Η Ηλαίην έβαζε αντίσταση, καθώς η καμπίνα της άμαξας λικνιζόταν στηριγμένη στους δερμάτινους ιμάντες της, και προσπαθούσε να αγνοήσει την ξινή έκφραση της Νυνάβε απέναντί της. Είχαν ανοιγμένες τις κουρτίνες παρά το σύννεφο σκόνης που έμπαινε μερικές φορές από τα παράθυρα· η αύρα παρέσερνε λιγάκι τη ζέστη του απογεύματος. Γύρω τους περνούσαν δασώδεις λόφοι που φούσκωναν κι έπεφταν σαν κύματα, ενώ πού και πού τα δάση διακόπτονταν από μικρές εκτάσεις αγρών. Ένα αρχοντικό, όπως ήταν σύνηθες στην Αμαδισία, στεκόταν στην κορυφή ενός λόφου λίγα μίλια πιο πέρα από το δρόμο, με πελώρια πέτρινα θεμέλια ύψους δεκαπέντε μέτρων με μια πολύπλοκη ξύλινη κατασκευή από πάνω, όλο περίτεχνα μπαλκόνια και στέγες με κόκκινα κεραμίδια. Κάποτε θα ’ταν ολόκληρο καμωμένο από πέτρα, όμως είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που οι άρχοντες χρειάζονταν φρούρια στην Αμαδισία, και τώρα ο νόμος του βασιλιά απαιτούσε ξύλινη κατασκευή. Κανένας άρχοντας που ξεσηκωνόταν δεν θα άντεχε πολύ να τα βάλει με τον βασιλιά. Φυσικά, τα Τέκνα του Φωτός εξαιρούνταν απ’ αυτόν τον νόμο· είχαν ανοσία στους περισσότερους νόμους της Αμαδισίας. Η Ηλαίην από μικρό παιδί ήταν αναγκασμένη να ξέρει μερικά πράγματα για τους νόμους και τα έθιμα άλλων χωρών.
Υπήρχαν και στους μακρινότερους λόφους οργωμένα χωράφια, σαν καφέ μπαλώματα σε πράσινο ύφασμα, και οι άνδρες που τα δούλευαν θύμιζαν μυρμήγκια. Όλα έμοιαζαν ξερά· ένας κεραυνός θα έφτανε για να βάλει φωτιά που θα απλωνόταν πολλές λεύγες παραπέρα. Όμως οι κεραυνοί θα σήμαιναν βροχή και τα λιγοστά σύννεφα στον ουρανό παραήταν ψηλά και αραιά για κάτι τέτοιο. Η Ηλαίην αναρωτήθηκε, χωρίς να τη βιάζει η απάντηση, αν η ίδια μπορούσε να φέρει βροχή. Είχε μάθει να ελέγχει τον καιρό αρκετά καλά. Αλλά δεν έπαυε να είναι δύσκολο να προκαλέσεις βροχή όταν δεν υπήρχε το παραμικρό ίχνος υγρασίας.
«Πλήττει η Αρχόντισσά μου;» ρώτησε δηκτικά η Νυνάβε. «Έτσι που ατενίζει η Αρχόντισσά μου την ύπαιθρο —με τη μύτη της Αρχόντισσας σηκωμένη ψηλά· νομίζω ότι η Αρχόντισσά μου θα ήθελε να ταξιδέψουμε πιο γρήγορα». Απλώνοντας το χέρι πίσω από το κεφάλι της, άνοιξε ένα πορτάκι και φώναξε, «Πιο γρήγορα, Θομ. Μην μου φέρνεις αντιρρήσεις! Κι εσύ μην βγάλεις άχνα, Τζούιλιν Ληστοκυνηγέ! Πιο γρήγορα είπα!»
Το ξύλινο πορτάκι ξανάκλεισε, η Ηλαίην όμως ακόμα άκουγε τον Θομ να μουρμουρίζει, αρκετά δυνατά. Το πιθανότερο ήταν να έβριζε· η Νυνάβε όλη μέρα έβαζε τις φωνές στους δύο άνδρες. Μια στιγμή αργότερα, ακούστηκε το μαστίγιό του να κροταλίζει, και η άμαξα χίμηξε μπροστά, με την καμπίνα να τραντάζεται τόσο δυνατά που οι γυναίκες αναπηδούσαν στις χρυσόχρωμες μεταξένιες θέσεις τους. Είχαν ξεσκονίσει καλά το μετάξι όταν έφερε ο Θομ το όχημα, αλλά το παραγέμισμα της θέσης είχε σκληρύνει εδώ και καιρό. Παρά το ταρακούνημα που ένιωθε, το σφιγμένο στόμα της έλεγε ότι δεν θα ζητούσε από τον Θομ να κόψει ταχύτητα, αφού μόλις τώρα του είχε πει να κάνει γρήγορα.
«Σε παρακαλώ, Νυνάβε», είπε η Ηλαίην, «θα―»
Η άλλη τη διέκοψε. «Δεν έχει τη βολή της η Αρχόντισσά μου; Ξέρω ότι οι αρχόντισσες έχουν μάθει στις ανέσεις, πράγματα που δεν ξέρει μια απλή υπηρέτρια, αλλά σίγουρα η Αρχόντισσά μου θέλει να φτάσουμε στην επόμενη πόλη προτού σκοτεινιάσει, δεν είναι έτσι; Για να μπορέσει η υπηρέτρια της Αρχόντισσάς μου να ετοιμάσει το δείπνο της Αρχόντισσάς μου και να στρώσει το κρεβάτι της Αρχόντισσάς μου;» Τα δόντια της χτύπησαν μεταξύ τους, καθώς η καμπίνα που ανέβαινε συνάντησε το κορμί της Νυνάβε που έπεφτε· αγριοκοίταξε την Ηλαίην σαν να ήταν δικό της το φταίξιμο.
Η Ηλαίην αναστέναξε βαριά. Η Νυνάβε είχε καταλάβει τι είχαν κάνει στο Μαρντέσιν. Καμία αρχόντισσα δεν θα ταξίδευε χωρίς υπηρέτρια, και δύο αρχόντισσες θα είχαν προφανώς η καθεμιά τη δική της. Κι έτσι, εκτός αν έπειθαν τον Θομ ή τον Τζούιλιν να βάλουν φόρεμα, αυτό σήμαινε ότι η μια από τις δύο θα έκανε την υπηρέτρια. Η Νυνάβε είχε δει ότι η Ηλαίην ήξερε καλύτερα πώς φέρονται οι κυρίες· το είχε θέσει διακριτικά και η Νυνάβε συνήθως καταλάβαινε πότε κάτι ήταν λογικό να γίνει. Συνήθως. Όμως όλα αυτά είχαν συμβεί τότε στο μαγαζί της κυράς Μακούρα, αφού είχαν ποτίσει τις δύο εκείνες γυναίκες με το φρικτό καταπότι τους.
Αφήνοντας το Μαρντέσιν, είχαν ταξιδέψει γοργά ως τα μεσάνυχτα και είχαν φτάσει σε ένα χωριουδάκι με ένα πανδοχείο, όπου ξύπνησαν τον ιδιοκτήτη, έπιασαν δύο δωματιάκια με στενά κρεβάτια και ξύπνησαν προτού χαράξει για να συνεχίσουν, λοξοδρομώντας μερικά μίλια γύρω από το Άμαντορ. Κανείς βλέποντάς τις δεν θα τις θεωρούσε κάτι άλλο απ’ αυτό που ισχυρίζονταν πως ήταν, αλλά δεν θα ένιωθαν άνετα, αν περνούσαν μέσα από μια μεγάλη πόλη γεμάτη Λευκομανδίτες. Το Φρούριο του Φωτός βρισκόταν στο Αμαντορ. Η Ηλαίην είχε ακούσει να λένε ότι στο Άμαντορ βασίλευε ο βασιλιάς, αλλά κυβερνούσε ο Πέντρον Νάιαλ.
Το πρόβλημα είχε αρχίσει την περασμένη νύχτα, σε ένα μέρος που λεγόταν Μπέλον, σε μια λασπερή ρεματιά με το επιβλητικό όνομα Ποταμός Γκάεαν, είκοσι μίλια περίπου πέρα από την πρωτεύουσα. Το πανδοχείο Μπέλον Φορντ ήταν πιο μεγάλο από το προηγούμενο, και η κυρά Αλφάρα, η πανδοχέας, είχε προσφέρει στην Αρχόντισσα Μορέλιν ιδιωτική τραπεζαρία, κάτι που η Ηλαίην δεν μπορούσε να αρνηθεί. Η κυρά Αλφάρα ήταν σίγουρη ότι μόνο η Νάνα, η υπηρέτρια της Αρχόντισσας Μορέλιν, μπορούσε να την περιποιηθεί σωστά· κατά την πανδοχέα, οι αρχόντισσες ήθελαν να γίνονται όλα με τον σωστό τρόπο, κι έτσι έπρεπε, και οι κοπέλες της δεν ήταν μαθημένες από αρχόντισσες. Η Νάνα θα ήξερε πώς ακριβώς έπρεπε να είναι στρωμένο το κρεβάτι της Αρχόντισσας Μορέλιν, και θα της ετοίμαζε ένα ωραίο μπάνιο μετά από μιας μέρας ταξίδι σε κείνη τη ζέστη. Δεν είχε τελειωμό ο κατάλογος με τα πράγματα που η Νάνα θα έκανε ακριβώς όπως έπρεπε για την κυρά της.
Η Ηλαίην δεν ήταν σίγουρη αν πράγματι οι Αμαδισιανές αριστοκράτισσες τα περίμεναν όλα αυτά ή αν απλώς η πανδοχέας φόρτωνε δικές της δουλειές στην υπηρέτρια μιας ξένης. Είχε προσπαθήσει να γλιτώσει τη Νυνάβε, όμως εκείνη έλεγε μόνο «όπως επιθυμείς» και «η Αρχόντισσά μου έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις» σαν την πανδοχέα. Η Ηλαίην θα φαινόταν ανόητη ή τουλάχιστον παράξενη αν πίεζε το ζήτημα. Προσπαθούσαν να περάσουν απαρατήρητες.
Όσο έμειναν στο Μπέλον, η Νυνάβε δημοσίως έπαιζε την τέλεια υπηρέτρια μιας αρχόντισσας. Κατ’ ιδίαν, ήταν αλλιώς. Η Ηλαίην ευχήθηκε να ξανάβρισκε η Νυνάβε τον αληθινό εαυτό της, αντί να την πνίγει κάνοντας σαν υπηρέτρια αρχόντισσας από τη Μάστιγα. Της είχε ζητήσει συγγνώμη, όμως η Νυνάβε απαντούσε «η Αρχόντισσά μου δείχνει τόση καλοσύνη» ή απλώς την αγνοούσε. Δεν θα ξαναζητήσω συγγνώμη, σκέφτηκε για πεντηκοστή φορά. Δεν ζητώ συγγνώμη για κάτι που δεν ήταν δικό μου φταίξιμο.
«Σκεφτόμουν κάτι, Νυνάβε». Έπιασε μια χειρολαβή που κρεμόταν, ενώ ένιωθε σαν τη μπάλα σ’ ένα παιδικό παιχνίδι του Άντορ, που λεγόταν Αναπήδημα· στο παιχνίδι, προσπαθούσες να κρατήσεις πάνω σε μια ρακέτα μια χρωματιστή ξύλινη μπάλα που αναπηδούσε. Αλλά δεν θα ζητούσε να κόψουν ταχύτητα. Θα άντεχε όσο το άντεχε και η Νυνάβε. Μα ήταν τόσο πεισματάρα αυτή η γυναίκα! «Θέλω να φτάσουμε στην Ταρ Βάλον και να δούμε τι συμβαίνει, αλλά―»
«Η Αρχόντισσά μου σκεφτόταν; Η Αρχόντισσά μου σίγουρα θα ’χει πονοκέφαλο από τον κόπο. θα φτιάξω της Αρχόντισσάς μου ένα ωραίο τσαγάκι από ρίζα προβατόγλωσσας κι από κόκκινη μαργαρίτα αμέσως μόλις―»
«Πάψε, Νάνα», είπε η Ηλαίην, ήρεμα αλλά σταθερά· είχε μιμηθεί όσο καλύτερα μπορούσε τη μητέρα της. Η Νυνάβε έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Αν αρχίσεις και ξανατραβάς μπροστά μου την πλεξούδα σου, θα σε βάλω να κάτσεις στην οροφή με τις αποσκευές». Η Νυνάβε έβγαλε έναν πνιχτό ήχο, προσπαθώντας να μιλήσει με τόση φούρια, ώστε τελικά δεν βγήκε λέξη από το στόμα της. Αυτό ήταν πολύ ικανοποιητικό. «Μερικές φορές νομίζεις ότι είμαι ακόμα παιδί, αλλά εσύ παιδιαρίζεις. Δεν σου ζήτησα να μου πλύνεις την πλάτη, αλλά θα έπρεπε να παλέψω μαζί σου για να σε εμποδίσω. Προσφέρθηκα να σου το ανταποδώσω, αν θυμάσαι. Και προσφέρθηκα να κοιμηθώ στο μικρό κρεβάτι. Αλλά εσύ ξάπλωσες και δεν σηκωνόσουν. Τέρμα τα μούτρα. Αν θέλεις, θα κάνω εγώ την υπηρέτρια στο επόμενο πανδοχείο». Σίγουρα θα ήταν καταστροφή. Η Νυνάβε θα έβαζε τις φωνές στον Θομ δημοσίως ή θα έστριβε το αυτί κάποιου. Αλλά η Ηλαίην θα έκανε τα πάντα για να επικρατήσει πάλι γαλήνη. «Μπορούμε να σταματήσουμε αυτή τη στιγμή για να αλλάξουμε ρούχα στα δένδρα».
«Διαλέξαμε τις εσθήτες για να σου κάνουν», μουρμούρισε μετά από μια στιγμή η άλλη. Άνοιξε το πορτάκι και φώναξε, «Πιο σιγά! Θα μας σκοτώσετε. Ανόητοι άνδρες!»
Νεκρική σιγή ήταν η απάντηση από το κάθισμα του αμαξά, ενώ η άμαξα έκοβε ταχύτητα και συνέχισε με πιο ομαλό ρυθμό, η Ηλαίην όμως θα έβαζε στοίχημα ότι οι άνδρες μιλούσαν μεταξύ τους. Έσιαξε τα μαλλιά της όσο καλύτερα μπορούσε δίχως καθρέφτη. Όταν κοιταζόταν, ακόμα την ξάφνιαζαν εκείνες οι λαμπερές μαύρες μπούκλες που έβλεπε. Και το πράσινο μεταξωτό φόρεμα ήθελε και αυτό ένα γερό βούρτσισμα.
«Τι σκεφτόσουν, Ηλαίην;» ρώτησε η Νυνάβε. Τα μάγουλά της είχαν βαφτεί κόκκινα. Τουλάχιστον καταλάβαινε ότι η Ηλαίην είχε δίκιο, αλλά πιθανότατα η μόνη συγγνώμη που θα ζητούσε ήταν απλώς το ότι είχε υποχωρήσει.
«Τρέχουμε στην Ταρ Βάλον, αλλά έχουμε στ’ αλήθεια καμιά ιδέα για το τι μας περιμένει στον Πύργο; Κι αν η Αμερλιν έδωσε πραγματικά αυτές τις διαταγές... Δεν το πολυπιστεύω και δεν το καταλαβαίνω, αλλά δεν σκοπεύω να μπω στον Πύργο μέχρι να μάθω τι συμβαίνει. “Μόνο οι ανόητοι βάζουν το χέρι σε κουφάλα δένδρου χωρίς να δουν πρώτα τι έχει μέσα”».
«Σοφή γυναίκα η Λίνι», είπε η Νυνάβε. «Ίσως μάθουμε κάτι, αν ξαναδούμε ματσάκι με κίτρινα λουλούδια να κρέμεται ανάποδα, αλλά μέχρι τότε νομίζω ότι πρέπει να φερόμαστε σαν να έχει το Μαύρο Άτζα τον έλεγχο του Πύργου».
«Η κυρά Μακούρα τώρα θα έχει στείλει κι άλλο περιστέρι στη Νάρενγουιν. Με την περιγραφή της άμαξας και των φορεμάτων που πήραμε, πιθανότατα επίσης και του Θομ με τον Τζούιλιν».
«Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι τώρα. Δεν θα είχαν συμβεί όλα αυτά, αν δεν χασομερούσαμε διασχίζοντας την Τάραμπον. Έπρεπε να πάρουμε πλοίο». Η Ηλαίην έμεινε άναυδη με τον επιτιμητικό τόνο της και η Νυνάβε είχε την αξιοπρέπεια να κοκκινίσει ξανά. «Ό,τι έγινε έγινε. Η Μουαραίν ξέρει τη Σιουάν Σάντσε. Ίσως η Εγκουέν μπορέσει να τη ρωτήσει αν―»
Ξαφνικά η άμαξα τραντάχτηκε και σταμάτησε, ρίχνοντας την Ηλαίην προς τα μπρος, πάνω στη Νυνάβε. Άκουσε άλογα να χλιμιντρίζουν και να σφαδάζουν, καθώς σηκωνόταν με φόβο και βιασύνη, ενώ η Νυνάβε την έσπρωχνε.
Αγκαλιάζοντας το σαϊντάρ, έβγαλε το κεφάλι από το παράθυρο ― και το άφησε με ανακούφιση. Ήταν κάτι που είχε δει μερικές φορές να περνά από το Κάεμλυν. Ένα περιπλανώμενο θηριοτροφείο είχε κατασκηνώσει ανάμεσα στις σκιές του δειλινού σε ένα μεγάλο ξέφωτο πλάι στο δρόμο. Ένα μεγάλο λιοντάρι με μαύρη χαίτη ξάπλωνε μισοκοιμισμένο σε ένα κλουβί που καταλάμβανε ολόκληρο το πίσω μέρος μιας άμαξας, ενώ οι δύο συντρόφισσες του τριγυρνούσαν μέσα σ’ ένα άλλο κλουβί. Υπήρχε και τρίτο, που έχασκε ανοιχτό· μπροστά του, μια γυναίκα είχε βάλει δυο μαύρες αρκούδες με άσπρες μουσούδες να ισορροπήσουν πάνω σε μεγάλες κόκκινες μπάλες. Σ’ ένα άλλο κλουβί υπήρχε κάτι που έμοιαζε με μεγάλο τριχωτό αγριόχοιρο, με τη διαφορά ότι η μουσούδα του ήταν πολύ μυτερή και τα πόδια του είχαν δάχτυλα με γαμψά νύχια· ήξερε ότι αυτό το είχαν φέρει από την Ερημιά του Άελ και ονομαζόταν καπάρ. Υπήρχαν άλλα ζώα σε άλλα κλουβιά, όπως και πουλιά με λαμπερά χρώματα, αλλά, αντίθετα από κάθε άλλο θηριοτροφείο που είχε δει, αυτό εδώ είχε και θεάματα με ανθρώπους: δύο άνδρες πετούσαν ο ένας στον άλλο στεφάνια δεμένα με κορδέλες, τέσσερις ακροβάτες εξασκούνταν στο να στέκονται ο ένας στους ώμους του άλλου σχηματίζοντας μια ψηλή κολόνα, και μια γυναίκα τάιζε καμιά δεκαριά σκυλιά, που περπατούσαν στα πίσω πόδια και έκαναν για χάρη της ανάποδες τούμπες. Κάπου στο βάθος κάποιοι άνδρες έστηναν δυο ψηλά κοντάρια· δεν ήξερε τι σκοπό είχαν.
Τίποτα απ’ αυτά δεν έφταιγε που τα άλογα είχαν ορθωθεί στα χάμουρά τους και γούρλωναν τα μάτια, παρ’ όλες τις προσπάθειες του Θομ να τα συγκρατήσει. Μπορούσε και η ίδια η Ηλαίην να μυρίσει τα λιοντάρια, όμως αυτό που κοίταζαν με τρομαγμένα μάτια τα άλογα ήταν τρία πελώρια, ρυτιδιασμένα γκρίζα ζώα. Τα δύο ήταν ψηλά όσο και η άμαξα, με μεγάλα αυτιά και μεγάλους στριφογυριστούς χαυλιόδοντες πλάι σε μια μακριά μύτη που κρεμόταν ως το έδαφος. Το τρίτο, κοντύτερο από τα άλογα, αν και μάλλον εξίσου βαρύ, δεν είχε χαυλιόδοντες. θεώρησε πως ήταν το μωρό. Μια γυναίκα με μαλλιά στο χρώμα της ώχρας έξυνε το μικρό πίσω από το αυτί με ένα βαρύ, στραβό βούκεντρο. Η Ηλαίην είχε ξαναδεί κι αυτά τα πλάσματα. Και δεν περίμενε ότι θα τα ξανάβλεπε ποτέ της.
Ένας ψηλός μελαχρινός ήρθε από την κατασκήνωση και φορούσε, αν ήταν δυνατόν σ’ αυτή τη ζέστη, ένα κόκκινο μεταξωτό μανδύα που τον ανέμισε επιτηδευμένα, καθώς υποκλινόταν κομψά. Ήταν καλοκαμωμένος, με παράστημα, και το ήξερε. «Συγχώρεσέ με, Αρχόντισσα μου, αν τα γιγαντιαία χοιράλογα τρόμαξαν τα ζώα σου». Ορθώθηκε και έκανε νόημα σε δύο άνδρες του να ησυχάσουν τα άλογα, κοντοστάθηκε, κοιτάζοντάς την, και μουρμούρισε, «Καρδιά μου, μη βροντοχτυπάς». Το είπε αρκετά δυνατά και η Ηλαίην κατάλαβε ότι το είχε πει με σκοπό να ακουστεί. «Με λένε Βάλαν Λούκα, Αρχόντισσά μου, και είμαι διασκεδαστής ασύγκριτος. Η παρουσία σου με πλημμυρίζει δέος». Έκανε άλλη μια υπόκλιση, πιο επιδεικτική από την πρώτη.
Η Ηλαίην αντάλλαξε ένα βλέμμα με την Νυνάβε και είδε στο πρόσωπό της το χαμόγελο που ένιωθε να υπάρχει και στα δικά της χείλη. Σίγουρα αυτός ο Βάλαν Λούκα ήταν ένας άκρως αυτάρεσκος άνθρωπος. Οι άνθρωποί του είχαν καταφέρει με επιδεξιότητα να ηρεμήσουν τα άλογα· τα ζώα ακόμα ρουθούνιζαν και χτυπούσαν τα πόδια τους, αλλά τα μάτια τους δεν ήταν γουρλωμένα όπως πριν. Ο Θομ και ο Τζούιλιν κοίταζαν τα παράξενα ζώα σχεδόν εξίσου ανήσυχα όσο και τα άλογα.
«Χοιράλογα, αφέντη Λούκα;» είπε η Ηλαίην. «Από πού προέρχονται;»
«Γιγαντιαία χοιράλογα, Αρχόντισσά μου» ήρθε η άμεση απάντηση, «από το μυθικό Σάρα, όπου εγώ προσωπικά οδήγησα μια αποστολή σε μια άγνωστη γη γεμάτη παράξενους πολιτισμούς και ακόμα πιο παράξενα θαύματα που τους παγιδεύουν. Με μεγάλη αγαλλίαση θα μπορούσα να σου μιλήσω γι’ αυτά. Γιγαντιαίοι άνθρωποι, διπλάσιοι στο μπόι από τους Ογκιρανούς». Έκανε μεγαλοπρεπείς χειρονομίες για να της δείξει. «Όντα δίχως κεφάλι. Πουλιά τόσο μεγάλα, που μπορούν να σηκώσουν στον αέρα ένα μεγάλο ταύρο. Φίδια που μπορούν να καταπιούν άνθρωπο. Πόλεις φτιαγμένες από καθαρό χρυσάφι. Κατέβα, Αρχόντισσά μου, κι επίτρεψέ μου να σου τα πω».
Η Ηλαίην δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο Λούκα θα ένιωθε αγαλλίαση διηγούμενος τις ιστορίες του, όμως αμφέβαλλε πολύ για το αν αυτά τα ζώα προέρχονταν από το Σάρα. Κατ’ αρχάς, ακόμα κι οι Θαλασσινοί το μόνο που έβλεπαν από το Σάρα ήταν τα περιτειχισμένα λιμάνια, δηλαδή το μόνο μέρος που τους επιτρεπόταν να πλησιάσουν· όσοι περνούσαν τα τείχη, δεν τους ξανάβλεπε κανείς. Οι Αελίτες δεν ήξεραν σχεδόν τίποτα παραπάνω. Έπειτα, η Ηλαίην και η Νυνάβε είχαν αμφότερες δει τέτοια πλάσματα στο Φάλμε, κατά τη διάρκεια της εισβολής των Σωντσάν. Οι Σωντσάν τα χρησιμοποιούσαν για υποζύγια και για πόλεμο.
«Δεν το νομίζω, αφέντη Λούκα», του είπε.
«Τότε επίτρεψέ μας να δώσουμε μια παράσταση για σένα», είπε αυτός γοργά. «Όπως βλέπεις, αυτό εδώ πέρα δεν είναι ένα συνηθισμένο περιπλανώμενο θηριοτροφείο, αλλά κάτι ολότελα καινούριο. Μια ιδιωτική παράσταση. Σαλτιμπάγκοι, ταχυδακτυλουργοί, εκπαιδευμένα ζώα, ο δυνατότερος άνθρωπος στον κόσμο. Ακόμα και πυροτεχνήματα. Έχουμε ένα Φωτοδότη μαζί μας. Πηγαίνουμε στην Γκεάλνταν και αύριο θα χαθούμε στον άνεμο. Αλλά για ένα ευτελές ποσόν».
«Η κυρά μου είπε ότι δεν το νομίζει», τον έκοψε η Νυνάβε. «Προτιμά να ξοδέψει τα λεφτά της αλλού κι όχι για να δει ζώα». Η αλήθεια ήταν ότι εκείνη διαχειριζόταν με αυστηρότητα τα χρήματά τους και πλήρωνε απρόθυμα ό,τι χρειάζονταν. Έδειχνε να πιστεύει ότι όλα έπρεπε να κοστίζουν όσο κόστιζαν στους Δύο Ποταμούς.
«Γιατί θες να πας στην Γκεάλνταν, αφέντη Λούκα;» ρώτησε η Ηλαίην. Η Νυνάβε πάντα δυσκόλευε τα πράγματα και άφηνε την Ηλαίην να τα μπαλώσει. «Ακουσα ότι υπάρχουν φασαρίες εκεί. Ακουσα ότι ο στρατός δεν κατάφερε να διώξει τον άνθρωπο που καλείται Προφήτης και κάνει κήρυγμα για τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Σίγουρα δεν θα θέλατε να μπλέξετε σε ταραχές».
«Τα παραλένε, Αρχόντισσα μου. Τα παραλένε. Όταν υπάρχουν πλήθη, οι άνθρωποι θέλουν να ψυχαγωγηθούν. Και, όπου οι άνθρωποι θέλουν να ψυχαγωγηθούν, το θέαμα που παρουσιάζω είναι πάντα ευπρόσδεκτο». Ο Λούκα δίστασε κι έπειτα πλησίασε την άμαξα. «Αρχόντισσά μου, η αλήθεια είναι ότι θα μου έκανες μεγάλη χάρη, αν μου επέτρεπες να δώσω μια παράσταση για σένα. Δεν θα κρύψω ότι ένα χοιράλογο μάς έβαλε σε μπελάδες στην πιο κοντινή πόλη, λίγο πιο ψηλά στο δρόμο, Ήταν ατύχημα», πρόσθεσε βιαστικά, «σε διαβεβαιώνω. Είναι ήμερα πλάσματα. Καθόλου επικίνδυνα. Αλλά οι άνθρωποι της Σιέντα, όχι μόνο δεν μου επέτρεψαν να δώσω παράσταση εκεί, όχι μόνο δεν θέλησαν να έρθουν να τη δουν εδώ πέρα, αλλά και... Να, ξόδεψα όλα μου τα χρήματα για να πληρώσω τις ζημιές και τα πρόστιμα». Μόρφασε. «Ειδικά τα πρόστιμα. Αν μου επέτρεπες να σε ψυχαγωγήσω —για ένα ευτελές ποσόν, ειλικρινά― θα σε ονόμαζα χορηγό της παράστασής μου, όπου κι αν ταξιδεύαμε στον κόσμο, εξαπλώνοντας τη φήμη της γενναιοδωρίας σου, Αρχόντισσά μου... το όνομά σου;»
«Μορέλιν», είπε εκείνη. «Είμαι η Αρχόντισσα Μορέλιν του Οίκου Σαμάρεντ». Με την καινούρια της κόμμωση μπορούσε να περάσει για Καιρχινή. Δεν είχε χρόνο να δει την παράστασή του, αν και σίγουρα θα την απολάμβανε, όπως του είπε, προσθέτοντας, «Αλλά θα σε βοηθήσω λιγάκι, αν δεν έχεις χρήματα. Δώσε του κάτι, Νάνα, για να πάει στην Γκεάλνταν». Το τελευταίο που ήθελε ήταν ο Λούκα να «εξαπλώσει τη φήμη της», αλλά ήταν καθήκον της να βοηθά τους φτωχούς και αυτούς που είχαν ανάγκη, και δεν μπορούσε να το παραβλέψει όταν είχε τα μέσα, ακόμα και σε μια ξένη χώρα.
Η Νυνάβε, μουρμουρίζοντας, έβγαλε ένα πουγκί από το θύλακα της ζώνης της και το άνοιξε. Έγειρε από την άμαξα κι έκλεισε τη χούφτα του Λούκα γύρω από αυτό που του έδωσε. Εκείνος ξαφνιάστηκε ακούγοντάς την να του λέει, «Αν έπιανες μια αξιοπρεπή δουλειά, δεν θα χρειαζόταν να ζητιανεύεις. Ξεκίνα, Θομ!»
Ο Θομ κροτάλισε το μαστίγιό του και η Ηλαίην έπεσε πίσω στη θέση της από τη φόρα της άμαξας. «Δεν ήταν ανάγκη να είσαι τόσο αγενής», είπε, «Και τόσο απότομη. Τι του έδωσες;»
«Μια ασημένια πέννα», αποκρίθηκε ατάραχη η Νυνάβε, ξαναχώνοντας το πουγκί στο θύλακο. «Και πολύ του ήταν».
«Νυνάβε», βόγκηξε η Ηλαίην. «Ο άνθρωπος θα νομίζει ότι τον κοροϊδεύουμε».
Η Νυνάβε ξεφύσηξε. «Με τέτοιους ώμους, δεν θα πάθει τίποτα, αν στρωθεί να δουλέψει μια μέρα».
Η Ηλαίην δεν μίλησε, αν και δεν συμφωνούσε. Σίγουρα ο άνθρωπος δεν θα πάθαινε τίποτα, αν δούλευε, αλλά κατά τη γνώμη της δεν υπήρχαν και τόσες δουλειές. Όχι ότι θα δεχόταν δουλειά που δεν θα του επέτρεπε να φορά εκείνο τον μανδύα. Αν το ανέφερε όμως, η Νυνάβε θα διαφωνούσε —όταν της επισήμαινε με διακριτικότητα κάποια πράγματα που η Νυνάβε δεν ήξερε, εκείνη δεν το είχε σε τίποτα να την κατηγορήσει ότι ο τρόπος της ήταν αλαζονικός ή ότι της έκανε διάλεξη― και ο Βάλαν Λούκα δεν άξιζε άλλο τσακωμό τόσο σύντομα, με το που είχε καταλαγιάσει ο προηγούμενος.
Οι σκιές είχαν μακρύνει, όταν πια έφτασαν στη Σιέντα, ένα μεγαλούτσικο χωριό με σπιτάκια πέτρινα με καλαμένιες στέγες, όπου υπήρχαν δύο πανδοχεία. Το πρώτο, ο Λογχοφόρος του Βασιλιά, είχε μια τρύπα να χάσκει στο σημείο όπου έπρεπε να υπάρχει η είσοδος, κι ένα πλήθος παρακολουθούσε τους εργάτες που την επισκεύαζαν. Ίσως στο «χοιράλογο» του αφέντη Λούκα να μην άρεσε η πινακίδα, που τώρα βρισκόταν ακουμπισμένη πλάι στην τρύπα κι έδειχνε έναν στρατιώτη να προελαύνει με τη λόγχη χαμηλωμένη. Η πινακίδα έμοιαζε σαν να είχε ξηλωθεί με κάποιον τρόπο.
Όλως περιέργως, υπήρχαν περισσότεροι Λευκομανδίτες στους γεμάτους κόσμο στενούς χωματόδρομους της πόλης απ’ όσους υπήρχαν στο Μαρντέσιν, πολύ περισσότεροι, κι επίσης στρατιώτες, άνδρες με πλεχτή πανοπλία και ατσαλένια κωνικά κράνη, των οποίων οι γαλάζιοι μανδύες έφεραν το Άστρο και το Κίρσιο της Αμαδισίας. Σίγουρα κάπου κοντά πρέπει να υπήρχαν φυλάκια του στρατού. Οι άνδρες του βασιλιά και οι Λευκομανδίτες δεν έδειχναν να αλληλοσυμπαθούνται καθόλου. Ή περνούσαν ξυστά ο ένας από τον άλλον, που φορούσε λάθος χρώμα, σαν να μην υπήρχε, ή του έριχναν προκλητικές ματιές απέχοντας ελάχιστα από το να χρησιμοποιήσουν τα ξίφη τους. Κάποιοι από τους άνδρες με τους λευκούς μανδύες έφεραν άλικες ποιμενικές ράβδους στο σήμα τους πλάι στον ήλιο του μανδύα τους. Το Χέρι του Φωτός, έτσι αυτοαποκαλούνταν, το Χέρι που αναζητούσε την αλήθεια, όμως όλοι οι άλλοι τους έλεγαν Ανακριτές. Ακόμα και οι υπόλοιποι Λευκομανδίτες δεν τους πολυπλησίαζαν.
Εν γένει, το θέαμα ήταν τέτοιο, που η Ηλαίην ένιωσε το στομάχι της να γίνεται κουβάρι. Αλλά ήθελε το πολύ μια ώρα για να πέσει η νύχτα, ακόμη και βάσει του ότι, επειδή καλοκαίριαζε, ο ήλιος έδυε πιο αργά. Ακόμα κι αν ταξίδευαν τη μισή νύχτα, δεν υπήρχε εγγύηση ότι θα έβρισκαν άλλο πανδοχείο μπροστά τους, και ίσως τραβούσαν την προσοχή, αν συνέχιζαν το δρόμο τους τόσο αργά. Εκτός αυτού, σήμερα είχαν λόγο να σταματήσουν νωρίς.
Κοιτάχτηκε με τη Νυνάβε κι εκείνη ύστερα από λίγο ένευσε και είπε, «Πρέπει να σταματήσουμε».
Όταν η άμαξα στάθηκε μπροστά στο Φως της Αλήθειας, ο Τζούιλιν πήδηξε κάτω για να ανοίξει την πόρτα, και η Νυνάβε τον περίμενε με ταπεινή έκφραση για να βοηθήσει την Ηλαίην να κατέβει. Άστραψε όμως ένα χαμόγελο στην Ηλαίην· δεν θα έκανε πάλι μούτρα. Το δερμάτινο σακίδιο που είχε κρεμασμένο στον ώμο έμοιαζε κάπως αταίριαστο, αλλά όχι πολύ, τουλάχιστον έτσι έλπιζε η Ηλαίην. Τώρα που η Νυνάβε είχε ξαναβρεί απόθεμα από βότανα και αλοιφές, δεν θα τα έχανε από τα μάτια της.
Με την πρώτη ματιά που έριξε στην ταμπέλα του πανδοχείου —ένας ακτινωτός χρυσός ήλιος, όπως εκείνος που φορούσαν τα Τέκνα στους μανδύες τους― η Ηλαίην ευχήθηκε να τα είχε βάλει το «χοιράλογο» μ’ αυτό το πανδοχείο και όχι με το άλλο. Πάλι καλά που ο ήλιος δεν είχε ποιμενική ράβδο πίσω του. Εδώ οι μισοί από τους πελάτες της κοινής αίθουσας φορούσαν χιονόλευκους μανδύες και είχαν τα κράνη ακουμπισμένα στα τραπέζια μπροστά τους. Πήρε μια βαθιά ανάσα και στύλωσε τον εαυτό της, για να μην κάνει στροφή επιτόπου και να φύγει.
Εξαιρουμένων των στρατιωτών, ήταν ένα ευχάριστο πανδοχείο με ψηλό ταβάνι όπου φαίνονταν τα πατερά και η επένδυση από σκούρο γυαλισμένο ξύλο. Κομμένα πράσινα κλαριά στόλιζαν τα δύο σβησμένα τζάκια και νόστιμες ευωδιές έρχονταν από την κουζίνα. Οι υπηρέτριες με τις λευκές ποδιές έμοιαζαν κεφάτες, καθώς περνούσαν γοργά ανάμεσα από τα τραπέζια, κρατώντας δίσκους με κρασί και μπύρα και φαγητά.
Η άφιξη μιας αρχόντισσας δεν δημιούργησε ιδιαίτερη αναστάτωση, τόσο κοντά που ήταν το χωριό στην πρωτεύουσα. Ή ίσως ο λόγος ήταν το μέγαρο εκείνου του άρχοντα. Μερικοί άνδρες την κοίταξαν· περισσότεροι ήταν εκείνοι που έδειξαν ενδιαφέρον για την «υπηρέτριά της», αν και το αυστηρό, συνοφρυωμένο βλέμμα που τους έριξε η Νυνάβε, όταν κατάλαβε πως την κοίταζαν, τους έκανε γρήγορα να ξαναγυρίσουν στο κρασί τους, Η Νυνάβε έδειχνε να πιστεύει ότι ήταν έγκλημα να κοιτάζει ένας άνδρας μια γυναίκα, έστω κι αν δεν έλεγε τίποτα και δεν έκανε πονηρούς μορφασμούς. Με δεδομένο αυτό, η Ηλαίην αναρωτιόταν γιατί δεν φορούσε πιο φαρδιά ρούχα. Είχε φάει πολλές ώρες διορθώνοντας το απλό γκρίζο φόρεμα της άλλης γυναίκας έτσι που να της ταιριάζει. Η Νυνάβε ήταν ανίκανη να κάνει λεπτοδουλειά με το βελονάκι.
Η πανδοχέας, η κυρά Τζάρεν, ήταν γεματούλα, με μακριές γκρίζες μπούκλες, ζεστό χαμόγελο και μαύρα μάτια με διαπεραστικό βλέμμα. Η Ηλαίην υποψιαζόταν ότι θα διέκρινε από μακριά ένα τριμμένο στρίφωμα ή ένα αδειανό πουγκί. Προφανώς η Ηλαίην και η Νυνάβε είχαν πάρει την έγκρισή της, αφού η πανδοχέας έκανε μια βαθιά υπόκλιση, απλώνοντας το γκρίζο φουστάνι της, και τις καλωσόρισε διαχυτικά, ρωτώντας αν η Αρχόντισσα πήγαινε ή επέστρεφε από το Άντορ.
«Ερχόμαστε», αποκρίθηκε η Ηλαίην με αγέρωχο ύφος. «Οι χοροί στην πόλη ήταν άκρως διασκεδαστικοί και ο Βασιλιάς Άιλρον είναι όσο όμορφος λένε, κάτι που δεν ισχύει πάντα για τους βασιλιάδες, αλλά εγώ πρέπει να επιστρέψω στα κτήματα μου. Ζητώ δωμάτιο για μένα και τη Νάνα και κάτι για τον υπηρέτη και για τον αμαξά μου». Θυμήθηκε τη Νυνάβε και το μικρό εκείνο κρεβατάκι και πρόσθεσε, «Θέλω δύο κανονικά κρεβάτια. Χρειάζομαι τη Νάνα κοντά μου και, αν έχει μόνο ένα μικρό κρεβατάκι, ροχαλίζει και δεν μ’ αφήνει να κοιμηθώ». Η σεβάσμια έκφραση της Νυνάβε χάθηκε για μια στιγμή —μια στιγμούλα μονάχα, ευτυχώς― αλλά ήταν η αλήθεια. Ροχάλιζε φρικτά.
«Φυσικά, Αρχόντισσά μου», είπε η παχουλή πανδοχέας. «Έχω το κατάλληλο. Οι άνδρες όμως θα πρέπει να κοιμηθούν στο στάβλο, στο πατάρι του σανού. Είμαι γεμάτη, όπως βλέπεις. Ένα τσούρμο περιπλανώμενοι απατεώνες έφεραν κάτι απαίσια πελώρια ζώα χθες στο χωριό και ένα απ’ αυτά σχεδόν κατέστρεψε το Λογχοφόρο του Βασιλιά. Ο καημένος ο Σιμ έχασε τη μισή κοινή αίθουσά του κι όλοι ήρθαν εδώ». Το χαμόγελό της έδειχνε ικανοποίηση μάλλον παρά συμπόνια. «Όμως μου έχει μείνει ένα δωμάτιο ελεύθερο».
«Είμαι βέβαια ότι αρκεί. Αν στείλεις ένα ελαφρό δείπνο και νερό για λουτρό, νομίζω πως θα αποσυρθώ νωρίς». Το φως του ήλιου χυνόταν ακόμα από τα παράθυρα, όμως η Νυνάβε έκρυψε ντελικάτα το στόμα με το χέρι της σαν να έπνιγε ένα χασμουρητό.
«Φυσικά, Αρχόντισσά μου. Όπως επιθυμείς. Από εδώ».
Η κυρά Τζάρεν ήθελε, φαίνεται, να ψυχαγωγήσει την Ηλαίην, καθώς τη συνόδευε στο δωμάτιό της στον πρώτο όροφο. Σ’ όλη τη διαδρομή της έλεγε για το πλήθος που είχε καταλύσει στο πανδοχείο της και ότι ήταν θαύμα που είχε απομείνει δωμάτιο, για τους περιπλανώμενους με τα ζώα, τους οποίους είχαν διώξει από το χωριό —στα τσακίδια!― και για τους ευγενείς που είχαν μείνει στο πανδοχείο της τόσα χρόνια, ακόμα και ο Άρχοντας Διοικητής των Τέκνων κάποτε. Ακόμα κι ένας Κυνηγός του Κέρατος είχε έρθει μόλις την προηγούμενη μέρα, κατευθυνόμενος προς το Δάκρυ, όπου λεγόταν πως η Πέτρα του Δακρύου είχε πέσει στα χέρια κάποιου ψεύτικου Δράκοντα ― δεν ήταν φρικτό κι απαίσιο που οι άνδρες έκαναν τέτοια πράγματα; «Μακάρι να μην το βρούνε ποτέ». Οι γκρίζες μπούκλες της γυναίκας ανέμισαν, καθώς κουνούσε το κεφάλι.
«Το Κέρας του Βαλίρ;» είπε η Ηλαίην. «Γιατί όχι;»
«Μα, Αρχόντισσά μου, αν το βρουν, σημαίνει ότι έρχεται η Τελευταία Μάχη. Ότι ο Σκοτεινός απελευθερώνεται». Η κυρά Τζάρεν ανατρίχιασε. «Το Φως να δώσει να μη βρεθεί ποτέ το Κέρας. Έτσι, η Τελευταία Μάχη δεν μπορεί να γίνει, σωστά;» Δεν φαινόταν να υπάρχει απάντηση σε μια τόσο παράξενη λογική.
Η κρεβατοκάμαρα ήταν στενή, αν και όχι πολύ στριμωγμένη. Υπήρχαν δύο στενά κρεβάτια με ριγέ καλύμματα κι ανάμεσά τους ένα παράθυρο που είχε θέα στο δρόμο, με ελάχιστο χώρο ανάμεσά τους κι ανάμεσα σ’ αυτά και στους ασβεστωμένους τοίχους. Ένα τραπεζάκι με λάμπα και σύνεργα για το άναμμα του τζακιού υπήρχε μεταξύ τους, ενώ ένα λουλουδάτο χαλάκι και ένας νιπτήρας με καθρεφτάκι από πάνω συμπλήρωναν την επίπλωση. Αν μη τι άλλο, όλα ήταν καθαρά και περιποιημένα.
Η πανδοχέας χτύπησε τα μαξιλάρια να φουσκώσουν, έσιαξε τα καλύμματα και είπε ότι τα στρώματα από τα καλύτερα πούπουλα χήνας, ότι οι άνθρωποι της Αρχόντισσας θα έφερναν τα κιβώτια από τις πίσω σκάλες· όλα θα ήταν τακτοποιημένα και το βράδυ θα έκανε ωραίο αεράκι, αν η Αρχόντισσα άνοιγε το παράθυρο και άφηνε μισάνοιχτη την πόρτα. Λες και θα κοιμόταν με ανοιχτή την πόρτα που έβγαζε στην κοινή αίθουσα. Δύο κοπέλες με ποδιές έφτασαν, κουβαλώντας μια μεγάλη γαλάζια κανάτα με αχνιστό νερό και ένα μεγάλο λακαρισμένο δίσκο σκεπασμένο με λευκό ύφασμα, και μόνο τότε η Ηλαίην κατάφερε να διώξει την κυρά Τζάρεν. Σε μια άκρη του δίσκου, το πανί σχημάτιζε το περίγραμμα μιας καράφας κρασιού και δύο κυπέλλων.
«Νομίζω πίστευε ότι θα πάμε στο Λογχοφόρο του Βασιλιά παρά στην τρύπα που έχει», είπε, όταν έκλεισε καλά η πόρτα. Κοίταξε ολόγυρα το δωμάτιο και έκανε μια γκριμάτσα. Μόλις που θα χωρούσαν οι δυο τους και τα κιβώτια. «Αναρωτιέμαι μήπως έπρεπε να πάμε».
«Δεν ροχαλίζω», είπε με σφιγμένη φωνή η Νυνάβε.
«Φυσικά και δεν ροχαλίζεις. Όμως κάτι έπρεπε να πω».
Η Νυνάβε άφησε ένα χαμηλό μουγκρητό, όμως είπε μόνο, «Χαίρομαι που είμαι αρκετά κουρασμένη για να κοιμηθώ. Αν εξαιρέσεις τη διχαλόριζα, ανάμεσα στα βότανα που είχε εκείνη η Μακούρα, δεν αναγνώρισα κανένα που να βοηθά στον ύπνο».
Ο Θομ και ο Τζούιλιν χρειάστηκε να ανεβοκατέβουν τρεις φορές για να φέρουν τα ξύλινα κιβώτια με τη σιδερένια ενίσχυση, γκρινιάζοντας συνεχώς, όπως έκαναν πάντα οι άνδρες, επειδή ήταν αναγκασμένοι να τα ανεβάσουν από τη στενή πίσω σκάλα του πανδοχείου. Μουρμούριζαν μάλιστα ότι τους είχαν αναγκάσει να κοιμηθούν στους στάβλους, τη στιγμή που ανέβαζαν το πρώτο κιβώτιο —είχε μεντεσέ― δες σχήματος φύλλου· τα περισσότερα χρήματα και τα πολύτιμά τους βρίσκονταν στον πάτο του, μαζί με το τερ’ανγκριάλ που είχαν ανακτήσει― αλλά, όταν έριξαν μια ματιά, μπαίνοντας στο δωμάτιο, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και σταμάτησαν αμέσως να μιλάνε. Τουλάχιστον γι’ αυτό.
«Θα δούμε τι μπορούμε να μάθουμε στην κοινή αίθουσα», είπε ο Θομ, όταν πια είχαν καταφέρει να στριμώξουν εκεί μέσα και το τελευταίο κιβώτιο. Μόλις που έφτανε ο χώρος για να φτάσει κανείς στο νιπτήρα.
«Και ίσως κάνουμε μια βόλτα στο χωριό», πρόσθεσε ο Τζούιλιν. «Ο κόσμος αφήνει τη γλώσσα του ελεύθερη, όταν υπάρχει δυσαρέσκεια σαν αυτή που είδα στο δρόμο».
«Πολύ ωραία», είπε η Ηλαίην. Οι δυο άνδρες ήθελαν να νιώθουν ότι έκαναν κάτι παραπάνω από το να κουβαλούν και να σέρνουν. Έτσι ήταν στο Τάντσικο —και στο Μαρντέσιν, φυσικά― και μπορεί να συνέβαινε κι αλλού, αλλά σίγουρα όχι εδώ. «Προσοχή, μην μπλέξετε με τους Λευκομανδίτες». Αυτοί αντάλλαξαν ένα υπομονετικό βλέμμα, λες και δεν τους είχε δει με μωλωπισμένα και ματωμένα πρόσωπα ύστερα από τέτοιες εξορμήσεις για πληροφορίες, όμως η Ηλαίην τους το συγχώρεσε και χαμογέλασε στον Θομ. «Ανυπομονώ να ακούσω τι θα μάθεις».
«Το πρωί», είπε αυστηρά η Νυνάβε. Είχε αποστρέψει το βλέμμα από την Ηλαίην με τόση ένταση, που ήταν λες και την αγριοκοίταζε. «Αν μας ενοχλήσετε για κάτι πιο ασήμαντο από Τρόλοκ, θα το μετανιώσετε».
Οι άνδρες αντάλλαξαν μια εύγλωττη ματιά —κάτι που έκανε τη Νυνάβε να υψώσει απότομα τα φρύδια― αλλά τους έδωσε απρόθυμα μερικά νομίσματα κι αυτοί έφυγαν, συμφωνώντας να τις αφήσουν να κοιμηθούν ανενόχλητες.
«Αν δεν μπορώ να μιλήσω ούτε καν στον Θομ», άρχισε να λέει η Ηλαίην μόλις έφυγαν, όμως η Νυνάβε τη διέκοψε.
«Δεν θα τους έχω να μπαινοβγαίνουν, ενώ κοιμάμαι φορώντας την καμιζόλα μου». Ξεκούμπωνε αδέξια τα κουμπιά στην πλάτη του φορέματός της. Η Ηλαίην πλησίασε να τη βοηθήσει, και η Νυνάβε είπε, «Τα καταφέρνω. Εσύ βγάλε το δαχτυλίδι να μου το δώσεις».
Η Ηλαίην ρούφηξε τη μύτη της και σήκωσε το φουστάνι της για να φτάσει στην τσεπούλα που είχε ράψει από μέσα. Αν η Νυνάβε ήθελε να το παίξει κακιωμένη, ας το έκανε· η Ηλαίην δεν θα ανταποκρινόταν, ακόμα κι αν η Νυνάβε άρχιζε να της τα ψέλνει ξανά. Στην τσέπη υπήρχαν δύο δαχτυλίδια. Αφησε το χρυσό Μέγα Ερπετό, που της είχε δοθεί όταν είχε γίνει Αποδεχθείσα, κι έβγαλε το πέτρινο δαχτυλίδι.
Ήταν γεμάτο πιτσιλιές και ρίγες σε κόκκινα και γαλάζια και καφέ χρώματα, υπερβολικά μεγάλο για δάχτυλο, και επίσης πεπλατυσμένο και συστρεμμένο. Παρ’ όλο που κάτι τέτοιο φαινόταν παράξενο, το δαχτυλίδι είχε μόνο μία πλευρά· αν το διέτρεχες με το δάχτυλο κατά μήκος της πλευράς, θα έκανες ένα εσωτερικό κύκλο και μετά θα ξανάβγαινες, για να φτάσεις εκεί απ’ όπου είχες ξεκινήσει. Ήταν ένα τερ’ανγκριάλ, και ως λειτουργία είχε το να προσφέρει δίοδο στον Τελ’αράν’ριοντ, ακόμα και σε κάποιον που δεν είχε το Ταλέντο, το οποίο μοιράζονταν η Εγκουέν και οι Αελίτισσες Ονειροβάτισσες. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να κοιμηθείς με το δαχτυλίδι κατάσαρκα. Αντίθετα από τα δύο τερ’ανγκριάλ που είχαν ανακτήσει από το Μαύρο Άτζα, δεν απαιτούσε να διαβιβάσεις. Ποιος να ήξερε άραγε, ίσως ακόμα κι ένας άνδρας να μπορούσε να το χρησιμοποιήσει.
Φορώντας μονάχα τη λινή καμιζόλα της, η Νυνάβε πέρασε το δαχτυλίδι στο δερμάτινο κορδόνι πλάι στο σφραγιδοφόρο δαχτυλίδι του Λαν και στο δικό της δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού και ύστερα ξάπλωσε σ’ ένα από τα κρεβάτια. Ζούληξε προσεκτικά τα δαχτυλίδια στην επιδερμίδα της και βόλεψε το κεφάλι στα μαξιλάρια.
«Υπάρχει χρόνος προτού πάνε η Εγκουέν και οι Σοφές;» ρώτησε η Ηλαίην. «Ποτέ δεν καταφέρνω να υπολογίσω τι ώρα είναι στην Ερημιά».
«Υπάρχει χρόνος, εκτός αν πάει νωρίς, που δεν πρόκειται. Οι Σοφές δεν της αφήνουν λάσκα τα λουριά. Μακροπρόθεσμα, θα της κάνει καλό. Ανέκαθεν ήταν ξεροκέφαλη». Η Νυνάβε άνοιξε τα μάτια, καρφώνοντάς την με το βλέμμα —αυτήν!― σαν να το εννοούσε και για κείνη.
«Θυμήσου να πεις στην Εγκουέν να πει στον Ραντ ότι τον σκέφτομαι». Δεν θα άφηνε την άλλη να ξεκινήσει καυγά. «Πες της να... του πει ότι τον αγαπώ, μόνο αυτόν». Να λοιπόν. Το είχε βγάλει από μέσα της.
Η Νυνάβε σήκωσε με ύφος το βλέμμα ψηλά, με μια άκρως προσβλητική έκφραση. «Αφού το επιθυμείς», είπε ξερά και κουλουριάστηκε στα μαξιλάρια.
Όταν η Νυνάβε άρχισε να ανασαίνει πιο αργά, η Ηλαίην έσπρωξε ένα κιβώτιο στην πόρτα και κάθισε εκεί πάνω να περιμένει. Πάντα σιχαινόταν την αναμονή. Αν σηκωνόταν να πάει στην κοινή αίθουσα, το σφάλμα θα ήταν της Νυνάβε. Ο Θομ μάλλον θα ήταν ακόμα εκεί και... Και τίποτα. Υποτίθεται πως ήταν ο αμαξάς της. Αναρωτήθηκε αν η Νυνάβε το είχε σκεφτεί αυτό προτού συμφωνήσει να είναι η υπηρέτρια. Μ’ ένα στεναγμό, έγειρε πίσω στην πόρτα. Στ’ αλήθεια σιχαινόταν να περιμένει.