49 Προς το Μποάντα

Το φοβισμένο εκείνο πλήθος από άνδρες, γυναίκες και παιδιά το ανέβασαν στο πλοίο χωρίς πολλή φασαρία. Ειδικά από τη στιγμή που η Νυνάβε είχε ξεκαθαρίσει στον καπετάνιο Νέρες ότι θα έβρισκε χώρο για όλους και πως ό,τι ναύλα και να ζητούσε αυτός, εκείνη ήξερε ακριβώς πόσο θα πλήρωνε για να τους πάνε στο Μποάντα. Φυσικά, είχε βοηθήσει λιγάκι το γεγονός ότι είχε λάβει τα μέτρα της και είχε πει χαμηλόφωνα στον Ούνο να βάλει τους Σιναρανούς να κάνουν κάτι με τα σπαθιά τους. Δεκαπέντε σκληροπρόσωποι άνδρες με τραχιά ρούχα, με ξυρισμένο το κεφάλι και κότσο στην κορυφή, λεκιασμένοι από αίμα, που λάδωναν και ακόνιζαν λεπίδες, γελώντας καθώς εξιστορούσαν ο ένας στον άλλο πώς παραλίγο θα σουβλίζονταν σαν αρνιά ― όλα αυτά είχαν ένα άκρως ευεργετικό αποτέλεσμα. Του μέτρησε τα χρήματα στο χέρι και, όταν το έβρισκε επώδυνο, ξαναθυμόταν τις αποβάθρες του Τάντσικο και συνέχιζε το μέτρημα. Ο Νέρες είχε δίκιο σε κάτι· οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν πολλά χρήματα· όσα νομίσματα είχαν πάνω τους, θα τους χρειάζονταν. Η Ηλαίην κακώς την είχε ρωτήσει με κείνο τον αηδιαστικά γλυκό τόνο μήπως της έβγαζαν κανένα δόντι.

Το πλήρωμα έτρεξε να υπακούσει στις φωνές του Νέρες και να λύσει τους κάβους, ενώ οι άνθρωποι ακόμα ανέβαιναν με τα λιγοστά υπάρχοντά τους στα χέρια, όσοι είχαν κάτι παραπάνω από τα κουρέλια που φορούσαν. Η αλήθεια ήταν ότι είχαν γεμίσει ακόμα και το χοντρό σκάφος, και η Νυνάβε αναρωτήθηκε μήπως ο Νέρες είχε δίκιο και σ’ αυτό. Όμως ήταν τέτοια η ελπίδα που έλαμψε στα πρόσωπά τους μόλις πάτησαν γερά στο κατάστρωμα, ώστε ντράπηκε και μόνο που το είχε σκεφτεί. Και μόλις έμαθαν ότι αυτή είχε πληρώσει τα ναύλα τους, μαζεύτηκαν γύρω της, λούζοντάς την μ’ ευχαριστίες και μ’ ευλογίες, μερικοί, τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, με τα δάκρυα να κυλούν στα βρώμικα μάγουλά τους. Ευχήθηκε να άνοιγαν τα σανίδια του καταστρώματος κάτω από τα πόδια της να την καταπιούν.

Φρενίτιδα είχε πιάσει το πλήρωμα, καθώς εκτείνονταν τα κουπιά και απλώνονταν τα πανιά, και η Σαμάρα μίκρυνε πίσω τους, προτού η Νυνάβε προλάβει να δώσει τέλος στις ευχαριστίες. Αν η Ηλαίην ή η Μπιργκίτε έλεγαν έστω μια κουβέντα, θα έτρωγαν τόσο ξύλο που θα αργούσαν να το ξεχάσουν.

Πέρασαν πέντε μέρες στο Ριβερσέρπεντ, πέντε μέρες που το πλοίο ακολουθούσε τις αργές, φιδίσιες στροφές του Έλνταρ μέσα στις καυτές μέρες και τις ελάχιστα πιο δροσερές νύχτες. Μερικά πράγματα άλλαξαν προς το καλύτερο σ’ αυτό το διάστημα, αλλά το ταξίδι δεν άρχισε καλά.

Το πρώτο πραγματικό πρόβλημα στο δρόμο τους ήταν η καμπίνα του Νέρες στην πρύμνη, το μόνο μέρος του πλοίου που προσφερόταν για κατάλυμα, αν εξαιρούσες το κατάστρωμα. Όχι ότι ο Νέρες είχε αρνηθεί να μετακομίσει. Η βιασύνη του —παντελόνια και σακάκια και πουκάμισα κρέμονταν από τους ώμους του και ξεχείλιζαν από το μπόγο στην αγκαλιά του, ενώ στο ένα χέρι είχε την κούπα του ξυρίσματος και στο άλλο το ξυράφι― έκανε τη Νυνάβε να κοιτάξει αυστηρά τον Θομ και τον Τζούιλιν και τον Ούνο. Άλλο ήταν να τους χρησιμοποιεί αυτή όταν το επέλεγε, κι εντελώς άλλο να την φροντίζουν πίσω από την πλάτη της. Τα πρόσωπά τους είχαν την πιο ανοιχτή έκφραση, τα μάτια τους το πιο αθώο βλέμμα. Η Ηλαίην ψάρεψε άλλο ένα ρητό της Λίνι. «Το ανοιχτό σακί δεν κρύβει τίποτα, η ανοιχτή πόρτα ελάχιστα, αλλά ο άνδρας που έχει ανοιχτή έκφραση σίγουρα κρύβει κάτι».

Ό,τι πρόβλημα όμως κι αν παρουσίαζαν οι άνδρες, το πρόβλημα τώρα ήταν η ίδια η καμπίνα. Μύριζε μούχλα και κλεισούρα, ακόμα και με τα μικρούλικα παράθυρα ανοιχτά, τα οποία άφηναν ελάχιστο φως να μπει στα υγρά έγκατά της. «Έγκατα» ήταν η σωστή λέξη. Η καμπίνα ήταν μικρή, μικρότερη από την άμαξα, και τον περισσότερο χώρο τον καταλάμβανε ένα βαρύ τραπέζι και μια καρέκλα με ψηλή ράχη, στερεωμένη στο πάτωμα, και η σκάλα που έβγαζε στο κατάστρωμα. Το μέρος το στρίμωχνε ακόμα περισσότερο ο νιπτήρας που ήταν ενσωματωμένος στον τοίχο, με ένα λιγδερό λαβομάνο και μ’ ένα στενό, σκονισμένο καθρέφτη, ολοκληρώνοντας την επίπλωση μαζί με μερικά άδεια ράφια και κρεμαστάρια ρούχων. Τα δοκάρια του ταβανιού σχεδόν άγγιζαν τα κεφάλια τους. Και υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι, φαρδύτερο από αυτά στα οποία κοιμούνταν ως τώρα, που όμως δεν ήταν για δύο. Με το ύψος που είχε, ο Νέρες ήταν σαν να ζούσε σε κουτί. Ο άνθρωπος δεν είχε αφήσει ούτε ένα πόντο ανεκμετάλλευτο για το φορτίο του.

«Ήρθε στη Σαμάρα μέσα στη νύχτα», μουρμούρισε η Ηλαίην, ενώ άφηνε κάτω τα πράγματά της και στήριζε τις γροθιές στους γοφούς, κοιτάζοντας ολόγυρα αποδοκιμαστικά, «και ήθελε να φύγει μέσα στη νύχτα. Τον άκουσα να λέει σ’ έναν από τους δικούς του πως, ό,τι και να θέλουν οι τσούπρες, αυτός θα αρμενίζει τις νύχτες. Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν του αρέσει να ταξιδεύει με το φως της μέρας».

Η Νυνάβε σκέφτηκε τους αγκώνες και τα κρύα πόδια της Ηλαίην, και αναρωτήθηκε μήπως θα ήταν καλύτερα να κοιμάται πάνω με τους πρόσφυγες. «Τι λες τώρα;»

«Ο άνθρωπος είναι λαθρέμπορος, Νυνάβε».

«Μ’ αυτό το σκάφος;» Η Νυνάβε άφησε να πέσουν και τα δικά της πράγματα, ακούμπησε το σακίδιο στο τραπέζι και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Όχι, δεν θα κοιμόταν στο κατάστρωμα. Η καμπίνα μπορεί να μύριζε, όμως θα την άφηναν να αεριστεί, και το κρεβάτι, παρ’ όλο που ήταν στενό, είχε ένα χοντρό πουπουλένιο στρώμα. Το πλοίο πράγματι μπατάριζε ενοχλητικά· αν μη τι άλλο, ας είχε ό,τι άνεση έβρισκε. Η Ηλαίην δεν θα την έδιωχνε από κει. «Είναι ένα βαρέλι. Τυχερές θα είμαστε, αν κάνουμε δυο βδομάδες για να φτάσουμε στο Μποάντα. Το Φως μόνο ξέρει πόσο απέχει το Σαλιντάρ». Καμία τους δεν ήξερε πόσο απείχε το Σαλιντάρ, και ακόμα δεν ήταν ώρα να θίξουν αυτό το ζήτημα στον καπετάνιο Νέρες.

«Όλα ταιριάζουν. Ακόμα και το όνομα. Ριβερσέρπεντ. Ποιος τίμιος πραματευτής θα ονόμαζε το σκάφος του “ερπετό του ποταμού”;»

«Ε, τι κι αν είναι; Δεν θα είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιούμε τις υπηρεσίες ενός λαθρέμπορου».

Η Ηλαίην σήκωσε τα χέρια αγανακτισμένη· πάντα πίστευε ότι είναι σημαντικό να υπακούς το νόμο, όσο ανόητος κι αν ήταν. Είχε περισσότερα κοινά με τον Γκάλαντ απ’ όσο θα ήθελε να παραδεχθεί. Ο Νέρες, λοιπόν, τις είχε αποκαλέσει τσούπρες, ε;

Η δεύτερη δυσκολία ήταν ο χώρος για τους άλλους. Το Ριβερσέρπεντ δεν ήταν πολύ μεγάλο σκάφος, μολονότι φαρδύ, και, αν τους μετρούσες όλους εκεί, έβγαινε ότι κουβαλούσε πάνω από εκατό ανθρώπους. Αρκετό χώρο καταλάμβανε το πλήρωμα που δούλευε τα κουπιά και τα σκοινιά και τα πανιά, κι έτσι δεν απέμενε πολύς για τους επιβάτες. Κι ακόμα χειρότερα, οι πρόσφυγες έμεναν όσο πιο μακριά γινόταν από τους Σιναρανούς· μάλλον είχαν δει ενόπλους και με το παραπάνω. Μόλις που υπήρχε χώρος για να καθίσουν όλοι, όμως όχι για να ξαπλώσουν όλοι.

Η Νυνάβε πλησίασε αμέσως τον Νέρες. «Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν χώρο. Ειδικά οι γυναίκες και τα παιδιά. Αφού δεν έχεις άλλες καμπίνες, θα βολευτούν στο αμπάρι σου».

Το πρόσωπο του Νέρες σκοτείνιασε. Κοιτώντας ίσια μπροστά του, σε κάποιο σημείο προς τα αριστερά της, μούγκρισε, «Το αμπάρι μου είναι γεμάτο πολύτιμο φορτίο. Εξαιρετικά πολύτιμο φορτίο».

«Αναρωτιέμαι αν οι τελωνειακοί ψάχνουν τα πλοία εδώ στον Έλνταρ;» είπε με αδιάφορο τόνο η Ηλαίην, κοιτώντας τις δενδροστοιχισμένες ακροποταμιές. Το ποτάμι εδώ είχε πλάτος μόνο μερικές εκατοντάδες βήματα, με ξεραμένη μαύρη λάσπη και εκτεθειμένο κίτρινο πηλό στις όχθες του. «Στη μια μεριά η Γκεάλνταν και στην άλλη η Αμαδισία. Θα έμοιαζε παράξενο να έχεις το αμπάρι γεμάτο αγαθά από το νότο και να κατευθύνεσαι προς το νότο. Σίγουρα όμως θα έχεις όλα τα έγγραφα που θα αποδεικνύουν ότι πλήρωσες δασμούς. Και μπορείς να εξηγήσεις ότι δεν τα ξεφόρτωσες εξαιτίας των προβλημάτων που υπάρχουν στη Σαμάρα. Άκουσα ότι οι τελωνειακοί δείχνουν μεγάλη κατανόηση».

Οι άκρες του στόματός του έστριβαν προς τα κάτω και ακόμα δεν κοίταζε ούτε τη μια ούτε την άλλη.

Γι’ αυτό είδε καθαρά τον Θομ, όταν ο δεύτερος άνοιξε τα άδεια χέρια του, έκανε μια φανταχτερή χειρονομία και ξαφνικά βρέθηκε να στριφογυρίζει δυο μαχαίρια ανάμεσα στα δάχτυλα του προτού εξαφανίσει το ένα.

«Έτσι, για εξάσκηση», είπε ο Θομ, ξύνοντας το μακρύ μουστάκι του με την άλλη λεπίδα. «Θέλω να διατηρώ μερικές... δεξιότητές μου». Η χαρακιά στο ασπρομάλλικο κρανίο του. και το φρέσκο αίμα στο πρόσωπό του, μαζί με το ματωμένο σχίσιμο στον ώμο του σακακιού και άλλα σχισιματάκια αλλού, τον έκαναν να μοιάζει με κακοποιό, και μόνο ο Ούνο φαινόταν χειρότερος. Το χαμόγελο του Σιναρανού με τα πεταχτά δόντια δεν είχε τίποτα το ενθαρρυντικό κι έκανε να φαίνονται ακόμα χειρότερες η μακριά ουλή του και η καινούρια χαρακιά στο πρόσωπό του, που ήταν κόκκινη και ανοιχτή. Το άγριο πορφυρό μάτι στην καλύπτρα σχεδόν ωχριούσε μπροστά του.

Ο Νέρες έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά, αργή ανάσα.

Οι μπουκαπόρτες άνοιξαν και οι ναύτες έριξαν κιβώτια και πακέτα στο νερό, που κάποια ήταν βαριά, ενώ τα περισσότερα ελαφριά και μύριζαν μπαχαρικά. Ο Νέρες μόρφαζε κάθε φορά που ο ποταμός κατάπινε άλλο ένα. Το πρόσωπό του φωτίστηκε —αν μπορούσες να πεις τέτοιο πράγμα γι’ αυτόν― όταν η Νυνάβε έδωσε οδηγία να αφήσουν κάτω τα τόπια του μεταξιού και τα χαλιά και τις μπάλες του φίνου μάλλινου υφάσματος. Μέχρι τη στιγμή που κατάλαβε ότι η Νυνάβε τα ήθελε για στρώματα. Αν προηγουμένως έκανε μορφασμούς, τώρα το πρόσωπό του έμοιαζε με ξινισμένο γάλα. Όσο κρατούσε αυτό, δεν έβγαλε άχνα. Όταν οι γυναίκες άρχισαν να ανεβάζουν με σχοινιά κουβάδες με νερό για να πλύνουν τα παιδιά τους εκεί στο κατάστρωμα, αυτός πήγε στην πρύμνη, με τα χέρια σφιγμένα στην πλάτη του, και ατένιζε τα επιπλέοντα κιβώτια που απομακρύνονταν.

Κατά κάποιον τρόπο, η παράξενη αντιμετώπιση των γυναικών από τον Νέρες ήταν αυτό που μαλάκωσε την κατάσταση με την κοφτερή γλώσσα της Ηλαίην και της Μπιργκίτε. Τουλάχιστον έτσι το έβλεπε η Νυνάβε· η ίδια προσωπικά διατηρούσε φυσικά τον πράο χαρακτήρα της. Ο Νέρες αντιπαθούσε τις γυναίκες. Οι ναύτες μιλούσαν γρήγορα όταν έπρεπε να συνεννοηθούν με κάποια από αυτές, ρίχνοντας εν τω μεταξύ ματιές στον καπετάνιο μέχρι να μπορέσουν να επιστρέψουν στα καθήκοντα τους. Αν κάποιος έδειχνε άπραγος και καθόταν να ανταλλάξει πάνω από δυο λέξεις με γυναίκα, ο Νέρες, μ’ ένα μουγκρητό, τον έβαζε να κάνει κάποια δουλειά. Τα βιαστικά σχόλιά τους και οι μουρμουριστές προειδοποιήσεις τους έκαναν απολύτως σαφή τη γνώμη του Νέρες.

Οι γυναίκες στοίχιζαν πολλά λεφτά στους άνδρες, τσακώνονταν σαν γάτες και σε έβαζαν σε μπελάδες. Για όσους μπελάδες είχε ένας άνδρας, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο έφταιγαν οι γυναίκες. Ο Νέρες περίμενε ότι οι μισές θα μαλλιοτραβιόνταν στο κατάστρωμα πριν από το πρώτο ηλιοβασίλεμα στο πλοίο. Θα φλέρταραν με το πλήρωμά του και θα έφερναν διχόνοια και καυγάδες. Αν μπορούσε να διώξει όλες τις γυναίκες από το πλοίο του μια για πάντα, θα ένιωθε ευτυχία. Αν μπορούσε να τις διώξει από τη ζωή του, θα ένιωθε έκσταση.

Η Νυνάβε ποτέ δεν είχε συναντήσει τέτοιον άνθρωπο. Είχε ακούσει τους άνδρες να μουρμουρίζουν για τις γυναίκες και τα χρήματα, λες και οι άνδρες δεν χαράμιζαν τα λεφτά τους —δεν είχαν μυαλό για να κουμαντάρουν το χρήμα, ήταν χειρότεροι από την Ηλαίην σ’ αυτό — και είχε ακούσει να κατηγορούν γυναίκες για τα προβλήματά τους, συνήθως ενώ τα είχαν προκαλέσει οι ίδιοι. Αλλά δεν θυμόταν ποτέ να είχε συναντήσει άνδρα, ο οποίος πραγματικά αντιπαθούσε τις γυναίκες. Ξαφνιάστηκε, όταν έμαθε ότι ο Νέρες είχε γυναίκα κι ένα τσούρμο παιδιά στο Έμπου Νταρ, αλλά καθόλου, όταν άκουσε ότι έμενε εκεί μόνο όσο χρειαζόταν για να πάρει καινούριο φορτίο. Δεν ήθελε καν να μιλά με τις γυναίκες. Ήταν καταπληκτικό. Μερικές φορές η Νυνάβε τον λοξοκοίταζε, όπως θα έκανε με ένα παράξενο ζώο. Ήταν πιο παράξενος από τα σ’ρέντιτ και απ’ ό,τι άλλο διέθετε το θηριοτροφείο του Λούκα.

Φυσικά, δεν υπήρχε περίπτωση να χύσουν τη χολή τους η Ηλαίην ή η Μπιργκίτε σε σημείο που ίσως τις άκουγε ο Νέρες. Λες και δεν έφταναν τα όλο νόημα βλέμματα και οι καρτερικές ματιές του Θομ και των άλλων· τουλάχιστον όμως αυτοί προσπαθούσαν να τις κρύψουν. Η απροκάλυπτη ικανοποίηση του Νέρες, επειδή έβγαιναν αληθινές οι γελοίες προσδοκίες του —αυτός σίγουρα έτσι θα το θεωρούσε― θα ήταν αβάσταχτη. Δεν είχαν άλλη επιλογή από το να καταπίνουν το φαρμάκι τους και να χαμογελούν.

Η Νυνάβε προσωπικά θα ήθελε να μείνει λίγο με τον Θομ, τον Ούνο και τον Τζούιλιν μακριά από το βλέμμα του Νέρες. Είχαν αρχίσει να ξεχνιούνται πάλι, και ξεχνούσαν να κάνουν αυτά που τους είχε πει. Το αποτέλεσμα δεν είχε σημασία· μπορούσε να περιμένει. Και για κάποιο λόγο, είχαν αρχίσει να βασανίζουν τον Νέρες με απειλητικά, χαμογελαστά σχόλια, κάτι για σπασμένα κεφάλια και ανοιγμένους λαιμούς. Όμως το μόνο μέρος που ήταν σίγουρη η Νυνάβε ότι θα απέφευγε τον Νέρες ήταν η καμπίνα. Οι άνδρες δεν ήταν ιδιαίτερα μεγαλόσωμοι, αν και ο Θομ ήταν ψηλός και ο Ούνο αρκετά φαρδύς, αλλά, αν στριμώχνονταν όλοι εκεί, θα ξεχείλιζαν την καμπίνα και θα ορθώνονταν από πάνω της. Μια τέτοια κατάσταση δεν θα τη διευκόλυνε να τους τα ψάλει· αν έδινες σε έναν άνδρα την ευκαιρία να σου δείξει το μπόι του, είχε κερδίσει τη μισή μάχη. Έτσι, η Νυνάβε φόρεσε μια ψεύτικη ευχάριστη έκφραση, αγνόησε τα σμιγμένα φρύδια του Θομ και του Τζούιλιν και τις ματιές κατάπληξης του Ούνο και του Ράγκαν, και απόλαυσε την εξωτερική καλή διάθεση που είχαν αναγκαστεί να υιοθετήσουν οι άλλες.

Κατόρθωσε να συνεχίσει να χαμογελά όταν έμαθε γιατί φούσκωναν έτσι τα πανιά και γιατί οι φιδίσιες ακροποταμιές περνούσαν γοργά στον απογευματινό ήλιο σαν άλογο που κάλπαζε. Ο Νέρες έβαλε να μαζέψουν τα κουπιά και να τα φυλάξουν πλάι στις κουπαστές· έμοιαζε σχεδόν ευτυχισμένος, Σχεδόν. Ένα χαμηλό απότομο ύψωμα από πηλό διέτρεχε κατά μήκος την όχθη της Αμαδισίας· από τη μεριά της Γκεάλνταν, υπήρχε μια πλατιά ζώνη από καλαμιές ανάμεσα στο ποτάμι και τα δένδρα, ξεραμένες εκεί απ’ όπου είχαν αποτραβηχτεί τα νερά. Η Σαμάρα ήταν λίγες μόνο ώρες ανάντη.

«Διαβίβασες», είπε η Νυνάβε στην Ηλαίην μέσα από τα δόντια της. Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της με την ανάποδη του χεριού της και αντιστάθηκε στην επιθυμία να χτυπήσει το χέρι στο κατάστρωμα που ανεβοκατέβαινε αργά. Οι άλλοι επιβάτες άφησαν μερικά βήματα χώρο στις δυο τους και στην Μπιργκίτε, όμως η Νυνάβε συνέχισε να μιλά χαμηλόφωνα, όσο πιο φιλικά μπορούσε. Το στομάχι της έμοιαζε να αναδεύεται μαζί με το σκαμπανέβασμα του πλοίου· αυτό δεν έκανε καθόλου καλό στη διάθεση της. «Αυτός ο άνεμος είναι δικό σου έργο». Ευχήθηκε να είχε μείνει αρκετό μάραθο στο σακίδιό της.

Αν έκρινες από την ιδρωμένη, λαμπερή όψη και από τα διάπλατα μάτια της Ηλαίην, μόνο μέλι και γάλα θα έσταζε το στόμα της. «Έχεις γίνει ένα φοβισμένο λαγουδάκι. Σύνελθε. Η Σαμάρα είναι μίλια πίσω μας. Καμία δεν θα μπορούσε να νιώσει κάτι συγκεκριμένο από τέτοια απόσταση. Μόνο αν ήταν στο πλοίο μαζί μας θα το καταλάβαινε. Το έκανα πολύ γρήγορα».

Της Νυνάβε της φάνηκε ότι το πρόσωπό της θα ράγιζε, αν κρατούσε περισσότερο το χαμόγελό της, αλλά με την άκρη του ματιού της είδε τον Νέρες που κοίταζε εξεταστικά τους επιβάτες του και κουνούσε το κεφάλι. Έτσι θυμωμένη που ήταν αυτή τη στιγμή, η Νυνάβε μπορούσε επίσης να διακρίνει το ξεθωριασμένο απομεινάρι της ύφανσης της Ηλαίην. Το να χειρίζεσαι τον καιρό ήταν σαν να κυλούσες μια πέτρα σε κατηφοριά· όπως το άρχιζες, συνήθως έτσι συνέχιζε. Όταν αναπηδούσε και ξέφευγε από το μονοπάτι, όπως θα έκανε κάποια στιγμή, απλώς την ξαναγυρνούσες στη σωστή κατεύθυνση. Η Μογκέντιεν ίσως να ένιωθε μια ύφανση τέτοιου μεγέθους από τη Σαμάρα —ίσως― αλλά όχι τόσο καλά, ώστε να καταλάβει από πού είχε προέλθει. Η Νυνάβε ήταν ισάξια της Μογκέντιεν στη δύναμη, και, αν δεν ήταν αρκετά δυνατή για να κάνει κάτι, θα μπορούσε να πει με αρκετή σιγουριά ότι δεν μπορούσε να το κάνει ούτε η Αποδιωγμένη. Επίσης, ήθελε το ταξίδι τους να είναι όσο το δυνατόν ταχύτερο· εκείνη τη στιγμή, της φαινόταν ότι το να μοιραστεί την καμπίνα με τις άλλες δύο ήταν εξίσου απωθητικό με το να τη μοιραζόταν με τον Νέρες. Κι επίσης, δεν θα της άρεσε καθόλου να περάσουν μια επιπλέον μέρα στο νερό. Πώς μπορούσε ένα πλοίο να κινείται με τέτοιον τρόπο, τη στιγμή που το ποτάμι φαινόταν τόσο γαλήνιο;

Τα χείλη της πονούσαν από το χαμόγελο. «Έπρεπε να ρωτήσεις, Ηλαίην. Όλο πας και κάνεις πράγματα χωρίς να σκεφτείς. Πρέπει πια να συνειδητοποιήσεις ότι, αν πέσεις σε κανένα λάκκο, έτσι που τρέχεις χωρίς να κοιτάζεις, δεν θα έρθει να σε μαζέψει και να σου πλύνει το πρόσωπο η γριά παραμάνα σου». Καθώς έλεγε τα τελευταία λόγια, τα μάτια της Ηλαίην είχαν γίνει στρογγυλά σαν πιατάκια και τα γυμνωμένα δόντια της έμοιαζαν έτοιμα να δαγκώσουν.

Η Μπιργκίτε τις έπιασε κι έσκυψε κοντά τους, λάμποντας σαν να την έπνιγε η χαρά. «Αν δεν σταματήσετε εσείς οι δύο, θα σας ρίξω στο ποτάμι να δροσιστείτε. Κάνετε σαν σερβιτόρες Σάγκο με χειμωνιάτικη φαγούρα!»

Οι τρεις γυναίκες με ιδρωμένα, όλο φιλικότητα πρόσωπα διαλύθηκαν προς τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις όσο μακρύτερα επέτρεπε το πλοίο να είναι η μια από την άλλη. Κατά το ηλιοβασίλεμα, η Νυνάβε άκουσε τον Ράγκαν να λέει ότι οι τρεις τους πρέπει να ήταν πραγματικά ανακουφισμένες που έφευγαν από τη Σαμάρα, έτσι που γελούσαν η μια στον ώμο της άλλης, και οι άλλοι άνδρες σκέφτονταν περίπου το ίδιο, όμως οι υπόλοιπες γυναίκες στο καράβι τις κοίταζαν υπερβολικά ανέκφραστες. Αυτές καταλάβαιναν πότε προμηνύονταν φασαρίες.

Λίγο-λίγο όμως αυτές οι φασαρίες υποχώρησαν. Η Νυνάβε δεν κατάλαβε πώς ακριβώς. Ίσως η ευχάριστη όψη που είχαν πάρει η Ηλαίην και η Μπιργκίτε να τις είχε ποτίσει άθελά τους. Ίσως να ήταν γελοίο όλο αυτό, να χαμογελάς φιλικά, ενώ πετάς τσουχτερά λόγια. Όποια κι αν ήταν η αιτία, δεν θα διαμαρτυρόταν για το αποτέλεσμα. Αργά, μέρα τη μέρα, τα λόγια και ο τόνος εναρμονίστηκαν με τα πρόσωπα, και αραιά και πού κάποια έπαιρνε μια έκφραση ντροπής, σίγουρα επειδή ξανάφερνε στο νου το προηγούμενο φέρσιμο της. Δεν ξεστόμισαν ούτε μια συγγνώμη, βεβαίως, κάτι που η Νυνάβε καταλάβαινε πλήρως. Και η ίδια, αν ήταν ανόητη και μοχθηρή, δεν θα ήθελε να το θυμίσει σε κανέναν.

Τα παιδιά έπαιξαν κι αυτά κάποιο ρόλο στο να επανέλθει η ηρεμία της Ηλαίην και της Μπιργκίτε, αν και στην πραγματικότητα όλο αυτό άρχισε με τη Νυνάβε να περιποιείται τις πληγές των ανδρών το πρώτο εκείνο πρωί στο ποτάμι. Είχε βγάλει το σακίδιό της που ήταν γεμάτο βότανα, είχε φτιάξει αλοιφές και βάλσαμα, είχε δέσει κοψίματα. Εκείνες οι χαρακιές την είχαν θυμώσει αρκετά, ώστε να μπορεί να Θεραπεύσει —οι αρρώστιες και οι πληγές πάντα της προκαλούσαν θυμό― και αυτό έκανε, για τις πιο βαριές περιπτώσεις, αν και χρειάστηκε να προσέξει πολύ. Αν εξαφάνιζε τις πληγές, οι άνθρωποι θα μιλούσαν γι’ αυτό, και το Φως μόνο ήξερε τι θα έκανε ο Νέρες, αν πίστευε ότι είχε μια Άες Σεντάι στο πλοίο του· πιθανότατα θα έβγαζε κρυφά κάποιον δικό του στην όχθη της Αμαδισίας, για να τις καταδώσει και να συλληφθούν. Ίσως η είδηση να έκανε το ίδιο και στους πρόσφυγες.

Με τον Ούνο, για παράδειγμα, έτριψε με λίγο τσουχτερό έλαιο επαλείψεων από μάρντρουτ τον καταμωλωπισμένο ώμο του, άπλωσε λίγη αλοιφή από παντογιάτρι στη φρέσκια χαρακιά που κατηφόριζε το πρόσωπο του —μόνο όσο χρειαζόταν χωρίς να σπαταλά τίποτα― κι έδεσε το κεφάλι του με επιδέσμους, τόσο γερά, που αυτός σχεδόν δεν μπορούσε να κουνήσει το σαγόνι, προτού τον Θεραπεύσει. Ο Ούνο τινάχτηκε και σπαρτάρισε, κι αυτή του είπε κοφτά, «Μην κάνεις σαν μωρό, λίγος πόνος δεν είναι τίποτα για έναν μεγάλο, γερό άνδρα. Άφησέ τα και μην τα πειράζεις· αν τα ακουμπήσεις μέσα στις επόμενες τρεις μέρες, θα σου δώσω κάτι που θα αργήσεις να το ξεχάσεις».

Εκείνος ένευσε αργά, κοιτάζοντάς την με τόση αβεβαιότητα, που έδειχνε ότι δεν είχε καταλάβει τι του είχε κάνει. Μπορεί να το συνειδητοποιούσε όταν τελικά έβγαζε τους επιδέσμους, με λίγη τύχη οι άλλοι δεν θα θυμούνταν πόσο βαθύ ήταν το κόψιμο, και είχε αρκετό μυαλό για να κρατήσει το στόμα του κλειστό.

Όταν έκανε την αρχή, ήταν φυσικό να συνεχίσει και με τους άλλους επιβάτες. Ελάχιστοι ήταν οι πρόσφυγες που δεν είχαν μώλωπες και γδαρσίματα, και μερικά παιδιά είχαν πυρετό ή σκουλήκια στα κόπρανα. Αυτά μπορούσε να τα Θεραπεύσει χωρίς πρόβλημα· τα παιδιά πάντα γκρίνιαζαν όταν τους έδινες κάτι που δεν είχε γεύση μελιού. Και, αν έλεγαν στη μητέρα τους ότι είχαν νιώσει κάτι παράξενο, πάντα ήταν παιδική φαντασία.

Η Νυνάβε ποτέ δεν ένιωθε άνετα με τα παιδιά. Ήθελε να γεννήσει τα παιδιά του Λαν, αυτό ήταν αλήθεια. Ένα μέρος της το ήθελε. Τα παιδιά από το τίποτα έφερναν ταραχή. Έκαναν το ανάποδο απ’ ό,τι τους έλεγες, μόλις τους γυρνούσες την πλάτη, μόνο και μόνο για να δουν πώς θα αντιδρούσες. Αλλά κάποια στιγμή έπιασε τον εαυτό της να χαϊδεύει τα μελαχρινά μαλλιά ενός μικρού αγοριού που την έφτανε το πολύ ως τη μέση, το οποίο την κοίταζε πονηρά με φωτεινά γαλανά μάτια. Έμοιαζαν πολύ με τα μάτια του Λαν.

Η Ηλαίην και η Μπιργκίτε ήρθαν μαζί της, στην αρχή μόνο για να επιβάλουν την τάξη, όμως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πλησίασαν κι αυτές τα παιδιά. Το παράξενο ήταν ότι η Μπιργκίτε δεν φαινόταν καθόλου αστεία, καθώς είχε σε κάθε γόνατο ένα τρίχρονο ή τετράχρονο αγοράκι, έναν κύκλο από παιδιά ολόγυρά της, και τους τραγουδούσε ένα ανόητο τραγουδάκι για ζώα που χόρευαν. Και η Ηλαίην μοίραζε ένα σακουλάκι με γλυκές κόκκινες καραμέλες. Το Φως μόνο ήξερε πού τις είχε βρει και γιατί. Δεν έδειξε την παραμικρή ενοχή, όταν η Νυνάβε την τσάκωσε να ρίχνει κι αυτή μια καραμέλα στο στόμα της· απλώς γέλασε, έβγαλε το δάχτυλο ενός κοριτσιού από το στόμα του και του έδωσε κι αυτού μια καραμέλα. Τα παιδιά γελούσαν σαν είχαν θυμηθεί μόλις τώρα πώς είναι να γελάς, και αγκάλιαζαν τα φουστάνια της Νυνάβε ή της Ηλαίην ή της Μπιργκίτε, λες και ήταν τα φουστάνια των μανάδων τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν δύσκολο να έχεις νεύρα. Η Νυνάβε μόλις που μπόρεσε να ξεφυσήξει, κι αυτό αχνά, όταν η Ηλαίην ξανάρχισε να μελετά το α’ντάμ στην απομόνωση της καμπίνας τους τη δεύτερη μέρα. Έμοιαζε πιο πεπεισμένη από ποτέ ότι το βραχιόλι, το περιδέραιο και το λουρί δημιουργούσαν κάποια παράξενη μορφή σύνδεσης. Η Νυνάβε κάθισε μαζί της μια-δυο φορές· η όψη αυτού του βδελυρού πράγματος αρκούσε να τη θυμώσει αρκετά για να αγκαλιάσει το σαϊντάρ και να ακολουθήσει την Ηλαίην.

Οι ιστορίες των προσφύγων έγιναν γνωστές, φυσικά. Οικογένειες που είχαν διαλυθεί, χαθεί ή σκοτωθεί. Αγροκτήματα και μαγαζιά και δουλειές που είχαν καταστραφεί, καθώς οι μπελάδες του κόσμου πάφλαζαν, φέρνοντας αναταραχή στο εμπόριο. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να αγοράσουν, όταν δεν μπορούσαν να πουλήσουν. Ο Προφήτης ήταν το τελευταίο τούβλο στο κάρο, εκείνο που έσπασε τον άξονα. Η Νυνάβε δεν είπε τίποτα, όταν είδε την Ηλαίην να χώνει κρυφά ένα χρυσό μάρκο στο χέρι ενός με αραιά γκρίζα μαλλιά, ο οποίος άγγιξε με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του το ρυτιδιασμένο μέτωπό του και προσπάθησε να της φιλήσει το χέρι. Η Ηλαίην θα μάθαινε πόσο γρήγορα τελειώνει το χρυσάφι. Εκτός αυτού, και η ίδια η Νυνάβε είχε μοιράσει λίγα χρυσά νομίσματα. Ίσως όχι λίγα.

Όλοι οι άνδρες εκτός από δύο ήταν γκριζομάλληδες ή φαλακροί, με ηλιοψημένα πρόσωπα και χέρια γεμάτα κάλους από τη δουλειά. Τους νεότερους, όσους δεν είχε πιάσει ο Προφήτης, τους είχε αρπάξει ο στρατός· όσοι αρνούνταν το ένα ή το άλλο, είχαν κρεμαστεί. Οι δύο νεότεροι —στην πραγματικότητα ήταν σχεδόν αγόρια ακόμη· η Νυνάβε ήταν σίγουρη ότι κανένας από τους δύο δεν χρειαζόταν να ξυρίζεται τακτικά― είχαν βλέμμα κυνηγημένου και ταράζονταν μόλις τους κοίταζε κάποιος Σιναρανός. Μερικές φορές, οι πιο ηλικιωμένοι έλεγαν ότι ήθελαν να ξαναρχίσουν, να βρουν λίγη γη να οργώσουν ή να ξαναπιάσουν την τέχνη τους, αλλά ο τόνος της φωνής τους έλεγε ότι αυτό ήταν περισσότερο μπλόφα και ψευτοπαλικαριά παρά πραγματική ελπίδα. Κυρίως μιλούσαν χαμηλόφωνα για τις οικογένειές τους· για τις χαμένες γυναίκες, τα χαμένα παιδιά, τα χαμένα εγγόνια. Έμοιαζαν χαμένοι. Τη δεύτερη νύχτα, ένας με πλατιά αυτιά, που έμοιαζε ο πιο ενθουσιώδης σε κείνη τη θλιβερή παρέα, εξαφανίστηκε στα καλά καθούμενα· όταν βγήκε ο ήλιος, είχε χαθεί. Μπορεί να είχε βγει στη στεριά κολυμπώντας. Η Νυνάβε αυτό έλπιζε.

Πάντως, αυτό που έμπηγε μαχαίρι στην καρδιά της ήταν οι γυναίκες. Δεν είχαν περισσότερες προοπτικές από τους άνδρες, ούτε μεγαλύτερη σιγουριά, αλλά οι περισσότερες είχαν πιο πολλά βάρη. Δεν είχαν μαζί τους άνδρες τους, δεν ήξεραν αν οι άνδρες τους ήταν ζωντανοί ακόμα, όμως οι ευθύνες που τις βάραιναν τις ανάγκαζαν να προχωρήσουν. Καμία γυναίκα με τσαγανό δεν θα σήκωνε τα χέρια ψηλά όταν είχε παιδιά. Όλες σκόπευαν να βρουν κάποιο μέλλον. Όλες είχαν τουλάχιστον μια ικμάδα ελπίδας, ενώ οι άνδρες απλώς προσποιούνταν ότι έλπιζαν. Ειδικά τρεις απ’ αυτές τη συγκινούσαν πιο πολύ.

Η Νίκολα είχε περίπου την ηλικία και το ύψος της Νυνάβε, ήταν μια λεπτή, μελαχρινή υφάντρα με μεγάλα μάτια, που έκανε σχέδια για γάμο. Ώσπου του Χάυραν του μπήκε η ιδέα ότι το καθήκον τον καλούσε να ακολουθήσει τον Προφήτη, να ακολουθήσει τον Αναγεννημένο Δράκοντα· θα την παντρευόταν αφού τελείωνε το καθήκον του. Το καθήκον ήταν κάτι πολύ σημαντικό για τον Χάυραν. Θα γινόταν καλός κι ευσυνείδητος σύζυγος και πατέρας, έτσι έλεγε η Νίκολα, Όμως η σκέψη που του είχε μπει στο κεφάλι δεν τον βοήθησε όταν κάποιος του άνοιξε το κεφάλι μ’ ένα τσεκούρι. Η Νίκολα δεν ήξερε ποιος και γιατί, μόνο ότι έπρεπε να φύγει όσο γινόταν πιο μακριά από τον Προφήτη. Κάπου πρέπει να υπήρχε ένα μέρος χωρίς σκοτωμούς, όπου δεν θα φοβόταν συνεχώς τι την περίμενε στην άλλη γωνία.

Η Μάριγκαν, μερικά χρόνια μεγαλύτερη, ήταν κάποτε παχουλή, όμως τώρα το τριμμένο καφέ φόρεμα έπλεε πάνω της και το αδρό πρόσωπό της φαινόταν να έχει περάσει κάθε όριο κούρασης. Οι δυο γιοι της, ο εξάχρονος Τζάριλ και ο επτάχρονος Σιβ, κοίταζαν βουβά τον κόσμο με διάπλατα μάτια· πιάνονταν ο ένας από τον άλλο κι έμοιαζαν να φοβούνται τους πάντες και τα πάντα, ακόμα και τη μητέρα τους. Η Μάριγκαν ασχολιόταν με θεραπείες και βότανα στη Σαμάρα, αν και είχε κάποιες παράξενες ιδέες και για τα δύο. Αυτό δεν ήταν παράξενο· μια γυναίκα που πρόσφερε θεραπείες, με την Αμαδισία και τους Λευκομανδίτες στην αντίπερα όχθη, δεν έπρεπε να κάνει αισθητή την παρουσία της, και από την αρχή είχε αναγκαστεί να τα μάθει μόνη της. Το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να γιατρεύει τις αρρώστιες, και ισχυριζόταν ότι τα κατάφερνε καλά, αν και δεν είχε κατορθώσει να σώσει τον σύζυγό της. Είχε περάσει πέντε δύσκολα χρόνια μετά το θάνατό του και ο ερχομός του Προφήτη είχε δυσκολέψει την κατάσταση. Οι όχλοι που έψαχναν για Άες Σεντάι την είχαν αναγκάσει να κρυφτεί, επειδή είχε θεραπεύσει κάποιον από πυρετό και οι φήμες έλεγαν ότι τον έχει φέρει πίσω από τους νεκρούς. Τόσο λίγα ήξεραν οι περισσότεροι για τις Άες Σεντάι· ο θάνατος ήταν ισχυρότερος από τη Δύναμη της Θεραπείας. Ακόμα και η Μάριγκαν έμοιαζε να πιστεύει ότι αυτό μπορούσε να γίνει. Δεν ήξερε πού πήγαινε, όπως και η Νίκολα. Έλπιζε να βρει κάποιο χωριό, όπου θα μπορούσε να ξαναμοιράζει βότανα με την ησυχία της.

Η Αράινα ήταν η νεότερη από τις τρεις κι είχε σταθερό γαλάζιο βλέμμα, πρόσωπο μελανιασμένο, και σε καμία περίπτωση δεν καταγόταν από την Γκεάλνταν. Αυτό φαινόταν και μόνο από τα ρούχα της, ένα κοντό σκούρο σακάκι και φαρδύ παντελόνι, που δεν διέφεραν πολύ από της Μπιργκίτε. Αυτό ήταν όλο της το βιος. Δεν έλεγε από πού ακριβώς καταγόταν, όμως μίλησε ειλικρινά για τη διαδρομή που την είχε φέρει στο Ριβερσέρπεντ. Για ένα μέρος της· τα υπόλοιπα η Νυνάβε έπρεπε να τα συνάγει απ’ όσα είχε αφήσει να εννοούνται. Η Αράινα είχε πάει στο Ίλιαν θέλοντας να φέρει σπίτι τον μικρότερο αδελφό της, προτού αυτός έδινε τον όρκο ως Κυνηγός του Κέρατος. Όμως η πόλη είχε χιλιάδες κόσμο και δεν τον είχε βρει, αλλά με κάποιον τρόπο κατέληξε να δώσει η ίδια τον όρκο, και ξεκίνησε να δει τον κόσμο χωρίς να πολυπιστεύει ότι υπήρχε το Κέρας του Βαλίρ, μισοελπίζοντας ότι κάποιος θα έβρισκε τον Γκουίλ να τον πάει σπίτι. Η κατάσταση είχε... δυσκολέψει... έκτοτε. Η Αράινα δεν αρνιόταν ακριβώς να μιλήσει, αλλά προσπαθούσε τόσο πολύ να εξωραΐσει τα πράγματα... Την είχαν διώξει από αρκετά χωριά, την είχαν κλέψει κάποια φορά και την είχαν δείρει αρκετές. Ακόμα κι έτσι, δεν είχε πρόθεση να τα παρατήσει, να ζητήσει καταφύγιο ή ένα ειρηνικό χωριό. Ο κόσμος ήταν ακόμα εκεί έξω και η Αράινα ήθελε να τον δαμάσει. Όχι ότι το έθετε έτσι, αλλά η Νυνάβε ήξερε ότι αυτό εννοούσε.

Η Νυνάβε ήξερε πολύ καλά γιατί την είχαν συγκινήσει περισσότερο. Κάθε ιστορία θα μπορούσε να ήταν το καθρέφτισμα ενός νήματος της δικής της ζωής. Αυτό που δεν καταλάβαινε ήταν γιατί συμπαθούσε περισσότερο την Αράινα. Κατά τη γνώμη της, όταν τα είχε συνταιριάξει όλα, τα περισσότερα προβλήματα της Αράινα οφείλονταν στο ότι δεν έβαζε χαλινάρι στη γλώσσα της κι έλεγε στον κόσμο ωμά τη γνώμη της. Δεν μπορεί να ήταν σύμπτωση που από ένα χωριό την είχαν διώξει με τις κλωτσιές αμέσως μόλις είχε πει στον Δήμαρχο ότι ήταν ένας παλαβός με χοντρή μούρη και σε μερικές γυναίκες του χωριού ότι οι καθαρίστριες της κουζίνας δεν είχαν δικαίωμα να ρωτούν τι γύρευε και ταξίδευε μόνη της. Αυτά τα παραδεχόταν και μόνη της. Η Νυνάβε σκέφτηκε ότι μερικές μέρες με την ίδια σαν παράδειγμα θα βοηθούσαν πάρα πολύ την Αράινα. Και σίγουρα θα υπήρχε κάτι να κάνει για τις άλλες δύο. Καταλάβαινε πολύ καλά την ανάγκη για ασφάλεια και ειρήνη.

Είχε υπάρξει μια παράξενη συνομιλία το πρωί της δεύτερης μέρας, τότε που τα νεύρα ήταν ακόμα τεντωμένα και οι γλώσσες —κάποιων ανθρώπων οι γλώσσες!― ακόμα τσουχτερές. Η Νυνάβε είχε πει κάτι, με ήπιο τρόπο, ότι η Ηλαίην δεν ήταν στο παλάτι της μητέρας της κι έτσι κακώς νόμιζε ότι η Νυνάβε θα κοιμόταν κολλημένη στον τοίχο κάθε βράδυ. Η Ηλαίην είχε υψώσει το πηγούνι της, αλλά προτού προλάβει να ανοίξει το στόμα, η Μπιργκίτε είπε, «Είσαι η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ;» Ούτε που κοίταξε γύρω για να βεβαιωθεί ότι δεν τις άκουγε κανείς.

«Ναι». Η Ηλαίην είχε μιλήσει με περισσότερη αξιοπρέπεια απ’ όσο τη θυμόταν το τελευταίο διάστημα η Νυνάβε, αλλά υπήρχε μια χροιά ― μήπως ήταν ικανοποίηση;

Με το πρόσωπο εντελώς ανέκφραστο, η Μπιργκίτε απλώς έφυγε, κι ανέβηκε στην πλώρη, όπου κάθισε σε μια κουλούρα σχοινί, ατενίζοντας το ποτάμι μπροστά τους. Η Ηλαίην την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια, και τελικά πήγε να καθίσει πλάι της. Κάθισαν μιλώντας χαμηλόφωνα αρκετή ώρα. Η Νυνάβε δεν θα πήγαινε να κάτσει παρέα τους, ακόμα κι αν της το είχαν ζητήσει! Ό,τι κι αν ήταν αυτό που συζήτησαν, η Ηλαίην έμοιαζε κάπως αποθαρρυμένη, σαν να περίμενε κάποια άλλη έκβαση, όμως από κει και μετά δεν ακούστηκε καμία βαριά κουβέντα μεταξύ τους.

Η Μπιργκίτε ξαναπήρε το πραγματικό της όνομα αργότερα την ίδια μέρα, αν και γι’ αυτό έφταιγε μια τελευταία αναλαμπή θυμού. Τώρα που ήταν ασφαλείς, έχοντας αφήσει τη Μογκέντιεν πίσω τους, η Νυνάβε και η Ηλαίην ξέπλυναν το μαύρο από τα μαλλιά τους με πόκλιφ, και ο Νέρες, βλέποντας τη μια με χρυσοκόκκινες μπούκλες στους ώμους, την άλλη με χρυσοκίτρινα μαλλιά σε μια περίπλοκη πλεξούδα, την τρίτη με τόξο και φαρέτρα, μουρμούρισε καυστικά κάτι για την «Μπιργκίτε που ξεφύτρωσε από κείνα τα καμένα τα παραμύθια». Για κακή του τύχη, εκείνη τον άκουσε. Αυτό ήταν το όνομά της, του είπε κοφτά, και, αν δεν του άρεσε, ας διάλεγε σε ποιο κατάρτι ήθελε να του καρφώσει τα αυτιά που θα του έκοβε. Με δεμένα τα μάτια. Εκείνος έφυγε με πρόσωπο κατακόκκινο και φώναξε στους ναύτες να τεντώσουν κάτι σχοινιά που, αν τα τέντωνες κι άλλο, θα έσπαζαν.

Τη Νυνάβε δεν την ενδιέφερε αν η Μπιργκίτε θα πραγματοποιούσε την απειλή της. Το πόκλιφ μπορεί να είχε αφήσει μια αμυδρή κοκκινωπή απόχρωση στα μαλλιά της, αλλά ήταν τόσο κοντά στο φυσικό της χρώμα, που παραλίγο θα έκλαιγε από χαρά. Και της είχε περισσέψει αρκετό πόκλιφ, εκτός αν όλους στο καράβι τούς έπιαναν πόνοι στα ούλα και τα δόντια. Και αρκετό φένελ για να ηρεμήσει τα στομάχι της. Άθελά της αναστέναξε από ικανοποίηση όταν στέγνωσαν τα μαλλιά της, και τα χτένισε πάλι σε πλεξούδα όπως ήταν πρέπον.

Φυσικά, με την Ηλαίην να διαβιβάζει ούριο άνεμο, και τον Νέρες να ταξιδεύει μέρα-νύχτα, τα αγροκτήματα και τα χωριά με τις καλαμοσκεπές περνούσαν σαν αστραπή από τις όχθες, με ανθρώπους να ανεμίζουν τα χέρια τη μέρα και φωτισμένα παράθυρα τη νύχτα, χωρίς να φαίνεται ίχνος από την αναταραχή πιο πίσω. Παρ’ όλο που το σκάφος με το λάθος όνομα ήταν φαρδύ, ταξίδευε γοργά κατάντη.

Ο Νέρες βρισκόταν σε δίλημμα· από τη μια χαιρόταν την καλοτυχία του που είχε τέτοιους ανέμους, από την άλλη ανησυχούσε που ταξίδευε μέρα. Αρκετές φορές το βλέμμα του έπεφτε σε κολπίσκους, ποταμάκια σκεπασμένα από δένδρα ή λιμνούλες σκαμμένες βαθιά στην όχθη όπου το Ριβερσέρπεντ θα μπορούσε να δέσει και να κρυφτεί. Μερικές φορές η Νυνάβε ανέφερε κοντά του, για να την ακούσει, ότι σίγουρα ο Νέρες θα χαιρόταν που σύντομα θα εγκατέλειπαν ίο πλοίο του οι άνθρωποι από τη Σαμάρα, και πετούσε κάποιο σχόλιο για το πόσο πιο καλά φαινόταν η τάδε γυναίκα τώρα που είχε αναπαυτεί, και πόσο ζωηρά ήταν τα παιδιά της δείνα. Αυτό αρκούσε για να διώξει από το μυαλό του κάθε ιδέα περί αγκυροβολήματος. Μπορεί να ήταν ευκολότερο, αν τον απειλούσε με τους Σιναρανούς ή με τον Θομ και τον Τζούιλιν, όμως αυτοί είχαν αποκτήσει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Επίσης, η Νυνάβε δεν είχε καμία πρόθεση να λογομαχήσει με κάποιον που ούτε την κοίταζε ούτε της μιλούσε.

Η γκρίζα χαραυγή της τρίτης μέρας βρήκε το πλήρωμα να πιάνει πάλι τα κουπιά για να δέσουν στο μώλο του Μποάντα. Ήταν μια αρκετά μεγάλη πόλη, μεγαλύτερη από τη Σαμάρα, σ’ ένα σημείο της στεριάς όπου ο γοργός ποταμός Μπόερν, όπως ερχόταν από την Τζεχάνα, ενωνόταν με τον Έλνταρ, που ήταν πιο αργός. Υπήρχαν μάλιστα τρεις πύργοι εντός των ψηλών γκρίζων τειχών κι ένα κτήριο που άστραφτε κατάλευκο κάτω από μια στέγη με κόκκινα κεραμίδια, το οποίο σίγουρα θα το θεωρούσε κανείς παλάτι, έστω και μικρό. Καθώς έδεναν γερά το Ριβερσέρπεντ στους βαριούς πασσάλους στην άκρη μιας αποβάθρας —η οποία είχε το μισό μήκος του καραβιού, πάνω από την ξεραμένη λάσπη― η Νυνάβε αναρωτήθηκε γιατί ο Νέρες είχε κάνει όλο το δρόμο μέχρι τη Σαμάρα αφού μπορούσε να ’χει ξεφορτώσει τα φορτίο του εδώ.

Η Ηλαίην ένευσε προς ένα γεροδεμένο άνδρα στην αποβάθρα που φορούσε μια αλυσίδα με κάποιο θυρεό να κρέμεται στο στήθος του. Υπήρχαν κι άλλοι σαν κι αυτόν, όλοι με ίδιες αλυσίδες και γαλάζια σακάκια, οι οποίοι παρακολουθούσαν με προσοχή δύο ακόμα φαρδιά σκάφη να ξεφορτώνουν σε άλλες αποβάθρες. «Είναι οι τελωνειακοί της Βασίλισσας Αλιάντρε, νομίζω». Ο Νέρες ταμπούρλιζε τα δάχτυλά του στην κουπαστή και απέφευγε να τους κοιτάξει με την ίδια προσοχή που αυτοί κοίταζαν τα άλλα σκάφη. «Ίσως να είχε κάποια συμφωνία με τους άλλους στη Σαμάρα. Κάτι μου λέει ότι δεν θέλει να μιλήσει σ’ αυτούς εδώ».

Οι άνδρες και οι γυναίκες από τη Σαμάρα πέρασαν απρόθυμα τη σανιδόσκαλα και οι τελωνειακοί δεν τους έδωσαν σημασία. Δεν υπήρχαν δασμοί για τους ανθρώπους. Για τους Σαμαρανούς, ήταν η αρχή της αβεβαιότητας. Η ζωή ανοιγόταν μπροστά τους και, για να τα πάρουν όλα πάλι από την αρχή, είχαν ό,τι φορούσαν και ό,τι τους είχαν δώσει η Νυνάβε και η Ηλαίην. Προτού καν κατέβουν στην αποβάθρα, μερικές γυναίκες πήραν αποθαρρυμένο ύφος σαν τους άνδρες. Κάποιες έβαλαν τα κλάματα. Στο πρόσωπο της Ηλαίην ζωγραφίστηκε ο πόνος. Πάντα ήθελε να τους φροντίζει όλους. Η Νυνάβε είχε βάλει κρυφά στο χέρι κάποιων γυναικών μερικά ασημένια νομίσματα ακόμα κι ευχήθηκε να μην την ανακάλυπτε η Ηλαίην.

Δεν κατέβηκαν όλοι από το πλοίο. Η Αράινα έμεινε, και η Νίκολα, όπως και η Μάριγκαν, σφιχταγκαλιάζοντας τους γιους της που ατένιζαν σιωπηλά και ανήσυχα τα άλλα παιδιά ενώ χάνονταν στην πόλη. Η Νυνάβε δεν είχε ακούσει τα δύο παλικαράκια να λένε ούτε λέξη μετά τη Σαμάρα.

«Θέλω να έρθω μαζί σου», είπε η Νίκολα στη Νυνάβε, τρίβοντας ασυναίσθητα τα χέρια της. «Νιώθω ασφαλής κοντά σου». Η Μάριγκαν ένευσε σθεναρά. Η Αράινα δεν είπε τίποτα, όμως πλησίασε τις δύο άλλες γυναίκες, μπαίνοντας στην ομάδα τους, ενώ την ίδια στιγμή κοίταζε με έμφαση τη Νυνάβε και την προκαλούσε να τη διώξει.

Ο Θομ κούνησε ελαφρά το κεφάλι, και ο Τζούιλιν έκανε μια γκριμάτσα, όμως η Νυνάβε κοίταξε την Ηλαίην και την Μπιργκίτε. Η Ηλαίην δεν δίστασε να νεύσει, και η άλλη γυναίκα άργησε μονάχα μια στιγμή να κάνει το ίδιο. Η Νυνάβε μάζεψε τα φουστάνια της και πλησίασε τον Νέρες, που στεκόταν στην πρύμνη.

«Μάλλον τώρα θα ξαναπάρω πίσω το πλοίο μου», είπε αυτός απευθυνόμενος στον αέρα, κάπου ανάμεσα στο πλοίο και στην αποβάθρα. «Καιρός ήταν. Τούτο το ταξίδι είναι το χειρότερο που έκανα ποτέ».

Η Νυνάβε χαμογέλασε πλατιά. Αυτή τη φορά, ο Νέρες την κοίταξε προτού σταματήσει να του μιλά. Δηλαδή, σχεδόν.

Όχι ότι ο Νέρες είχε πολλές επιλογές. Δεν μπορούσε να προσφύγει στις αρχές του Μποάντα. Κι αν δεν έβρισκε του γούστου του το ποσόν που του είχε προσφέρει η Νυνάβε, ε, ούτως ή άλλως θα έπρεπε να ταξιδέψει κατάντη. Έτσι το Ριβερσέρπεντ ξεκίνησε πάλι, κατευθυνόμενο προς το Έμπου Νταρ, με μια στάση, για την οποία ο Νέρες δεν ενημερώθηκε προτού χαθεί πίσω τους το Μποάντα.

«Στο Σαλιντάρ!» μούγκρισε, κοιτώντας πάνω από το κεφάλι της Νυνάβε. «Το Σαλιντάρ είναι εγκαταλελειμμένο από τους Πόλεμο των Λευκομανδιτών. Μόνο μια χαζή θα ήθελε να αποβιβαστεί στο Σαλιντάρ».

Παρ’ όλο που χαμογελούσε, η Νυνάβε ήταν αρκετά θυμωμένη για να αγκαλιάσει την Πηγή. Ο Νέρες ούρλιαξε και χτύπησε ταυτοχρόνως το σβέρκο και το γοφό του. «Έχει πολλές αλογόμυγες αυτήν την εποχή», είπε εκείνη συμπονετικά. Η Μπιργκίτε γέλασε τρανταχτά, καθώς απομακρύνονταν στο κατάστρωμα.

Η Νυνάβε στάθηκε στα πανιά και ανάσανε βαθιά, ενώ η Ηλαίην διαβίβαζε για να δυναμώσει πάλι τον άνεμο, και το Ριβερσέρπεντ προχώρησε στο δυνατό ρεύμα που κυλούσε μετά τον Μπόερν. Μόνο που δεν έτρωγε κόκκινο φένελ για φαγητό, αλλά ακόμα και αν της τελείωνε πριν από το Σαλιντάρ, δεν πείραζε. Το ταξίδι κόντευε να τελειώσει. Άξιζαν τόσα βάσανα που είχαν περάσει για το βρουν. Βέβαια, δεν είχε πάντα αυτή τη γνώμη, και γι’ αυτό δεν έφταιγε μόνο η τσουχτερή γλώσσα της Ηλαίην και της Μπιργκίτε.

Την πρώτη εκείνη νύχτα, καθώς ξάπλωνε στο κρεβάτι του καπετάνιου με την καμιζόλα της, ενώ η Ηλαίην χασμουριόταν ξαπλωμένη στην καρέκλα και η Μπιργκίτε έγερνε στην πόρτα με το κεφάλι να αγγίζει τα δοκάρια από πάνω, η Νυνάβε είχε χρησιμοποιήσει το συστρεμμένο πέτρινο δαχτυλίδι. Μια σκουριασμένη λάμπα σ’ ένα στήριγμα στον τοίχο έριχνε το φως της, και, κατά παράξενο τρόπο, μια αχνή ευωδιά από το λάδι που έκαιγε· ίσως ούτε του Νέρες του άρεσε η μυρωδιά της μούχλας και της σαπίλας. Είχε βάλει βέβαια επιδεικτικά το δαχτυλίδι ανάμεσα στα στήθη της —και είχε φροντίσει να δουν οι άλλες ότι άγγιζε σάρκα― αλλά είχε λόγο γι’ αυτό. Δεν είχε χάσει την επιφυλακτικότητα της επειδή οι άλλες επιφανειακά είχαν δείξει λογική συμπεριφορά για μερικές ώρες.

Η Καρδιά της Πέτρας ήταν ακριβώς όπως και κάθε άλλη φορά, με το χλωμό φως να έρχεται από παντού και από πουθενά, το λαμπυριστό κρυστάλλινο σπαθί, το Καλαντόρ, χωμένο στις πλάκες κάτω από το μεγάλο θόλο, τις σειρές που σχημάτιζαν οι πελώριες κολόνες από γυαλισμένο κοκκινόλιθο, καθώς χάνονταν στο σκοτάδι. Υπήρχε επίσης εκείνη η αίσθηση ότι την παρακολουθούσαν, που ήταν τόσο συχνή στον Τελ’αράν’ριοντ. Η Νυνάβε με δυσκολία κρατήθηκε για να μην το βάλει στα πόδια, να μην αρχίσει να ψάχνει έξαλλα ανάμεσα στις κολόνες. Πίεσε τον εαυτό της να σταθεί σε ένα μέρος πλάι στο Καλαντόρ, μετρώντας αργά ως το χίλια, σταματώντας ανά εκατό για να φωνάξει το όνομα της Εγκουέν.

Στ’ αλήθεια, αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Ο αυτοέλεγχός της για τον οποίο ήταν τόσο περήφανη, χάθηκε. Τα ρούχα της πετάρισαν με την ανησυχία που ένιωθε, για την ίδια, για τη Μογκέντιεν, για την Εγκουέν και τον Ραντ και τον Λαν. Τη μια στιγμή φορούσε γερό μαλλί των Δύο Ποταμών, την άλλη βαρύ μανδύα με βαθιά κουκούλα, που έγινε Λευκομανδίτικη πανοπλία, η οποία μετατράπηκε σε κόκκινο μεταξωτό φόρεμα —διάφανο όμως!— και ακολούθησε ένας ακόμα πιο χοντρός μανδύας που έγινε... Της φάνηκε ότι άλλαζε και το πρόσωπό της. Κάποια στιγμή είδε τα χέρια της, με επιδερμίδα πιο σκούρα κι από του Τζούιλιν. Ίσως, αν η Μογκέντιεν δεν την αναγνώριζε...

«Εγκουέν!» Η τελευταία βραχνή κραυγή αντήχησε στις κολόνες, και η Νυνάβε βίασε τον εαυτό της να σταθεί εκεί τρέμοντας, ενώ μετρούσε άλλη μια φορά ως το εκατό. Ο μεγάλος θάλαμος έμεινε άδειος και μόνο αυτή ήταν εκεί. Ευχήθηκε να ένιωθε λύπη και όχι βιασύνη, και βγήκε από το όνειρο...

...κι έμεινε να αγγίζει το πέτρινο δαχτυλίδι με το κορδόνι του, κοιτώντας το χοντρό δοκάρι πάνω από το κρεβάτι, ακούγοντας τους χίλιους τριγμούς του πλοίου που έσχιζε το ποτάμι μέσα στο σκοτάδι.

«Ήταν εκεί;» ζήτησε να μάθει η Ηλαίην. «Δεν άργησες να έρθεις, αλλά—»

«Βαρέθηκα να φοβάμαι», είπε η Νυνάβε, χωρίς να τραβήξει το βλέμμα από τα δοκάρια. «Βαρέθηκα τ-τόσο πολύ να είμαι δ-δειλή». Οι τελευταίες λέξεις πνίγηκαν στα δάκρυα, τα οποία δεν μπορούσε ούτε να τα σταματήσει ούτε να τα κρύψει, όσο κι αν έτριβε τα μάτια της.

Η Ηλαίην βρέθηκε αμέσως κοντά της, κρατώντας την, σιάζοντας τα μαλλιά της, κι έπειτα από μια στιγμή η Μπιργκίτε της ακούμπησε ένα βρεγμένο πανί στο σβέρκο. Η Νυνάβε έμεινε να κλαίει, ενώ οι άλλες της έλεγαν ότι δεν ήταν δειλή.

«Αν πίστευα ότι με κυνηγά η Μογκέντιεν», είπε τελικά η Μπιργκίτε, «θα το έβαζα στα πόδια. Αν δεν είχα άλλο μέρος να κρυφτώ παρά μόνο την τρύπα ενός ασβού, θα σερνόμουν εκεί και θα κουλουριαζόμουν και θα ίδρωνα μέχρι να φύγει. Ούτε επίσης θα στεκόμουν μπροστά σε ένα σ’ρέντιτ της Σεράντιν, αν μου ορμούσε· τίποτα από τα δύο δεν είναι δειλία. Πρέπει να διαλέξεις τον τόπο και τη στιγμή, και να της επιτεθείς με τρόπο που να μην το περιμένει. Θα την εκδικηθώ, αν ποτέ μπορέσω, αλλά μόνο έτσι όπως είπα θα το κάνω. Αλλιώς θα ήταν ανόητο».

Δεν ήταν αυτό που ήθελε να ακούσει η Νυνάβε, αλλά τα δάκρυά της και η παρηγοριά που της πρόσφεραν οι άλλες δύο γκρέμισαν άλλο ένα κομμάτι του αγκαθωτού φράχτη που είχε απλωθεί ανάμεσά τους.

«Θα σου αποδείξω ότι δεν είσαι δειλή». Η Ηλαίην πήρε το σκούρο ξύλινο κουτί από το ράφι που το είχε ακουμπήσει κι έβγαλε το σιδερένιο δίσκο με τη σπειροειδή γραμμή. «Θα ξαναπάμε μαζί».

Αυτό ήταν κάτι που η Νυνάβε ήθελε να ακούσει ακόμα λιγότερο. Αλλά δεν υπήρχε τρόπος να το αποφύγει, αφού της είχαν πει ότι δεν ήταν δειλή. Κι έτσι ξαναγύρισαν.

Στην Πέτρα του Δακρύου, όπου κοίταξαν το Καλαντόρ —προτιμότερο από το να κοιτάς πάνω από τον ώμο σου και να αναρωτιέσαι αν θα εμφανιζόταν η Μογκέντιεν― και μετά στο Βασιλικό Παλάτι του Κάεμλυν με την Ηλαίην να οδηγεί, και στο Πεδίο του Έμοντ υπό την καθοδήγηση της Νυνάβε. Η Νυνάβε είχε ξαναδεί παλάτια, με τις πελώριες αίθουσες τους και τα μεγάλα ζωγραφισμένα ταβάνια και τα μαρμάρινα πατώματα, με τα χρυσά στολίδια και τα φίνα χαλιά και τις περίτεχνες ταπισερί, όμως εδώ ήταν το μέρος που είχε μεγαλώσει η Ηλαίην. Ξέροντάς το αυτό και βλέποντας το παλάτι, η Νυνάβε κατάλαβε κάπως καλύτερα την Ηλαίην. Φυσικά, και η Ηλαίην περίμενε τον κόσμο να υποταχθεί στις επιθυμίες της· αυτό τη δίδασκαν όπως μεγάλωνε, σε ένα μέρος όπου ήταν αλήθεια.

Η Ηλαίην, χλωμό είδωλο του εαυτού της εξαιτίας του τερ’ανγκριάλ που χρησιμοποιούσε, ήταν παράξενα βουβή όση ώρα πέρασαν εκεί. Αλά βέβαια, η Νυνάβε ήταν βουβή στο Πεδίο του Έμοντ. Κατ’ αρχάς, το χωριό ήταν μεγαλύτερο απ’ όσο θυμόταν, είχε περισσότερα σπίτια με καλαμοσκεπές και αρκετούς μισοτελειωμένους ξύλινους σκελετούς για άλλα. Κάποιος κατασκεύαζε ένα πολύ μεγάλο σπίτι λίγο έξω από το χωριό, με δύο ορόφους, ενώ είχαν ανεγείρει στο Δημόσιο Λιβάδι ένα πέτρινο μνημείο ύψους πέντε βημάτων, όλο σκαλισμένα ονόματα. Πολλά τα αναγνώριζε· τα περισσότερα ήταν ονόματα ανθρώπων από τους Δύο Ποταμούς. Δύο ιστοί πλαισίωναν το μνημείο, ο ένας με ένα λάβαρο που έδειχνε μια κόκκινη λυκοκεφαλή, ο άλλος με λάβαρο με τον κόκκινο αετό. Τα πάντα έδειχναν ευμάρεια και χαρά —απ’ όσο μπορούσε να δει χωρίς τους ανθρώπους εκεί― όμως δεν έβγαινε νόημα. Τι στο καλό ήταν αυτά τα λάβαρα; Και ποιος, άραγε, έχτιζε τέτοιο σπίτι;

Επανεμφανίστηκαν στο Λευκό Πύργο, στο γραφείο της Ελάιντα. Εκεί τίποτα δεν είχε αλλάξει, με εξαίρεση το ότι μόνο έξι σκαμνιά απέμεναν σε ημικύκλιο μπροστά στο τραπέζι της Ελάιντα. Επίσης, είχε χαθεί το τρίπτυχο της Μπόνχουιν, Η ζωγραφιά του Ραντ παρέμενε εκεί, μ’ ένα κακοδιορθωμένο σχίσιμο στον καμβά, οριζόντια στο πρόσωπο του Ραντ, σαν κάποιος να του είχε πετάξει κάτι.

Έψαξαν τα χαρτιά στο λακαρισμένο κουτί με τα χρυσά γεράκια, και τα άλλα, που ήταν στο τραπέζι της Τηρήτριας στον προθάλαμο. Τα έγγραφα και τα γράμματα άλλαζαν μπροστά στο βλέμμα τους, όμως οι δυο τους έμαθαν μερικά πράγματα. Η Ελάιντα ήξερε ότι ο Ραντ είχε περάσει το Δρακότειχος και είχε μπει στην Καιρχίν, όμως δεν υπήρχε τίποτα που να δείχνει τις προθέσεις της. Υπήρχε μια θυμωμένη εντολή να επιστρέψουν αμέσως στον Πύργο όλες οι Άες Σεντάι, εκτός από εκείνες που είχαν σαφείς διαταγές περί του αντιθέτου από την ίδια. Η Ελάιντα φαινόταν θυμωμένη για πολλά πράγματα· επειδή ήταν τόσο λίγες οι αδελφές οι οποίες είχαν επιστρέψει με την προσφορά αμνηστίας, επειδή οι περισσότεροι πληροφοριοδότες στο Τάραμπον διατηρούσαν τη σιωπή τους, επειδή ο Πέντρον Νάιαλ ακόμα καλούσε Λευκομανδίτες στην Αμαδισία, ενώ η ίδια δεν ήξερε το λόγο, που ο Ντάβραμ Μπασίρε ήταν ακόμα άφαντος, παρ’ όλο που είχε ολόκληρο στρατό μαζί του. Οργή γέμιζε κάθε έγγραφο πάνω από τη σφραγίδα της. Τίποτα δεν έμοιαζε να είναι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος ή αξίας, με εξαίρεση ίσως εκείνο για τους Λευκομανδίτες. Όχι ότι αυτό θα τους δημιουργούσε πρόβλημα όσο βρίσκονταν στο Ριβερσέρπεντ.

Όταν επέστρεψαν στα κορμιά τους στο πλοίο, η Ηλαίην έμεινε σιωπηλή ενώ σηκωνόταν από την καρέκλα και ξανάβαζε το δίσκο στο κουτί. Χωρίς να το σκεφτεί, η Νυνάβε σηκώθηκε να τη βοηθήσει να βγάλει το φόρεμά της. Η Μπιργκίτε άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα, καθώς αυτές ξάπλωναν μαζί στο κρεβάτι φορώντας τα μισοφόρια τους· ήθελε να κοιμηθεί στην κορυφή της σκάλας, είπε.

Η Ηλαίην διαβίβασε για να σβήσει τη λάμπα. Ύστερα από λίγη ώρα που είχαν ξαπλώσει στο σκοτάδι, είπε, «Το παλάτι έμοιαζε τόσο... άδειο, Νυνάβε. Το ένιωθα τόσο άδειο».

Η Νυνάβε δεν ήξερε πώς αλλιώς μπορούσε να είναι ένα μέρος στον Τελ’αράν’ριοντ. «Έφταιγε το τερ’ανγκριάλ που χρησιμοποίησες. Μου φαινόσουν σαν ομίχλη».

«Εγώ με έβλεπα μια χαρά». Όμως ήταν ασήμαντος ο εκνευρισμός στη φωνή της Ηλαίην και βολεύτηκαν για να κοιμηθούν.

Η θύμηση της Νυνάβε δεν την είχε γελάσει για τους αγκώνες της Ηλαίην, όμως αυτό δεν μείωνε την καλή της διάθεση, όπως δεν τη μείωνε και το διαρκές μουρμουρητό της Ηλαίην ότι η Νυνάβε είχε κρύα πόδια. Τα είχε καταφέρει. Ίσως το να ξεχάσεις να φοβηθείς ήταν διαφορετικό από το να μην φοβάσαι, όμως τουλάχιστον είχε ξαναγυρίσει στον Κόσμο των Ονείρων. Ίσως κάποια μέρα ξανάβρισκε αρκετό θάρρος για να μην φοβάται.

Από τη στιγμή που άρχισαν, ήταν πιο εύκολο να συνεχίσουν παρά να σταματήσουν. Κάθε βράδυ από κει και ύστερα, έμπαιναν στον Τελ’αράν’ριοντ μαζί, πάντα με μια επίσκεψη στον Πύργο, για να δουν τι μπορούσαν να μάθουν. Δεν ήταν πολλά αυτά, πέρα από μια διαταγή για να πάει μια απεσταλμένη στο Σαλιντάρ και να προσκαλέσει τις Άες Σεντάι που ήταν εκεί να επιστρέψουν στον Πύργο. Μόνο που η πρόσκληση —απ’ όσο μπόρεσε να διαβάσει η Νυνάβε, προτού το έγγραφο μεταβληθεί σε μια αναφορά για την επιλογή των πιθανών μαθητευομένων με βάση την κατάλληλη νοοτροπία, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό― ήταν μάλλον μια απαίτηση προς εκείνες τις Άες Σεντάι, που έλεγε ότι έπρεπε να υποταχθούν αμέσως στην Ελάιντα και μάλιστα να χαίρονται που τους επιτρεπόταν αυτό. Πάντως, ήταν μια επιβεβαίωση ότι δεν κυνηγούσαν σκιές. Το άσχημο με τα υπόλοιπα από αυτά που έβλεπαν αποσπασματικά ήταν ότι δεν ήξεραν αρκετά ώστε να τα συνδέσουν μεταξύ τους. Ποιος ήταν αυτός ο Ντάβραμ Μπασίρε και γιατί η Ελάιντα καιγόταν να τον βρει; Γιατί άραγε η Ελάιντα είχε απαγορεύσει σε όλους να αναφέρουν το όνομα του Μάζριμ Τάιμ, του ψεύτικου Δράκοντα, απειλώντας με αυστηρές τιμωρίες; Γιατί άραγε η Βασίλισσα Τενόμπια της Σαλδαίας και ο Βασιλιάς Ήζαρ του Σίναρ είχαν γράψει και οι δύο επιστολές, με τις οποίες, ευγενικά αλλά κατηγορηματικά, αντιτίθονταν στην ανάμιξη του Λευκού Πύργου στις υποθέσεις τους; Όλα αυτά έκαναν την Ηλαίην να μουρμουρίσει ένα ρητό της Λίνι: «“Για να καταλάβεις το δύο, πρέπει πρώτα να καταλάβεις το ένα”». Η Νυνάβε δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει ότι έτσι έμοιαζε να είναι.

Εκτός από τα ταξίδια στο γραφείο της Ελάιντα, εξασκήθηκαν στο να ελέγχουν τον εαυτό τους και το περιβάλλον τους στον Κόσμο των Ονείρων. Η Νυνάβε δεν σκόπευε να την ξαναπιάσουν, όπως της είχε κάνει η Εγκουέν και οι Σοφές. Προσπάθησε να μην σκέφτεται τη Μογκέντιεν. Ήταν προτιμότερο να στρέψει την προσοχή της στις Σοφές.

Έψαξαν, αλλά δεν βρήκαν άκρη με το κόλπο της Εγκουέν που είχε εμφανιστεί στα όνειρά τους· καλώντας την, δεν κατάφερναν τίποτα παρά να χειροτερέψουν την ανησυχητική αίσθηση ότι παρακολουθούνταν, και η Εγκουέν δεν επανεμφανίστηκε. Ήταν απίστευτα δύσκολο το να κρατήσεις κάποιον άλλο στον Τελ’αράν’ριοντ, ακόμα κι όταν η Ηλαίην βρήκε το κόλπο, που ήταν να τον βλέπεις σαν άλλο ένα μέρος του ονείρου. Η Ηλαίην τελικά το κατόρθωσε —και η Νυνάβε τη συνεχάρη όσο αξιοπρεπέστερα μπορούσε― αλλά επί πολλές μέρες η Νυνάβε δεν το είχε καταφέρει. Λες και η Ηλαίην όχι μόνο έμοιαζε, αλλά ήταν πραγματική ομίχλη και χανόταν μ’ ένα χαμογελάκι όποτε ήθελε. Όταν επιτέλους η Νυνάβε κατάφερε να σταθεροποιήσει την Ηλαίην εκεί, ένιωσε τέτοια ένταση, που ήταν σαν να σήκωνε ένα βαρύ βράχο.

Ήταν πιο διασκεδαστικό το να δημιουργεί φανταστικά λουλούδια ή σχήματα με τη σκέψη. Ο μόχθος έμοιαζε ανάλογος με το μέγεθος και με το αν πραγματικά υπήρχε το αντικείμενο. Της ήταν πιο δύσκολο να φτιάξει δένδρα καλυμμένα με χρυσοκόκκινα μπουμπούκια σε μια ποικιλία μορφών, παρά έναν καθρέφτη με βάση, για να δει πώς είχε γίνει το φόρεμά της ή πώς της το είχε κάνει η άλλη. Ένα λαμπερό κρυστάλλινο παλάτι, που υψωνόταν από το έδαφος, ήταν ακόμα πιο δύσκολο, και, παρ’ όλο που ήταν στερεό στην αφή, άλλαζε κάθε φορά που τρεμούλιαζε η εικόνα στο μυαλό σου, και χανόταν μόλις χανόταν και η εικόνα. Αποφάσισαν χωρίς πολλά-πολλά να αφήσουν τα ζώα στην ησυχία τους, όταν ένα παράδοξο πλάσμα —σαν άλογο με κέρατο στη μύτη!― τις κυνήγησε σ’ ένα λόφο προτού κατορθώσουν να το εξαφανίσουν. Αυτό παραλίγο θα έδινε το έναυσμα για έναν καινούριο καυγά, με την καθεμιά να κατηγορεί την άλλη ότι εκείνη το είχε προκαλέσει, όμως η Ηλαίην είχε ξαναβρεί τον παλιό της εαυτό και είχε αρχίσει να χαχανίζει για το πώς έμοιαζαν, έτσι που ανηφόριζαν, τρέχοντας το λόφο με τα φουστάνια μαζεμένα και φωνάζοντας στο πλάσμα να φύγει. Ακόμα και η πεισματάρικη άρνηση της Ηλαίην να παραδεχτεί ότι ήταν δικό της το λάθος, δεν εμπόδισε τη Νυνάβε να αρχίσει κι αυτή τα χαχανητά.

Η Ηλαίην πότε έπαιρνε το σιδερένιο δίσκο και πότε την πλάκα που έμοιαζε κεχριμπαρένια και είχε το γλυπτό της κοιμώμενης γυναίκας, όμως δεν της άρεσε να χρησιμοποιεί κανένα από αυτά τα τερ’ανγκριάλ. Όσο σκληρά κι αν δούλευε μ’ αυτά, δεν ένιωθε να βρίσκεται πλήρως στον Τελ’αράν’ριοντ, όπως γινόταν με το δαχτυλίδι. Και ήθελαν δουλειά· δεν μπορούσες να δέσεις τη ροή του Πνεύματος, αλλιώς πετιόσουν αμέσως έξω από τον Κόσμο των Ονείρων. Ήταν σχεδόν αδύνατο να διαβιβάσεις κάτι άλλο την ίδια στιγμή, όμως η Ηλαίην δεν καταλάβαινε γιατί. Περισσότερο έμοιαζε να την ενδιαφέρει ο τρόπος κατασκευής τους, και απογοητεύτηκε που δεν φανέρωναν τα μυστικά τους τόσο εύκολα όσο το α’ντάμ. Το να μην ξέρει το «γιατί» ήταν σαν γαϊδουράγκαθο στην κάλτσα της.

Κάποια στιγμή, η Νυνάβε δοκίμασε το ένα τερ’ανγκριάλ, συμπτωματικά τη βραδιά που θα συναντούσαν την Εγκουέν, την πρώτη βραδιά αφότου είχαν φύγει από το Μποάντα. Δεν θα ήταν θυμωμένη αρκετά, ώστε να διαβιβάσει, αν δεν υπήρχε κάτι που την τσάτιζε τόσο συχνά τον τελευταίο καιρό. Οι άνδρες.

Την αρχή την είχε κάνει ο Νέρες, που τριγυρνούσε στο κατάστρωμα καθώς ο ήλιος βασίλευε, μουρμουρίζοντας ότι του είχαν κλέψει το φορτίο. Η Νυνάβε φυσικά τον αγνόησε. Και μετά ο Θομ, που έφτιαχνε το κρεβάτι του στη βάση του πίσω καταρτιού, είχε πει χαμηλόφωνα, «Έχει κάποιο δίκιο».

Ήταν φανερό ότι δεν την είχε δει στο σύθαμπο, ούτε και ο Τζούιλιν που καθόταν δίπλα του. «Είναι λαθρέμπορος, αλλά τα πλήρωσε εκείνα τα πράγματα. Η Νυνάβε δεν είχε δικαίωμα να τα κατάσχει».

«Που να καεί, οι γυναίκες έχουν ό,τι δικαιώματα λένε ότι έχουν». Ο Ούνο γέλασε. «Τουλάχιστον, έτσι λένε οι γυναίκες στο Σίναρ».

Τότε την είδαν και βουβάθηκαν, φρονιμεύοντας πολύ αργά, ως συνήθως. Ο Ούνο έτριψε το μάγουλό του, εκείνο που δεν είχε ουλή. Είχε βγάλει τους επιδέσμους εκείνη τη μέρα και τώρα ήξερε πώς είχε γίνει. Της φάνηκε ότι το πρόσωπό του έδειξε κάποια ντροπή. Ήταν δύσκολο να το διακρίνει κανείς στις σκιές που έπαιζαν, όμως οι δύο άλλοι άνδρες δεν είχαν καμία έκφραση.

Δεν τους έκανε τίποτα, φυσικά, απλώς έφυγε με αγέρωχο βήμα, σφίγγοντας γερά την πλεξούδα της. Κατόρθωσε μάλιστα να κατέβει αγέρωχα τη σκάλα. Η Ηλαίην ήδη είχε το σιδερένιο δίσκο στο χέρι· το σκούρο ξύλινο κουτί ήταν ανοιχτό στο τραπέζι. Η Νυνάβε έπιασε την κιτρινωπή πλάκα που είχε μέσα σμιλεμένη την κοιμώμενη γυναίκα· είχε μια γλιστερή, μαλακή αίσθηση, δεν έμοιαζε με κάτι που μπορούσε να χαράξει μέταλλο. Με το θυμό να σιγοκαίει μέσα της, το σαϊντάρ ήταν μια ζεστή λάμψη λίγο πέρα από τον ώμο της, που δεν φαινόταν. «Ίσως μου έρθει καμία ιδέα γιατί άραγε αυτό το μαραφέτι δεν σε αφήνει να διαβιβάσεις παρά μόνο μερικές σταγόνες».

Κι έτσι ακριβώς βρέθηκε στην Καρδιά της Πέτρας, διαβιβάζοντας μια ροή Πνεύματος στην πλάκα, που στον Τελ’αράν’ριοντ ήταν χωμένη στο πουγκί της ζώνης της. Όπως έκανε συχνά στον Κόσμο των Ονείρων, η Ηλαίην φορούσε εσθήτα κατάλληλη για την αυλή της μητέρας της, πράσινο μετάξι χρυσοκέντητο ολόγυρα στο λαιμό, με περιδέραιο και βραχιόλια από χρυσούς κρίκους και φεγγαρόπετρες, όμως η Νυνάβε ξαφνιάστηκε διαπιστώνοντας ότι και η ίδια φορούσε κάτι παρόμοιο, αν και τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε πλεξούδα —και είχαν το κανονικό της χρώμα― αντί να απλώνονται λυτά στους ώμους της. Η εσθήτα της ήταν ανοιχτογάλανη και ασημένια, και παρ’ όλο που το ντεκολτέ δεν ήταν τόσο βαθύ όσο στα φορέματα του Λούκα, ήταν πιο βαθύ απ’ όσο θα διάλεγε η ίδια. Πάντως της άρεσε η μία φλογόσταλα που κρεμόταν στην ασημένια αλυσίδα και λαμπύριζε ανάμεσα στα στήθη της. Η Εγκουέν δεν θα εκφόβιζε εύκολα μια γυναίκα που ήταν ντυμένη έτσι. Όχι ότι ήταν αυτός ο λόγος που το είχε φορέσει, έστω και ασυνείδητα.

Ευθύς αμέσως είδε τι εννοούσε η Ηλαίην, όταν είχε πει ότι φαινόταν μια χαρά· στα δικά της μάτια, έμοιαζε ίδια με την Ηλαίην, η οποία είχε το συστρεμμένο πέτρινο δαχτυλίδι πλεγμένο με κάποιον τρόπο στο περιδέραιό της. Η Ηλαίην όμως είπε ότι η Νυνάβε φαινόταν... ομιχλώδης. Κι έτσι ακριβώς ομιχλώδες τής φαινόταν το σαϊντάρ, με εξαίρεση τη ροή του Πνεύματος που είχε αρχίσει να υφαίνει όσο ήταν ξύπνια. Τα υπόλοιπα ήταν αραιά, ακόμα και η πάντα αθέατη ζέστη της Αληθινής Πηγής φαινόταν πνιγμένη. Ο θυμός της ήταν ακόμα αρκετά δυνατός ώστε να διαβιβάζει. Μολονότι η ενόχληση που ένιωθε για τους άνδρες χάθηκε μπροστά σ’ αυτόν το γρίφο, ο γρίφος ήταν από μόνος του ενόχληση· δεν έπαιζε ρόλο το ότι προετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει την Εγκουέν· δεν προετοιμαζόταν καθόλου, και δεν υπήρχε λόγος να έχει αυτή την αμυδρή γεύση από βρασμένο γατόχορτο και κοπανισμένη πικρόριζα στη γλώσσα της! Όμως το να πλάσει μία φλόγα που να χορεύει στον αέρα, ένα από τα πρώτα πράγματα που διδασκόταν κάθε μαθητευόμενη, ήταν εξίσου δύσκολο με το αναποδογυρίσει τον Λαν πάνω από τον ώμο της. Ακόμα και η ίδια έβλεπε ότι η φλόγα έμοιαζε ασθενική, και μόλις έδεσε την ύφανση, η φλόγα άρχισε να ξεθωριάζει. Σε λίγα δευτερόλεπτα, χάθηκε.

«Και οι δυο σας;» είπε η Άμυς. Αυτή και η Εγκουέν απλώς στέκονταν εκεί, από την άλλη μεριά του Καλαντόρ, φορώντας και οι δύο Αελίτικες φούστες και μπλούζες και επώμια. Τουλάχιστον η Εγκουέν δεν είχε βάλει πολλά περιδέραια και βραχιόλια. «Γιατί δείχνεις τόσο παράξενη, Νυνάβε; Έμαθες να έρχεσαι ενώ είσαι ξύπνια;»

Η Νυνάβε τινάχτηκε λιγάκι. Δεν της άρεσε να την πλησιάζουν στα κρυφά. «Εγκουέν, πώς κατάφερες να―» άρχισε να λέει, ενώ την ίδια στιγμή η Ηλαίην είπε, «Εγκουέν, δεν καταλαβαίνουμε πώς―»

Η Εγκουέν τις διέκοψε. «Ο Ραντ και οι Αελίτες κέρδισαν λαμπρή νίκη στην Καιρχίν». Τα είπε σαν χείμαρρο, όσα είχε πει στα όνειρά τους, από τον Σαμαήλ ως το Σωντσανό δόρυ. Κάθε λέξη κολλούσε στην προηγούμενη και τις ξεστόμιζε με ένα προσηλωμένο βλέμμα.

Η Νυνάβε αντάλλαξε μπερδεμένες ματιές με την Ηλαίην. Μα τους τα είχε πει. Δεν μπορεί να τα είχαν φανταστεί, ειδικά τώρα που επιβεβαιωνόταν κάθε λέξη. Ακόμα και η Άμυς, που τα μακριά λευκά μαλλιά της απλώς τόνιζαν το αγέραστο αλλά τόσο διαφορετικό από τις Άες Σεντάι πρόσωπό της, φαινόταν έκπληκτη μ’ αυτό τον κατακλυσμό.

«Ο Ματ σκότωσε τον Κουλάντιν;» αναφώνησε κάποια στιγμή η Νυνάβε. Αυτό σίγουρα δεν υπήρχε στα όνειρά της. Δεν ταίριαζε καθόλου στον Ματ. Να οδηγεί στρατιώτες; Ο Ματ;

Όταν επιτέλους η Εγκουέν τελείωσε, σιάζοντας το επώμιο της και γοργανασαίνοντας —μόλις που έκανε παύσεις για ν’ ανασάνει καθώς μιλούσε― η Ηλαίην είπε αδύναμα, «Είναι καλά;» Έμοιαζε να αμφιβάλλει για τις ίδιες της τις αναμνήσεις.

«Όσο καλά μπορεί να είναι», είπε η Άμυς. «Πιέζει σκληρά τον εαυτό του και δεν ακούει κανέναν. Με εξαίρεση τη Μουαραίν». Η Άμυς δεν φαινόταν καθόλου ευχαριστημένη.

«Η Αβιέντα είναι σχεδόν συνεχώς μαζί του», είπε η Εγκουέν. «Σου τον προσέχει».

Η Νυνάβε αμφέβαλλε γι’ αυτό. Δεν ήξερε πολλά για τους Αελίτες, αλλά υποψιαζόταν ότι αν η Άμυς έλεγε «σκληρά», οποιοσδήποτε άλλος θα έλεγε «μέχρι θανάτου».

Όπως φαινόταν, η Ηλαίην συμφωνούσε. «Τότε, γιατί τον αφήνει να πιέζεται τόσο; Τι κάνει;»

Αρκετά, όπως αποδείχθηκε, και μάλιστα υπερβολικά πολλά. Δύο ώρες κάθε μέρα εξασκούνταν στο σπαθί με τον Λαν ή με όποιον άλλο έβρισκε. Αυτό έκανε την Άμυς να σφίξει το στόμα με μια ξινή έκφραση. Δύο ώρες ακόμα γυμναζόταν στον Αελίτικο τρόπο μάχης δίχως όπλα. Η Εγκουέν μπορεί να το έβρισκε παράξενο αυτό, όμως η Νυνάβε ήξερε καλά πόσο αβοήθητος ήσουν όταν δεν μπορούσες να διαβιβάσεις. Σίγουρα όμως ο Ραντ δεν θα βρισκόταν ποτέ σε τέτοια θέση. Είχε γίνει βασιλιάς ή κάτι παραπάνω, τον περιτριγύριζαν για φρουροί οι Φαρ Ντάραϊς Μάι και διέταζε άρχοντες κι αρχόντισσες. Και, μάλιστα, περνούσε τόσο χρόνο διατάζοντάς τους και κυνηγώντας τους, για να βεβαιωθεί ότι έκαναν αυτό που τους είχε πει, που ούτε θα πρόφταινε να φάει, αν οι Κόρες δεν του πήγαιναν φαγητό, όπου κι αν ήταν. Για κάποιο λόγο, αυτό φαινόταν να ενοχλεί την Εγκουέν σχεδόν όσο ενοχλούσε και την Ηλαίην. Η Άμυς φαινόταν να το διασκεδάζει, αν και το πρόσωπό της ξαναπήρε την ανέκφραστη όψη των Αελιτών μόλις είδε ότι η Νυνάβε το είχε προσέξει. Άλλη μια ώρα καθημερινά την αφιέρωνε σε μια παράξενη σχολή που είχε ιδρύσει, προσκαλώντας όχι μόνο λόγιους αλλά και τεχνίτες, από κάποιον που έφτιαχνε κιάλια μέχρι μια γυναίκα που είχε κατασκευάσει ένα είδος πελώριας βαλλίστρας με τροχαλίες που μπορούσε να εκτοξεύσει ένα δόρυ σε απόσταση ενός μιλίου. Δεν είχε πει σε κανέναν τι σκοπό είχε μ’ αυτή, εκτός ίσως από τη Μουαραίν, όμως η μόνη απάντηση που είχε δώσει η Άες Σεντάι στην Εγκουέν ήταν ότι όλοι έχουν έντονη την παρόρμηση να αφήσουν κάτι πίσω τους. Η Μουαραίν δεν φαινόταν να νοιάζεται για το τι έκανε ο Ραντ.

«Τα απομεινάρια των Σάιντο υποχωρούν προς το βορρά», είπε βλοσυρά η Άμυς, «και κάθε μέρα υπάρχουν κι άλλοι που περνούν το Δρακότειχος κι ενώνονται μαζί τους, όμως ο Ραντ αλ’Θόρ μοιάζει να τους έχει ξεχάσει. Στέλνει τα δόρατα νότια, προς το Δάκρυ. Τα μισά έχουν ήδη φύγει. Ο Ρούαρκ λέει ότι δεν εξήγησε το λόγο ούτε στους αρχηγούς, και δεν νομίζω πως ο Ρούαρκ θα μου ’λεγε ψέματα. Η Μουαραίν είναι πιο κοντά στον Ραντ αλ’Θόρ απ’ όλους, εκτός από την Αβιέντα, όμως αρνείται να τον ρωτήσει». Κουνώντας το κεφάλι, μουρμούρισε, «Προς υπεράσπιση της όμως, πρέπει να πω ότι ούτε και η Αβιέντα δεν έμαθε κάτι».

«Ο καλύτερος τρόπος για να φυλάξεις ένα μυστικό είναι να μην το πεις σε κανέναν», της είπε η Ηλαίην, κερδίζοντας για τον κόπο της μια άγρια ματιά από την Άμυς. Η Σοφή ήξερε καλά, σαν την Μπάιρ, να σε κοιτάζει με βλέμμα που σου έφερνε αμηχανία.

«Δεν θα το λύσουμε εδώ πέρα αυτό το ζήτημα», είπε η Νυνάβε, στυλώνοντας το βλέμμα στην Εγκουέν. Η άλλη γυναίκα φαινόταν ταραγμένη. Αν υπήρχε κατάλληλη ώρα για να επαναφέρει την ισορροπία ανάμεσά τους, ίσως να ήταν τώρα. «Αυτό που θέλω να μάθω―»

«Έχεις δίκιο», την διέκοψε η Εγκουέν. «Δεν είμαστε στο γραφείο της Σέριαμ, που θα μπορούσαμε να καθίσουμε αναπαυτικά και να πιάσουμε ψιλή κουβέντα. Τι έχεις να μας πεις; Είστε ακόμα στο θηριοτροφείο του αφέντη Λούκα;»

Η ανάσα της Νυνάβε σκάλωσε στο λαιμό της και οι ερωτήσεις άρχισαν να στριφογυρίζουν στο κεφάλι της. Είχε τόσα να πει. Και τόσα που δεν έπρεπε να πει. Όχι ότι δεν ήθελε να πει πώς την είχε κάνει παιχνιδάκι της η Μογκέντιεν —δεν ήταν αυτό· κάθε άλλο― όμως η Μπιργκίτε δεν την είχε αποδεσμεύσει από τον όρκο της μυστικότητας. Φυσικά, αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσε να πει τίποτα για την Μπιργκίτε. Ήταν παράξενο: από τη μια, η Νυνάβε γνώριζε ότι η Εγκουέν ήξερε ότι η Μπιργκίτε τις βοηθούσε, αν και δεν ήξερε τίποτα παραπάνω, κι από την άλλη, έπρεπε να προσποιείται ότι η Εγκουέν δεν ήξερε απολύτως τίποτα· όμως η Νυνάβε τα κατάφερε, παρ’ όλο που άρχισε να ψελλίζει όταν η Εγκουέν σήκωσε τα φρύδια της. Δόξα στο Φως, η Ηλαίην τη βοήθησε να παρουσιάσει τη Σαμάρα ως σφάλμα του Γκάλαντ και του Μασέμα. Κάτι που ήταν αλήθεια, βεβαίως. Αν απλώς της είχαν στείλει μήνυμα για το πλοίο, δεν θα είχαν υπάρξει αυτές οι συνέπειες.

Όταν τελείωσε —λέγοντας για το Σαλιντάρ― η Άμυς είπε χαμηλόφωνα, «Είσαι σίγουρη ότι θα υποστηρίξουν τον Καρ’α’κάρν;»

«Σίγουρα ξέρουν τις Προφητείες του Δράκοντα όσο καλά τις ξέρει και η Ελάιντα», είπε η Ηλαίην. «Ο καλύτερος τρόπος για να της αντιταχθούν είναι να προσκολληθούν στον Ραντ και να ξεκαθαρίσουν σ’ όλο τον κόσμο ότι σκοπεύουν να τον υποστηρίξουν ως την Τάρμον Γκάι’ντον». Δεν υπήρχε στη φωνή της το παραμικρό τρέμουλο που να προδίδει ότι δεν μιλούσε για κάποιον που της ήταν ολότελα ξένος. «Αλλιώς, είναι απλές αντάρτισσες, δίχως νομιμότητα. Τον χρειάζονται τουλάχιστον όσο τις χρειάζεται κι αυτός».

Η Άμυς ένευσε, αλλά όχι σαν να ήταν έτοιμη να συμφωνήσει ακόμα.

«Μου φαίνεται ότι θυμάμαι τον Μασέμα», είπε η Εγκουέν. «Βαθουλωμένα μάτια και γλώσσα φαρμάκι;» Η Νυνάβε ένευσε. «Δεν μπορώ να τον φανταστώ ως προφήτη, αλλά τον βλέπω να ξεκινά ταραχές ή πόλεμο. Είμαι σίγουρη ότι ο Γκάλαντ έκανε αυτό που νόμιζε ότι ήταν το πιο σωστό». Τα μάγουλα της Εγκουέν ρόδισαν λιγάκι· ακόμα και η μνήμη του προσώπου του Γκάλαντ μπορούσε να της το προκαλέσει. «Ο Ραντ θα θέλει να μάθει για τον Μασέμα. Και για το Σαλιντάρ. Αν τον καταφέρω να κάτσει να τ’ ακούσει».

«Θέλω να μάθω πώς γίνεται να είστε και οι δύο εδώ», είπε η Άμυς. Ακουσε την εξήγηση τους και στριφογύρισε την πλάκα στο χέρι της, όταν η Νυνάβε την ψάρεψε από το πουγκί της. Η επιδερμίδα της Νυνάβε ανατρίχιασε, μόλις η άλλη άγγιξε το τερ’ανγκριάλ ενώ το χρησιμοποιούσε η ίδια. «Πιστεύω ότι υπάρχεις λιγότερο εδώ απ’ όσο η Ηλαίην», είπε τελικά η Σοφή. «Όταν μια Ονειροβάτισσα μπαίνει στον Κόσμο των Ονείρων στον ύπνο της, μόνο ένα μικρό μέρος του εαυτού της μένει με το σώμα της, μόνο όσο χρειάζεται για να διατηρηθεί το σώμα στη ζωή. Αν ο ύπνος είναι επιφανειακός, και μπορεί να είναι κι εδώ κι επίσης να μιλά σε όσους είναι κοντά της στον ξυπνητό κόσμο, τότε εσένα θα σου φαίνεται όπως φαίνεσαι εσύ σε κάποια που είναι πλήρως εδώ. Ίσως να είναι το ίδιο. Δεν ξέρω αν μου αρέσει αυτό, να μπορεί να μπαίνει στον Τελ’αράν’ριοντ όποια γυναίκα μπορεί να διαβιβάσει, ακόμα και σε τέτοια κατάσταση». Επέστρεψε το τερ’ανγκριάλ στη Νυνάβε.

Η Νυνάβε άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης κι έκρυψε πάλι το τερ’ανγκριάλ. Ακόμα ένιωθε ναυτία στο στομάχι.

«Αν μας τα είπατε όλα...» Η Άμυς κοντοστάθηκε, καθώς η Νυνάβε και η Ηλαίην έλεγαν βιαστικά ότι τα είχαν πει. Τα γαλάζια μάτια της είχαν ένα τρομερά διαπεραστικό βλέμμα. «Τότε πρέπει να φύγουμε. Παραδέχομαι ότι έχουμε περισσότερο όφελος απ’ αυτές τις συναντήσεις απ’ όσο υπολόγιζα αρχικά, όμως έχω πολλά ακόμα να κάνω απόψε». Έριξε μια ματιά στην Εγκουέν, κι εξαφανίστηκαν σαν μία.

Η Νυνάβε και η Ηλαίην δεν δίστασαν. Ολόγυρά τους, οι μεγάλες κολόνες από κοκκινόλιθο μέσα σε μια στιγμή άλλαξαν κι έγιναν ένα δωματιάκι με σκούρα επένδυση στους τοίχους, με λιγοστά έπιπλα, απλά και γερά. Ο θυμός της Νυνάβε εξασθένιζε, και μαζί της το αγκάλιασμα του σαϊντάρ, όμως το γραφείο της Κυράς των Μαθητευομένων δυνάμωσε και τα δύο. Πεισματάρα και προκλητική, αν ήταν δυνατόν! Ευχήθηκε η Σέριαμ να βρισκόταν στο Σαλιντάρ· θα χαιρόταν να την αντιμετωπίσει ως ίση προς ίση. Πάντως, μπορούσε να ελπίζει να ήταν η Σέριαμ κάπου αλλού. Η Ηλαίην κοίταζε στον καθρέφτη με τη φθαρμένη επιχρυσωμένη κορνίζα, στρώνοντας ανέμελα τα μαλλιά με τα χέρια. Μόνο που εδώ δεν χρειαζόταν να χρησιμοποιεί τα χέρια της. Ούτε κι αυτής δεν της άρεσε να βρίσκεται σ’ αυτό το δωμάτιο. Γιατί άραγε η Εγκουέν είχε προτείνει να συναντηθούν εδώ; Το γραφείο της Ελάιντα μπορεί να μην ήταν το πιο βολικό μέρος, όμως ήταν καλύτερο απ’ αυτό.

Έπειτα από μια στιγμή, η Εγκουέν βρέθηκε εκεί, στην άλλη μεριά του πλατιού τραπεζιού, με τα μάτια παγωμένα και τα χέρια στους γοφούς, λες και ήταν δικό της το δωμάτιο.

Προτού προλάβει η Νυνάβε να ανοίξει το στόμα της, η Εγκουέν είπε, «Χάσατε τελείως τα λογικά σας, ε, φλύαρες καρακάξες; Αν σας ζητήσω να κρατήσετε κάτι κρυφό, θα τρέξετε να το πείτε στον πρώτο που θα δείτε; Δεν σας πέρασε από το μυαλό ότι δεν χρειάζεται να λέτε στους πάντες τα πάντα; Νόμιζα ότι ξέρετε πώς να φυλάτε μυστικά». Η Νυνάβε ένιωσε τα μάγουλά της να καίνε· αποκλείεται πάντως να ήταν πιο κόκκινα από τα μάγουλα της Ηλαίην. Η Εγκουέν ακόμα δεν είχε τελειώσει. «Όσο για τον τρόπο που το έκανα, δεν μπορώ να σας διδάξω. Πρέπει να είσαι Ονειροβάτισσα. Δεν ξέρω αν μπορείς να αγγίξεις τα όνειρα κάποιου με το δαχτυλίδι. Και αμφιβάλλω αν γίνεται με το άλλο πραγματάκι. Να έχετε το νου σας σ’ αυτό που κάνετε. Το Σαλιντάρ μπορεί να μην μοιάζει καθόλου μ’ αυτό που περιμένετε. Τώρα, έχω κι εγώ δουλειές να κάνω απόψε». Χάθηκε τόσο ξαφνικά, ώστε η τελευταία λέξη ήταν σαν να ερχόταν από τον άδειο αέρα.

Η ντροπή πολέμησε με το θυμό της Νυνάβε. Λίγο ακόμα, και θα το είχε ξεφουρνίσει, παρ’ όλο που η Εγκουέν της είχε ζητήσει να μην το πει. Κι όσο για την Μπιργκίτε· πώς μπορούσες να κρατήσεις ένα μυστικό όταν η άλλη το ήξερε; Η ντροπή νίκησε και το σαϊντάρ γλίστρησε σαν άμμος στα δάχτυλά της.

Η Νυνάβε ξύπνησε μ’ ένα τίναγμα, με το βαθυκίτρινο τερ’ανγκριάλ γερά σφιγμένο στο χέρι της. Η λάμπα στο στήριγμα της ήταν χαμηλωμένη ν’ αφήνει ένα αμυδρό φως. Η Ηλαίην ξάπλωνε κολλημένη πάνω της, ακόμα κοιμισμένη· το δαχτυλίδι με το κορδόνι του είχε μπει στο λακκάκι του λαιμού της.

Η Νυνάβε, μουρμουρίζοντας, πέρασε πάνω από την άλλη, για να βάλει στην άκρη την πλάκα, και μετά έβαλε λίγο νερό στο νιπτήρα, για να πλύνει το πρόσωπο και το λαιμό της. Το νερό ήταν χλιαρό, όμως τη δρόσισε. Στο μισοσκόταδο, της φάνηκε ότι ο καθρέφτης έλεγε πως τα μάγουλά της ήταν ακόμα κόκκινα. Ωραία είχε επαναφέρει την ισορροπία. Μακάρι να είχαν συναντηθεί κάπου αλλού. Μακάρι να μην είχε αρχίσει να φλυαρεί σαν άμυαλο κοριτσόπουλο. Θα ήταν καλύτερα, αν είχε χρησιμοποιήσει το δαχτυλίδι αντί να εμφανιστεί μπροστά στην άλλη σαν στοιχειό. Το σφάλμα ήταν του Θομ και του Τζούιλιν. Και του Ούνο. Αν δεν την είχαν θυμώσει... Όχι, ήταν του Νέρες. Την... Η Νυνάβε έπιασε την κανάτα και με τα δύο χέρια και ξέπλυνε το στόμα της. Προσπαθούσε απλώς να διώξει τη γεύση του ύπνου. Δεν είχε καμία σχέση με βρασμένο γατόχορτο και κοπανισμένη πικρόριζα, Καμία απολύτως.

Όταν γύρισε από το νιπτήρα, η Ηλαίην ανακάθιζε, λύνοντας το δερμάτινο κορδόνι με το δαχτυλίδι. «Σε είδα να χάνεις το σαϊντάρ, γι’ αυτό πήγα στο γραφείο της Ελάιντα, αλλά σκέφτηκα να μην μείνω πολύ, μήπως κι ανησυχούσες. Δεν έμαθα τίποτα, εκτός του ότι η Σέμεριν θα φυλακιστεί και να υποβιβαστεί σε Αποδεχθείσα». Σηκώθηκε και έχωσε το δαχτυλίδι στο κουτί.

«Μπορούν να κάνουν τέτοιο πράγμα; Να υποβιβάσουν μια Άες Σεντάι;»

«Δεν ξέρω. Νομίζω ότι η Ελάιντα κάνει ό,τι θέλει. Η Εγκουέν κακώς φοράει τούτα τα Αελίτικα ρούχα. Δεν της πάνε».

Η Νυνάβε άφησε την ανάσα της να βγει. Προφανώς η Ηλαίην ήθελε να αγνοήσει αυτό που είχε πει η Εγκουέν. Η Νυνάβε ήταν πρόθυμη να της το επιτρέψει. «Όχι, καθόλου». Μπήκε στο κρεβάτι, έγειρε στον τοίχο· οι δυο τους κοιμούνταν εναλλάξ στην έξω και στη μέσα μεριά του κρεβατιού.

«Δεν πρόφτασα ούτε να στείλω μήνυμα στον Ραντ». Η Ηλαίην ξάπλωσε κι αυτή και η λάμπα έσβησε. Τα μικρά παράθυρα άφηναν μικρά ποταμάκια από σεληνόφως. «Και στην Αβιέντα. Αν τον προσέχει για χάρη μου, τότε πρέπει να τον προσέχει».

«Δεν είναι άλογο ο Ραντ, Ηλαίην. Δεν είναι ιδιοκτησία σου».

«Ποτέ δεν είπα τέτοιο πράγμα. Πώς θα ένιωθες, αν ο Λαν έβρισκε καμιά Καιρχινή;»

«Μην είσαι χαζή. Κοιμήσου τώρα». Η Νυνάβε χώθηκε βιαστικά στο μικρό της μαξιλάρι. Ίσως έπρεπε να στείλει κάποιο μήνυμα στον Λαν. Υπήρχαν τόσες αριστοκράτισσες εκεί, και Δακρυνές και Καιρχινές. Μπορεί να τον τάιζαν μέλι αντί να του πουν την αλήθεια. Ο Λαν δεν έπρεπε να ξεχάσει σε ποιαν ανήκε.

Πιο κάτω από το Μποάντα, τα δάση πλησίαζαν και από τις δύο όχθες του ποταμού, ένα αδιαπέραστο φράγμα από δένδρα και κληματσίδες. Τα χωριά και οι φάρμες εξαφανίστηκαν. Ο Έλνταρ ήταν σαν να περνούσε μέσα από μια ερημιά χίλια μίλια μακριά από ανθρώπινη παρουσία. Πέντε μέρες έξω από τη Σαμάρα, το δειλινό βρήκε το Ριβερσέρπεντ αγκυροβολημένο στη μέση μιας καμπής του ποταμού, ενώ η μία και μοναδική βάρκα του πλοίου μετέφερε τους εναπομείναντες επιβάτες σε μια ακροποταμιά γεμάτη σκασμένη ξερή λάσπη, που παραπέρα είχε χαμηλούς, δασώδεις λόφους. Ακόμα και οι ψηλές ιτιές και οι βαθύρριζες βελανιδιές είχαν μερικά ξεραμένα φύλλα.

«Κακώς του έδωσες το περιδέραιο», είπε η Νυνάβε εκεί στην ακτή, όπως παρακολουθούσε τη βάρκα να πλησιάζει, γεμάτη με τέσσερις κωπηλάτες, τον Τζούιλιν, και τους πέντε τελευταίους Σιναρανούς. Ευχήθηκε να μην είχε φανεί εύπιστη· ο Νέρες της είχε δείξει το χάρτη αυτού του μέρους του ποταμού και είχε δείξει εκεί που ήταν σημειωμένο το Σαλιντάρ, δύο μίλια προς τα ενδότερα. Το τείχος του δάσους δεν άφηνε κανένα άνοιγμα. «Όσα τον πλήρωσα ήταν αρκετά».

«Δεν κάλυπταν το φορτίο του», απάντησε η Ηλαίην. «Μπορεί να είναι λαθρέμπορος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς έχουμε δικαίωμα να του πάρουμε το φορτίο». Η Νυνάβε αναρωτήθηκε μήπως η Ηλαίην το είχε συζητήσει με τον Τζούιλιν. Μάλλον όχι. Θα ’ταν πάλι ζήτημα νόμου. «Εκτός αυτού, τα κίτρινα οπάλια παραείναι φανταχτερά, ειδικά σε τέτοιο περιβάλλον. Εν πάση περιπτώσει, άξιζε και μόνο για την έκφραση του». Η Ηλαίην ξαφνικά χαχάνισε. «Αυτή τη φορά με κοίταξε». Η Νυνάβε προσπάθησε να κρατηθεί, αλλά δεν άντεξε και χαχάνισε κι αυτή.

Ο Θομ ήταν κοντά στα δένδρα και προσπαθούσε να διασκεδάσει τα δύο αγόρια της Μάριγκαν κάνοντας ταχυδακτυλουργικά με χρωματιστά μπαλάκια που έβγαζε από τα μανίκια του. Ο Τζάριλ και ο Σιβ τον κοίταζαν σιωπηλά, χωρίς να τραβούν το βλέμμα, πιασμένοι ο ένας από τον άλλο. Η Νυνάβε δεν είχε ξαφνιαστεί όταν η Μάριγκαν και η Νίκολα είχαν ζητήσει να τη συνοδεύσουν. Η Νίκολα μπορεί τώρα να κοίταζε τον Θομ και να γελούσε με αγαλλίαση, αλλά δεν θα ξεκολλούσε στιγμή από το πλάι της Νυνάβε, αν εκείνη της το επέτρεπε. Την είχε εκπλήξει όμως το ότι ήθελε να έρθει η Αράινα. Καθόταν μόνη της σ’ έναν πεσμένο κορμό, κοιτώντας την Μπιργκίτε, που έβαζε τη χορδή στο τόξο της. Και οι τρεις γυναίκες μάλλον θα δοκίμαζαν ένα σοκ όταν ανακάλυπταν τι υπήρχε στο Σαλιντάρ. Τουλάχιστον, η Νίκολα θα έβρισκε καταφύγιο, και η Μάριγκαν ίσως είχε την ευκαιρία να μοιράζει βότανα, αν δεν υπήρχαν πολλές Κίτρινες εκεί.

«Νυνάβε, μήπως σκέφτηκες... πώς θα μας δεχθούν;»

Η Νυνάβε κοίταξε την Ηλαίην κατάπληκτη. Είχαν διασχίσει το μισό κόσμο, πάνω-κάτω, και είχαν νικήσει δυο φορές το Μαύρο Άτζα. Εντάξει, στο Δάκρυ είχαν βοήθεια, όμως το Τάντσικο ήταν δική τους δουλειά. Είχαν φέρει νέα για την Ελάιντα και τον Πύργο, που θα έβαζε στοίχημα ότι δεν τα είχε μάθει καμία στο Σαλιντάρ. Και, το πιο σημαντικό, μπορούσαν να βοηθήσουν αυτές τις αδελφές να έρθουν σε επαφή με τον Ραντ. «Ηλαίην, δεν λέω ότι θα μας χαιρετήσουν ως ηρωίδες, αλλά δεν θα ξαφνιαζόμουν, αν μας φιλούσαν προτού τελειώσει η μέρα». Και μόνο τα νέα για τον Ραντ θα άξιζαν κάτι τέτοιο.

Δύο ξυπόλητοι ναύτες πήδηξαν έξω για να κρατήσουν τη βάρκα κόντρα στο ρεύμα, και ο Τζούιλιν και οι Σιναρανοί βγήκαν πλατσουρίζοντας στην όχθη, ενώ οι ναύτες ξανανέβαιναν στη βάρκα. Στο Ριβερσέρπεντ, το πλήρωμα μάζευε κιόλας την άγκυρα.

«Άνοιξε δρόμο, Ούνο», είπε η Νυνάβε. «Θέλω να φτάσουμε προτού σκοτεινιάσει». Κρίνοντας από την όψη του δάσους, που ήταν όλο κληματσίδες και σκονισμένα χαμόδεντρα και θάμνους, μπορεί να χρειάζονταν τόση ώρα για να κάνουν τα δύο μίλια. Αν δεν την είχε πιάσει κορόιδο ο Νέρες. Αυτό την ανησυχούσε περισσότερο από κάθε τι άλλο.

Загрузка...