Το ψηλό παράθυρο πρόσφερε χώρο με το παραπάνω στον Ραντ για να σταθεί από μέσα, καθώς έφτανε ψηλά πάνω από το κεφάλι του και απείχε περισσότερο από μισό μέτρο δεξιά και αριστερά των ώμων του. Αυτός, με ανεβασμένα τα μανίκια του πουκάμισού του, κοίταζε κάτω έναν από τους κήπους του Βασιλικού Παλατιού. Η Αβιέντα είχε βυθίσει το χέρι της στη δεξαμενή του σιντριβανιού από κοκκινόπετρα· ήταν ακόμα μαγεμένη από την ιδέα τόσου νερού, που δεν είχε άλλο σκοπό παρά να φιλοξενεί διακοσμητικά ψάρια και να προσφέρει ένα θέαμα για το βλέμμα. Όταν της το είχε πρωτοπεί, εκείνη είχε ξεσηκωθεί που δεν θα πήγαινε να κυνηγήσει Τρόλοκ στους δρόμους. Ο Ραντ μάλιστα σκεφτόταν ότι η Αβιέντα δεν θα ήταν εκεί στο σιντριβάνι, αν δεν υπήρχε η διακριτική συνοδεία από Κόρες που είχε κανονίσει η Σούλιν, νομίζοντας ότι αυτός δεν θα το καταλάβαινε. Επίσης, κανονικά ο Ραντ δεν θα έπρεπε να είχε ακούσει την ασπρομάλλα Κόρη να της θυμίζει ότι δεν ήταν πλέον Φαρ Ντάραϊς Μάι και ότι δεν ήταν ακόμα Σοφή. Ο Ματ είχε βγάλει το σακάκι, αλλά φορούσε το καπέλο για τον ήλιο και καθόταν στο πεζούλι της δεξαμενής, μιλώντας στην Αβιέντα. Σίγουρα την ξεψάχνιζε για να μάθει αν οι Αελίτες εμπόδιζαν ανθρώπους να φύγουν· ακόμα κι αν ο Ματ αποφάσιζε να δεχτεί τη μοίρα του, μάλλον δεν θα έπαυε ποτέ να διαμαρτύρεται γι’ αυτήν. Ο Ασμόντιαν καθόταν σε ένα παγκάκι στη σκιά μιας κόκκινης μυρτιάς, παίζοντας την άρπα του. Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν ήξερε τι είχε συμβεί, ή αν το υποψιαζόταν. Κανονικά δεν θα έπρεπε να έχει καμία ανάμνηση —γι’ αυτόν δεν είχε συμβεί ποτέ― αλλά ποιος μπορούσε να πει τι ήξερε ή τι μπορούσε να συμπεράνει με τη λογική ένας Αποδιωγμένος;
Ένα ευγενικό βήξιμο τον έκανε να στρέψει το βλέμμα από τον κήπο.
Το παράθυρο, στο οποίο στεκόταν, ήταν μιάμιση απλωσιά πάνω από το πάτωμα στο δυτικό τοίχο της αίθουσας του θρόνου, της Μεγάλης Αίθουσας, όπου οι Βασίλισσες του Άντορ δέχονταν πρέσβεις και ανήγγειλαν τις αποφάσεις τους επί χίλια σχεδόν χρόνια. Ήταν το μόνο μέρος στο οποίο είχε τη σιγουριά ότι θα μπορούσε να παρακολουθεί τον Ματ και την Αβιέντα απαρατήρητος και ανενόχλητος. Δεξιά κι αριστερά στην αίθουσα υπήρχαν σειρές από λευκές κολόνες, ύψους είκοσι απλωσιών. Το φως από τα ψηλά παράθυρα στους τοίχους γινόταν ένα με το χρωματιστό φως από τα μεγάλα παράθυρα στο καμπυλωτό ταβάνι, τα παράθυρα που έδειχναν εναλλάξ το Λευκό Λιοντάρι και πορτραίτα από παλιές Βασίλισσες της χώρας και σκηνές από λαμπρές Αντορινές νίκες. Η Ενάιλα και η Σομάρα δεν έδειχναν εντυπωσιασμένες.
Ο Ραντ κρεμάστηκε από τα ακροδάχτυλά του και κατέβηκε. «Υπάρχουν νέα από τον Μπάελ;»
Η Ενάιλα σήκωσε τους ώμους. «Το κυνήγι των Τρόλοκ συνεχίζεται». Ο τόνος της μικρόσωμης γυναίκας έλεγε ότι θα της άρεσε να είχε πάει κι αυτή στο κυνήγι. Το μπόι της Σομάρα την έκανε να δείχνει ακόμα πιο κοντή. «Κάποιοι από τους κατοίκους της πόλης βοηθούν. Οι περισσότεροι κρύβονται. Οι πύλες της πόλης φρουρούνται. Κανένας Σκιοστρέβλωτος δεν θα ξεφύγει, νομίζω, φοβάμαι όμως ότι θα ξεφύγουν μερικοί Νυκτοδρομείς». Ήταν δύσκολο να σκοτώσεις Μυρντράαλ, κι εξίσου δύσκολο να τους παγιδεύσεις. Μερικές φορές ήταν εύκολο να πιστέψει κανείς στα παλιά παραμύθια που έλεγαν ότι καβαλούσαν σκιές και μπορούσαν να εξαφανιστούν, αν έστριβαν στο πλάι.
«Σου φέραμε λίγη σούπα», είπε η Σομάρα, δείχνοντας με το ξανθό της κεφάλι έναν ασημένιο δίσκο σκεπασμένο μ’ ένα ριγέ πανί στην εξέδρα που βρισκόταν ο Θρόνος του Λιονταριού. Ο θρόνος, σμιλεμένος και επίχρυσος, με πελώριες πατούσες λιονταριού στις άκρες των ποδιών του, ήταν μια ογκώδης καρέκλα στην κατάληξη τεσσάρων λευκών μαρμάρινων σκαλοπατιών σκεπασμένων με ένα μακρόστενο κόκκινο χαλί. Είχε το Λιοντάρι του Άντορ σχηματισμένο με φεγγαρόπετρες σε φόντο από ρουμπίνια, που θα στεκόταν πάνω από το κεφάλι της Μοργκέις όποτε καθόταν εκεί. «Η Αβιέντα λέει ότι είσαι όλη μέρα νηστικός. Είναι η σούπα που σου έφτιαχνε η Λαμέλ».
«Φαντάζομαι ότι κανείς από τους υπηρέτες δεν έχει επιστρέψει», είπε ο Ραντ αναστενάζοντας. «Μήπως κάποια μαγείρισσα; Κάποια βοηθός;» Η Ενάιλα κούνησε το κεφάλι με περιφρόνηση. Θα υπηρετούσε τη θητεία της ως γκαϊ’σάιν με αξιοπρέπεια, αν χρειαζόταν ποτέ κάτι τέτοιο, όμως την αηδίαζε η ιδέα ενός που περνούσε ολόκληρη τη ζωή του υπηρετώντας κάποιους άλλους.
Αυτός ανέβηκε τα σκαλιά και κάθισε οκλαδόν για να τραβήξει το πανί. Στράβωσε τη μύτη του. Η μυρωδιά έδειχνε ότι όποια κι αν είχε μαγειρέψει δεν ήταν καλύτερη μαγείρισσα από τη Λαμέλ. Ο ήχος από ανδρικές μπότες που έρχονταν από το διάδρομο τού έδωσε μια πρόφαση για να γυρίσει την πλάτη στο δίσκο. Αν ήταν τυχερός, δεν θα χρειαζόταν να το φάει.
Ο άνδρας που πλησίαζε στο μακρύ δάπεδο με τα ερυθρόλευκα πλακάκια σίγουρα δεν ήταν Αντορίτης, καθώς φορούσε κοντό γκρίζο σακάκι και φαρδύ παντελόνι χωμένο στις μπότες που ήταν γυρισμένες στο γόνατο. Ήταν λεπτός, μόλις ένα κεφάλι ψηλότερος από την Ενάιλα, είχε γαμψή μύτη και μαύρα γερτά μάτια. Γκρίζες πινελιές έβαφαν τα μελαχρινά μαλλιά του και το χοντρό μουστάκι του, που δίπλωνε σαν δυο κέρατα κάτω από το πλατύ στόμα του. Κοντοστάθηκε, για να κάνει μια μικρή υπόκλιση προβάλλοντας το πόδι, ενώ συγκρατούσε το κυρτό σπαθί στο πλευρό του με χάρη, παρ’ όλο που, τόσο αταίριαστα, είχε στο ένα χέρι δύο ασημένια κύπελλα και στο άλλο ένα σφραγισμένο πήλινο κανάτι.
«Συγχώρεσε την αυθαίρετη είσοδο μου», είπε, «όμως δεν ήταν κανείς να με αναγγείλει». Τα ρούχα του μπορεί να ήταν απλά, ταλαιπωρημένα μάλιστα από ταξίδι, όμως στη ζώνη του σπαθιού του είχε χωμένο κάτι που έμοιαζε με φιλντισένια ράβδο με χρυσή λυκοκεφαλή στην κορυφή. «Είμαι ο Ντάβραμ Μπασίρε, Στρατάρχης της Σαλδαίας. Ήρθα για να μιλήσω με τον Άρχοντα Δράκοντα, που οι φήμες στην πόλη λένε ότι βρίσκεται εδώ στο Βασιλικό Παλάτι. Υποθέτω ότι απευθύνομαι στον ίδιο;» Για μια στιγμή, το βλέμμα του άγγιξε τους λαμπερούς χρυσοκόκκινους Δράκοντες που ήταν πλεγμένοι γύρω από τα χέρια του Ραντ.
«Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ, Άρχοντα Μπασίρε. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας». Η Ενάιλα και η Σομάρα είχαν μπει ανάμεσα στον Ραντ και στον άλλο άνδρα, καθεμιά με το χέρι στη λαβή ενός μαχαιριού με μακριά λεπίδα, έτοιμες να φορέσουν το πέπλο τους. «Ξαφνιάζομαι που βρίσκω έναν Σαλδαίο άρχοντα στο Κάεμλυν, πόσο μάλλον που θέλει να μου μιλήσει».
«Η αλήθεια είναι ότι ήρθα στο Κάεμλυν για να μιλήσω με τη Μοργκέις, όμως με εμπόδισαν οι λακέδες του Άρχοντα Γκάεμπριλ ― του Βασιλιά Γκάεμπριλ, μήπως έπρεπε να πω; Άραγε είναι ακόμα ζωντανός;» Ο τόνος του Μπασίρε έλεγε ότι αμφέβαλλε γι’ αυτό και ότι δεν τον ενδιέφερε, ζούσε δεν ζούσε. Δεν έκανε παύση. «Πολλοί στην πόλη λένε επίσης ότι και η Μοργκέις είναι νεκρή».
«Είναι και οι δύο νεκροί», είπε βλοσυρά ο Ραντ. Κάθισε στο θρόνο, με το κεφάλι να αναπαύεται στο φτιαγμένο από φεγγαρόπετρες Λιοντάρι του Άντορ. Ο θρόνος ήταν φτιαγμένος σε μέγεθος γυναικείο. «Σκότωσα τον Γκάεμπριλ, όμως πρώτα είχε σκοτώσει τη Μοργκέις».
Ο Μπασίρε σήκωσε το φρύδι του. «Πρέπει να χαιρετήσω τον Βασιλιά Ραντ του Άντορ, λοιπόν;»
Ο Ραντ έγειρε μπροστά θυμωμένος. «Το Άντορ ανέκαθεν είχε Βασίλισσα και ακόμα έχει. Η Ηλαίην ήταν η Κόρη-Διάδοχος. Με τη μητέρα της νεκρή, αυτή είναι Βασίλισσα. Ίσως πρέπει να στεφθεί πρώτα —δεν ξέρω το νόμο― αλλά για μένα προσωπικά είναι Βασίλισσα. Εγώ είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Αυτό μου φτάνει και μου περισσεύει. Τι ζητάς από μένα, Άρχοντα Μπασίρε;»
Αν ο θυμός του ενόχλησε τον Μπασίρε, εκείνος δεν το έδειξε καθόλου. Τα γερτά μάτια παρακολουθούσαν με προσοχή τον Ραντ, όχι όμως ταραγμένα. «Ο Λευκός Πύργος επέτρεψε στον Μάζριμ Τάιμ να δραπετεύσει. Στον ψεύτικο Δράκοντα». Κοντοστάθηκε, και μετά συνέχισε όταν είδε ότι ο Ραντ δεν είπε τίποτα. «Η Βασίλισσα Τενόμπια δεν θέλει πάλι μπελάδες στη Σαλδαία, έτσι με έστειλε να τον κυνηγήσω άλλη μια φορά και να δώσω τέλος. Τον ακολούθησα πολλές βδομάδες προς το νότο. Δε χρειάζεται να ανησυχήσεις μη τυχόν έφερα ξένο στρατό στο Άντορ. Με εξαίρεση μια δεκαμελή συνοδεία, τους υπόλοιπους τους άφησα στρατοπεδευμένους στο Δάσος Μπρημ, πολύ πιο βόρεια από όσα σύνορα έχει διεκδικήσει το Άντορ εδώ και διακόσια χρόνια. Όμως ο Τάιμ βρίσκεται στο Άντορ. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό».
Ο Ραντ έγειρε πάλι πίσω διστακτικά. «Δεν θα τον έχεις, Άρχοντα Μπασίρε».
«Μπορώ να ρωτήσω γιατί, Άρχοντα Δράκοντα; Αν επιθυμείς να χρησιμοποιήσεις Αελίτες για να τον κυνηγήσουν, δεν έχω αντίρρηση. Οι άνδρες μου θα παραμείνουν στο Μπρημ μέχρι να επιστρέψω».
Δεν είχε σκοπό να αποκαλύψει τόσο νωρίς αυτό το τμήμα του σχεδίου του. Η καθυστέρηση θα του στοίχιζε, αλλά ήθελε πρώτα να αποκτήσει τον έλεγχο των εθνών. Αλλά ας ξεκινούσε έτσι, λοιπόν. «Θα εξαγγείλω αμνηστία. Μπορώ και διαβιβάζω, Άρχοντα Μπασίρε. Γιατί ένας άλλος άνδρας να κυνηγηθεί και να σκοτωθεί ή να ειρηνευτεί επειδή κάνει αυτό που κάνω κι εγώ; Θα διακηρύξω ότι όποιος άνδρας μπορεί να αγγίξει την Αληθινή Πηγή, όποιος άνδρας θέλει να μάθει να το κάνει, μπορεί να έρθει σε μένα και να έχει την προστασία μου. Η Τελευταία Μάχη έρχεται, Άρχοντα Μπασίρε. Μπορεί να μην προλάβουμε να τρελαθούμε ως τότε, κι εγώ ούτως ή άλλως δεν θα άφηνα να πάει χαμένος κανένας άνδρας για λόγους ρίσκου. Όταν ήρθαν οι Τρόλοκ από τη Μάστιγα στους Πολέμους των Τρόλοκ, προέλασαν μαζί με Άρχοντες του Δέους, με άνδρες και με γυναίκες που χειρίζονταν τη Δύναμη εκ μέρους της Σκιάς. Αυτό θα το αντιμετωπίσουμε ξανά στην Τάρμον Γκάι’ντον. Δεν ξέρω πόσες Άες Σεντάι θα είναι στο πλευρό μου, αλλά δεν θα διώξω κανέναν άνδρα που διαβιβάζει, αν είναι μαζί μου. Ο Μάζριμ Τάιμ είναι δικός μου, Άρχοντα Μπασίρε, όχι δικός σου».
«Καταλαβαίνω». Το είπε ουδέτερα. «Κατέκτησες το Κάεμλυν. Άκουσα ότι το Δάκρυ είναι δικό σου, και σύντομα θα είναι και η Καιρχίν, αν δεν είναι ήδη. Σκοπεύεις να κατακτήσεις ολόκληρο τον κόσμο με τους Αελίτες σου και με το στρατό των ανδρών που διαβιβάζουν τη Μία Δύναμη;»
«Αν πρέπει». Ο Ραντ απάντησε εξίσου ατάραχα. «Θα καλωσορίσω ως σύμμαχο κάθε ηγέτη που θα με καλωσορίσει, αλλά ως τώρα έχω δει μόνο ελιγμούς για την εξουσία ή απροκάλυπτη εχθρότητα. Άρχοντα Μπασίρε, επικρατεί αναρχία στο Τάραμπον και στο Άραντ Ντόμαν, και σχεδόν κάτι ανάλογο στην Καιρχίν. Η Αμαδισία κοιτάζει πεινασμένα την Αλτάρα. Οι Σωντσάν —ίσως στη Σαλδαία να έχεις ακούσει φήμες γι’ αυτούς· οι χειρότερες φήμες είναι μάλλον οι πιο αληθινές— οι Σωντσάν, λοιπόν, στην άλλη άκρη του κόσμου μάς κοιτάζουν όλους πεινασμένα. Άλλοι δίνουν τις ασήμαντες μάχες τους με την Τάρμον Γκάι’ντον στον ορίζοντα. Χρειαζόμαστε ειρήνη. Χρειαζόμαστε χρόνο, προτού έρθουν οι Τρόλοκ, προτού απελευθερωθεί ο Σκοτεινός, χρόνο για να ετοιμαστούμε. Αν, για να βρω ειρήνη και χρόνο στον κόσμο, ο μόνος τρόπος είναι να τα επιβάλω, τότε θα το κάνω. Δεν θέλω, μα θα το κάνω».
«Διάβασα τον Κύκλο της Κάρεδον», είπε ο Μπασίρε. Κράτησε για μια στιγμή τα κύπελλα παραμάσχαλα, έσπασε την κέρινη σφραγίδα στην κανάτα και τα γέμισε κρασί. «Το σημαντικότερο είναι ότι έχει διαβάσει και η Βασίλισσα Τενόμπια τις Προφητείες. Δεν μπορώ να μιλήσω εν ονόματι του Κάντορ ή του Άραφελ ή του Σίναρ. Πιστεύω ότι θα έρθουν με το μέρος σου —ακόμα και τα παιδιά στις Μεθόριες ξέρουν ότι η Σκιά περιμένει στη Μάστιγα για να μας πνίξει― αλλά δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτούς». Η Ενάιλα κοίταξε καχύποπτα το κύπελλο που της έδωσε, αλλά ανέβηκε στα σκαλιά και το έδωσε στον Ραντ. «Στην πραγματικότητα», συνέχισε ο Μπασίρε, «δεν μπορώ να μιλήσω ούτε για τη Σαλδαία. Η Τενόμπια κυβερνά· εγώ είμαι απλώς ο στρατηγός της. Αλλά νομίζω ότι, όταν της στείλω ένα γρήγορο καβαλάρη μ’ ένα μήνυμα, η απάντηση θα είναι ότι η Σαλδαία προελαύνει στο πλευρό του Αναγεννημένου Δράκοντα. Στο μεταξύ, σου προσφέρω τις υπηρεσίες μου και τις υπηρεσίες των εννιά χιλιάδων Σαλδαίων εφίππων».
Ο Ραντ κούνησε κυκλικά το κύπελλο, κοίταξε το βαθυκόκκινο κρασί. Ο Σαμαήλ ήταν στο Ίλιαν, και μόνο το Φως ήξερε πού βρίσκονταν οι υπόλοιποι Αποδιωγμένοι. Οι Σωντσάν περίμεναν στην άλλη άκρη του ωκεανού Άρυθ κι εδώ πέρα οι άνθρωποι ήταν έτοιμοι να κυνηγήσουν το προσωπικό όφελος και το κέρδος, ό,τι κι αν κόστιζε αυτό στον κόσμο. «Η ειρήνη ακόμα είναι πολύ μακριά», είπε μαλακά. «Γι’ αρκετό καιρό θα έχουμε αίμα και θάνατο».
«Πάντα έτσι συμβαίνει», αποκρίθηκε ήρεμα ο Μπασίρε και ο Ραντ δεν ήξερε σε ποιο από τα δύο αναφερόταν. Ίσως και στα δύο.
Ο Ασμόντιαν έχωσε την άρπα κάτω από το μπράτσο του και απομακρύνθηκε σιγά-σιγά από τον Ματ και την Αβιέντα. Απολάμβανε να παίζει, αλλά όχι για δυο άτομα που δεν τον άκουγαν, πόσο μάλλον να το εκτιμούσαν. Δεν ήξερε τι είχε συμβεί εκείνο το πρωί, και δεν ήξερε αν ήθελε να μάθει. Πάρα πολλοί Αελίτες είχαν εκφράσει την έκπληξή τους βλέποντάς τον, και είχαν ισχυριστεί ότι τον είχαν δει νεκρό· δεν ήθελε λεπτομέρειες. Υπήρχε μια μακριά κατηφορική χαρακιά στον τοίχο μπροστά του. Ήξερε τι μπορούσε να δημιουργήσει αυτή την κοφτερή άκρη, την επιφάνεια που ήταν επίπεδη σαν πάγος, πιο λεία απ’ όσο θα μπορούσε να την κάνει ανθρώπινο χέρι, ακόμα κι αν τη δούλευε εκατό χρόνια.
Αφηρημένα, αλλά και με κάποιο ρίγος, αναρωτήθηκε αν το ότι είχε ξαναγεννηθεί με τέτοιον τρόπο σήμαινε ότι ήταν καινούριος άνθρωπος. Μάλλον όχι. Η αθανασία είχε χαθεί. Ήταν ένα δώρο του Μεγάλου Άρχοντα· αυτό το όνομα χρησιμοποιούσε στο νου του, κι ας απαιτούσε ο αλ’Θόρ ό,τι ήθελε από τη γλώσσα του Αυτή ήταν αρκετή απόδειξη ότι ήταν ο ίδιος. Η αθανασία είχε χαθεί —ήξερε ότι ήταν η φαντασία του, όμως μερικές φορές του φαινόταν ότι ένιωθε τον χρόνο να τον σέρνει, να τον τραβά προς έναν τάφο, τον οποίο δεν είχε σκεφτεί ποτέ του ότι θα συναντούσε― και όταν αντλούσε το λίγο σαϊντίν που μπορούσε, ήταν σαν να πίνει λύματα. Κάθε άλλο παρά λύπη ένιωθε για το θάνατο της Λανφίαρ. Και του Ράχβιν επίσης, αλλά ειδικά για τη Λανφίαρ, εξαιτίας όσων του είχε κάνει. Θα γελούσε όταν πέθαιναν και οι άλλοι, και πιο πολύ για τον τελευταίο. Όχι ότι είχε ξαναγεννηθεί ως καινούριος άνθρωπος, όμως θα κρατιόταν από κείνη την τούφα του γρασιδιού στο χείλος του γκρεμού όσο μπορούσε. Οι ρίζες κάποια στιγμή θα ξεκολλούσαν, θα ερχόταν η στιγμή της μεγάλης πτώσης, όμως μέχρι τότε θα ήταν ακόμα ζωντανός.
Άνοιξε μια πορτούλα, σκοπεύοντας να βρει το δρόμο για το κελάρι. Εκεί θα πρέπει να υπήρχε κάποιο καλό κρασί. Ένα βήμα, και σταμάτησε, ενώ το πρόσωπό του έγινε κάτασπρο. «Εσύ; Όχι!» Η λέξη ακόμα έπλεε στον αέρα όταν τον βρήκε ο θάνατος.
Η Μοργκέις σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό της και μετά ξανάχωσε το μαντήλι στο μανίκι της κι έσιαξε πάλι το ψάθινο καπέλο της που είχε αρχίσει να διαλύεται. Τουλάχιστον, είχε καταφέρει να βρει ένα σωστό φόρεμα ιππασίας, αν και σ’ αυτή τη ζέστη ακόμα και το φίνο γκρίζο μαλλί ήταν ενοχλητικό. Για την ακρίβεια, το είχε βρει ο Τάλανβορ. Άφησε το άλογό της να συνεχίσει μόνο του και κοίταξε τον ψηλό νεαρό που προχωρούσε καβάλα στ’ άλογό του πιο μπροστά, ανάμεσα στα δένδρα. Το στρουμπουλό κορμί του Μπέηζελ Γκιλ απλώς τόνιζε πόσο ψηλός και γυμνασμένος ήταν ο Τάλανβορ. Της είχε δώσει το φόρεμα λέγοντας ότι της ταίριαζε καλύτερα από το άλλο το τριμμένο που φορούσε όταν το έσκαγαν από το παλάτι, κοιτάζοντάς την αφ’ υψηλού, χωρίς να ανοιγοκλείνει τα μάτια, χωρίς να πει ούτε μια λέξη που να δείχνει σεβασμό. Φυσικά, η ίδια είχε αποφασίσει ότι δεν ήταν ασφαλές για κανέναν να ξέρει ποια ήταν, ειδικά όταν είχε ανακαλύψει ότι ο Γκάρεθ Μπράυν έλειπε από το Κορ Σπρινγκς· μα ήταν ανάγκη να έχει φύγει για να κυνηγήσει εμπρηστές τώρα που τον χρειαζόταν; Δεν είχε σημασία· μια χαρά θα τα έβγαζε πέρα και χωρίς αυτόν. Αλλά υπήρχε κάτι ενοχλητικό στο βλέμμα του Τάλανβορ όταν την αποκαλούσε απλώς Μοργκέις.
Αναστέναξε και κοίταξε πίσω, πάνω από τον ώμο της. Εκείνο το θηρίο, ο Λάμγκουιν, προχωρούσε καβάλα, παρακολουθώντας το δάσος, με την Μπριάνε στο πλευρό του, που κοίταζε πιο πολύ αυτόν παρά οτιδήποτε άλλο. Ο στρατός της δεν είχε αυξηθεί καθόλου μετά το Κάεμλυν. Πολλοί άνθρωποι είχαν ακούσει για αναίτιες εξορίες ευγενών και άδικους νόμους στην πρωτεύουσα και αποκρίνονταν με σαρκασμό ακόμα και στον πιο ανέμελο υπαινιγμό ότι θα έπρεπε να βοηθήσουν τη δικαιωματική κυβερνήτριά τους. Η Μοργκέις αμφέβαλλε αν θα άλλαζε κάτι, αν ήξεραν ποια τους μιλούσε. Να ’τη, λοιπόν, εδώ, να περνά την Αλτάρα, ταξιδεύοντας όσο το δυνατόν περισσότερο μέσα στο δάσος, επειδή οι ομάδες των ένοπλων ανδρών έμοιαζαν να είναι παντού· ταξίδευε μέσα στο δάσος παρέα μ’ έναν σημαδεμένο μικροκακοποιό, με μια θολωμένη από το κρασί αριστοκράτισσα που ήταν πρόσφυγας από την Καιρχίν, με έναν σωματώδη πανδοχέα στον οποίο ερχόταν να γονατίσει κάθε φορά που τον κοίταζε, και με έναν νεαρό αξιωματικό που μερικές φορές την κοίταζε σαν να φορούσε τα φορέματα που άλλοτε φορούσε για τον Γκάεμπριλ. Και ήταν και η Λίνι, φυσικά. Δεν μπορούσε να ξεχάσει τη Λίνι.
Λες και την είχε προσκαλέσει η σκέψη, η γριά παραμάνα της έφερε το άλογό της πιο κοντά. «Καλύτερα να έχεις το βλέμμα μπροστά», είπε χαμηλόφωνα. «“Το λιονταράκι ορμά πιο γρήγορα, εκεί που δεν το περιμένεις”».
«Νομίζεις ότι ο Τάλανβορ είναι επικίνδυνος;» είπε η Μοργκέις με έντονο ύφος και η Λαν την κοίταξε λοξά, συλλογισμένα.
«Μόνο με τον τρόπο που μπορεί να είναι επικίνδυνος οποιοσδήποτε άνδρας. Καλοκαμωμένος, δεν βρίσκεις; Από μπόι άλλο τίποτα.. Δυνατά χέρια, νομίζω. “Άδικα αφήνεις το μέλι να παλιώσει προτού το φας”».
«Λίνι», είπε η Μοργκέις με προειδοποιητικό τόνο. Τον τελευταίο καιρό, η ηλικιωμένη γυναίκα έλεγε τέτοια πράγματα πολύ συχνά. Ο Τάλανβορ ήταν όμορφος άνδρας, τα χέρια του φαίνονταν δυνατά και είχε ωραίους μυς, όμως αυτός ήταν νεαρός κι αυτή βασίλισσα. Το τελευταίο που χρειαζόταν ήταν να αρχίσει να τον βλέπει ως άνδρα αντί για υπήκοό της και στρατιώτη. Έκανε να το πει αυτό στη Λίνι —κι επίσης ότι είχε χάσει τα λογικά της, αν πίστευε ότι η ίδια θα έμπλεκε με άνδρα που ήταν δέκα χρόνια νεότερος της· σίγουρα τόση διαφορά είχαν― όμως ο Τάλανβορ και ο Γκιλ επέστρεφαν. «Πρόσεχε τα λόγια σου, Λίνι. Αν βάλεις ανόητες ιδέες στο μυαλό αυτού του νεαρού, θα σε παρατήσω πουθενά». Η Λίνι ξεφύσηξε με τρόπο που, αν το είχε κάνει ακόμα και ένας ανώτερος ευγενής του Άντορ στη Μοργκέις, θα τον είχε ρίξει στο κελί για να σκεφτεί καλύτερα την πράξη του. Αν είχε ακόμα το θρόνο της, αυτό θα έκανε.
«Σίγουρα θέλεις να το κάνεις αυτό, κορίτσι μου; “Όταν πηδήξεις από τον γκρεμό, είναι αργά ν’ αλλάξεις γνώμη”».
«Βρίσκω συμμάχους όπου μπορώ», της είπε παγερά η Μοργκέις.
Ο Τάλανβορ τράβηξε τα χαλινάρια, όπως καθόταν ψηλός στη σέλα του. Ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του, αλλά δεν φαινόταν να δίνει σημασία στη ζέστη. Ο αφέντης Γκιλ τραβούσε το λαιμό του επενδυμένου με δίσκους γιλέκου του σαν να ήθελε να το βγάλει.
«Το δάσος μπροστά σταματά και πιο πέρα υπάρχουν αγροκτήματα», είπε ο Τάλανβορ, «αλλά είναι απίθανο να σε αναγνωρίσει κάποιος εδώ». Η Μοργκέις αντιγύρισε ατάραχα το βλέμμα του· μέρα με τη μέρα, δυσκολευόταν να τραβήξει το βλέμμα της όταν την κοίταζε εκείνος. «Ύστερα από δέκα μίλια θα πρέπει να φτάσουμε στο Κόρμεντ. Αν δεν έλεγε ψέματα ο φιλαράκος στο Σέχαρ, εκεί θα υπάρχει πέραμα, και, προτού σκοτεινιάσει, θα είμαστε από την όχθη της Αμαδισίας. Σίγουρα θέλεις να το κάνεις αυτό, Μοργκέις;»
Ο τρόπος που έλεγε το όνομά της... Όχι. Άφηνε την εξωφρενική φαντασία της Λίνι να την παρασύρει. Έφταιγε αυτή η καταραμένη ζέστη. «Το αποφάσισα, νεαρέ Τάλανβορ», είπε ψυχρά, «και περιμένω να μη με αμφισβητείς όταν αποφασίζω κάτι».
Χτύπησε δυνατά με τις φτέρνες τα πλευρά του αλόγου της και άφησε το άλμα του να χωρίσει τα βλέμματά τους, το άφησε να την πάρει μακριά του. Ο Τάλανβορ θα την πρόφταινε. Η Μοργκέις θα έβρισκε συμμάχους όπου μπορούσε. Θα ξανάπαιρνε το θρόνο της και αλίμονο στον Γκάεμπριλ ή σε όποιον άλλο άνδρα νόμιζε ότι μπορούσε να της πάρει τη θέση.