Η Ελάιντα ντο Αβρινύ α’Ρόιχαν χάιδεψε αφηρημένα το μακρύ, επτάριγο επιτραχήλιο που είχε ριγμένο στην πλάτη της, το επιτραχήλιο της Έδρας της Αμερλιν, ενώ καθόταν πίσω από το πλατύ γραφείο της. Πολλοί εκ πρώτης όψεως θα τη θεωρούσαν όμορφη, αλλά με μια δεύτερη ματιά διαπίστωναν ότι η αυστηρότητα του αγέραστου προσώπου της, προσώπου μιας Άες Σεντάι, δεν ήταν κάτι εφήμερο. Σήμερα υπήρχε κάτι παραπάνω, μια λάμψη θυμού στα μαύρα μάτια της. Αν το είχε προσέξει κανείς.
Καλά-καλά δεν άκουγε τις γυναίκες που ήταν παραταγμένες στα σκαμνιά μπροστά της. Όλα τα χρώματα εμφανίζονταν στα φορέματά τους, από το λευκό ως το πιο σκούρο κόκκινο, σε μετάξι ή μαλλί ανάλογα με το γούστο της καθεμιάς, όλες όμως εκτός από μία φορούσαν το επίσημο επώμιό τους, με τη Φλόγα της Ταρ Βάλον κεντημένη καταμεσής στην πλάτη και τα χρωματιστά κρόσσια να δηλώνουν το Άτζα τους, λες κι εδώ ήταν συνάντηση της Αίθουσας του Πύργου. Συζητούσαν για αναφορές και φήμες περί γεγονότων στον κόσμο, πάσχιζαν να χωρίσουν συμβάντα από φαντασιώσεις, προσπαθούσαν να αποφασίσουν πώς θα ενεργούσε ο Πύργος, αλλά σπάνια έριχναν έστω και μια ματιά στη γυναίκα πίσω από το τραπέζι, τη γυναίκα που είχαν ορκιστεί να υπακούουν. Η Ελάιντα δεν μπορούσε να τους αφιερώσει όλη την προσοχή της. Δεν ήξεραν τι στ’ αλήθεια ήταν σημαντικό. Ή μάλλον, το ήξεραν και φοβούνταν να μιλήσουν γι’ αυτό.
«Απ’ ό,τι φαίνεται, κάτι συμβαίνει στο Σίναρ». Ήταν η Ντανέλ αυτή, μια μικροκαμωμένη που συχνά έμοιαζε χαμένη σε ονειροπόλημα, η μοναδική Καφέ αδελφή που ήταν παρούσα. Το Πράσινο και το Κίτρινο είχαν επίσης μία αδελφή το καθένα εκεί, και κανένα από αυτά τα τρία Άτζα δεν ήταν ευχαριστημένο. Γαλάζιες δεν υπήρχαν καθόλου. Τα μεγάλα γαλανά μάτια της Ντανέλ φανέρωναν συλλογισμένη ενδοσκόπηση· δεν αντιλαμβανόταν τη μουτζούρα από μελάνη που λέρωνε το μάγουλό της, ενώ το γκρίζο μάλλινο φόρεμά της ήταν τσαλακωμένο. «Ακούγονται φήμες για αψιμαχίες. Όχι με Τρόλοκ, ούτε και με Αελίτες, αν και φαίνεται να έχουν αυξηθεί οι επιδρομές από τα Περάσματα του Νίαμ. Κάτι ασυνήθιστο για τις Μεθόριες. Σπανίως πολεμούν μεταξύ τους».
«Αν σκοπεύουν να κάνουν εμφύλιο πόλεμο, διάλεξαν την κατάλληλη στιγμή», είπε ψύχραιμα η Αλβιάριν. Ήταν ψηλή και λιγνή και ντυμένη σε κατάλευκο μετάξι, η μοναδική που δεν φορούσε επώμιο. Το επιτραχήλιο που είχε στην πλάτη ήταν κι αυτό λευκό, για να δείχνει ότι προερχόταν από το Λευκό Άτζα. Δεν ήταν από το Κόκκινο, το προηγούμενο Άτζα της Ελάιντα, όπως όριζε η παράδοση. «Οι Τρόλοκ μοιάζουν να εξαφανίστηκαν. Ολόκληρη η Μάστιγα δείχνει τόσο ήσυχη, που λες ότι αρκούν δυο αγρότες και μια μαθητευόμενη για να τη φυλάνε».
Τα κοκαλιάρικα δάχτυλα της Τέσλυν έψαξαν τα χαρτιά στα γόνατά της, μ’ όλο που δεν τα κοίταζε. Ήταν η μια από τις τέσσερις Κόκκινες αδελφές που παρίσταντο —περισσότερες από κάθε άλλο Άτζα — και συναγωνιζόταν την Ελάιντα σε αυστηρότητα, αν και ποτέ κανένας δεν την είχε θεωρήσει όμορφη. «Προτιμότερο ίσως να μην είχε τόση ησυχία», είπε η Τέσλυν, με βαριά Ιλιανή προφορά. «Έλαβα μήνυμα σήμερα το πρωί πως ο Στρατάρχης της Σαλδαίας έχει στείλει στρατεύματα. Όχι προς τη Μάστιγα, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Νότια και ανατολικά. Δεν θα έκανε κάτι τέτοιο αν η Μάστιγα δεν έμοιαζε να κοιμάται».
«Άρα έχουν αρχίσει να ακούγονται τα νέα για τον Μάζριμ Τάιμ». Η Αλβιάριν είχε τόνο σαν να μιλούσε για τον καιρό ή την τιμή των χαλιών αντί για μια πιθανή καταστροφή. Είχαν μοχθήσει πολύ για να αιχμαλωτίσουν τον Τάιμ, κι άλλο τόσο για να αποκρύψουν τη δραπέτευσή του. Δεν θα ήταν καλό για τον Πύργο, αν ο κόσμος μάθαινε ότι δεν μπορούσαν να φυλάξουν τον ψεύτικο Δράκοντα που είχαν πιάσει. «Κι επίσης φαίνεται ότι η Βασίλισσα Τενόμπια, ή ο Ντάβραμ Μπασίρε, ή και οι δυο τους, νομίζουν ότι δεν μπορούν να μας εμπιστευτούν ξανά για να τον αντιμετωπίσουμε».
Νεκρική σιγή έπεσε όταν αναφέρθηκε ο Τάιμ. Ο άνδρας μπορούσε να διαβιβάσει —τον πήγαιναν στην Ταρ Βάλον για να τον ειρηνέψουν, να τον αποκόψουν οριστικά από τη Μία Δύναμη, όταν το είχε σκάσει― αλλά δεν ήταν αυτό που έδενε τώρα τις γλώσσες τους. Κάποτε η ύπαρξη ανδρών που μπορούσαν να διαβιβάσουν τη Μία Δύναμη ήταν το πιο μεγάλο ανάθεμα· ο κύριος λόγος της ύπαρξης του Κόκκινου ήταν ακριβώς να κυνηγά τέτοιους άνδρες, και όλα τα Άτζα βοηθούσαν όσο μπορούσαν. Τώρα όμως οι περισσότερες γυναίκες πέρα από το τραπέζι ανασάλεψαν στα σκαμνιά τους, μη θέλοντας να κοιταχτούν κατάματα μεταξύ τους, επειδή η αναφορά περί Τάιμ έφερνε κοντά ένα άλλο θέμα, για το οποίο δεν ήθελαν να μιλάνε. Ακόμα και η Ελάιντα ένιωσε χολή να χύνεται στο στομάχι της.
Κατά τα φαινόμενα, η Αλβιάριν δεν συμμεριζόταν αυτή την απροθυμία. Μια άκρη του στόματός της στράβωσε με τρόπο που θα μπορούσε να σημαίνει χαμόγελο ή μορφασμό. «Θα φροντίσω να πολλαπλασιάσουμε τις προσπάθειές μας προκειμένου να αιχμαλωτίσουμε ξανά τον Τάιμ. Επίσης, προτείνω να στείλουμε μια αδελφή για να συμβουλεύσει την Τενόμπια. Κάποια που έχει συνηθίσει να αντιμετωπίζει την πεισματική αντίδραση που θα προβάλει αυτή η νεαρή».
Οι άλλες έσπευσαν να καλύψουν τη σιωπή.
Η Τζολίνε έσιαξε στους λεπτούς ώμους της το επώμιο με τα πράσινα κρόσσια και χαμογέλασε, αν και το χαμόγελο φαινόταν λιγάκι βεβιασμένο. «Ναι. Χρειάζεται μια Άες Σεντάι πάνω από το κεφάλι της. Κάποια που να μπορεί να κουμαντάρει τον Μπασίρε. Ο άνθρωπος αυτός ασκεί υπερβολική επιρροή στην Τενόμπια. Πρέπει να ξαναπάει το στρατό του εκεί που θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση που ξυπνήσει η Μάστιγα». Το άνοιγμα του επωμίου χάριζε γενναιόδωρη θέα του κόρφου της και το ανοιχτοπράσινο ύφασμα παραήταν σφιχτό, παραήταν κολλητό. Επίσης, κατά τη γνώμη της Ελάιντα, η Τζολίνε το παράκανε στα χαμόγελα. Ειδικά προς τους άνδρες. Όλο έτσι έκαναν οι Πράσινες.
«Το τελευταίο που χρειαζόμαστε τώρα είναι να έχουμε άλλον ένα στρατό να προελαύνει», έκανε γοργά η Σέμεριν. Ήταν παχουλούλα και για κάποιο λόγο δεν είχε κατορθώσει να αποκτήσει την εξωτερική γαλήνη που επεδείκνυαν οι Άες Σεντάι· συχνά η επιδερμίδα γύρω από τα μάτια της τεντωνόταν με ανησυχία, πολύ περισσότερο τον τελευταίο καιρό.
«Και κάποια να πάει στο Σίναρ», πρόσθεσε η Τζαβίντρα, άλλη μια Κόκκινη. Παρά τα λεία της μάγουλα, το γωνιώδες πρόσωπό της έδειχνε τόση σκληράδα ώστε θύμιζε σφυρί. Η φωνή της ήταν απότομη. «Δεν μ’ αρέσει να υπάρχουν τέτοιοι μπελάδες στις Μεθόριες. Το τελευταίο που θέλουμε είναι να εξασθενήσει το Σίναρ σε σημείο που να μπορεί να περάσει από κει μια στρατιά των Τρόλοκ».
«Ίσως». Η Αλβιάριν ένευσε, καθώς το συλλογιζόταν. «Υπάρχουν όμως πράκτορες στο Σίναρ —Κόκκινες, είμαι σίγουρη γι’ αυτό, και ίσως να είναι και άλλες;―» Οι τέσσερις Κόκκινες αδελφές ένευσαν κοφτά, απρόθυμα· άλλη αδελφή δεν τις μιμήθηκε. «-που μπορούν να μας προειδοποιήσουν αν αυτές οι μικροσυγκρούσεις κλιμακωθούν ανησυχητικά».
Ήταν κοινό μυστικό ότι όλα τα Άτζα —εκτός του Λευκού, το οποίο ήταν δοσμένο στη λογική και τη φιλοσοφία― διέθεταν παρατηρητές και ωτακουστές σκορπισμένους στα έθνη, πολλούς ή λίγους, αν και το δίκτυο του Κίτρινου Άτζα θεωρείτο αξιοθρήνητο. Δεν μπορούσαν να μάθουν τίποτα για αρρώστιες και Θεραπείες από εκείνους που δεν μπορούσαν να διαβιβάζουν. Κάποιες αδελφές είχαν για δικό τους λογαριασμό αυτιά και μάτια, αν και αυτοί οι άνθρωποι ήταν πιο καλοφυλαγμένο μυστικό από τους πράκτορες των Άτζα. Οι Γαλάζιες είχαν το πιο εκτεταμένο δίκτυο, τόσο προσωπικά όσο και ως Άτζα.
«Όσο για την Τενόμπια και τον Ντάβραμ Μπασίρε», συνέχισε η Αλβιάριν, «συμφωνούμε ότι πρέπει αμέσως να στείλουμε αδελφές να τους βάλουν στον ίσιο δρόμο;» Σχεδόν δεν περίμενε να δει τις άλλες να νεύουν. «Ωραία. Αποφασίσθηκε. Η Μεμάρα είναι ό,τι πρέπει για τη δουλειά· δεν θα ανεχθεί τις επιπολαιότητες της Τενόμπια, αλλά και θα της περάσει το κολάρο χωρίς εκείνη να το καταλάβει. Λοιπόν. Ξέρει καμία σας τίποτα νεώτερο για το Αραντ Ντόμαν ή το Τάραμπον; Αν δεν κάνουμε σύντομα κάτι εκεί, ίσως καταλήξουμε να επικρατήσουν ο Πέντρον Νάιαλ και οι Λευκομανδίτες από το Μπάνταρ Έμπαν ως την Ακτή της Σκιάς. Εβανελάιν, ξέρεις τίποτα;» Το Αραντ Ντόμαν και το Τάραμπον μαστίζονταν από εμφύλιους πολέμους, και όχι μόνο από αυτό. Πουθενά δεν υπήρχε τάξη. Η Ελάιντα ξαφνιάστηκε που έθιγαν το ζήτημα.
«Μονάχα μια φήμη», απάντησε η Γκρίζα αδελφή. Το μεταξωτό φόρεμά της, που ταίριαζε με τα κρόσσια στο επώμιό της, ήταν καλοραμμένο και άνοιγε βαθιά στο λαιμό. Συχνά η Ελάιντα σκεφτόταν ότι αυτή η γυναίκα κανονικά έπρεπε να είναι Πράσινη, τόσο που την απασχολούσαν η εμφάνιση και τα ρούχα της. «Σχεδόν όλοι είναι πρόσφυγες σε κείνες τις κακότυχες χώρες, το ίδιο και αυτοί που θα μπορούσαν να φέρουν τα νέα. Η Πανάρχουσα Αμάθιρα μοιάζει να έχει εξαφανιστεί και φαίνεται να έχουν αναμιχθεί Άες Σεντάι...»
Το χέρι της Ελάιντα έσφιξε το επιτραχήλιό της. Τίποτα δεν τάραξε το πρόσωπό της, μα τα μάτια της είχαν πάρει φωτιά. Το θέμα του Σαλδικού στρατού είχε λήξει. Τουλάχιστον η Μεμάρα ήταν Κόκκινη· να μια έκπληξη. Μα δεν είχαν καν ζητήσει τη γνώμη της. Είχε γίνει. Η σοκαριστική πιθανότητα να ήταν αναμεμιγμένη μια Άες Σεντάι στην εξαφάνιση της Πανάρχουσας —αν δεν ήταν άλλο ένα από τα χιλιάδες απίστευτα παραμύθια που έρχονταν από τη δυτική ακτή― δεν μπορούσε να στρέψει αλλού τις σκέψεις της. Υπήρχαν Άες Σεντάι σκορπισμένες από τον Ωκεανό Άρυθ ως τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου και δεν ήξερες τι μπορεί να έκαναν οι Γαλάζιες, και ίσως όχι μόνο αυτές. Ούτε δυο μήνες δεν είχαν περάσει καλά-καλά από τότε που είχαν γονατίσει όλες να ορκιστούν υποταγή μπροστά της ως προσωποποίηση του Λευκού Πύργου, και τώρα η απόφαση είχε ληφθεί χωρίς έστω να της ρίξουν μια ματιά.
Το σπουδαστήριο της Αμερλιν βρισκόταν μονάχα μερικούς ορόφους πάνω από τη βάση του Λευκού Πύργου, όμως αυτό το δωμάτιο ήταν η καρδιά του Πύργου, ακριβώς όπως ο ίδιος ο Πύργος, που είχε το χρώμα ξασπρισμένων οστών, ήταν η καρδιά της μεγάλης πόληςνησιού της Ταρ Βάλον, στη διχάλα του ποταμού Ερίνιν. Και η Ταρ Βάλον ήταν, ή έπρεπε να είναι, η καρδιά του κόσμου. Η αίθουσα έδειχνε την εξουσία που ασκούσε η μακρά διαδοχή των γυναικών που την είχαν κατοικήσει: πάτωμα από γυαλισμένη κοκκινόπετρα από τα Όρη της Ομίχλης, ψηλό τζάκι από χρυσό Καντορινό μάρμαρο, τοίχοι ντυμένοι με ανοιχτόχρωμο ξύλο όλο παράξενες ρίγες, στο οποίο ήταν σκαλισμένα με εξαίσια τέχνη άγνωστα πουλιά και θηρία που είχαν ζήσει πάνω από χίλια χρόνια πριν. Πέτρα όμοια με λαμπυριστά μαργαριτάρια πλαισίωνε τις ψηλές αψιδωτές μπαλκονόπορτες, οι οποίες έβγαζαν σε ένα μπαλκόνι με θέα στον προσωπικό κήπο της Άμερλιν, η μόνη γνωστή πέτρα του είδους της, την οποία είχαν περισυλλέξει από μια ανώνυμη πόλη, την οποία είχε καταπιεί η Θάλασσα των Καταιγίδων στο Τσάκισμα του Κόσμου. Αίθουσα εξουσίας, καθρέφτισμα των Άμερλιν που κοντά στα τρεις χιλιάδες χρόνια έκαναν θρόνους να χορεύουν στο σκοπό τους. Και δεν είχαν ρωτήσει καν τη γνώμη της.
Συμβαίνουν υπερβολικά συχνά τέτοιοι εξευτελισμοί. Το χειρότερο —το πικρότερο όλων, ίσως― ήταν ότι είχαν υποσκάψει την εξουσία της χωρίς καν να το σκεφτούν. Οι γυναίκες αυτές ήξεραν πώς είχε αποκτήσει το επιτραχήλιο, ήξεραν ότι η συνδρομή τους το είχε βάλει στους ώμους της. Η ίδια προσωπικά είχε έντονη την επίγνωση αυτού του γεγονότος. Αλλά το είχαν παρατραβήξει. Σύντομα θα ερχόταν η ώρα που θα έκανε κάτι γι’ αυτό. Όχι όμως ακόμη.
Είχε βάλει τη δική της σφραγίδα στην αίθουσα, όσο ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο, με ένα τραπεζάκι γραψίματος περίτεχνα σμιλεμένο με τριπλά ενωμένα δαχτυλίδια και μια βαριά πολυθρόνα που ύψωνε μια ένθετη φιλντισένια Φλόγα της Ταρ Βάλον πάνω από τα μελαχρινά μαλλιά της σαν μεγάλο χιονισμένο δάκρυ. Στο τραπέζι ήταν παραταγμένα τρία κουτιά από Αλταρανό λακαρισμένο ξύλο, προσεκτικά τοποθετημένα ώστε να ισαπέχουν μεταξύ τους· το ένα είχε τα καλύτερα δείγματα της συλλογής της από σκαλισμένες μινιατούρες. Ένα λευκό βάζο, σε απλό πλίνθο μπροστά σε ένα τοίχο, είχε κόκκινα τριαντάφυλλα που γέμιζαν το δωμάτιο με τη γλυκιά ευωδιά τους. Δεν είχε βρέξει από τότε που είχε ανακηρυχθεί Άμερλιν, όμως με τη Δύναμη υπήρχαν πάντα διαθέσιμα όμορφα μπουμπούκια· πάντα της άρεσαν τα λουλούδια. Μπορούσες τόσο εύκολα να τα ψαλιδίσεις και να τα μάθεις να παράγουν ομορφιά.
Δύο πίνακες ήταν κρεμασμένοι σε σημεία που μπορούσε να τους δει απλώς υψώνοντας το κεφάλι. Οι άλλες απέφευγαν να τους κοιτάζουν· απ’ όλες τις Άες Σεντάι που έρχονταν στο σπουδαστήριο της Ελάιντα, η Αλβιάριν ήταν η μόνη που τους έριχνε έστω και μια ματιά.
«Κανένα νέο από την Ηλαίην;» ρώτησε ταπεινά η Αντάγια. Η δεύτερη Γκρίζα, μια μικροκαμωμένη γυναικούλα σαν πουλί, που έμοιαζε συνεσταλμένη παρά τα χαρακτηριστικά των Άες Σεντάι στο πρόσωπό της, φαινόταν ασυνήθιστη επιλογή για μεσολαβήτρια, όμως ήταν μια από τις καλύτερες. Η φωνή της είχε ίχνη προφοράς του Τάραμπον. «Ή από τον Γκάλαντ; Αν η Μοργκέις ανακαλύψει πως έχουμε χάσει το θετό της γιο, ίσως αρχίσει να κάνει ερωτήσεις για το πού βρίσκεται η κόρη της, έτσι δεν είναι; Κι αν μάθει ότι έχουμε χάσει την Κόρη-Διάδοχο, τότε ίσως το Άντορ μας κλείσει τις πόρτες σαν την Αμαδισία».
Μερικές γυναίκες κούνησαν το κεφάλι ― δεν υπήρχαν νέα, και η Τζαβίντρα είπε, «Μια Κόκκινη αδελφή έχει πάρει θέση στο Βασιλικό Παλάτι. Πρόσφατα προβιβάσθηκε σε αδελφή, άρα μπορεί να περάσει για απλή γυναίκα και όχι Άες Σεντάι». Εννοούσε ότι η γυναίκα αυτή ακόμα δεν είχε πάρει την αγέραστη όψη που ήταν αποτέλεσμα μακρόχρονης χρήσης της Δύναμης. Αν προσπαθούσες να μαντέψεις την ηλικία οποιασδήποτε γυναίκας στο σπουδαστήριο, μπορεί να έπεφτες έξω ακόμα και είκοσι χρόνια στην εκτίμησή σου, σε μερικές περιπτώσεις πολύ παραπάνω. «Είναι όμως καλά εκπαιδευμένη, αρκετά δυνατή, ικανή παρατηρήτρια. Αυτό που απασχολεί τη Μοργκέις είναι που προσπαθεί να διεκδικήσει τον Καιρχινό θρόνο». Αρκετές γυναίκες ανακάθισαν στα σκαμνιά τους, και, σαν να συνειδητοποιούσε ότι έθιγε επικίνδυνα ζητήματα, η Τζαβίντρα συνέχισε βιαστικά. «Και ο καινούριος εραστής της, ο Άρχοντας Γκάεμπριλ, μοιάζει να την κρατά απασχολημένη με άλλους τρόπους». Το λεπτό στόμα της στένεψε ακόμα περισσότερο. «Είναι τρελή και παλαβή μαζί του».
«Την κρατά προσηλωμένη στην Καιρχίν», είπε η Αλβιάριν. «Η κατάσταση εκεί είναι σχεδόν όσο άσχημη είναι και στο Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν, όλοι οι Οίκοι διεκδικούν το Θρόνο του Ήλιου και παντού απλώνεται ο λιμός. Η Μοργκέις θα επιβάλει ξανά την τάξη, όμως θα χρειαστεί καιρό για να σιγουρέψει το θρόνο. Μέχρι να τελειώσουν όλα αυτά, δεν θα έχει δυνάμεις να ασχοληθεί με άλλα πράγματα, ούτε ακόμα και με την Κόρη-Διάδοχο. Κι έβαλα μια γραφιά να στέλνει πού και πού κανένα γράμμα· μια γυναίκα που μιμείται καλά το γραφικό χαρακτήρα της Ηλαίην. Η Μοργκέις αντέχει μέχρι να εξασφαλίσουμε πάλι τον πλήρη έλεγχό της».
«Τουλάχιστον έχουμε στα χέρια μας τον γιο της». Η Τζολίνε χαμογέλασε.
«Ο Γκάγουυν δεν είναι ακριβώς στα χέρια μας», είπε κοφτά η Τέσλυν. «Τα Παλικαράκια του μπλέκουν σε αψιμαχίες με Λευκομανδίτες και στις δύο όχθες του ποταμού. Ενεργεί και από μόνος του, όχι μόνο με τις οδηγίες μας».
«Θα τον κάνουμε του χεριού μας», είπε η Αλβιάριν. Η Ελάιντα είχε αρχίσει να μισεί εκείνη τη διαρκή, ψύχραιμη αυτοκυριαρχία της.
«Μιας και λέμε για Λευκομανδίτες», παρενέβη η Ντανέλ, «φαίνεται ότι ο Πέντρον Νάιαλ κάνει μυστικές διαπραγματεύσεις, προσπαθώντας να πείσει την Αλτάρα και το Μουράντυ να παραχωρήσουν εδάφη στο Ίλιαν, για να εμποδίσει έτσι το Συμβούλιο των Εννέα να εισβάλει στη μια ή στην άλλη χώρα, ή και στις δύο».
Έχοντας αποφύγει το γκρεμό, οι γυναίκες στην άλλη πλευρά του τραπεζιού συνέχισαν να φλυαρούν, προσπαθώντας να συμπεράνουν αν οι διαπραγματεύσεις του Άρχοντα Μάγιστρου σήμαιναν ότι τα Τέκνα του Φωτός θα αποκτούσαν κύρος και επιρροή σε επικίνδυνο βαθμό. Ίσως θα έπρεπε να μπουν εμπόδια στις διαπραγματεύσεις, για να μπορέσει ο Λευκός Πύργος να μπει στη μέση και να τον αντικαταστήσει.
Η Ελάιντα στράβωσε το στόμα. Ο Πύργος συχνά στην ιστορία του φερόταν επιφυλακτικά λόγω αναγκαιότητας —ήταν πολλοί αυτοί που φοβούνταν τις αδελφές, πολλοί αυτοί που δεν τις εμπιστεύονταν ― αλλά ποτέ δεν φοβόταν τίποτα και κανέναν. Τώρα, φοβόταν.
Ύψωσε το βλέμμα στους πίνακες. Έναν τον αποτελούσαν τρία ξύλινα πάνελ τοίχου που απεικόνιζαν την Μπόνχουιν, την τελευταία Κόκκινη που είχε καθίσει στην Έδρα της Άμερλιν, πριν από χίλια χρόνια, η οποία ήταν και ο λόγος που καμία Κόκκινη δεν είχε φορέσει έκτοτε το επιτραχήλιο. Μέχρι την Ελάιντα. Έδειχνε την Μπόνχουιν, ψηλή και περήφανη, να προστάζει τις Άες Σεντάι, καθώς χειραγωγούσαν τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο· την Μπόνχουιν, με αδάμαστη όψη, στα λευκά τείχη της Ταρ Βάλον, που την πολιορκούσαν οι δυνάμεις του Γερακόφτερου· την Μπόνχουιν, τέλος, γονατισμένη, ταπεινωμένη, μπροστά στην Αίθουσα του Πύργου, καθώς της αφαιρούσαν το επιτραχήλιο και τη ράβδο, επειδή σχεδόν είχε οδηγήσει τον Πύργο στον όλεθρο.
Πολλές απορούσαν γιατί άραγε η Ελάιντα είχε ξεθάψει το τρίπτυχο από τις αποθήκες όπου κειτόταν μαζεύοντας σκόνη· παρ’ όλο που καμία δεν μιλούσε ξεκάθαρα, η Ελάιντα άκουγε τους ψιθύρους τους. Δεν καταλάβαιναν ότι ήταν αναγκαία η διαρκής υπενθύμιση του κόστους της αποτυχίας.
Ο δεύτερος πίνακας ήταν φτιαγμένος σύμφωνα με τη νέα μόδα, σε τεντωμένο καμβά, αντίγραφο του σκίτσου ενός πλανόδιου καλλιτέχνη από τη μακρινή δύση. Αυτό προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη ταραχή στις Άες Σεντάι που το αντίκριζαν. Δύο άνδρες μάχονταν μέσα στα σύννεφα, μοιάζοντας να είναι στον ουρανό, κραδαίνοντας κεραυνούς αντί για όπλα. Ο ένας είχε πύρινο πρόσωπο. Ο άλλος ήταν ψηλός και νεαρός, με κοκκινωπά μαλλιά. Πρόξενος του φόβου ήταν ο νεαρός, κι έκανε ακόμα και την Ελάιντα να σφίγγει τα δόντια. Δεν ήξερε αν τα έσφιγγε από θυμό ή για να μην χτυπάνε μεταξύ τους νευρικά. Όμως μπορούσε, κι έπρεπε, να ελέγχει το φόβο. Ο έλεγχος ήταν το παν.
«Τελειώσαμε, λοιπόν», είπε η Αλβιάριν, καθώς σηκωνόταν με γαλήνιες κινήσεις από το σκαμνί της. Οι άλλες τη μιμήθηκαν, σιάζοντας τις φούστες και τα επώμιά τους, καθώς ετοιμάζονταν να φύγουν. «Σε τρεις μέρες, περιμένω να μου―»
«Σας επέτρεψα να φύγετε, κόρες μου;» Ήταν τα πρώτα λόγια που είχε προφέρει η Ελάιντα από τη στιγμή που τους είχε ζητήσει να καθίσουν. Την κοίταξαν με έκπληξη. Με έκπληξη! Κάποιες πλησίασαν πάλι τα σκαμνιά, μα δίχως βιασύνη. Και δεν είχαν πει λέξη για να ζητήσουν συγγνώμη. Η Ελάιντα είχε αφήσει αυτή την κατάσταση να παρατραβήξει. «Αφού είστε όρθιες, θα μείνετε όρθιες μέχρι να τελειώσω». Σύγχυση κατέλαβε για λίγο εκείνες που ήταν μισοκαθισμένες, ενώ αυτή συνέχισε να μιλά, ενώ ξανασηκώνονταν διστακτικές. «Δεν άκουσα να αναφέρεται τίποτα για την έρευνα για εκείνη τη γυναίκα και τις συντρόφισσές της».
Δεν χρειαζόταν να ονομάσει εκείνη τη γυναίκα, την προκάτοχο της Ελάιντα. Γνώριζαν ποια εννοούσε και η Ελάιντα κάθε μέρα δυσκολευόταν ολοένα και περισσότερο έστω και να σκεφτεί το όνομα της πρώην Άμερλιν. Όλα τα τρέχοντα προβλήματα —όλα!― ήταν ευθύνη εκείνης της γυναίκας.
«Είναι δύσκολο», είπε χωρίς έξαψη η Αλβιάριν, «αφού υποδαυλίζουμε τις φήμες ότι εκτελέστηκε». Αυτή η γυναίκα είχε πάγο στις φλέβες της. Η Ελάιντα στήλωσε το βλέμμα πάνω της, ώσπου η άλλη πρόσθεσε ένα καθυστερημένο «Μητέρα», μα το είπε με απάθεια, σχεδόν ανέμελα.
Η Ελάιντα έστρεψε το βλέμμα στις άλλες, έκανε τη φωνή της ατσάλι. «Τζολίνε, έχεις την ευθύνη τόσο αυτής της έρευνας όσο και της ανάκρισης για τη δραπέτευσή τους. Και στις δύο περιπτώσεις, το μόνο που ακούω είναι για τις δυσκολίες. Ίσως μια καθημερινή τιμωρία θα σε βοηθήσει να γίνεις πιο ευσυνείδητη, κόρη μου. Θέλω να γράψεις ποια κατά τη γνώμη σου θα ήταν η καταλληλότερη και να μου την υποβάλεις. Αν κρίνω ότι ― υστερεί, τότε θα την κάνω τρεις φορές βαρύτερη».
Το διαρκές χαμόγελο της Τζολίνε έσβησε με άκρως ικανοποιητικό τρόπο. Άνοιξε το στόμα της, ύστερα το ξανάκλεισε μπροστά στο σταθερό βλέμμα της Ελάιντα. Στο τέλος, έκανε μια βαθιά γονυκλισία. «Όπως ορίζεις, Μητέρα». Τα λόγια της ήταν σφιγμένα, η ταπεινότητα βεβιασμένη, αλλά αρκούσε. Προς το παρόν.
«Και τι γίνεται με την προσπάθεια να φέρουμε πίσω αυτές που το έσκασαν;» Ο τόνος της Ελάιντα ήταν ακόμα πιο σκληρός. Η επιστροφή των Άες Σεντάι, που είχαν διαφύγει, όταν είχε εκθρονιστεί εκείνη η γυναίκα, σήμαινε ότι οι Γαλάζιες θα επέστρεφαν στον Πύργο. Η Ελάιντα δεν ήξερε αν μπορούσε να εμπιστευτεί οποιαδήποτε Γαλάζια. Αλλά, βέβαια, δεν ήξερε αν μπορούσε να εμπιστευτεί οποιαδήποτε αδελφή από κείνες που το είχαν βάλει στα πόδια αντί να ζητωκραυγάσουν την άνοδό της στο αξίωμα της Άμερλιν. Όμως ο Πύργος έπρεπε να μονοιάσει ξανά.
Αυτό το έργο το επέβλεπε η Τζαβίντρα. «Και πάλι, υπάρχουν δυσκολίες». Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν αυστηρά, όπως πάντα, όμως έγλειψε γοργά τα χείλη, βλέποντας τη θύελλα που μάνιαζε αθόρυβα στην έκφραση της Ελάιντα. «Μητέρα».
Η Ελάιντα κούνησε το κεφάλι. «Δεν θέλω να ακούω για δυσκολίες, κόρη μου. Αύριο θα μου φέρεις έναν κατάλογο με ό,τι έχεις κάνει, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που έχουν ληφθεί για να μην ακούσει ο κόσμος τίποτα για διχόνοιες στον Πύργο». Αυτό ήταν εξαιρετικά σημαντικό· υπήρχε μεν καινούρια Άμερλιν, όμως ο κόσμος έπρεπε να βλέπει τον Πύργο μονοιασμένο και δυνατό όπως πάντα. «Αν δεν έχεις χρόνο για τις δουλειές που σου αναθέτω, ίσως θα έπρεπε να εγκαταλείψεις τη θέση σου ως Καθήμενη των Κόκκινων στην Αίθουσα. Είναι κάτι που πρέπει να σκεφτώ».
«Δεν είναι ανάγκη, Μητέρα», βιάστηκε να πει η σκληροπρόσωπη γυναίκα. «Θα έχεις αύριο την αναφορά που ζήτησες. Είμαι σίγουρη ότι σύντομα πολλές θα αρχίσουν να επιστρέφουν».
Η Ελάιντα δεν ήταν και τόσο σίγουρη, όσο και να το ήθελε —ο Πύργος έπρεπε να είναι δυνατός· έπρεπε― όμως είχε πετύχει το σκοπό της. Όλα τα μάτια ήταν ταραγμένα, συλλογισμένα, εκτός της Αλβιάριν. Αν η Ελάιντα ήταν διατεθειμένη να τα βάλει με μία του πρώην Άτζα της, και ήταν ακόμα πιο σκληρή με μια Πράσινη που της είχε σταθεί στο πλευρό από την πρώτη κιόλας μέρα, τότε ίσως ήταν λάθος τους να τη θεωρούν διακοσμητικό πρόσωπο. Μπορεί να την είχαν ανεβάσει στην Έδρα της Άμερλιν, όμως τώρα η Ελάιντα ήταν η Έδρα της Άμερλιν. Θα το χώνευαν με μερικά ακόμα μαθήματα τις επόμενες μέρες. Κι αν χρειαζόταν, η Ελάιντα θα έβαζε επιτίμια σε όλες τις γυναίκες που ήταν εκεί μέχρι να ζητήσουν έλεος.
«Υπάρχουν Δακρυνοί στρατιώτες στην Καιρχίν, όπως επίσης και Αντορινοί», συνέχισε να λέει, αγνοώντας τα αποστραμμένα βλέμματα. «Δακρυνοί στρατιώτες, τους οποίους έστειλε ο άνδρας που πήρε την Πέτρα του Δακρύου». Η Σέμεριν έσφιξε τα παχουλά χεράκια της και η Τέσλυν μόρφασε. Μόνο η Αλβιάριν έμεινε ατάραχη, σαν παγωμένη λίμνη. Η Ελάιντα τέντωσε πλατιά το χέρι και έδειξε τη ζωγραφιά των δυο ανδρών που πολεμούσαν με κεραυνούς. «Δείτε εκεί. Δείτε! Ειδάλλως θα σας βάλω όλες να σφουγγαρίζετε πατώματα πεσμένες στα τέσσερα! Αν δεν έχετε το θάρρος να κοιτάξετε έναν πίνακα, τι κουράγιο θα δείξετε γι’ αυτά που μας περιμένουν; Η δειλία δεν ωφελεί τον Πύργο!»
Σήκωσαν αργά τα μάτια, έσυραν τα πόδια σαν νευρικά κοριτσάκια αντί για Άες Σεντάι. Μόνο η Αλβιάριν κοίταξε απλά, και μόνο αυτή φάνηκε να μην συγκινείται. Η Σέμεριν έτριψε τα χέρια, δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια της. Κάτι έπρεπε να γίνει με τη Σέμεριν.
«Ο Ραντ αλ’Θόρ. Ένας άνδρας που μπορεί να διαβιβάζει». Οι λέξεις βγήκαν σαν μαστίγιο από το στόμα της Ελάιντα. Της έσφιξαν το στομάχι τόσο που φοβήθηκε ότι θα έκανε εμετό. Με κάποιον τρόπο κατόρθωσε να διατηρήσει ατάραχο το πρόσωπό της και συνέχισε, έσπρωξε τις λέξεις να βγουν, σαν πέτρες από σφεντόνα. «Ένας άνδρας που του μέλλεται να τρελαθεί και να σκορπίσει τη φρίκη με τη Δύναμη πριν πεθάνει. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Το Αραντ Ντόμαν και το Τάραμπον και όλα τα μέρη ανάμεσά τους είναι όλο ερείπια και ξεσηκωμούς εξαιτίας του. Αν δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιες για το ρόλο του στον πόλεμο και το λιμό της Καιρχίν, τότε σίγουρα μαγειρεύει ένα μεγαλύτερο πόλεμο εκεί, ανάμεσα στο Δάκρυ και το Άντορ, τη στιγμή που ο Πύργος έχει ανάγκη από ειρήνη! Στην Γκεάλνταν, κάποιος τρελός Σιναρανός κηρύσσει γι’ αυτόν στα πλήθη, πλήθη τόσο μεγάλα που δεν μπορεί να τα διαλύσει ο στρατός του Αλιάντρε. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετώπισε ποτέ ο Πύργος, η μεγαλύτερη απειλή που αντιμετώπισε ποτέ ο κόσμος, κι εσείς δεν αντέχετε να μιλήσετε γι’ αυτόν; Δεν μπορείτε να αντικρίσετε την εικόνα του;»
Της απάντησε η σιωπή. Όλων οι γλώσσες έμοιαζαν να έχουν παγώσει, εκτός της Αλβιάριν. Οι περισσότερες ατένιζαν τον νεαρό στη ζωγραφιά, πουλιά που τα είχε υπνωτίσει ένα φίδι.
«Ο Ραντ αλ’Θόρ». Το όνομα ήταν πίκρα στα χείλη της Ελάιντα. Κάποτε είχε εκείνον τον νεαρό, με το τόσο αθώο παρουσιαστικό, αρκετά κοντά της για να τον αγγίξει. Και δεν τον είχε καταλάβει τι ήταν. Η προκάτοχός της το γνώριζε ― μόνο το Φως ήξερε πόσον καιρό το γνώριζε, και τον είχε αφήσει να τριγυρνά ανεξέλεγκτος. Εκείνη η γυναίκα της είχε πει πολλά πράγματα πριν δραπετεύσει, είχε πει πράγματα, όταν είχε ρωτηθεί πιεστικά, που η Ελάιντα δεν ήθελε να τα πιστέψει —αν ήταν πράγματι ελεύθεροι οι Αποδιωγμένοι, τότε ίσως τα πάντα να ήταν χαμένα― αλλά με κάποιον τρόπο μερικές απαντήσεις είχε αρνηθεί να τις δώσει. Και ύστερα είχε δραπετεύσει πριν η Ελάιντα προλάβει να την πιέσει ξανά. Εκείνη η γυναίκα και η Μουαραίν. Εκείνη η γυναίκα και η Γαλάζια το γνώριζαν εξ αρχής. Η Ελάιντα σκόπευε να τις ξαναφέρει και τις δύο στον Πύργο. Θα έλεγαν και το παραμικρό απ’ όσα ήξεραν. Θα ικέτευαν γονατιστές να πεθάνουν όταν τις έπιανε στα χέρια της.
Βίασε τον εαυτό της να συνεχίσει, αν και τα λόγια της έκαιγαν το στόμα. «Ο Ραντ αλ’Θόρ είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας, κόρες μου». Τα γόνατα της Σέμεριν λύγισαν, σωριάστηκε στο πάτωμα. Και μερικών άλλων τα γόνατα επίσης έμοιαζαν να τρέμουν. Τα μάτια της Ελάιντα τις μαστίγωσαν με περιφρόνηση. «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Γι’ αυτόν λένε οι Προφητείες. Ο Σκοτεινός ελευθερώνεται από τη φυλακή του, η Τελευταία Μάχη ζυγώνει, και ο Αναγεννημένος Δράκοντας πρέπει να είναι εκεί για να τον αντιμετωπίσει, αλλιώς όσο γυρνά ο Τροχός του Χρόνου, ο κόσμος είναι καταδικασμένος στην πυρά και τον όλεθρο. Και κυκλοφορεί ελεύθερος, κόρες μου. Δεν ξέρουμε πού είναι. Ξέρουμε δέκα μέρη όπου δεν είναι. Δεν είναι πια στο Δάκρυ. Δεν είναι εδώ στον Πύργο, θωρακισμένος και ασφαλής όπως θα έπρεπε. Φέρνει ανεμοστρόβιλο στον κόσμο, και πρέπει να τον σταματήσουμε, αλλιώς δεν θα υπάρχει η παραμικρή ελπίδα να επιζήσουμε από την Τάρμον Γκάι’ντον. Πρέπει να τον έχουμε στα χέρια μας για να φροντίσουμε να πολεμήσει στην Τελευταία Μάχη. Ή μήπως πιστεύει καμιά σας ότι ο Ραντ αλ’Θόρ θα πάει με τη θέλησή του στο θάνατό του, που έχει ήδη προφητευθεί, για να σώσει τον κόσμο; Ένας άνδρας που σίγουρα έχει ήδη αρχίσει να τρελαίνεται; Πρέπει να τον θέσουμε υπό τον έλεγχο μας!»
«Μητέρα», άρχισε να λέει η Αλβιάριν με την ενοχλητική εκείνη έλλειψη κάθε συναισθήματος, όμως η Ελάιντα την έκοψε με μια άγρια ματιά.
«Το να πέσει ο Ραντ αλ’Θόρ στα χέρια μας είναι σημαντικότερο από το αν υπάρχουν αψιμαχίες στο Σίναρ και ησυχία στη Μάστιγα, σημαντικότερο από το να βρούμε την Ηλαίην και τον Γκάλαντ, σημαντικότερο ακόμα και από τον Μάζριμ Τάιμ. θα τον βρείτε. Θα τον βρείτε! Όταν σας ξαναδώ, κάθε μια από σας θα είναι έτοιμη να μου πει με λεπτομέρειες τι έκανε γι’ αυτό το σκοπό. Τώρα μπορείτε να φύγετε, κόρες μου».
Ένα κυμάτισμα από αβέβαιες γονυκλισίες, τρεμουλιαστά μουρμουρητά και «Όπως ορίζεις, Μητέρα», και παραλίγο θα το έβαζαν στα πόδια, με τη Τζολίνε να βοηθά τη Σέμεριν να σηκωθεί όρθια παραπαίοντας. Η Κίτρινη αδελφή θα ήταν ιδανική για παραδειγματισμό την επόμενη φορά· ήταν αναγκαίο, για να εξασφαλίσει η Ελάιντα ότι καμία αδελφή δεν θα ξανάδειχνε την προηγούμενη συμπεριφορά, κι επίσης ήταν αδύναμη και κακώς της επιτρεπόταν να συμμετάσχει σ’ αυτό το συμβούλιο. Ούτως ή άλλως, φυσικά, δεν θα επιτρεπόταν πολύ ακόμα σ’ αυτό το συμβούλιο να συνεχίσει. Η Αίθουσα θα άκουγε τα λόγια της, και θα έσκυβε το κεφάλι.
Όλες έφυγαν εκτός από την Αλβιάριν.
Για μια ατέλειωτη στιγμή μετά απ’ όταν έκλεισε η πόρτα πίσω από τις άλλες αδελφές, οι δύο γυναίκες διασταύρωσαν τα βλέμματα τους. Η Αλβιάριν ήταν η πρώτη-πρώτη που είχε ακούσει και είχε συμφωνήσει με τις κατηγορίες κατά της προκατόχου της Ελάιντα. Επίσης η Αλβιάριν ήξερε πολύ καλά γιατί φορούσε αυτή το επώμιο της Τηρήτριας, αντί για κάποια από τις Κόκκινες. Το Κόκκινο Άτζα είχε στηρίξει ομοφώνως την Ελάιντα, όχι όμως το Λευκό, και δίχως την αμέριστη υποστήριξη του Λευκού, πολλές άλλες μπορεί να μην είχαν έρθει στο πλευρό της, και σε κείνη την περίπτωση η Ελάιντα, αντί να κάθεται στην Έδρα της Αμερλιν, θα ήταν τώρα κλειδωμένη σε κανένα κελί. Αν φυσικά δεν στόλιζαν κανέναν πάσαλο τα απομεινάρια του κεφαλιού της, παιχνίδια για τα κοράκια. Δεν μπορούσε να εκφοβίσει εύκολα την Αλβιάριν όπως τις άλλες. Αν ήταν δυνατόν καν να την εκφοβίσει. Στο αταλάντευτο βλέμμα της Αλβιάριν υπήρχε μια ενοχλητική αίσθηση ισότητας.
Στη σιωπή ακούστηκε ηχηρό ένα χτύπημα στην πόρτα.
«Μπες!» γάβγισε η Ελάιντα.
Μια Αποδεχθείσα, ένα λεπτό, χλωμό κορίτσι, μπήκε διστακτικά στο δωμάτιο και αμέσως έκανε τόσο βαθιά γονυκλισία που η λευκή φούστα της με τις επτά χρωματιστές ζώνες στον ποδόγυρο σχημάτισαν μια πλατιά λιμνούλα στο πάτωμα. Έτσι που είχε γουρλώσει τα μάτια της, έτσι που τα κρατούσε στραμμένα στο πάτωμα, φαινόταν ότι είχε αντιληφθεί τη διάθεση των γυναικών που είχαν βγει. Όπου οι Άες Σεντάι έβγαιναν τρέμοντας, οι Αποδεχθείσες έμπαιναν ρισκάροντας πολύ. «Μ-Μητέρα, είναι εδώ ο αφέντης Φ-Φάιν. Είπε ότι θ-θα τον έβλεπες τ-τέτοια ώρα». Η κοπέλα ταλαντεύτηκε έτσι σκυμμένη που ήταν, έτοιμη να πέσει από τον φόβο.
«Τότε πες του να έρθει μέσα, κορίτσι μου, που τον αφήνεις και περιμένει», μούγκρισε η Ελάιντα, αλλά θα της είχε γδάρει το τομάρι, αν δεν τον είχε αφήσει έξω. Ο θυμός που συγκρατούσε από την Αλβιάριν —δεν ήθελε να πιστέψει ότι φοβόταν να της τον φανερώσει — ξεχείλισε μέσα της. «Κι αν δεν μάθεις να μιλάς σωστά, ίσως τα μαγειρεία είναι πιο κατάλληλο μέρος για σένα από τον προθάλαμο της Αμερλιν. Λοιπόν; Θα κάνεις αυτό που σου είπα; Εμπρός, κορίτσι μου! Και πες στην Κυρά των Μαθητευομένων ότι πρέπει να σε διδάξει να υπακούς με ζωηρότητα!»
Η κοπέλα έκρωξε κάτι που μπορεί να ήταν η κατάλληλη απάντηση και έτρεξε να βγει.
Η Ελάιντα, με αρκετό κόπο, ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της. Δεν την αφορούσε το αν η Σιλβιάνα, η νέα Κυρά των Μαθητευομένων, θα έδερνε γερά την κοπέλα ή αν απλώς θα τη μάλωνε. Σπανίως έβλεπε μαθητευόμενες ή Αποδεχθείσες, αν δεν της επέβαλλαν την παρουσία τους, και δεν την ένοιαζε καθόλου. Την Αλβιάριν ήθελε να ταπεινώσει, να την κάνει να γονατίσει.
Αλλά ήταν ο Φάιν τώρα. Χτύπησε ελαφρά το χείλος με το δάχτυλό της. Ένας κοκαλιάρης ανθρωπάκος με μεγάλη μύτη, που είχε κάνει την εμφάνισή του στον Πύργο πριν από λίγες μόνο μέρες με βρώμικα ρούχα, που έπλεαν πάνω του και κάποτε ήταν καλοραμμένα, και είχε ζητήσει να τον δεχθεί η Αμερλιν. Με εξαίρεση εκείνους που υπηρετούσαν τον Πύργο, οι άνδρες έρχονταν εδώ μόνο αν ήταν αναγκασμένοι ή αν είχαν μεγάλη ανάγκη, και κανείς δεν ζητούσε να μιλήσει στην Άμερλιν. Ήταν βλάκας, κατά κάποιον τρόπο, ή ίσως και μισότρελος· ισχυριζόταν πως ήταν από το Λάγκαρντ, στο Μουράντυ, αλλά μιλούσε με διάφορες προφορές, και μερικές φορές άλλαζε από τη μια στην άλλη στη μέση της φράσης του. Όμως έδειχνε ότι μπορεί να απέβαινε χρήσιμος.
Η Αλβιάριν ακόμα την κοίταζε, τόσο ψυχρή και γαλήνια, με μια μικρή λάμψη μόνο στα μάτια από τις απορίες που μπορεί να είχε για τον Φάιν. Το πρόσωπο της Ελάιντα σκλήρυνε. Παραλίγο θα άπλωνε στο σαϊντάρ, το θηλυκό μισό της Αληθινής Πηγής, για να δείξει στην άλλη ποια ήταν η θέση της με τη Δύναμη. Αλλά δεν ήταν αυτός ο κατάλληλος τρόπος. Ίσως μάλιστα η Αλβιάριν να αντιστεκόταν, και το να τσακώνεται σαν χωριατοπούλα στο στάβλο δεν ήταν η καλύτερη μέθοδος για να εδραιώσει η Άμερλιν την εξουσία της. Όμως η Αλβιάριν θα μάθαινε να της υποτάσσεται, όπως είχαν κάνει και οι άλλες. Το πρώτο βήμα θα ήταν να αφήσει την Αλβιάριν έρμαιο της άγνοιάς της σε ό,τι αφορούσε τον αφέντη Φάιν, όποιο εν πάση περιπτώσει κι αν ήταν το αληθινό του όνομα.
Ο Πάνταν Φάιν έδιωξε από τις σκέψεις του την αναστατωμένη Αποδεχθείσα, καθώς έμπαινε στο σπουδαστήριο της Άμερλιν· ήταν νοστιμούλα και του άρεσαν οι κοπέλες να σπαρταρούν σαν πουλάκια στο κλουβί, τώρα όμως έπρεπε να συγκεντρωθεί σε πιο σημαντικά ζητήματα. Ξεροτρίβοντας τα χέρια του, έσκυψε το κεφάλι χαμηλά όπως άρμοζε, ταπεινά όπως άρμοζε, όμως οι δύο γυναίκες που τον περίμεναν στην αρχή δεν έδειξαν να αντιλαμβάνονται την παρουσία του, έτσι όπως είχαν τα βλέμματα στυλωμένα μεταξύ τους. Η ένταση ανάμεσά τους ήταν τόσο απτή, ώστε του φάνηκε ότι, αν άπλωνε χέρι, θα την άγγιζε. Παντού μέσα στον Λευκό Πύργο απλωνόταν η ένταση και η διχόνοια. Τόσο το καλύτερο. Μπορούσε να υποδαυλίσει την ένταση, να εκμεταλλευτεί τη διχόνοια, κατά πώς όριζε η ανάγκη του.
Είχε ξαφνιαστεί βρίσκοντας την Ελάιντα στην Έδρα της Άμερλιν. Καλύτερα όμως έτσι παρά να έβρισκε εκείνη που περίμενε να βρει. Είχε ακούσει ότι κατά πολλούς τρόπους η Ελάιντα δεν ήταν τόσο δυνατή όσο η γυναίκα που φορούσε το επιτραχήλιο πριν απ’ αυτήν. Ήταν πιο σκληρή, αυτό μάλιστα, και πιο άσπλαχνη, αλλά και πιο εύθραυστη. Θα ήταν πιο δύσκολο να τη λυγίσει, πιθανότατα, αλλά πιο εύκολο να την τσακίσει. Αν χρειαζόταν να κάνει το ένα ή το άλλο. Πάντως γι’ αυτόν οι Άες Σεντάι δεν διέφεραν μεταξύ τους, ακόμα και μια Άμερλιν. Ανόητες. Επικίνδυνες ανόητες, αυτό ναι, αλλά χρήσιμες ηλίθιες, κάποιες φορές.
Τελικά συνειδητοποίησαν την παρουσία του· η Άμερλιν έσμιξε λιγάκι τα φρύδια όταν κατάλαβε ότι την είχε ξαφνιάσει, η Τηρήτρια των Χρονικών δεν άλλαξε έκφραση. «Τώρα μπορείς να πηγαίνεις, κόρη μου», είπε σταθερά η Ελάιντα, τονίζοντας διακριτικά αλλά σαφώς το «τώρα». Ω, ναι. Οι εντάσεις, οι χαραμάδες της εξουσίας. Χαραμάδες όπου μπορούσε να φυτέψει σπόρους. Ο Φάιν πρόφτασε να κρατηθεί πριν χαχανίσει.
Η Αλβιάριν δίστασε πριν κλίνει ελάχιστα το γόνυ. Βγαίνοντας από το δωμάτιο, το βλέμμα της πέρασε πάνω του, ανέκφραστο αλλά ανησυχητικό. Μαζεύτηκε ασυναίσθητα, καμπούριασε τους ώμους του προστατευτικά· το πανωχείλι του στράβωσε με ένα άηχο γρύλισμα προς τη λεπτή ράχη της. Φορές-φορές ο Φάιν, χωρίς να ξέρει γιατί, είχε την αίσθηση, για μια στιγμή μονάχα, ότι η Αλβιάριν ήξερε πολλά γι’ αυτόν. Το απαθές πρόσωπό της, το απαθές βλέμμα της, δεν άλλαξαν διόλου. Τέτοιες στιγμές ήθελε να τα κάνει να αλλάξουν. Από φόβο. Αγωνία. Ικεσία. Παραλίγο θα έβαζε τα γέλια με τις σκέψεις του. Θα ήταν άσκοπο, όμως. Η Αλβιάριν δεν θα καταλάβαινε τίποτα. Με λίγη υπομονή, θα ξεμπέρδευε μαζί της και με το απαράλλαγο βλέμμα της.
Ο Πύργος είχε πράγματα που άξιζαν λίγη υπομονή στα αμπαρωμένα δωμάτιά του. Ήταν εκεί το Κέρας του Βαλίρ, το μυθικό Κέρας που είχε φτιαχτεί για να καλέσει νεκρούς ήρωες από τον τάφο για την Τελευταία Μάχη. Ήταν κάτι που αγνοούσαν ακόμα και οι περισσότερες Άες Σεντάι, όμως αυτός ήξερε να μυρίζεται και να μαθαίνει. Ήταν εκεί το εγχειρίδιο. Ο Φάιν ένιωθε την έλξη του όπως στεκόταν εκεί. Μπορούσε να το δείξει με το χέρι. Ήταν δικό του, κομμάτι του εαυτού του, που το είχαν κλέψει και το είχαν κρύψει αυτές οι Άες Σεντάι. Αν είχε το εγχειρίδιο, θα αναπλήρωνε πολλά που είχε χάσει· δεν ήξερε πώς ακριβώς θα γινόταν αυτό, αλλά ήταν σίγουρος ότι έτσι θα γινόταν. Για όσα είχε χάσει η Αριντόλ. Ήταν πολύ επικίνδυνο να το επιστρέψει στην Αριντόλ, μπορεί να τον παγίδευαν ξανά εκεί. Ανατρίχιασε. Είχε μείνει τόσο καιρό παγιδευμένος. Δεν θα το ξαναπάθαινε.
Φυσικά, κανένας δεν την αποκαλούσε πια Αριντόλ, αλλά Σαντάρ Λογκόθ. Το Μέρος όπου Καρτερεί η Σκιά. Ταιριαστό όνομα. Είχαν αλλάξει τόσα πολλά. Ακόμα και ο ίδιος. Ο Πάνταν Φάιν. Ο Μόρντεθ. Ο Ορντήθ. Καμιά φορά, δεν ήξερε ποιο ήταν το πραγματικό του όνομα, ποιος πραγματικά ήταν. Ένα ήταν σίγουρο. Δεν ήταν αυτός που νόμιζαν ότι ήταν. Όσοι νόμιζαν ότι τον ήξεραν, έκαναν μεγάλο λάθος. Ήταν μεταμορφωμένος πια. Αυτεξούσιος, πέρα από κάθε άλλη δύναμη. Όλοι θα το μάθαιναν, κάποια στιγμή.
Ξαφνικά, συνειδητοποίησε αιφνιδιασμένος ότι η Άμερλιν είχε πει κάτι. Ψάρεψε το μυαλό του και το βρήκε. «Μάλιστα, Μητέρα, το σακάκι μού ταιριάζει πολύ καλά». Χάιδεψε το μαύρο βελούδο, για να δείξει πόσο φίνο το έβρισκε, λες και είχαν σημασία τα ρούχα. «Είναι εξαιρετικό σακάκι. Σ’ ευχαριστώ βαθύτατα, Μητέρα». Είχε προετοιμαστεί για να υπομείνει κι άλλες προσπάθειές της να τον κάνει να νιώσει άνετα, έτοιμος να γονατίσει και να φιλήσει το δαχτυλίδι της, όμως αυτή τη φορά η Άες Σεντάι μπήκε κατευθείαν στο ψητό.
«Πες μου κι άλλα που ξέρεις για τον Ραντ αλ’Θόρ, αφέντη Φάιν».
Το βλέμμα του Φάιν πετάχτηκε στον πίνακα με τους δύο άνδρες και. κοιτάζοντάς τον. η ράχη του ίσιωσε. Το πορτραίτο του αλ’Θόρ τον παράσερνε όσο και ο ίδιος εκείνος ο άνθρωπος, έκανε τις φλέβες του να κοχλάζουν από οργή και μίσος. Εξαιτίας αυτού του νεαρού είχε υποστεί πόνο πέρα από κάθε ανάμνηση, πόνο που σκοπίμως ξεχνούσε, και είχε υποστεί κάτι πολύ χειρότερο από πόνο. Τον είχαν σπάσει και τον είχαν ξαναφτιάξει από την αρχή, εξαιτίας του αλ’Θόρ. Φυσικά, το ξαναφτιάξιμό του είχε προσφέρει το μέσο να εκδικηθεί, αλλά αυτό ήταν άσχετο. Πλάι στην επιθυμία του να εξοντώσει τον αλ’Θόρ, όλο τα άλλα έμοιαζαν ασήμαντα.
Όταν στράφηκε πάλι στην Άμερλιν, δεν συνειδητοποίησε ότι ο τρόπος του ήταν επιβλητικός όσο και ο δικός της, και ότι την αντίκριζε κατάματα σαν ίσος προς ίσον. «Ο Ραντ αλ’Θόρ είναι πονηρός και πανούργος, αδιάφορος για τους πάντες και τα πάντα εκτός από την εξουσία του». Η ανόητη γυναίκα. «Δεν κάνει ποτέ αυτό που περιμένεις». Όμως, αν αυτή η γυναίκα του έφερνε στα χέρια τον αλ’Θόρ... «Είναι δύσκολο να τον καθοδηγήσει κανείς —πολύ δύσκολο― αλλά πιστεύω ότι μπορεί να γίνει. Πρώτα πρέπει να κάνεις του χεριού σου κάποιον από τους λίγους που εμπιστεύεται...» Αν του πρόσφερε τον αλ’Θόρ, ίσως την άφηνε να ζήσει, όταν θα έφευγε, έστω κι αν ήταν Άες Σεντάι.
Αράζοντας νωχελικά σε μια επίχρυση πολυθρόνα, φορώντας μόνο πουκάμισο, με το πόδι ριγμένο πάνω στο επενδυμένο μπράτσο της, ο Ράχβιν χαμογέλασε, καθώς η γυναίκα που στεκόταν μπροστά στο τζάκι επαναλάμβανε αυτά που της είχε πει. Υπήρχε μια γυαλάδα στα μεγάλα, καστανά μάτια της. Ήταν μια όμορφη νεαρή, ακόμα και τώρα που φορούσε απλά γκρίζα μάλλινα ρούχα για να μεταμφιεστεί, όμως δεν ήταν αυτό που τον ενδιέφερε πάνω της.
Καμία πνοή του αέρα δεν έμπαινε από τα ψηλά παράθυρα του δωματίου. Στο πρόσωπο της γυναίκας κυλούσε ιδρώτας, ενώ μιλούσε, και κόμποι ιδρώτα γέμιζαν το στενό πρόσωπο του άλλου άνδρα που ήταν παρών. Παρ’ όλο που ο άνδρας αυτός φορούσε φίνο κόκκινο σακάκι, μεταξωτό και χρυσοκέντητο, στεκόταν παγωμένος σαν υπηρέτης, κάτι που τρόπον τινά ήταν, αν και με τη δική του βούληση, αντίθετα από τη γυναίκα. Φυσικά, ο άνδρας προς στιγμήν ήταν κουφός και τυφλός.
Ο Ράχβιν χειριζόταν προσεκτικά τις ροές του Πνεύματος που είχε υφάνει γύρω τους. Δεν ήθελε να χαλάσει δύο πολύτιμους υπηρέτες.
Φυσικά ο ίδιος δεν ίδρωνε. Δεν επέτρεπε στην επίμονη κάψα του καλοκαιριού να τον αγγίξει. Ήταν ψηλός, μεγαλόσωμος, μελαχρινός και όμορφος παρά τις λευκές πινελιές στους κροτάφους του. Δεν είχε δυσκολευτεί να πειθαναγκάσει αυτή τη γυναίκα.
Μια βλοσυρή έκφραση αλλοίωνε το πρόσωπό του. Με μερικούς ανθρώπους έτσι ήταν. Λίγοι —ελάχιστοι― είχαν τόσο μεγάλη δύναμη του εαυτού τους που το μυαλό τους έψαχνε, έστω και ασυναίσθητα, για κενά απ’ όπου θα ξεγλιστρούσε. Για κακή του τύχη, είχε κάποια ανάγκη για ένα τέτοιο άτομο. Μπορούσε να χειραγωγήσει τη γυναίκα, αυτή όμως συνεχώς προσπαθούσε να βρει διέξοδο χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν παγιδευμένη. Φυσικά, στο τέλος δεν θα την χρειαζόταν πια· τότε θα έπρεπε να αποφασίσει αν θα την άφηνε να συνεχίσει το δρόμο της, ή αν θα την ξεφορτωνόταν οριστικά. Και η μια και η άλλη επιλογή εγκυμονούσαν κινδύνους. Όχι κάτι που θα μπορούσε να τον απειλήσει, φυσικά, αλλά ήταν προσεκτικός άνθρωπος, επιμελής. Οι μικροί κίνδυνοι είχαν την τάση να μεγαλώνουν αν τους αγνοούσες, και πάντα επέλεγε τα ρίσκα του με μια δόση σύνεσης. Τι να ’κανε, να τη σκότωνε ή να την κρατούσε;
Όταν η γυναίκα έπαψε να μιλά, αυτό τον έβγαλε από τους στοχασμούς του. «Όταν φύγεις από εδώ», της είπε, «δεν θα θυμάσαι τίποτα από αυτή την επίσκεψη. Θα θυμάσαι μόνο ότι έκανες το συνηθισμένο πρωινό περίπατό σου». Εκείνη ένευσε, πρόθυμη να τον ευχαριστήσει, κι εκείνος έδεσε ανάλαφρα τις ίνες του Πνεύματος, για να εξατμιστούν από το μυαλό της όταν θα έφτανε στο δρόμο που πήγαινε. Όταν χρησιμοποιούσες συχνά τον πειθαναγκασμό, αυτός που τον υφίστατο σιγά-σιγά κατέληγε να σε υπακούει ακόμα και όταν είχε περάσει η επίδραση του· αλλά όσο βρισκόταν υπό την επήρεια του πειθαναγκασμού, υπήρχε κίνδυνος να γίνει αυτό το γεγονός αντιληπτό.
Όταν τελείωσε, αποδέσμευσε επίσης και το μυαλό του Έλεγκαρ. Του Άρχοντα Έλεγκαρ, Ήταν ένας ασήμαντος ευγενής, πιστός όμως στους όρκους του. Αυτός έγλειψε νευρικά τα χείλη του, έριξε μια ματιά στη γυναίκα και μετά έπεσε αμέσως στο ένα γόνατο μπροστά στον Ράχβιν. Οι Φίλοι του Σκότους —Σκοτεινόφιλους τους ονόμαζαν τώρα — είχαν αρχίσει να μαθαίνουν πόσο αυστηρά έπρεπε να φυλάνε τους όρκους τους, τώρα που ήταν ελεύθεροι ο Ράχβιν και οι άλλοι.
«Πήγαινε την στο δρόμο της περνώντας από τα πίσω στενά», είπε ο Ράχβιν, «και άφησέ την εκεί. Δεν πρέπει να τη δουν».
«Θα γίνει όπως το λες, Μεγάλε Αφέντη», είπε ο Έλεγκαρ, υποκλινόμενος, καθώς γονάτιζε. Σηκώθηκε και αποσύρθηκε από την παρουσία του Ράχβιν περπατώντας ανάποδα, ενώ υποκλινόταν και τραβούσε τη γυναίκα από το μπράτσο. Εκείνη φυσικά τον ακολούθησε πειθήνια, με το βλέμμα ακόμα θολό. Ο Έλεγκαρ δεν θα τη ρωτούσε το παραμικρό. Ήξερε αρκετά και καταλάβαινε ότι υπήρχαν πράγματα που θα ήταν καλύτερο να μην γνωρίζει.
«Άλλη μια ομορφούλα που την έχεις για παιχνιδάκι;» είπε πίσω του μια γυναικεία φωνή, καθώς έκλεινε η σμιλεμένη πόρτα. «Έτσι τις ντύνεις τώρα;»
Ο Ράχβιν άρπαξε το σαϊντίν, γέμισε τον εαυτό του Δύναμη, ενώ το μόλυσμα του αρσενικού μισού της Αληθινής Πηγής έπεφτε ακίνδυνα στην προστασία των δεσμών και των όρκων του ― στα δεσμά με εκείνον τον οποίο γνώριζε ως δύναμη ανώτερη από το Φως, ανώτερη ακόμα και από τον Δημιουργό.
Καταμεσής στο δωμάτιο μια πύλη στεκόταν πάνω από το κοκκινόχρυσο χαλί, ένα άνοιγμα σε κάποιο άλλο μέρος. Είδε φευγαλέα μια αίθουσα με χιονόλευκες μεταξωτές ταπετσαρίες πριν χαθεί, αφήνοντας πίσω της μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά με ζώνη από δουλεμένο ασήμι. Το ελαφρύ γαργαλητό στο δέρμα του, σαν αμυδρή παγωνιά, έφτανε για να του πει ότι η γυναίκα είχε διαβιβάσει. Ήταν ψηλή και λυγερή, όμορφη όσο εμφανίσιμος ήταν και ο ίδιος· τα μαύρα μάτια της ήταν λιμνούλες αβυσσαλέες, τα μαλλιά της, στολισμένα με ασημένια άστρα και μισοφέγγαρα, χυνόταν με τέλεια μαύρα κύματα στους ώμους της. Οι περισσότεροι άνδρες θα ένιωθαν στο στόμα τους να ξεραίνεται από τον πόθο.
«Τι θες και μου ’ρχεσαι κρυφά, Λανφίαρ;» ζήτησε να μάθει με τραχιά φωνή. Δεν άφησε τη Δύναμη, αντίθετα ετοίμασε αρκετές άσχημες εκπλήξεις σε περίπτωση που τις χρειαζόταν. «Αν θέλεις να μου μιλήσεις, στείλε απεσταλμένο, και θα αποφασίσω πού και πότε. Και αν―».
Η Λανφίαρ χαμογέλασε με το γλυκό, προδοτικό χαμόγελό της. «Πάντα ήσουν γουρούνι, Ράχβιν, αλλά σπανίως βλάκας. Αυτή η γυναίκα είναι Άες Σεντάι. Λες να μην καταλάβουν την απουσία της; Τι άλλο έκανες, έστειλες αγγελιοφόρους να ανακοινώσουν πού είσαι;»
«Διαβιβάζεις;» χλεύασε εκείνος. «Δεν είναι αρκετά δυνατή για να βγαίνει έξω χωρίς νταντά. Πιάνουν άμαθα παιδιά και τα ονομάζουν Άες Σεντάι, τη στιγμή που τα μισά απ’ όσα ξέρουν είναι κολπάκια που έχουν μάθει μόνες τους και τα άλλα μισά δεν είναι παρά η αρχή».
«Θα ήσουν τόσο μακάριος, αν αυτά τα άμαθα παιδιά σε έβαζαν στο κέντρο ενός κύκλου των δεκατριών;» Αυτός ένιωσε σαν σουβλιά την παγερή κοροϊδία της φωνής της, αλλά δεν το έδειξε.
«Παίρνω μέτρα προφύλαξης, Λανφίαρ. Αντί για “παιχνιδάκι” όπως τις λες, είναι η κατάσκοπος που έχει ο Πύργος εδώ. Τώρα αναφέρει ακριβώς αυτά που θέλω, και το κάνει με προθυμία. Εκείνες στον Πύργο που υπηρετούν τους Εκλεκτούς, μου είπαν πού ακριβώς να τη βρω». Δεν θα αργούσε να έρθει η μέρα που ο κόσμος θα εγκατέλειπε την ονομασία Αποδιωγμένοι και θα γονάτιζε μπροστά στους Εκλεκτούς. Τους είχε δοθεί αυτή η υπόσχεση, πριν από τόσο καιρό. «Γιατί ήρθες, Λανφίαρ; Όχι πάντως για να βοηθήσεις μια ανήμπορη γυναίκα».
Εκείνη απλώς σήκωσε τους ώμους. «Παίζε όσο θέλεις με τα παιχνίδια σου, δεν με νοιάζει καθόλου. Δεν είσαι πολύ φιλόξενος, Ράχβιν, γι’ αυτό θα μου επιτρέψεις...» Μια ασημένια κανάτα υψώθηκε από ένα τραπεζάκι πλάι στο κρεβάτι του Ράχβιν και έγειρε για να χύσει σκούρο κρασί σε ένα χρυσοστόλιστο κύπελλο. Καθώς η κανάτα ξανακατέβαινε στη θέση της, το κύπελλο πέταξε στο χέρι της Λανφίαρ. Ο Ράχβιν φυσικά δεν ένιωσε τίποτα άλλο εκτός από ένα γαργαληματάκι, δεν είδε τις ροές να υφαίνονται· αυτό ποτέ δεν του άρεσε. Ελάχιστα εξισορροπούσε την κατάσταση το ότι ούτε εκείνη μπορούσε να δει πολλά πράγματα όταν ύφαινε αυτός.
«Γιατί;» ξαναρώτησε απαιτητικά.
Αυτή ήπιε γαλήνια λίγο κρασί πριν μιλήσει. «Αφού αποφεύγεις εμάς τους υπόλοιπους, μερικοί Εκλεκτοί θα έρθουν εδώ. Ήρθα πρώτη για να ξέρεις ότι δεν πρόκειται για επίθεση».
«Άλλοι; Είναι κανένα σχέδιό σου; Τι ανάγκη έχω από τα σχέδια των άλλων;» Ξαφνικά ο Ράχβιν γέλασε, μ’ ένα βαθύ, πλούσιο ήχο. «Άρα δεν πρόκειται για επίθεση, ε; Εσύ ποτέ δεν συνήθιζες να επιτίθεσαι ανοιχτά, έτσι δεν είναι; Δεν φτάνεις το επίπεδο της Μογκέντιεν, αλλά πάντα προτιμούσες να είσαι στο πλάι και στα μετόπισθεν. Αυτή τη φορά θα σε εμπιστευτώ, όσο να σε ακούσω. Αρκεί να σε βλέπω μπροστά μου». Όποιος εμπιστευόταν να έχει τη Λανφίαρ στα νώτα του, άξιζε το μαχαίρι που ίσως τον κάρφωνε πισώπλατα. Όχι πως ήταν αξιόπιστη ακόμα κι όταν την παρακολουθούσες· η διάθεση της ήταν αστάθμητη σαν τη δική του. «Ποιοι άλλοι είναι μπλεγμένοι σ’ αυτό;»
Αυτή τη φορά η προειδοποίηση ήταν πιο συγκεκριμένη —έργο ανδρός― καθώς άνοιγε άλλη μια πύλη, δείχνοντας μαρμάρινες αψίδες που έβγαζαν σε πλατιές πέτρινες βεράντες και έδειχναν γλάρους να πετάνε και να αφήνουν κραυγές σε έναν ανέφελο γαλανό ουρανό. Τελικά, ένας άνδρας εμφανίστηκε και πέρασε την πύλη, που έκλεισε πίσω του.
Ο Σαμαήλ ήταν στιβαρός, γεροδεμένος και έδειχνε πιο μεγαλόσωμος απ’ όσο ήταν· περπατούσε με γοργές, ζωηρές δρασκελιές και είχε απότομο τρόπο. Ήταν γαλανομάτης, χρυσομάλλης, με περιποιημένη τετράγωνη γενειάδα, και η εμφάνισή του θα ήταν καλύτερη από το συνηθισμένο, αν δεν είχε μια λοξή ουλή, σαν να είχαν σύρει καυτό σίδερο στο πρόσωπό του, από κει που άρχιζαν τα μαλλιά ως το σαγόνι. Θα μπορούσε να την είχε αφαιρέσει τη στιγμή που είχε γίνει, πριν τόσα χρόνια, αλλά είχε προτιμήσει να μην το κάνει.
Ήταν συνδεμένος με το σαϊντίν όσο σφιχτά ήταν και ο Ράχβιν ― από τόσο κοντά, ο Ράχβιν μπορούσε να το νιώσει, αμυδρά. Ο Σαμαήλ τον κοίταξε επιφυλακτικά. «Περίμενα υπηρέτες και χορεύτριες, Ράχβιν. Κουράστηκες από το άθλημα μετά από τόσα χρόνια;» Η Λανφίαρ γέλασε χαμηλόφωνα, σκύβοντας στο κύπελλό της.
«Μίλησε κανείς για αθλήματα;»
Ο Ράχβιν ούτε που είχε προσέξει την τρίτη πύλη να ανοίγει, η οποία έδειχνε μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη λιμνούλες κι αυλακωτές κολόνες, σχεδόν γυμνούς ακροβάτες και υπηρέτες που φορούσαν ακόμα λιγότερα. Μια παράξενη παρουσία, ένας αδύνατος γέρος, που φορούσε τσαλακωμένο σακάκι, καθόταν μελαγχολικός ανάμεσα στους καλλιτέχνες. Δύο υπηρέτες με αιθέρια, σχεδόν ανύπαρκτα ρούχα —ένας μυώδης άνδρας που κρατούσε δίσκο από δουλεμένο χρυσό και μια πανέμορφη, όλο καμπύλες γυναίκα που έβαζε ανήσυχη κρασί από μια κρυστάλλινη κανάτα σε ένα ταιριαστό κύπελλο στο δίσκο― ακολούθησαν την πραγματική άφιξή του πριν σβήσει το άνοιγμα.
Πλάι σε οποιονδήποτε άλλη εκτός από τη Λανφίαρ, η Γκρένταλ θα θεωρούνταν εκπληκτικά όμορφη γυναίκα, με προκλητικό, μεστό σώμα. Η εσθήτα της ήταν από πράσινο μετάξι, με χαμηλό ντεκολτέ. Ένα ρουμπίνι, μεγάλο σαν αυγό χήνας, ήταν φωλιασμένο ανάμεσα στα στήθη της, κι ένα διάδημα γεμάτο από τον ίδιο πολύτιμο λίθο στόλιζε τα μακριά, ηλιόξανθα μαλλιά της. Πλάι στη Λανφίαρ, ήταν απλώς ψωμωμένη, ομορφούλα. Το χαμογελαστό πρόσωπό της δεν έδειχνε αν την ενοχλούσε η αναπόφευκτη σύγκριση.
Χρυσά βραχιόλια κουδούνισαν, καθώς ανέμιζε προς τα πίσω το γεμάτο από δαχτυλίδια χέρι της· η υπηρέτρια τής έδωσε αμέσως το κύπελλο μ’ ένα χαμόγελο λατρείας, σαν εκείνο που είχε και ο άλλος υπηρέτης. Η Γκρένταλ δεν το πρόσεξε. «Έτσι, λοιπόν», είπε χαρωπά. «Σχεδόν οι μισοί επιζήσαντες Εκλεκτοί μαζεύτηκαν στο ίδιο μέρος. Και κανείς δεν πάει να σκοτώσει κανέναν. Ποιος άραγε θα περίμενε να συμβεί κάτι τέτοιο πριν την επιστροφή του Μεγάλου Άρχοντα του Σκότους; Ο Ισαμαήλ είχε καταφέρει να μας συγκρατήσει για ένα διάστημα, όμως αυτό...»
«Πάντα μιλάς έτσι απρόσεκτα μπροστά στους υπηρέτες σου;» είπε ο Σαμαήλ με μια γκριμάτσα.
Η Γκρένταλ βλεφάρισε, κοίταξε τους υπηρέτες σαν να τους είχε ξεχάσει. «Δεν μιλάνε, αν δεν τους πεις. Με λατρεύουν. Έτσι δεν είναι;» Οι δυο τους έπεσαν στα γόνατα, σχεδόν παραληρώντας από τη φλογερή αγάπη που της είχαν. Ήταν αλήθεια· πραγματικά την αγαπούσαν. Τώρα. Τους άφησε μια στιγμή έτσι και μετά κατσούφιασε ελαφρά, και οι υπηρέτες πάγωσαν, με το στόμα να χάσκει βουβό στη μέση της φράσης τους. «Δεν έχουν σταματημό. Πάντως, δεν θα σε ενοχλήσουν πια, ωραία;»
Ο Ράχβιν κούνησε το κεφάλι, ενώ αναρωτιόταν ποιοι ήταν, ποιοι ήταν κάποτε. Το φυσικό κάλλος δεν έφτανε, για να σε κάνει η Γκρένταλ υπηρέτη της· έπρεπε να είχες εξουσία ή αξιώματα. Ο αγγελιοφόρος ήταν κάποτε άρχοντας, η υπηρέτρια που της ετοίμαζε το μπάνιο αρχόντισσα. Η Γκρένταλ ενέδιδε στις επιθυμίες της, αλλά ήταν σπάταλη. Αυτό το ζευγάρι θα μπορούσε να της φανεί χρήσιμο, αν το συντηρούσε προσεκτικά, όμως με τον τόσο έντονο βαθμό πειθαναγκασμού που χρησιμοποιούσε, δεν θα άξιζαν παρά μόνο για διακόσμηση. Της έλειπε η φινέτσα.
«Να περιμένω κι άλλους, Λανφίαρ;» μούγκρισε ο Ράχβιν. «Έπεισες τον Ντεμάντρεντ να μην θεωρεί πια τον εαυτό του σχεδόν σίγουρο κληρονόμο του Μεγάλου Άρχοντα;»
«Αμφιβάλλω αν είναι τόσο αλαζόνας», απάντησε ετοιμόλογα η Λανφίαρ. «Βλέπει και καταλαβαίνει πού κατέληξε έτσι ο Ισαμαήλ. Κι αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Ένα θέμα που έθιξε η Γκρένταλ. Κάποτε ήμασταν δεκατρείς, αθάνατοι. Τώρα οι τέσσερις είναι νεκροί, και ένας μας πρόδωσε. Εμείς οι τέσσερις είμαστε οι μόνοι που συναντιόμαστε εδώ σήμερα, και δεν χρειάζονται άλλοι».
«Είσαι σίγουρη ότι ο Ασμόντιαν πήγε στην αντίθετη πλευρά;» ζήτησε να μάθει ο Σαμαήλ. «Ποτέ άλλοτε δεν είχε κουράγιο να ρισκάρει. Πού βρήκε σθένος να αγωνιστεί για ένα χαμένο σκοπό;»
Το φευγαλέο χαμόγελο της Λανφίαρ έδειχνε ότι έβρισκε την ερώτηση διασκεδαστική. «Είχε κουράγιο να στήσει την ενέδρα η οποία, όπως πίστευε, θα τον έφερνε σε πλεονεκτικότερη θέση από όλους μας. Κι όταν βρέθηκε στο δίλημμα μεταξύ θανάτου και καταδικασμένου αγώνα, δεν χρειάστηκε πολύ κουράγιο για να διαλέξει».
«Και είμαι σίγουρος ότι δεν κάθισε να το σκεφτεί». Η ουλή έκανε την περιφρονητική έκφρασή του ακόμα πιο δηκτική. «Αφού ήσουν τόσο κοντά για να τα ξέρεις όλα αυτά, τότε γιατί τον άφησες να ζήσει; Μπορούσες να τον σκοτώσεις πριν αντιληφθεί ότι ήσουν εκεί πέρα».
«Εγώ δεν σπεύδω να σκοτώσω όπως κάνεις εσύ. Είναι κάτι οριστικό, δεν αλλάζει, και συνήθως υπάρχουν άλλοι, πιο επικερδείς τρόποι. Εκτός αυτού, για να το θέσω με όρους που θα καταλάβεις, δεν ήθελα να εξαπολύσω μετωπική επίθεση σε υπέρτερες δυνάμεις».
«Είναι αλήθεια τόσο δυνατός;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Ράχβιν. «Εκείνος ο Ραντ αλ’Θόρ. Θα μπορούσε να σε νικήσει, πρόσωπο με πρόσωπο;» Όχι πως ο ίδιος δεν θα μπορούσε να το κάνει, αν χρειαζόταν, όπως και ο Σαμαήλ, αν και η Γκρένταλ μάλλον θα συνδεόταν με τη Λανφίαρ σε περίπτωση που σήκωνε το χέρι του κάποιος από τους δύο άνδρες που ήταν εκεί. Βεβαίως, και οι δύο γυναίκες μάλλον ξεχείλιζαν από τη Δύναμη εκείνη τη στιγμή, έτοιμες να χτυπήσουν τους άνδρες με την παραμικρή υποψία. Ή να χτυπήσουν η μια την άλλη. Μα αυτό το αγροτόπαιδο. Ένας ανεκπαίδευτος βοσκός! Ανεκπαίδευτος, εκτός αν είχε βάλει το χεράκι του ο Ασμόντιαν.
«Είναι ο Λουζ Θέριν Τέλαμον αναγεννημένος», είπε η Λανφίαρ εξίσου απαλά, «και ο Λουζ Θέριν ήταν από τους πιο δυνατούς». Ο Σαμαήλ έτριψε αφηρημένα την ουλή που διέτρεχε το πρόσωπό του· ήταν δώρο του Λουζ Θέριν. Πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια πριν, πολύ πριν από το Τσάκισμα του Κόσμου, προτού φυλακιστεί ο Μέγας Άρχοντας, πριν από τόσα και τόσα, αλλά ο Σαμαήλ ποτέ δεν ξεχνούσε.
«Επιτέλους», παρενέβη η Γκρένταλ, «θα φτάσουμε σ’ αυτό που ήρθαμε να συζητήσουμε;»
Ο Ράχβιν τινάχτηκε από δυσαρέσκεια. Οι δύο υπηρέτες ήταν ακόμα παγωμένοι ― ή μάλλον, ξανά. Ο Σαμαήλ μουρμούρισε κάτι μέσα από τη γενειάδα του.
«Αν αυτός ο Ραντ αλ’Θόρ είναι στ’ αλήθεια ο Λουζ Θέριν Τέλαμον αναγεννημένος...», συνέχισε να μιλά η Γκρένταλ, ενώ καθόταν βολικά στην πλάτη του υπηρέτη της, ο οποίος είχε πέσει στα τέσσερα. «Εκπλήσσομαι που δεν προσπάθησες να τον σύρεις στο κρεβάτι σου, Λανφίαρ. Ή μήπως θα παραήταν εύκολο κάτι τέτοιο; Απ’ ό,τι θυμάμαι, ο Λουζ Θέριν σε έσερνε από τη μύτη κι όχι το αντίθετο. Σε σταματούσε, όταν σε έπιαναν τα νευράκια σου. Σε έστελνε να του φέρεις το κρασί του, για να το πω ευγενικά». Άφησε το κύπελλό της στο δίσκο που κρατούσε ίσιο κι αταλάντευτο η γονατιστή γυναίκα. «Ήσουν τόσο ξετρελαμένη μαζί του, που θα ξάπλωνες στα πόδια του, αν έλεγε “χαλάκι”».
Τα μαύρα μάτια της Λανφίαρ άστραψαν για μια στιγμή, προτού ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της. «Μπορεί να είναι ο Λουζ Θέριν αναγεννημένος, αλλά δεν είναι ο Λουζ Θέριν αυτοπροσώπως».
«Πού το ξέρεις;» ρώτησε η Γκρένταλ, χαμογελώντας σαν να ήταν αστείο. «Όπως πιστεύουν πολλοί, μπορεί όλοι να γεννιούνται και να ξαναγεννιούνται, καθώς κυλά ο Τροχός, αλλά απ’ όσο έχω διαβάσει, ποτέ δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Κάποιος συγκεκριμένος να ξαναγεννηθεί σύμφωνα με την προφητεία. Ποιος ξέρει τι να είναι άραγε;»
Η Λανφίαρ την κοίταξε επιτιμητικά. «Τον έχω παρατηρήσει από κοντά. Δεν είναι παρά ο βοσκός που δείχνει να είναι, ακόμα πολύ αφελής». Η χλεύη έγινε σοβαρότητα. «Τώρα όμως έχει στα χέρια του τον Ασμόντιαν, όσο αδύναμος σύμμαχος κι αν είναι. Επίσης, πριν ακόμα τον Ασμόντιαν, τέσσερις Εκλεκτοί πέθαναν, όταν τα έβαλαν μαζί του».
«Άσε τον να πελεκά το ξεραμένο ξύλο», είπε στρυφνά ο Σαμαήλ. Ύφανε ροές του Αέρα, για να σύρει μια καρέκλα πάνω στο χαλί, και στρογγυλοκάθισε με τις μπότες σταυρωμένες στον αστράγαλο και το ένα χέρι στη χαμηλή, σμιλεμένη ράχη της. Θα ήταν βλάκας όποιος νόμιζε ότι καθόταν αμέριμνος· του Σαμαήλ πάντα του άρεσε να αποκοιμίζει τους εχθρούς του, να τους κάνει να πιστεύουν ότι μπορούσαν να τον αιφνιδιάσουν. «Θα μείνουν περισσότερα για μας τους υπόλοιπους τη Μέρα του Γυρισμού. Ή μήπως νομίζεις ότι θα νικήσει στην Τάρμον Γκάι’ντον, Λανφίαρ; Ακόμα κι αν εμψυχώσει τον Ασμόντιαν, αυτή τη φορά δεν θα έχει τους Εκατό Συντρόφους. Είτε με τον Ασμόντιαν είτε μόνος, ο Μέγας Άρχοντας θα τον σβήσει σαν σπασμένη λάμπα σαρ».
Η περιφρόνηση ήταν έκδηλη στη ματιά που του έριξε η Λανφίαρ. «Πόσοι από μας θα ζουν, όταν επιτέλους απελευθερωθεί ο Μέγας Άρχοντας; Ήδη χάθηκαν τέσσερις. Θα στραφεί τώρα σε σένα, Σαμαήλ; Ίσως να σου άρεσε κάτι τέτοιο. Επιτέλους θα ξεφορτωνόσουν την ουλή αν τον νικούσες. Αλλά ξέχασα. Πόσες φορές τον αντιμετώπισες στον Πόλεμο της Δύναμης; Νίκησες ποτέ; Κοίτα να δεις που δεν θυμάμαι». Δίχως παύση, γύρισε προς την Γκρένταλ. «Μπορεί όμως να είναι η δική σου σειρά. Για κάποιο λόγο είναι απρόθυμος να πληγώσει γυναίκα, αλλά δεν θα έχεις το δίλημμα του Ασμόντιαν. Εσύ δεν μπορείς να του διδάξεις απολύτως τίποτα. Εκτός αν αποφασίσει να σε κρατήσει σαν σκυλάκι. Να κάτι διαφορετικό για σένα, ε; Αντί να αποφασίσεις ποιο παιχνιδάκι σου σε ευχαριστεί περισσότερο, θα μπορούσες να μάθεις πώς να προσφέρεις εσύ ευχαρίστηση».
Το πρόσωπο της Γκρένταλ παραμορφώθηκε και ο Ράχβιν ετοιμάστηκε να θωρακιστεί από τα όπλα που ίσως χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες μεταξύ τους, όποια κι αν ήταν αυτά, και προετοιμάστηκε να ταξιδέψει, αν μύριζε την ελάχιστη οσμή μοιροφωτιάς. Κι έπειτα ένιωσε τον Σαμαήλ να παίρνει τη Δύναμη, ένιωσε μια διαφορά εκεί —ο Σαμαήλ θα έλεγε ότι εκμεταλλευόταν ένα τακτικό πλεονέκτημα― και έσκυψε να πιάσει τον άλλο άνδρα από το μπράτσο. Ο Σαμαήλ τον έσπρωξε θυμωμένα, αλλά η στιγμή είχε περάσει. Οι δύο γυναίκες τώρα κοίταζαν τους δύο άνδρες, όχι η μια την άλλη. Δεν θα καταλάβαιναν τι παραλίγο να είχε συμβεί, αλλά ήταν φανερό ότι κάτι είχε γίνει ανάμεσα στον Ράχβιν και τον Σαμαήλ, και το βλέμμα των γυναικών έδειχνε καχυποψία.
«Θέλω να ακούσω τι έχει να πει η Λανφίαρ». Δεν κοίταξε τον Σαμαήλ, αλλά σ’ αυτόν απευθυνόταν. «Σίγουρα δεν είναι μόνο μια χαζή προσπάθεια να μας φοβίσει, υπάρχει κάτι άλλο». Ο Σαμαήλ τίναξε το κεφάλι με μια κίνηση που μπορεί να έδειχνε ότι συμφωνούσε ή ότι απλώς ήταν απογοητευμένος. Ήταν προτιμότερη από το τίποτα.
«Α, μα υπάρχει, αν και λίγος φόβος δεν κάνει κακό». Τα μαύρα μάτια της Λανφίαρ ακόμα έδειχναν δυσπιστία, όμως η φωνή της ήταν καθαρή σαν νεράκι. «Ο Ισαμαήλ προσπάθησε να τον κάνει του χεριού του, στο τέλος προσπάθησε να τον σκοτώσει και απέτυχε ― αλλά πήγε να τον εκφοβίσει, να τον τρομάξει, και η τακτική του εκφοβισμού δεν έχει αποτέλεσμα με τον Ραντ αλ’Θόρ».
«Ο Ισαμαήλ ήταν σχεδόν ολότελα τρελός», μουρμούρισε ο Σαμαήλ, «και σχεδόν καθόλου άνθρωπος».
«Αυτό είμαστε;» Η Γκρένταλ ύψωσε το φρύδι της. «Απλώς άνθρωποι; Σίγουρα είμαστε κάτι παραπάνω από άνθρωποι. Άνθρωπος είναι αυτό εδώ». Χάιδεψε με το δάχτυλο το μάγουλο της γυναίκας που γονάτιζε πλάι της. «Θα πρέπει να πλαστεί καινούρια λέξη για να μας περιγράψει».
«Ό,τι κι αν είμαστε», είπε η Λανφίαρ, «μπορούμε να πετύχουμε εκεί που απέτυχε ο Ισαμαήλ». Έγερνε λίγο προς τα μπρος, σαν να ήθελε να σπρώξει τις λέξεις της πάνω τους. Η Λανφίαρ σπανίως έδειχνε νευρικότητα. Γιατί τώρα;
«Γιατί μόνο εμείς οι τέσσερις;» ρώτησε ο Ράχβιν. Το άλλο γιατί έπρεπε να περιμένει.
«Γιατί άλλοι;» ήταν η απάντηση της Λανφίαρ. «Αν μπορέσουμε να βάλουμε τον Αναγεννημένο Δράκοντα να γονατίσει μπροστά στον Μέγα Άρχοντα τη Μέρα του Γυρισμού, γιατί να μοιραστούμε την τιμή —και τις ανταμοιβές― με πιο πολλούς απ’ όσο χρειάζεται; Και ίσως μπορέσουμε να τον χρησιμοποιήσουμε —πώς το έθεσες, Σαμαήλ― για να πελεκήσει το ξεραμένο ξύλο».
Μια τέτοιου είδους απάντηση ο Ράχβιν μπορούσε να την καταλάβει. Όχι φυσικά πως εμπιστευόταν τη Λανφίαρ ή τους άλλους, όμως καταλάβαινε από φιλοδοξία. Οι Εκλεκτοί μηχανορραφούσαν για να ανέβουν σε υψηλότερες θέσεις μέχρι τη μέρα που ο Λουζ Θέριν τους είχε φυλακίσει και είχε σφραγίσει τη φυλακή του Μεγάλου Άρχοντα, και είχαν ξαναρχίσει τη μέρα που είχαν απελευθερωθεί. Έπρεπε μόνο να εξασφαλίσει ότι το σχέδιο της Λανφίαρ δεν θα χαλούσε τα δικά του σχέδια. «Μίλα», της είπε.
«Κατ’ αρχάς, υπάρχει και κάποιος άλλος που προσπαθεί να τον εξουσιάσει. Που ίσως προσπαθεί να τον σκοτώσει. Υποπτεύομαι τη Μογκέντιεν ή τον Ντεμάντρεντ. Η Μογκέντιεν ανέκαθεν προσπαθούσε να δρα από τις σκιές και ο Ντεμάντρεντ ανέκαθεν μισούσε τον Λουζ Θέριν». Ο Σαμαήλ χαμογέλασε ή ίσως έκανε μια γκριμάτσα, αλλά το μίσος του ωχριούσε πλάι στο μίσος που έτρεφε ο Ντεμάντρεντ, αν και η αιτία ήταν πιο εύλογη.
«Πού ξέρεις ότι δεν είναι ένας από μας εδώ πέρα;» ρώτησε εύστροφα η Γκρένταλ.
Το χαμόγελο της Λανφίαρ έδειχνε γυμνά τα δόντια της κι ελάχιστη φιλικότητα, ακριβώς όπως και της άλλης γυναίκας. «Επειδή εσείς οι τρεις προτιμήσατε να βρείτε ο καθένας το δικό του ρόλο και να εδραιώσετε την εξουσία σας, ενώ οι υπόλοιποι αλληλομαχαιρώνονται. Υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Σας είπα ότι δεν χάνω από τα μάτια μου τον Ραντ αλ’Θόρ».
Ήταν αληθινά αυτά που είχε πει για τους παρόντες. Ο Ράχβιν προσωπικά προτιμούσε τη διπλωματία και τη χειραγώγηση παρά την ανοιχτή σύγκρουση, αν και δεν θα έκανε πίσω σε μια τέτοια περίπτωση. Η μέθοδος του Σαμαήλ ήταν πάντα οι στρατοί και οι κατακτήσεις· δεν θα πλησίαζε τον Λουζ Θέριν, ακόμα και τώρα που ήταν ξαναγεννημένος σαν βοσκός, αν δεν ήταν σίγουρος για τη νίκη του. Και η Γκρένταλ επίσης ακολουθούσε την οδό της κατάκτησης, αν και η μέθοδός της δεν χρειαζόταν στρατιώτες· παρ’ όλο που ασχολιόταν με τα παιχνιδάκια της, προχωρούσε αργά και μελετημένα. Έκανε τις κινήσεις της στα ανοιχτά, όπως έκριναν αυτά τα πράγματα οι Εκλεκτοί, αλλά δεν ρίσκαρε σε κανένα στάδιο.
«Ξέρετε ότι τον παρακολουθώ αθέατη», συνέχισε η Λανφίαρ, «αλλά εσείς δεν πρέπει να πλησιάσετε, αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να σας εντοπίσει. Πρέπει να τον απομακρύνουμε...»
Η Γκρένταλ έγειρε μπρος όλο ενδιαφέρον και ο Σαμαήλ ένευε, καθώς άκουγε. Ο Ράχβιν σκέφτηκε ότι ήταν πρώιμο να κρίνει. Ίσως πετύχαιναν. Κι αν όχι... Αν όχι, έβλεπε αρκετούς τρόπους που θα μπορούσε να διαμορφώσει την κατάσταση προς όφελός του. Δεν ήταν καθόλου άσχημα όλα αυτά.