51 Η Είδηση που Ήρθε στην Καιρχίν

Ένα ψιλό νήμα γαλάζιου καπνού υψωνόταν από την πίπα με το κοντό επιστόμιο που έσφιγγε στα δόντια του ο Ραντ, καθώς ακουμπούσε το ένα χέρι στο πέτρινο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού και κοίταζε τον κήπο πιο κάτω, Οι έντονες σκιές μάκραιναν· ο ήλιος ήταν μια κόκκινη σφαίρα που έπεφτε σε έναν ανέφελο ουρανό. Δέκα μέρες στην Καιρχίν, και αυτή έμοιαζε να είναι η πρώτη στιγμή που είχε σταθεί ακίνητος χωρίς να κοιμάται. Η Σελάντε στεκόταν δίπλα τους, με το χλωμό της πρόσωπο γυρισμένο, για να κοιτάζει αυτόν και όχι τον κήπο. Τα μαλλιά της δεν ήταν περίτεχνα χτενισμένα σαν γυναίκας ανώτερου αξιώματος, όμως της πρόσθεταν είκοσι πόντους ύψος. Ο Ραντ προσπάθησε να την αγνοήσει, μα ήταν δύσκολο να αγνοήσεις μια γυναίκα που πίεζε τον σφριγηλό κόρφο της στο μπράτσο σου. Η συνάντηση είχε κρατήσει τόσο, που ο Ραντ είχε θελήσει να κάνει ένα διάλειμμα για μια στιγμή. Είχε καταλάβει ότι ήταν λάθος του μόλις η Σελάντε τον ακολούθησε έξω.

«Ξέρω μια απόμερη λιμνούλα», του είπε μαλακά, «όπου μπορεί να ξεφύγει κανείς απ’ αυτή την κάψα. Μια προφυλαγμένη λιμνούλα, που τίποτα δεν θα μας ενοχλούσε». Η μουσική της άρπας του Ασμόντιαν ακουγόταν μέσα από τις τετράγωνες αψίδες πίσω τους. Μια μελωδία ανάλαφρη, δροσερή.

Ο Ραντ ρούφηξε πιο δυνατά την πίπα του. Η κάψα. Δεν συγκρινόταν με την Ερημιά, όμως... Πλησίαζε το φθινόπωρο, αλλά το απόγευμα θύμιζε τα βάθη του καλοκαιριού. Ενός καλοκαιριού δίχως βροχές. Στον κήπο, άνδρες με κοντομάνικα πουκάμισα έριχναν νερό με κουβάδες, επίτηδες αυτήν την περασμένη ώρα, για να μην εξατμιστεί, αλλά πολλά φυτά είχαν ξεραθεί ή ξεραίνονταν. Ο καιρός αποκλείεται να ήταν φυσικός. Ο καυτός ήλιος τον περιγελούσε. Η Μουαραίν συμφωνούσε, το ίδιο και ο Ασμόντιαν, αλλά κανείς δεν ήξερε πώς και τι έπρεπε να γίνει, ούτε και ο ίδιος. Ο Σαμαήλ. Για τον Σαμαήλ κάτι θα μπορούσε να κάνει.

«Δροσερό νερό», μουρμούρισε η Σελάντε, «κι εγώ κι εσύ μόνοι». Κόλλησε πιο κοντά του, αν και ο Ραντ δεν ήξερε πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο.

Αναρωτήθηκε πότε θα ερχόταν η επόμενη προσβολή. Δεν θα χιμούσε ορμητικά, ό,τι κι αν του έκανε ο Σαμαήλ. Όταν τελείωνε τη μεθοδική ενίσχυση του Δακρύου, τότε θα εξαπέλυε τον κεραυνό του. Ένα συντριπτικό πλήγμα, για να δώσει τέλος στον Σαμαήλ και για να προσθέσει επίσης το Ίλιαν στη συλλογή του. Με το Ίλιαν, το Δάκρυ και την Καιρχίν, συν ένα στρατό Αελιτών τόσο μεγάλο που μπορούσαν να πλημμυρίσουν κάθε έθνος σε λίγες βδομάδες, θα...

«Δεν θα ήθελες να κολυμπήσεις; Εγώ προσωπικά δεν κολυμπάω καλά, αλλά μπορείς να με μάθεις».

Ο Ραντ αναστέναξε. Για μια στιγμή, ευχήθηκε να ήταν εκεί η Αβιέντα. Όχι. Το τελευταίο που ήθελε ήταν μια μελανιασμένη Σελάντε να τρέχει ουρλιάζοντας με τα ρούχα μισοσχισμένα.

Μισοκλείνοντας τα μάτια, χαμήλωσε το βλέμμα σ’ αυτήν και μίλησε ήρεμα, δαγκώνοντας ακόμα την πίπα του. «Μπορώ να διαβιβάσω». Εκείνη βλεφάρισε, οπισθοχωρώντας χωρίς να κουνήσει κανένα μυ. Ποτέ δεν καταλάβαιναν γιατί το ανέφερε· για τους άλλους, ήταν κάτι που το προσπερνούσαν, το αγνοούσαν, αν μπορούσαν. «Λένε ότι θα τρελαθώ. Αλλά ακόμα δεν τρελάθηκα. Ακόμα». Γέλασε πνιχτά από τα βάθη του στέρνου του και μετά σταμάτησε απότομα και το πρόσωπό του έγινε ανέκφραστο. «Να σε μάθω να κολυμπάς; Θα σε κρατήσω στο νερό με τη Δύναμη. Το σαϊντίν είναι μιασμένο, ξέρεις. Το άγγιγμα του Σκοτεινού. Δεν θα το νιώσεις, όμως. Θα είναι ολόγυρά σου, αλλά δεν θα νιώσεις τίποτα». Αλλο ένα πνιχτό γελάκι, με λίγη βραχνάδα. Τα μαύρα μάτια της γούρλωσαν όσο γινόταν, το χαμόγελό της έγινε μια αρρωστημένη γκριμάτσα. «Αργότερα, λοιπόν. Θέλω να μείνω μόνος, να σκεφτώ το...» Εκείνος έσκυψε σαν να ήθελε να τη φιλήσει, κι αυτή, με μια στριγκή κραυγούλα, έκανε μια γονυκλισία, τόσο απότομα, που στην αρχή ο Ραντ νόμισε ότι είχαν λυθεί τα πόδια της.

Οπισθοχώρησε, κλίνοντας το γόνυ σε κάθε δεύτερο βήμα, μιλώντας ακατάπαυστα για την τιμή που ένιωθε υπηρετώντας τον, για τη βαθιά επιθυμία της να τον υπηρετήσει, με τη φωνή της στα πρόθυρα της υστερίας, ώσπου χτύπησε σε μια τετράγωνη αψίδα. Μισολύγισε τα γόνατα μια τελευταία φορά και χίμηξε μέσα.

Ο Ραντ με μια γκριμάτσα ξαναγύρισε στο κιγκλίδωμα. Φοβερό πράγμα οι γυναίκες. Η Σελάντε θα έβρισκε προφάσεις να πει, αν της είχε ζητήσει να φύγει, μια διαταγή θα τη θεωρούσε προσωρινό πισωγύρισμα, εκτός αν την είχε διατάξει να μην ξαναφανεί στα μάτια του, αλλά ακόμα και τότε... Ίσως αυτή τη φορά το περιστατικό θα διαδιδόταν. Έπρεπε να βάλει χαλινάρι στα νεύρα του· τώρα τελευταία, τον έπιαναν πολύ συχνά. Έφταιγε η ξηρασία, για την οποία δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, τα προβλήματα που ξεφύτρωναν σαν αγριόχορτα, όπου κι αν κοίταζε. Μερικές στιγμές ακόμα μόνος με την πίπα του. Ποιος ήθελε να κυβερνήσει ένα έθνος, αν μπορούσε να διαλέξει ευκολότερη δουλειά, παραδείγματος χάριν να κουβαλά νερό με το κόσκινο στην ανηφόρα;

Πέρα από τον κήπο, ανάμεσα σε δύο βαθμιδωτούς πύργους του Βασιλικού Παλατιού, έβλεπε την Καιρχίν, όλο σκληρές σκιές στο σκληρό φως, που θα ’λεγες πως υπέτασσε τους λόφους αντί να κυλά μαζί τους. Το πορφυρό του λάβαρο με το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι κρεμόταν νωθρά σ’ έναν απ’ αυτούς τους πύργους, ενώ στον άλλο υπήρχε το αντίγραφο του Λάβαρου του Δράκοντα. Αυτό πετούσε σε καμιά δωδεκαριά μέρη στην πόλη, μεταξύ των οποίων και στον ψηλότερο από τους λαμπρούς ημιτελείς πύργους, ακριβώς μπροστά στα μάτια του. Εκεί, οι φωνές ήταν εξίσου μάταιες με τις διαταγές· ούτε οι Δακρυνοί ούτε οι Καιρχινοί πίστευαν ότι στ’ αλήθεια ήθελε μόνο ένα, και οι Αελίτες δεν νοιάζονταν αν υπήρχαν λάβαρα ή αν δεν υπήρχαν.

Ακόμα και τώρα, βαθιά μέσα στο παλάτι, άκουγε το μουρμουρητό μιας πόλης που ξεχείλιζε από κόσμο. Υπήρχαν πρόσφυγες από κάθε γωνιά του κόσμου, που φοβούνταν περισσότερο να επιστρέψουν στις πατρίδες τους παρά να έχουν τον Άρχοντα Δράκοντα ανάμεσά τους. Έμποροι, που τρύπωναν πουλώντας ό,τι μπορούσε να αγοράσουν οι άνθρωποι εκεί και αγοράζοντας ό,τι δεν μπορούσαν να κρατήσουν πια. Άρχοντες και ένοπλοι, που στρατεύονταν κάτω από το λάβαρό του ή κάτω από το λάβαρο κάποιου άλλου. Κυνηγοί του Κέρατος, που νόμιζαν ότι θα το έβρισκαν κάπου κοντά του· τουλάχιστον δέκα ή εκατό Προπυλιανοί ήταν έτοιμοι να το πουλήσουν στον καθένα τους. Ογκιρανοί λιθοξόοι από το Στέντιγκ Τσόφου, που ήθελαν να δουν αν υπήρχε δουλειά για τη μυθική τέχνη τους. Τυχοδιώκτες, που μερικοί ίσως πριν από μια βδομάδα να ’ταν ληστές, και είχαν έρθει να δουν τι μπορούσαν να αρπάξουν. Υπήρχαν ακόμα και εκατό περίπου Λευκομανδίτες, μολονότι αυτούς τους είχαν διώξει αμέσως μόλις είχε τελειώσει η πολιορκία. Άραγε τον αφορούσε το ότι ο Πέντρον Νάιαλ συγκέντρωνε τους Λευκομανδίτες; Η Εγκουέν του έδινε κάποιες συμβουλές, όμως έβλεπε τα πράγματα από την οπτική γωνία του Λευκού Πύργου, όποια κι αν ήταν η δική της άποψη. Η σκοπιά των Άες Σεντάι δεν έκανε γι’ αυτόν.

Τουλάχιστον, τα καραβάνια με τα σιτηρά είχαν αρχίσει να φτάνουν από το Δάκρυ κάπως τακτικά. Οι πεινασμένοι άνθρωποι ξεσπούσαν σε ταραχές. Μακάρι να ένιωθε απλώς χαρά που δεν πεινούσαν πια τόσο πολύ και να το άφηνε το ζήτημα εκεί, αλλά αυτό δεν γινόταν. Οι ληστές είχαν λιγοστέψει. Και ο εμφύλιος πόλεμος δεν είχε ξαναφουντώσει. Ακόμα. Κι άλλα καλά νέα. Έπρεπε να βεβαιωθεί ότι αυτό δεν θα άλλαζε, προτού μπορέσει να φύγει. Είχε εκατό πράγματα να φροντίσει προτού μπορέσει να καταδιώξει τον Σαμαήλ. Από τους αρχηγούς που εμπιστευόταν στ’ αλήθεια, εκείνους που είχαν εκστρατεύσει από το Ρουίντιαν μαζί του, είχαν απομείνει μόνο ο Ρούαρκ και ο Μπάελ. Αλλά, αν δεν μπορούσε να εμπιστευτεί να εκστρατεύσουν μαζί του στο Δάκρυ τις τέσσερις φατρίες που είχαν έρθει μαζί του αργά, πώς μπορούσε να τις εμπιστευτεί ανεξέλεγκτες στην Καιρχίν; Ο Ιντίριαν και οι άλλοι τον είχαν αναγνωρίσει ως Καρ’α’κάρν, αλλά τον ήξεραν όσο λίγο τους ήξερε κι ο ίδιος. Το μήνυμα εκείνο το πρωί μπορεί να σήμαινε πρόβλημα. Η Μπερελαίν, η Πρώτη του Μαγιέν, ήταν μόνο λίγες εκατοντάδες μίλια νότια της πόλης κι ερχόταν να τον βρει μ’ ένα μικρό στρατό· ο Ραντ δεν είχε ιδέα πώς είχε καταφέρει να διασχίσει με το στρατό της το Δάκρυ. Το παράξενο ήταν ότι στο γράμμα της ρωτούσε μήπως ήταν μαζί του ο Πέριν. Δίχως αμφιβολία φοβόταν ότι ο Ραντ θα ξεχνούσε τη μικρή χώρα της, αν δεν του τη θύμιζε. Ίσως θα ήταν ευχάριστο να την έβλεπε να αναμετριέται με τους Καιρχινούς, ως τελευταία μιας μακράς διαδοχής Πρώτων, οι οποίοι είχαν εμποδίσει το Δάκρυ να καταπιεί τη χώρα τους, παίζοντας το Παιχνίδι των Οίκων. Ίσως αν την άφηνε επικεφαλής εδώ... Θα έπαιρνε τον Μάιλαν και τους άλλους Δακρυνούς μαζί του όταν ερχόταν η ώρα. Αν ερχόταν ποτέ.

Όλα αυτά δεν ήταν καλύτερα απ’ αυτό που τον περίμενε μέσα. Χτύπησε την πίπα για να πέσουν τα υπολείμματα και πάτησε τις τελευταίες σπίθες του ταμπάκ με την μπότα του. Δεν θα ρίσκαρε να βάλει φωτιά στον κήπο· θα λαμπάδιαζε. Η ξηρασία. Ο αφύσικος καιρός. Κατάλαβε ότι είχε γυμνώσει τα δόντια σε μια άγρια, άηχη γκριμάτσα. Πρώτα θα καταπιανόταν με αυτά, για τα οποία ήξερε ότι μπορούσε να κάνει κάτι. Δυσκολεύτηκε να πάρει ήρεμη έκφραση προτού μπει μέσα.

Ο Ασμόντιαν, καλοντυμένος σαν άρχοντας, με ποτάμια δαντέλας στο λαιμό, έπαιζε ένα γλυκό σκοπό καθισμένος σ’ ένα σκαμνί στη γωνία, γέρνοντας στη σκούρα, αυστηρή επένδυση του τοίχου, σαν να άραζε αργόσχολα εκεί. Οι άλλοι που κάθονταν, πετάχτηκαν όρθιοι από τις καρέκλες τους όταν εμφανίστηκε ο Ραντ, και ξανακάθισαν μετά την κοφτή χειρονομία του. Ο Μάιλαν, ο Τορέαν και ο Άρακομ είχαν πιάσει σκαλιστές, επίχρυσες πολυθρόνες σε μια πλευρά του χρυσοκόκκινου χαλιού, καθένας με ένα νεαρό Δακρυνό άρχοντα πίσω του, όπως ακριβώς ήταν και οι Καιρχινοί από την απέναντι μεριά. Ο Ντομπραίν και ο Μαρίνγκιλ είχαν κι αυτοί από ένα αρχοντόπουλο πίσω τους, και το μπροστινό μέρος του κεφαλιού τους ήταν ξυρισμένο και πουδραρισμένο σαν του Ντομπραίν. Η Σελάντε, κατάχλωμη, στεκόταν δίπλα στον ώμο της Κολαβήρ, και ρίγησε όταν ο Ραντ την κοίταξε.

Συγκράτησε την έκφραση του και προχώρησε στο χαλί για να φτάσει τη δική του καρέκλα. Αυτή από μόνη της ήταν λόγος για να προσέχει την έκφρασή του. Ήταν ένα καινούριο δώρο από την Κολαβήρ και από τους άλλους δύο, φτιαγμένη στο Δακρυνό στυλ, όπως το φαντάζονταν. Πρέπει να του άρεσαν οι φανταχτεροί τρόποι των Δακρυνών· κυβερνούσε το Δάκρυ, τους είχε στείλει εδώ. Σμιλεμένοι Δράκοντες τη στήριζαν, που αστραφτοβολούσαν χρυσοκόκκινοι από τη λάκα και την επίστρωση, με μεγάλους ηλιόλιθους για τα χρυσαφένια μάτια τους. Δύο ακόμα σχημάτιζαν τα μπράτσα, ενώ άλλοι σκαρφάλωναν στη ράχη της καρέκλας. Αμέτρητοι τεχνίτες πρέπει να είχαν δουλέψει χωρίς ύπνο από την άφιξη του για να προλάβουν να την κατασκευάσουν. Ένιωθε σαν βλάκας όταν καθόταν εκεί. Η μουσική του Ασμόντιαν είχε αλλάξει· τώρα είχε ένα μεγαλόπρεπο ήχο, σαν θριαμβευτικό εμβατήριο.

Όμως υπήρχε ακόμα μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα στα μαύρα Καιρχινά μάτια που τον παρακολουθούσαν, μια επιφυλακτικότητα που καθρεφτιζόταν και στους Δακρυνούς. Υπήρχε και προτού βγει ο Ραντ έξω. Ίσως, προσπαθώντας να εκμαιεύσουν την εύνοιά του, είχαν κάνει ένα λάθος, το οποίο μόλις τώρα αντιλαμβάνονταν. Όλοι είχαν προσπαθήσει να αγνοήσουν το τι ήταν ο Ραντ, να προσποιηθούν ότι ήταν απλώς ένας νεαρός άρχοντας που τους είχε κατακτήσει, που μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν, να τον χειραγωγήσουν. Αυτή η καρέκλα —αυτός ο θρόνος― τους έδειχνε κατάμουτρα ποιος και τι στ’ αλήθεια ήταν ο Ραντ.

«Μετακινήθηκαν οι στρατιώτες σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, Άρχοντα Ντομπραίν;» Η μουσική της άρπας έσβησε όταν άνοιξε το στόμα του, καθώς ο Ασμόντιαν φάνηκε να αφοσιώνεται στο να την καμαρώνει.

Ο άνδρας με το τραχύ πρόσωπο χαμογέλασε βλοσυρά. «Μάλιστα, Άρχοντα Δράκοντα». Τίποτα παραπάνω. Ο Ραντ δεν έτρεφε την ψευδαίσθηση πως ο Ντομπραίν τον συμπαθούσε περισσότερο από τους άλλους ή, ακόμα, πως δεν θα φρόντιζε να εκμεταλλευτεί ό,τι μπορούσε προς όφελός του, όμως ο Ντομπραίν έμοιαζε έτοιμος να τηρήσει τον όρκο που είχε δώσει. Οι πολύχρωμες διακοσμητικές σχισμές στο στήθος του σακακιού του είχαν φθαρεί από το προστήθιο που φορούσε από πάνω.

Ο Μαρίνγκιλ έκατσε λίγο πιο μπροστά στην καρέκλα του, λιγνός σαν κλαρί και ψηλός για Καιρχινό, με άσπρα μαλλιά που σχεδόν άγγιζαν τους ώμους του. Το μέτωπό του δεν ήταν ξυρισμένο και το σακάκι του, με ρίγες που έφταναν σχεδόν ως τα γόνατά του, δεν έδειχνε φθαρμένο. «Αυτούς τους άνδρες τους χρειαζόμαστε εδώ, Άρχοντα Δράκοντα». Τα μάτια του Χωκ άγγιξαν ανοιγοκλείνοντας τον επίχρυσο θρόνο, εστίασαν ξανά στον Ραντ. «Υπάρχουν ακόμα πολλοί ληστές που λυμαίνονται την περιοχή». Ανακάθισε ξανά, για να μη χρειαστεί να κοιτάξει τους Δακρυνούς. Ο Μάιλαν και οι άλλοι δύο χαμογελούσαν αχνά.

«Έβαλα Αελίτες να κυνηγούν τους επιδρομείς», είπε ο Ραντ. Είχαν εντολές να μαζέψουν όσους ληστές έβρισκαν στο δρόμο τους. Και να μην πάνε ψάχνοντας. Ακόμα και οι Αελίτες δεν μπορούσαν να ψάχνουν για ληστές και ταυτόχρονα να προχωρούν γρήγορα. «Έμαθα ότι πριν από τρεις μέρες, τα Σκυλιά της Πέτρας σκότωσαν σχεδόν διακόσιους κοντά στο Μορέλ». Αυτό βρισκόταν κοντά στα νότια σύνορα που διεκδικούσαν οι Καιρχινοί τα τελευταία χρόνια, στα μισά του δρόμου προς τον ποταμό Ιράλελ. Δεν υπήρχε λόγος να αποκαλύψει σ’ αυτή τη συντροφιά ότι οι Αελίτες μπορεί να είχαν φτάσει τώρα στο ποτάμι. Μπορούσαν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις πιο γρήγορα από έφιππους.

Ο Μαρίνγκιλ επέμεινε, σμίγοντας τα φρύδια με ανησυχία. «Υπάρχει κι άλλος λόγος. Η μισή γη μας δυτικά του Αλγκουένυα είναι στα χέρια του Άντορ». Κοντοστάθηκε. Όλοι ήξεραν ότι ο Ραντ είχε μεγαλώσει στο Άντορ· δέκα φήμες έλεγαν ότι ήταν γιος του τάδε ή του δείνα Αντορινού Οίκου, ακόμα και γιος της ίδιας της Μοργκέις, που ή τον είχαν εξορίσει επειδή μπορούσε να διαβιβάσει ή το είχε σκάσει επειδή θα τον ειρήνευαν. Ο Μαρίνγκιλ συνέχισε σαν να περπατούσε με τα μάτια δεμένα, ξυπόλητος, στις μύτες των ποδιών, ανάμεσα σε εγχειρίδια. «Η Μοργκέις δεν δείχνει να ζητά περισσότερα προς το παρόν, όμως αυτά που ήδη έχει πρέπει να τα πάρουμε πίσω. Οι αγγελιοφόροι της μάλιστα διακήρυξαν ότι έχει δικαίωμα στο―» Σταμάτησε απότομα. Κανείς τους δεν ήξερε για ποιον προόριζε ο Ραντ το Θρόνο του Ήλιου. Ίσως τον ήθελε για τη Μοργκέις.

Το σκοτεινό βλέμμα της Κολαβήρ είχε ξαναβάλει τον Ραντ στη ζυγαριά· σήμερα δεν έλεγε πολλά. Δεν θα μιλούσε, παρά μόνο όταν μάθαινε γιατί είχε χλωμιάσει έτσι η Σελάντε.

Ξαφνικά ο Ραντ ένιωσε κουρασμένος, από τους ευγενείς που χρονοτριβούσαν, από τους ελιγμούς του Ντάες Νταε’μαρ. «Θα φροντίσω για τις Αντορινές διεκδικήσεις επί της Καιρχίν όταν θα είμαι έτοιμος. Οι στρατιώτες που λέμε θα πάνε στο Δάκρυ. Θα ακολουθήσεις το καλό παράδειγμα που δίνει ο Υψηλός Άρχοντας Μάιλαν με την υπακοή του, και δεν θέλω να ξανακούσω γι’ αυτό». Στράφηκε προς τους Δακρυνούς. «Δίνεις το καλό παράδειγμα, Μάιλαν, σωστά; Κι εσύ, Άρακομ; Αν πάρω τ’ άλογο και βγω έξω αύριο, δεν θα βρω χίλιους Υπερασπιστές της Πέτρας στρατοπεδευμένους δέκα μίλια νότια που υποτίθεται ότι έχουν πάρει το δρόμο για το Δάκρυ εδώ και δύο μέρες, ε; Ούτε θα βρω δύο χιλιάδες ενόπλους από Δακρυνούς Οίκους;»

Τα αχνά χαμόγελα έσβηναν με κάθε λέξη. Ο Μάιλαν μαρμάρωσε, με τα μαύρα μάτια του να λαμπυρίζουν, και το στενό πρόσωπο του Άρακομ χλώμιασε, αν και ήταν δύσκολο να πεις αν ήταν από θυμό ή φόβο. Ο Τορέαν σκούπισε το κακομούτσουνο πρόσωπό του με ένα μεταξωτό μαντήλι που έβγαλε από το μανίκι του. Ο Ραντ κυβερνούσε το Δάκρυ και σκόπευε να συνεχίσει να το κυβερνά· το Καλαντόρ, χωμένο στην Καρδιά της Πέτρας, το αποδείκνυε. Γι’ αυτό δεν είχαν διαμαρτυρηθεί που είχε στείλει Καιρχινούς στρατιώτες στο Δάκρυ. Πίστευαν ότι θα δημιουργούσαν καινούριες περιουσίες εδώ, ίσως καινούρια βασίλεια, μακριά από εκεί που κυβερνούσε.

«Δεν θα βρεις, Άρχοντα Δράκοντα», είπε τελικά ο Μάιλαν. «Αύριο θα έρθω μαζί σου για να δεις με τα ίδια σου τα μάτια».

Ο Ραντ δεν αμφέβαλλε. Ένας καβαλάρης θα έφευγε όσο πιο σύντομα μπορούσε να το κανονίσει ο Μάιλαν, και αύριο εκείνοι οι στρατιώτες θα ήταν μακριά από κει, στο δρόμο προς το Δάκρυ. Αυτό του αρκούσε του Ραντ. Προς το παρόν. «Τελείωσα, λοιπόν. Μπορείτε να με αφήσετε».

Μερικοί τινάχτηκαν από την έκπληξη, κρύβοντάς την τόσο γρήγορα που θα ’λεγε ότι το είχε φανταστεί, και μετά όλοι σηκώθηκαν, με υποκλίσεις και με γονυκλισίες, ενώ η Σελάντε και οι νεαροί άρχοντες έκαναν βήματα προς τα πίσω. Περίμεναν περισσότερα. Η ακρόαση του Αναγεννημένου Δράκοντα κρατούσε πάντα πολύ και ήταν βασανιστική κατά τη γνώμη τους, καθώς τους έστρεφε αποφασιστικά προς την κατεύθυνση που ήθελε ο ίδιος να πάρουν, άλλοτε διακηρύσσοντας ότι κανείς Δακρυνός δεν θα διεκδικούσε εδάφη στην Καιρχίν χωρίς γάμο με έναν Καιρχινό Οίκο, άλλοτε αρνούμενος να επιτρέψει την εκδίωξη των Προπυλιανών, και άλλοτε επικυρώνοντας και για τους ευγενείς κάποιους νόμους που δεν είχαν ισχύσει ποτέ γι’ αυτούς, παρά μόνο για απλούς θνητούς.

Το βλέμμα του για μια στιγμή ακολούθησε τη Σελάντε. Δεν ήταν η πρώτη το τελευταίο δεκαήμερο. Ούτε και η δέκατη, ούτε ακόμα και η εικοστή. Είχε μπει στον πειρασμό, τουλάχιστον αρχικά. Όταν απέρριψε τη λεπτή, ευθύς αμέσως την είχε αντικαταστήσει μια παχουλή, όπως επίσης την ψηλή και τη μελαψή, για τα μέτρα των Καιρχινών, τις είχαν αντικαταστήσει μια κοντή και μια ξανθιά. Μια συνεχής έρευνα για τη γυναίκα που θα τον ευχαριστούσε. Οι Κόρες έδιωχναν εκείνες που προσπαθούσαν να τρυπώσουν στα διαμερίσματά του τις νύχτες, σταθερά αλλά πιο ευγενικά απ’ όσο είχε μεταχειριστεί η Αβιέντα τη μία που είχε πιάσει. Η Αβιέντα προφανώς αντιμετώπιζε με σχεδόν θανάσιμη σοβαρότητα το ότι ο Ραντ ήταν ιδιοκτησία της Ηλαίην. Όμως με την Αελίτικη αίσθηση του χιούμορ που διέθετε, έμοιαζε να ικανοποιείται βασανίζοντάς τον· είχε δει την ικανοποίηση στο πρόσωπό της, όταν αυτή είχε αρχίσει να ξεντύνεται για να κοιμηθεί και εκείνος δυσανασχετώντας είχε κρύψει το πρόσωπό του. Έτσι, ο Ραντ θα απεχθανόταν τη θανάσιμη σοβαρότητά της, αν δεν είχε καταλάβει αμέσως τι κρυβόταν πίσω από κείνη τη σειρά των όμορφων νεαρών.

«Αρχόντισσα Κολαβήρ».

Εκείνη ακινητοποιήθηκε μόλις άκουσε το όνομά της, με μια έκφραση ψύχραιμη και γαλήνια κάτω από τον περίτεχνο πύργο από μελαχρινές μπούκλες. Η Σελάντε δεν είχε άλλη επιλογή από το να μείνει μαζί της, αν και ήταν απρόθυμη να μείνει όσο οι άλλοι ήταν απρόθυμοι να φύγουν. Ο Μάιλαν και ο Μαρίνγκιλ υποκλίθηκαν και έφυγαν τελευταίοι, προσηλωμένοι στην Κολαβήρ, προσπαθώντας να καταλάβουν γιατί την είχε καλέσει να μείνει, ώστε δεν συνειδητοποίησαν ότι προχωρούσαν πλάι-πλάι. Τα μάτια τους ήταν ολόιδια, μαύρα και απειλητικά.

Η σκούρα πόρτα έκλεισε. «Η Σελάντε είναι πολύ όμορφη κοπέλα», είπε ο Ραντ. «Αλλά μερικοί προτιμούν την παρέα μιας πιο ώριμης... πιο έμπειρης γυναίκας. Θα δειπνήσεις μόνη μαζί μου απόψε, όταν σημάνει η Δεύτερη Αγρύπνια. Θα περιμένω αυτή την ευχάριστη στιγμή με ανυπομονησία». Της έκανε νόημα να φύγει, προτού αυτή πει κάτι, αν μπορούσε να πει. Η έκφραση της δεν άλλαξε, όμως η γονυκλισία της ήταν λιγάκι ασταθής, Η Σελάντε φαινόταν κατάπληκτη. Και απείρως ανακουφισμένη.

Όταν η πόρτα ξανάκλεισε, πίσω από τις δύο γυναίκες, ο Ραντ έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε. Το γέλιο ήταν σκληρό, κοροϊδευτικό. Είχε μπουχτίσει το Παιχνίδι των Οίκων, έτσι το έπαιζε χωρίς να το σκέφτεται. Είχε αηδιάσει με τον εαυτό του που είχε φοβίσει μια γυναίκα, γι’ αυτό λοιπόν είχε φοβίσει άλλη μια. Ήταν αρκετός λόγος για να γελάσει. Η Κολαβήρ ήταν εκείνη που στεκόταν πίσω από αυτή τη σειρά των γυναικών που έπεφταν στα πόδια του. Αν η Κολαβήρ έβρισκε ένα ταίρι για τον Άρχοντα Δράκοντα, μια νεαρή που θα μπορούσε να της κινεί τα νήματα, θα είχε κι ένα νήμα δεμένο γερά στον Ραντ. Όμως άλλη ήταν η γυναίκα που προόριζε να τη ρίξει στο κρεβάτι και ίσως να την παντρέψει με τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Τώρα, η Κολαβήρ θα ίδρωνε ώρες ολόκληρες μέχρι να φτάσει η Δεύτερη Αγρύπνια. Η αρχόντισσα πρέπει να ήξερε ότι ήταν όμορφη, αν και όχι καλλονή, και, εφόσον ο Ραντ απέρριπτε όλες τις νεαρές που του έστελνε, ίσως το έκανε επειδή ήθελε μια που να είναι περίπου δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερή τους. Και θα ήξερε μέσα της ότι δεν θα τολμούσε να πει όχι στον άνδρα που είχε την Καιρχίν στη γροθιά του. Όταν πια ερχόταν το βράδυ, θα ήταν υποχωρητική, θα σταματούσε αυτή τη βλακεία. Η Αβιέντα πιθανότατα θα έκοβε το λαιμό όποια γυναίκας έβρισκε στο κρεβάτι του· εκτός αυτού, ο Ραντ δεν είχε καιρό γι’ αυτές τις φοβισμένες περιστερές που ήθελαν να θυσιαστούν για την Καιρχίν και για την Κολαβήρ. Τον περίμεναν τόσα προβλήματα και δεν είχε χρόνο.

Φως μου, τι γίνεται, αν η Κολαβήρ αποφασίσει ότι αξίζει η θυσία; Δεν ήταν απίθανο. Είχε πάγο στις φλέβες της. Τότε θα φροντίσω να παγώσει από το φόβο. Δεν θα ήταν δύσκολο. Ένιωθε το σαϊντίν ως κάτι λίγο πέρα από τα όρια της όρασής του. Ένιωθε το μόλυσμα μέσα του. Μερικές φορές, του φαινόταν πως ό,τι ένιωθε ήταν το μόλυσμα μέσα του πια, τα κατακάθια που άφηνε το σαϊντίν.

Κατάλαβε ότι αγριοκοίταζε τον Ασμόντιαν. Ο άνθρωπος έμοιαζε να τον μελετά, με ανέκφραστο πρόσωπο. Η μουσική ξανάρχισε, σαν νερό που κελαρύζει σε βράχια, κατευναστική. Ώστε χρειαζόταν κατευνασμό, ε;

Η πόρτα άνοιξε δίχως να ακουστεί χτύπος, και η Μουαραίν, η Εγκουέν και η Αβιέντα μπήκαν μαζί, με τα Αελίτικα ρούχα των νεότερων γυναικών να πλαισιώνουν τα ανοιχτογάλανα της Άες Σεντάι. Για κάθε άλλον, ακόμα και για τον Ρούαρκ ή για έναν άλλο αρχηγό που ήταν ακόμα κοντά στην πόλη, ή για άλλη μια αντιπροσωπεία Σοφών, μια Κόρη θα είχε μπει να τους αναγγείλει. Αυτές τις τρεις οι Κόρες τις έστελναν ευθεία μέσα, ακόμα κι αν ο Ραντ έκανε μπάνιο. Η Εγκουέν έριξε μια ματιά στον «Νατάελ» κι έκανε ένα μορφασμό, και η μελωδία έγινε πιο σιγανή, και για μια στιγμή περίπλοκη, σχεδόν χορός, προτού κατασταλάξει και γίνει κάτι που έμοιαζε με την ανάσα της αύρας. Ο άνθρωπος είχε ένα στραβό χαμόγελο, στραμμένο στην άρπα του.

«Μένω έκπληκτος που σε βλέπω, Εγκουέν», είπε ο Ραντ. Ανέβασε το πόδι του στο μπράτσο της καρέκλας. «Πόσο είναι ― έξι μέρες που με αποφεύγεις; Μου ’φερες κι άλλα καλά νέα; Μήπως ο Μασέμα λεηλάτησε το Αμαντορ στο όνομά μου; Ή μήπως αυτές οι Άες Σεντάι, που λες ότι με υποστηρίζουν, αποδείχθηκε πως ήταν του Μαύρου Άτζα; Όπως πρόσεξες, δεν ρωτώ ποιες είναι και πού βρίσκονται. Δεν ρωτώ καν πώς το ξέρεις. Δεν σου ζητώ να αποκαλύψεις μυστικά των Λες Σεντάι ή μυστικά των Σοφών ή ό,τι άλλο είναι. Απλώς δώσε μου τα ψίχουλα που είσαι διατεθειμένη να μου δώσεις, και άσε εμένα να ανησυχώ μήπως αυτά που δεν θέλεις να μου πεις καταλήξουν να με μαχαιρώσουν μέσα στη νύχτα».

Εκείνη τον κοίταξε γαλήνια. «Ξέρεις ό,τι χρειάζεται να ξέρεις. Και δεν θα σου πω αυτά που δεν χρειάζεται να ξέρεις». Αυτό είχε πει πριν από έξι μέρες. Ήταν εξίσου Άες Σεντάι με τη Μουαραίν, παρ’ όλο που η μια φορούσε Αελίτικα ενδύματα και η άλλη ανοιχτογάλανο μετάξι.

Η Αβιέντα δεν είχε τίποτα το γαλήνιο. Προχώρησε και στάθηκε ώμο με ώμο πλάι στην Εγκουέν, και τα πράσινα μάτια της άστραψαν, ενώ η ράχη της ήταν ίσια σαν σιδερένια βέργα. Ο Ραντ σχεδόν ξαφνιάστηκε που δεν πήγε δίπλα τους και η Μουαραίν για να τον αγριοκοιτάξουν και οι τρεις μαζί. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο όρκος που είχε δώσει να τον υπακούει της άφηνε μεγάλο περιθώριο για ελιγμούς και οι τρεις τους έμοιαζαν να έχουν στενέψει τις σχέσεις τους μετά τον τσακωμό του με την Εγκουέν. Όχι ότι ήταν κάποιος σπουδαίος τσακωμός· δεν μπορείς να τσακωθείς καλά με μια γυναίκα που σε κοιτάζει με ψυχρό βλέμμα, δεν υψώνει τη φωνή της και, μετά την πρώτη άρνηση της να απαντήσει, κάνει ότι δεν σε ακούει όταν ξαναρωτάς.

«Τι θέλεις;» είπε.

«Αυτά ήρθαν για σένα, μέσα στην τελευταία ώρα», είπε η Μουαραίν, δίνοντάς του δύο διπλωμένα γράμματα. Η φωνή της έμοιαζε να ταιριάζει με το σκοπό του Ασμόντιαν που θύμιζε καμπανούλες.

Ο Ραντ σηκώθηκε και τα πήρε καχύποπτα. «Αν είναι για μένα, πώς και βρίσκονται στα χέρια σου;» Το ένα απευθυνόταν στον «Ραντ αλ’Θόρ» με ακριβή, γωνιώδη γραφικό χαρακτήρα, και το άλλο στον «Αναγεννημένο Άρχοντα Δράκοντα» με ρέοντα αλλά σαφή γράμματα. Οι σφραγίδες ήταν άθικτες. Τα ξανακοίταξε και ανοιγόκλεισε τα μάτια. Οι δύο σφραγίδες έμοιαζαν να είναι από το ίδιο κόκκινο κερί, η μία έφερε το αποτύπωμα της Φλόγας της Ταρ Βάλον, η άλλη έναν πύργο πάνω σε κάτι, το οποίο ο Ραντ αναγνώρισε ότι ήταν το νησί της Ταρ Βάλον.

«Ίσως ο λόγος είναι το από πού προέρχονται», απάντησε η Μουαραίν, «και από ποιους». Δεν ήταν εξήγηση, αλλά δεν θα του έλεγε τίποτα παραπάνω, εκτός αν το απαιτούσε. Ακόμα και τότε, θα έπρεπε να τη σπρώχνει βήμα το βήμα. Κρατούσε τον όρκο της, αλλά με το δικό της τρόπο. «Δεν υπάρχουν δηλητηριασμένες βελόνες στο βουλοκέρι. Ούτε και υφασμένες παγίδες».

Αυτός κοντοστάθηκε, με τον αντίχειρα πάνω στη Φλόγα της Ταρ Βάλον —δεν του είχαν περάσει αυτά από το νου― και μετά την έσπασε. Άλλη μια κόκκινη Φλόγα βρισκόταν δίπλα στην υπογραφή της Ελάιντα ντο Αβρινύ α’Ρόιχαν, που ήταν γραμμένη βιαστικά πάνω από τους τίτλους της. Τα υπόλοιπα ήταν γραμμένα με τα γωνιώδη γράμματα.

Δεν μπορεί κανείς ν’ αρνηθεί πως εσύ είσαι αυτός που αναγγέλλει η προφητεία, όμως πολλοί θα προσπαθήσουν να σε εξοντώσουν για ό,τι άλλο είσαι. Για χάρη του κόσμου, αυτό δεν μπορεί να επιτραπεί. Δύο έθνη γονάτισαν μπροστά σου, όπως επίσης και οι βάρβαροι Αελίτες, αλλά η δύναμη των θρόνων είναι σκόνη μπροστά στη Μία Δύναμη. Ο Λευκός Πύργος θα σου προσφέρει καταφύγιο και προστασία από εκείνους που αρνούνται να δουν αυτό που πρέπει να γίνει. Ο Λευκός Πύργος θα φροντίσει να ζήσεις και να δεις την Τάρμον Γκάι’ντον. Κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Μια αποστολή Άες Σεντάι θα έρθει για να σε φέρει στην Ταρ Βάλον με την τιμή και το σεβασμό που δικαιούσαι. Αυτό σου το ορκίζομαι.

«Ούτε καν ρωτάει», είπε ειρωνικά. Θυμόταν καλά την Ελάιντα, παρ’ όλο που την είχε συναντήσει μονάχα μια φορά. Ήταν μια γυναίκα τόσο σκληρή, που μπροστά της η Μουαραίν έμοιαζε με γατάκι. Η «τιμή και ο σεβασμός» που δικαιούταν. Θα έβαζε στοίχημα ότι η συνοδεία των Άες Σεντάι αριθμούσε κατά τύχη δεκατρείς γυναίκες.

Ξαναδίνοντας την επιστολή της Ελάιντα στη Μουαραίν, άνοιξε την άλλη. Η σελίδα είχε τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα με την προσφώνηση.

Μ’ όλο το σεβασμό, ικετεύω ταπεινά να παρουσιαστώ στον λαμπρό Αναγεννημένο Άρχοντα Δράκοντα, τον οποίο το Φως ευλογεί ως σωτήρα του κόσμου.

Όλος ο κόσμος πρέπει να σε κοιτά με δέος, εσένα που κατέκτησες την Καιρχίν μέσα σε μια μέρα, όπως έκανες και με το Δάκρυ. Όμως πρέπει να προφυλαχθείς, σε εκλιπαρώ, διότι το θάμβος σου θα προκαλέσει φθόνο, ακόμα και σε εκείνους που δεν μοχθούν για τη Σκιά. Ακόμα κι εδώ, στον Λευκό Πύργο, υπάρχουν τυφλοί που δεν βλέπουν την πραγματική σου λάμψη, η οποία θα μας φωτίσει όλους. Μάθε όμως ότι κάποιοι αγαλλιούν με τον ερχομό σου και θα ευφρανθούν υπηρετώντας τη δόξα σου. Δεν είμαστε αυτοί που θα έκλεβαν την αίγλη σου για μας, αλλά εκείνοι που θα γονατίσουν για να δεχθούν την ακτινοβολία σου. Θα σώσεις τον κόσμο, σύμφωνα με τις Προφητείες, και ο κόσμος θα είναι δικός σου.

Προς όνειδός μου, πρέπει να σε ικετεύσω να μην δει κανείς άλλος αυτά τα λόγια και να τα καταστρέψεις μόλις τα διαβάσεις. Στέκω, γυμνή χωρίς την προστασία σου, ανάμεσα σε κάποιες που θα ήθελαν να σφετεριστούν την εξουσία σου, και δεν ξέρω ποιοι γύρω σου είναι το ίδιο πιστοί μ’ εμένα. Έχω ακούσει ότι η Μουαραίν Ντέημοντρεντ ίσως είναι μαζί σου. Μπορεί να σε υπηρετεί με αφοσίωση, υπακούγοντας τα λόγια σου σαν να ’ναι νόμος, όπως θα κάνω κι εγώ, όμως δεν μπορώ να ξέρω, διότι τη θυμάμαι σαν μια μυστικοπαθή γυναίκα, που αρέσκεται στις πλεκτάνες, όπως συνηθίζουν οι Καιρχινοί. Όμως, ακόμα κι αν πιστεύεις ότι είναι πιστό πλάσμα, όσο κι εγώ, σε ικετεύω να κρατήσεις μυστική τούτη την επιστολή ακόμα κι απ’ αυτήν.

Η ζωή μου κρέμεται από τα δάχτυλά σου, Αναγεννημένε Άρχοντα Δράκοντα, κι εγώ είμαι υπηρέτριά σου.

Αλβιάριν Φράιντχεν

Ο Ραντ το ξαναδιάβασε, βλεφαρίζοντας, και μετά το έδωσε στη Μουαραίν. Εκείνη μόλις που διέτρεξε με το βλέμμα τη σελίδα προτού τη δώσει στην Εγκουέν, που είχε σκύψει πάνω από το άλλο γράμμα με την Αβιέντα. Μήπως η Μουαραίν ήδη ήξερε τι περιείχαν;

«Καλά που έδωσες τον όρκο σου», είπε ο Ραντ. «Έτσι όπως ήσουν κάποτε, κρατώντας κρυφά τα πάντα, μπορεί να σε υποψιαζόμουν τώρα. Καλά που τώρα είσαι πιο ομιλητική». Εκείνη δεν αντέδρασε. «Τι νόημα βγάζεις;»

«Πρέπει να άκουσε για τα φουσκωμένα μυαλά σου», είπε μαλακά η Εγκουέν. Μάλλον δεν το είχε πει για να το ακούσει ο Ραντ. Κούνησε το κεφάλι της και είπε με πιο δυνατή φωνή, «Δεν μου μοιάζει καθόλου να είναι η Αλβιάριν».

«Είναι ο δικός της γραφικός χαρακτήρας», είπε η Μουαραίν. «Τι νόημα βγάζεις εσύ, Ραντ;»

«Νομίζω ότι υπάρχει ένα σχίσμα στον Πύργο, είτε το ξέρει η Ελάιντα είτε όχι. Να θεωρήσω ότι οι Άες Σεντάι, όπως δεν μπορούν να πουν ψέμα, δεν μπορούν επίσης να γράψουν κάτι που είναι ψέμα;» Η Άες Σεντάι ένευσε, όμως αυτός δεν είχε σταματήσει να μιλάει. «Αν η Αλβιάριν τα έλεγε με λιγότερες φιοριτούρες, ίσως πίστευα ότι οι δυο τους συνεργάζονται για να με παρασύρουν. Δεν μπορώ να φανταστώ την Ελάιντα να σκέφτεται καν αυτά που έγραψε η Αλβιάριν, και δεν φαντάζομαι ότι θα είχε κοντά εν γνώσει της μια Τηρήτρια που θα τα έγραφε».

«Δεν θα το κάνεις», είπε η Αβιέντα, με το γράμμα της Ελάιντα τσαλακωμένο στο χέρι της. Δεν ήταν ερώτηση.

«Δεν είμαι βλάκας».

«Μερικές φορές δεν είσαι», είπε εκείνη δύστροπα και το έκανε να φανεί ακόμα χειρότερο υψώνοντας ερωτηματικά το φρύδι προς την Εγκουέν, η οποία το συλλογίστηκε μια στιγμή και μετά σήκωσε τους ώμους.

«Βλέπεις τίποτα άλλο;» ρώτησε η Μουαραίν.

«Βλέπω κατασκόπους του Λευκού Πύργου», της είπε στεγνά. «Ξέρουν ότι πήρα την πόλη». Για δύο τουλάχιστον μέρες μετά τη μάχη, μόνο ένα περιστέρι θα ξέφευγε από τους Σάιντο προς το βορρά. Ακόμα κι ένας καβαλάρης ο οποίος ήξερε πού να αλλάξει άλογα, κάτι που δεν ήταν σίγουρο μεταξύ Καιρχίν και Ταρ Βάλον, δεν θα έφτανε στον Πύργο εγκαίρως, ώστε να έχουν έρθει σήμερα αυτές οι επιστολές.

Η Μουαραίν χαμογέλασε. «Μαθαίνεις γρήγορα. Μια χαρά θα τα πας». Για μια στιγμή, φάνηκε να τον κοιτάζει στοργικά. «Τι θα κάνεις γι’ αυτό;»

«Τίποτα, απλώς θα φροντίσω η “συνοδεία” της Ελάιντα να μη με πλησιάσει πιο κοντά από ένα μίλι». Οι δεκατρείς πιο αδύναμες Άες Σεντάι θα μπορούσαν να τον νικήσουν, αν ήταν συνδεμένες, και μάλλον η Ελάιντα δεν θα έστελνε τις πιο αδύναμες που είχε. «Αυτό, κι επίσης θα έχω υπ’ όψιν μου ότι ο Πύργος μαθαίνει τι κάνω μια μέρα αφότου το κάνω. Τίποτα παραπάνω μέχρι να μάθω περισσότερα. Μήπως η Αλβιάριν είναι μια από τις μυστηριώδεις φίλες σου, Εγκουέν;»

Εκείνη δίστασε κι ο Ραντ αναρωτήθηκε αν είχε πει στη Μουαραίν περισσότερα απ’ όσα είχε πει σ’ αυτόν. Φύλαγε μυστικά των Άες Σεντάι ή των Σοφών; Στο τέλος, η Εγκουέν είπε απλά, «Δεν ξέρω».

Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα, και η Σομάρα έχωσε το ξανθοκίτρινο κεφάλι της στο δωμάτιο. «Ήρθε ο Μάτριμ Κώθον, Καρ’α’κάρν. Λέει ότι τον ζήτησες».

Τέσσερις ώρες πριν, αμέσως μόλις είχε ακούσει ότι ο Ματ είχε ξαναγυρίσει στην πόλη. Τι δικαιολογία θα έβρισκε αυτή τη φορά; Ήταν καιρός να τελειώνει μ’ αυτές τις δικαιολογίες. «Μείνετε», είπε στις γυναίκες. Οι Σοφές τάραζαν τον Ματ σχεδόν όσο και οι Άες Σεντάι· αυτές οι τρεις θα τον έκαναν να χάσει την ψυχραιμία του. Ο Ραντ δεν σκέφτηκε δεύτερη φορά ότι τις χρησιμοποιούσε. Θα χρησιμοποιούσε και τον Ματ επίσης. «Στείλ’ τον μέσα», Σομάρα».

Ο Ματ μπήκε με αγέρωχο βήμα στο δωμάτιο, χαμογελώντας πλατιά, λες και ήταν κοινή αίθουσα σε πανδοχείο. Το πράσινο σακάκι του ήταν ανοιχτό και τα μισά κορδόνια του πουκάμισου του ήταν λυμένα, φανερώνοντας την ασημένια αλεπουδοκεφαλή που κρεμόταν στο ιδρωμένο στέρνο του, όμως, παρά τη ζέστη, το σκούρο μεταξωτό μαντήλι ήταν τυλιγμένο γύρω από το λαιμό του για να κρύψει την ουλή του απαγχονισμού. «Συγγνώμη που άργησα τόσο. Ήταν κάτι Καιρχινοί που νόμιζαν ότι ξέρουν να παίζουν χαρτιά. Δεν ξέρει τίποτα πιο ζωηρό αυτός;» ρώτησε, κάνοντας ένα κοφτό νεύμα με το κεφάλι προς τον Ασμόντιαν.

«Απ’ ό,τι άκουσα», είπε ο Ραντ, «όλοι οι νεαροί που μπορούν να πιάσουν σπαθί θέλουν να μπουν στην Ομάδα του Κόκκινου Χεριού. Ο Ταλμέηνς και ο Ναλέσεν αναγκάζονται να διώχνουν πλήθη ολόκληρα. Και ο Ντήριντ διπλασίασε τον αριθμό των πεζών του».

Ο Ματ στάθηκε για μια στιγμή και μετά, ολοκληρώνοντας την κίνηση του, κάθισε στην καρέκλα που πριν είχε καθίσει ο Άρακομ. «Είναι αλήθεια. Γεροί, ενθουσιώδεις... νεαροί που θέλουν να γίνουν ήρωες».

«Η Ομάδα του Κόκκινου Χεριού», μουρμούρισε η Μουαραίν. «Σεν αν Κάλχαρ. Μια πραγματικά θρυλική ομάδα ηρώων, αν και οι άνδρες που την απάρτιζαν πρέπει να άλλαξαν πολλές φορές σ’ έναν πόλεμο που κράτησε πάνω από τριακόσια χρόνια. Λέγεται ότι ήταν οι τελευταίοι που σκότωσαν οι Τρόλοκ, καθώς φρουρούσαν τον ίδιο τον Ήμον, όταν αφανίστηκε η Μανέθερεν. Ο θρύλος λέει ότι μια πηγή άνοιξε εκεί που έπεσαν, για να δείχνει τον τόπο του θανάτου τους, αλλά εγώ πιστεύω πως η πηγή ήταν ήδη εκεί».

«Πού να ξέρω εγώ;» Ο Ματ άγγιξε το μενταγιόν με την αλεπουδοκεφαλή και η φωνή του δυνάμωσε. «Κάποιος βλάκας βρήκε κάπου το όνομα και όλοι άρχισαν να το λένε».

Η Μουαραίν έριξε μια ματιά στο μενταγιόν και μετά το διέγραψε από την προσοχή της. Η μικρή γαλάζια πέτρα που κρεμόταν στο μέτωπό της έμοιαζε να πιάνει το φως και να λάμπει, αν και οι γωνίες ήταν λάθος. «Φαίνεται πως είσαι πολύ γενναίος, Ματ». Το είπε ανέκφραστα, και η σιωπή που έπεσε έκανε το πρόσωπό του να σκληρύνει. «Πολύ γενναίος», του είπε τελικά, «που οδήγησες το Σεν αν Κάλχαρ πέρα από τον Αλγκουένυα και νότια εναντίον των Αντοριτών. Ακόμα πιο γενναίος απ’ όσο δείχνει αυτό, επειδή υπάρχουν φήμες ότι πήγες μόνος για ανίχνευση, και ο Ταλμέηνς και ο Ναλέσεν χρειάστηκε να καλπάσουν σκληρά για να σε προφτάσουν». Η Εγκουέν ξεφύσηξε δυνατά στο βάθος. «Δεν είναι καθόλου φρόνιμο αυτό για έναν νεαρό άρχοντα που οδηγεί τους άνδρες του».

Το χείλος του Ματ στράβωσε. «Δεν είμαι άρχοντας. Σέβομαι τον εαυτό μου».

«Μα είσαι πολύ γενναίος», είπε η Μουαραίν, σαν να μην είχε μιλήσει εκείνος. «Τα καραβάνια με τις προμήθειες των Αντοριτών κάηκαν, τα προχωρημένα φυλάκιά τους καταστράφηκαν. Και επίσης, τρεις μάχες. Τρεις μάχες και τρεις νίκες. Δίχως πολλές απώλειες μεταξύ των ανδρών σου, παρ’ όλο που υστερούσατε αριθμητικά». Η Μουαραίν άγγιξε ένα σχίσιμο στον ώμο του σακακιού του κι αυτός βυθίστηκε όσο μπορούσε πιο χαμηλά στην καρέκλα. «Σε τραβούν οι μάχες ή μήπως τις τραβάς εσύ; Σχεδόν ξαφνιάζομαι που ξαναγύρισες. Από τις ιστορίες που λέγονται, μπορεί να απωθούσες τους Αντορίτες πέρα από τον Ερίνιν, αν είχες μείνει».

«Νομίζεις ότι είναι αστείο;» αγρίεψε ο Ματ. «Αν έχεις κάτι να πεις, πες το. Παίξε όσο θέλεις τη γάτα, αλλά εγώ δεν είμαι ποντίκι». Για μια στιγμή, το βλέμμα του πετάχτηκε στην Εγκουέν και στην Αβιέντα, που παρακολουθούσαν με τα χέρια σταυρωμένα, κι άγγιξε ξανά την ασημένια αλεπουδοκεφαλή. Σίγουρα αναρωτιόταν. Το μενταγιόν είχε εμποδίσει να τον αγγίξει η διαβίβαση μιας γυναίκας. Θα εμπόδιζε τρεις;

Ο Ραντ απλώς παρακολουθούσε. Παρακολουθούσε τον φίλο του που τον ανάγκαζαν να υποταχθεί γι’ αυτό που ήθελε να του κάνει. Τι άλλο μου έχει μείνει εκτός από την αναγκαιότητα; Ήταν μια γοργή σκέψη, που πέρασε και έφυγε. Θα έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει.

Η φωνή της Άες Σεντάι απέκτησε ένα στρώμα κρυστάλλινης παγωνιάς καθώς μιλούσε, σχεδόν σαν ηχώ. «Όλοι κάνουμε αυτό που πρέπει, όπως ορίζει το Σχήμα. Για κάποιους υπάρχει λιγότερη ελευθερία από άλλους. Δεν έχει σημασία αν διαλέγουμε ή μας διαλέγουν. Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει».

Ο Ματ δεν φαινόταν καθόλου υποταγμένος. Επιφυλακτικός, ναι, και σίγουρα θυμωμένος, αλλά όχι υποταγμένος. Έμοιαζε με γάτο που τρία λαγωνικά τον είχαν στριμώξει στη γωνία. Με γάτο που σκόπευε να αντισταθεί πολύ προτού πεθάνει. Έμοιαζε να έχει ξεχάσει ότι υπήρχε άλλος στο δωμάτιο εκτός από τον ίδιο και τις τρεις γυναίκες. «Πάντα ζορίζεις τους ανθρώπους για να πάνε εκεί που θες, ε; Τους κλωτσάς, αν δεν μπορείς να τους σύρεις από τη μύτη. Μα το αίμα και τις στάχτες! Μη με αγριοκοιτάζεις, Εγκουέν, μιλάω όπως μου αρέσει. Που να καώ! Μόνο η Νυνάβε λείπει από δω πέρα, να τραβά την πλεξούδα της μέχρι να την ξεριζώσει, και η Ηλαίην να κοιτάζει με τη μύτη ψηλά. Χαίρομαι που δεν είναι, ν’ ακούσει τα νέα, αλλά ακόμα και να είχατε τη Νυνάβε, δεν θα με στριμώχνατε―»

«Τι νέα;» είπε κοφτά ο Ραντ. «Νέα που δεν θα έπρεπε να ακούσει η Ηλαίην;»

Ο Ματ κοίταξε τη Μουαραίν. «Εννοείς ότι υπάρχει κάτι που δεν έχεις ξετρυπώσει ακόμα;»

«Τι νέα, Ματ;» ζήτησε να μάθει ο Ραντ.

«Η Μοργκέις είναι νεκρή».

Η Εγκουέν άφησε μια κοφτή κραυγούλα και σήκωσε τα χέρια στο στόμα της, κάτω από μάτια που έμοιαζαν με πελώριους κύκλους. Η Μουαραίν ψιθύρισε κάτι που μπορεί να ήταν προσευχή. Τα δάχτυλα του Ασμόντιαν δεν δίστασαν στιγμή στην άρπα.

Ο Ραντ ένιωθε σαν να τον είχαν ξεκοιλιάσει. Ηλαίην, συγχώρεσέ με. Και μια αμυδρή ηχώ, παραλλαγμένη. Ιλυένα, συγχώρεσε με. «Είσαι βέβαιος;»

«Όσο βέβαιος μπορώ να είμαι χωρίς να δω το πτώμα. Φαίνεται ότι ο Γκάεμπριλ ονομάστηκε Βασιλιάς του Άντορ. Και της Καιρχίν, επίσης. Υποτίθεται ότι το έκανε η Μοργκέις. Οι καιροί χρειάζονται δήθεν ένα δυνατό ανδρικό χέρι, κάτι τέτοιο, λες και θα μπορούσε κάποιος να είναι πιο δυνατός από την ίδια τη Μοργκέις. Έλα όμως που οι Αντορίτες κάτω στο νότο άκουσαν φήμες ότι η Μοργκέις δεν έχει φανεί εδώ και βδομάδες. Κάτι παραπάνω από φήμες. Πες μου τι σημαίνουν όλα αυτά μαζί. Το Άντορ ποτέ δεν είχε βασιλιά, μα τώρα έχει, και η βασίλισσα εξαφανίστηκε. Ο Γκάεμπριλ ήθελε την Ηλαίην νεκρή. Προσπάθησα να της το πω, αλλά ξέρεις πώς αυτή κάνει πάντα ότι ξέρει πιο πολλά απ’ όσα ένας αγρότης με λασπωμένα πόδια. Νομίζω ότι ο Γκάεμπριλ δεν θα δίσταζε στιγμή να κόψει το λαιμό μιας βασίλισσας».

Ο Ραντ κατάλαβε ότι καθόταν στην άκρη μιας καρέκλας απέναντι από τον Ματ, αν και δεν θυμόταν να είχε κινηθεί. Η Αβιέντα τον έπιασε από τον ώμο. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο έγνοια. «Καλά είμαι», της είπε τραχιά. «Δεν χρειάζεται να φωνάξεις τη Σομάρα». Το πρόσωπό της κοκκίνισε, όμως αυτός σχεδόν δεν το πρόσεξε.

Η Ηλαίην ποτέ δεν θα μπορούσε να τον συγχωρήσει. Ο Ραντ ήξερε ότι ο Ράχβιν —ο Γκάεμπριλ― κρατούσε τη Μοργκέις αιχμάλωτη, όμως το είχε αγνοήσει, επειδή ο Αποδιωγμένος ίσως περίμενε ότι θα τη βοηθούσε. Και είχε καταλήξει να κυνηγά τον Κουλάντιν αντί να κάνει αυτό που σχεδίαζε, Το ήξερε, και είχε συγκεντρώσει την προσοχή του στον Σαμαήλ. Επειδή εκείνος τον κορόιδευε. Η Μοργκέις μπορούσε να περιμένει, ενώ αυτός θα τσάκιζε την παγίδα του Σαμαήλ και μαζί της τον ίδιο τον Σαμαήλ. Κι έτσι η Μοργκέις ήταν νεκρή. Η μητέρα της Ηλαίην ήταν νεκρή. Η Ηλαίην θα τον καταριόταν στο νεκροκρέβατό της.

«Ένα πράγμα θα σου πω», έλεγε στο μεταξύ ο Ματ. «Υπάρχουν πολλοί στρατιώτες της βασίλισσας εδώ κάτω. Δεν ξέρουν αν θέλουν να πολεμήσουν για έναν βασιλιά. Βρες την Ηλαίην. Οι μισοί θα έρθουν τρέχοντας να σε βοηθήσουν να τη βάλεις στο―»

«Σκάσε!» γάβγισε ο Ραντ. Τόσο έτρεμε από την οργή του, που η Εγκουέν έκανε πίσω, και ακόμα και η Μουαραίν τον κοίταζε προσεκτικά. Το χέρι της Αβιέντα στον ώμο του σφίχτηκε, όμως αυτός το τίναξε καθώς σηκωνόταν. Η Μοργκέις ήταν νεκρή επειδή ο ίδιος δεν είχε κάνει τίποτα. Ήταν σαν να κρατούσε κι ο ίδιος το μαχαίρι μαζί με τον Ράχβιν. Η Ηλαίην. «Θα πάρει την εκδίκησή της. Ο Ράχβιν, Ματ. Όχι ο Γκάεμπριλ. Ο Ράχβιν. Θα τον γκρεμοτσακίσω, ακόμα κι αν είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω!»

«Ωχ, μα το αίμα και τις στάχτες!» στέναξε ο Ματ.

«Αυτό είναι τρέλα». Η Εγκουέν μόρφασε, σαν να είχε συνειδητοποιήσει τι είχε πει, όμως συνέχισε με τη σταθερή, γαλήνια φωνή της. «Έχεις ακόμα πολλή δουλειά στην Καιρχίν, για να μην αναφέρω τους Σάιντο στο βορρά, και δεν ξέρω τι άλλο σχεδιάζεις στο Δάκρυ. Σκοπεύεις να ξεκινήσεις ακόμα έναν πόλεμο, ενώ έχεις ήδη κάνει δύο, με μια ρημαγμένη γη;»

«Όχι πόλεμο. Εγώ θα το κάνω. Μπορώ να είμαι στο Κάεμλυν μέσα σε μια ώρα. Επιδρομή —σωστά, Ματ;― επιδρομή, όχι πόλεμος. Θα ξεριζώσω την καρδιά του Ράχβιν». Η φωνή του ήταν ένα σφυρί. Ένιωθε φωτιά να γεμίζει τις φλέβες του. «Μακάρι να είχα τις δεκατρείς αδελφές της Ελάιντα μαζί μου, για να τον συντρίψουν, να τον παραδώσουν στη δικαιοσύνη. Να δικαστεί και να κρεμαστεί για φόνο. Αυτό θα ήταν δικαιοσύνη. Αλλά αναγκαστικά θα πεθάνει μ’ όποιον τρόπο μπορέσω να τον σκοτώσω».

«Αύριο», είπε μαλακά η Μουαραίν.

Ο Ραντ την αγριοκοίταξε. Όμως είχε δίκιο. Αύριο θα ήταν καλύτερα. Μια νύχτα για να κρυώσει η οργή του. Έπρεπε να είναι ψυχρός όταν θα στεκόταν μπροστά στον Ράχβιν. Τώρα ήθελε να αρπάξει το σαϊντίν και να το ρίξει γύρω του, καταστρέφοντας. Η μουσική του Ασμόντιαν είχε αλλάξει πάλι και τώρα ήταν ένας σκοπός που έπαιζαν στην πόλη οι πλανόδιοι μουσικοί κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Ακόμα την άκουγες καμιά φορά όταν περνούσε κάποιος Καιρχινός αριστοκράτης. «Ο Ανόητος που Νόμιζε πως ήταν Βασιλιάς». «Βγες έξω, Νατάελ. Βγες έξω!»

Ο Ασμόντιαν σηκώθηκε ήρεμα, κάνοντας μια υπόκλιση, όμως το πρόσωπό του ήταν παγερό και διέσχισε το δωμάτιο γοργά, σαν να μην ήξερε τι θα γινόταν αν αργούσε ένα δευτερόλεπτο ακόμα. Πάντα τον πίεζε, όμως ίσως αυτή τη φορά τον είχε πιέσει υπερβολικά. Όπως άνοιγε την πόρτα, ο Ραντ ξαναμίλησε.

«Θα σε δω απόψε. Ή θα σε δω νεκρό».

Αυτή τη φορά, η υπόκλιση του Ασμόντιαν δεν ήταν τόσο ατάραχη. «Όπως προστάζει ο Άρχοντας Δράκοντας», είπε βραχνά, βγήκε κι έκλεισε βιαστικά την πόρτα.

Οι τρεις γυναίκες κοίταξαν τον Ραντ ανέκφραστες, χωρίς ν’ ανοιγοκλείνουν τα μάτια.

«Φύγετε και εσείς οι υπόλοιποι». Ο Ματ σχεδόν πήδηξε προς την πόρτα. «Όχι εσύ. Έχω κι άλλα να σου πω».

Ο Ματ σταμάτησε προτού φτάσει στην πόρτα, αναστέναξε δυνατά κι έπαιξε με το μενταγιόν του. Ήταν ο μόνος που είχε κουνηθεί.

«Δεν έχεις δεκατρείς Άες Σεντάι», είπε η Αβιέντα, «αλλά έχεις δύο. Κι εμένα. Μπορεί να μην ξέρω όσα ξέρει η Μουαραίν Σεντάι, αλλά είμαι δυνατή όσο η Εγκουέν, και ο χορός δεν μου είναι κάτι ξένο». Εννοούσε το χορό των σπαθιών, όπως έλεγαν οι Αελίτες τη μάχη.

«Ο Ράχβιν είναι δικός μου», της είπε ήσυχα. Ίσως η Ηλαίην του έδινε κάποια συγχώρεση, αν τελικά εκείνος έπαιρνε εκδίκηση για τη μητέρα της. Μάλλον όχι, όμως ίσως αυτός μπορούσε να συγχωρήσει τον εαυτό του. Λιγάκι. Ανάγκασε τα χέρια του να μείνουν χαμηλωμένα στα πλευρά, να μην κάνουν γροθιά.

«Θα χαράξεις μια γραμμή στο χώμα και θα του πεις να περάσει αν τολμά;» ρώτησε η Εγκουέν. «Θα του βγάλεις τη γλώσσα; Μήπως σκέφτηκες ότι μπορεί ο Ράχβιν να μην είναι μόνος, αν τώρα αυτοαποκαλείται Βασιλιάς του Άντορ; Θα είναι άδικος κόπος, αν εμφανιστείς εκεί και κάποιος φρουρός σου τρυπήσει με βέλος την καρδιά».

Θυμόταν που είχε ευχηθεί να μην του έβαζε η Εγκουέν τις φωνές, όμως τότε ήταν πιο εύκολο. «Σκόπευα, νομίζεις, να πάω μόνος;» Έτσι σκόπευε· δεν είχε σκεφτεί να πάρει κάποιον για να του φυλά τα νώτα, αν και τώρα άκουγε έναν αδύναμο ψίθυρο. Του αρέσει να πλησιάζει από πίσω ή από τα πλάγια. Δεν μπορούσε να σκεφτεί σχεδόν καθόλου καθαρά. Ο θυμός του έμοιαζε να έχει αποκτήσει δική του ζωή, να σκαλίζει τις φωτιές που τον έκαναν να βράζει. «Αλλά όχι με σένα. Είναι επικίνδυνο. Η Μουαραίν μπορεί να έρθει, αν θέλει».

Η Εγκουέν και η Αβιέντα δεν κοιτάχτηκαν, προτού προχωρήσουν μπροστά, αλλά οι κινήσεις τους ήταν ολόιδιες, και δεν σταμάτησαν, παρά μόνο όταν η Αβιέντα αναγκάστηκε να γείρει πίσω το κεφάλι της για να τον κοιτάξει κατάματα.

«Η Μουαραίν μπορεί να έρθει, αν θέλει», είπε η Εγκουέν.

Αν η φωνή της ήταν λείος πάγος, η φωνή της Αβιέντα ήταν λιωμένη πέτρα. «Αλλά είναι πολύ επικίνδυνο για μας».

«Ο πατέρας μου είσαι; Μήπως σε λένε Μπραν αλ’Βέρ;»

«Αν έχεις τρία δόρατα, αφήνεις τα δύο κατά μέρος επειδή είναι πιο καινούρια;»

«Δεν θέλω να σας βάλω σε κίνδυνο», είπε εκείνος παγωμένα.

Η Εγκουέν ύψωσε τα φρύδια. «Α, ναι;» Αυτό ήταν όλο.

«Δεν είμαι γκαϊ’σάιν σου». Η Αβιέντα του έδειξε τα δόντια της. «Ποτέ δεν θα διαλέξεις τι κινδύνους θα αντιμετωπίσω, Ραντ αλ’Θόρ. Ποτέ. Μάθε το τώρα».

Μπορούσε να... Τι; Να τις τυλίξει στο σαϊντίν και να τις αφήσει; Δεν μπορούσε να τις θωρακίσει. Μπορεί κι αυτές με τη σειρά τους να τον παγίδευαν. Τι μπλέξιμο, κι όλα αυτά εξαιτίας του πείσματός τους.

«Έχεις προβλέψει για φρουρούς», είπε η Μουαραίν, «αλλά τι θα γίνει, αν μαζί με τον Ράχβιν είναι και η Σέμιραγκ ή η Γκρένταλ; Ή η Λανφίαρ; Αυτές οι δύο ίσως νικούσαν έναν τέτοιο, όμως μπορείς εσύ να αντιμετωπίσεις μόνος αυτήν και τον Ράχβιν μαζί;»

Είχε φανεί κάτι στη φωνή της όταν είχε μνημονεύσει το όνομα της Λανφίαρ. Μήπως φοβόταν ότι, αν ήταν η Λανφίαρ εκεί, τότε ίσως τελικά ο Ραντ έπαιρνε το μέρος της; Τι θα έκανε, αν η Λανφίαρ ήταν όντως εκεί; Τι θα μπορούσε να κάνει; «Ας έρθουν», είπε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. «Θα φύγετε τώρα;»

«Όπως προστάζεις», είπε η Μουαραίν, αλλά δεν φάνηκαν να βιάζονται. Η Αβιέντα και η Εγκουέν έσιαξαν με σχολαστική φροντίδα τα επώμιά τους προτού ξεκινήσουν προς την πόρτα. Άρχοντες κι αρχόντισσες μπορεί να έτρεχαν να τον υπακούσουν, όμως αυτές ποτέ.

«Δεν προσπάθησες να με μεταπείσεις», είπε απότομα.

Εννοούσε τη Μουαραίν, αλλά η Εγκουέν μίλησε πρώτη, αν και απευθύνθηκε στην Αβιέντα, και με χαμόγελο. «Το να σταματήσεις έναν άνδρα από το να κάνει αυτό που θέλει είναι σαν να παίρνεις το γλυκό ενός παιδιού. Μερικές φορές πρέπει να το κάνεις, αλλά μερικές φορές απλώς δεν αξίζει τον κόπο». Η Αβιέντα ένευσε.

«Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει», ήταν η απάντηση της Μουαραίν. Στεκόταν στην πόρτα κι έμοιαζε πιο πολύ με Άες Σεντάι από κάθε άλλη φορά που θυμόταν ο Ραντ, αγέραστη, με μαύρα μάτια έτοιμα να τον καταπιούν, λεπτή και λυγερή αλλά με βασιλική πόζα, που θα επιβαλλόταν σε ένα δωμάτιο γεμάτο βασίλισσες, έστω κι αν δεν μπορούσε να διαβιβάσει ούτε σπίθα. Εκείνη η γαλάζια πέτρα στο μέτωπό της αιχμαλώτιζε πάλι το φως. «Θα τα πας καλά, Ραντ».

Εκείνος έμεινε να κοιτάζει την πόρτα πολλή ώρα αφότου έκλεισε πίσω τους.

Ο συρτός ήχος από μπότες του υπενθύμισε την παρουσία του Ματ. Προσπαθούσε να ξεγλιστρήσει προς την πόρτα, προχωρώντας αργά, ώστε να μην τον δει.

«Θέλω να σου μιλήσω, Ματ».

Ο Ματ έκανε μια γκριμάτσα. Αγγίζοντας την αλεπουδοκεφαλή σαν φυλαχτό, στριφογύρισε για να αντικρίσει τον Ραντ. «Αν νομίζεις ότι θα ρισκάρω το τομάρι μου επειδή έτσι θα κάνουν αυτές οι χαζές, ξέχνα το. Δεν είμαι ήρωας και δεν θέλω να γίνω. Η Μοργκέις ήταν όμορφη γυναίκα —τη συμπαθούσα μάλιστα· όσο μπορείς να συμπαθήσεις μια βασίλισσα― όμως ο Ράχβιν είναι ο Ράχβιν, που να καείς, κι εγώ δεν―»

«Σκάσε κι άκου. Πρέπει να σταματήσεις να τρέχεις».

«Που να καώ, δεν σταματάω! Δεν το διάλεξα εγώ αυτό το παιχνίδι και δεν πρόκειται να―»

«Είπα, σκάσε!» Ο Ραντ έσπρωξε με το δάχτυλο την αλεπουδοκεφαλή, κάνοντάς την να κολλήσει στο στήθος του Ματ. «Ξέρω πού το βρήκες αυτό. Ήμουν κι εγώ εκεί, το ξέχασες; Έκοψα το σχοινί απ’ όπου κρεμόσουν. Δεν ξέρω τι ακριβώς σου έβαλαν στο κεφάλι, όμως ό,τι κι αν είναι, το χρειάζομαι. Οι αρχηγοί φατρίας ξέρουν από πόλεμο, όμως με κάποιον τρόπο ξέρεις κι εσύ, ίσως και καλύτερα. Χρειάζομαι αυτές τις γνώσεις! Να, λοιπόν, τι θα κάνεις, μαζί με την Ομάδα του Κόκκινου Χεριού...»


«Να προσέχετε αύριο», είπε η Μουαραίν.

Η Εγκουέν κοντοστάθηκε στην πόρτα του δωματίου της. «Φυσικά και θα προσέχουμε» Ένιωθε αναγούλα στο στομάχι της, όμως η φωνή της ήταν σταθερή. «Ξέρουμε πόσο επικίνδυνο θα είναι να τα βάλουμε με έναν Αποδιωγμένο». Από την έκφραση της Αβιέντα, θα έλεγες ότι συζητούσαν τι θα έτρωγαν για βραδινό. Αλλά βέβαια εκείνη ποτέ δεν φοβόταν τίποτα.

«Το ξέρετε, ε;» μουρμούρισε η Μουαραίν. «Να προσέχετε πάντως, είτε νομίζετε ότι είναι κοντά σας κάποιος Αποδιωγμένος είτε όχι. Ο Ραντ θα σας χρειαστεί και τις δύο στις μέρες που έρχονται. Χειρίζεστε καλά τα νεύρα του ― αν και πρέπει να πω ότι οι μέθοδοί σας είναι ασυνήθιστες. Θα χρειαστεί ανθρώπους που δεν θα τους διώξουν και δεν θα τους φοβίζουν οι κρίσεις οργής του, οι οποίοι θα του λένε αυτό που πρέπει να ακούσει κι όχι αυτό που νομίζουν ότι θέλει να ακούσε».

«Εσύ το κάνεις αυτό, Μουαραίν», της είπε η Εγκουέν.

«Φυσικά. Όμως, κι έτσι ακόμα, σας χρειάζεται. Αναπαυθείτε καλά. Η αυριανή μέρα θα είναι... δύσκολη για όλους μας». Κατέβηκε το διάδρομο, περνώντας από τη σκοτεινιά σε μια λίμνη φωτός από τη λάμπα και πάλι στη σκοτεινιά. Η νύχτα έπεφτε σ’ αυτούς τους γεμάτους σκιές διαδρόμους και το λάδι δεν περίσσευε.

«Θα μείνεις ακόμα λίγο μαζί μου, Αβιέντα;» ρώτησε η Εγκουέν. «Έχω όρεξη για συζήτηση, όχι για φαγητό».

«Πρέπει να πω στην Άμυς τι υποσχέθηκα να κάνω αύριο. Και πρέπει να είμαι στην κρεβατοκάμαρα του Ραντ αλ’Θόρ όταν επιστρέψει».

«Η Ηλαίην δεν θα μπορέσει ποτέ να παραπονεθεί ότι δεν παρακολουθούσες στενά τον Ραντ για χάρη της. Στ’ αλήθεια είχες πιάσει την Αρχόντισσα Μπερεγουίν από τα μαλλιά και την έσερνες στο διάδρομο;»

Τα μάγουλα της Αβιέντα κοκκίνισαν λιγάκι. «Νομίζεις ότι αυτές οι Άες Σεντάι στο —Σαλιντάρ;― θα τον βοηθήσουν;»

«Πρόσεχε αυτό το όνομα, Αβιέντα. Δεν πρέπει να αφήσουμε τον Ραντ να τις βρει χωρίς προετοιμασία». Στην κατάσταση που βρισκόταν τώρα ο Ραντ, ήταν πιθανότερο να τον ειρηνέψουν ή να στείλουν κι αυτές δεκατρείς αδελφές, παρά να τον βοηθήσουν. Θα έπρεπε να σταθεί ανάμεσά τους στον Τελ’αράν’ριοντ, μαζί με τη Νυνάβε και με την Ηλαίην, ελπίζοντας ότι εκείνες οι Άες Σεντάι θα έπαιρναν μια δεσμευτική απόφαση να τον βοηθήσουν, προτού ανακάλυπταν πόσο κοντά βρισκόταν ο Ραντ στο χείλος του γκρεμού.

«Θα προσέχω. Αναπαύσου καλά. Και να φας καλά απόψε. Το πρωί, μη φας τίποτα. Δεν είναι καλό να χορεύεις τα δόρατα με γεμάτο στομάχι».

Η Εγκουέν την παρακολούθησε να απομακρύνεται με μεγάλες δρασκελιές, και μετά πίεσε το στομάχι της. Της φαινόταν ότι δεν θα μπορούσε να φάει ούτε απόψε ούτε το πρωί. Ο Ράχβιν. Ίσως και η Λανφίαρ ή κάποια από τις άλλες. Η Νυνάβε τα είχε βάλει με τη Μογκέντιεν και είχε νικήσει. Η Νυνάβε όμως ήταν δυνατότερη από την Εγκουέν και την Αβιέντα, τις φορές που μπορούσε να διαβιβάσει. Ίσως να μην υπήρχε άλλος δικός τους εκεί. Ο Ραντ είχε πει ότι οι Αποδιωγμένοι δεν εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλο. Μακάρι να έκανε λάθος ή, τουλάχιστον, να μην ήταν τόσο σίγουρος. Η Εγκουέν τρόμαζε όταν μερικές φορές της φαινόταν ότι έβλεπε έναν άλλο να κοιτάζει μέσα από τα μάτια του Ραντ, όταν άκουγε τις λέξεις ενός άλλου να βγαίνουν από το στόμα του. Αυτό δεν έπρεπε να συμβαίνει· όλοι αναγεννιόνταν με το γύρισμα του Τροχού. Όμως δεν ήταν όλοι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Η Μουαραίν δεν ήθελε να μιλήσει γι’ αυτό. Τι θα έκανε ο Ραντ, αν ήταν εκεί η Λανφίαρ; Η Λανφίαρ αγαπούσε τον Λουζ Θέριν Τέλαμον, όμως τι ένιωθε ο Δράκοντας γι’ αυτήν; Πόσο μέρος του Ραντ ήταν ακόμα ο Ραντ;

«Θα ζαλιστείς έτσι», είπε σταθερά. «Δεν είσαι παιδί. Φέρσου σαν γυναίκα».

Όταν μια υπηρέτρια της έφερε φασολάκια, πατάτες και φρέσκοζυμωμένο ψωμί για δείπνο, πίεσε τον εαυτό της να φάει. Είχε γεύση στάχτης.


Ο Ματ διέσχισε με ταχύ βήμα τους κακοφωτισμένους διαδρόμους του παλατιού και άνοιξε διάπλατα την πόρτα των δωματίων που είχαν δώσει στον νεαρό ήρωα της μάχης με το Σάιντο. Όχι ότι είχε περάσει πολλές ώρες εκεί· σχεδόν καθόλου. Οι υπηρέτες είχαν ανάψει δύο λάμπες. Ήρωας! Δεν ήταν ήρωας! Τι κέρδιζαν οι ήρωες; Μια Άες Σεντάι, που σε χάιδευε στο κεφάλι σαν σκύλο προτού σε στείλει να κάνεις πάλι τα ίδια. Μια αριστοκράτισσα, που καταδεχόταν να σε ευνοήσει μ’ ένα φιλί ή να αφήσει ένα λουλούδι στον τάφο σου. Άρχισε να κάνει βόλτες στον προθάλαμο, για μια φορά χωρίς να σκέφτεται πόσο κόστιζε το Ιλιανό χαλί με τα λουλουδάκια ή οι καρέκλες και τα μπαούλα και τα τραπέζια που ήταν στολισμένα με χρυσάφι και με φίλντισι.

Η θυελλώδης σύσκεψή του με τον Ραντ είχε συνεχιστεί μέχρι το ηλιοβασίλεμα· ο Ματ προσπαθούσε να τον αποφύγει και να αρνηθεί, ενώ ο Ραντ τον ακολουθούσε πεισματικά σαν τον Γερακόφτερο μετά το Πέρασμα Κόουλ. Τι μπορούσε να κάνει; Αν ξανάπαιρνε το άλογο να φύγει, ο Ταλμέηνς κι ο Ναλέσεν σίγουρα θα τον ακολουθούσαν με όσους έφιππους μπορούσαν να μαζέψουν, περιμένοντας ότι ο Ματ θα έβρισκε άλλη μια μάχη. Και να δεις που θα την έβρισκε· αυτό ήταν που τον έκανε να ανατριχιάζει. Όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, η Άες Σεντάι είχε δίκιο. Τον τραβούσε η μάχη ή την τραβούσε αυτός. Κανείς δεν θα μπορούσε να πασχίσει πιο σκληρά για να αποφύγει τη μάχη απ’ όσο είχε κάνει ο Ματ στην άλλη μεριά του Αλγκουένυα. Ακόμα και ο Ταλμέηνς είχε σχολιάσει το γεγονός. Ώσπου τη δεύτερη φορά που απομακρύνονταν προσεκτικά από μια δύναμη Αντοριτών βρέθηκαν σε μέρος που δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να πολεμήσουν μια άλλη. Και κάθε φορά ένιωθε τα ζάρια να γυρίζουν στο μυαλό του· τώρα ήταν σχεδόν σαν προειδοποίηση ότι του έμελλε μάχη μετά τον επόμενο λόφο.

Υπήρχε πάντα ένα πλοίο, ή ίσως να υπήρχε, στο μόλο πλάι στις φορτηγίδες με τα σιτηρά. Ήταν δύσκολο να συναντήσεις μάχη, αν ήσουν σε πλοίο στη μέση του ποταμού. Μόνο που οι Αντορίτες κατείχαν τη μια όχθη του Αλγκουένυα στο μισό του μήκους του από την πόλη και κάτω. Με την τύχη που είχε, το πλοίο θα προσάραζε στη δυτική όχθη με το μισό Αντορινό στρατό να έχει στρατοπεδεύσει εκεί.

Αρα το μόνο που έμενε ήταν να κάνει αυτό που ήθελε ο Ραντ. Ήδη μπορούσε να το δει με το νου του.

«Καλή σου ημέρα, Υψηλέ Άρχοντα Γουίραμον, και σε όλους εσάς τους Υψηλούς Αρχοντες και τις Αρχόντισσες. Είμαι ένας τζογαδόρος, ένα αγροτόπαιδο, και ήρθα εδώ για να αναλάβω τη διοίκηση του καμένου του στρατού σας! Ο καμένος ο Αναγεννημένος Άρχοντας Δράκοντας θα έρθει να μας βρει μόλις ξεμπερδέψει από κάτι που του έτυχε!»

Αρπαξε το δόρυ με το μαύρο κοντάρι από τη γωνία και το εξαπέλυσε στην άλλη άκρη του δωματίου. Αυτό χτύπησε μια ταπισερί —μια σκηνή κυνηγιού― και τον πέτρινο τοίχο πίσω της με ένα δυνατό κρακ κι ύστερα έπεσε στο πάτωμα, αφήνοντας τους κυνηγούς κομμένους στα δύο. Έβρισε και όρμηξε να τη μαζέψει. Η λεπίδα σπαθιού που είχε μήκος εξήντα πόντους ούτε είχε ραγίσει ούτε είχε στραβώσει. Φυσικά. Ήταν έργο των Άες Σεντάι.

Αγγιξε με το δάχτυλο τα κοράκια στη λεπίδα. «Θα γλιτώσω ποτέ από τα έργα των Άες Σεντάι;»

«Τι είπες;» ρώτησε η Μελίντρα από την πόρτα.

Την κοίταξε, καθώς άφηνε το δόρυ γερτό στον τοίχο, και αυτή τη φορά για αλλαγή δεν σκέφτηκε τα χρυσά μαλλιά της ή τα καταγάλανα μάτια της ή το σφριγηλό κορμί της. Απ’ ό,τι φαινόταν, όλοι οι Αελίτες πήγαιναν κάποια στιγμή στο ποτάμι για να σταθούν ατενίζοντας σιωπηλά τόσο πολύ νερό που ήταν μαζεμένο σε ένα μέρος, όμως η Μελίντρα πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα. «Βρήκε πλοία ο Καντίρ ή ακόμα;» Ο Καντίρ δεν θα πήγαινε στην Ταρ Βάλον με τις φορτηγίδες.

«Οι άμαξες του πραματευτή είναι ακόμα εκεί. Για... πλοία, δεν ξέρω». Πρόφερε αδέξια την άγνωστη λέξη. «Γιατί θες να μάθεις;»

«Θα φύγω για λίγο. Για τον Ραντ», έσπευσε να προσθέσει. Το πρόσωπό της ήταν υπερβολικά ανέκφραστο. «Θα σε έπαιρνα μαζί μου, αν μπορούσα, αλλά δεν θα ήθελες να αφήσεις τις Κόρες». Με πλοίο ή με το άλογό του; Και πού; Αυτό ήταν το ερώτημα. Θα έφτανε στο Δάκρυ γρηγορότερα μ’ ένα ταχύ ποταμόπλοιο παρά με τον Πιπς. Αν ήταν τόσο ανόητος, ώστε να κάνει αυτήν την επιλογή. Αν είχε επιλογή.

Το στόμα της Μελίντρα σφίχτηκε για μια στιγμή. Προς έκπληξη του, όχι επειδή θα την άφηνε. «Ξαναμπαίνεις λοιπόν στη σκιά του Ραντ αλ’Θόρ. Κέρδισες μεγάλη τιμή μόνος σου, τόσο στους Αελίτες όσο και στους υδρόβιους. Δική σου τιμή, όχι τιμή καθρεφτισμένη από τον Καρ’α’κάρν».

«Ας πάρει την τιμή του να την πάει στο Κάεμλυν ή στο Χάσμα του Χαμού, δεν με νοιάζει. Μην ανησυχείς. Από τιμή θα βρω μπόλικη. Θα γράψω να σου τα πω. Από το Δάκρυ». Το Δάκρυ; Ποτέ δεν θα ξέφευγε από τον Ραντ ή από τις Άες Σεντάι, αν έκανε αυτή την επιλογή.

«Θα πάει στο Κάεμλυν;»

Ο Ματ έκρυψε ένα μορφασμό. Δεν έπρεπε να πει τίποτα γι’ αυτό. Όποιες άλλες αποφάσεις κι αν έπαιρνε, τουλάχιστον αυτό μπορούσε να το κάνει, «Είπα ένα όνομα στην τύχη. Εξαιτίας των Αντοριτών που είναι κάτω στο νότο, φαντάζομαι. Δεν έχω ιδέα πού θα―»

Δεν είχε καμία προειδοποίηση. Τη μια στιγμή η Μελίντρα απλώς στεκόταν εκεί και την άλλη το πόδι της ήταν στη μέση του, μ’ ένα χτύπημα που του έβγαλε τον αέρα από τα πνευμόνια και τον έκανε να διπλωθεί στα δύο. Με τα μάτια γουρλωμένα, πάλεψε να μείνει όρθιος, να ισιώσει το κορμί, να σκεφτεί. Η Μελίντρα στριφογύρισε σαν χορεύτρια προς τα πίσω και το άλλο της πόδι τον βρήκε στο κεφάλι και τον έκανε να οπισθοχωρήσει σκοντάφτοντας. Δίχως παύση, εκείνη πήδηξε καταπάνω του, απλώνοντας το πόδι σε μια κλωτσιά, και η μαλακή σόλα της μπότας της τον βρήκε με δύναμη στο πρόσωπο.

Όταν τα μάτια του καθάρισαν και μπόρεσε να δει, ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, στην άλλη άκρη του δωματίου απ’ αυτήν. Ένιωθε αίμα στο πρόσωπό του. Το κεφάλι του έμοιαζε βαρύ και το δωμάτιο φαινόταν να κουνιέται. Τότε την είδε να βγάζει ένα μαχαίρι από το πουγκί της, με λεπτή λεπίδα, όχι πιο μεγάλη από την παλάμη της, που άστραψε στο φως της λάμπας. Τύλιξε το σούφα γύρω από το κεφάλι της με μια γοργή κίνηση και σήκωσε το μαύρο πέπλο στο πρόσωπό της.

Αυτός, ζαλισμένος, κινήθηκε ενστικτωδώς, χωρίς σκέψη. Η λεπίδα βγήκε μέσα από το μανίκι του, άφησε το χέρι του σαν να έπλεε μέσα σε μέλι. Μόνο τότε συνειδητοποίησε τι είχε κάνει και άπλωσε απελπισμένα το χέρι, προσπαθώντας να την προφτάσει.

Η λαβή του μαχαιριού του ξεπρόβαλε ανάμεσα στα στήθη της. Σωριάστηκε στα γόνατα, έπεσε πίσω.

Ο Ματ σηκώθηκε με κόπο, τρέμοντας, στα τέσσερα. Δεν θα μπορούσε να σηκωθεί, ακόμα κι αν κρεμόταν απ’ αυτό η ζωή του, όμως σύρθηκε κι έφτασε πλάι της, μουρμουρίζοντας αναστατωμένα. «Γιατί; Γιατί;»

Της παραμέρισε το πέπλο και τα καθαρά, γαλανά μάτια εστίασαν πάνω του. Του χαμογέλασε. Αυτός δεν κοίταζε τη λαβή του μαχαιριού. Του δικού του μαχαιριού. Ήξερε πού βρισκόταν η καρδιά σ’ ένα κορμί. «Γιατί, Μελίντρα;»

«Πάντα μου άρεσαν τα όμορφα μάτια σου», είπε εκείνη μαλακά, τόσο αχνά, που αυτός ίσα που την άκουσε.

«Γιατί;»

«Μερικοί όρκοι είναι πιο σημαντικοί από άλλους, Ματ Κώθον». Η λεπτή λεπίδα ανέβηκε γοργά, μ’ όλη τη δύναμη που της απέμενε, και η μύτη έκανε την αλεπουδοκεφαλή που κρεμόταν να φτάσει στο στήθος του. Το ασημένιο μενταγιόν κανονικά δεν θα μπορούσε να σταματήσει λεπίδα, όμως η γωνία ήταν κατά τι λάθος, και κάποια κρυμμένη ρωγμή του ατσαλιού έκανε τη λεπίδα να σπάσει από τη λαβή, καθώς ο Ματ της έπιανε το χέρι. «Έχεις την τύχη του Μεγάλου Άρχοντα».

«Γιατί;» ζήτησε να μάθει αυτός. «Που να καείς, γιατί;» Ήξερε ότι δεν θα υπήρχε απάντηση. Το στόμα της έμεινε ανοιχτό, σαν να ήθελε να πει κάτι ακόμα, όμως τα μάτια της ήταν σαν γυάλινα.

Έκανε να ξανασηκώσει το πέπλο της, να της κρύψει το πρόσωπο και τα μάτια που ατένιζαν, και μετά άφησε το χέρι του να πέσει. Είχε σκοτώσει άνδρες και Τρόλοκ, ποτέ όμως γυναίκα. Ποτέ γυναίκα ως τώρα. Οι γυναίκες τού χαμογελούσαν· ακόμα κι όταν τις άφηνε, του χαμογελούσαν, λες και θα τον καλοδέχονταν, αν ξαναγύριζε. Αυτό ήταν το μόνο που ήθελε από τις γυναίκες· ένα χαμόγελο, ένα χορό, ένα φιλί και να τον θυμούνται με στοργή.

Συνειδητοποίησε ότι οι σκέψεις του ήταν ασυνάρτητες. Πήρε τη δίχως λεπίδα λαβή από το χέρι της Μελίντρα —ήταν νεφρίτης σε χρυσάφι, με χρυσές σφήκες― και το πέταξε στο μαρμάρινο τζάκι, ελπίζοντας να γίνει χίλια κομμάτια. Ήθελε να κλάψει, να ουρλιάξει. Δεν σκοτώνω γυναίκες! Τις φιλώ, δεν τις...!

Έπρεπε να σκεφτεί καθαρά. Γιατί; Σίγουρα δεν το είχε κάνει επειδή ο Ματ θα έφευγε. Δεν είχε αντιδράσει σχεδόν καθόλου σ’ αυτό. Εκτός αυτού, πίστευε ότι ο Ματ κυνηγούσε την τιμή· αυτό ανέκαθεν το επιδοκίμαζε. Του τράβηξε αόριστα την προσοχή κάτι που είχε πει, και μετά το θυμήθηκε, νιώθοντας ρίγος. Την τύχη του Μεγάλου Άρχοντα. Ο Ματ το είχε ακούσει αλλιώς αυτό, πολλές φορές. Την τύχη του Σκοτεινού. «Σκοτεινόφιλη». Ερώτηση ή βεβαιότητα; Μακάρι αυτή η σκέψη να απάλυνε στο νου του αυτό που είχε κάνει. Θα θυμόταν το πρόσωπό της ως τον τάφο του.

Το Δάκρυ. Σχεδόν της είχε πει ότι θα πήγαινε στο Δάκρυ. Το εγχειρίδιο. Χρυσές μέλισσες σε νεφρίτη. Θα στοιχημάτιζε ότι ήταν εννιά, χωρίς να κοιτάξει. Εννιά χρυσές μέλισσες σε πράσινο φόντο. Το σήμα του Ίλιαν. Όπου κυβερνούσε ο Σαμαήλ. Μήπως ο Σαμαήλ τον φοβόταν; Πώς μπορεί να τον ήξερε καν ο Σαμαήλ; Μόλις πριν από λίγες ώρες του το είχε ζητήσει ο Ραντ —του το είχε πει― και δεν ήταν ούτε και ο ίδιος σίγουρος για το τι θα έκανε. Μήπως ο Σαμαήλ δεν ήθελε να το ρισκάρει; Σίγουρα. Ένας Αποδιωγμένος να φοβάται έναν τζογαδόρο, όσο κι αν το κεφάλι του ξεχείλιζε από τις πολεμικές γνώσεις άλλων ανδρών. Ήταν γελοίο.

Όλα σ’ αυτό κατέληγαν. Θα μπορούσε να πιστέψει ότι η Μελίντρα δεν ήταν Σκοτεινόφιλη, ότι είχε αποφασίσει να τον σκοτώσει από καπρίτσιο, ότι δεν υπήρχε σχέση μεταξύ μιας λαβής από νεφρίτη με χρυσές μέλισσες και του ότι ο Ματ θα πήγαινε στο Δάκρυ για να οδηγήσει έναν στρατό ενάντια στο Ίλιαν. Θα μπορούσε να τα πιστέψει αυτά, αν ήταν βλάκας με περικεφαλαία. Καλύτερα να φυλάγεσαι, πάντα αυτό έλεγε. Ένας από τους Αποδιωγμένους τον είχε προσέξει. Ο Ματ σίγουρα δεν στεκόταν πια στη σκιά του Ραντ.

Γλιστρώντας στο πάτωμα, προχώρησε και κάθισε με το σαγόνι στα γόνατα και με τη ράχη κόντρα στην πόρτα, κοιτώντας το πρόσωπο της Μελίντρα, προσπαθώντας να αποφασίσει τι θα έκανε. Όταν μια υπηρέτρια χτύπησε, φέρνοντας του το δείπνο, της φώναξε να φύγει. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να φάει. Τι θα έκανε; Ευχήθηκε να μην ένιωθε τα ζάρια να γυρίζουν στο μυαλό του.

Загрузка...