Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του μέσα στο σκοτάδι, ο Καντίρ έπαιζε νωχελικά με ένα μεγάλο μαντήλι στα χέρια του. Τα ανοιχτά παράθυρα της άμαξας άφηναν να μπαίνει το φεγγαρόφωτο, αλλά όχι κάποιο δροσερό αεράκι. Τουλάχιστον η Καιρχίν ήταν πιο δροσερή από την Ερημιά. Κάποια μέρα έλπιζε να επιστρέψει στη Σαλδαία, να περπατήσει στους κήπους όπου η αδελφή του η Τεοντόρα του είχε μάθει τα πρώτα γράμματα και αριθμούς. Του έλειπε η Τεοντόρα όσο του έλειπε και η Σαλδαία, εκείνοι οι βαριοί χειμώνες που τα δένδρα έσκαζαν επειδή πάγωναν οι χυμοί τους και ο μόνος τρόπος για να ταξιδέψεις ήταν με χιονοπέδιλα ή σκι. Εδώ, στις νότιες χώρες, η άνοιξη έμοιαζε με καλοκαίρι και το καλοκαίρι με το Χάσμα του Χαμού. Ο ιδρώτας κυλούσε πάνω του σχηματίζοντας ποταμάκια. Βαριαναστέναξε κι έχωσε τα δάχτυλα του σε ένα μικρό κενό, στο σημείο που το κρεβάτι ενωνόταν με το πλαϊνό της άμαξας. Άκουσε τον ήχο του διπλωμένου κομματιού περγαμηνής. Την άφησε εκεί. Ήξερε πια τα λόγια απ’ έξω.
Δεν είσαι μόνος μεταξύ ξένων. Η οδός έχει επιλεγεί.
Μόνο αυτό, χωρίς υπογραφή, φυσικά. Το είχε βρει χωμένο κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας του όταν γύρισε το βράδυ να ξεκουραστεί. Υπήρχε μια πόλη, ούτε τετρακόσια μέτρα παραπέρα, το Έιανροντ, αλλά ακόμα κι αν υπήρχε κανένα άδειο κρεβάτι εκεί, οι Αελίτες σίγουρα δεν θα τον άφηναν να κοιμηθεί μια νύχτα μακριά από τις άμαξες. Ούτε και η Άες Σεντάι θα τον άφηνε. Προς το παρόν, τα σχέδιά του συμβάδιζαν με αυτά της Μουαραίν. Ίσως κατάφερνε να ξαναδεί την Ταρ Βάλον. Επικίνδυνο μέρος γι’ ανθρώπους σαν και του λόγου του, όμως η δουλειά που γινόταν εκεί ήταν πάντα σημαντική, αναζωογονητική.
Έστρεψε πάλι τις σκέψεις του στο σημείωμα, αν κι ευχόταν να μπορούσε να το αγνοήσει. Η λέξη «επιλεγεί» τον έπειθε ότι το είχε γράψει κάποιος άλλος Σκοτεινόφιλος. Η πρώτη έκπληξη ήταν ότι το είχε λάβει τώρα, αφού είχαν διασχίσει σχεδόν ολόκληρη την Καιρχίν. Σχεδόν πριν από δύο μήνες, ακριβώς αφότου ο Τζέησιν Νατάελ είχε προσκολληθεί στον Ραντ αλ’Θόρ —για λόγους που δεν είχε καταδεχθεί ποτέ να εξηγήσει― και μετά την εξαφάνιση της καινούριας συνεργάτιδάς του, της Κέιλε Σαόγκι —ο Καντίρ υποψιαζόταν ότι ήταν θαμμένη στην Ερημιά με μια μαχαιριά από τον Νατάελ στην καρδιά, και καλά της ξεκουμπίδια― λίγο καιρό μετά απ’ αυτό, τον είχε επισκεφθεί μια Εκλεκτή. Η Λανφίαρ αυτοπροσώπως. Του είχε δώσει οδηγίες.
Αυτόματα το χέρι του πήγε στο στήθος του, και ψηλάφισε πάνω από το πουκάμισο τις ουλές από εγκαύματα που υπήρχαν εκεί. Σκούπισε το πρόσωπό του με το μαντήλι. Ένα μέρος του μυαλού του σκεφτόταν ψυχρά, όπως έκανε μια φορά τη μέρα από τότε, πως οι ουλές ήταν ένας αποτελεσματικός τρόπος για να του αποδείξει ότι δεν ήταν ένα συνηθισμένο όνειρο. Ένας συνηθισμένος εφιάλτης. Ένα άλλο μέρος σχεδόν παραληρούσε με ανακούφιση που η Λανφίαρ δεν είχε ξανάρθει.
Η δεύτερη έκπληξη του σημειώματος ήταν ο γραφικός χαρακτήρας. Ήταν γυναικείος, εκτός αν έκανε τεράστιο λάθος, και μερικά γράμματα ήταν γραμμένα με τρόπο που τώρα αναγνώριζε ότι ήταν συνηθισμένος στους Αελίτες. Ο Νατάελ του είχε πει ότι πρέπει να υπήρχαν Σκοτεινόφιλοι ανάμεσα στους Αελίτες —υπήρχαν Σκοτεινόφιλοι σε κάθε χώρα, σε κάθε λαό― αλλά ο Καντίρ δεν ήθελε να βρει αδέρφια στην Ερημιά. Οι Αελίτες θα σε σκότωναν με την ευκολία που σε κοίταζαν, και καμιά φορά παρεξηγούνταν ακόμα και που ανάσαινες.
Εν γένει, το σημείωμα σήμαινε καταστροφή. Πιθανόν ο Νατάελ να είχε πει σε κάποιον Αελίτη Σκοτεινόφιλο ποιος ήταν. Έστριψε θυμωμένα το μαντήλι, σχηματίζοντας ένα μακρύ λεπτό κορδόνι, και το τέντωσε μ’ έναν ξερό κρότο ανάμεσα στα χέρια του. Αν ο βάρδος και η Κέιλε δεν είχαν αποδείξεις πως βρίσκονταν ψηλά στα συμβούλια των Σκοτεινόφιλων, θα τους είχε σκοτώσει και τους δύο προτού πλησιάσουν την Ερημιά. Η μόνη άλλη πιθανότητα έκανε το στομάχι του να αναγουλιάσει. «Η οδός έχει επιλεγεί». Μπορεί να το είχαν βάλει απλώς για να γράψουν τη λέξη «επιλεγεί» που παρέπεμπε στους Εκλεκτούς, και ίσως να σήμαινε απλώς ότι κάποιος Εκλεκτός είχε αποφασίσει να τον χρησιμοποιήσει. Το σημείωμα δεν προερχόταν από τη Λανφίαρ· εκείνη απλώς θα του ξαναμιλούσε στα όνειρά του.
Παρά τη ζέστη ανατρίχιασε, αλλά ταυτόχρονα αναγκάστηκε να σκουπίσει το πρόσωπό του. Είχε την αίσθηση ότι η Λανφίαρ ήταν ζηλότυπο αφεντικό, αλλά, αν τον ήθελε ένας άλλος Εκλεκτός, ο Καντίρ δεν θα είχε άλλη επιλογή. Παρά τις υποσχέσεις που είχε δώσει μαζί με τους όρκους του όταν ήταν νεαρός, δεν έτρεφε πολλές ψευδαισθήσεις. Αν έμπαινε ανάμεσα σε δύο Εκλεκτούς, θα έλιωνε σαν γατάκι κάτω από ρόδα κάρου κι αυτοί δεν θα πρόσεχαν περισσότερο από το κάρο τι είχαν κάνει. Ευχήθηκε να ήταν στο σπίτι του στη Σαλδαία. Ευχήθηκε να ξανάβλεπε την Τεοντόρα.
Άκουσε κάτι να ξύνει την πόρτα και σηκώθηκε όρθιος· παρά τον όγκο του, ήταν πιο ευκίνητος απ’ όσο έδειχνε στους άλλους. Σκουπίζοντας το πρόσωπο και το λαιμό του, πέρασε πλάι από την πλίνθινη εστία, την οποία φυσικά δεν χρειαζόταν εδώ, και από τα ντουλάπια, που ήταν περίτεχνα σκαλισμένα και βαμμένα. Όταν άνοιξε την πόρτα, μια λεπτή μορφή ντυμένη με μαύρη ρόμπα χίμηξε και πέρασε από δίπλα του. Εκείνος έριξε μια γοργή ματιά τριγύρω στο φεγγαρόλουστο σκοτάδι για να βεβαιωθεί πως κανείς δεν έβλεπε —οι οδηγοί ροχάλιζαν κάτω από τις άλλες άμαξες και οι Αελίτες σκοποί δεν πήγαιναν ποτέ ανάμεσα στις άμαξες― και ξανάκλεισε βιαστικά την πόρτα.
«Δεν ζεσταίνεσαι, Ισέντρε;», χασκογέλασε. «Βγάλε τη ρόμπα και βολέψου».
«Όχι, ευχαριστώ», είπε εκείνη με πικρή φωνή από τα σκιερά βάθη της κουκούλας της. Στεκόταν αλύγιστη, αλλά πού και πού τιναζόταν· το μαλλί πρέπει να της προκαλούσε φαγούρα περισσότερο απ’ όσο συνήθως.
Εκείνος χασκογέλασε ξανά. «Όπως επιθυμείς». Υποψιαζόταν πως, κάτω από κείνη τη ρόμπα, οι Κόρες του Δόρατος ακόμα της απαγόρευαν να φορά οτιδήποτε εκτός από τα κλεμμένα κοσμήματα, αν φορούσε καν αυτά. Είχε γίνει σεμνότυφη από τότε που την είχαν περιλάβει οι Κόρες. Ο Καντίρ δεν καταλάβαινε γιατί η γυναίκα είχε φανεί τόσο ηλίθια ώστε να κλέψει. Ο ίδιος πάντως δεν είχε φέρει καμία αντίρρηση όταν την είχαν τραβήξει από την άμαξα σέρνοντας την από τα μαλλιά, ενώ αυτή τσίριζε· χαιρόταν μόνο που δεν είχαν σκεφτεί μήπως είχε ανάμιξη κι ο ίδιος. Η απληστία της είχε δυσκολέψει τη δουλειά του. «Έχεις να αναφέρεις τίποτα για τον αλ’Θόρ ή τον Νατάελ;» Οι περισσότερες οδηγίες της Λανφίαρ είχαν να κάνουν με το ότι έπρεπε να παρακολουθεί στενά αυτούς τους δύο, και ο Καντίρ δεν ήξερε καλύτερο τρόπο να παρακολουθήσεις άνδρα από το να βάλεις μια γυναίκα στο κρεβάτι του. Κάθε άνδρας λέει στη σύντροφό του στο κρεβάτι πράγματα που έχει ορκιστεί να κρατήσει κρυφά, κομπάζει για τα σχέδιά του, αποκαλύπτει τις αδυναμίες του, ακόμα κι αν είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας και εκείνος της Αυγής, όπως τον αποκαλούσαν οι Αελίτες.
Η άλλη ανατρίχιασε σύγκορμη. «Τουλάχιστον μπορώ να πλησιάσω τον Νατάελ». Να τον πλησιάσει; Μια φορά που οι Κόρες την είχαν πιάσει να μπαίνει κρυφά στη σκηνή του, είχαν αρχίσει σχεδόν να την πετάνε εκεί μέσα κάθε νύχτα. Η Ισέντρε πάντα εξωράιζε τις καταστάσεις. «Όχι ότι μου λέει τίποτα. Περίμενε. Δείξε υπομονή. Σιωπή. Συμβιβάσου με το πεπρωμένο, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Τα λέει αυτά κάθε φορά που πάω να τον ρωτήσω κάτι. Κυρίως, το μόνο που θέλει είναι να παίζει μουσική που δεν έχω ακούσει ποτέ άλλοτε και να κάνει έρωτα». Δεν είχε ποτέ να πει κάτι παραπάνω για τον βάρδο. Για εκατοστή φορά ο Καντίρ αναρωτήθηκε γιατί η Λανφίαρ ήθελε να παρακολουθείται ο Νατάελ. Ο άνθρωπος υποτίθεται ότι ήταν όσο πιο ψηλά μπορούσε να φτάσει ένας Σκοτεινόφιλος, μονάχα ένα βήμα πιο κάτω από τους Εκλεκτούς.
«Να θεωρήσω ότι ακόμα δεν κατάφερες να τρυπώσεις στο κρεβάτι του αλ’Θόρ;» τη ρώτησε, περνώντας από δίπλα της για να καθίσει στο κρεβάτι.
«Όχι». Σπαρτάρησε με δυσφορία.
«Τότε θα πρέπει να προσπαθήσεις πιο πολύ, έτσι δεν είναι; Με κούρασαν οι αποτυχίες, Ισέντρε, και οι αφέντες μας δεν είναι υπομονετικοί όσο εγώ. Είναι ένας απλός άνδρας, παρά τους τίτλους του». Η Ισέντρε συχνά κόμπαζε μπροστά του ότι μπορούσε να αποκτήσει όποιον άνδρα ήθελε, και να τον βάλει να κάνει ό,τι του ζητούσε. Είχε δείξει στον Καντίρ την πηγή των κομπασμών της. Δεν ήταν αναγκασμένη να κλέβει τα κοσμήματα· θα της αγόραζε αυτός ό,τι ήθελε. Ο Καντίρ της είχε πράγματι αγοράσει περισσότερα απ’ όσα άντεχε το πορτοφόλι του. «Οι άτιμες οι Κόρες δεν μπορεί να τον παρακολουθούν κάθε δευτερόλεπτο, και όταν θα είσαι στο κρεβάτι του, δεν θα τις αφήσει να σε πειράξουν». Μια φορά να τη γευόταν ο Ραντ, θα αρκούσε. «Έχω απόλυτη πίστη και εμπιστοσύνη στις ικανότητες σου».
«Όχι». Και αυτή τη φορά μάλιστα η λέξη ήταν ακόμα πιο κοφτή.
Εκείνος δίπλωσε και ξεδίπλωσε το μαντήλι ενοχλημένος. «Το “όχι” είναι μια λέξη που δεν αρέσει στους αφέντες μας, Ισέντρε». Αυτό σήμαινε τους άρχοντές τους μεταξύ των Σκοτεινόφιλων· σε καμία περίπτωση όλους τους άρχοντες και τις αρχόντισσες —ο ιπποκόμος μπορεί να έδινε διαταγές σε μια αρχόντισσα, ο διακονιάρης σ’ έναν δικαστή― αλλά αυτοί επέβλεπαν την τήρηση των διαταγών τους αυστηρά όσο οι αριστοκράτες, και συνήθως αυστηρότερα. «Δεν είναι μια λέξη που θα ήθελε να ακούσει η κυρά μας».
Η Ισέντρε ρίγησε. Δεν είχε πιστέψει την ιστορία του μέχρι που της είχε δείξει τα εγκαύματα στο στέρνο του, αλλά από τότε η αναφορά του ονόματος της Λανφίαρ αρκούσε για να καταπνίξει κάθε ανταρσία της. Αυτή τη φορά όμως άρχισε να σιγοκλαίει. «Δεν μπορώ, Χάντναν. Όταν σταματήσαμε απόψε, σκέφτηκα ότι ίσως έβρισκα μια ευκαιρία, αφού θα ήμασταν σε πόλη και όχι σε σκηνές, αλλά με έπιασαν προτού φτάσω στα δέκα βήματα απ’ αυτόν». Κατέβασε την κουκούλα της και αυτός έμεινε χάσκοντας, καθώς το φεγγαρόφωτο έπαιζε πάνω στο γυμνό κρανίο της. Ακόμα και τα φρύδια της είχαν χαθεί. «Με ξύρισαν, Χάντναν. Η Αντελίν και η Ενάιλα και η Τζόλιεν, με έριξαν κάτω και μου ξύρισαν όλες τις τρίχες. Με έδειραν με τσουκνίδες, Χάντναν». Έτρεμε σαν βλαστάρι σε δυνατό αέρα, μισόκλαιγε με το στόμα μισάνοιχτο, μασώντας τις λέξεις της. «Έχω φαγούρα από τους ώμους ως τα γόνατα και με καίει τόσο, που δεν μπορώ να ξυστώ. Είπαν ότι θα με βάλουν να φορέσω τσουκνίδες έτσι και τολμήσω έστω να ξανακοιτάξω προς το μέρος του. Το εννοούσαν, Χάντναν. Το έκαναν! Είπαν ότι θα με δώσουν στην Αβιέντα, και μου είπαν τι θα μου κάνει. Δεν μπορώ, Χάντναν. Όχι πάλι. Δεν μπορώ».
Αποσβολωμένος, έμεινε να την κοιτάζει. Είχε τόσο ωραία μελαχρινά μαλλιά. Αλλά ήταν όμορφη, τόσο, που ακόμα και το γεγονός ότι ήταν κουρεμένη σαν αυγό απλώς την έκανε να μοιάζει εξωτική. Τα δάκρυα και τα πρησμένα χαρακτηριστικά της δεν αφαιρούσαν πολύ από την ομορφιά της. Έστω και για μια νύχτα αν κατάφερνε να μπει στο κρεβάτι του αλ’Θόρ... Αλλά δεν επρόκειτο να συμβεί. Οι Κόρες την είχαν κάνει να λυγίσει. Κι ο ίδιος είχε κάνει ανθρώπους να λυγίσουν, και ήξερε τα σημάδια. Ήσουν τόσο πρόθυμος να αποφύγεις την τιμωρία, ώστε ήσουν πρόθυμος να υπακούσεις. Το μυαλό δεν θέλει να παραδεχτεί ότι αποφεύγει κάτι, επομένως η Ισέντρε σύντομα θα έπειθε τον εαυτό της ότι ήθελε στ’ αλήθεια να υπακούσει, ότι ήθελε στ’ αλήθεια να ευχαριστήσει τις Κόρες.
«Τι σχέση έχει μ’ αυτό η Αβιέντα;» μουρμούρισε ο Καντίρ. Πόσον ακόμα καιρό θα χρειαζόταν η Ισέντρε μέχρι να νιώσει την ανάγκη να ομολογήσει και τις αμαρτίες της;
«Ο αλ’Θόρ κοιμάται μαζί της από το Ρουίντιαν και μετά, ανόητε! Περνάει κάθε νύχτα της μαζί του. Οι Κόρες πιστεύουν ότι θα τον παντρευτεί». Ακόμα και μέσα στους λυγμούς της, φαινόταν πίκρα και οργή. Δεν θα της άρεσε, αν μια άλλη είχε πετύχει εκεί που η ίδια είχε αποτύχει. Σίγουρα αυτός ήταν ο λόγος που δεν του το είχε πει ως τώρα.
Η Αβιέντα ήταν μια πανέμορφη γυναίκα, παρά το άγριο βλέμμα της, με πλούσιο στήθος σε σύγκριση με τις περισσότερες Κόρες, όμως ο Καντίρ δεν θα δίσταζε να βάλει την Ισέντρε απέναντί της, αν μόνο... Η Ισέντρε είχε γίνει ένα κουβάρι εκεί στο σεληνόφως που έπεφτε από τα παράθυρα, τρέμοντας από την κορφή ως τα νύχια, κλαψουρίζοντας με το στόμα ανοιχτό, με δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της χωρίς καν τα σκουπίζει. Θα κυλιόταν παρακαλώντας στο χώμα, αν η Αβιέντα την κοίταζε σμίγοντας τα φρύδια.
«Πολύ καλά», της είπε τρυφερά. «Άμα δεν μπορείς, δεν μπορείς. Πάντως, μπορείς ακόμα να κλέψεις κάποιο μυστικό του Νατάελ». Σηκώθηκε και την έπιασε από τους ώμους για να τη γυρίσει προς την πόρτα.
Εκείνη τινάχτηκε για να αποφύγει το άγγιγμα του, όμως γύρισε. «Ο Νατάελ δεν θα θέλει ούτε να με δει για μέρες», είπε οξύθυμα, μέσα στο λόξιγκα, ρουφώντας τη μύτη της. Ανά πάσα στιγμή θα την ξανάπιαναν λυγμοί, όμως ο τόνος του έδειχνε να την καταπραΰνει. «Είμαι κατακόκκινη, Χάντναν. Κατακόκκινη, λες και ήμουν ξαπλωμένη στον ήλιο όλη μέρα. Και τα μαλλιά μου. Θα κάνουν χρόνια να ξαναμεγαλώσουν όπ―»
Καθώς η Ισέντρε άπλωνε το χέρι στην πόρτα και το βλέμμα της έπεφτε στο χερούλι, ο Καντίρ μέσα σε μια στιγμή στριφογύρισε το μαντήλι, φτιάχνοντας κορδόνι, και το πέρασε γύρω από το λαιμό της. Προσπάθησε να αγνοήσει το βραχνό, υγρό ρόγχο της, το έξαλλο ξύσιμο των ποδιών στο πάτωμα. Τα δάχτυλά της προσπαθούσαν να γδάρουν τα χέρια του, όμως αυτός κοίταζε ίσια μπροστά. Ακόμα και με τα μάτια του ανοιχτά, έβλεπε την Τεοντόρα· πάντα την έβλεπε, όταν σκότωνε γυναίκα. Αγαπούσε την αδελφή του, όμως είχε ανακαλύψει το μυστικό του και δεν θα κρατούσε το στόμα της κλειστό. Οι φτέρνες της Ισέντρε βροντοχτυπούσαν με δύναμη κάτω, όμως ύστερα από μια αιωνιότητα, όπως του φάνηκε, βράδυναν, έμειναν ακίνητες, και η Ισέντρε έμεινε ένα νεκρό βάρος στην αγκαλιά του. Κράτησε σφιχτά το κορδόνι μέχρι να μετρήσει ως το εξήντα και μετά το ξετύλιξε και την άφησε να πέσει. Ήταν έτοιμη να ομολογήσει. Θα ομολογούσε ότι ήταν Σκοτεινόφιλη. Θα τον έδειχνε με το δάχτυλο.
Έψαξε ψηλαφητά τα ντουλάπια και έβγαλε ένα χασαπομάχαιρο. Θα ήταν δύσκολο να ξεφορτωθεί ένα ολόκληρο πτώμα, αλλά ευτυχώς οι νεκροί δεν αιμορραγούσαν πολύ· η ρόμπα θα απορροφούσε όσο αίμα χυνόταν. Ίσως μπορούσε να βρει τη γυναίκα που του είχε αφήσει το σημείωμα κάτω από την πόρτα. Ακόμα κι αν δεν ήταν όσο όμορφη έπρεπε, σίγουρα θα είχε φίλες που ήταν Σκοτεινόφιλες. Τον Νατάελ δεν θα τον ένοιαζε αν τον επισκεπτόταν Αελίτισσα —ο Καντίρ προσωπικά θα προτιμούσε να κοιμηθεί με οχιά· οι Αελίτισσες ήταν επικίνδυνες― και ίσως μια Αελίτισσα να είχε καλύτερες πιθανότητες εναντίον της Αβιέντα. Γονάτισε, σιγομουρμουρίζοντας ήσυχα καθώς δούλευε ένα νανούρισμα που του είχε μάθει η Τεοντόρα.