22 Κελαηδίσματα στη Νύχτα

Ο Ματ, ξαπλωμένος μπρούμυτα στις κουβέρτες του με τα μάτια κλειστά, απολάμβανε την αίσθηση των χεριών της Μελίντρα, καθώς οι αντίχειρές της πίεζαν και κατηφόριζαν τη ραχοκοκαλιά του. Δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο από ένα μασάζ ύστερα από μια ατέλειωτη μέρα στη σέλα, Ή μάλλον υπήρχαν κάποια πράγματα, αλλά εκείνη τη στιγμή του αρκούσαν οι αντίχειρες της.

«Για τόσο κοντός, έχεις καλούς μυς, Μάτριμ Κώθον».

Άνοιξε ένα μάτι και έστριψε να την κοιτάξει, εκεί που καθόταν ιππαστί στους γλουτούς του. Η Μελίντρα είχε δυναμώσει τη φωτιά, τόσο που οι φλόγες πετιόνταν ως ψηλά, και ο ιδρώτας κυλούσε στο κορμί της. Τα χρυσά μαλλιά της, κοντοκουρεμένα, με εξαίρεση την Αελίτικη φούντα στη ρίζα του σβέρκου της, κολλούσαν στο κεφάλι της. «Αν είμαι τόσο κοντός, τότε μπορείς να βρεις άλλον».

«Δεν είσαι κοντός για το δικό μου γούστο», γέλασε εκείνη, ανακατεύοντάς του τα μαλλιά. Ήταν μακρύτερα από τα δικά της. «Κι είσαι χαριτωμένος. Χαλάρωσε. Αδικα πάει, αν σφίγγεσαι».

Αυτός γρύλισε και ξανάκλεισε τα μάτια. Χαριτωμένος; Φως μου! Και κοντός. Μονάχα οι Αελίτες θα τον έλεγαν κοντό. Σε κάθε άλλη χώρα που είχε βρεθεί, ήταν ψηλότερος από τους περισσότερους, αν και όχι πάντα με μεγάλη διαφορά. Ήταν ψηλότερος από τον Ραντ, τότε που είχε εκστρατεύσει κατά του Άρτουρ του Γερακόφτερου. Κι ήταν μια παλάμη κοντύτερος απ’ όσο ήταν τώρα, όταν είχε πολεμήσει στο πλευρό του Μετσίνε εναντίον των Ελγκάρι. Είχε μιλήσει στον Λαν, προφασιζόμενος ότι είχε ακούσει τυχαία μερικά ονόματα· ο Πρόμαχος είπε ότι ο Μετσίνε ήταν βασιλιάς της Έχαρον, ενός από τα Δέκα Έθνη —αυτό το ήξερε ήδη― τετρακόσια ή πεντακόσια χρόνια πριν από τους Πολέμους των Τρόλοκ. Ο Λαν αμφέβαλλε αν θα ήξεραν περισσότερα, ακόμα και στο Καφέ Άτζα· πολλά είχαν χαθεί στους Πολέμους των Τρόλοκ και πολύ περισσότερα στον Εκατονταετή Πόλεμο. Αυτές ήταν οι πιο παλιές και οι πιο πρόσφατες αναμνήσεις που του είχαν φυτέψει στο κρανίο. Τίποτα μετά τον Αρτουρ Πέντραγκ Τανρήαλ, και τίποτα πριν από τον Μετσίνε της Έχαρον.

«Κρυώνεις;» είπε η Μελίντρα, μην μπορώντας να το πιστέψει, «Ανατρίχιασες». Κατέβηκε από πάνω του και την άκουσε να βάζει ξύλα στη φωτιά· εδώ υπήρχαν αρκετοί θάμνοι για κάψιμο. Του χαστούκισε δυνατά τον πισινό, καθώς ξανανέβαινε πάνω του, μουρμουρίζοντας, «Ωραίοι μύες».

«Αν συνεχίσεις έτσι», μουρμούρισε αυτός, «θα πιστέψω ότι σκοπεύεις να με σουβλίσεις για το δείπνο, σαν Τρόλοκ». Όχι ότι δεν του άρεσε η Μελίντρα —αρκεί να μην τόνιζε ότι ήταν ψηλότερή του― όμως η κατάσταση τού προκαλούσε αμηχανία.

«Δεν έχει σούβλα για σένα, Μάτριμ Κώθον». Οι αντίχειρές της καρφώθηκαν σκληρά στον ώμο του. «Αυτό είναι. Χαλάρωσε».

Ο Ματ υπέθετε ότι θα παντρευόταν κάποτε, θα καταστάλαζε. Έτσι πήγαιναν τα πράγματα. Μια γυναίκα, ένα σπίτι, μια οικογένεια. Δενόσουν σ’ ένα μέρος για όλη σου τη ζωή. Δεν άκουσα ποτέ νοικοκυρά να της αρέσει που ο άνδρας της πίνει ή στοιχηματίζει. Υπήρχε και το άλλο που είχαν πει εκείνοι οι τύποι στην άλλη πλευρά της πόρτας-τερ’ανγκριάλ. Ότι η μοίρα του ήταν να «παντρευτεί την Κόρη των Εννέα Φεγγαριών». Φαντάζομαι ότι ο άνδρας πρέπει κάποια στιγμή να παντρευτεί. Αλλά δεν σκόπευε να πάρει Αελίτισσα για γυναίκα. Ήθελε να χορέψει μ’ όσες γυναίκες μπορούσε, όσο μπορούσε.

«Δεν προορίζεσαι για σούβλες αλλά για μεγάλες τιμές, νομίζω», είπε μαλακά η Μελίντρα.

«Δεν θα ’λεγα όχι», Μόνο που τώρα δεν μπορούσε να κάνει άλλη γυναίκα να τον κοιτάξει, ούτε Κόρη ούτε καμία από τις άλλες. Λες και η Μελίντρα είχε κρεμάσει πάνω του μια ταμπέλα που έλεγε ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΙΝΤΡΑ ΤΟΥ ΤΖΟΥΜΑΪ ΣΑΪΝΤΟ. Εντάξει, αυτό το τελευταίο δεν θα το είχε βάλει, όχι εδώ πέρα. Αλλά, βέβαια, ποιος ήξερε τι μπορούσε να κάνει μια Αελίτισσα, ειδικά μια Κόρη του Δόρατος; Οι γυναίκες δεν σκέφτονταν όπως οι άνδρες, και οι γυναίκες του Άελ σκέφτονταν διαφορετικά από κάθε άλλον στον κόσμο.

«Είναι παράξενο που υποτιμάς τόσο τον εαυτό σου».

«Υποτιμώ τον εαυτό μου;» μουρμούρισε. Ήταν ωραία η αίσθηση που έδιναν τα χέρια της· έλυναν κόμπους του κορμιού του, που ούτε ο ίδιος ήξερε ότι υπήρχαν. «Πώς;» Αναρωτήθηκε αν αυτό είχε σχέση με κείνο το περιδέραιο. Η Μελίντρα έμοιαζε να το θεωρεί σημαντικό, ή μάλλον το γεγονός ότι της το είχε δώσει. Πάντως, δεν το φορούσε ποτέ. Οι Κόρες δεν το συνήθιζαν. Αλλά το είχε στο πουγκί της και το έδειχνε σε όποια τη ρωτούσε. Πολλές έρχονταν να τη ρωτήσουν.

«Βάζεις τον εαυτό σου στη σκιά του Ραντ αλ’Θόρ».

«Δεν βρίσκομαι στη σκιά κανενός», είπε αφηρημένα. Αποκλείεται να ήταν το περιδέραιο. Είχε ξαναδώσει κοσμήματα σε άλλες γυναίκες, τόσο σε Κόρες όσο και σε άλλες· του άρεσε να κάνει δώρα σε όμορφες γυναίκες, ακόμα κι όταν μοναδική ανταπόδοση ήταν ένα χαμόγελο. Ποτέ δεν περίμενε κάτι περισσότερο. Αν μια γυναίκα δεν απολάμβανε το φιλί και το χάδι όσο και ο ίδιος, τι νόημα είχε;

«Φυσικά, είναι κάποια τιμή το να βρίσκεσαι στη σκιά του Καρ’α’κάρν. Για να είσαι κοντά στους κραταιούς, πρέπει να στέκεσαι στη σκιά τους».

«Σκιά», συμφώνησε ο Ματ, χωρίς να προσέχει τα λόγια της. Κάποιες γυναίκες δέχονταν και κάποιες όχι, αλλά καμία δεν είχε αποφασίσει πως ο Ματ ήταν κτήμα της. Αυτό ακριβώς τον ενοχλούσε. Δεν θα γινόταν κτήμα καμίας γυναίκας, όσο ωραία κι αν ήταν. Όσο άξια κι αν ήταν τα χέρια της στο να χαλαρώνουν τους σφιγμένους μυς του.

«Οι ουλές σου θα έπρεπε να είναι ουλές τιμής, που να τις έχεις κερδίσει για τον εαυτό σου, ως αρχηγός, όχι έτσι». Το δάχτυλο της διέτρεξε την ουλή που είχε μείνει στο λαιμό του όταν είχε κρεμαστεί. «Αυτό το κέρδισες υπηρετώντας τον Καρ’α’κάρν;»

Αυτός ανασήκωσε τους ώμους για να διώξει το χέρι της, στηρίχτηκε στους αγκώνες του και γύρισε να την κοιτάξει. «Σίγουρα δεν ξέρεις τι σημαίνει “Κόρη των Εννέα Φεγγαριών”;»

«Σου είπα όχι. Ξάπλωσε».

«Αν μου λες ψέματα, ορκίζομαι ότι θα σου τις βρέξω στον πισινό».

Με τα χέρια στους γοφούς, τον κοίταξε με επικίνδυνο βλέμμα. «Νομίζεις ότι μπορείς να... μου τις βρέξεις στον πισινό, Ματ Κώθον;»

«Θα βάλω τα δυνατά μου», Πιθανότερο ήταν να του κάρφωνε κανένα δόρυ στα παΐδια. «Ορκίζεσαι ότι δεν έχεις ακούσει ποτέ για την Κόρη των Εννέα Φεγγαριών;»

«Ποτέ», του είπε αυτή αργά. «Ποια είναι; Τι είναι; Ξάπλωσε και άσε με να―»

Ένα κοτσύφι κελάηδησε και φάνηκε σαν να ήταν παντού στη σκηνή κι έξω επίσης, και μετά από μια στιγμή, μια τσίχλα. Πουλιά των Δύο Ποταμών. Ο Ραντ είχε διαλέξει τα προειδοποιητικά σημάδια απ’ ό,τι ήξερε, με πουλιά που δεν βρίσκονταν στην Ερημιά.

Η Μελίντρα κατέβηκε την ίδια στιγμή από πάνω του, τυλίγοντας το σούφα στο κεφάλι της, φορώντας το πέπλο της, καθώς άρπαζε δόρατα και ασπίδες. Έτσι ακριβώς χίμηξε έξω από τη σκηνή.

«Μα το αίμα και τις στάχτες!» μουρμούρισε ο Ματ, καθώς πάλευε να φορέσει το παντελόνι του. Η τσίχλα σήμαινε νότια. Με τη Μελίντρα είχαν στήσει τη σκηνή τους προς το νότο, με το Τσαρήν, όσο μακρύτερα μπορούσαν να είναι από τον Ραντ όντας ακόμα στο δικό του στρατόπεδο. Αλλά δεν θα έβγαινε γυμνός στις αγκαθωτές βάτες εκεί έξω, όπως είχε κάνει η Μελίντρα. Το κοτσύφι σήμαινε βόρεια, εκεί που ήταν στρατοπεδευμένο το Σάαραντ· έρχονταν ταυτοχρόνως από δύο μεριές.

Χτύπησε τα πόδια του κάτω για να βάλει όπως-όπως τις μπότες του μέσα στην χαμηλή σκηνή, και κοίταξε την ασημένια αλεπουδοκεφαλή που κειτόταν πλάι στις κουβέρτες του. Έξω ακούγονταν φωνές και η κλαγγή μέταλλου σε μέταλλο. Είχε ανακαλύψει τελικά ότι αυτό το μενταγιόν με κάποιον τρόπο είχε εμποδίσει τη Μουαραίν να τον Θεραπεύσει την πρώτη φορά που είχε δοκιμάσει. Όσο αυτός το άγγιζε, η διαβίβασή της δεν τον επηρέαζε. Δεν είχε ακούσει ποτέ για Σκιογέννητους που να μπορούν να διαβιβάσουν, αλλά υπήρχε πάντα το Μαύρο Άτζα —όπως έλεγε ο Ραντ, και τον πίστευε― και πάντα επίσης η πιθανότητα να ερχόταν τελικά ένας Αποδιωγμένος για τον Ραντ. Πέρασε το δερμάτινο κορδόνι πάνω από το κεφάλι του για να κρεμάσει το μενταγιόν στο στήθος του, άρπαξε το δόρυ με το σημάδι του κορακιού και βγήκε στο κρύο φεγγαρόφωτο.

Δεν πρόλαβε να νιώσει την παγωνιά. Προτού βγει ολόκληρος από τη σκηνή, παραλίγο θα του έπαιρνε το κεφάλι ένα σπαθί Τρόλοκ κυρτό σαν δρεπάνι. Η λεπίδα του χάιδεψε τα μαλλιά, καθώς έκανε μια χαμηλή τούμπα και στεκόταν πάλι στα πόδια με το δόρυ προτεταμένο.

Εκ πρώτης όψεως μέσα στο σκοτάδι, ο Τρόλοκ θα μπορούσε να ήταν ένας γιγαντόσωμος άνδρας, αν και μιάμιση φορά ψηλότερος από Αελίτη, που φορούσε μαύρη πλεχτή πανοπλία με καρφιά στους αγκώνες και τους ώμους και κράνος στολισμένο με κέρατα τράγου. Αλλά τα κέρατα φύτρωναν από το ανθρώπινο κεφάλι και κάτω από τα μάτια ξεπρόβαλλε μια τραγίσια μουσούδα.

Ο Τρόλοκ γρύλισε και του όρμηξε και ούρλιαξε σε μια τραχιά γλώσσα, που δεν ήταν προορισμένη για ανθρώπινο λαρύγγι. Ο Ματ στριφογύρισε το δόρυ του σαν πολεμική ράβδο, τινάζοντας πέρα τη βαριά, κυρτή λεπίδα, κι έχωσε τη μακριά αιχμή της λεπίδας του στη μέση του πλάσματος, και η πανοπλία άνοιξε να περάσει το φτιαγμένο με τη Δύναμη ατσάλι εύκολα όσο και η σάρκα από κάτω. Ο τραγομούρης Τρόλοκ διπλώθηκε με μια τραχιά κραυγή και ο Ματ ελευθέρωσε το όπλο του, κάνοντας στο πλάι, καθώς το πλάσμα έπεφτε.

Ολόγυρά του Αελίτες, μερικοί μισοντυμένοι και μερικοί γδυτοί, όμως όλοι, φορώντας τα μαύρα πέπλα τους, πολεμούσαν Τρόλοκ, οι οποίοι είχαν μουσούδες αγριόχοιρων με χαυλιόδοντες ή σκυλίσιες μούρες ή αετίσια ράμφη, άλλοι με κέρατα στα κεφάλια και άλλοι με πούπουλα, και κράδαιναν εκείνα τα παράξενα κυρτά σπαθιά και τσεκούρια με χοντρά καρφιά, τρίαινες και δόρατα. Υπήρχαν και μερικοί που χρησιμοποιούσαν πελώρια τόξα για να εξαπολύσουν ακιδωτά βέλη, μεγάλα σχεδόν σαν δόρατα. Πλάι στους Τρόλοκ πολεμούσαν και άνθρωποι επίσης, φορώντας κακοραμμένα σακάκια, με σπαθιά, φωνάζοντας απελπισμένα, καθώς πέθαιναν ανάμεσα στις βάτες.

«Σαμαήλ!»

«Ο Σαμαήλ και οι Χρυσές Μέλισσες!»

Οι Σκοτεινόφιλοι πέθαιναν σχεδόν αμέσως μόλις πλησίαζαν τους Αελίτες, όμως οι Τρόλοκ πέθαιναν πιο δύσκολα.

«Δεν είμαι ήρωας!» φώναξε ο Ματ στον αέρα, καθώς μαχόταν έναν Τρόλοκ με μούρη αρκούδας και τριχωτά αυτιά, τον τρίτο του. Το πλάσμα κρατούσε πέλεκυ με μακρύ κοντάρι, ο οποίος είχε πεντ’ έξι καρφιά και μια λεπίδα που πλάταινε, αρκετά μεγάλη για να κόψει δένδρο, ανεμίζοντάς την σαν παιχνιδάκι σε εκείνα τα μεγάλα τριχωτά χέρια. Ο Ματ έμπλεκε σε τέτοια πράγματα επειδή ήταν κοντά στον Ραντ. Το μόνο που ήθελε από τη ζωή ήταν λίγο καλό κρασί, ζάρια, και δυο-τρεις όμορφες κοπελίτσες. «Δεν θέλω τέτοια μπλεξίματα!» Ειδικά αν ήταν εκεί κοντά ο Σαμαήλ. «Μ’ ακούτε;»

Ο Τρόλοκ έπεσε χάμω με το λαρύγγι κομμένο και ο Ματ βρέθηκε αντίκρυ σε έναν Μυρντράαλ, τη στιγμή που εκείνος αποτελείωνε δύο Αελίτες, οι οποίοι του είχαν ορμήξει μαζί. Ο Ημιάνθρωπος έμοιαζε με άνθρωπο, είχε ασπρουλιάρικη επιδερμίδα και φορούσε πανοπλία από μαύρες επικαλυπτόμενες φολίδες σαν φιδιού. Και οι κινήσεις του θύμιζαν φίδι επίσης, γοργές και μαλακές και ρέουσες, ενώ ο μανδύας στο μαύρο χρώμα της νύχτας έμενε ασάλευτος όπου κι αν κινούταν. Και δεν είχε μάτια. Μόνο μια νεκρικά χλωμή έκταση δέρματος εκεί όπου θα έπρεπε να είναι τα μάτια του.

Το ανόφθαλμο βλέμμα στράφηκε πάνω του και ο Ματ ρίγησε, νιώθοντας τον φόβο να κυλά στα κόκαλά του. «Το βλέμμα του Ανόφθαλμου είναι φόβος», έλεγαν στις Μεθόριες, που ήξεραν απ’ αυτά τα πράγματα, και ακόμα και οι Αελίτες παραδέχονταν ότι η ματιά του Μυρντράαλ έστελνε ρίγη μέχρι το μεδούλι. Αυτό ήταν το πρώτο όπλο του πλάσματος. Ο Ημιάνθρωπος τον πλησίασε τρέχοντας, σαν να έρεε.

Ο Ματ, μουγκρίζοντας, όρμηξε να τον ανταμώσει, περιστρέφοντας το δόρυ του σαν πολεμική ράβδο, λογχίζοντας, κινούμενος διαρκώς. Το πλάσμα κρατούσε λεπίδα μαύρη σαν το μανδύα του, ένα σπαθί σφυρηλατημένο στα καμίνια του Θακαν’ντάρ, και, αν τον έκοβε, τότε ο Ματ θα ήταν ουσιαστικά νεκρός, εκτός αν εμφανιζόταν αμέσως η Μουαραίν για να τον Θεραπεύσει. Αλλά υπήρχε μονάχα ένας σίγουρος τρόπος για να νικήσεις έναν Ξέθωρο. Επίθεση με όλες σου τις δυνάμεις· έπρεπε να τον υπερνικήσεις προτού σου το κάνει αυτός, και αν σκεφτόσουν την άμυνά σου, τότε ήσουν νεκρός. Ο Ματ δεν προλάβαινε ούτε να ρίξει μια κλεφτή ματιά στη μάχη που μαινόταν ολόγυρά του στη νύχτα.

Η λεπίδα του Μυρντράαλ λαμπύριζε σαν γλώσσα ερπετού, τιναζόταν σαν μαύρος κεραυνός, αλλά μόνο για να αντιμετωπίσει την επίθεση του Ματ. Όταν το φτιαγμένο με τη Δύναμη ατσάλι με το σήμα του κορακιού έκρουε το μέταλλο του Θακαν’ντάρ, γαλάζιο φως άστραφτε ολόγυρά τους, τριζοβολιστές αστραπές που πετιούνταν.

Ξαφνικά, ένα οριζόντιο χτύπημα του Ματ αντάμωσε σάρκα. Το μαύρο σπαθί και το χλωμό χέρι τινάχτηκαν πέρα και η λεπίδα στην επιστροφή της έκοψε το λαιμό του Μυρντράαλ, όμως ο Ματ δεν σταμάτησε. Τρύπησε την καρδιά, έκοψε τον τένοντα του ενός ποδιού, μετά του άλλου, σε γοργή διαδοχή. Μόνο τότε απομακρύνθηκε από το πράγμα που ακόμα σφάδαζε στο έδαφος, τινάζοντας το καλό του χέρι και το κολόβωμα, με τις πληγές να χύνουν αίμα σαν μελάνι. Οι Ημιάνθρωποι αργούσαν πολύ να παραδεχτούν ότι ήταν νεκροί· δεν πέθαιναν οριστικά, παρά μόνο όταν έδυε ο ήλιος.

Κοιτώντας τριγύρω του, ο Ματ συνειδητοποίησε ότι η επίθεση είχε τελειώσει. Όσοι Σκοτεινόφιλοι ή Τρόλοκ δεν ήταν νεκροί, το είχαν σκάσει· πάντως, δεν έβλεπε κανέναν όρθιο εκτός από Αελίτες. Κι απ’ αυτούς μερικοί ήταν πεσμένοι. Τράβηξε ένα μαντήλι από το λαιμό ενός πεθαμένου Σκοτεινόφιλου για να σκουπίσει το μαύρο αίμα του Μυρντράαλ από την αιχμή του δόρατός του. Αν το άφηνε, το αίμα θα διέβρωνε το μέταλλο.

Η νυχτερινή επίθεση δεν είχε νόημα. Κρίνοντας από τα πτώματα που έβλεπε στο φεγγαρόφωτο, των Τρόλοκ και των ανθρώπων, κανείς δεν είχε προχωρήσει πολύ πέρα από την πρώτη σειρά των σκηνών. Και μην έχοντας περισσότερες δυνάμεις, δεν μπορεί να έλπιζαν σε κάτι καλύτερο.

«Τι ήταν αυτό που φώναζες; Καράι, κάτι τέτοιο. Είναι η Παλιά Γλώσσα;»

Γύρισε να κοιτάξει τη Μελίντρα. Είχε βγάλει το πέπλο της, αλλά ακόμα φορούσε μονάχα το σούφα της. Υπήρχαν κι άλλες Κόρες ολόγυρα, και άνδρες, που φορούσαν εξίσου λίγα ρούχα, και φαίνονταν εξίσου αδιάφοροι, αν και οι περισσότεροι κατευθύνονταν στις σκηνές τους δίχως να χασομερούν. Δεν είχαν ντροπή, αυτό ήταν. Καθόλου ντροπή. Η Μελίντρα δεν φαινόταν καν να νιώθει το κρύο, αν και η ανάσα της έβγαινε αχνισμένη. Ο Ματ ήταν ιδρωμένος όσο κι εκείνη, και πάγωνε τώρα που δεν είχε τη μάχη για τη ζωή του να απασχολεί το μυαλό του.

«Κάτι που άκουσα κάποτε», της είπε, «Μου άρεσε ο ήχος του». Καράι αν Καλντάζαρ! Για την τιμή του Κόκκινου Αετού. Η πολεμική ιαχή της Μανέθερεν. Οι περισσότερες αναμνήσεις του ήταν από τη Μανέθερεν. Μερικές τις είχε πριν από τη στρεβλωμένη πόρτα. Η Μουαραίν έλεγε ότι ήταν το Αρχαίο Αίμα που ξανάβγαινε. Αρκεί να μην έβγαινε από τις φλέβες του.

Εκείνη τον αγκάλιασε από τους ώμους, καθώς ο Ματ ξεκινούσε να γυρίσει στη σκηνή τους. «Σε είδα με τον Νυχτοδρομέα, Ματ Κώθον». Ένα από τα ονόματα που έδιναν οι Αελίτες στους Μυρντράαλ. «Ήσουν όσο ψηλός χρειάζεται να είναι κανείς».

Ο Ματ, χαμογελώντας, την αγκάλιασε από τη μέση, όμως δεν μπορούσε να διώξει από το νου του την επίθεση. Ήθελε —οι σκέψεις του ήταν μπλεγμένες κουβάρι με τις δανεικές αναμνήσεις του― αλλά δεν μπορούσε. Γιατί άραγε να εξαπολύσει κανείς μια τέτοια απελπισμένη επίθεση; Μόνο ένας βλάκας επιτίθεται χωρίς λόγο σε υπέρτερες δυνάμεις. Αυτή ήταν η σκέψη που δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από το νου του. Κανείς δεν επιτίθεται χωρίς λόγο.


Τα κελαηδίσματα ξύπνησαν τον Ραντ αμέσως, κι εκείνος άρπαξε το σαϊντίν, καθώς τίναζε τις κουβέρτες κατά μέρος κι έβγαινε έξω τρέχοντας, δίχως σακάκι, με τις κάλτσες. Η νύχτα ήταν κρύα και φεγγαρόλουστη, και αμυδροί ήχοι μάχης έρχονταν από τους λόφους κάτω από το πέρασμα. Ολόγυρά του, οι Αελίτες ξεσηκώνονταν σαν θυμωμένα μυρμήγκια κι έτρεχαν στη νύχτα εκεί απ’ όπου μπορεί να δέχονταν επίθεση στο πέρασμα. Τα ξόρκια φύλαξης θα σήμαιναν ξανά —οι Σκιογέννητοι στο πέρασμα θα έκαναν να ακουστεί ένας σπίνος― μέχρι το πρωί που θα τα έλυνε, αλλά δεν υπήρχε λόγος για ανόητα ρίσκα.

Σε λίγο το πέρασμα ήταν πάλι σιωπηλό και οι γκαϊ’σάιν στις σκηνές τους, μιας και τους απαγορεύονταν τα όπλα ακόμα και τώρα, ενώ οι άλλοι Αελίτες ήταν στα άλλα σημεία που ίσως να χρειάζονταν προστασία. Ακόμα και η Αντελίν και οι άλλες Κόρες είχαν χαθεί, σαν να ήξεραν ότι, αν είχαν σταθεί να περιμένουν, ο Ραντ θα τις είχε εμποδίσει να φύγουν. Άκουσε μερικά μουρμουρητά από τις άμαξες κοντά στα τείχη της πόλης, όμως δεν εμφανίστηκαν ούτε οι αμαξάδες ούτε ο Καντίρ· ο Ραντ δεν περίμενε ότι θα ξεμύτιζαν. Οι αμυδροί ήχοι της μάχης —άνθρωποι που φώναζαν, ούρλιαζαν, πέθαιναν― έρχονταν από δύο κατευθύνσεις. Και οι δύο ήταν από κάτω, μακριά του. Υπήρχε επίσης κόσμος γύρω από τις σκηνές των Σοφών· έμοιαζαν να κοιτάζουν προς τη μάχη.

Δεν είχε νόημα μια επίθεση εκεί κάτω. Δεν ήταν το Μιαγκόμα, εκτός αν ο Τίμολαν είχε πάρει Σκιογέννητους στη φατρία του, κι αυτό ήταν εξίσου πιθανό με το να στρατολογούσαν Τρόλοκ οι Λευκομανδίτες. Ξαναγύρισε στη σκηνή του και, παρ’ όλο που ήταν τυλιγμένος στο Κενό, τινάχτηκε.

Η Αβιέντα είχε βγει στο φως του φεγγαριού, κουκουλωμένη με μια κουβέρτα. Λίγο πιο πέρα στεκόταν ένας ψηλός άνδρας τυλιγμένος σε σκούρο μανδύα· οι σκιές του φεγγαρόφωτος έπαιζαν στο κοκαλιάρικο πρόσωπό του, που ήταν υπερβολικά χλωμό, με υπερβολικά μεγάλα μάτια. Ένα γουργούρισμα ακούστηκε, και ο μανδύας άνοιξε κι έγινε πλατιά, δερμάτινα φτερά, σαν νυχτερίδας. Βαδίζοντας σαν σε όνειρο, η Αβιέντα πλησίασε την αγκαλιά που την περίμενε.

Ο Ραντ διαβίβασε, και λεπτή σαν δάχτυλο μοιροφωτιά πέρασε καυτή δίπλα της, ένα βέλος από συμπαγές φως που πέτυχε το Ντραγκχάρ στο κεφάλι. Το αποτέλεσμα της πιο στενή δέσμης ήταν πιο αργό, αλλά εξίσου αποτελεσματικό όσο και άλλοτε, με τα Σκοτεινόσκυλα. Τα χρώματα του πλάσματος αναστράφηκαν, το μαύρο έγινε άσπρο, το άσπρο μαύρο, και μετατράπηκε σε λαμπυρίζοντες κόκκους που έλιωσαν στον αέρα.

Η Αβιέντα τινάχτηκε όταν το γουργούρισμα σταμάτησε, κοίταξε τα τελευταία σωματίδια που εξαφανίζονταν, και στράφηκε προς τον Ραντ, σφίγγοντας γύρω της την κουβέρτα. Το χέρι της υψώθηκε κι ένα ρεύμα φωτιάς χοντρό σαν το κεφάλι του πετάχτηκε προς το μέρος του.

Ξαφνιασμένος ακόμα και μέσα στην αδειανοσύνη, χωρίς να σκεφτεί καν τη Δύναμη, ρίχτηκε στο έδαφος κάτω από τις πλατιές φλόγες. Οι φλόγες έσβησαν αμέσως.

«Τι κάνεις τώρα;» γάβγισε, τόσο θυμωμένος, τόσο σοκαρισμένος, που το Κενό ράγισε και το σαϊντίν εξαφανίστηκε. Σηκώθηκε όπως-όπως όρθιος, την πλησίασε. «Δεν έχω δει ποτέ μου τέτοια αχαριστία!» Ήταν έτοιμος να την πιάσει και να την ταρακουνήσει δυνατά. «Μόλις σου έσωσα τη ζωή, σε περίπτωση που δεν το παρατήρησες και, αν παραβίασα κάποιο από τα παλιο-έθιμα των Αελιτών, ούτε που με-!»

«Την άλλη φορά», του αντιγύρισε αυτή, «θα αφήσω τον μεγάλο Καρ’α’κάρν να φροντίσει μόνος του την κατάσταση!» Σφίγγοντας αδέξια την κουβέρτα πάνω της, χώθηκε στη σκηνή.

Για πρώτη φορά, κοίταξε πίσω του. Κοίταξε το άλλο Ντραγκχάρ που είχε σωριαστεί στο έδαφος τυλιγμένο στις φλόγες. Ήταν τόσο θυμωμένος που δεν είχε ακούσει το τριζοβόλημα και τα κροταλίσματα, καθώς το πλάσμα καιγόταν, δεν είχε μυρίσει την οσμή του καμένου λίπους. Δεν είχε νιώσει καν την κακία του. Τα Ντραγκχάρ σκότωναν ρουφώντας πρώτα την ψυχή και μετά τη ζωή. Έπρεπε να είναι κοντά, να αγγίζει το θύμα του, όμως αυτό εδώ δεν απείχε ούτε δυο βήματα από κει που στεκόταν ο Ραντ. Δεν ήξερε πόσο αποτελεσματικό ήταν το γουργούρισμα και το αγκάλιασμα του Ντραγκχάρ εναντίον κάποιου που ήταν γεμάτος σαϊντίν, αλλά χαιρόταν που δεν το είχε μάθει.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και γονάτισε πλάι στην πόρτα της σκηνής. «Αβιέντα;» Δεν μπορούσε να μπει. Μια λάμπα ήταν αναμμένη μέσα και μπορεί η Αβιέντα να καθόταν γυμνή, ψάλλοντάς του τα για τα καλά με το νου της, όπως του άξιζε. «Αβιέντα, λυπάμαι. Σου ζητώ συγγνώμη. Ήμουν βλάκας που μίλησα έτσι χωρίς να ρωτήσω γιατί. Έπρεπε να ξέρω ότι δεν θα μου έκανες κακό, και... και... είμαι βλάκας», κατέληξε αδύναμα.

«Τίποτα δεν ξέρεις, Ραντ αλ’Θόρ», ακούστηκε η πνιγμένη απάντηση της. «Είσαι μεγάλος βλάκας!»

Μα πώς ζητούσαν συγγνώμη οι Αελίτες; Ποτέ δεν της το είχε ρωτήσει. Ξαναφέρνοντας στο νου του το τζι’ε’τόχ, τις γυναίκες που μάθαιναν άνδρες να τραγουδούν, και τα γαμήλια έθιμά τους, δεν ήθελε να ρωτήσει. «Ναι, είμαι. Και ζητώ συγγνώμη». Δεν ακούστηκε απάντηση αυτή τη φορά. «Είσαι στις κουβέρτες σου;» Σιωπή.

Μουρμουρίζοντας, σηκώθηκε και χοροπήδησε με τις κάλτσες στο παγωμένο έδαφος. Θα έμενε εκεί έξω μέχρι να βεβαιωνόταν ότι η Αβιέντα ήταν σκεπασμένη. Δίχως μπότες ή σακάκι. Έπιασε στο σαϊντίν, παρά το μόλυσμα, μόνο και μόνο για βρεθεί στο Κενό, μακριά από την παγωνιά που έφτανε ως το μεδούλι.

Οι τρεις Σοφές Ονειροβάτισσες ήρθαν τρέχοντας, φυσικά, και η Εγκουέν μαζί, κοιτώντας το φλεγόμενο Ντραγκχάρ, καθώς το προσπερνούσαν, σηκώνοντας τα επώμιά τους με πανομοιότυπες κινήσεις.

«Μόνο ένα», είπε η Άμυς. «Δόξα στο Φως, αν κι εκπλήσσομαι».

«Δύο ήταν», της είπε ο Ραντ. «Το άλλο... το εξόντωσα». Έπρεπε να διστάζει μόνο και μόνο επειδή η Μουαραίν τον είχε προειδοποιήσει για τη μοιροφωτιά; Ήταν ένα όπλο σαν όλα τα άλλα. «Αυτό, αν δεν το είχε σκοτώσει η Αβιέντα, μπορεί να με είχε πιάσει».

«Τη νιώσαμε να διαβιβάζει και αυτό μας τράβηξε», είπε η Εγκουέν, κοιτώντας τον από την κορφή ως τα νύχια. Στην αρχή του φάνηκε ότι έλεγχε μην τυχόν και είχε τραυματιστεί, αλλά εκείνη έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στα καλτσοφορεμένα πόδια του και μετά κοίταξε τη σκηνή, όπου μια χαραμάδα στην πόρτα άφηνε να περάσει το φως της λάμπας. «Την αναστάτωσες πάλι, ε; Σου έσωσε τη ζωή κι εσύ... Άνδρες!» Κουνώντας αηδιασμένα το κεφάλι, τον προσπέρασε και μπήκε στη σκηνή. Άκουσε αμυδρές φωνές, όμως δεν μπόρεσε να καταλάβει τι έλεγαν.

Η Μελαίν ανασήκωσε το επώμιό της. «Αν δεν μας χρειάζεσαι, τότε πρέπει να δούμε τι συμβαίνει εκεί κάτω». Έφυγε τρέχοντας, χωρίς να περιμένει τις άλλες δύο.

Η Μπάιρ άφησε ένα κακαριστό γέλιο, καθώς την ακολουθούσε παρέα με την Άμυς. «Πάμε στοίχημα σε ποιον θα τρέξει πρώτα; Βάζω το περιδέραιό μου από αμέθυστο, που σου αρέσει τόσο, αν βάλεις το ζαφειρένιο βραχιόλι σου».

«Είμαι μέσα. Διαλέγω την Ντορίντα».

Η πιο ηλικιωμένη Σοφή γέλασε ξανά. «Τα μάτια της ακόμα καθρεφτίζουν τον Μπάελ. Η πρωταδελφή είναι πρωταδελφή, όμως ο καινούριος σύζυγος...»

Προχώρησαν και δεν ακούγονταν πια, και ο Ραντ έσκυψε κοντά στην πόρτα της σκηνής. Και πάλι δεν άκουγε τι έλεγαν, εκτός αν κολλούσε το αυτί του στη χαραμάδα, και δεν ήθελε να το κάνει αυτό. Σίγουρα η Αβιέντα θα είχε σκεπαστεί, τώρα που είχε μπει μέσα η Εγκουέν. Από την άλλη όμως, η Εγκουέν ακολουθούσε τους τρόπους των Αελιτών και ήταν εξίσου πιθανό ότι θα είχε βγάλει κι αυτή τα ρούχα της.

Μαλακές πατημασιές από γοβάκια ανακοίνωσαν την άφιξη της Μουαραίν και του Λαν, και ο Ραντ ορθώθηκε. Παρ’ όλο που άκουγε την ανάσα και των δυο τους, τα βήματα του Πρόμαχου ήταν σχεδόν αθόρυβα, Τα μαλλιά της Μουαραίν κρέμονταν ολόγυρα από το πρόσωπό της και η ίδια κρατούσε μια σκούρα ρόμπα τυλιγμένη γύρω της, το μετάξι της οποίας έλαμπε κάτω από το φεγγάρι. Ο Λαν ήταν ντυμένος κανονικά, φορούσε μπότες κι έφερε τα όπλα του, κουκουλωμένος με εκείνον το μανδύα που τον έκανε ένα με τη νύχτα. Φυσικά. Ο αχός της μάχης στους πιο κάτω λόφους καταλάγιαζε.

«Παραξενεύομαι που δεν ήρθες νωρίτερα, Μουαραίν». Η φωνή του ήχησε κρύα, όμως ήταν προτιμότερο από το να κρυώνει ο ίδιος. Κράτησε το σαϊντίν, το πολέμησε, και η παγωνιά της νύχτας ήταν κάτι απόμακρο. Την αντιλαμβανόταν, αντιλαμβανόταν τις τρίχες των μπράτσων του, οι οποίες είχαν σηκωθεί από το κρύο κάτω από τα μανίκια του, αλλά δεν την ένιωθε. «Συνήθως έρχεσαι να με βρεις με το που καταλαβαίνεις ότι γίνεται φασαρία».

«Ποτέ δεν εξήγησα όλα όσα κάνω ή δεν κάνω». Η φωνή της ήταν ψυχρή και μυστηριώδης, αλλά, ακόμα και στο φεγγαρόφωτο, ο Ραντ ήταν βέβαιος ότι η Μουαραίν είχε κοκκινίσει. Κάτι φαινόταν να ανησυχεί τον Λαν, αν και δύσκολα το καταλάβαινες από την έκφρασή του. «Δεν μπορώ να σου κρατώ για πάντα το χεράκι. Κάποια στιγμή θα πρέπει να περπατήσεις μόνος σου».

«Αυτό δεν έκανα απόψε;» Η ντροπή έσκασε πάνω στο Κενό —μιλούσε σαν και τα είχε κάνει όλα μόνος του― κι έτσι πρόσθεσε, «Η Αβιέντα τον πρόλαβε πάνω που θα έπεφτε στην πλάτη μου». Οι φλόγες του Ντραγκχάρ είχαν χαμηλώσει.

«Καλά που ήταν εδώ δηλαδή», είπε ήρεμα η Μουαραίν. «Δεν με χρειάστηκες».

Ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι η Άες Σεντάι δεν φοβόταν. Την είχε δει να χιμά ανάμεσα σε Σκιογέννητους, να χειρίζεται τη Δύναμη με τη δεξιοτεχνία που ο Λαν χειριζόταν το σπαθί του, τόσες φορές που δεν πίστευε ότι είχε φοβηθεί. Γιατί, λοιπόν, δεν είχε έρθει, όταν είχε νιώσει το Ντραγκχάρ; Θα το είχε νιώσει, όπως και ο Λαν· ήταν ένα από τα δώρα που είχε κάθε Πρόμαχος από το δεσμό του με την Άες Σεντάι. Ο Ραντ μπορούσε να την πιέσει να του απαντήσει, μπορούσε να τη στριμώξει ανάμεσα στον όρκο της και στην ανικανότητά της να πει ευθέως ψέματα. Αλλά όχι, δεν μπορούσε. Ή μάλλον, δεν θα το έκανε. Δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα σε κάποια που προσπαθούσε να τον βοηθήσει.

«Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε τι σκοπό είχε η επίθεση εκεί κάτω», είπε. «Ήθελαν να πιστέψω ότι κάτι σημαντικό συμβαίνει εκεί, ενώ τα Ντραγκχάρ θα με πλησίαζαν ύπουλα. Το είχαν δοκιμάσει στο Φρούριο της Κρυόπετρας και δεν τα κατάφεραν ούτε εκεί». Μόνο που τώρα παραλίγο θα τα κατάφερναν. Αν ήταν αυτή η πρόθεσή τους. «Θα πίστευε κανείς πως θα δοκίμαζαν κάτι καινούριο». Μπροστά του ο Κουλάντιν· οι Αποδιωγμένοι παντού ή έτσι φαινόταν. Γιατί άραγε δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει έναν-έναν τους εχθρούς του;

«Μην κάνεις το λάθος να θεωρήσεις τους Αποδιωγμένους απλούς», είπε η Μουαραίν. «Μπορεί να αποβεί μοιραίο». Έσιαξε τη ρόμπα της, σαν να ευχόταν να ήταν πιο χοντρό το ύφασμα. «Είναι αργά. Αν δεν με χρειάζεσαι άλλο...;»

Οι Αελίτες άρχισαν να επιστρέφουν, καθώς εκείνη έφευγε μαζί με τον Πρόμαχο. Μερικοί, βλέποντας το Ντραγκχάρ, ξεστόμισαν κραυγές και σήκωσαν μερικούς γκαϊ’σάιν να το σύρουν αλλού, όμως οι περισσότεροι απλώς το κοίταξαν και προχώρησαν στις σκηνές τους. Έμοιαζαν να περιμένουν πια τέτοια πράγματα απ’ αυτόν.

Όταν φάνηκαν η Αντελίν και οι Κόρες, έσερναν τα πόδια τους με τις μαλακές μπότες. Κοίταξαν το Ντραγκχάρ, που το έπαιρναν αλλού οι γκαϊ’σάιν με τις λευκές ρόμπες, και αντάλλαξαν για λίγη ώρα ματιές προτού πλησιάσουν τον Ραντ.

«Δεν γινόταν τίποτα εδώ», είπε αργά η Αντελίν. «Η επίθεση ήταν χαμηλά, από τους Σκοτεινόφιλους και τους Τρόλοκ».

«Φώναζαν “Ο Σαμαήλ και οι Χρυσές Μέλισσες”, τους άκουσα», πρόσθεσε μια άλλη. Είχε το κεφάλι τυλιγμένο με το σούφα και ο Ραντ δεν καταλάβαινε ποια ήταν. Από τη φωνή έμοιαζε νέα· μερικές Κόρες ήταν το πολύ δεκάξι χρόνων.

Η Αντελίν πήρε μια βαθιά ανάσα και άπλωσε ένα από τα δόρατά της, οριζόντια μπροστά του, με χέρι σταθερό. Οι άλλες τη μιμήθηκαν, με ένα δόρυ καθεμιά. «Απέτυχα ― αποτύχαμε», είπε η Αντελίν. «Έπρεπε να ήμασταν εδώ όταν ήρθε το Ντραγκχάρ. Αλλά εμείς τρέχαμε σαν παιδιά να χορέψουμε τα δόρατα».

«Τι πρέπει να κάνω μ’ αυτά;» ρώτησε ο Ραντ και η Αντελίν αποκρίθηκε δίχως δισταγμό.

«Ό,τι επιθυμείς, Καρ’α’κάρν. Είμαστε έτοιμες και δεν θα αντισταθούμε».

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. Ανάθεμα τους Αελίτες και το αναθεματισμένο το τζι’ε’τόχ τους. «Πάρτε τα αυτά και πηγαίνετε να φυλάξετε τη σκηνή μου. Εντάξει; Άντε». Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους προτού υπακούσουν, απρόθυμα, όπως όταν τον είχαν πλησιάσει. «Και ας πει κάποια στην Αβιέντα ότι θα μπω μέσα όταν επιστρέψω», πρόσθεσε. Δεν θα περνούσε όλη τη νύχτα απ’ έξω ν’ αναρωτιέται αν ήταν ασφαλές να μπει. Απομακρύνθηκε, με το βραχώδες έδαφος σκληρό κάτω από τα πόδια του.

Η σκηνή του Ασμόντιαν δεν ήταν πολύ μακριά από τη δική του. Δεν είχε ακουστεί άχνα από κει. Ο Ραντ άνοιξε απότομα την πόρτα και χώθηκε μέσα. Ο Ασμόντιαν καθόταν στο σκοτάδι, μασώντας το χείλος του. Όταν φάνηκε ο Ραντ, μόρφασε και δεν του άφησε περιθώριο να μιλήσει.

«Δεν περίμενες να μπλεχτώ κι εγώ, ε; Ένιωσα τα Ντραγκχάρ, αλλά μπορούσες να τα αντιμετωπίσεις· τα κατάφερες. Ποτέ δεν μου άρεσαν τα Ντραγκχάρ· κακώς τα πλάσαμε. Έχουν λιγότερο μυαλό κι από τους Τρόλοκ. Ακόμα κι όταν τους δίνεις μια διαταγή, είναι πιθανότερο μερικές φορές να σκοτώσουν ό,τι βρουν πιο κοντινό. Αν είχα βγει έξω, αν είχα κάνει κάτι... Για φαντάσου να με έβλεπε κανείς; Αν καταλάβαινε ότι δεν διαβίβαζες εσύ; Θα―»

«Πάλι καλά για σένα που δεν το έκανες», τον διέκοψε ο Ραντ, ενώ καθόταν σταυροπόδι στο σκοτάδι. «Αν σε είχα νιώσει γεμάτο σαϊντίν εδώ έξω απόψε, μπορεί να σε σκότωνα».

Το γέλιο του άλλου ήχησε τρεμάμενο. «Το σκέφτηκα κι αυτό».

«Αυτός που ετοίμασε την επίθεση απόψε ήταν ο Σαμαήλ. Ή τουλάχιστον αυτός που έστειλε τους Τρόλοκ και τους Σκοτεινόφιλους».

«Ο Σαμαήλ δεν συνηθίζει να σπαταλά υλικό», είπε αργά ο Ασμόντιαν. «Αλλά δεν θα ’λεγε όχι σε δέκα χιλιάδες νεκρούς ή και σε δεκαπλάσιους, αν ήταν να κερδίσει κάτι, που κατά τη γνώμη του θα άξιζε τέτοιο τίμημα. Ίσως κάποιος από τους άλλους θέλει να νομίσεις πως ήταν αυτός. Ακόμα κι αν οι Αελίτες έπαιρναν αιχμαλώτους... Οι Τρόλοκ δεν σκέφτονται πολλά πέρα από το να σκοτώσουν, και οι Σκοτεινόφιλοι πιστεύουν ό,τι τους πεις».

«Εκείνος ήταν. Κάποτε προσπάθησε με τον ίδιο τρόπο να με παρασύρει για να του επιτεθώ, στο Σερένταχαρ». Ωχ, Φως μου! Η σκέψη πλανήθηκε στην επιφάνεια του Κενού. Είπα «να με παρασύρει». Δεν ήξερε πού ήταν το Σερένταχαρ, τίποτα εκτός απ’ αυτό που μόλις είχε πει. Τα λόγια απλώς είχαν βγει από το στόμα του.

Μετά από αρκετή σιωπή, ο Ασμόντιαν είπε χαμηλόφωνα, «Δεν το ήξερα».

«Αυτό που θέλω να μάθω είναι, γιατί;» Ο Ραντ διάλεξε με προσοχή τα λόγια του, ελπίζοντας να ήταν όλα δικά του. Θυμόταν το πρόσωπο του Σαμαήλ, που ήταν —Δεν είναι δική μου. Δεν είναι δική μου ανάμνηση― μικρόσωμος και στιβαρός, με κοντό, κίτρινο γενάκι. Ο Ασμόντιαν του είχε περιγράψει όλους τους Αποδιωγμένους, όμως ο Ραντ ήξερε ότι αυτή η εικόνα δεν είχε προέλθει από κείνη την περιγραφή. Ο Σαμαήλ ανέκαθεν ήθελε να είναι ψηλότερος, και δεν άντεχε ότι δεν μπορούσε να κατορθωθεί αυτό με τη Δύναμη. «Απ’ όσα μου έχεις πει, μάλλον δεν θα θέλει να με αντιμετωπίσει, παρά μόνο όταν θα είναι σίγουρος για τη νίκη του, ίσως ούτε και τότε ακόμα. Είπες ότι πιθανότατα θα με άφηνε στον Σκοτεινό, αν μπορούσε. Γιατί, λοιπόν, είναι βέβαιος τώρα πως θα νικήσει, αν αποφασίσω να τον κυνηγήσω;»

Το συζήτησαν στα σκοτεινά ώρες πολλές δίχως να καταλήξουν σε κάποιο συμπέρασμα. Ο Ασμόντιαν είχε τη γνώμη πως ήταν έργο κάποιων από τους υπόλοιπους, που ήλπιζε να στρέψει τον Ραντ εναντίον του Σαμαήλ, έτσι ώστε να ξεφορτωθεί τον έναν, ίσως και τους δύο· αυτά, κατά τον ισχυρισμό του Ασμόντιαν. Ο Ραντ ένιωσε τα μαύρα μάτια του άλλου πάνω του, να αναρωτιούνται. Η γκάφα του ήταν μεγάλη και δεν μπορούσε να την καλύψει.

Όταν στο τέλος επέστρεψε στη σκηνή του, η Αντελίν και οι δώδεκα Κόρες πετάχτηκαν όρθιες κι άρχισαν ταυτοχρόνως να του λένε ότι η Εγκουέν είχε φύγει και η Αβιέντα είχε αποκοιμηθεί εδώ και ώρα, ότι ήταν θυμωμένη μαζί του, ότι και οι δύο γυναίκες ήταν θυμωμένες μαζί του. Του πρόσφεραν πολλές και διαφορετικές συμβουλές για να αντιμετωπίσει το θυμό τους, μιλώντας η μια πάνω στην άλλη, έτσι που ο Ραντ δεν καταλάβαινε τίποτα. Τελικά έμειναν σιωπηλές, ανταλλάσσοντας ματιές, και η Αντελίν μίλησε μόνη της.

«Πρέπει να μιλήσουμε για το αποψινό. Γι’ αυτό που κάναμε και γι’ αυτό που αποτύχαμε να κάνουμε. Το―»

«Δεν ήταν τίποτα», της είπε, «και, αν ήταν κάτι, είναι συγχωρημένο και ξεχασμένο. Για μια βραδιά θα ήθελα να κοιμηθώ μερικές ωρίτσες. Αν θέλετε να το συζητήσετε, πάτε στην Άμυς ή στην Μπάιρ. Είμαι βέβαιος ότι θα καταλάβουν καλύτερα από μένα τι ζητάτε». Αυτό, κατά παράξενο τρόπο, τις έκανε να κλείσουν το στόμα και να τον αφήσουν να μπει μέσα.

Η Αβιέντα ήταν στις κουβέρτες της, απ’ όπου ξεπρόβαλλε ένα λεπτό, γυμνό πόδι. Ο Ραντ προσπάθησε να μην το κοιτάξει, ούτε κι αυτήν. Είχε αφήσει τη λάμπα αναμμένη. Χώθηκε με χαρά στις κουβέρτες του και διαβίβασε για να σβήσει η λάμπα, προτού αφήσει το σαϊντίν. Αυτή τη φορά ονειρεύτηκε την Αβιέντα να εξαπολύει φωτιά, μόνο που δεν την πέταγε σε Ντραγκχάρ, και ο Σαμαήλ καθόταν στο πλευρό της και γελούσε.

Загрузка...