21 Το Δώρο Μιας Λεπίδας

ο στρατόπεδο στήθηκε γρήγορα, στην αρχή του Περάσματος Τζανγκάι, αν και μακριά από το Τάιεν, και αγκάλιασε τους λόφους γύρω από τα μονοπάτια που οδηγούσαν εκεί, ανάμεσα στις διάσπαρτες βάτες, ακόμα και τις πλαγιές των βουνών. Όχι πως φαινόταν τίποτα εκτός απ’ ό,τι βρισκόταν μέσα στο πέρασμα· οι Αελίτικες σκηνές γίνονταν ένα με το βραχώδες έδαφος, τόσο πετυχημένα, που μπορεί να μην τις πρόσεχες, ακόμα κι όταν ήξερες τι έψαχνες και πού ήταν. Εκεί, στους λόφους, οι Αελίτες στρατοπέδευαν κατά φατρίες, μέσα στο ίδιο το πέρασμα όμως σχημάτισαν ομάδες κατά κοινωνία. Περισσότερες ήταν οι Κόρες, όμως και οι κοινωνίες των ανδρών έστειλαν αντιπροσώπους τους, πενήντα περίπου η καθεμία, απλώνοντας σκηνές ψηλά πάνω από τα ερείπια του Τάιεν, σε στρατόπεδα που είχαν μια κάποια απόσταση μεταξύ τους. Όλοι καταλάβαιναν ή νόμιζαν ότι καταλάβαιναν πως οι Κόρες κρατούσαν την τιμή του Ραντ, όμως όλες οι κοινωνίες ήθελαν να φυλάσσουν τον Καρ’α’κάρν.

Η Μουαραίν —και ο Λαν, φυσικά― πήγαν να τακτοποιήσουν τις άμαξες του Καντίρ, λίγο πιο κάτω από την πόλη· η Μουαραίν πρόσεχε το φορτίο τους όσο πρόσεχε και τον Ραντ. Οι οδηγοί μουρμούριζαν κι έβριζαν για τη μυρωδιά της πόλης κι απέστρεφαν το βλέμμα από τους Αελίτες, που κατέβαζαν τα πτώματα από τα τείχη, όμως, μετά τους μήνες που είχαν περάσει στην Ερημιά, φαινόταν να τους αρέσει που ήταν κοντά έστω και σε απομεινάρια πολιτισμού, όπως τα θεωρούσαν.

Οι γκαϊ’σάιν έστηναν τις σκηνές των Σοφών —της Άμυς και της Μπάιρ και της Μελαίν― χαμηλότερα από την πόλη, πάνω στο σβησμένο μονοπάτι που έβγαζε από τους λόφους. Ο Ραντ ήταν βέβαιος ότι θα έλεγαν πως είχαν διαλέξει το σημείο ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο από τον ίδιο όσο και από τις αναρίθμητες δεκάδες Σοφές πιο κάτω, αλλά δεν θεωρούσε σύμπτωση το γεγονός ότι όποιος ανηφόριζε το λόφο θα έπρεπε να περάσει ανάμεσά ή γύρω από τις σκηνές τους για να τον φτάσει. Ξαφνιάστηκε λίγο όταν είδε τη Μελαίν να δίνει οδηγίες στις λευκοντυμένες φιγούρες. Είχε παντρευτεί τον Μπάελ μόλις πριν από τρεις νύχτες σε μια τελετή, με την οποία είχε γίνει σύζυγός του και πρωταδελφή της άλλης συζύγου του, της Ντορίντα. Απ’ ό,τι φαινόταν, αυτό ήταν εξίσου σημαντικό με το γάμο· η Αβιέντα είχε σοκαριστεί βλέποντας τον Ραντ να απορεί, ή μπορεί να είχε θυμώσει.

Όταν η Εγκουέν έφτασε καβάλα στη γκρίζα φοράδα της με την Αβιέντα να κάθεται πίσω της, με τις φαρδιές τους φούστες ανεβασμένες πάνω από τα γόνατα, έμοιαζαν σαν ταιριαστό ζευγάρι, παρά τη διαφορά στο χρώμα και στο ύψος —η Αβιέντα μπορούσε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο της Εγκουέν χωρίς να τεντωθεί― όπως επίσης φορούσε η καθεμιά ένα φιλντισένιο βραχιόλι και ένα περιδέραιο. Το κατέβασμα των κρεμασμένων πτωμάτων ουσιαστικά μόλις είχε αρχίσει. Τα περισσότερα κοράκια κείτονταν νεκρά και δέσμες από μαύρα πούπουλα είχαν γεμίσει το έδαφος, ενώ τα υπόλοιπα είχαν φύγει, αλλά τα όρνια, μπουχτισμένα, δεν μπορούσαν να πετάξουν, και περπατούσαν μπατάροντας στις στάχτες μέσα από τα τείχη.

Ο Ραντ ευχήθηκε να μπορούσε να τις σώσει από το θέαμα, όμως, προς έκπληξή του, οι δύο γυναίκες δεν έτρεξαν να κάνουν εμετό. Δεν περίμενε βέβαια κάτι τέτοιο από την Αβιέντα· είχε αντικρίσει πολλές φορές το θάνατο, πολλές φορές τον είχε αντιμετωπίσει, και το πρόσωπό της έμεινε ατάραχο. Όμως δεν περίμενε τον οίκτο που έδειξε το βλέμμα της Εγκουέν, καθώς κοίταζε τα πρησμένα πτώματα που κατέβαζαν οι άλλοι.

Η Εγκουέν πλησίασε με τη Μιστ κι έγειρε για να τον πιάσει από το μπράτσο. «Λυπάμαι πολύ, Ραντ. Δεν υπήρχε τρόπος να το σταματήσεις».

«Το ξέρω», της είπε. Δεν ήξερε καν ότι υπήρχε πόλη εδώ μέχρι που το είχε αναφέρει τυχαία ο Ρούαρκ πριν από πέντε μέρες —στα συμβούλια με τους αρχηγούς συζητούσαν αν μπορούσαν να καλύψουν μεγαλύτερη απόσταση μέσα σε μια μέρα, ή τι θα έκανε ο Κουλάντιν όταν θα έβγαινε από το Τζανγκάι― και στο μεταξύ οι Σάιντο είχαν ξεμπερδέψει από δω και είχαν φύγει. Αρκετά είχε βρίσει τον εαυτό του τότε.

«Πάντως να το θυμάσαι. Δεν ήταν δικό σου το φταίξιμο». Ξεκίνησε με τη Μιστ, και προτού καν απομακρυνθεί, είχε αρχίσει να της μιλάει. «Χαίρομαι που το παίρνει τόσο καλά. Έχει τη συνήθεια να νιώθει ένοχος για πράγματα που δεν είναι στο χέρι του».

«Οι άνδρες πάντα πιστεύουν ότι όλα είναι στο χέρι τους», απάντησε η Αβιέντα. «Όταν δουν ότι δεν είναι έτσι, τότε νομίζουν ότι απέτυχαν, αντί να μάθουν την απλή αλήθεια που ήδη γνωρίζουν οι γυναίκες».

Η Εγκουέν χαχάνισε. «Αυτή είναι η απλή αλήθεια. Μόλις είδα αυτούς τους καημένους, φαντάστηκα ότι θα τον έβρισκα να κάνει κάπου εμετό».

«Τόσο ευαίσθητο στομάχι έχει; Θα...»

Οι φωνές τους χάθηκαν, καθώς η φοράδα προχωρούσε. Ο Ραντ ορθώθηκε στη σέλα, κοκκινίζοντας. Προσπαθούσε να κρυφακούσει τι έλεγαν· φερόταν σαν βλάκας. Η σκέψη όμως δεν τον εμπόδισε να στείλει μια άγρια ματιά στις πλάτες τους που απομακρύνονταν. Αναλάμβανε μόνο την ευθύνη που του αναλογούσε, έστω κι αν το έκρινε μόνος του. Μόνο για τα πράγματα για τα οποία μπορούσε να κάνει κάτι. Και για τα οποία θα έπρεπε να κάνει κάτι. Δεν του άρεσε να μιλούν γι’ αυτόν. Πίσω από την πλάτη του ή κάτω από τη μύτη του. Το Φως μόνο ήξερε τι έλεγαν.

Αφίππευσε και οδήγησε τον Τζήντ’εν ψάχνοντας για τον Ασμόντιαν, που περιπλανιόταν κάπου. Ύστερα από τόσες μέρες στη σέλα, ήταν ωραίο να περπατάς. Στο πέρασμα έστηναν ομάδες-ομάδες τις σκηνές· οι βουνοπλαγιές και οι γκρεμοί σχημάτιζαν φοβερά φυσικά εμπόδια, αλλά και πάλι οι Αελίτες παρατάσσονταν σαν να περίμεναν επίθεση και από κει. Είχε προσπαθήσει να περπατήσει μαζί με τους Αελίτες, αλλά έπειτα από μισή μέρα είχε ξανανέβει στο άλογο. Ακόμα κι έφιππος, με δυσκολία τους πρόφταινε· όταν έβαζαν τα δυνατά τους οι Αελίτες, ακόμα και τα άλογα κουράζονταν.

Κι ο Ματ είχε επίσης ξεπεζέψει και είχε γονατίσει με τα γκέμια στο ένα χέρι και το δόρυ με το μαύρο κοντάρι στο άλλο, κάθετα στα γόνατά του, κοιτώντας τις ανοιχτές πύλες, μελετώντας την πόλη και μουρμουρίζοντας, ενώ ο Πιπς μασουλούσε μια βάτο. Ο Ματ μελετούσε, δεν χάζευε απλώς. Από πού είχε έρθει το σχόλιο περί φρουρών; Ο Ματ τώρα πια έλεγε παράξενα πράγματα φορές-φορές, μετά την πρώτη επίσκεψή τους στο Ρουίντιαν. Ο Ραντ ευχόταν να είχε ο Ματ τη διάθεση να μιλήσει γι’ αυτό που του είχε συμβεί, όμως εκείνος ακόμα αρνιόταν ότι είχε γίνει οτιδήποτε, παρά το μενταγιόν με την ασημένια αλεπουδοκεφαλή, το δόρυ και την ουλή ολόγυρα στο λαιμό του. Η Μελίντρα, η Κόρη του Σάιντο, με την οποία είχε πιάσει φιλίες ο Ματ, ήταν πιο πέρα και τον παρακολουθούσε, ώσπου ήρθε η Σούλιν για να τη στείλει σε κάποιο θέλημα. Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν ο Ματ γνώριζε ότι οι Κόρες έβαζαν στοιχήματα για το αν η Μελίντρα θα εγκατέλειπε το δόρυ για χάρη του. Κι επίσης για το αν θα του μάθαινε να τραγουδά ― όμως είχαν γελάσει όταν ο Ραντ ρώτησε τι σήμαινε αυτό.

Ο ήχος της μουσικής τον βοήθησε να βρει τον Ασμόντιαν, που καθόταν μονάχος σε μια γρανιτένια προεξοχή με την άρπα στο γόνατο. Είχε χώσει τον ιστό του πορφυρού λάβαρου στο σκληρό έδαφος και είχε δέσει εκεί το μουλάρι. «Βλέπεις, Άρχοντα Δράκοντα», είπε κεφάτα, «ο σημαιοφόρος σου εκτελεί πιστά τα καθήκοντά του». Η φωνή και η έκφραση του άλλαξαν και είπε, «Αφού θες αυτό το πράγμα μαζί σου, γιατί δεν δίνεις να στο κουβαλά ο Ματ ή ο Λαν; Ή η Μουαραίν, γιατί όχι; Μετά χαράς θα κρατούσε το λάβαρό σου και θα σου γυάλιζε τις μπότες. Να την προσέχεις. Είναι πανούργα. Όταν μια γυναίκα λέει ότι θα σε υπακούει, με δική της πρωτοβουλία, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κοιμάσαι με το ένα μάτι ανοιχτό και να φυλάς τα νώτα σου».

«Το μεταφέρεις εσύ επειδή εσένα διάλεξα, αφέντη Τζέησιν Νατάελ». Ο Ασμόντιαν τινάχτηκε και κοίταξε ολόγυρα, αν και όλοι ήταν μακριά και απασχολημένοι με τις δουλειές τους, και δεν θα τους άκουγαν. Και πάντως μόνο αυτοί οι δύο θα καταλάβαιναν. «Τι ξέρεις για τα ερείπια κοντά στα χιόνια; Μάλλον προέρχονται από την Εποχή των Θρύλων».

Ο Ασμόντιαν ούτε καν σήκωσε το βλέμμα στο βουνό. «Αυτός ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ από εκείνον, στον οποίο... έπεσα να κοιμηθώ». Μιλούσε επιφυλακτικά, και ανατρίχιασε λιγάκι. «Ό,τι ξέρω γι’ αυτό που βρίσκεται εδώ, το έμαθα αφότου ξύπνησα». Ο θρήνος της «Προέλασης του Θανάτου» αναδυόταν από την άρπα του. «Θα μπορούσε να είναι ό,τι απέμεινε από την πόλη που γεννήθηκα. Η Σορέλ ήταν λιμάνι».

Ο ήλιος ήθελε άλλη μια ώρα μέχρι να τον κρύψει η Ραχοκοκαλιά του Κόσμου· τόσο κοντά στα ψηλά βουνά, η νύχτα έπεφτε νωρίς. «Είμαι πολύ κουρασμένος και δεν αντέχω άλλη μια συζήτηση απόψε». Έτσι έλεγαν δημοσίως τα μαθήματα του Ασμόντιαν, ακόμα κι όταν δεν ήταν κανείς κοντά τους. Από τη μια ήταν η εξάσκηση που έκανε με τον Λαν ή με τον Ρούαρκ, από την άλλη τα μαθήματα αυτά, κι έτσι του έμενε ελάχιστος χρόνος για ύπνο από τότε που είχαν φύγει από το Ρουίντιαν. «Πήγαινε στη σκηνή σου όταν είσαι έτοιμος, και θα σε δω το πρωί. Με το λάβαρο». Δεν υπήρχε κανείς άλλος για να το κουβαλά το άτιμο. Ίσως έβρισκε κάποιον στην Καιρχίν.

Καθώς γυρνούσε να φύγει, ο Ασμόντιαν γρατσούνισε κάτι κακόφωνο και είπε, «Δεν θα υφάνεις πυρωμένα δίχτυα γύρω από τη σκηνή μου απόψε; Με εμπιστεύεσαι τελικά;»

Ο Ραντ κοίταξε πάνω από τον ώμο του. «Σε εμπιστεύομαι σαν αδελφό. Ως τη μέρα που θα με προδώσεις. Σου έχω δώσει αναστολή για τις πράξεις σου με αντάλλαγμα τη διδασκαλία σου, παρ’ όλο που δεν αξίζεις τέτοια ευνοϊκή μεταχείριση, αλλά, αν τα βάλεις μαζί μου, θα τα ξεχάσω όλα και θα σε λιώσω». Ο Ασμόντιαν άνοιξε το στόμα, ο Ραντ όμως τον πρόλαβε. «Εγώ μιλάω, Νατάελ. Ο Ραντ αλ’Θόρ. Στους Δύο Ποταμούς δεν μας αρέσουν όσοι πάνε να μας τη φέρουν πισώπλατα».

Ενοχλημένος, τράβηξε τα γκέμια του σταχτιού αλόγου του κι έφυγε, προτού μπορέσει ο άλλος να πει τίποτα. Δεν ήξερε αν ο Ασμόντιαν είχε την υπόνοια ότι ένας νεκρός προσπαθούσε να τον καταλάβει, αλλά δεν έπρεπε να του δημιουργεί υποψίες. Ο Ασμόντιαν ήταν σίγουρος ότι όλα αυτά ήταν μάταια· αν του έμπαιναν ιδέες ότι ο Ραντ δεν είχε τον πλήρη έλεγχο του μυαλού του, ότι ίσως τρελαινόταν, τότε ο Αποδιωγμένος θα τον εγκατέλειπε την ίδια στιγμή, και ο Ραντ είχε πολλά να μάθει ακόμα.

Οι λευκοντυμένοι γκαϊ’σάιν έστηναν τη σκηνή του υπό την επίβλεψη της Αβιέντα, πιο μέσα από το στόμιο του περάσματος, με το πελώριο σκαλισμένο φίδι να ορθώνεται από πάνω. Οι γκαϊ’σάιν είχαν τις δικές τους σκηνές, τις οποίες όμως θα έφτιαχναν τελευταίες. Η Αντελίν και καμιά δωδεκαριά Κόρες κάθονταν οκλαδόν εκεί κοντά, παρακολουθώντας, έτοιμες να φυλάξουν τον ύπνο του. Παρ’ όλο που κάθε βράδυ στρατοπέδευαν γύρω του χίλιες Κόρες, πάλι έβαζαν σκοπιά στη σκηνή του.

Προτού πλησιάσει, άπλωσε μέσα από το ανγκριάλ στην τσέπη του σακακιού του για να αγκαλιάσει το σαϊντίν. Φυσικά, δεν χρειαζόταν να αγγίξει το ειδώλιο του χοντρού ανθρωπάκου που έφερε σπαθί. Τον γέμισαν ανάμικτες η ρυπαρότητα και η γλύκα, εκείνο το λυσσασμένο ποτάμι της φωτιάς, εκείνη η συντριπτική κατολίσθηση του πάγου. Διαβιβάζοντας, όπως έκανε κάθε νύχτα φεύγοντας από το Ρουίντιαν, έστησε ξόρκια φύλαξης γύρω απ’ ολόκληρο το στρατόπεδο, όχι μόνο για ό,τι βρισκόταν στο πέρασμα, αλλά και σ’ όλες τις σκηνές στους λόφους παρακάτω, και στις πλαγιές του βουνού. Για να ρίξει ξόρκια τόσο μεγάλα χρειαζόταν βοήθεια από το ανγκριάλ, λίγη όμως. Πριν, νόμιζε πως ήταν δυνατός, με τα μαθήματα όμως του Ασμόντιαν είχε γίνει ακόμα δυνατότερος. Οι άνθρωποι και τα ζώα που θα διάβαιναν τη γραμμή εκείνη των ξορκιών της φύλαξης, δεν θα πρόσεχαν τίποτα, όμως, αν την άγγιζε Σκιογέννητος, θα ηχούσε προειδοποίηση που θα την άκουγαν οι πάντες στις σκηνές. Αν είχε κάνει το ίδιο στο Ρουίντιαν, τα Σκοτεινόσκυλα δεν θα είχαν μπει χωρίς να τα αντιληφθεί.

Όσο για ανθρώπινους εχθρούς, θα ’πρεπε να φυλάξουν σκοπιά οι Αελίτες. Η φύλαξη ήταν λεπτά μα πολύπλοκα υφαντά, και, αν τα έβαζε να κάνουν πολλά πράγματα μαζί, ίσως γίνονταν άχρηστα. Θα μπορούσε αυτό το συγκεκριμένο να το κάνει έτσι που να σκοτώνει Σκιογέννητους αντί απλώς να προειδοποιεί, όμως θα ήταν σαν φάρος για όλους τους άνδρες Αποδιωγμένους, που ίσως έψαχναν, και για τους Μυρντράαλ επίσης. Δεν χρειαζόταν να προσελκύσει τους εχθρούς του, αφού μπορεί να μην ήξεραν πού βρισκόταν. Λυτό εδώ δεν θα το καταλάβαινε ακόμα κι ένας Αποδιωγμένος, παρά μόνο αν ήταν κοντά του, και όσο για τους Μυρντράαλ, αυτοί θα το καταλάβαιναν μόνο όταν θα ήταν πολύ αργά.

Το ότι άφηνε το σαϊντίν ήταν σαν άσκηση για τον αυτοέλεγχό του, παρά τη ρυπαρότητα του μολύσματος, παρά το ότι η Δύναμη προσπαθούσε να τον γδάρει, όπως η άμμος γδέρνει την κοίτη του ποταμού, να τον αφανίσει. Έπλεε στην πελώρια αδειανοσύνη του Κενού, αλλά ένιωθε τον αέρα να χαϊδεύει κάθε τρίχα του κεφαλιού του, έβλεπε τον τρόπο που ήταν υφασμένες οι ρόμπες των γκαϊ’σάιν, μύριζε το ζεστό άρωμα της Αβιέντα. Ήθελε κι άλλο. Όμως, μύριζε επίσης και τις στάχτες του Τάιεν, μύριζε τους νεκρούς που είχαν καεί, τη σαπίλα των άλλων που θα καίγονταν, ακόμα και τη σαπίλα όσων ήταν ήδη θαμμένοι και το ξερό χώμα των τάφων τους. Αυτό τον βοήθησε. Για λίγο, αφότου το σαϊντίν είχε χαθεί, παρέμεινε εκεί και μόνο ρουφούσε βαθιές ανάσες από τον καυτό, δριμύ αέρα· σε σύγκριση με πριν, η οσμή του θανάτου έμοιαζε να έχει χαθεί, και ο αέρας έμοιαζε αγνός και υπέροχος.

«Κοίτα τι ήταν εδώ πριν από μας», είπε η Αβιέντα, καθώς ο Ραντ άφηνε μια λευκοντυμένη γυναίκα με ταπεινή έκφραση να πάρει τον Τζήντ’εν. Ύψωσε ένα καφέ φίδι, πεθαμένο, που ήταν χοντρό σαν τον πήχη του και μακρύ περίπου τρία βήματα. Το αιματόφιδο έπαιρνε το όνομά του από το αποτέλεσμα που είχε η δαγκωματιά του· μέσα σε λίγα λεπτά, μετέτρεπε το αίμα σε μια πηχτή σούπα. Αν ο Ραντ δεν έκανε λάθος, η εύστοχη λαβωματιά πίσω από το κεφάλι του φιδιού προερχόταν από το μαχαίρι που είχε η Αβιέντα στη ζώνη της. Η Αντελίν και οι άλλες την κοίταζαν επιδοκιμαστικά.

«Στάθηκες να σκεφτείς έστω και μια στιγμή ότι μπορεί να σε δάγκωνε;» της είπε αυτός. «Σκέφτηκες να χρησιμοποιήσεις τη Δύναμη αντί για ένα παλιομάχαιρο; Γιατί δεν το φίλησες πρώτα; Σίγουρα ήσουν κοντά του».

Εκείνη ορθώθηκε και τα μεγάλα πράσινα μάτια της προμήνυαν την παγωνιά της νύχτας. «Οι Σοφές λένε ότι δεν είναι καλό να χρησιμοποιεί κανείς πολύ συχνά τη Δύναμη». Τα λόγια που έβγαιναν κοφτά ήταν ψυχρά σαν το βλέμμα της. «Λένε ότι υπάρχει η πιθανότητα να αντλήσει κάποιος πολλή και να κάνει κακό στον εαυτό του». Σμίγοντας ελαφρώς τα φρύδια, πρόσθεσε, απευθυνόμενη κυρίως στον εαυτό της, «Αν και δεν έχω φτάσει ακόμα στα όρια της Δύναμης που μπορώ να χειριστώ. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό».

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι και χώθηκε στη σκηνή του. Η γυναίκα δεν ήθελε να ακούσει τη φωνή της λογικής.

Μόλις είχε βολευτεί σε ένα μεταξωτό μαξιλαράκι κοντά στην εστία που δεν ήταν ακόμα αναμμένη, όταν εκείνη τον ακολούθησε. Ευτυχώς τώρα δεν είχε το αιματόφιδο, αλλά κρατούσε με άκρα προσοχή κάτι που ήταν τυλιγμένο με μια γκρίζα ριγέ κουβέρτα πολλές φορές διπλωμένη. «Ανησυχούσες για μένα», του είπε με ουδέτερη φωνή. Το πρόσωπό της δεν έδειχνε την παραμικρή έκφραση.

«Όχι βέβαια», της είπε ψέματα. Χαζή γυναίκα. Θα σκοτωθεί επειδή δεν έχει το νου της όταν χρειάζεται. «Θα ανησυχούσα για οποιονδήποτε. Δεν θέλω κανέναν να τον δαγκώσει αιματόφιδο».

Αυτή τον κοίταξε με αμφιβολία για μια στιγμή, και μετά ένευσε κοφτά. «Ωραία. Αρκεί να μην σου μπαίνουν ιδέες για μένα». Του πέταξε το δεματάκι στα πόδια, κάθισε στις φτέρνες στην άλλη μεριά της εστίας απέναντι του. «Δεν δέχθηκες ότι η πόρπη θα ξεπλήρωνε το χρέος μεταξύ μας...»

«Αβιέντα, δεν υπάρχει χρέος». Νόμιζε ότι η Αβιέντα το είχε ξεχάσει. Αυτή συνέχισε σαν να μην είχε ανοίξει το στόμα του.

«...όμως ίσως τώρα να ξεπληρωθεί».

Αυτός αναστέναξε και ξεδίπλωσε τη ριγέ κουβέρτα —επιφυλακτικά, αφού η Αβιέντα την κρατούσε με περισσότερη προσοχή απ’ όσο το φίδι· το φίδι το κρατούσε σαν να ’ταν ένα κομμάτι ύφασμα― και άφησε μια κοφτή κραυγή. Μέσα βρισκόταν ένα σπαθί. Το θηκάρι του ήταν στολισμένο με τόσα ρουμπίνια και φεγγαρόσταλες, ώστε με δυσκολία διέκρινε το χρυσάφι, εκτός από το σημείο όπου υπήρχε ένθετος ένας ανατέλλων ήλιος με πολλές ακτίνες. Η φιλντισένια λαβή, αρκετά μεγάλη για δυο χέρια, είχε άλλον ένα ένθετο ανατέλλοντα ήλιο από χρυσάφι· το σφαίρωμα της λαβής ήταν γεμάτο ρουμπίνια και φεγγαρόσταλες, ενώ άλλα πετράδια σχημάτιζαν μια συμπαγή μάζα στα προστατευτικά καλύμματα της λαβής. Δεν είχε φτιαχτεί για να χρησιμοποιείται, αλλά μόνο για να το βλέπουν. Για να το χαζεύουν.

«Αυτό πρέπει να στοίχισε... Αβιέντα, πού βρήκες να το πληρώσεις;»

«Δεν στοίχισε πολύ», είπε εκείνη, τόσο επιφυλακτικά, που ήταν σαν να ’λεγε ξεκάθαρα ότι ήταν ψέμα.

«Σπαθί. Πού βρήκες σπαθί; Πού βρέθηκε Αελίτης με σπαθί; Μη μου πεις ότι ο Καντίρ είχε κρυμμένο κάτι τέτοιο στις άμαξες του».

«Το κουβάλησα μέσα σε μια κουβέρτα». Τώρα φαινόταν ακόμα πιο νευρική απ’ όσο πριν που μιλούσε για το κόστος. «Ακόμα και η Μπάιρ είπε ότι έτσι δεν πειράζει, αρκεί να μην το αγγίξω». Σήκωσε αμήχανα τους ώμους, έσιαξε και ξανάσιαξε το επώμιο της. «Ήταν το σπαθί του δεδροφονιά. Του Λάμαν. Το είχαν σκυλέψει από το πτώμα του ως απόδειξη πως ήταν νεκρός, επειδή δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν για τόση απόσταση το κεφάλι του. Έκτοτε, περνά από χέρι σε χέρι, σε νεαρούς άνδρες ή σε ανόητες Κόρες που ήθελαν να κατέχουν την απόδειξη του θανάτου του. Όποιος το είχε όμως άρχιζε να σκέφτεται τι ήταν και σύντομα το πουλούσε σε κάποιον άλλον ανόητο. Η τιμή έχει πέσει πολύ από τότε που πουλήθηκε για πρώτη φορά. Κανένας Αελίτης δεν θέλει να το αγγίξει, ούτε καν για να αφαιρέσει τα πετράδια».

«Ε, είναι πανέμορφο», είπε μ’ όση περισσότερη λεπτότητα μπορούσε. Μόνο ένας φαντασμένος θα έφερε κάτι τόσο φανταχτερό. Η φιλντισένια λαβή θα στριφογύριζε στο χέρι σου από τον ιδρώτα ή το αίμα. «Αλλά δεν μπορώ να το...» Τα λόγια του έσβησαν, καθώς, από συνήθεια, γύμνωνε μερικούς πόντους της λεπίδας, για να εξετάσει την κόψη της. Στο αστραφτερό ατσάλι υπήρχε χαραγμένος ένας ερωδιός, σύμβολο αρχιξιφομάχου. Κι ο ίδιος κάποτε έφερε σπαθί σημαδεμένο με τον ίδιο τρόπο. Ξαφνικά, ένιωσε απολύτως σίγουρος ότι η λεπίδα αυτή ήταν ίδια με εκείνη, ίδια με τη σημαδεμένη με το κοράκι λεπίδα στο δόρυ του Ματ, μέταλλο φτιαγμένο με τη Δύναμη, που δεν θα έσπαζε ποτέ και δεν θα χρειαζόταν ποτέ ακόνισμα. Τα σπαθιά των περισσότερων αρχιξιφομάχων ήταν μόνο αντίγραφα αυτών. Ο Λαν θα το επιβεβαίωνε, αλλά μέσα του ήταν ήδη σίγουρος.

Τράβηξε το θηκάρι και έγειρε πάνω από την εστία για να το ακουμπήσει μπροστά της. «Θα πάρω τη λεπίδα για να ξεπληρωθεί το χρέος, Αβιέντα». Ήταν μακριά και ελαφρώς κυρτή, με μία κόψη. «Μόνο τη λεπίδα. Μπορείς να πάρεις και τη λαβή». Θα έβαζε να του φτιάξουν καινούρια λαβή και θηκάρι στην Καιρχίν. Ίσως να υπήρχε κάποιος καλός σιδεράς ανάμεσα στους επιζώντες του Τάιεν.

Εκείνη κοίταξε με τα μάτια διάπλατα το θηκάρι και ύστερα αυτόν και μετά πάλι το θηκάρι, με το στόμα ανοιχτό, και ο Ραντ για πρώτη φορά την έβλεπε αποσβολωμένη. «Μα αυτά τα πετράδια αξίζουν περισσότερο, πολύ περισσότερο απ’ όσα έδ― Θες να σου ξαναέχω χρέος, Ραντ αλ’Θόρ;»

«Όχι βέβαια». Αν αυτή η λεπίδα ήταν άθικτη και δεν είχε χάσει τη γυαλάδα της ύστερα από είκοσι χρόνια στο θηκάρι, πρέπει να ήταν αυτό που είχε κατά νου ο Ραντ. «Δεν δέχθηκα το θηκάρι, άρα είναι ακόμα δικό σου». Πέταξε ένα μεταξωτό μαξιλαράκι στον αέρα κι έκανε την καθιστή παραλλαγή της κίνησης που λεγόταν Αεράκι που Δυναμώνει· Μια βροχή πούπουλα έπεσε, καθώς η λεπίδα το έκοβε απ’ άκρη σ’ άκρη. «Και δεν δέχομαι ούτε τη λαβή, επομένως είναι κι αυτή δική σου. Αν έβγαλες κέρδος, οφείλεται μόνο σε σένα».

Αντί να δείξει χαρά για την καλή της τύχη —ο Ραντ υποπτευόταν ότι η Αβιέντα είχε δώσει ό,τι είχε και δεν είχε για το σπαθί, και σε αντάλλαγμα είχε βγάλει τα εκατονταπλάσια μονάχα από το θηκάρι― και αντί να τον ευχαριστήσει, εκείνη αγριοκοίταξε τα πούπουλα με αγανακτισμένο ύφος, σαν νοικοκυρά των Δύο Ποταμών που βλέπει να της λερώνουν το πάτωμα. Χτύπησε παλαμάκια με μουδιασμένο ύφος κι εμφανίστηκε μια γκαϊ’σάιν, που έπεσε αμέσως στα γόνατα για να καθαρίσει το χάλι.

«Είναι η δική μου σκηνή», είπε αυτός με νόημα. Η Αβιέντα τον κοίταξε και ξεφύσησε, μιμούμενη τέλεια την Εγκουέν. Αυτές οι δύο έκαναν περισσότερη παρέα μεταξύ τους απ’ όσο έπρεπε.

Το δείπνο, που έφτασε όταν σουρούπωσε για τα καλά, ήταν το συνηθισμένο άζυμο ψωμί και ένα πικάντικο βραστό από ξεραμένες πιπεριές και φασόλια με κομμάτια σχεδόν κατάλευκου κρέατος. Ο Ραντ απλώς της χαμογέλασε πλατιά, όταν η Αβιέντα του είπε ότι το κρέας ήταν από το αιματόφιδο· είχε φάει και φίδια και χειρότερα πράγματα από τότε που είχε έρθει στην Ερημιά. Το χειρότερο κατά τη γνώμη του ήταν το γκάρα, η δηλητηριώδης σαύρα· όχι για τη γεύση, που έμοιαζε αρκετά με κοτόπουλο, αλλά επειδή ήταν σαύρα. Μερικές φορές σκεφτόταν ότι η Ερημιά είχε περισσότερα φαρμακερά πλάσματα —φίδια, σαύρες, αράχνες, φυτά― απ’ όλο τον υπόλοιπο κόσμο μαζί.

Η Αβιέντα φάνηκε να απογοητεύεται που ο Ραντ δεν έφτυσε το βραστό αηδιασμένος, αν και μερικές φορές ήταν δύσκολο να πει κανείς τι σκεφτόταν. Μερικές φορές, έδειχνε ότι της άρεσε πολύ να τον φέρνει σε δύσκολη θέση. Αν ο Ραντ προσπαθούσε να υποκριθεί ότι ήταν Αελίτης, θα πίστευε ότι η Αβιέντα προσπαθούσε να αποδείξει ότι δεν ήταν.

Κουρασμένος και αποζητώντας τον ύπνο, έβγαλε μονάχα το σακάκι και τις μπότες του προτού χωθεί στις κουβέρτες και γυρίσει την πλάτη στην Αβιέντα. Οι άνδρες και οι γυναίκες του Άελ έκαναν ατμόλουτρο μαζί, όμως ο λίγος καιρός που είχε περάσει στο Σίναρ, όπου έκαναν περίπου το ίδιο, τον είχε πείσει ότι δεν του ταίριαζαν αυτά, μιας και κοκκίνιζε τόσο που σχεδόν προτιμούσε να πέθαινε. Προσπάθησε να μην δώσει σημασία στο θρόισμα των ρούχων της, καθώς αυτή ξεντυνόταν κάτω από τις κουβέρτες της. Τουλάχιστον η Αβιέντα ένιωθε κάποια αιδημοσύνη, όμως ο Ραντ συνέχισε να έχει γυρισμένη την πλάτη, για κάθε ενδεχόμενο.

Η Αβιέντα ισχυριζόταν ότι έπρεπε να κοιμάται κοντά του για να συνεχίσει ο Ραντ τα μαθήματα των Αελίτικων τρόπων και εθίμων, εφόσον περνούσε τις μέρες του με τους αρχηγούς. Και οι δύο ήξεραν ότι αυτό ήταν ψέμα, αν και ο Ραντ δεν μπορούσε να φανταστεί τι έλπιζαν να μάθουν οι Σοφές μ’ αυτόν τον τρόπο. Η Αβιέντα άφησε μερικά γρυλίσματα, καθώς πάσχιζε να βολέψει κάτι, και μουρμούριζε μόνη της.

Για να καλύψει τους ήχους και να μην σκέφτεται τι μπορεί να σήμαιναν, ο Ραντ είπε, «Ο γάμος της Μελαίν ήταν εντυπωσιακός. Στ’ αλήθεια ο Μπάελ δεν ήξερε τίποτα προτού του το πουν η Μελαίν και η Ντορίντα;»

«Φυσικά», αποκρίθηκε εκείνη με χλευασμό, κάνοντας μια παύση για να βγάλει κάτι, που του Ραντ του φάνηκε πως ήταν η κάλτσα της. «Γιατί να ξέρει προτού του αφήσει η Μελαίν το γαμήλιο στεφάνι στα πόδια και τον ζητήσει σε γάμο;» Ξαφνικά, γέλασε, «Η Μελαίν ζαλίστηκε και ζάλισε και την Ντορίντα μέχρι να βρούνε μπουμπούκια σεγκάντε για το στεφάνι. Λίγα φυτρώνουν τόσο κοντά στο Δρακότειχος».

«Αυτό σημαίνει κάτι ιδιαίτερο; Τα μπουμπούκια σεγκάντε;» Τέτοια της είχε στείλει, λουλούδια που η Αβιέντα δεν είχε παραδεχθεί ποτέ πως τα είχε λάβει.

«Ότι είναι νευρικός χαρακτήρας και δεν έχει σκοπό να αλλάξει». Αλλη μια παύση, που την τόνιζαν κάποια μουρμουρητά. «Αν είχε χρησιμοποιήσει φύλλα ή άνθη γλυκόριζας, τότε θα έλεγε ότι είχε γλυκιά φύση. Οι πρωινές δροσοσταλίδες θα σήμαιναν ότι είναι υποτακτική, και... Είναι τόσα, που δεν μπορώ να τα πω. Θα ’κανα μέρες για να σου διδάξω όλους τους συνδυασμούς, και δεν χρειάζεται να τους ξέρεις. Δεν θα παντρευτείς Αελίτισσα. Ανήκεις στην Ηλαίην».

Αυτός παραλίγο θα γυρνούσε να την κοιτάξει στο άκουσμα της λέξης «υποτακτική». Δεν μπορούσε να φανταστεί πιο αταίριαστη λέξη για να περιγράψει κανείς μια Αελίτισσα. Μάλλον σημαίνει ότι σε προειδοποιεί προτού σε μαχαιρώσει.

Στο τέλος η φωνή της είχε ηχήσει κάπως πνιχτή. Ο Ραντ κατάλαβε ότι η Αβιέντα περνούσε τη μπλούζα πάνω από το κεφάλι της. Ευχήθηκε να ήταν σβησμένες οι λάμπες. Μπα, θα ήταν χειρότερα έτσι. Αλλά, βέβαια, αυτή η κατάσταση επαναλαμβανόταν κάθε νύχτα μετά το Ρουίντιαν, και κάθε νύχτα ήταν χειρότερα. Έπρεπε να δώσει ένα τέλος. Αυτή η γυναίκα από δω και πέρα θα έπρεπε να κοιμάται με τις Σοφές, όπου ήταν η θέση της· θα έβρισκε τρόπο να μάθει αυτά που θα του δίδασκε. Εδώ και δεκαπέντε νύχτες σκεφτόταν ακριβώς το ίδιο πράγμα.

Προσπάθησε να διώξει τις εικόνες από το μυαλό του και είπε, «Εκεί, προς το τέλος. Όταν έδωσαν τους όρκους». Αμέσως μόλις οι Σοφές είχαν πει τις ευλογίες τους, εκατό εξ αίματος συγγενείς της Μελαίν είχαν ορμήξει να την περικυκλώσουν, κρατώντας όλοι τα δόρατά τους. Εκατό συγγενείς του Μπάελ είχαν μαζευτεί κοντά του και ο Μπάελ είχε ανοίξει δρόμο πολεμώντας για να την πλησιάσει. Φυσικά, κανείς δεν φορούσε το πέπλο —ήταν μέρος του εθίμου― αλλά και οι δύο πλευρές είχαν χύσει αίμα. «Πριν από λίγα λεπτά, η Μελαίν ορκιζόταν ότι τον αγαπά, αλλά όταν εκείνος την έφτασε, τον πολέμησε σαν παγιδευμένη ραχόγατα». Κατά τη γνώμη του Ραντ, αν η Ντορίντα δεν της είχε καταφέρει ένα χτύπημα στα πλευρά, ο Μπάελ δεν θα κατάφερνε να την ανεβάσει στον ώμο του και να την πάρει. «Ακόμα έχει το χωλό βάδισμα και το μαύρο μάτι που του χάρισε».

«Θα ’πρεπε να φανεί αδύναμη;» είπε νυσταγμένα η Αβιέντα. «Έπρεπε να μάθει ο Μπάελ τι αξίζει η Μελαίν. Δεν ήταν μπιχλιμπίδι να το βάλει στο πουγκί του». Χασμουρήθηκε, και ο Ραντ την άκουσε να κουκουλώνεται με τις κουβέρτες της.

«Τι σημαίνει “μαθαίνω έναν άνδρα να τραγουδά”;» Οι άνδρες Αελίτες έπαυαν να τραγουδούν όταν πια μεγάλωναν αρκετά για να πάρουν το δόρυ, με εξαίρεση άσματα μάχης και θρήνους για τους νεκρούς.

«Σκέφτεσαι τον Ματ Κώθον;» Αφησε ένα χαχανητό. «Μερικές φορές ένας άνδρας μπορεί να εγκαταλείψει το δόρυ για μια Κόρη».

«Από το μυαλό σου τα βγάζεις αυτά. Ποτέ δεν άκουσα τέτοιο πράγμα».

«Δεν σημαίνει ακριβώς ότι εγκαταλείπει το δόρυ». Η φωνή της ήταν πνιχτή, κουρασμένη. «Μερικές φορές ένας άνδρας επιθυμεί τόσο πολύ μια Κόρη, η οποία δεν εγκαταλείπει το δόρυ γι’ αυτόν, που κανονίζει, ώστε να γίνει γκαϊ’σάιν της. Είναι ανόητος φυσικά. Καμία Κόρη δεν θα κοίταζε έναν γκαϊ’σάιν με τον τρόπο που θα έλπιζε αυτός. Τον βάζουν να δουλεύει σκληρά και δεν τον αφήνουν να ξεχάσει τη θέση του, και το πρώτο πράγμα που κάνουν είναι ότι τον μαθαίνουν να τραγουδά, για να διασκεδάζει τις δοραταδελφές όταν τρώνε. “Θα τον μάθει να τραγουδά”. Αυτό λένε οι Κόρες όταν ένας άνδρας γελοιοποιείται για μια δοραταδελφή». Πολύ παράξενος λαός.

«Αβιέντα;» Είχε πει ότι δεν θα την ξαναρωτούσε. Ο Λαν είχε πει ότι ήταν Καντορινή δουλειά, ένα μοτίβο που ονομαζόταν χιονονιφάδες. Μάλλον λάφυρο από κάποια επιδρομή στο βορρά. «Ποιος σου έδωσε αυτό το περιδέραιο;»

«Ένα φιλικό χέρι, Ραντ αλ’Θόρ. Κάναμε πολύ δρόμο σήμερα και αύριο θα μας βάλεις να ξεκινήσουμε νωρίς. Κοιμήσου καλά και ξύπνα, Ραντ αλ’Θόρ». Μόνο ένας Αελίτης θα σου ευχόταν καληνύχτα εκφράζοντας την ελπίδα να μην πεθάνεις στον ύπνο σου.

Ο Ραντ έστησε το πολύ μικρότερο αλλά και πολυπλοκότερο ξόρκι φύλαξης στα όνειρά του και, διαβιβάζοντας, έσβησε τις λάμπες και προσπάθησε να κοιμηθεί. Ένα φιλικό χέρι. Οι Ρέυν έρχονταν από το βορρά. Όμως η Αβιέντα είχε το περιδέραιο ήδη από το Ρουίντιαν. Τι τον ένοιαζε αυτόν; Η αργή ανάσα της Αβιέντα έμοιαζε ν’ αντηχεί δυνατά στ’ αυτιά του, ώσπου αποκοιμήθηκε, και τότε είδε ένα μπερδεμένο όνειρο, στο οποίο η Μιν και η Ηλαίην τον βοηθούσαν να ρίξει πάνω από τον ώμο του την Αβιέντα, η οποία φορούσε μονάχα εκείνο το περιδέραιο, ενώ τον χτυπούσε στο κεφάλι με ένα στεφάνι από μπουμπούκια σεγκάντε.

Загрузка...