4 Λυκόφως

Με τη συνοδεία του από Φαρ Ντάραϊς Μάι, ο Ραντ πλησίασε τη Στέγη της Κόρης του Ρουίντιαν. Λευκά σκαλοπάτια, ίσα στο πλάτος με το ψηλό κτήριο και με βάθος μια δρασκελιά το καθένα, ανηφόριζαν κι έφταναν σε χοντρές κολόνες ύψους είκοσι απλωσιών, που έμοιαζαν μαύρες στο λυκόφως, μα άστραφταν γαλάζιες τη μέρα, όλο αυλακωτές σπείρες. Το εξωτερικό του κτηρίου ήταν ένα μωσαϊκό από φινιρισμένα πλακάκια, άσπρα και γαλάζια, τοποθετημένα σε ελικοειδή σχήματα, που το μάτι δεν έβρισκε το τέλος τους, ενώ ένα πελώριο παράθυρο από χρωματιστό γυαλί ακριβώς πάνω από τις κολόνες παρουσίαζε μια μελαχρινή γυναίκα ύψους πέντε μέτρων, η οποία φορούσε πολύπτυχη γαλάζια ρόμπα και είχε το χέρι σηκωμένο, είτε για τα ευλογήσει, είτε για να προστάξει να σταματήσεις. Το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο και αυστηρό συνάμα. Όποια κι αν ήταν, σίγουρα δεν ήταν Αελίτισσα, με τέτοιο χλωμό δέρμα και τέτοια μαύρα μάτια. Ίσως μια Άες Σεντάι. Ο Ραντ χτύπησε την πίπα του στο τακούνι της μπότας του και την έχωσε στην τσέπη του σακακιού του προτού αρχίσει να ανεβαίνει τα σκαλιά.

Με εξαίρεση τους γκαϊ’σάιν, δεν επιτρεπόταν σε άνδρες να μπουν στη Στέγη της Κόρης, κανένας άνδρας απολύτως, σε κανένα φρούριο της Ερημιάς. Αρχηγοί και εξ αίματος συγγενείς κάποιας Κόρης μπορούσαν να δοκιμάσουν και θα πέθαιναν, αν και στην πραγματικότητα η ιδέα δεν θα περνούσε από το μυαλό κανενός. Το ίδιο συνέβαινε σε όλες τις κοινωνίες· μόνο τα μέλη και οι γκαϊ’σάιν επιτρεπόταν να εισέλθουν.

Οι δύο Κόρες που στέκονταν φρουρώντας τις ψηλές μπρούντζινες πόρτες χειρομίλησαν γοργά μεταξύ τους, κοιτώντας προς το μέρος του, καθώς αυτός περνούσε ανάμεσα από τις κολόνες, και ύστερα αντάλλαξαν ένα χαμογελάκι. Μακάρι να ήξερε τι είχαν πει. Ακόμα και σε μια χώρα ξερή σαν την Ερημιά, ο μπρούντζος θάμπωνε με το πέρασμα του χρόνου, όμως οι γκαϊ’σάιν είχαν γυαλίσει τόσο καλά αυτές τις πόρτες, ώστε έμοιαζαν καινούριες. Έστεκαν ορθάνοιχτες, και οι δύο φρουροί δεν δοκίμασαν να τον εμποδίσουν, καθώς έμπαινε μέσα, με την Αντελίν και τις άλλες κατά πόδας.

Οι πλατιοί διάδρομοι και οι μεγάλες αίθουσες με τα λευκά πλακάκια μέσα ήταν γεμάτα Κόρες, που κάθονταν σε μαξιλάρια με λαμπερά χρώματα και μιλούσαν, φρόντιζαν τα όπλα τους, έπαιζαν φωλιά-της-γάτας ή λίθους ή Χίλια Ανθη ― ένα Αελίτικο παιχνίδι, στο οποίο έφτιαχνες σχήματα με επίπεδα κομμάτια πέτρας που είχαν σκαλισμένα πάνω τους καμιά εκατοστή, όπως φαινόταν, διαφορετικά σύμβολα. Φυσικά, ένα πλήθος γκαϊ’σάιν τριγυρνούσαν με κομψές κινήσεις, κάνοντας τις αγγαρείες τους· καθάριζαν, σερβίριζαν, μπάλωναν, πρόσεχαν τις λάμπες λαδιού, από τις πιο απλές, που ήταν φτιαγμένες από βερνικωμενο κεραμικό, μέχρι τα επίχρυσα λάφυρα, ποιος ξέρει από πού, και τις λάμπες σε ψηλούς φανοστάτες που είχαν βρεθεί στην πόλη. Στα περισσότερα δωμάτια, φανταχτερά χαλιά και λαμπερές ταπισερί κάλυπταν τα πατώματα και τους τοίχους, και σχεδόν το καθένα έμοιαζε να έχει το ιδιαίτερο του μοτίβο και στυλ. Οι τοίχοι και τα ταβάνια ήταν από πολύπλοκα μωσαϊκά κι έδειχναν δάση και ποτάμια και ουρανούς που δεν είχε δει κανείς ποτέ στην Ερημιά.

Νέες ή ηλικιωμένες, οι Κόρες χαμογελούσαν όταν τον αντίκριζαν και κάποιες ένευαν με οικειότητα ή έφταναν στο σημείο να τον χτυπήσουν φιλικά στον ώμο. Αλλες του μιλούσαν, ρωτούσαν πώς ήταν, αν είχε φάει, μήπως ήθελε να του φέρουν οι γκαϊ’σάιν κρασί ή νερό; Αυτός απαντούσε με συντομία, αν και κάθε απάντησή του συνοδευόταν από χαμόγελο. Ήταν μια χαρά, ούτε πεινούσε ούτε διψούσε. Συνέχιζε να περπατά και δεν βράδυνε το βήμα, ούτε όταν μιλούσε. Αν βράδυνε, αναπόφευκτα θα σταματούσε, και δεν άντεχε κάτι τέτοιο απόψε.

Οι Φαρ Ντάραϊς Μάι τον είχαν υιοθετήσει, κατά κάποιον τρόπο. Κάποιες του φέρονταν σαν να ήταν γιος τους, άλλες σαν σε αδελφό τους. Δεν φαινόταν να παίζει ρόλο η ηλικία· γυναίκες με άσπρα τα μαλλιά μπορεί να του μιλούσαν σαν σε αδελφό τους που έπιναν μαζί τσάι, ενώ Κόρες, που το πολύ να τον περνούσαν ένα χρόνο στην ηλικία, πρόσεχαν αν φορούσε τα κατάλληλα ρούχα για τη ζέστη. Δεν μπορούσε να αποφύγει τη μητρική συμπεριφορά τους: απλώς έτσι έκαναν, και δεν ήξερε πώς μπορούσε να το σταματήσει αυτό, χωρίς βέβαια να χρησιμοποιήσει τη Δύναμη εναντίον όλων τους.

Του είχε περάσει από το νου να βάλει άλλη κοινωνία να του παρέχει φρουρούς ― το Σά’εν Μ’τάαλ, τους Πέτρινους Σκύλους, ίσως, ή το Άεθαν Ντορ, τις Κόκκινες Ασπίδες· ο Ρούαρκ ήταν Κόκκινη Ασπίδα προτού γίνει αρχηγός ― όμως τι λόγο μπορούσε να τους δώσει; Σίγουρα πάντως όχι την αλήθεια. Αισθανόταν αμήχανα και μόνο που σκεφτόταν πώς θα το εξηγούσε στον Ρούαρκ και στους άλλους· τέτοιο που ήταν το Αελίτικο χιούμορ, ακόμα και ο ξινός γέρος ο Χαν θα λυνόταν από τα γέλια. Όποιο λόγο και αν έδινε, μάλλον θα πρόσβαλλε την τιμή όλων των Φαρ Ντάραϊς Μάι, από την πρώτη ως την τελευταία. Τουλάχιστον, σπάνια τον ντάντευαν έξω από τη Στέγη, όπου δεν υπήρχε άλλος να τον δει εκτός από τις ίδιες και τους γκαϊ’σάιν, οι οποίοι ήξεραν να κρατούν το στόμα τους κλειστό για ό,τι συνέβαινε εκεί. «Οι Κόρες», είχε πει κάποτε, «κρατούν την τιμή μου». Όλοι το θυμούνταν και οι Κόρες ήταν περήφανες γι’ αυτό σαν να είχε χαρίσει σε καθεμιά ένα θρόνο. Όπως είχε αποδειχθεί όμως, την κρατούσαν με τον τρόπο που ήθελαν αυτές.

Η Αντελίν και οι άλλες τέσσερις τον άφησαν για να πάνε στις φίλες τους, όμως ο Ραντ δεν έμεινε μόνος, καθώς προχωρούσε ψηλότερα στο κτήριο, από καμπυλωτές σκάλες με πλατιά, λευκά σκαλοπάτια. Με κάθε βήμα ήταν αναγκασμένος να απαντά ουσιαστικά στις ίδιες ερωτήσεις. Όχι, δεν πεινούσε. Ναι, ήξερε ότι δεν ήταν συνηθισμένος ακόμα στη ζέστη, και όχι, δεν είχε μείνει πολλή ώρα στον ήλιο. Τις ανέχθηκε όλες υπομονετικά, όμως άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης όταν έφτασε στον πρώτο όροφο πάνω από το ψηλό παράθυρο. Εδώ δεν υπήρχαν ούτε Κόρες ούτε γκαϊ’σάιν στους πλατιούς διαδρόμους ή στα σκαλιά που οδηγούσαν πιο πάνω. Οι γυμνοί τοίχοι και οι άδειοι θάλαμοι υπογράμμιζαν την απουσία των ανθρώπων, όμως τώρα που είχε διασχίσει τους κάτω ορόφους, η μοναξιά ήταν ευλογία.

Το υπνοδωμάτιό του ήταν μια κάμαρα δίχως παράθυρο, κοντά στο κέντρο του κτηρίου, μια από τις λίγες που δεν ήταν πελώρια, αν και το ταβάνι της ήταν τόσο ψηλό, ώστε έκανε το ύψος τη μεγαλύτερη διάσταση του δωματίου. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα για την αρχική της χρήση· το μόνο στολίδι ήταν ένα μωσαϊκό γύρω από το μικρό τζάκι, που έδειχνε κλήματα. Θα ’λεγε ότι ήταν δωμάτιο για υπηρέτες, αλλά ένα δωμάτιο υπηρέτη δεν θα είχε πόρτα ντυμένη με μπρούντζο, όσο απλή κι αν ήταν, μια πόρτα την οποία τώρα ο Ραντ έσπρωξε για να κλείσει. Οι γκαϊ’σάιν είχαν γυαλίσει τόσο καλά το μέταλλο, ώστε έλαμπε θαμπά. Μερικά μαξιλαράκια με φούντες, που χρησίμευαν ως καθίσματα, κείτονταν εδώ κι εκεί στα γαλάζια πλακάκια του δαπέδου, κι ένα χοντρό αχυρόστρωμα, που προοριζόταν για τον ύπνο, βρισκόταν πάνω σε μια στοίβα χρωματιστά χαλάκια. Στο πάτωμα, κοντά στο «κρεβάτι», περίμεναν μια επισμαλτωμένη γαλάζια κανάτα νερού κι ένα σκουροπράσινο κύπελλο. Αυτά ήταν όλα, με εξαίρεση δυο λάμπες σε τρίποδους φανοστάτες, ήδη αναμμένες, και μια στοίβα βιβλία ύψους ενός βήματος σε μια άκρη. Μ’ ένα στεναγμό κούρασης, ξαπλώθηκε στο αχυρόστρωμα φορώντας ακόμα το σακάκι και τις μπότες· όσο κι αν στριφογυρνούσε, δεν ήταν πολύ απαλότερο από το να κοιμόταν στο γυμνό πάτωμα.

Ήδη η παγωνιά της νύχτας πότιζε το δωμάτιο, όμως ο Ραντ δεν έκανε τον κόπο να ανάψει τις ξεραμένες σβουνιές αγελάδας στο τζάκι: προτιμούσε να πολεμήσει με το κρύο παρά με τη μυρωδιά. Ο Ασμόντιαν είχε προσπαθήσει να του δείξει έναν απλό τρόπο για να ζεσταίνει το δωμάτιο· ήταν απλό, όμως ο Αποδιωγμένος δεν είχε τη δύναμη να το κάνει μόνος του. Τη μία φορά που το είχε δοκιμάσει ο Ραντ, είχε ξυπνήσει μέσα στη νύχτα παλεύοντας να ανασάνει, ενώ οι άκρες των χαλιών κάπνιζαν από την κάψα του δαπέδου. Δεν είχε κάνει δεύτερη προσπάθεια.

Είχε διαλέξει αυτό το κτήριο για αρχηγείο του επειδή η κατασκευή του είχε αποπερατωθεί και βρισκόταν κοντά στην πλατεία· τα ψηλά ταβάνια του πρόσφεραν μια αίσθηση δροσιάς ακόμα και στο πιο δυνατό λιοπύρι, ενώ οι χοντροί τοίχοι έδιωχναν το κρύο της νύχτας. Βέβαια, τότε που το διάλεγε δεν ήταν η Στέγη της Κόρης. Απλώς, ένα πρωινό είχε ξυπνήσει ανακαλύπτοντας ότι έτσι είχε γίνει, με Κόρες σ’ όλα τα δωμάτια των πρώτων δύο ορόφων και με φύλακες στις εισόδους. Δεν είχε καταλάβει αμέσως ότι οι Κόρες ήθελαν το κτήριο να είναι η Στέγη της κοινωνίας τους στο Ρουίντιαν και περίμεναν απ’ αυτόν να συνεχίσει να μένει εκεί. Όχι μόνο αυτό, αλλά ήταν έτοιμες να μετακινήσουν τη Στέγη όπου πήγαινε ο ίδιος. Γι’ αυτό το λόγο έπρεπε να συναντά αλλού τους αρχηγούς φατρίας. Το μόνο που είχε καταφέρει ήταν που είχε πείσει τις Κόρες να μένουν κάτω από τον όροφο στον οποίο κοιμόταν· αυτό τις είχε κάνει να γελάσουν. Ακόμα κι ο Καρ’α’κάρν δεν είναι βασιλιάς, υπενθύμισε πικρόχολα στον εαυτό του. Ήδη δυο φορές είχε μετακομίσει ψηλότερα, καθώς οι Κόρες αυξάνονταν και πληθύνονταν. Προσπάθησε τεμπέλικα να υπολογίσει πόσες έπρεπε να έρθουν για να αναγκαστεί να κοιμάται στην οροφή.

Καλύτερα αυτό παρά να σκέφτεται πώς είχε επιτρέψει στη Μουαραίν να τον εκνευρίσει. Δεν ήθελε να της πει τα σχέδιά του προτού ερχόταν η μέρα που θα ξεκινούσαν οι Αελίτες. Η Μουαραίν ήξερε ακριβώς πώς να εκμεταλλεύεται τα συναισθήματά του, πώς να τον θυμώνει τόσο, ώστε να της λέει περισσότερα απ’ όσα ήθελε. Παλιά δεν θύμωνα τόσο. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να κρατήσω την ψυχραιμία μου; Πάντως η Μουαραίν δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον σταματήσει. Ο ίδιος τουλάχιστον αυτό πίστευε. Έπρεπε να προσέχει όταν ήταν κοντά της. Οι ικανότητές του, που αυξάνονταν, τον έκαναν απρόσεκτο απέναντι της, αλλά, παρ’ όλο που ήταν δυνατότερος από εκείνη, η Μουαραίν ήξερε περισσότερα απ’ τον ίδιο, παρά τα όσα του δίδασκε ο Ασμόντιαν.

Κατά έναν τρόπο, το να πει τα σχέδιά του στον Ασμόντιαν δεν ήταν τόσο σημαντικό όσο το να αποκαλύψει τις προθέσεις του στις Άες Σεντάι. Για τη Μουαραίν δεν παύω να είμαι ένας βοσκός, τον οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς του Πύργου· αλλά για τον Ασμόντιαν είμαι το μόνο κλαρί που μπορεί να πιάσει στην πλημμύρα. Ήταν παράξενο να σκέφτεται ότι μάλλον μπορούσε να εμπιστεύεται έναν Αποδιωγμένο περισσότερο από τη Μουαραίν. Όχι ότι μπορούσε να εμπιστευτεί απολύτως οποιονδήποτε από τους δυο τους. Ο Ασμόντιαν. Αν τα δεσμά του Αποδιωγμένου με τον Σκοτεινό τον θωράκιζαν από το μόλυσμα του σαϊντίν, τότε σίγουρα θα υπήρχε και άλλος τρόπος για να το πετύχει. Ή για να το εξαγνίσει.

Το πρόβλημα ήταν ότι, προτού πάνε με το μέρος της Σκιάς, οι Αποδιωγμένοι κατείχαν μια θέση μεταξύ των ισχυρότερων Άες Σεντάι της Εποχής των Θρύλων, τότε που ήταν καθημερινό φαινόμενο πράγματα, τα οποία τώρα ο Λευκός Πύργος δεν ονειρευόταν καν. Αν ο Ασμόντιαν δεν ήξερε έναν τρόπο, τότε μάλλον δεν υπήρχε τρόπος. Πρέπει να υπάρχει. Πρέπει να υπάρχει κάτι. Δεν θα καθίσω να περιμένω πότε θα τρελαθώ και θα πεθάνω.

Αυτό ήταν ανοησία. Η προφητεία τού είχε ορίσει συνάντηση στο Σάγιολ Γκουλ. Πότε, δεν ήξερε· όμως μετά δεν θα χρειαζόταν πλέον να ανησυχεί μήπως τρελαινόταν. Αναρίγησε και σκέφτηκε να απλώσει τις κουβέρτες του.

Ο αμυδρός ήχος από βήματα με απαλές σόλες τον έκανε να τιναχτεί. Τους είπα! Αν δεν μπορούν...! Η γυναίκα που έσπρωξε την πόρτα να ανοίξει, με χοντρές μάλλινες κουβέρτες στην αγκαλιά της, δεν ήταν από εκείνες που περίμενε να δει.

Η Αβιέντα κοντοστάθηκε μόλις μπήκε στο δωμάτιο και τον κοίταξε με ψυχρά, γαλαζοπράσινα μάτια. Ήταν μια γυναίκα παραπάνω από όμορφη, συνομήλικη του, και κατείχε την ιδιότητα της Κόρης ως τη στιγμή που είχε εγκαταλείψει το δόρυ για να γίνει Σοφή, πριν από λίγο καιρό. Τα πορφυρά μαλλιά της ακόμα και τώρα δεν έφταναν τους ώμους της και δεν χρειάζονταν το διπλωμένο καφέ μαντήλι για να μην πέφτουν στο πρόσωπό της. Έμοιαζε κάπως αμήχανη φορώντας το καφέ επώμιό της και δεν έδειχνε να νιώθει άνετα μέσα στα μακριά γκρίζα φουστάνια της.

Ο Ραντ ένιωσε μια σουβλιά ζήλιας βλέποντας το ασημένιο περιδέραιο που φορούσε, ένα περίτεχνο κορδόνι από λεπτοδουλεμένους δίσκους, που ο καθένας ήταν διαφορετικός. Άραγε ποιος της το έδωσε; Σίγουρα δεν το είχε διαλέξει η ίδια· δεν φαινόταν να της αρέσουν τα κοσμήματα. Το μόνο άλλο στολίδι που φορούσε ήταν ένα πλατύ φιλντισένιο βραχιόλι, με σμιλεμένα τριαντάφυλλα όλο λεπτομέρεια. Της το είχε δώσει ο ίδιος και δεν ήξερε αν του το είχε συγχωρήσει ακόμα. Εν πάση περιπτώσει, ήταν ανόητο εκ μέρους του να ζηλεύει.

«Δέκα μέρες έχω να σε δω», της είπε. «Νόμιζα ότι οι Σοφές θα σε είχαν δέσει στο μπράτσο μου μόλις ανακάλυψαν ότι τις είχα φράξει από τα όνειρά μου». Ο Ασμόντιαν το είχε βρει αστείο, όταν είχε ακούσει το πρώτο πράγμα που ήθελε να μάθει ο Ραντ, και ύστερα είχε αγανακτήσει, βλέποντας πόσο αργούσε το μάθει ο Ραντ.

«Έχω ν’ ασχοληθώ και με την εκπαίδευση μου, Ραντ αλ’Θόρ». Ήταν μια από τις λίγες Σοφές που μπορούσαν να διαβιβάζουν· ήταν ένα από τα πράγματα που διδασκόταν. «Δεν είμαι σαν τις υδρόβιές σας να στέκομαι τριγύρω, ώστε να με κοιτάζεις όποτε θέλεις». Παρά το ότι ήξερε την Εγκουέν, και την Ηλαίην βέβαια, είχε παράξενη, λάθος ιδέα για τις υδρόβιες, όπως τις αποκαλούσε, και γενικά για το λαό των υδρόβιων. «Δεν χάρηκαν μ’ αυτό που έκανες». Εννοούσε την Άμυς, την Μπάιρ και τη Μελαίν, τις τρεις Σοφές Ονειροβάτισσες που τη δίδασκαν και που προσπαθούσαν να τον παρακολουθούν. Η Αβιέντα κούνησε πικρόχολα το κεφάλι. «Και κυρίως δεν χάρηκαν καθόλου που σου είπα ότι περπατούσαν στα όνειρά σου».

Εκείνος την κοίταξε. «Τους το είπες; Μα στην ουσία δεν μου αποκάλυψες τίποτα. Το κατάλαβα μόνος μου, και θα το είχα καταλάβει ακόμα κι αν δεν σου είχε ξεφύγει μια λεπτομέρεια. Αβιέντα, αυτές οι ίδιες μου είπαν ότι μπορούν να μιλάνε με ανθρώπους στα όνειρά τους. Ελάχιστα απείχαν το ένα από το άλλο».

«θέλεις να ατιμαστώ ακόμα χειρότερα;» Η φωνή της ήταν ήρεμη, αλλά τα μάτια της μπορούσαν να βάλουν φωτιά στο έτοιμο τζάκι. «Δεν θα ατιμαστώ, ούτε για σένα ούτε για κανέναν άλλο άνδρα! Σου είπα ποιο μονοπάτι να ακολουθήσεις, και δεν αρνούμαι την ντροπή μου. Έπρεπε να σε αφήσω να παγώσεις». Του πέταξε τις κουβέρτες κατακέφαλα.

Εκείνος τις τράβηξε και τις άφησε πλάι του στο αχυρόστρωμα, ενώ προσπαθούσε να σκεφτεί τι να πει. Ήταν πάλι το τζι’ε’τόχ. Αυτή η γυναίκα ήταν νευρική σαν πουλάρι. Υποτίθεται ότι της είχαν αναθέσει να του μάθει τα έθιμα των Αελιτών, όμως ο Ραντ ήξερε την πραγματική δουλειά της, που ήταν να τον κατασκοπεύει εκ μέρους των Σοφών. Μπορεί να ήταν ατιμωτική η κατασκοπία μεταξύ των Αελιτών, αλλά, απ’ ό,τι φαινόταν, αυτό δεν ίσχυε για τις Σοφές. Ήξεραν ότι το ήξερε, αλλά αυτό για κάποιο λόγο δεν φαινόταν να τις πειράζει, και, αφού αυτές δεν είχαν πρόβλημα να αφήσουν την κατάσταση ως είχε, τότε θα έκανε το ίδιο κι αυτός. Κατ’ αρχάς, η Αβιέντα δεν ήταν πολύ καλή κατάσκοπος· σχεδόν ποτέ δεν προσπαθούσε να ανακαλύψει κάτι και η νευρική συμπεριφορά της δεν τον έκανε να νιώθει θυμό ή τύψεις, όπως γινόταν με τη Μουαραίν. Έπειτα, η αλήθεια ήταν πως μερικές φορές η Αβιέντα αποτελούσε ευχάριστη παρέα, όταν δεν ξεσπούσε τα νεύρα της. Τουλάχιστον έτσι ο Ραντ ήξερε ποια είχαν βάλει η Άμυς και οι άλλες να τον παρακολουθεί· αν δεν ήταν αυτή, θα ήταν άλλη στη θέση της και ο Ραντ θα αναρωτιόταν συνεχώς ποια. Εκτός αυτού, δεν τον αντιμετώπιζε επιφυλακτικά.

Ο Ματ, η Εγκουέν, ακόμα και η Μουαραίν μερικές φορές τον κοίταζαν με μάτια που έβλεπαν τον Αναγεννημένο Δράκοντα ή τουλάχιστον τον κίνδυνο ενός άνδρα που μπορούσε να διαβιβάζει. Οι αρχηγοί φατρίας και οι Σοφές έβλεπαν Εκείνον Που Έρχεται Με την Αυγή, τον άνθρωπο που η προφητεία έλεγε ότι θα τσάκιζε τους Αελίτες σαν ξερόκλαδα· ακόμη κι αν δεν τον φοβούνταν, μερικές φορές του φέρονταν σαν κόκκινη οχιά, με την οποία έπρεπε να συμβιώσουν. Ό,τι κι αν έβλεπε η Αβιέντα, δεν την εμπόδιζε να είναι καυστική μαζί του όταν ήθελε, δηλαδή τις περισσότερες φορές.

Ήταν αλλόκοτη παρηγοριά, αλλά σε σύγκριση με τους υπόλοιπους, ήταν πράγματι παρηγοριά. Του είχε λείψει. Μάλιστα είχε μαζέψει λουλούδια, για να της τα δώσει, από μερικά καχεκτικά φυτά γύρω από το Ρουίντιαν —στην αρχή είχε γεμίσει τα δάχτυλά του αίματα, προτού καταλάβει ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη Δύναμη― και της τα είχε στείλει, πέντ’ έξι φορές· οι Κόρες είχαν μεταφέρει οι ίδιες να μπουμπούκια, αντί να στείλουν γκαϊ’σάιν. Φυσικά, η Αβιέντα δεν είχε στείλει ούτε λέξη για απάντηση.

«Σ’ ευχαριστώ», της είπε τελικά, αγγίζοντας τις κουβέρτες. Έμοιαζαν να είναι ασφαλές θέμα συζήτησης. «Φαντάζομαι ότι εδώ τα βράδια όσο περισσότερες είναι, τόσο καλύτερα».

«Η Ενάιλα μου ζήτησε να σου τις φέρω, όταν βρήκε ότι ήμουν εδώ για να σε δω». Τα χείλη της στράβωσαν, σαν προοίμιο χαμόγελου, που έδειχνε ότι έβρισκε κάτι αστείο. «Μερικές δοραταδελφές ανησυχούσαν μήπως κρυώνεις. Πρέπει να φροντίσω να ανάψεις απόψε τη φωτιά· δεν την άναψες χθες το βράδυ».

Ο Ραντ ένιωσε τα μάγουλά του να αναψοκοκκινίζουν. Η Αβιέντα ήξερε. Ε, θα το μάθαινε, έτσι δεν είναι; Οι παλιο-Κόρες μπορεί να μην της λένε πια τα πάντα, αλλά δεν της τα κρύβουν κιόλας. «Γιατί ήθελες να με δεις;»

Προς έκπληξή του, εκείνη σταύρωσε τα χέρια κάτω από τα στήθη της και άρχισε να βηματίζει στο στενό δωμάτιο προτού σταθεί για να τον αγριοκοιτάξει. «Δεν ήταν δώρο-της-εκτίμησης», τον κατηγόρησε, κουνώντας το χέρι με το βραχιόλι προς το μέρος του. «Το παραδέχτηκες». Ήταν αλήθεια, μολονότι του φαινόταν ότι θα του κάρφωνε ένα μαχαίρι στα πλευρά, αν δεν το είχε παραδεχτεί. «Ήταν απλώς ένα ανόητο δώρο από έναν άνδρα που δεν ήξερε και δεν τον ένοιαζε τι θα έβαζαν με το νου τους οι άλλες ― δηλαδή οι δοραταδελφές. Ε, λοιπόν, ούτε κι αυτό σημαίνει κάτι». Έβγαλε κάτι από το πουγκί της και το πέταξε στο αχυρόστρωμα δίπλα του. «Αυτό ξεπληρώνει το χρέος που υπάρχει ανάμεσά μας».

Ο Ραντ έπιασε αυτό που του είχε πετάξει και το στριφογύρισε στα χέρια του. Ήταν μια πόρπη σε σχήμα δράκοντα, περίτεχνα φτιαγμένη από καλό ατσάλι με ενσφηνωμένο χρυσάφι. «Σ’ ευχαριστώ. Είναι πανέμορφο. Αβιέντα, δεν υπάρχει χρέος που πρέπει να το ξεπληρώσεις».

«Αν δεν το πάρεις έναντι του χρέους μου» του είπε εκείνη κατηγορηματικά, «τότε πέταξέ το. Θα βρω άλλον τρόπο να σε ξεπληρώσω. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, ένα μπιχλιμπίδι μόνο».

«Κάθε άλλο παρά μπιχλιμπίδι. Πρέπει να έβαλες κάποιον να το φτιάξει».

«Μην νομίζεις ότι σημαίνει κάτι αυτό, Ραντ αλ’Θόρ. Όταν... όταν εγκατέλειψα το δόρυ, τα δόρατά μου, το μαχαίρι μου» —ασυναίσθητα το χέρι της άγγιξε τη ζώνη της, στο σημείο που κάποτε κρεμόταν το μαχαίρι της με τη μακριά λεπίδα― «μου πήραν ακόμα και τις αιχμές από τα βέλη και τα έδωσαν σε έναν σιδερά, ο οποίος έφτιαξε απλά πραγματάκια για να τα χαρίζω. Τα περισσότερα τα έδωσα σε φίλους, όμως οι Σοφές με έβαλαν να ονοματίσω τους τρεις άνδρες και τις τρεις γυναίκες που μισούσα περισσότερο, και μου είπαν να δώσω σε όλους, με τα ίδια μου τα χέρια, από ένα δώρο φτιαγμένο από τα όπλα μου. Η Μπάιρ λέει ότι έτσι διδάσκεσαι την ταπεινότητα». Έτσι όπως ήταν με την πλάτη ίσια και το βλέμμα άγριο, ξεστομίζοντας κάθε λέξη σαν να τη δάγκωνε, έδειχνε κάθε άλλο παρά ταπεινή. «Μην νομίζεις λοιπόν ότι αυτό σημαίνει κάτι».

«Δεν σημαίνει τίποτα», είπε εκείνος, νεύοντας θλιμμένα. Όχι βέβαια ότι ήθελε να σημαίνει κάτι το δώρο, αλλά θα ήταν ευχάριστη η ιδέα ότι η Αβιέντα άρχιζε να τον βλέπει σαν φίλο. Ήταν ανοησία να νιώθει ζήλια γι’ αυτήν. Άραγε ποιος να της το έδωσε; «Αβιέντα; Ήμουν ένας απ’ αυτούς που μισείς τόσο πολύ;»

«Ναι, Ραντ αλ’Θόρ». Ξαφνικά η φωνή της είχε βραχνιάσει. Για μια στιγμή, απέστρεψε το πρόσωπό της, με τα μάτια κλειστά και τα βλέφαρα τρεμάμενα. «Σε μισώ μ’ όλη μου την καρδιά, Έτσι είναι. Και πάντα θα σε μισώ».

Εκείνος δεν έκανε τον κόπο να ρωτήσει το λόγο. Κάποτε, που την είχε ρωτήσει γιατί τον αντιπαθούσε, λίγο είχε λείψει να του αστράψει χαστούκι. Αυτό εδώ όμως ήταν κάτι παραπάνω από εκείνα τα αισθήματα αντιπάθειας, τα οποία η Αβιέντα μερικές φορές φαινόταν να τα λησμονεί. «Αν στ’ αλήθεια με μισείς,» της είπε απρόθυμα, «θα ζητήσω από τις Σοφές να μου στείλουν κάποια άλλη για να με διδάξει».

«Όχι!»

«Μα, αν εσύ―»

«Όχι!» Αν μη τι άλλο, η άρνησή της ήταν ακόμα πιο σφοδρή αυτή τη φορά. Στήριξε τις γροθιές της στους γοφούς της και άρχισε να του κάνει κήρυγμα σαν να ήθελε να καρφώσει κάθε λέξη στην καρδιά του. «Ακόμα κι αν οι Σοφές μου επέτρεπαν να σταματήσω, έχω τοχ, υποχρέωση και καθήκον, στην κονταδελφή μου την Ηλαίην να σε παρακολουθώ για χάρη της. Της ανήκεις, Ραντ αλ’Θόρ. Σε καμία άλλη γυναίκα, μόνο σ’ αυτήν. Να το θυμάσαι».

Του Ραντ του ήρθε να σηκώσει τα χέρια ψηλά. Τουλάχιστον αυτή τη φορά η Αβιέντα δεν του περιέγραφε πώς έμοιαζε η Ηλαίην όταν δεν φορούσε ρούχα· κάποια Αελίτικα έθιμα ήταν πιο δύσκολο να τα συνηθίσεις σε σύγκριση με άλλα. Μερικές φορές αναρωτιόταν αν η Αβιέντα και η Ηλαίην είχαν συμφωνήσει οι δυο τους γι’ αυτή την «σκοπιά». Δεν το πίστευε, αλλά βέβαια υπήρχαν και γυναίκες που ήταν παράξενες χωρίς να είναι Αελίτισσες. Πέραν τούτου, αναρωτιόταν από ποιους υποτίθεται πως τον προστάτευε η Αβιέντα. Με εξαίρεση τις Κόρες και τις Σοφές, οι Αελίτισσες έμοιαζαν να τον κοιτάζουν σαν να ήταν η προφητεία με σάρκα και οστά, κι έτσι όχι ως κανονικό άνθρωπο, ή σαν να ήταν ένα αιματόφιδο που σερνόταν ανάμεσα σε παιδιά. Οι Σοφές ήταν ίδιες και χειρότερες από τη Μουαραίν όταν προσπαθούσαν να τον βάλουν να κάνει αυτό που ήθελαν, κι όσο για τις Κόρες, εκείνες δεν ήθελε ούτε να τις σκέφτεται. Η όλη ιστορία τον εξόργιζε.

«Για άκουσέ με μια στιγμή. Φίλησα μερικές φορές την Ηλαίην και νομίζω πως το απόλαυσε όσο κι εγώ, αλλά δεν έχω λογοδοθεί με καμία. Δεν ξέρω καν αν θέλει κάτι τέτοιο πια από μένα». Σε διάστημα λίγων ωρών τού είχε γράψει δύο γράμματα, όπου στο ένα τον αποκαλούσε πολυαγαπημένο φως της καρδιάς της, κάτι που έκανε τα μάγουλά του να κοκκινίσουν, ενώ στο άλλο τον αποκαλούσε ελεεινό με καρδιά από πάγο και έλεγε ότι δεν ήθελε να τον ξαναδεί ποτέ και μετά συνέχιζε να του τα ψέλνει για τα καλά, καλύτερα από την Αβιέντα. Οι γυναίκες ήταν παράξενα όντα, δεν χωρούσε αμφιβολία. «Ούτως ή άλλως, δεν έχω χρόνο να σκέφτομαι γυναίκες. Το μόνο που έχω στο νου μου είναι να ενώσω το Άελ, ακόμα και το Σάιντο, αν μπορέσω. Να―» Σταμάτησε απότομα μ’ ένα βογκητό, καθώς έμπαινε κουνιστή και λυγιστή στο δωμάτιο η τελευταία γυναίκα που θα ήθελε να δει, φορώντας πλήθος στολίδια και κρατώντας στα χέρια της έναν ασημένιο δίσκο με δύο ασημένια κύπελλα και μια κανάτα κρασιού από φυσητό γυαλί.

Το διάφανο κόκκινο μεταξωτό σάλι, που αγκάλιαζε το κεφάλι της Ισέντρε, δεν κατόρθωνε να κρύψει το λευκό, όμορφο πρόσωπό της σε σχήμα καρδιάς. Καμία Αελίτισσα δεν είχε τέτοια μακριά μελαχρινά μαλλιά και μαύρα μάτια. Τα σαρκώδη, μισάνοιχτα χείλη είχαν μια προκλητική καμπύλη ― ώσπου είδε την Αβιέντα. Τότε το χαμόγελο έσβησε και το διαδέχθηκε μια αηδιασμένη έκφραση. Εκτός από το σάλι, φορούσε καμιά δωδεκαριά ή και περισσότερα περιδέραια από χρυσάφι και φίλντισι, μερικά με ενσφηνωμένες πέρλες ή γυαλισμένα πετράδια. Άλλα τόσα βραχιόλια βάραιναν κάθε καρπό, και ακόμα περισσότερα ήταν μαζεμένα γύρω από τους αστραγάλους της. Αυτό ήταν όλο· δεν φορούσε τίποτε άλλο. Ο Ραντ πίεσε τον εαυτό του για να μην φύγει το βλέμμα του από το πρόσωπό της· αλλά, ακόμα κι έτσι, ένιωσε τα μάγουλά του να αναψοκοκκινίζουν.

Η Αβιέντα έμοιαζε με μαύρο σύννεφο έτοιμο να φτύσει κεραυνούς, η Ισέντρε με γυναίκα που μόλις έχει μάθει ότι θα τη βράσουν ζωντανή. Ο Ραντ ευχήθηκε να βρισκόταν στο Χάσμα του Χαμού, όπου αλλού εκτός από εκεί πέρα. Πάντως σηκώθηκε όρθιος· θα έδειχνε περισσότερο κύρος, αν τις κοίταζε αφ’ υψηλού, αντί να γίνεται το αντίθετο. «Αβιέντα», άρχισε να λέει, εκείνη όμως δεν του έδωσε σημασία.

«Σ’ έβαλε κανείς να τα φέρεις αυτά» ρώτησε ψυχρά η Αβιέντα.

Η Ισέντρε άνοιξε το στόμα της, με την έκφραση της να δείχνει ότι ήταν έτοιμη να ξεφουρνίσει το ψέμα, ύστερα όμως ξεροκατάπιε και ψιθύρισε, «Όχι».

«Σ’ έχουν προειδοποιήσει, σόρντα». Σόρντα ήταν ένα είδος ποντικιού, εξαιρετικά πονηρού σύμφωνα με τους Αελίτες, που δεν έκανε για τίποτα απολύτως· η σάρκα του ήταν τόσο ξινή, που ακόμα και οι γάτες σπανίως έτρωγαν αυτά που σκότωναν. «Η Αντελίν νόμιζε ότι είχες μάθει το μάθημά σου την τελευταία φορά».

Η Ισέντρε έκανε ένα μορφασμό οδύνης και κουνήθηκε σαν να ήταν έτοιμη να σωριαστεί χάμω.

Ο Ραντ ετοιμάστηκε να μιλήσει. «Αβιέντα, είτε την έστειλαν είτε όχι, δεν έχει σημασία. Διψάω λιγάκι, και, αφού είχε την καλοσύνη να μου φέρει κρασί, θα έπρεπε να την ευχαριστήσουμε». Η Αβιέντα έριξε μια ψυχρή ματιά στα δύο κύπελλα και ανασήκωσε τα φρύδια της. Ο Ραντ ανάσανε βαθιά. «Δεν θα πρέπει να τιμωρηθεί μόνο και μόνο επειδή μου έφερε κάτι να πιω». Μιλώντας, φρόντισε να μην κοιτάξει ο ίδιος το δίσκο. «Οι μισές Κόρες της Στέγης με ρώτησαν μήπως θέλω―»

«Την πήραν οι Κόρες, επειδή είχε κλέψει από τις Κόρες, Ραντ αλ’Θόρ». Η φωνή της Αβιέντα τώρα, που μιλούσε σ’ αυτόν ήταν πιο ψυχρή απ’ όσο πριν, που απευθυνόταν στην άλλη γυναίκα. «Ήδη έχεις αναμιχθεί περισσότερο απ’ όσο πρέπει στις υποθέσεις των Φαρ Ντάραϊς Μάι, και κακώς που σου το επέτρεψαν. Ακόμα και ο Καρ’α’κάρν δεν μπορεί να αποτρέψει τη δικαιοσύνη· δεν σε αφορά αυτό».

Αυτός έκανε μια γκριμάτσα ― και κατέθεσε τα όπλα. Ό,τι κι αν της έκαναν οι Κόρες, η Ισέντρε πήγαινε γυρεύοντας. Όχι όμως γι’ αυτό τώρα. Η Ισέντρε είχε μπει στην Ερημιά μαζί με τον Χάντναν Καντίρ, όμως ο Καντίρ δεν είχε πει κουβέντα όταν οι Κόρες την είχαν αιχμαλωτίσει επειδή τους είχε κλέψει τα κοσμήματα, τα οποία τώρα ήταν το μόνο πράγμα που την άφηναν να φορά. Ο Ραντ μόλις που είχε καταφέρει να τις εμποδίσει να την εξορίσουν στο Σάρα δεμένη στο λουρί σαν κατσίκα ή να την ξαποστείλουν γυμνή προς το Δρακότειχος μόνο με ένα ασκί νερό· βλέποντας την Ισέντρε να ικετεύει για έλεος μόλις συνειδητοποίησε τι σκόπευαν να της κάνουν οι Κόρες, ο Ραντ δεν είχε καταφέρει να μην αναμιχθεί. Κάποτε είχε σκοτώσει μια γυναίκα· ήταν μια γυναίκα που ήθελε να τον σκοτώσει, η ανάμνηση όμως ακόμα έκαιγε στο μυαλό του. Του φαινόταν ότι δεν θα μπορούσε να το ξανακάνει αυτό άλλη φορά, ακόμα κι αν παιζόταν η ζωή του. Ήταν ανοησία, αφού υπήρχαν και γυναίκες Αποδιωγμένες, οι οποίες μάλλον ήθελαν να τον δουν νεκρό ή κάτι χειρότερο, όμως έτσι ένιωθε. Και, αφού δεν μπορούσε να σκοτώσει γυναίκα, τότε πώς μπορούσε να σταθεί κατά μέρος και να αφήσει μια γυναίκα να πεθάνει; Ακόμα κι αν το άξιζε;

Αυτός ήταν ο κόμπος. Σ’ όλες τις χώρες δυτικά του Δρακότειχους, την Ισέντρε θα την περίμενε αγχόνη ή αποκεφαλισμός για τις πράξεις της, απ’ όσο ήξερε ο Ραντ. Απ’ όσο ήξερε γι’ αυτήν και για τον Καντίρ και μάλλον για τους περισσότερους ανθρώπους του εμπόρου, αν όχι για όλους. Ήταν Σκοτεινόφιλοι. Κι ο Ραντ δεν μπορούσε να τους ξεσκεπάσει. Ακόμα και οι ίδιοι δεν αντιλαμβάνονταν ότι το ήξερε.

Αν αποκαλυπτόταν το μυστικό οποιουδήποτε απ’ αυτούς... Η Ισέντρε έδειχνε όση υπομονή μπορούσε, επειδή ήταν καλύτερο να είναι υπηρέτρια και να μένει γυμνή παρά να τη δέσουν χειροπόδαρα και να την παρατήσουν στον ήλιο· κανείς όμως δεν θα κρατούσε το στόμα του κλειστό, αν έπεφτε στα χέρια της Μουαραίν. Οι Άες Σεντάι δεν έδειχναν έλεος στους Σκοτεινόφιλους· δεν θα αργούσε να τους λύσει τη γλώσσα. Και ο Ασμόντιαν επίσης είχε έρθει στην Ερημιά με τις άμαξες του εμπόρου και ήταν ένας απλός Σκοτεινόφιλος σαν όλους, απ’ όσο ήξεραν ο Καντίρ και οι υπόλοιποι, παρ’ όλο που διέθετε κάποια εξουσία. Σίγουρα πίστευαν ότι είχε μπει στην υπηρεσία του Αναγεννημένου Δράκοντα έχοντας λάβει εντολές από κάποια ανώτερη δύναμη. Για να γλιτώσει τον δάσκαλό του, για να μην τους σκοτώσει και τους δύο η Μουαραίν όπως θα μπορούσε να συμβεί, ο Ραντ έπρεπε να φυλάξει το μυστικό τους.

Ευτυχώς κανένας δεν ρωτούσε γιατί οι Αελίτες παρακολουθούσαν τόσο στενά τον έμπορο και τους ανθρώπους του. Η Μουαραίν νόμιζε ότι οφειλόταν στη συνήθη καχυποψία που έτρεφαν οι Αελίτες για τους ξένους στην Ερημιά, η οποία μεγεθυνόταν επειδή βρίσκονταν στο Ρουίντιαν· είχε αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει όλη της την πειθώ για να επιτρέψουν οι Αελίτες στον Καντίρ και τις άμαξές του να μπουν στην πόλη. Η καχυποψία ήταν υπαρκτή· ο Ρούαρκ και οι άλλοι μάλλον θα έβαζαν φρουρούς, ακόμα κι αν δεν τους το είχε ζητήσει ο Ραντ. Κι ο Καντίρ έδειχνε να χαίρεται που δεν είχε κανένα δόρυ να ξεπροβάλλει από τα πλευρά του.

Ο Ραντ δεν είχε ιδέα πώς θα έλυνε αυτό το πρόβλημα. Ή αν μπορούσε να το λύσει. Ήταν ένα φοβερό μπέρδεμα. Στις ιστορίες των βάρδων, μόνο οι κακοί έμπλεκαν σε τέτοια αδιέξοδα.

Όταν η Αβιέντα βεβαιώθηκε ότι ο. Ραντ δεν επρόκειτο να αναμιχθεί πια, έστρεψε την προσοχή της στην άλλη γυναίκα. «Μπορείς να αφήσεις το κρασί».

Η Ισέντρε μισογονάτισε με μια κομψή κίνηση και άφησε το δίσκο πλάι στο αχυρόστρωμά του, με μια παράξενη γκριμάτσα στο πρόσωπο. Ο Ραντ άργησε μια στιγμή να καταλάβει ότι προσπαθούσε να του χαμογελάσει χωρίς να το καταλάβει η Αελίτισσα.

«Και τώρα θα τρέξεις στην πρώτη Κόρη που θα βρεις», συνέχισε η Αβιέντα, «και θα της πεις τι έκανες. Τρέξε, σόρντα!»

Η Ισέντρε, βογκώντας και τρίβοντας τα χέρια, άρχισε να τρέχει, ενώ τα κοσμήματά της κουδούνιζαν. Η Αβιέντα, όταν η άλλη γυναίκα βγήκε από το δωμάτιο, στράφηκε προς το μέρος του με φούρια. «Ανήκεις στην Ηλαίην! Δεν έχεις δικαίωμα να πλανεύεις γυναίκες, ειδικά αυτήν!»

«Αυτήν;» αναφώνησε ο Ραντ. «Νομίζεις ότι εγώ την― Πίστεψε με, Αβιέντα, ακόμα κι αν ήταν η τελευταία γυναίκα στη γη, πάλι θα έτρεχα να την αποφύγω».

«Έτσι λες». Ρούφηξε τη μύτη της. «Επτά φορές την έχουν δείρει με βέργες —επτά φορές!― επειδή προσπαθούσε να τρυπώσει στο κρεβάτι σου. Δεν θα επέμενε τόσο χωρίς ενθάρρυνση. Βρίσκεται αντιμέτωπη με τη δικαιοσύνη των Φαρ Ντάραϊς Μάι και δεν είναι υπόθεση κάποιου άλλου, ούτε ακόμα και του Καρ’α’κάρν. Αυτό είναι το σημερινό μάθημά σου για τα έθιμά μας. Και μην ξεχνάς ότι ανήκεις στην κονταδελφή μου!» Δεν τον άφησε να πει κουβέντα κι έφυγε αγέρωχα, με βλέμμα που δεν προμήνυε τίποτα καλό για την Ισέντρε, αν την πρόφταινε.

Ο Ραντ άφησε μια αργή ανάσα, σηκώθηκε για να αφήσει το δίσκο με το κρασί στη γωνιά του δωματίου, και ξαναγύρισε αμέσως στο κρεβάτι. Δεν θα έπινε βέβαια κάτι που του είχε φέρει η Ισέντρε.

Επτά φορές δοκίμασε να με πλησιάσει; Η γυναίκα πρέπει να είχε μάθει ότι είχε παρέμβει υπέρ της· σίγουρα αυτό που είχε στο νου της ήταν ότι, αφού ο Ραντ ήταν διατεθειμένος να κάνει κάτι τέτοιο μόνο για μια προκλητική ματιά κι ένα χαμόγελο, τότε για κάτι παραπάνω ποιος ξέρει τι θα μπορούσε να κάνει; Ο Ραντ ένιωσε ρίγος, τόσο με τη σκέψη αυτή, όσο και από το κρύο που δυνάμωνε. Προτιμότερος θα ’ταν ένας σκορπιός στο κρεβάτι του. Αν οι Κόρες δεν κατόρθωναν να την πείσουν, ίσως να της έλεγε τι ήξερε γι’ αυτήν· έτσι θα έδινε τέλος στα σχέδια που κατάστρωνε η Ισέντρε.

Έσβησε τις λάμπες και ξάπλωσε στο κρεβάτι στα σκοτεινά, φορώντας ακόμα τις μπότες και όλα του τα ρούχα, κι έψαξε γύρω, ώσπου βρήκε και σκεπάστηκε μ’ όλες τις κουβέρτες. Με τη φωτιά σβησμένη, σίγουρα το πρωί θα ευγνωμονούσε την Αβιέντα για τις κουβέρτες. Έκανε ξόρκι φύλαξης από Πνεύμα που θωράκιζε τα όνειρά του από εισβολές, κάτι που του ερχόταν σχεδόν αυτόματα τώρα πια, όμως τον έπιασε ένα πνιχτό γέλιο, καθώς το έκανε. Μπορούσε να πέσει στο κρεβάτι και μετά να σβήσει τις λάμπες με τη Δύναμη. Αυτά τα απλά πραγματάκια πάντα ξεχνούσε να τα κάνει με τη Δύναμη.

Έμεινε για λίγη ώρα ξαπλωμένος, περιμένοντας τη ζέστη του σώματος του να ζεστάνει τις κουβέρτες. Δεν καταλάβαινε πώς γινόταν το ίδιο μέρος, που τη μέρα καιγόταν, να παγώνει τη νύχτα. Έχωσε το χέρι κάτω από το σακάκι του και ψηλάφισε τη μισοεπουλωμένη ουλή στο πλευρό του. Εκείνη η λαβωματιά, την οποία η Μουαραίν ποτέ δεν είχε μπορέσει να Θεραπεύσει πλήρως, ήταν αυτό που τελικά θα τον σκότωνε. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Το αίμα του θα χυνόταν στα βράχια του Σάγιολ Γκουλ. Έτσι έλεγαν οι Προφητείες.

Όχι απόψε. Δεν θα σκεφτώ τέτοια πράγματα απόψε. Ακόμα έχω λίγο χρόνο. Όμως, αν μπορείς να ξεφλουδίσεις τις σφραγίδες μ’ ένα μαχαίρι, άραγε κρατάνε ακόμα γερά το...; Όχι. Όχι απόψε.

Οι κουβέρτες είχαν ζεσταθεί λιγάκι από μέσα κι ο Ραντ ανασάλεψε, προσπαθώντας μάταια να βρει αναπαυτική θέση να ξαπλώσει. Κακώς δεν πλύθηκα, σκέφτηκε νυσταγμένα. Η Εγκουέν μάλλον αυτή τη στιγμή θα ’ταν σε μια ζεστή σκηνή ατμόλουτρων. Τις μισές φορές που είχε προσπαθήσει να κάνει το ίδιο, ένα λεφούσι Κόρες είχαν χιμήξει να μπουν μαζί του ― και γελούσαν τρανταχτά όταν εκείνος επέμενε να μείνουν έξω. Λες και δεν έφτανε που ήταν αναγκασμένος να γδύνεται και να ντύνεται μέσα στους ατμούς.

Στο τέλος τον πήρε ο ύπνος, με ασφαλή, προστατευμένα όνειρα, προστατευμένα από τις Σοφές και από κάθε άλλον. Δεν προστατευόταν όμως από τις ίδιες του τις σκέψεις. Τρεις γυναίκες εισέβαλλαν εκεί διαρκώς. Όχι η Ισέντρε, με εξαίρεση έναν εφιάλτη, ο οποίος παραλίγο να τον ξυπνήσει. Ονειρεύτηκε με τη σειρά την Ηλαίην, και τη Μιν, και την Αβιέντα, καθεμιά ξεχωριστά κι όλες μαζί. Μόνο η Ηλαίην τον είχε κοιτάξει ποτέ ως άνδρα, όμως και οι τρεις έβλεπαν ποιος ήταν, όχι τι ήταν. Με εξαίρεση τον εφιάλτη, όλα τα όνειρα ήταν ευχάριστα.

Загрузка...