Ήταν σειρά της Ηλαίην να μαγειρέψει εκείνο το βράδυ, κάτι που σήμαινε ότι κανένα φαγητό δεν ήταν απλό, παρά το γεγονός ότι έτρωγαν σε σκαμνιά γύρω από τη φωτιά, με τους γρύλους να τερετίζουν στο δάσος γύρω τους, και αραιά και πού κάποιο λεπτό, λυπημένο κάλεσμα νυχτοπουλιού στο πυκνό σκοτάδι. Η σούπα σερβιρίστηκε κρύα και πηχτή σαν ζελέ, γαρνιρισμένη με ψιλοκομμένο πράσινο φέρις. Μόνο το Φως ήξερε πού είχε βρει φέρις και τα μικρούλικα κρεμμύδια που είχε βάλει μαζί με τα μπιζέλια. Το βοδινό ήταν κομμένο σε περιποιημένες φέτες, τόσο ψιλές που ήταν σχεδόν διαφανείς, τυλιγμένες γύρω από κάτι φτιαγμένο με καρότα, φασολάκια, πράσα και κατσικίσιο τυρί, ενώ υπήρχε ακόμα και μελόπιτα για επιδόρπιο.
Ήταν νόστιμα, αν και την Ηλαίην την είχε πιάσει αγωνία μήπως δεν ήταν όλα όπως έπρεπε να είναι, λες και νόμιζε ότι μπορούσε να επαναλάβει τη δουλειά των μαγείρων του Βασιλικού Παλατιού του Κάεμλυν. Η Νυνάβε ήταν σχεδόν σίγουρη ότι η κοπέλα δεν ψάρευε κομπλιμέντα. Πάντα απέρριπτε τα κομπλιμέντα και σου έλεγε ακριβώς τι δεν ήταν σωστό. Ο Θομ και ο Τζούιλιν μουρμούριζαν ότι το βοδινό ήταν λίγο, όμως η Νυνάβε πρόσεξε ότι όχι μόνο έφαγαν και τα τελευταία ψίχουλα, αλλά πήραν απογοητευμένο ύφος όταν φαγώθηκε και το τελευταίο μπιζέλι. Όταν μαγείρευε η Νυνάβε, για κάποιο λόγο τύχαινε πάντα να τρώνε σε κάποια άλλη άμαξα. Όταν έφτιαχνε το δείπνο ένας από τους άνδρες, ήταν πάντα βραστό ή κρέας και φασόλια με τόσο πολλές ξεραμένες πιπεριές που σου καιγόταν η γλώσσα.
Δεν έτρωγαν μόνοι, φυσικά. Φρόντιζε γι’ αυτό ο Λούκα, που έφερνε δικό του σκαμνί και το έβαζε ακριβώς δίπλα της, με τον κόκκινο μανδύα του απλωμένο όσο πιο εντυπωσιακά γινόταν και τα μακριά πόδια του τεντωμένα έτσι, ώστε να καλοφαίνονται οι μύες τους, πάνω από τις γυρισμένες μπότες του. Ερχόταν σχεδόν κάθε βράδυ. Το παράξενο ήταν ότι οι μόνες βραδιές που έλειπε ήταν όταν μαγείρευε η Νυνάβε.
Στην πραγματικότητα ήταν ενδιαφέρον να έχει το βλέμμα του πάνω της, ενώ ταυτόχρονα βρισκόταν εκεί μια γυναίκα όμορφη σαν την Ηλαίην, όμως ο άνθρωπος είχε τους λόγους του. Καθόταν υπερβολικά κοντά της —απόψε η Νυνάβε είχε μετακινήσει τρεις φορές το σκαμνί της, όμως εκείνος την είχε ακολουθήσει χωρίς να δείξει ότι το είχε προσέξει και χωρίς να διακόπτει τον ειρμό των λεγομένων του — και την παρομοίαζε εναλλάξ με διάφορα λουλούδια, με τα μπουμπούκια να χάνουν στη σύγκριση, αγνοώντας το μαύρο μάτι της, το οποίο, μόνο αν ήταν τυφλός, δεν θα είχε δει, συλλογιζόταν μεγαλόφωνα για το πόσο όμορφη θα ήταν, αν φορούσε εκείνο το κόκκινο φόρεμα, και την κομπλιμένταρε για το κουράγιο της, Δυο φορές είχε παρεμβάλει προτάσεις για να κάνουν περίπατο στο σεληνόφως, με υπαινιγμούς τόσο διακριτικούς, που η Νυνάβε δεν ήταν σίγουρη για το νόημά τους παρά μόνο ύστερα από σκέψη.
«Η εσθήτα θα αγκαλιάσει το ξεδίπλωμα της ομορφιάς σου φτάνοντας στην τελειότητα», μουρμούριζε στο αυτί της, «αλλά ωχριά μπροστά στον τρόπο που εκθέτεις τον εαυτό σου, διότι ακόμα και τα νούφαρα ντάρα που ανθίζουν τη νύχτα θα έκλαιγαν από φθόνο, αν σε έβλεπαν να βαδίζεις πλάι στα φεγγαρόλουστα νερά, όπως κι εγώ, και θα γινόμουν ραψωδός για να υμνήσω τις χάρες σου κάτω απ’ αυτό το φεγγάρι».
Εκείνη τον κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, για να το αποκρυπτογραφήσει. Ο Λούκα έμοιαζε να πιστεύει ότι του έκανε νόημα παίζοντας τα ματόκλαδά της· τον χτύπησε κατά λάθος στα πλευρά με τον αγκώνα, προτού προλάβει να της δαγκώσει το αυτί. Τουλάχιστον αυτή έμοιαζε να είναι η πρόθεσή του, παρ’ όλο που τώρα έβηχε και ισχυριζόταν ότι είχε στραβοκαταπιεί ένα ψίχουλο μελόπιτας. Μπορεί βεβαίως να ήταν ομορφάντρας —Σταμάτα πια!― και μπορεί να είχε καλοσχηματισμένους μυς —Τι κάνεις τώρα, κοιτάζεις τα πόδια του;― αλλά την περνούσε για κατσίκα χωρίς μυαλό. Όλα τα έκανε για να στηρίξει την παλιοπαράστασή του.
Η Νυνάβε μετακίνησε το σκαμνί της, ενώ αυτός πάσχιζε να ανασάνει ξανά —δεν μπορούσε να το πάει μακριά, γιατί τότε θα γινόταν φανερό ότι τον απέφευγε― αν και στο χέρι της κρατούσε το πιρούνι έτοιμο, σε περίπτωση που την ακολουθούσε ξανά. Ο Θομ κοίταζε το πιάτο του, λες και υπήρχε κάτι παραπάνω από έναν αδιόρατο λεκέ πάνω στο λευκό σμάλτο. Ο Τζούιλιν σφύριξε κακόηχα, και σχεδόν σιωπηλά, κοιτώντας με ψεύτικο ενδιαφέρον τη φωτιά που ξεψυχούσε. Η Ηλαίην την κοίταξε και κούνησε το κεφάλι.
«Ήταν ευχάριστη η παρέα σου», είπε η Νυνάβε και σηκώθηκε. Μαζί της σηκώθηκε και ο Λούκα, με ένα βλέμμα όλο ελπίδα στα μάτια του, που η φωτιά τα έκανε να αστράφτουν. Εκείνη ακούμπησε το πιάτο της πάνω στο πιάτο που κρατούσε στο χέρι του. «Είμαι βέβαιη ότι ο Θομ και ο Τζούιλιν θα χαρούν που τους βοηθάς πλένοντας τα πιάτα». Προτού αυτός μείνει με το στόμα ανοιχτό, η Νυνάβε είχε γυρίσει προς την Ηλαίην. «Είναι αργά, και φαντάζομαι ότι θα περάσουμε νωρίς το ποτάμι».
«Φυσικά», μουρμούρισε η Ηλαίην, με μόνο ένα αμυδρό χαμογελάκι, Και ακούμπησε το πιάτο της πάνω στο πιάτο της Νυνάβε προτού την ακολουθήσει στην άμαξα. Της Νυνάβε της ήρθε να την αγκαλιάσει. Μέχρι τη στιγμή που η Ηλαίην είπε, «Ειλικρινά, κακώς τον ενθαρρύνεις». Οι λάμπες που ήταν κρεμασμένες στους τοίχους, ξαφνικά άναψαν.
Η Νυνάβε έβαλε τα χέρια στους γοφούς της. «Τι τον ενθαρρύνω! Ο μόνος τρόπος για να τον ενθαρρύνω λιγότερο θα ήταν αν τον μαχαίρωνα!» Ρούφηξε τη μύτη για να τονίσει τα λόγια της, και κοίταξε τις λάμπες σμίγοντας τα φρύδια. «Την άλλη φορά, χρησιμοποίησε τα φλογόραβδα της Αλούντρα. Τους κρουστήρες. Κάποια μέρα θα ξεχαστείς και θα διαβιβάσεις σε λάθος στιγμή, και τι θα κάνουμε τότε; Θα τρέχουμε να σωθούμε με εκατό Λευκομανδίτες καταπόδι;»
Η άλλη, ξεροκέφαλη μέχρι κεραίας, δεν παρασύρθηκε. «Μπορεί να είμαι νεότερη από σένα, αλλά μερικές φορές νομίζω ότι ξέρω περισσότερα για τους άνδρες απ’ όσα θα μάθεις ποτέ σου. Για έναν άνδρα σαν τον Βάλαν Λούκα, με τη ναζιάρικη αναχώρηση σου απόψε ήταν σαν να του ζητούσες να σε καταδιώξει. Αν τον έπαιρνες από τα μούτρα όπως είχες κάνει την πρώτη μέρα, μπορεί να τα παρατούσε. Εσύ δεν του λες να σταματήσει, δεν του το ζητάς καν! Όλο του χαμογελάς, Νυνάβε. Τι λες να σκεφτεί; Δεν έχεις χαμογελάσει σε κανέναν εδώ και μέρες!»
«Προσπαθώ να συγκρατήσω τα νεύρα μου», μουρμούρισε η Νυνάβε, Όλοι παραπονούνταν για τα νεύρα της και τώρα, που προσπαθούσε να κρατηθεί, η Ηλαίην παραπονιόταν! Όχι ότι ήταν ανόητη και θα την ξεγελούσαν τα κομπλιμέντα του. Σίγουρα δεν ήταν τόσο ανόητη. Η Ηλαίην γέλασε μαζί της, κι εκείνη μούτρωσε.
«Αχ, Νυνάβε. “Δεν μπορείς να εμποδίσεις τον ήλιο να ανατείλει”. Λες και τα ’λεγε για σένα η Λίνι».
Η Νυνάβε με κόπο πήρε γαλήνια έκφραση. Μπορούσε μια χαρά να συγκρατήσει τα νεύρα της. Δεν το απέδειξα μόλις τώρα εκεί έξω; Άπλωσε το χέρι της. «Δώσε μου το δαχτυλίδι. Αυτός θα θέλει να περάσει νωρίς το ποτάμι αύριο, κι εγώ θέλω τουλάχιστον λίγο πραγματικό ύπνο αφού τελειώσω».
«Νόμιζα ότι θα πάω εγώ απόψε». Η φωνή της Ηλαίην έδειχνε ανησυχία. «Νυνάβε, μπαίνεις στον Τελ’αράν’ριοντ σχεδόν κάθε νύχτα, εκτός απ’ όταν έχουμε συνάντηση με την Εγκουέν. Α, κι ήθελα να σου πω ότι η Μπάιρ ετοιμάζεται να σου τα ψάλει. Αναγκάστηκα να πω το λόγο που έλειπες πάλι, και αυτή είπε ότι δεν θα έπρεπε να χρειάζεσαι ανάπαυση όσο συχνά κι αν μπαίνεις, εκτός αν κάνεις κάτι λάθος». Την ανησυχία διαδέχθηκε η αποφασιστικότητα, και η Ηλαίην στήριξε κι αυτή τα χέρια στους γοφούς της. «Αναγκάστηκα να ακούσω το κήρυγμα που προοριζόταν για σένα, και δεν ήταν καθόλου ευχάριστο, άσε που είχα και την Εγκουέν από πάνω να νεύει το κεφάλι με κάθε λέξη. Στ’ αλήθεια πιστεύω ότι απόψε θα πρέπει να―»
«Σε παρακαλώ, Ηλαίην». Η Νυνάβε δεν κατέβασε το απλωμένο χέρι της. «Έχω να κάνω ερωτήσεις στην Μπιργκίτε, και οι απαντήσεις της ίσως με κάνουν να σκεφτώ κι άλλες». Κατά έναν τρόπο, έτσι ήταν: πάντα μπορούσε να σκεφτεί κι άλλες ερωτήσεις για την Μπιργκίτε. Δεν σήμαινε ότι απέφευγε την Εγκουέν ή τις Σοφές. Αν επισκεπτόταν τόσο συχνά τον Τελ’αράν’ριοντ, ώστε πάντα κατέληγε να πάει η Ηλαίην στις συναντήσεις με την Εγκουέν, ήταν απλώς ζήτημα τύχης.
Η Ηλαίην αναστέναξε, αλλά τράβηξε το συστρεμμένο πέτρινο δαχτυλίδι από τον κόρφο της. «Ξαναρώτα την, Νυνάβε. Μου είναι δύσκολο να αντικρίσω την Εγκουέν. Είδε την Μπιργκίτε. Δεν λέει τίποτα, αλλά με κοιτάζει με νόημα. Είναι χειρότερο όταν ξανασυναντιόμαστε αφού έχουν φύγει οι Σοφές. Τότε θα μπορούσε να με ρωτήσει, αλλά δεν το κάνει, κι αυτό είναι χειρότερο». Κοίταξε συνοφρυωμένη τη Νυνάβε που έβαζε το μικρό τερ’ανγκριάλ στο δερμάτινο κορδόνι στο λαιμό της, πλάι στο βαρύ δαχτυλίδι του Λαν και στο δικό της δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό. «Γιατί νομίζεις ότι δεν έρχεται ποτέ καμία Σοφή μαζί της τότε; Μπορεί να μην μαθαίνουμε πολλά από το γραφείο της Ελάιντα, αλλά θα φανταζόσουν ότι θα ήθελαν να δουν τον Πύργο. Η Εγκουέν δεν θέλει καν να μιλά γι’ αυτό μπροστά τους. Αν κάνω ότι αναφέρω κάτι σχετικό, μου ρίχνει μια ματιά που είναι σαν να θέλει να με χτυπήσει».
«Νομίζω ότι θέλουν να αποφεύγουν όσο το δυνατόν περισσότερο τον Πύργο». Και ήταν σοφό εκ μέρους τους. Αν δεν υπήρχε το ζήτημα της Θεραπείας, θα τον απέφευγε και η ίδια, όπως θα απέφευγε και τις Άες Σεντάι. Δεν ήθελε να γίνει Άες Σεντάι· απλώς έλπιζε να μάθει κι άλλα για τη Θεραπεία. Και να βοηθήσει τον Ραντ, φυσικά. «Είναι ελεύθερες γυναίκες, Ηλαίην. Ακόμα κι αν ο Πύργος δεν ήταν στα χάλια που είναι τώρα, λες να ήθελαν τις Άες Σεντάι να τριγυρνάνε στην Ερημιά και να τις αρπάζουν για να τις πάνε στην Ταρ Βάλον;»
«Φαντάζομαι ότι αυτός είναι ο λόγος». Ο τόνος της Ηλαίην όμως έλεγε ότι δεν καταλάβαινε. Εκείνη θεωρούσε τον Πύργο υπέροχο, και δεν καταλάβαινε γιατί άραγε να ήθελε μια γυναίκα να αποφύγει τις Άες Σεντάι. Ήσουν σφραγισμένη στον Πύργο για πάντα, έτσι έλεγαν όταν σου έβαζαν το δαχτυλίδι στο δάχτυλο. Και το εννοούσαν. Αλλά η χαζούλα δεν το έβρισκε επαχθές.
Η Ηλαίην τη βοήθησε να ξεντυθεί, και η Νυνάβε απλώθηκε στο στενό κρεβάτι της με την καμιζόλα, αφήνοντας ένα χασμουρητό. Η μέρα ήταν ατελείωτη, και προκαλούσε έκπληξη το πόσο κουραστικό ήταν να στέκεσαι ακίνητος όταν πετούσε μαχαίρια κάποιος τον οποίο δεν έβλεπες. Διάφορες σκέψεις πλανήθηκαν στο μυαλό της όταν έκλεισε τα μάτια. Η Ηλαίην ισχυριζόταν ότι έκανε εξάσκηση όταν χαζολογούσε με τον Θομ. Όχι ότι δεν ήταν ανόητο τώρα που έπαιζαν τον στοργικό πατέρα με την αγαπημένη του κόρη. Μπορεί να έκανε και η ίδια εξάσκηση, λιγάκι, με τον Βάλαν. Μπα, αυτό κι αν ήταν ανόητο! Μπορεί τα ανδρικά βλέμματα να ήταν ταξιδιάρικα —όχι όμως του Λαν, για το καλό του!― αλλά η ίδια ήξερε από αυτοσυγκράτηση. Δεν θα φορούσε εκείνο το φόρεμα. Παραήταν βαθύ το ντεκολτέ.
Άκουσε θολά την Ηλαίην να λέει, «Μην ξεχάσεις να την ξαναρωτήσεις».
Την κατάπιε ο ύπνος.
Στεκόταν έξω από την άμαξα, μέσα στη νύχτα. Το φεγγάρι ήταν ψηλά, και τα σύννεφα που έπλεαν έριχναν σκιές στην κατασκήνωση. Οι γρύλοι τερέτιζαν και τα νυχτοπούλια άφηναν το κάλεσμά τους. Τα μάτια των λιονταριών άστραφταν καθώς την παρακολουθούσαν από τα κλουβιά τους. Οι αρκούδες με τις λευκές μουσούδες ήταν σκοτεινοί κοιμισμένοι όγκοι πίσω από σιδερένια κάγκελα. Η μακριά σειρά των πασσάλων στεκόταν μόνη· χωρίς άλογα, τα σκυλιά της Κλαρίν δεν ήταν δεμένα στα λουριά τους κάτω από την άμαξα όπου έμεναν αυτή και ο Πέτρα, και ο χώρος όπου στέκονταν τα σ’ρέντιτ στον ξυπνητό κόσμο ήταν άδειος. Είχε καταλάβει ότι μόνο τα άγρια πλάσματα είχαν είδωλα εδώ, όμως, ό,τι και να ισχυριζόταν εκείνη η Σωντσάν, ήταν δύσκολο να πιστέψεις ότι αυτά τα πελώρια γκρίζα ζώα είχαν εξημερωθεί τόσο που δεν ήταν πια αγρίμια της φύσης.
Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι φορούσε το φόρεμα. Κόκκινο της φωτιάς, τόσο κολλητό στους γοφούς, που ήταν αναξιοπρεπές, με τετράγωνο ντεκολτέ τόσο βαθύ, που της φάνηκε ότι θα χυνόταν απ’ έξω του. Δεν μπορούσε να φανταστεί να το φορά άλλη γυναίκα εκτός από την Μπερελαίν. Ίσως να το φορούσε για τον Λαν. Αν ήταν μόνοι τους. Τον Λαν σκεφτόταν όταν την είχε πάρει ο ύπνος. Αυτόν δεν σκεφτόμουν;
Εν πάση περιπτώσει, δεν θα άφηνε την Μπιργκίτε να τη δει μ’ αυτό το πράγμα. Η γυναίκα ισχυριζόταν ότι ήταν στρατιώτης, και όσο πιο πολύ καιρό περνούσε μαζί της η Νυνάβε, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσε ότι μερικές απόψεις της —και σχόλιά της― ήταν σαν των ανδρών. Και χειρότερα. Ήταν συνδυασμός της Μπερελαίν με νταή σε καπηλειό. Τα σχόλια δεν ήταν συνεχή, αλλά έρχονταν όταν η Νυνάβε ξεχνιόταν και άφηνε τις σκέψεις της να τη βάλουν σε κάτι σαν αυτό το φόρεμα. Άλλαξε και έβαλε ένα καλό γερό μάλλινο φόρεμα των Δύο Ποταμών, σκούρο, με ένα απλό σάλι, το οποίο δεν χρειαζόταν, με τα μαλλιά ευπρεπώς χτενισμένα πάλι σε πλεξούδα, και άνοιξε το στόμα για να φωνάξει την Μπιργκίτε.
«Γιατί άλλαξες;» είπε η άλλη, βγαίνοντας από τις σκιές για να γείρει στο ασημένιο τόξο της. Η περίτεχνη χρυσή πλεξούδα της κρεμόταν στον ώμο της και το φεγγαρόφωτο έλαμπε στο τόξο και στα βέλη της. «Θυμάμαι που κάποτε είχα φορέσει μια ολόιδια εσθήτα. Το έκανα μόνο και μόνο για να τραβήξω την προσοχή πάνω μου, ώστε ο Γκάινταλ να ξεγλιστρήσει κρυφά —οι φρουροί είχαν γουρλώσει τα μάτια σαν να ήταν βατράχια― αλλά είχε πλάκα. Ειδικά όταν το φόρεσα για να χορέψω αργότερα μαζί του. Πάντα μισεί το χορό, αλλά ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει άλλον άνδρα να με πλησιάσει κι έτσι χορέψαμε όλους τους χορούς». Η Μπιργκίτε γέλασε τρυφερά. «Κέρδισα πενήντα χρυσούς σόλιντους εκείνη τη βραδιά στη σβούρα, επειδή χάζευε εμένα και δεν έβλεπε τα πλακίδιά του. Τι παράξενοι οι άνδρες. Και να σκεφτείς ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε―»
«Μπορεί να είναι έτσι», είπε σεμνότυφα η Νυνάβε και τύλιξε γερά το σάλι στους ώμους της.
Προτού προλάβει να της κάνει την ερώτηση, η Μπιργκίτε είπε, «Τη βρήκα», και η ερώτηση έκανε φτερά.
«Πού; Σε είδε; Μπορείς να με πας σ’ αυτήν; Χωρίς να με δει;» Ο φόβος πετάρισε στην κοιλιά της Νυνάβε —άραγε τι θα έλεγε για το κουράγιο της ο Βάλαν Λούκα, αν την έβλεπε τώρα― όμως ήταν σίγουρη ότι θα γινόταν θυμός μόλις έβλεπε τη Μογκέντιεν. «Αν μπορέσεις να με πας κοντά της...» Η φωνή της έσβησε καθώς η Μπιργκίτε σήκωνε το χέρι.
«Δεν νομίζω να με είδε, αλλιώς αμφιβάλλω αν θα βρισκόμουν τώρα εδώ». Είχε σοβαρέψει πια· η Νυνάβε το έβρισκε ευκολότερο να είναι κοντά της όταν έδειχνε αυτή την πλευρά του στρατιώτη. «Μπορώ να σε πάω κοντά για μια στιγμή, αν θέλεις να πας, αλλά δεν είναι μόνη της. Ή τουλάχιστον... Θα δεις. Πρέπει να είσαι αθόρυβη και δεν πρέπει να τα βάλεις μαζί της. Υπάρχουν κι άλλοι Αποδιωγμένοι. Ίσως θα μπορούσες να σκοτώσεις τη Μογκέντιεν, αλλά μπορείς να σκοτώσεις πέντε απ’ αυτούς;»
Το πετάρισμα από το στομάχι της Νυνάβε απλώθηκε στο στήθος της. Και τα γόνατά της. Πέντε. Θα μπορούσε να ρωτήσει τη Μπιργκίτε τι είχε δει και τι είχε ακούσει, και να άφηνε τα υπόλοιπα. Ύστερα θα μπορούσε να ξαναγυρίσει στο κρεβάτι της και...
Η Μπιργκίτε όμως την κοίταζε. Δεν αμφισβητούσε το θάρρος της, μόνο την κοίταζε. Ήταν έτοιμη να το κάνει, αν της το έλεγε. «Θα κάνω ησυχία. Και ούτε που θα σκεφτώ να διαβιβάσω». Δεν θα διαβίβαζε με πέντε Αποδιωγμένους μαζεμένους. Όχι ότι αυτή τη στιγμή μπορούσε να διαβιβάσει έστω και μια σπίθα. Έσφιξε τα γόνατα για να μην τα πιάσει τρέμουλο. «Όποτε είσαι έτοιμη».
Η Μπιργκίτε ζύγιασε το τόξο της και ακούμπησε το μπράτσο της Νυνάβε...
...και η ανάσα της Νυνάβε σκάλωσε στο λαιμό της. Βρίσκονταν στο τίποτα, με άπειρο σκότος ολόγυρα τους, χωρίς να ξεχωρίζει το πάνω από το κάτω, και μια πτώση προς οποιαδήποτε κατεύθυνση δεν θα είχε τέλος. Ζαλισμένη, πίεσε τον εαυτό της να κοιτάξει εκεί που της έδειχνε η Μπιργκίτε.
Από κάτω τους, κι η Μογκέντιεν επίσης στεκόταν στο σκοτάδι, ντυμένη με ρούχα σχεδόν εξίσου μαύρα μ’ αυτό που την αγκάλιαζε, σκυμμένη, ακούγοντας με προσοχή. Κι άλλο τόσο πιο κάτω της, τέσσερις πελώριες καρέκλες με ψηλή ράχη, καθεμιά διαφορετική, βρίσκονταν σε ένα πλατύ δάπεδο από γυαλιστερά άσπρα πλακάκια που κρεμόταν στο αχανές μαύρο. Το παράξενο ήταν ότι η Νυνάβε άκουγε τα λόγια αυτών που κάθονταν στις καρέκλες ολοκάθαρα σαν να βρισκόταν και η ίδια ανάμεσά τους.
«...ποτέ δεν ήσουν δειλός», έλεγε μια ομορφούλα, παχουλή με ηλιόξανθα μαλλιά, «άρα γιατί να αρχίσεις τώρα;» Έμοιαζε να φορά μια ασημόγκριζη αχλύ και πετράδια που λαμπύριζαν, και καθόταν αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα από φίλντισι, λαξεμένη έτσι ώστε να μοιάζει φτιαγμένη από γυμνούς ακροβάτες. Τέσσερις σκαλισμένοι άνδρες την κρατούσαν ψηλά, και τα χέρια της αναπαύονταν στις πλάτες γονατισμένων γυναικών· δύο άνδρες και δύο γυναίκες κρατούσαν ένα λευκό μεταξωτό μαξιλαράκι πίσω από το κεφάλι της, ενώ από πάνω υπήρχαν κι άλλοι που ήταν λυγισμένοι σε σχήματα που η Νυνάβε αδυνατούσε να πιστέψει ότι μπορούσε να πάρει το ανθρώπινο κορμί. Κοκκίνισε όταν κατάλαβε ότι μερικοί έκαναν κάτι παραπάνω από ακροβατικά κόλπα.
Ένας στιβαρός άνδρας μέσου ύψους, με μια ουλή στο πρόσωπο και τετράγωνο χρυσό γένι, έγειρε θυμωμένος μπροστά. Η καρέκλα του ήταν από βαρύ ξύλο και σκαλισμένη: παρίστανε φάλαγγες αρματωμένων έφιππων, με μια γροθιά σε ατσάλινο γάντι να κρατά κεραυνό στη κορυφή της ράχης της. Το κόκκινο σακάκι του αναπλήρωνε την έλλειψη χρυσών στολισμάτων στην καρέκλα, διότι υπήρχαν χρυσά σπειροειδή ποικίλματα που από τους ώμους κατηφόριζαν ως τους καρπούς του. «Κανένας δεν με λέει δειλό», είπε τραχιά. «Αλλά, αν συνεχίσουμε έτσι, θα χιμήξει να με καρυδώσει».
«Αυτό ήταν το σχέδιο εξαρχής», είπε μια μελωδική γυναικεία φωνή. Η Νυνάβε δεν μπορούσε να διακρίνει την ομιλήτρια, που ήταν κρυμμένη πίσω από την πανύψηλη ράχη μιας καρέκλας που έμοιαζε φτιαγμένη από χιονόλευκη πέτρα και ασήμι.
Ο άλλος άνδρας ήταν μεγαλόσωμος, μελαψός και εμφανίσιμος, με λευκές πινελιές στους κροτάφους. Έπαιζε μ’ ένα περίτεχνο χρυσό κύπελλο, γέρνοντας πίσω σ’ ένα θρόνο. Ήταν η μοναδική κατάλληλη λέξη γι’ αυτό το αντικείμενο που είχε μια κρούστα από πετράδια· πού και πού έλαμπε φευγαλέα χρυσάφι από κάτω, αλλά η Νυνάβε δεν αμφέβαλλε ότι υπήρχε συμπαγής χρυσός κάτω από τα λαμπερά ρουμπίνια και τα σμαράγδια και τις φεγγαρόπετρες· έδινε μια αίσθηση βάρους που ξεπερνούσε τον όγκο του. «Θα συγκεντρώσει την προσοχή του πάνω σου», είπε ο μεγαλόσωμος με βαθιά φωνή. «Αν χρειαστεί, θα πεθάνει κάποιος κοντινός του, ολοφάνερα κατόπιν δική σου διαταγής. Θα έρθει να σε βρει. Κι ενώ θα έχει το βλέμμα του μόνο πάνω σου, οι τρεις μας, συνδεμένοι, θα τον νικήσουμε. Τι συνέβη και άλλαξε κάτι στο σχέδιο;»
«Τίποτα δεν άλλαξε», βρυχήθηκε ο σημαδεμένος. «Πολύ λιγότερο η εμπιστοσύνη που σας έχω. Θα είμαι μέρος της σύνδεσης, αλλιώς όλα τελειώνουν τώρα».
Η χρυσομάλλα έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε. «Καημένε μου», είπε περιπαιχτικά, ανεμίζοντάς του το δάχτυλό της, που το στόλιζε ένα δαχτυλίδι. «Λες να μην προσέξει ότι είσαι συνδεμένος; Μην ξεχνάς ότι έχει δάσκαλο. Κακό δάσκαλο, αλλά όχι τελείως βλάκα. Σιγά-σιγά θα ζητήσεις να βάλουμε και μερικά από τα παιδάκια του Μαύρου Άτζα για να ξεπεράσει ο κύκλος τους δεκατρείς, ώστε εσύ ή ο Ράχβιν να έχετε τον έλεγχο».
«Αν ο Ράχβιν μας εμπιστεύεται αρκετά για να συνδεθεί, μιας κι έτσι θα πρέπει να επιτρέψει σε έναν από μας να αναλάβει την καθοδήγηση», είπε η μελωδική φωνή, «τότε μπορείς κι εσύ να δείξεις ανάλογη εμπιστοσύνη». Ο μεγαλόσωμος κοίταξε το κύπελλό του, και η περιβεβλημένη με την αχλύ γυναίκα χαμογέλασε αμυδρά. «Αν δεν μπορείς να πιστέψεις ότι δεν θα στραφούμε εναντίον σου», συνέχισε η αθέατη γυναίκα, «τότε πίστεψε ότι θα παρακολουθούμε από κοντά ο ένας τον άλλο που αποκλείεται ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Έχεις συμφωνήσει σ’ όλα αυτά, Σαμαήλ. Γιατί τώρα αμφιταλαντεύεσαι;»
Η Νυνάβε ξαφνιάστηκε όταν η Μπιργκίτε της άγγιξε το μπράτσο...
...και βρέθηκαν πάλι ανάμεσα στις άμαξες, με το φεγγάρι να φέγγει ανάμεσα στα σύννεφα. Έμοιαζε σχεδόν φυσιολογικό σε σχέση με το μέρος που είχαν βρεθεί προηγουμένως.
«Γιατί...;» έκανε η Νυνάβε, και σταμάτησε για να ξεροκαταπιεί. «Γιατί μας πήρες από κει;» Η καρδιά της βροντοχτυπούσε. «Μήπως μας είδε η Μογκέντιεν;» Ήταν τόσο προσηλωμένη στους άλλους Αποδιωγμένους —στο αλλότοκο που ήταν ανάμικτο με το καθημερινό στην παρουσία τους― που είχε ξεχαστεί και δεν πρόσεχε τη Μογκέντιεν. Αφησε ένα βαθύ αναστεναγμό όταν η Μπιργκίτε κούνησε το κεφάλι.
«Δεν τράβηξα το βλέμμα μου από πάνω της παραπάνω από μια στιγμή, κι αυτή δεν σάλεψε καθόλου. Αλλά δεν μ’ αρέσει να είμαι τόσο εκτεθειμένη. Αν είχε σηκώσει το βλέμμα, αυτή ή κάποιος απ’ τους άλλους...»
Η Νυνάβε έσφιξε το σάλι γύρω από τους ώμους της, αλλά και πάλι ανατρίχιασε. «Ο Ράχβιν κι ο Σαμαήλ». Ευχήθηκε να μην είχε μιλήσει τόσο βραχνά. «Μήπως αναγνώρισες τους υπόλοιπους;» Η Μπιργκίτε φυσικά τους είχε αναγνωρίσει· ήταν ανόητη η διατύπωση της ερώτησης, αλλά η Νυνάβε είχε ταραχτεί.
«Η Λανφίαρ ήταν εκείνη που την έκρυβε η καρέκλα. Η άλλη ήταν η Γκρένταλ. Μην την περνάς για χαζή επειδή στρογγυλοκάθεται σε μια καρέκλα που θα έκανε να κοκκινίσει ακόμα και μια Σεντζενή ιδιοκτήτρια δωματίου-νο. Είναι πανούργα, και χρησιμοποιεί τα κατοικίδιά της σε τελετές που θα έκαναν ακόμα και τον πιο σκληροτράχηλο στρατιώτη που έχω γνωρίσει ποτέ μου να δώσει όρκο αποχής».
«Η Γκρένταλ είναι πανούργα», είπε η φωνή της Μογκέντιεν, «αλλά όχι όσο πανούργα θα ’πρεπε».
Η Μπιργκίτε στριφογύρισε, υψώνοντας το ασημένιο τόξο της, με το ασημένιο τόξο να πλησιάζει σχεδόν αστραπιαία τη χορδή ― και ξαφνικά εκσφενδονίστηκε τριάντα βήματα πιο πέρα στο φεγγαρόφωτο με αποτέλεσμα να χτυπήσει στην άμαξα της Νυνάβε τόσο δυνατά, που αναπήδησε πέντε βήματα κι έμεινε εκεί σωριασμένη.
Η Νυνάβε άπλωσε απελπισμένα προς το σαϊντάρ. Φόβος πότιζε το θυμό της, αλλά υπήρχε αρκετός θυμός ― κι έπεσε πάνω σε έναν αόρατο τοίχο που τη χώριζε από τη ζεστή λάμψη της Αληθινής Πηγής. Παραλίγο θα άφηνε ένα αλύχτημα. Κάτι την άρπαξε από τα πόδια, τα τράβηξε προς τα πίσω και τα σήκωσε από το έδαφος· τα χέρια της σηκώθηκαν ψηλά και γύρισαν προς τα πίσω, ώσπου οι καρποί και οι αστράγαλοι συναντήθηκαν πάνω από το κεφάλι της. Τα ρούχα της έγιναν σκόνη που κύλησε στην επιδερμίδα της κι έπεσε κάτω, και η πλεξούδα της τραβήχτηκε πίσω το κεφάλι ώσπου άγγιξε τα νώτα της. Προσπάθησε έξαλλα να βγει από το όνειρο. Τίποτα. Έμεινε κρεμασμένη στον αέρα σαν πλάσμα πιασμένο σε δίχτυ, μ’ όλους τους μυς τεντωμένους στα όριά τους. Ρίγη τη διαπερνούσαν· τα δάχτυλά της συσπώνταν αδύναμα, αγγίζοντας τα πόδια της. Της φαινόταν ότι αν προσπαθούσε να κουνήσει κάτι άλλο, η ράχη της θα έσπαζε.
Το παράξενο ήταν ότι ο φόβος είχε χαθεί, τώρα που ήταν πολύ αργά. Ήταν σίγουρη ότι θα ήταν αρκετά γρήγορη, αν δεν υπήρχε ο τρόμος που την είχε καταλάβει όταν έπρεπε να δράσει. Το μόνο που ήθελε ήταν να πιάσει με τα δύο χέρια το λαιμό της Μογκέντιεν. Κάτι σκέφτηκες τώρα! Κάθε ανάσα έβγαινε ζορισμένη, λαχανιασμένη.
Η Μογκέντιεν κινήθηκε στο οπτικό πεδίο της Νυνάβε, ανάμεσα στο τρεμουλιαστό τρίγωνο των χεριών της. Η λάμψη του σαϊντάρ την περιέβαλλε περιπαιχτικά. «Μια λεπτομέρεια από την καρέκλα της Γκρένταλ», είπε η Αποδιωγμένη. Το φόρεμά της ήταν αχλύ σαν της Γκρένταλ, που από ζοφερή ομίχλη γινόταν σχεδόν διαφανές και πάλι λαμπερό ασήμι. Το υλικό άλλαζε σχεδόν συνεχώς. Η Νυνάβε την είχε ξαναδεί να το φορά, στο Τάντσικο. «Δεν είναι κάτι που θα σκεφτόμουν μόνη μου, αλλά η Γκρένταλ καμιά φορά έχει... εποικοδομητικές ιδέες». Η Νυνάβε την αγριοκοίταξε, όμως εκείνη δεν έδειξε να το προσέχει. «Δεν χωρά στο μυαλό μου ότι εσύ ήρθες να κυνηγήσεις εμένα. Στ’ αλήθεια πιστεύεις ότι, επειδή μια φορά στάθηκες τυχερή και με αιφνιδίασες, έγινες ίση μ’ εμένα;» Το γέλιο της γυναίκας ήταν κοφτερό σαν μαχαίρι. «Αν μόνο ήξερες πόσο κόπο έκανα για να σε βρω. Κι εσύ ήρθες σε μένα». Κοίταξε τις άμαξες ολόγυρα, περιεργάστηκε για μια στιγμή τα λιοντάρια και τις αρκούδες προτού στραφεί πάλι στη Νυνάβε. «Θηριοτροφείο; Θα ήταν εύκολο να σε βρω. Αν υπήρχε ανάγκη, που δεν υπάρχει πια».
«Κάνε ό,τι θες, που να καείς», γρύλισε η Νυνάβε. Βάζοντας τα δυνατά της, Διπλωμένη όπως ήταν, χρειάστηκε να ξεστομίσει τις λέξεις μία-μία. Δεν τολμούσε να κοιτάξει κατάματα τη Μπιργκίτε —όχι ότι μπορούσε να γυρίσει το κεφάλι γι’ αυτό― αλλά, ανεβοκατεβάζοντας τα μάτια, σαν να ταλαντευόταν ανάμεσα στην οργή και το φόβο, έπιασε μια φευγαλέα εικόνα της. Ένιωσε μια παγωνιά στο στομάχι της, που ήταν τεντωμένο σαν τομάρι προβάτου απλωμένο για να στεγνώσει. Η Μπιργκίτε κειτόταν στο χώμα, με τα ασημένια βέλη χυμένα από τη φαρέτρα της μέσης της, και το ασημένιο τόξο ένα βήμα παραπέρα από το ασάλευτο χέρι της. «Τυχερή, είπες; Αν δεν με είχες ζυγώσει ύπουλα, θα σε είχα γυμνώσει και θα είχες βάλει τα κλάματα. Θα σου έστριβα το λαιμό σαν κοτόπουλο». Είχε μονάχα μια ευκαιρία, αν ήταν νεκρή η Μπιργκίτε, και μάλιστα δυσοίωνη. Έπρεπε να θυμώσει τη Μογκέντιεν αρκετά για να τη σκοτώσει σ’ ένα ξέσπασμα λύσσας. Μακάρι όμως να υπήρχε τρόπος να ειδοποιήσει την Ηλαίην. Ο θάνατός της θα έπρεπε να παίξει αυτό το ρόλο. «Θυμάσαι που είπες ότι θα με κάνεις ζωντανό σκαλάκι για να ανεβαίνεις στο άλογο; Και μετά, που είπα ότι θα σου κάνω το ίδιο; Τότε σε είχα ήδη νικήσει. Κλαψούριζες και ικέτευες για τη ζωή σου. Μου πρόσφερες τα πάντα. Είσαι μια δειλή. Τα απομεινάρια σε ένα δοχείο νυκτός! Μια―» Κάτι πηχτό σύρθηκε στο στόμα της, της ζούληξε τη γλώσσα και ανάγκασε τα σαγόνια της να ανοίξουν.
«Είσαι τόσο απλοϊκή», μουρμούρισε η Μογκέντιεν. «Πίστεψέ με, είμαι ήδη αρκετά θυμωμένη μαζί σου. Δεν νομίζω να σε κάνω ζωντανή σκαλίτσα». Το χαμόγελό της έκανε τη Νυνάβε να ριγήσει. «Νομίζω θα σε κάνω άλογο. Εδώ πέρα αυτό γίνεται. Άλογο, ποντίκι, βατράχι...» κοντοστάθηκε, αφουγκράστηκε. «...γρύλο. Και κάθε φορά που θα έρχεσαι στον Τελ’αράν’ριοντ, θα είσαι άλογο, μέχρι να το αλλάξω. Ή μέχρι να το αλλάξει κάποια άλλη που να ’χει τις γνώσεις». Κοντοστάθηκε ξανά, σχεδόν με μια έκφραση συμπόνιας. «Μπα, δεν θα ήθελα να σου δώσω ψεύτικες ελπίδες. Τώρα υπάρχουμε μόνο εννιά που ξέρουμε αυτόν τον τύπο δέσμευσης, και δεν θα ήθελες να πέσεις στα χέρια των άλλων, όπως δεν ήθελες να πέσεις στα δικά μου. Θα είσαι άλογο κάθε φορά που θα σε φέρνω εδώ. Θα έχεις δική σου σέλα και χάμουρα. Θα σου πλέξω μάλιστα τη χαίτη». Η πλεξούδα της Νυνάβε τινάχτηκε τόσο, που παραλίγο θα ξεκολλούσε από το κρανίο της. «Θα θυμάσαι βέβαια ποια είσαι. Νομίζω ότι θα απολαμβάνω τις βόλτες μας, εσύ όμως ίσως όχι». Η Μογκέντιεν πήρε μια βαθιά ανάσα και το φόρεμά της σκούρυνε και πήρε μια απόχρωση που γυάλιζε στο χλωμό φως· η Νυνάβε δεν ήταν σίγουρη αλλά της φάνηκε ότι ήταν το χρώμα του υγρού αίματος. «Με αναγκάζεις να ακολουθήσω τα βήματα της Σέμιραγκ. Θα χαρώ όταν ξεμπερδέψω μαζί σου και μπορέσω να αφιερώσω την αμέριστη προσοχή μου σε σημαντικά θέματα. Εκείνο το κιτρινομάλλικο θηλυκό είναι μαζί σου εδώ στο θηριοτροφείο;»
Το πηχτό πράγμα χάθηκε από το στόμα της Νυνάβε. «Είμαι μόνη, ηλίθια―» Πόνος. Σαν να την είχαν δείρει από πάνω ως κάτω, μ’ όλα τα χτυπήματα να έχουν πέσει μαζί. Μούγκρισε στριγκά. Και ξανά. Προσπάθησε να σφίξει τα δόντια, αλλά η ατελείωτη κραυγή τής γέμιζε τα αυτιά. Δάκρυα κύλησαν όλο ντροπή στα μάγουλά της καθώς έκλαιγε, περιμένοντας ανήμπορη την επόμενη φορά.
«Είναι μαζί σου;» ρώτησε υπομονετικά η Μογκέντιεν. «Μην χρονοτριβείς προσπαθώντας να με κάνεις να σε σκοτώσω. Δεν σε σκοτώνω. Θα ζήσεις πολλά χρόνια υπηρετώντας με. Οι μάλλον αξιοθρήνητες ικανότητές σου ίσως να φανούν χρήσιμες, αν τις εκπαιδεύσω. Αν σε εκπαιδεύσω. Αλλά μπορώ να σε κάνω να νιώσεις κι. άλλα, που μπροστά τους το προηγούμενο ήταν στοργικό χάδι. Απάντησε, λοιπόν, στην ερώτησή μου».
Η Νυνάβε κατάφερε να ανασάνει ξανά. «Όχι», κλαψούρισε. «Το έσκασε με κάποιον μετά το Τάντσικο. Έναν αρκετά μεγάλο για να ’ναι παππούς της, όμως είχε λεφτά. Ακούσαμε τι συνέβη στον Πύργο» —ήταν σίγουρη ότι η Μογκέντιεν το ήξερε― «και φοβόταν να γυρίσει πίσω».
Η άλλη γυναίκα γέλασε. «Απολαυστική ιστορία. Σχεδόν μπορώ να καταλάβω τι βρίσκει η Σέμιραγκ όταν τσακίζει το μυαλό των άλλων. Α, θα μου προσφέρεις τόση απόλαυση, Νυνάβε αλ’Μεάρα. Πρώτα όμως θα μου φέρεις τη μικρή Ηλαίην. Θα τη θωρακίσεις και θα τη δεσμεύσεις και θα τη φέρεις στα πόδια μου. Ξέρεις γιατί; Επειδή μερικά πράγματα είναι ισχυρότερα στον Τελ’αράν’ριοντ απ’ όσο στον ξυπνητό κόσμο. Γι’ αυτό θα είσαι μια λαμπερή λευκή φοράδα κάθε φορά που θα σε φέρνω εδώ. Και επίσης, οι πληγές δεν είναι το μόνο πράγμα που σου συμβαίνει εδώ και θα παραμείνει όταν ξυπνήσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τον πειθαναγκασμό. Θέλω να το σκεφτείς για μερικές στιγμές, προτού αρχίσεις να πιστεύεις ότι ήταν δική σου η ιδέα. Υποψιάζομαι ότι η κοπέλα είναι φίλη σου. Αλλά θα μου τη φέρεις σαν ζωάκι―» Η Μογκέντιεν τσίριξε, καθώς η αιχμή ενός ασημένιος βέλους ξαφνικά ξεπρόβαλε κάτω από το δεξί στήθος της.
Η Νυνάβε έπεσε στο έδαφος σαν πεταμένο σακί. Η πτώση την τράνταξε και άδειασε όλο τον αέρα από τα πνευμόνια της, σαν να ’χε φάει σφυριά στην κοιλιά. Βάζοντας τα δυνατά της να ανασάνει, πάλεψε να κουνήσει τους ζορισμένους μυς της, πολέμησε μέσα στον πόνο για να βρει το σαϊντάρ.
Η Μπιργκίτε σηκώθηκε όρθια τρεκλίζοντας και προσπάθησε να βγάλει άλλο ένα βέλος από τη φαρέτρα της. «Φύγε, Νυνάβε!» Το φώναξε δυνατά, μπερδεμένα. «Φύγε!» Το κεφάλι της ταλαντευόταν και το ασημένιο τόξο έτρεμε καθώς το ύψωνε.
Η λάμψη γύρω από τη Μογκέντιεν δυνάμωσε, τόσο που έμοιαζε λες και την περιέβαλλε ένας εκτυφλωτικός ήλιος.
Η νύχτα αγκάλιασε την Μπιργκίτε σαν κύμα του ωκεανού, τυλίγοντάς την στο σκοτάδι. Όταν πέρασε, το τόξο έπεσε πάνω στα άδεια ρούχα που σωριάζονταν κάτω. Τα ρούχα έσβησαν σαν ομίχλη που διαλυόταν, και μόνο το τόξο και τα βέλη έμειναν, αστράφτοντας στο φεγγαρόφωτο.
Η Μογκέντιεν έπεσε βαριά στα γόνατα, λαχανιασμένη, σφίγγοντας με τα δυο χέρια το βέλος που προεξείχε, ενώ η λάμψη γύρω της ξεθώριαζε και έσβηνε. Ύστερα χάθηκε και η ίδια, και το ασημένιο βέλος έπεσε από το σημείο που βρισκόταν νωρίτερα το κορμί της, λεκιασμένο και σκούρο από το αίμα.
Ύστερα από μια αιωνιότητα ή τουλάχιστον έτσι της φάνηκε, η Νυνάβε κατάφερε να σηκωθεί στα τέσσερα. Μισοκλαίγοντας, σύρθηκε στο τόξο της Μπιργκίτε. Τώρα τα δάκρυα δεν οφείλονταν στον πόνο. Γονατισμένη, χωρίς να τη νοιάζει που ήταν γυμνή, έσφιξε το τόξο. «Συγγνώμη», κλαψούρισε. «Αχ, Μπιργκίτε, συγχώρεσέ με, Μπιργκίτε!»
Δεν ακούστηκε απάντηση εκτός από τη θρηνητική κραυγή ενός νυχτοπουλιού.
Η Λίαντριν πετάχτηκε όρθια, όταν άνοιξε με βρόντο η πόρτα του υπνοδωμάτιου της Μογκέντιεν και η Εκλεκτή βγήκε παραπατώντας στο καθιστικό, με το αίμα να βάφει το μεταξωτό μισοφόρι της. Η Τσέσμαλ και η Τεμάιλε έτρεξαν στο πλευρό της, την έπιασαν από τα χέρια να σηκωθεί, αλλά η Λίαντριν έμεινε στην καρέκλα της. Οι άλλες είχαν βγει· μπορεί να ήταν εκτός Άμαντορ, ποιος να ήξερε. Η Μογκέντιεν έλεγε μόνο τα απαραίτητα σ’ όσους έδινε διαταγές, και τιμωρούσε τις ερωτήσεις που δεν της άρεσαν.
«Τι έγινε;» αναφώνησε η Τεμάιλε.
Το σύντομο βλέμμα που της έριξε η Μογκέντιεν θα έπρεπε να την είχε κάνει κάρβουνο επιτόπου. «Έχεις κάποια μικρή ικανότητα στη Θεραπεία», είπε η Εκλεκτή στην Τσέσμαλ με βαριά φωνή. Αίμα λέκιαζε τα χείλη της κι έσταζε από την άκρη του στόματός της, δυναμώνοντας ολοένα. «Κάνε το. Τώρα, ανόητη!»
Η μελαχρινή Γκεαλντανή δεν δίστασε να αγγίξει με τα χέρια το κεφάλι της Μογκέντιεν, Η Λίαντριν πήρε μια χλευαστική έκφραση, καθώς η λάμψη περιέβαλλε την Τσέσμαλ· η ανησυχία σκίασε το ωραίο πρόσωπο της Τσέσμαλ, ενώ τα ντελικάτα, αλεπουδίσια χαρακτηριστικά της Τεμάιλε είχαν αλλοιωθεί από γνήσιο τρόμο και ανησυχία. Ήταν τόσο πιστές. Υπάκουα σκυλάκια του καναπέ. Η Μογκέντιεν σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, με το κεφάλι γερμένο πίσω· με μάτια διάπλατα, έτρεμε ολόκληρη, και η ανάσα ξεχυνόταν από το ορθάνοιχτο στόμα της σαν να είχε βυθιστεί σε πάγο.
Μέσα σε μια στιγμή, είχε τελειώσει. Η λάμψη γύρω από την Τσέσμαλ εξαφανίστηκε, και η Μογκέντιεν πάτησε κανονικά το χαλί με τα γαλαζοπράσινα μοτίβα. Δίχως την Τεμάιλε να την κρατά, μπορεί να έπεφτε. Μόνο ένα τμήμα της σωματικής δύναμης που χρειαζόταν για τη Θεραπεία πήγαζε από τη Δύναμη· το υπόλοιπο προερχόταν από το πρόσωπο που Θεραπευόταν. Η πληγή που είχε προκαλέσει τέτοια αιμορραγία θα είχε χαθεί, αλλά η Μογκέντιεν σίγουρα θα ήταν αδύναμη σαν να βρισκόταν ανήμπορη στο κρεβάτι της εδώ και βδομάδες. Πήρε τη χρυσή και ιβουάρ εσάρπα από φίνο μετάξι που είχε στη ζώνη της η Τεμάιλε και σκούπισε το στόμα της, καθώς εκείνη τη βοηθούσε να γυρίσει προς την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ήταν αδύναμη, με την πλάτη γυρισμένη.
Η Λίαντριν επιτέθηκε πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά στη ζωή της, μ’ ό,τι είχε μάθει από αυτό που της είχε κάνει η Εκλεκτή.
Την ίδια στιγμή, το σαϊντάρ γέμισε τη Μογκέντιεν σαν πλημμύρα. Η ανιχνευτική απόπειρα της Λίαντριν σταμάτησε, καθώς αποκοβόταν από την Πηγή. Ροές Αέρα την έπιασαν και τη βρόντηξαν στον επενδυμένο τοίχο, τόσο δυνατά, που τα δόντια της τραντάχτηκαν. Με τα μέλη απλωμένα και λυμένα, αβοήθητη, έμεινε εκεί να κρέμεται.
Η Τσέσμαλ και η Τεμάιλε αντάλλαξαν απορημένες ματιές, μην καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί. Συνέχισαν να στηρίζουν τη Μογκέντιεν, καθώς αυτή ερχόταν να σταθεί μπροστά στη Λίαντριν, ενώ ακόμα σκούπιζε γαλήνια το στόμα με την εσάρπα της Τεμάιλε. Η Μογκέντιεν διαβίβασε, και το αίμα στο μισοφόρι της μαύρισε και ξεφλουδίστηκε, πέφτοντας στο χαλί.
«Δ-δεν καταλαβαίνεις, Μεγάλη Κυρά», είπε έντρομη η Λίαντριν. «Απλώς ήθελα να σε βοηθήσω να κοιμηθείς αναπαυτικά». Για μια φορά στη ζωή της, δεν την πείραζε καθόλου που είχε μιλήσει με προφορά κοινού θνητού. «Απλώς―» Τα λόγια της κόπηκαν μ’ ένα πνιχτό ήχο, καθώς μια ροή Αέρα έπιανε τη γλώσσα της και την τραβούσε ανάμεσα στα δόντια της. Τα καστανά μάτια της γούρλωσαν. Ελάχιστη πίεση ακόμα, και θα...
«Να την ξεριζώσω;» Η Μογκέντιεν εξέταζε το πρόσωπό της, μίλησε όμως σαν να μονολογούσε. «Μάλλον όχι. Κρίμα για σένα που εκείνη η γυναίκα, η αλ’Μεάρα, με κάνει να σκέφτομαι όπως η Σέμιραγκ. Αλλιώς, μπορεί απλώς να σε σκότωνα». Ξαφνικά, άρχισε να δένει την ασπίδα, με κόμπο που γινόταν ολοένα και πιο περίπλοκος, ώσπου στο τέλος η Λίαντριν έχασε τις στροφές και τα γυρίσματά του. Κι ο κόμπος συνεχιζόταν. «Να», είπε τελικά η Μογκέντιεν με τόνο ικανοποίησης. «Θα ψάχνεις πολύ καιρό μέχρι να βρεις κάποιον που μπορεί να τον λύσει. Αλλά δεν θα σου δοθεί η ευκαιρία να ψάξεις».
Η Λίαντριν κοίταξε ερευνητικά το πρόσωπο της Τσέσμαλ, και μετά της Τεμάιλε, για κάποιο ίχνος συμπόνιας, οίκτου, οτιδήποτε. Τα μάτια της Τσέσμαλ ήταν ψυχρά και αυστηρά· της Τεμάιλε έλαμπαν, κι αυτή άγγιξε τα χείλη με την άκρη της γλώσσας και χαμογέλασε. Το χαμόγελο δεν ήταν φιλικό.
«Νόμιζες ότι είχες μάθει κάτι για τον πειθαναγκασμό», συνέχισε να λέει η Μογκέντιεν. «Θα σου μάθω κάτι ακόμα». Για μια στιγμή, η Λίαντριν ανατρίχιασε, καθώς τα μάτια της Μογκέντιεν γέμιζαν όλο το οπτικό της πεδίο, όπως η φωνή της Εκλεκτής γέμιζε τα αυτιά της, ολόκληρο το κεφάλι της. «Ζήσε». Η στιγμή πέρασε, και κόμποι ιδρώτα γέμισαν το πρόσωπο της Λίαντριν, καθώς η άλλη γυναίκα της χαμογελούσε. «Ο πειθαναγκασμός έχει πολλά όρια, όμως η διαταγή σε κάποιον να κάνει αυτό που θέλει να κάνει στα εσώτερα βάθη του, θα κρατήσει μια ολόκληρη ζωή. Θα ζήσεις, όσο και αν νομίζεις ότι θέλεις να δώσεις τέλος στη ζωή σου. Και θα το ζητάς. Πολλά βράδια θα ξαπλώνεις κλαίγοντας και θα το εύχεσαι».
Η ροή που κρατούσε τη γλώσσα της Λίαντριν χάθηκε, κι αυτή μόλις που κοντοστάθηκε μια στιγμή για να καταπιεί. «Σε παρακαλώ, Μεγάλη Κυρά, ορκίζομαι ότι δεν ήθελα να―» Το κεφάλι της κουδούνισε και ασημόμαυρα στίγματα χόρεψαν μπροστά στα μάτια της από το χαστούκι της Μογκέντιεν.
«Έχει και τα... θέλγητρά της... η σωματική διάσταση των πραγμάτων», είπε απαλά η Εκλεκτή. «Θέλεις να ικετέψεις κι άλλο;»
«Σε παρακαλώ, Μεγάλη Κυρά―» Το δεύτερο χαστούκι έκανε τα μαλλιά της να ανεμίσουν.
«Κι άλλο;»
«Σε παρακαλώ―» Το τρίτο παραλίγο θα της ξεκολλούσε το σαγόνι. Το μάγουλό της έκαιγε.
«Αν δεν γίνεις πιο επινοητική, δεν θα σε ακούσω. Καλύτερα να μ’ ακούσεις εσύ. Νομίζω ότι αυτό που σχεδίασα για σένα θα κατενθουσίαζε και την ίδια τη Σέμιραγκ». Το χαμόγελο της Μογκέντιεν ήταν σκοτεινό σχεδόν όσο και της Τεμάιλε. «Θα ζήσεις, όχι σιγανεμένη, αλλά γνωρίζοντας ότι θα μπορούσες να διαβιβάσεις ξανά, αρκεί μόνο να έβρισκες κάποιον να σου λύσει τη θωράκιση. Όμως αυτό είναι μονάχα η αρχή. Ο Έβον θα χαρεί, αν αποκτήσει μια καινούρια λαντζιέρα, και είμαι σίγουρος ότι η εκείνη η Αρένε θα θελήσει να συζητήσει αρκετά μαζί σου για τον σύζυγό της. Θα απολαύσουν τόσο τη συντροφιά σου, που αμφιβάλλω αν για πολλά χρόνια ακόμα θα σε αφήσουν να βγεις καθόλου από αυτό το σπίτι. Ατέλειωτα χρόνια, στα οποία θα εύχεσαι να με είχες υπηρετήσει πιστά».
Η Λίαντριν κούνησε το κεφάλι, προφέροντας άηχα «όχι» και «σε παρακαλώ»· έκλαιγε τόσο που δεν μπορούσε να πει τις λέξεις.
Η Μογκέντιεν, στρέφοντας το κεφάλι προς την Τεμάιλε, είπε, «Ετοίμασέ την γι’ αυτούς. Και πες τους ότι δεν μπορούν να τη σκοτώσουν ή να τη σακατέψουν. Θέλω να πιστεύει πάντα ότι υπάρχει η πιθανότητα να δραπετεύσει. Όλες οι μάταιες ελπίδες θα την κρατήσουν ζωντανή για να υποφέρει». Γύρισε να φύγει, στηριγμένη στο μπράτσο της Τσέσμαλ, και οι ροές που κρατούσαν τη Λίαντριν στον τοίχο εξαφανίστηκαν.
Τα πόδια της λύγισαν σαν άχυρα, σωριάστηκε στο χαλί. Μόνο η θωράκιση παρέμενε· τη σφυροκόπησε μάταια, όσο μάταια σύρθηκε πίσω από τη Μογκέντιεν, προσπαθώντας να πιάσει τον ποδόγυρο του μισοφοριού της, κλαίγοντας με λυγμούς, με το ηθικό της ρημαγμένο. «Σε παρακαλώ, Μεγάλη Κυρά».
«Είναι σ’ ένα θηριοτροφείο», είπε η Μογκέντιεν στην Τσέσμαλ. «Τόσες έρευνες έκανες, αλλά αναγκάστηκα να τις βρω μόνη μου. Δεν θα ήταν δύσκολο να εντοπίσει κάποιος ένα θηριοτροφείο».
«Θα υπακούω πιστά», έκλαψε η Λίαντριν. Δεν όριζε πια τα μέλη της· δεν μπορούσε να συρθεί, να τη φτάσει. Εκείνες δεν γύρισαν καν πίσω για να την κοιτάξουν, καθώς πάλευε στο πάτωμα να τις φτάσει. «Δέσμευσε με, Μεγάλη Κυρά. Ό,τι θέλεις. Θα είμαι ένα πιστό σκυλί!»
«Υπάρχουν πολλά θηριοτροφεία που ταξιδεύουν προς το βορρά», είπε η Τσέσμαλ, και η φωνή της έδειχνε ότι ανυπομονούσε να αντισταθμίσει την αποτυχία της. «Προς την Γκεάλνταν, Μεγάλη Κυρά».
«Τότε πρέπει να πάω στην Γκεάλνταν», είπε η Μογκέντιεν. «Θα βρεις γρήγορα άλογα και θα ακολουθήσεις―» Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας έκλεισε πάνω στα λόγια της.
«Θα είμαι ένα πιστό σκυλί», είπε με λυγμούς η Λίαντριν σωριασμένη στο χαλί. Σήκωσε το κεφάλι, ανοιγόκλεισε τα μάτια για να διώξει τα δάκρυα, και είδε την Τεμάιλε να την παρακολουθεί, τρίβοντας τα χέρια της και χαμογελώντας. «Θα μπορούσαμε να τη νικήσουμε, Τεμάιλε. Εμείς οι τρεις μαζί θα μπορούσαμε να―»
«Εμείς οι τρεις;» γέλασε η Τεμάιλε. «Δεν θα μπορούσες να νικήσεις ούτε τον χοντρο-Έβον». Τα μάτια της στένεψαν, καθώς μελετούσε τη θωράκιση που είχε προσδεθεί στη Λίαντριν. «Λες και είσαι σιγανεμένη».
«Άκουσέ με. Σε παρακαλώ». Η Λίαντριν ξεροκατάπιε, προσπαθώντας να καθαρίσει τη φωνή της, αλλά ήταν ακόμα βαριά, αν κι έκαιγε από την αίσθηση του επείγοντος, όταν συνέχισε να μιλά γοργά. «Έχουμε μιλήσει για τη διχόνοια που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των Εκλεκτών. Για να κρύβεται η Μογκέντιεν μ’ αυτόν τον τρόπο, σίγουρα κρύβεται από τους άλλους Εκλεκτούς. Αν την πιάσουμε και τους την παραδώσουμε, σκέψου τι θέση θα μας δώσουν. Θα είμαστε ανώτερες από βασιλιάδες και βασίλισσες. Μπορεί να γίνουμε και οι ίδιες Εκλεκτές!»
Για μια στιγμή —για μια ευλογημένη, υπέροχη στιγμή― η γυναίκα με το αλεπουδίσιο πρόσωπο δίστασε. Ύστερα κούνησε το κεφάλι. «Ποτέ δεν ήξερες πόσο ψηλά να σηκώσεις το βλέμμα. “Όποιος κάνει να πιάσει τον ήλιο, θα καεί”. Όχι, δεν νομίζω ότι θα με κάψουν επειδή προσπάθησα να φτάσω ψηλά. Νομίζω ότι θα κάνω ό,τι μου είπε, και θα σε μαλακώσω για να σε παραλάβει ο Έβον». Ξαφνικά χαμογέλασε, δείχνοντας δόντια που την έκαναν να μοιάζουν ακόμα πιο πολύ με αλεπού. «Πόσο θα ξαφνιαστεί όταν σε δει να σέρνεσαι για να του φιλήσεις τα πόδια».
Η Λίαντριν ούρλιαξε προτού καν την περιλάβει η Τεμάιλε.