Για εκατοστή φορά, όπως της φαινόταν, η Νυνάβε σήκωσε ψηλά μια μπούκλα από τα μαλλιά της για να τη δει και να αναστενάξει. Από τους τοίχους της άμαξας περνούσαν το βαρύ, μαζεμένο μουρμουρητό των ομιλιών και των γέλιων εκατοντάδων λαρυγγιών, αν όχι χιλιάδων, και μακρινή μουσική που έφτανε σχεδόν πνιγμένη. Δεν την πείραζε που είχε μείνει στην άμαξα με την Ηλαίην, όσο το θηριοτροφείο παρήλαυνε στους δρόμους της Σαμάρα —οι περιστασιακές ματιές που έριχνε από τα παράθυρα την είχαν πείσει ότι θα ’ταν καλύτερα να μη βρίσκεται σε κείνα τα βουερά πλήθη που φώναζαν και μόλις που άνοιγαν δρόμο να περάσουν οι άμαξες― όμως κάθε φορά που έβλεπε το αστραφτερό κόκκινο των μαλλιών της, της φαινόταν ότι θα προτιμούσε να είχε κάνει τούμπες με τους Τσαβάνα παρά να το βάψει.
Προσέχοντας να μην κοιτάξει τον εαυτό της, κουκουλώθηκε με το απλό σκουρόγκριζο επώμιό της, γύρισε και ξαφνιάστηκε βλέποντας την Μπιργκίτε να στέκεται στην είσοδο. Η γυναίκα ήταν στην άμαξα της Κλαρίν και του Πέτρα στην παρέλαση, και η Κλαρίν ξήλωνε και ξανάραβε ένα εφεδρικό κόκκινο φόρεμα που προοριζόταν αρχικά για τη Νυνάβε, υπό την καθοδήγηση του Λούκα· είχε δώσει στην Κλαρίν οδηγίες προτού καν συμφωνήσει η Νυνάβε. Τώρα το φορούσε η Μπιργκίτε, με τη βαμμένη μαύρη πλεξούδα να καβαλά τον ώμο και να φωλιάζει ανάμεσα στα στήθη της, μην έχοντας συναίσθηση του χαμηλού τετράγωνου ντεκολτέ. Και μόνο που την έβλεπε η Νυνάβε, της ερχόταν να τυλιχτεί πιο σφιχτά στο επώμιό της· αν η Μπιργκίτε έδειχνε έστω και ένα δάχτυλο περισσότερο από το χλωμό κόρφο της, θα έχανε και την τελευταία ικμάδα σεμνότητας που είχε. Αν και η λέξη «σεμνότητα» εκεί ήταν άστοχη ή, καλύτερα, εξωφρενική. Η Νυνάβε την κοίταζε κι ένιωθε ναυτία, όμως για λόγους που δεν είχαν να κάνουν με τα ρούχα ή με την εκτεθειμένη σάρκα.
«Αν πρόκειται να βάλεις το φόρεμα, γιατί να κρύβεσαι;» Η Μπιργκίτε μπήκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. «Είσαι γυναίκα. Γιατί να μην είσαι περήφανη γι’ αυτό;»
«Αν νομίζεις ότι δεν πρέπει», απάντησε διστακτικά η Νυνάβε, και άφησε αργά το επώμιο να γλιστρήσει ως τους αγκώνες τους, αποκαλύπτοντας το φόρεμά της που ήταν ίδιο κι απαράλλαχτο με της άλλης. Ένιωθε σχεδόν ολόγυμνη. «Απλώς νόμιζα... νόμιζα...» Έσφιξε τα μεταξωτά φουστάνια της, για να κρατήσει τα χέρια χαμηλά στο πλευρά της, και στύλωσε το βλέμμα στην Μπιργκίτε. Της ήταν πιο εύκολο έτσι, παρ’ όλο που ήξερε ότι και η ίδια φορούσε τέτοιο φόρεμα.
Η Μπιργκίτε έκανε μια γκριμάτσα. «Κι αν ήθελα να κατεβάσεις το λαιμό άλλον ένα πόντο;»
Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα και το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο σαν την εσθήτα της, αλλά για μια στιγμή δεν βγήκε ήχος. Κι όταν βγήκε, έμοιαζε σαν να τη στραγγάλιζαν. «Δεν έχει άλλο πόντο περιθώριο. Κοίτα μόνη σου. Δεν έχει ούτε ένα δέκατο του πόντου!»
Η Μπιργκίτε έκανε συνοφρυωμένη τρεις γοργές δρασκελιές κι έσκυψε λιγάκι για να φέρει το πρόσωπό της κολλητά με της Νυνάβε. «Κι αν σου έλεγα ότι θέλω να ξεφορτωθείς αυτόν τον πόντο;» γρύλισε, γυμνώνοντας τα δόντια της. «Αν ήθελα να ζωγραφίσω το πρόσωπό σου, για να αποκτήσει ο Λούκα το γελωτοποιό που ψάχνει; Αν σε έγδυνα ολότελα και σε έβαφα από την κορφή ως τα νύχια; Ωραίος στόχος θα γινόσουν έτσι. Οι άνδρες θα έρχονταν από πενήντα μίλια παραπέρα για να σε δουν».
Το στόμα της Νυνάβε ανοιγόκλεισε, αλλά αυτή τη φορά δεν βγήκε κανένας ήχος. Ήθελε να κλείσει τα μάτια της· μπορεί, όταν τα άνοιγε, να έβλεπε ότι δεν συνέβαινε τίποτα απ’ αυτά.
Η Μπιργκίτε κούνησε με μια έκφραση αηδίας το κεφάλι και κάθισε σε ένα κρεβάτι, με τον αγκώνα στο γόνατο, τα γαλανά μάτια διαπεραστικά. «Αυτό πρέπει να πάρει τέλος. Όταν σε κοιτάζω, φοβάσαι. Τρέχεις και με υπηρετείς στο παραμικρό που θέλω. Αν κοιτάξω να βρω σκαμνί, μου το φέρνεις. Αν γλείψω τα χείλη μου, μου βάζεις ένα κύπελλο κρασί στα χέρια, προτού καταλάβω ότι διψώ. Αν στο επέτρεπα, θα μου έπλενες την πλάτη και θα μου έβαζες τα γοβάκια στα πόδια. Δεν είμαι ούτε τέρας, ούτε ανήμπορη, ούτε παιδί, Νυνάβε».
«Απλώς προσπαθώ να ξεπληρώσω το―» άρχισε να λέει εκείνη δειλά, και τινάχτηκε όταν η άλλη βρυχήθηκε.
«Να ξεπληρώσεις; Προσπαθείς να με κάνεις να νιώθω λιγότερη απ’ όσο είμαι!»
«Όχι. Όχι, δεν είναι αυτό, ειλικρινά. Φταίω εγώ που―»
«Αναλαμβάνεις την ευθύνη για τις πράξεις μου», την διέκοψε με ένταση η Μπιργκίτε. «Εγώ διάλεξα να σου μιλήσω στον Τελ’αράν’ριοντ. Εγώ διάλεξα να σε βοηθήσω. Εγώ διάλεξα να κυνηγήσω τη Μογκέντιεν. Κι εγώ διάλεξα να σε πάω να τη δεις. Εγώ! Όχι εσύ, Νυνάβε, εγώ. Δεν ήμουν η μαριονέτα σου, το λαγωνικό σου, τότε, και δεν θα γίνω τώρα».
Η Νυνάβε ξεροκατάπιε κι έσφιξε πιο γερά τα φουστάνια της. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να θυμώνει μ’ αυτή τη γυναίκα. Κανένα δικαίωμα. Όμως η Μπιργκίτε είχε κάθε δικαίωμα. «Έκανες ό,τι σου ζήτησα. Είναι δικό μου το σφάλμα που... που είσαι εδώ. Όλα αυτά είναι δικό μου σφάλμα».
«Μήπως είπα τίποτα για σφάλμα; Δεν βλέπω κανένα σφάλμα. Μόνο οι άνδρες και τα χαζοκόριτσα αναλαμβάνουν το φταίξιμο που δεν υπάρχει, κι εσύ δεν είσαι ούτε το ένα ούτε το άλλο».
«Η ανόητη περηφάνια μου με έκανε να πιστέψω ότι μπορούσα να τη νικήσω ξανά, και η δειλία μου της επέτρεψε να... της επέτρεψε να... Φοβόμουν τόσο πολύ που δεν μπορούσα ούτε να φτύσω, αλλιώς κάτι θα είχα κάνει, εγκαίρως».
«Δειλή;» Τα μάτια της Μπιργκίτε πλάτυναν, άνοιξαν όλο δυσπιστία, και περιφρόνηση έβαψε τη φωνή της. «Εσύ; Νόμιζα ότι είχες μυαλό και δεν θα μπέρδευες το φόβο με τη δειλία. Θα μπορούσες να είχες φύγει από τον Τελ’αράν’ριοντ, όταν σε ελευθέρωσε η Μογκέντιεν, αλλά εσύ έμεινες για να πολεμήσεις. Δεν είναι από σφάλμα ή φταίξιμό σου που δεν μπορούσες». Η Μπιργκίτε πήρε μια βαθιά ανάσα, έτριψε το μέτωπό της για μια στιγμή, και μετά ξανάσκυψε μπροστά με επιμονή. «Άκουσέ με καλά, Νυνάβε. Δεν λέω ότι φταίω εγώ γι’ αυτό που έπαθες. Το είδα, αλλά δεν μπορούσα να σαλέψω. Αν η Μογκέντιεν σε είχε δέσει κόμπο, αν σε είχε ξεφλουδίσει σαν μήλο, και πάλι δεν θα έφταιγα εγώ. Έκανα ό,τι μπορούσα, όταν μπόρεσα. Το ίδιο έκανες κι εσύ».
«Δεν ήταν το ίδιο». Η Νυνάβε προσπάθησε να απαλύνει τη φλόγα της φωνής της. «Ήταν δικό μου το σφάλμα που ήσουν εκεί. Δικό μου το σφάλμα που είσαι εδώ. Αν...» Σταμάτησε και ξεροκατάπιε ξανά. «Αν... αστοχήσεις... όταν με σημαδέψεις σήμερα, θέλω να ξέρεις ότι καταλαβαίνω».
«Δεν αστοχώ όταν σημαδεύω», είπε ξερά η Μπιργκίτε, «και δεν θα σημαδέψω εσένα». Πήρε να βγάζει πράγματα από ένα ντουλάπι και τα άπλωσε στο τραπεζάκι. Μισοτελειωμένα βέλη, λειασμένα στελέχη, ατσάλινες αιχμές, πέτρινο βαζάκι με κόλλα, ψιλό κορδόνι, γκρίζα φτερά χήνας για τα βέλη. Είχε πει επίσης ότι θα έφτιαχνε δικό της τόξο, το συντομότερο δυνατόν. Το τόξο του Λούκα το αποκαλούσε «ροζιασμένο κλαρί που το έσπασε από ένα δένδρο με στραβά νερά ένας τυφλός ηλίθιος μέσα στη νύχτα». «Μου άρεσες, Νυνάβε», είπε όταν τα έβγαλε όλα. «Με τα αγκάθια και τις ελιές και τα πάντα. Δεν μ’ αρέσεις, πια, όπως είσαι τώρα...»
«Δεν υπάρχει λόγος να σου αρέσω τώρα», είπε δυστυχισμένα η Νυνάβε, η άλλη όμως δεν σταμάτησε στιγμή να μιλά και δεν σήκωσε το κεφάλι.
«...και δεν θα σου επιτρέψω να με μειώνεις, να κάνεις τις αποφάσεις μου ασήμαντες, διεκδικώντας την ευθύνη γι’ αυτές. Είχα μερικές φίλες, οι περισσότερες όμως είχαν τέτοιο χαρακτήρα που θύμιζαν χιονοφαντάσματα».
«Μακάρι να ξαναγινόσουν φίλη μου». Τι στο φως ήταν το χιονοφάντασμα; Κάτι από άλλη Εποχή, σίγουρα. «Δεν θα προσπαθούσα ποτέ να σε μειώσω, Μπιργκίτε. Απλώς―»
Η Μπιργκίτε δεν της έδωσε σημασία, παρά μόνο ύψωσε τη φωνή της. Η προσοχή της τώρα έμοιαζε να είναι στραμμένη αποκλειστικά στα στελέχη των βελών. «Θα ήθελα να σε ξανασυμπαθήσω, είτε νιώθεις κι εσύ το ίδιο είτε όχι, αλλά δεν μπορώ, αν δεν είσαι ο εαυτός σου. Θα μπορούσα να κάνω παρέα με ένα δειλό, μαζεμένο, δυστυχισμένο πλάσμα, αν ήσουν πράγματι έτσι. Δέχομαι τους ανθρώπους όπως είναι, όχι όπως θα ήθελα να είναι, ή τους αφήνω στην ησυχία τους. Αλλά εσύ δεν είσαι κάτι τέτοιο και δεν δέχομαι τους λόγους για τους οποίους το κάνεις. Λοιπόν. Η Κλαρίν μου είπε για τη συνάντηση σου με τη Σεράντιν. Τώρα ξέρω τι να κάνω την επόμενη φορά που θα διεκδικήσεις δικές μου αποφάσεις ως δικές σου». Κούνησε με δύναμη μια βέργα από μελία. «Είμαι σίγουρη ότι η Λατέλ μετά χαράς θα δεχθεί να σε δείρει».
Η Νυνάβε βίασε τα σφιγμένα σαγόνια της να ανοίξουν, μίλησε μ’ όσο πιο μειλίχιο τόνο μπορούσε. «Έχεις κάθε δικαίωμα να μου κάνεις ό,τι επιθυμείς». Οι γροθιές της, καθώς έσφιγγε τα φουστάνια της, έτρεμαν πιο πολύ από τη φωνή της.
«Τι, δείχνουμε νευράκια; Ένα ίχνος, έστω;» Η Μπιργκίτε την κοίταξε χαμογελώντας πλατιά, σαν να το διασκέδαζε, και ταυτόχρονα δείχνοντας μια αγριάδα που ξάφνιαζε. «Πόσο ακόμα μέχρι να ξεσπάσουν σε φλόγες; Εγώ είμαι διατεθειμένη να σπάσω όσες βέργες χρειαστούν». Το χαμόγελο έσβησε, ένα σοβαρό ύφος το διαδέχθηκε. «Θα σε κάνω να δεις τι είναι το σωστό, αλλιώς θα σε διώξω. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Δεν μπορώ και δεν θέλω να αφήσω την Ηλαίην. Αυτός ο δεσμός είναι τιμή για μένα, και θα τον τιμήσω, όπως κι αυτήν. Και δεν θα σου επιτρέψω να νομίζεις ότι παίρνεις ή ότι είχες πάρει εσύ τις δικές μου αποφάσεις. Είμαι ο εαυτός μου, όχι μέλος του σώματός σου. Φύγε τώρα. Πρέπει να τελειώσω αυτά τα βέλη, θέλω να έχω μερικά που να πετάνε σωστά. Δεν σκοπεύω να σε σκοτώσω, και δεν θέλω να γίνει κατά λάθος». Άνοιξε το βαζάκι με την κόλλα κι έσκυψε στο τραπέζι. «Μην ξεχάσεις να υποκλιθείς σαν καλό κορίτσι βγαίνοντας».
Η Νυνάβε έφτασε στην αρχή των σκαλιών και μόνο τότε βρόντηξε τη γροθιά της στο μηρό της οργισμένη. Πώς τολμούσε αυτή η γυναίκα; Νόμιζε μήπως ότι μπορούσε έτσι απλά να...; Νόμιζε ότι η Νυνάβε θα ανεχόταν να...; Νόμιζα ότι μπορούσε να σου κάνει ό,τι θέλει, ψιθύρισε μια φωνούλα στο κεφάλι της. Είπα ότι μπορούσε να με σκοτώσει, την αποπήρε, όχι να με εξευτελίσει! Σε λίγο, όλοι θα την απειλούσαν με εκείνη τη Σωντσάν!
Οι άμαξες έστεκαν παρατημένες, και μόνο μερικοί αλογατάρηδες με κακοραμμένα σακάκια είχαν απομείνει σκοποί κοντά στο μεγάλο, πλατύ μουσαμαδένιο φράχτη που είχε στηθεί για να περικλείσει την παράσταση του Λούκα. Απ’ αυτό το μεγάλο λιβάδι με το ξεραμένο γρασίδι, μισό μίλι από τη Σαμάρα, τα τείχη της πόλης, φτιαγμένα από γκρίζα πέτρα, φαίνονταν καθαρά, με κοντόχοντρους πυργίσκους στις πύλες, ενώ μερικά ψηλότερα κτήρια έδειχναν στέγες από καλαμιές ή με κεραμίδια. Έξω από τα τείχη, χωριουδάκια από καλύβες και από πρόχειρες παράγκες είχαν φυτρώσει σαν μανιτάρια προς κάθε κατεύθυνση, γεμάτα οπαδούς του Προφήτη, και όλα τα δένδρα της περιοχής είχαν κοπεί, προκειμένου η ξυλεία να χρησιμοποιηθεί είτε για κατασκευές είτε για φωτιά.
Η είσοδος των πελατών για την παράσταση ήταν από την άλλη μεριά, όμως δύο αλογατάρηδες, με γερά ρόπαλα, στέκονταν σ’ αυτή την πλευρά για να αποθαρρύνουν όσους ήθελαν να αποφύγουν το εισιτήριο και προσπαθούσαν να μπουν μαζί με τους καλλιτέχνες. Η Νυνάβε σχεδόν τους είχε φτάσει, προχωρώντας μ’ όσο πιο μεγάλες δρασκελιές μπορούσε, μουρμουρίζοντας θυμωμένη, όταν συνειδητοποίησε από τα χαζά χαμόγελά τους ότι το επώμιό της ήταν ακόμα κατεβασμένο στους αγκώνες της. Η ματιά της τους έκανε να μείνουν ανέκφραστοι. Μόνο τότε σκεπάστηκε όπως ήταν πρέπον, και αργά· δεν θα άφηνε αυτούς τους αχρείους με την εντύπωση ότι τους έδινε σημασία Ο κοκαλιάρης, με μύτη που ήταν όσο το μισό του πρόσωπο, παραμέρισε το άνοιγμα του μουσαμά, κι εκείνη χώθηκε στο πανδαιμόνιο.
Ο χώρος έσφυζε από κόσμο, θορυβώδεις, πυκνές ομάδες ανδρών και γυναικών και παιδιών, που φλυαρούσαν και σχημάτιζαν ποτάμια, τα οποία συνέρεαν από τη μια ατραξιόν στην άλλη. Όλοι, εκτός από τα σ’ρέντιτ, έκαναν το νούμερό τους σε ξύλινες εξέδρες που είχε φτιάξει ο Λούκα. Τα χοιράλογα της Σεράντιν είχαν μαζέψει το μεγαλύτερο πλήθος, με τα πελώρια γκρίζα ζώα να ισορροπούν στα μπροστινά πόδια τους, ακόμα και το μωρό, με τις μακριές μουσούδες τυλιγμένες σαν φίδια, ενώ τα σκυλιά της Κλαρίν το μικρότερο, παρ’ όλο που έκαναν ανάποδες τούμπες και σβούρες το ένα πάνω από την πλάτη του άλλου. Πολλοί κοντοστέκονταν για να κοιτάξουν τα λιοντάρια και τα τριχωτά, όμοια με αγριόχοιρους, κάπαρ στα κλουβιά τους, τα παράξενα κερασφόρα ελάφια από το Άραφελ και τη Σαλδαία και το Άραντ Ντόμαν, τα πολύχρωμα πουλιά, που μόνο το Φως ήξερε από πού ήταν, και κάποια πλάσματα με καφέ τρίχωμα και πλατιά, αδέξια περπατησιά, με μεγάλα μάτια και στρογγυλά αυτιά που κάθονταν νωθρά κι έτρωγαν φύλλα από κλαδιά που τα κρατούσαν στα μπροστινά τους πόδια. Ο Λούκα κάθε φορά έλεγε άλλη ιστορία για την προέλευση τους —η Νυνάβε πίστευε ότι δεν ήξερε― και δεν είχε καταφέρει να τους βρει όνομα που να του αρέσει. Ένα πελώριο φίδι από τους βάλτους του Ίλιαν, τέσσερις φορές μεγαλύτερο στο μάκρος από άνθρωπο, προκαλούσε στο πλήθος ίδια σχεδόν κατάπληξη με τα σ’ρέντιτ, αν και απλώς κειτόταν εκεί, μοιάζοντας να κοιμάται. Η Νυνάβε χάρηκε, βλέποντας ότι οι αρκούδες της Λατέλ, που εκείνη τη στιγμή πατούσαν πάνω σε πελώριες κόκκινες ξύλινες μπάλες, τις οποίες έκαναν να περιστρέφονται με τα πόδια τους, δεν είχαν προσελκύσει πολύ περισσότερους θεατές απ’ όσους τα σκυλιά. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να δουν αρκούδες και στα δάση τους, έστω κι αν τούτες εδώ είχαν άσπρες μουσούδες.
Η Λατέλ άστραφτε στο απογευματινό φως με τις μαύρες πούλιες της. Η Σεράντιν λαμπύριζε σχεδόν εξίσου, φορώντας γαλάζιες, και η Κλαρίν με πράσινες, αν και καμία δεν είχε τόσες πούλιες όσες η Λατέλ· τα φορέματά τους όμως είχαν γιακά ψηλό, που έφτανε ως το σαγόνι. Φυσικά, ο Πέτρα και οι Τσαβάνα έκαναν το νούμερό τους φορώντας μονάχα λαμπερά γαλάζια στενά παντελόνια, για να επιδεικνύουν τους μυς τους. Απολύτως κατανοητό. Οι ακροβάτες πατούσαν ο ένας στον ώμο του άλλου, σχηματίζοντας τρεις ορόφους. Κάπου παραπέρα, ο χεροδύναμος σε μια εξέδρα πήρε μια μακριά μπάρα που είχε σε κάθε άκρο της μια μεγάλη σιδερένια μπάλα —χρειάστηκαν δύο άτομα για να του την ανεβάσουν― και αμέσως άρχισε να την περιστρέφει στα χοντρά χέρια του, στριφογυρνώντας τη μάλιστα γύρω από το λαιμό και την πλάτη του.
Ο Θομ έκανε ταχυδακτυλουργικά με φωτιά, την οποία επίσης έτρωγε. Είχε οκτώ φλεγόμενες ράβδους που σχημάτιζαν τέλειο κύκλο· μετά, ξαφνικά, φάνηκε να κρατά τέσσερις σε κάθε χέρι, με μια να ξεχωρίζει από κάθε ομάδα. Έχωνε επιδέξια τη φλεγόμενη άκρη καθεμιάς εναλλάξ στο στόμα του, φαινόταν να καταπίνει, και την έβγαζε σβησμένη, μοιάζοντας να έχει φάει κάτι νόστιμο. Η Νυνάβε δεν καταλάβαινε πώς δεν καψάλιζε τα μουστάκια του, και πολύ περισσότερο πώς δεν έκαιγε το λαρύγγι του. Μ’ ένα στρίψιμο των καρπών, οι σβησμένες ράβδοι απλώθηκαν ανάμεσα στις αναμμένες σαν βεντάλιες. Έπειτα από μια στιγμή, σχημάτισαν δύο ενωμένους κύκλους πάνω από το κεφάλι του. Ο Θομ φορούσε το ίδιο καφέ σακάκι που είχε πάντα, αν και ο Λούκα του είχε δώσει ένα κόκκινο γεμάτο πούλιες. Τα φουντωτά φρύδια του Θομ υψώθηκαν, όταν η Νυνάβε πέρασε δίπλα του, σημάδι ότι δεν είχε καταλάβει γιατί εκείνη τον αγριοκοίταζε. Ακούς εκεί, να φορά το δικό του σακάκι!
Η Νυνάβε διέσχισε βιαστικά το πυκνό πλήθος που βούιζε ανυπόμονα, μαζεμένο γύρω από τους δύο ψηλούς στύλους οι οποίοι είχαν ανάμεσά τους τεντωμένο ένα σχοινί. Αναγκάστηκε να ανοίξει δρόμο με τους αγκώνες για να φτάσει στην μπροστινή σειρά, αν και, όταν γλίστρησε λίγο το επώμιό της, δυο γυναίκες την αγριοκοίταξαν και τράβηξαν τους άνδρες τους στην άκρη. Η Νυνάβε θα τις αγριοκοίταζε κι αυτή, αλλά είχε κοκκινίσει και πάσχιζε να σκεπαστεί. Ο Λούκα ήταν εκεί, συνοφρυωμένος, σαν άνδρας που περιμένει έξω από το δωμάτιο που γεννά η γυναίκα του, ενώ πλάι του στεκόταν ένας σωματώδης τύπος με ξυρισμένο κεφάλι που άφηνε μόνο ένα σταχτί κότσο στην κορυφή. Η Νυνάβε στάθηκε από την άλλη μεριά του Λούκα. Ο ξυρισμένος είχε όψη κακούργου· μια μακριά ουλή κατηφόριζε στο αριστερό του μάγουλο, και στο μάτι εκείνο φορούσε καλύπτρα, που ήταν ζωγραφισμένο ένα άγριο κόκκινο μάτι. Ελάχιστοι άνδρες απ’ όσους είχε δει εδώ ήταν οπλισμένοι, συνήθως με μαχαίρι στη ζώνη, αλλά αυτός είχε ζωστεί ένα σπαθί στην πλάτη του, με την ψηλή λαβή να ξεπροβάλλει πάνω από τον δεξί του ώμο. Της φαινόταν αόριστα γνωστός για κάποιο λόγο, αλλά το μυαλό της ήταν στο τεντωμένο σχοινί. Ο Λούκα κοίταξε συνοφρυωμένος το επώμιο της, της χαμογέλασε κι έκανε να την αγκαλιάσει από τη μέση.
Κι ενώ εκείνος προσπαθούσε να ανασάνει μετά την αγκωνιά της που του είχε κόψει την ανάσα, καθώς η Νυνάβε ξανάβαζε σεμνά το επώμιό της στη θέση του, ο Τζούιλιν ήρθε παραπατώντας από το πλήθος αντίκρυ της, με το κωνικό κόκκινο καπέλο να γέρνει ξένοιαστα, το σακάκι φορεμένο από το ένα μανίκι, μ’ ένα ξύλινο κύπελλο στη γροθιά του να ξεχειλίζει και να στάζει. Με τα άκρως προσεγμένα βήματα ενός που στο κεφάλι έχει περισσότερο κρασί παρά μυαλό, πλησίασε την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε σε μια ψηλή εξέδρα και στάθηκε να την κοιτάζει.
«Προχώρα!» φώναξε κάποιος. «Να σπάσεις το ξερό σου το κεφάλι».
«Περίμενε, φίλε», φώναξε ο Λούκα, προχωρώντας με χαμόγελο κι ανεμίζοντας επιτηδευμένα το μανδύα του. «Δεν είναι εδώ μέρος για κάποιον που έχει κατεβάσει τόσο―»
Ο Τζούιλιν άφησε το κύπελλο στο έδαφος, ανέβηκε γοργά τη σκάλα και στάθηκε ταλαντευόμενος στην εξέδρα. Η Νυνάβε κράτησε την ανάσα της. Ο άνθρωπος ήταν συνηθισμένος στα ύψη, λογικό βέβαια, αφού μια ζωή κυνηγούσε ληστές στις στέγες του Δακρύου, αλλά και πάλι...
Ο Τζούιλιν γύρισε από την άλλη σαν να είχε χαθεί· έμοιαζε τόσο μεθυσμένος που δεν έβλεπε τη σκάλα ή δεν τη θυμόταν. Τα μάτια του βρήκαν το σχοινί. Επιφυλακτικά, άπλωσε λίγο το πόδι και το πάτησε, και ύστερα το τράβηξε πίσω. Έσπρωξε πίσω το καπέλο για να ξύσει το κεφάλι του, μελέτησε το τεντωμένο σχοινί, και ξαφνικά το πρόσωπό του φωτίστηκε. Έπεσε αργά στα τέσσερα και άρχισε να σέρνεται ταλαντευόμενος στο σχοινί. Ο Λούκα του φώναξε να κατέβει και το πλήθος βρυχήθηκε από τα γέλια.
Στα μισά του δρόμου, ο Τζούιλιν κοντοστάθηκε, ταλαντευόμενος αδέξια, και κοίταξε πίσω· το βλέμμα του καρφώθηκε στο κύπελλο που είχε αφήσει στο έδαφος. Ολοφάνερα συλλογιζόταν πώς άραγε θα ξαναγυρνούσε εκεί. Αργά, με κάθε προσοχή, σηκώθηκε, στραμμένος προς την εξέδρα απ’ όπου είχε ξεκινήσει, ταλαντευόμενος δεξιά-αριστερά. Το πλήθος άφησε μια κραυγή, όταν το πόδι του γλίστρησε και ο Τζούιλιν έπεσε, προλαβαίνοντας με κάποιον τρόπο να κρατηθεί πιάνοντας το σχοινί με το χέρι και το γόνατο. Ο Λούκα έπιασε το Ταραμπονέζικο καπέλο, καθώς έπεφτε, φωνάζοντας προς όλους ότι ο άνθρωπος ήταν παλαβός, πως ό,τι πάθαινε δεν θα ήταν ευθύνη δική του. Η Νυνάβε ζούληξε με τα δύο χέρια τη μέση της· και μόνο που φανταζόταν τον εαυτό της εκεί πάνω, την έπιανε αναγούλα. Ο άνθρωπος ήταν βλάκας. Μεγάλος βλάκας!
Με ολοφάνερο κόπο, ο Τζούιλιν κατάφερε να πιάσει το σχοινί και με το άλλο χέρι, και προχώρησε κάνοντας απλωτές κάτω από το σκοινί. Προς την πιο μακρινή εξέδρα. Εκεί λικνίστηκε δεξιά-αριστερά, ξεσκόνισε το σακάκι του, προσπάθησε να το ισιώσει και το μόνο που κατάφερε ήταν να βγάλει το ένα μανίκι και να αφήσει το άλλο να κρεμαστεί ― και τότε εντόπισε το κύπελλό του στη βάση του άλλου στύλου. Το έδειξε με χαρά και ξαναβγήκε στο σχοινί.
Αυτή τη φορά, οι μισοί θεατές του φώναξαν να πάει πίσω, του φώναξαν ότι είχε σκάλα πίσω του· οι υπόλοιποι απλώς γέλασαν τρανταχτά, σίγουρα περιμένοντας ότι θα έσπαζε το κεφάλι του. Εκείνος περπάτησε με άνεση, γλίστρησε στη σχοινένια σκάλα με τα χέρια και τα πόδια από την έξω μεριά της και άρπαξε το ξύλινο κύπελλο για να πιει μια μεγάλη γουλιά. Όταν ο Λούκα έβαλε το κόκκινο καπέλο στο κεφάλι του Τζούιλιν και υποκλίθηκαν και οι δύο —ο Λούκα ανέμιζε το μανδύα του με τέτοιο τρόπο ώστε ο Τζούιλιν ήταν σχεδόν μισοκρυμμένος πίσω του― μόνο τότε οι θεατές συνειδητοποίησαν ότι όλα ήταν μέρος της παράστασης. Ακολούθησε μια σιωπηλή στιγμή και μετά ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και επευφημίες και γέλια. Η Νυνάβε πίστευε ότι υπήρχε περίπτωση να οργιστούν επειδή τους είχαν ξεγελάσει. Ο άνδρας με τον κότσο στο κεφάλι έμοιαζε με κακούργο ακόμα και τώρα που γελούσε.
Αφήνοντας τον Τζούιλιν να στέκεται πλάι στη σκάλα, ο Λούκα ξαναγύρισε για να σταθεί ανάμεσα στη Νυνάβε και στον άνδρα με τον κότσο. «Το φαντάστηκα ότι όλα θα πήγαιναν μια χαρά». Είχε μια έκφραση άκρατου αυτοθαυμασμού κι έκανε μικρές υποκλίσεις προς το πλήθος σαν να ήταν αυτός που είχε ανέβει στο σχοινί.
Η Νυνάβε του έριξε μια ξινή ματιά σμίγοντας τα φρύδια, αλλά δεν είχε χρόνο να ξεστομίσει το δηκτικό σχόλιο που είχε έτοιμο, επειδή η Ηλαίην εκείνη τη στιγμή ήρθε με ζωηρό βήμα μέσα από το πλήθος και στάθηκε πλάι στον Τζούιλιν με τα χέρια υψωμένα, κλίνοντας το γόνυ.
Η Νυνάβε έσφιξε το στόμα και έσιαξε ενοχλημένη το επώμιο. Παρά τη γνώμη που μπορεί να είχε για το κόκκινο φόρεμα, το οποίο είχε βρεθεί να φοράει χωρίς πραγματικά να ξέρει πώς είχε γίνει αυτό, το κοστούμι της Ηλαίην ίσως να ήταν χειρότερο. Η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ ήταν ντυμένη στα χιονόλευκα, με αραιές λευκές πούλιες να λαμπυρίζουν στο κοντό σακάκι και το στενό παντελόνι. Η Νυνάβε δεν πίστευε ότι η Ηλαίην θα τολμούσε να εμφανιστεί δημοσίως μ’ αυτά τα ρούχα, αλλά αγωνιούσε υπερβολικά για τη δική της ενδυμασία και δεν είχε εκφράσει την άποψή της. Το σακάκι και το παντελόνι της θύμιζαν τη Μιν. Δεν ενέκρινε το ότι η Μιν φορούσε αγορίστικα ρούχα, αλλά το χρώμα και οι πούλιες έκαναν αυτά εδώ να μοιάζουν ακόμα πιο... φανταχτερά.
Ο Τζούιλιν κράτησε τη σχοινόσκαλα για να ανέβει η Ηλαίην, αν και δεν υπήρχε λόγος. Η Ηλαίην ανέβηκε όσο επιδέξια θα μπορούσε να είχε ανέβει κι εκείνος, Ο Τζούιλιν χάθηκε στο πλήθος, όταν η κοπέλα έφτασε στην εξέδρα και στάθηκε λάμποντας απέναντι στα βροντερά χειροκροτήματα, σαν να απολάμβανε το θαυμασμό των υπηκόων της. Όταν βγήκε στο σχοινί —που για κάποιο λόγο τώρα φαινόταν ακόμα πιο λεπτό απ’ όσο όταν περπατούσε εκεί ο Τζούιλιν― η Νυνάβε σχεδόν έπαψε να ανασαίνει κι έπαψε εντελώς να σκέφτεται τα ρούχα της Ηλαίην ή τα δικά της.
Η Ηλαίην προχώρησε στο σχοινί, απλώνοντας τα χέρια, χωρίς να διαβιβάζει πλατφόρμα Αέρα. Προχώρησε αργά στο σχοινί, βάζοντας το ένα πόδι μπροστά στο άλλο, χωρίς να ταλαντεύεται καθόλου, με μόνο στήριγμα το σχοινί. Θα ήταν πολύ πιο επικίνδυνο να διαβιβάσει, αν η Μογκέντιεν είχε το παραμικρό στοιχείο για το πού βρίσκονταν· η Αποδιωγμένη ή κάποιες Μαύρες αδελφές μπορεί να ήταν στη Σαμάρα, και θα αντιλαμβάνονταν την ύφανση. Κι αν δεν ήταν τώρα στη Σαμάρα, μπορεί να έφταναν σε λίγο. Η Ηλαίην κοντοστάθηκε στην απέναντι εξέδρα, μέσα σε πιο ενθουσιώδη χειροκροτήματα από εκείνα που είχε λάβει ο Τζούιλιν —η Νυνάβε δεν καταλάβαινε γιατί― και ξεκίνησε να γυρίσει. Έφτασε σχεδόν ως το τέλος, έστριψε, προχώρησε ως τη μέση του σχοινιού, έστριψε ξανά. Και ταλαντεύτηκε, μόλις προλαβαίνοντας να ισορροπήσει. Η Νυνάβε ένιωσε σαν να της είχε σφίξει ένα χέρι το λαιμό. Με αργό, σταθερό ρυθμό, η Ηλαίην συνέχισε να υψοπερπατεί ως την εξέδρα, ποζάροντας άλλη μια φορά για τις βροντερές φωνές και τα χειροκροτήματα.
Η Νυνάβε κατάπιε, ηρέμησε την καρδιά της, και ανάσανε ξανά, τραχιά, αλλά ήξερε ότι δεν ήταν αυτό το τέλος.
Η Ηλαίην σήκωσε τα χέρια πάνω από το κεφάλι και ξαφνικά έκανε μια τούμπα στο σχοινί, με τις μελαχρινές μπούκλες της να τινάζονται σαν μαστίγιο και το λευκό παντελόνι να γυαλίζει στον ήλιο. Η Νυνάβε άφησε μια φωνούλα κι έσφιξε το μπράτσο του Λούκα, καθώς η κοπέλα έφτανε στην αντικρινή εξέδρα και κατέληγε με την τελευταία τούμπα στην πλατιά επιφάνειά της, σταματώντας λίγο προτού πέσει από την άκρη.
«Τι έγινε;» μουρμούρισε αυτός, μέσα στην κοφτή εκπνοή του πλήθους. «Την έχεις δει να κάνει το ίδιο πράγμα κάθε απόγευμα από τη Σιέντα και μετά. Και σε πολλά άλλα μέρη, νόμιζα».
«Φυσικά», είπε εκείνη αδύναμα. Με το βλέμμα κολλημένο στην Ηλαίην, μόλις που πρόσεξε το χέρι του Λούκα, το οποίο γλίστρησε στους ώμους της, και βέβαια όχι τόσο ώστε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Είχε προσπαθήσει να πείσει την κοπέλα να προσποιηθεί ότι είχε στραμπουλήξει τον αστράγαλό της, όμως η Ηλαίην επέμενε ότι ύστερα από τόση εξάσκηση με τη Δύναμη, δεν τη χρειαζόταν πια. Μπορεί ο Τζούιλιν να μη χρειαζόταν τη Δύναμη —απ’ όσο φαινόταν― αλλά η Ηλαίην δεν τριγυρνούσε στις σκεπές νυχτιάτικα.
Οι τούμπες στην επιστροφή έγιναν τέλεια, όπως και η κατάληξη στην εξέδρα, αλλά η Νυνάβε ούτε κοίταξε αλλού, ούτε άφησε το μανίκι του Λούκα που έσφιγγε. Μετά την αναπόφευκτη, όπως φαινόταν πια, παύση για το χειροκρότημα, η Ηλαίην ξαναγύρισε στο σχοινί, κάνοντας επιτόπου στροφές, υψώνοντας και γυρίζοντας το πόδι τόσο γρήγορα, που ήταν σαν να μην το είχε κατεβάσει καθόλου, κι επίσης σηκώθηκε και στηρίχτηκε αργά στα χέρια, με το κορμί στητό σαν μαχαίρι, με τα λευκά παπούτσια να σημαδεύουν ίσια τον ουρανό. Κι έκανε μια ανάποδη τούμπα που άφησε το πλήθος με κομμένη την ανάσα, ενώ η ίδια ταλαντευόταν δεξιά αριστερά και μόλις που πρόλαβε να βρει την ισορροπία της. Αυτό της το είχε μάθει ο Θομ Μέριλιν, όπως και το να στέκεται στα χέρια.
Με την άκρη του ματιού, η Νυνάβε έπιασε τον Θομ που ήταν δυο βήματα πιο πέρα, είχε καρφώσει το βλέμμα στην Ηλαίην και είχε ανασηκωθεί στις μύτες των ποδιών του. Έλαμπε από περηφάνια. Έδειχνε έτοιμος να τρέξει και να την πιάσει, αν έπεφτε. Και, αν έπεφτε, το φταίξιμο θα ήταν πράγματι ως ένα βαθμό δικό του. Κακώς της είχε διδάξει αυτά τα πράγματα!
Ακολούθησε ένα τελευταίο πέρασμα, με τα πόδια να αστράφτουν και να λαμπυρίζουν στον ήλιο, καθώς έκανε τούμπες, πιο γρήγορα από πριν. Ένα πέρασμα που δεν το είχε πει στη Νυνάβε! Θα τα έψελνε για τα καλά στον Λούκα, όμως αυτός πρόλαβε να μουρμουρίσει ότι ήταν επικίνδυνο να παρατραβάς το νούμερο μόνο και μόνο για το χειροκρότημα. Η Ηλαίην έκανε μια τελευταία παύση, ποζάροντας για το χειροκρότημα, και τελικά κατέβηκε κάτω.
Το πλήθος χίμηξε πάνω της μέσα σε φωνές. Ο Λούκα και τέσσερις αλογατάρηδες με ρόπαλα εμφανίστηκαν γύρω της σαν σταλμένοι από τη Δύναμη, όμως ο Θομ είχε προλάβει να φτάσει πρώτος, παρά το χωλό πόδι του.
Η Νυνάβε πήδηξε όσο πιο ψηλά μπορούσε, και μόλις που κατάφερε να κοιτάξει πάνω από τα κεφάλια του κόσμου και να διακρίνει την Ηλαίην. Η κοπέλα δεν φαινόταν καν φοβισμένη, ούτε καν ζαλισμένη, μπροστά στα τόσα χέρια που ανέμιζαν και προσπαθούσαν να την αγγίξουν, περνώντας ανάμεσα από τους φρουρούς της που την κύκλωναν. Με το κεφάλι ψηλά, το πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο από τον κόπο, κατάφερνε να παρουσιάζει ένα ψύχραιμο, αριστοκρατικό ύφος όλο χάρη, καθώς τη συνόδευαν φεύγοντας. Η Νυνάβε δεν μπορούσε να φανταστεί πώς το κατάφερνε αυτό με τέτοια ρούχα.
«Έχει πρόσωπο λες και είναι καμιά αναθεματισμένη βασίλισσα», μουρμούρισε ο μονόφθαλμος, χωρίς να μιλά σε άλλον. Δεν είχε τρέξει μαζί με τους άλλους, απλώς τους είχε αφήσει να περάσουν δίπλα του. Κακοντυμένος, με απλό σακάκι από σκούρο γκρίζο μαλλί, έμοιαζε αρκετά στιβαρός, ώστε να μην ανησυχεί μήπως τον ρίξουν κάτω και τον τσαλαπατήσουν. Έδειχνε ότι ήξερε να κουμαντάρει εκείνο το σπαθί. «Που να με κάψουν σαν να ’μαι αγρότης με σπλάχνα προβάτου, έχει τόσο φλογερό θάρρος, λες και είναι καμιά αναθεματισμένη βασίλισσα».
Η Νυνάβε τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό, καθώς εκείνος απομακρυνόταν μέσα στο πλήθος, και δεν το έκανε για τη γλώσσα του. Ή μάλλον εν μέρει γι’ αυτό. Τώρα θυμόταν πού τον είχε δει, έναν μονόφθαλμο με κότσο στην κορυφή του κεφαλιού που δεν μπορούσε να πει δυο κουβέντες δίχως τις πιο φριχτές βλαστήμιες.
Ξεχνώντας την Ηλαίην —σίγουρα ήταν ασφαλής― η Νυνάβε διέσχισε το πλήθος ακολουθώντας τον.