάφερε να πετύχει τη Μογκέντιεν, έτσι που παραπατούσε. Εγώ δεν θα μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, αν με είχαν πετάξει τόσο μακριά, αν είχα αναπηδήσει έτσι. Δεν μπορούσα καν να σταθώ ύστερα απ’ αυτό που μου έκανε η Μογκέντιεν. Όχι, είναι ζωντανή, και καλά θα κάνουμε να υπολογίζουμε ότι θα Θεραπεύσει την πληγή της και θα αρχίσει να μας ξανακυνηγά όταν ξημερώσει».
«Έστω κι έτσι, θα χρειαστεί ανάπαυση, Νυνάβε. Το ξέρεις. Ξέρει πού είμαστε; Απ’ ό,τι είπες, δεν πρόλαβε να δει τίποτα παραπάνω εκτός του ότι πρόκειται για θηριοτροφείο».
«Αν άραγε είδε περισσότερα;» Η Νυνάβε έτριβε τους κροτάφους της, σαν να δυσκολευόταν να σκεφτεί. «Αν άραγε ξέρει ακριβώς πού είμαστε; Μπορεί να στείλει Σκοτεινόφιλους στο κατόπι μας. Ή να στείλει μήνυμα σε Σκοτεινόφιλους στη Σαμάρα».
«Ο Λούκα είναι εκτός εαυτού, επειδή έχουν ήδη μαζευτεί έντεκα θηριοτροφεία γύρω από την πόλη και άλλα τρία περιμένουν να περάσουν τη γέφυρα. Νυνάβε, θα κάνει μέρες για να ανακτήσει τις δυνάμεις της μετά από μια τέτοια πληγή, ακόμα κι αν βρει κάποια Μαύρη αδελφή να τη Θεραπεύσει, ή κάποιον άλλο Αποδιωγμένο. Και θα κάνει μέρες ακόμα για να ψάξει σε δεκαπέντε θηριοτροφεία. Δεκαπέντε, αν δεν υπάρχουν άλλα στο δρόμο πίσω μας ή αν δεν έρχονται άλλα από την Αλτάρα. Αν μας ακολουθήσει ή αν στείλει Σκοτεινόφιλους, ό,τι και να γίνει, είμαστε προειδοποιημένες κι έχουμε μέρες για να βρούμε πλοίο να μας κατεβάσει στο ποτάμι». Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, ενώ σκεφτόταν. «Έχεις τίποτα να βάψεις τα μαλλιά σου σε κείνο το σακίδιο με τα βότανα; Πάω στοίχημα ό,τι θέλεις πως στον Τελ’αράν’ριοντ είχες τα μαλλιά πλεξούδα. Τα δικά μου εκεί έχουν πάντα το αληθινό τους χρώμα. Αν τα δικά σου είναι λυτά, όπως τώρα, κι έχουν άλλο χρώμα, θα είναι ακόμα πιο δύσκολο να μας βρουν».
«Παντού Λευκομανδίτες», αναστέναξε η Νυνάβε. «Ο Γκάλαντ. Ο Προφήτης. Πλοία πουθενά. Λες και τα πάντα συνωμοτούν για να μας κρατήσουν εδώ για τη Μογκέντιεν. Είμαι τόσο κουρασμένη, Ηλαίην. Κουράστηκα να φοβάμαι ποιος θα μας περιμένει στην επόμενη στροφή. Κουράστηκα να φοβάμαι τη Μογκέντιεν. Το μυαλό μου δεν μπορεί να σκεφτεί τι να κάνω μετά. Τα μαλλιά μου; Τίποτα που θα τα έβαφε σε χρώμα που να θέλω».
«Χρειάζεσαι ύπνο», είπε σταθερά η Ηλαίην. Χωρίς το δαχτυλίδι. Δώσ’ το μου». Η άλλη δίστασε, όμως η Ηλαίην απλώς περίμενε με το χέρι απλωμένο, ώσπου η Νυνάβε ψάρεψε το πέτρινο δαχτυλίδι με τις πιτσιλιές χρώματος από το λαιμό της. Η Ηλαίην το έχωσε στο πουγκί της και συνέχισε. «Τώρα ξάπλωσε εκεί και θα προσέχω εγώ την Μπιργκίτε».
Η Νυνάβε κοίταξε για μια στιγμή τη γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη στο άλλο κρεβάτι, και κούνησε το κεφάλι. «Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Θέλω... θέλω να μείνω μόνη. Να περπατήσω». Σηκώθηκε μουδιασμένη, σαν να την είχαν δείρει πραγματικά, πήρε το σκούρο μανδύα της από το κρεμαστάρι του και τον έριξε πάνω από την καμιζόλα της. Στην πόρτα, κοντοστάθηκε. «Σε περίπτωση που θα θελήσει να με σκοτώσει», είπε ζοφερά, «δεν ξέρω αν θα της αντιστεκόμουν». Βγήκε στη νύχτα ξυπόλητη, με λυπημένο πρόσωπο.
Η Ηλαίην δίστασε, μην ξέροντας ποια από τις δύο γυναίκες είχε περισσότερο την ανάγκη της, και μετά έμεινε εκεί που καθόταν. Ό,τι και να έλεγε, δεν θα έκανε τη Νυνάβε να νιώσει καλύτερα, αλλά είχε πίστη στην αντοχή της. Αν έμενε μόνη να ξεδιαλύνει τα πράγματα στο νου της, θα έβλεπε ότι το φταίξιμο ήταν της Μογκέντιεν, όχι δικό της. Θα το καταλάβαινε, έπρεπε.