5 Ανάμεσα στις Σοφές

Καθώς στεκόταν όσο πιο κοντά μπορούσε στη μικρή φωτιά στο κέντρο της σκηνής, η Εγκουέν ανατρίχιασε, ρίχνοντας νερό με το μεγάλο τσαγερό σε μια πλατιά γαβάθα με γαλάζιες ρίγες. Είχε κατεβάσει τα πλαϊνά της σκηνής, όμως το κρύο διαπερνούσε τα πολύχρωμα χαλάκια που ήταν απιθωμένα το ένα πάνω στο άλλο για να σκεπάζουν το έδαφος, και η θερμότητα της φωτιάς έμοιαζε να χάνεται από την τρύπα που ήταν ανοιγμένη στο κέντρο της οροφής της στέγης για να βγαίνει ο καπνός, αφήνοντας πίσω μόνο τη μυρωδιά από τις κοπριές αγελάδας που καίγονταν. Τα δόντια της σχεδόν χτυπούσαν μεταξύ τους.

Ήδη ο ατμός από το νερό είχε αρχίσει να χάνεται· η Εγκουέν αγκάλιασε το σαϊντάρ και διαβίβασε Φωτιά για να το ζεστάνει κι άλλο. Η Άμυς ή η Μπάιρ μάλλον θα το έπαιρναν να πλυθούν κι ας ήταν έτσι κρύο, αν και πάντα έκαναν ατμόλουτρο. Τι να κάνω, δεν είμαι σκληροτράχηλη σαν αυτές. Δεν μεγάλωσα στην Ερημιά. Δεν είμαι υποχρεωμένη να παγώσω από το κρύο και να κάνω μπάνιο με κρύο νερό, αν δεν θέλω. Ένιωθε τύψεις, καθώς γέμιζε σαπουνάδα ένα κομμάτι ύφασμα με ένα σαπούνι με άρωμα λεβάντας που είχε αγοράσει από τον Χάντναν Καντίρ. Οι Σοφές δεν της είχαν ζητήσει να μην το κάνει, αυτή όμως ένιωθε ότι έκλεβε.

Άφησε την Αληθινή Πηγή, αναστενάζοντας με λύπη. Παρ’ όλο που έτρεμε από το κρύο, γέλασε χαμηλόφωνα με την ανοησία της. Το θαύμα τού να σε γεμίζει η Δύναμη, η θαυμαστή πλημμύρα της ζωής και της ζωντάνιας, αποτελούσε επίσης και κίνδυνο. Όσο περισσότερο σαϊντάρ αντλούσες, τόσο περισσότερο ήθελες να αντλήσεις, και, δίχως αυτοπειθαρχία, στο τέλος κατέληγες να αντλήσεις περισσότερο απ’ όσο μπορούσες να χειριστείς, και τότε ή πέθαινες ή σιγανευόσουν από μόνη σου. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου για γέλια.

Αυτό είναι από τα πιο μεγάλα ελαττώματά σου, σκέφτηκε, κατσαδιάζοντας τον εαυτό της. Ανέκαθεν ήθελες να κάνεις περισσότερα απ’ όσα σου αναλογούσαν, Θα ’πρεπε να πλυθείς με κρύο νερό, για να μάθεις αυτοπειθαρχία. Μόνο που υπήρχαν τόσα πολλά να μάθει, και μερικές φορές της φαινόταν ότι μια ολόκληρη ζωή δεν θα έφτανε για να τα μάθει. Οι δασκάλες της πάντα προχωρούσαν με μετρημένα βήματα, τόσο οι Σοφές όσο και οι Άες Σεντάι στον Πύργο· της ήταν δύσκολο να συγκρατείται, τη στιγμή που ήξερε ότι σε πολλά πράγματα ήδη τις ξεπερνούσε. Μπορώ να κάνω περισσότερα απ’ όσα νομίζουν.

Τη χτύπησε μια ριπή παγωμένου αέρα, κάνοντας τον καπνό της φωτιάς να στροβιλιστεί μέσα στη σκηνή, και μια γυναικεία φωνή είπε, «Αν είναι το θέλημά σου».

Η Εγκουέν πετάχτηκε και άφησε μερικές στριγκές κραυγούλες, προτού κατορθώσει να πει «Κλείσ’ την!» Αγκαλιάστηκε μόνη της για να μην την πιάσει τρέμουλο. «Ή μπες ή βγες, αλλά κλείσ’ την!» Τόσος κόπος για να ζεσταθεί, και τώρα είχε ανατριχιάσει από την κορφή ως τα νύχια!

Η γυναίκα με τη λευκή ρόμπα μπήκε στη σκηνή πατώντας στα γόνατα και άφησε την υφασμάτινη πόρτα να πέσει και να κλείσει. Είχε τα μάτια χαμηλωμένα, τα χέρια σταυρωμένα ταπεινά· το ίδιο θα είχε κάνει, αν η Εγκουέν, αντί απλώς να της βάλει τις φωνές, την είχε χτυπήσει. «Αν είναι το θέλημα σου», είπε μαλακά, «η Σοφή Άμυς με έστειλε να σε πάω στη σκηνή των ατμόλουτρων».

Η Εγκουέν βόγκηξε, ενώ μέσα της ευχόταν να μπορούσε να σταθεί πάνω στη φωτιά. Το Φως να κάψει την Μπάιρ με το πείσμα της! Αν δεν ήταν η ασπρομάλλα γριά Σοφή, τώρα θα έμεναν σε δωμάτια στην πόλη κι όχι σε σκηνές στις παρυφές της. Θα είχα δωμάτιο με κανονικό τζάκι. Και με πόρτα, Θα έβαζε στοίχημα ότι ο Ραντ δεν ήταν υποχρεωμένος να ανέχεται να πηγαινοέρχονται διάφοροι στο δωμάτιό του όποτε ήθελαν. Ο Ραντ αλ’Θόρ, ο παλιο-Δράκοντας, κροταλίζει τα δάχτυλά του και οι Κόρες τρέχουν σαν σερβιτόρες. Πάω στοίχημα ότι του έχουν βρει σωστό κρεβάτι, αντί να κοιμάται σε αχυρόστρωμα στο χώμα. Σίγουρα αυτός έκανε ζεστό μπανάκι κάθε βράδυ. Να δεις που οι Κόρες θα του ανεβάζουν με κουβάδες το ζεστό νερό στα δωμάτιά του. Πάω στοίχημα ότι θα του έχουν βρει καμιά ωραία μπακιρένια μπανιέρα.

Η Άμυς, ακόμα και η Μελαίν, είχαν δεχθεί ευνοϊκά τις προτάσεις της Εγκουέν, όταν όμως η Μπάιρ είχε πατήσει πόδι, είχαν κάνει πίσω σαν γκαϊ’σάιν. Η Εγκουέν υπέθετε ότι, με τον Ραντ να φέρνει τόσες αλλαγές, η Μπάιρ ήθελε να κρατήσει όσο περισσότερες μπορούσε από τις παλιές παραδόσεις· ευχόταν όμως να είχε διαλέξει άλλο ζήτημα για να φανεί ανένδοτη.

Δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθεί. Είχε υποσχεθεί στις Σοφές ότι θα ξεχνούσε πως ήταν Άες Σεντάι —αυτό ήταν εύκολο, εφόσον δεν ήταν― και θα έκανε ό,τι ακριβώς της έλεγαν. Αυτό ήταν το δύσκολο· έλειπε τόσον καιρό από τον Πύργο, που είχε γίνει πάλι κυρίαρχος του εαυτού της. Η Άμυς όμως της είχε πει ρητά ότι η ονειροβασία ήταν επικίνδυνη, ακόμα κι όταν ήξερες τι έκανες, ότι ήταν πολύ πιο επικίνδυνη όταν ήξερες τι έκανες. Αν δεν τις υπάκουγε στον κόσμο των ξυπνητών, δεν θα την εμπιστεύονταν πως θα τις υπάκουγε στο όνειρο, και δεν θα αναλάμβαναν τέτοια ευθύνη. Έτσι, η Εγκουέν έκανε αγγαρείες μαζί με την Αβιέντα, όταν τη μάλωναν το δεχόταν όσο πιο ταπεινά μπορούσε, και πηδούσε σαν βατράχι μόλις τη διέταζαν η Άμυς ή η Μελαίν ή η Μπάιρ. Έστω κι αν δεν είχαν δει βάτραχο ποτέ τους. Να δεις που δεν θα με θέλουν παρά μόνο για να τους δώσω το τσάι στο χέρι. Όχι, απόψε ήταν σειρά της Αβιέντα γι’ αυτό.

Για μια στιγμή, σκέφτηκε να βάλει κάλτσες, στο τέλος όμως απλώς έσκυψε να φορέσει τα παπούτσια της. Γερά παπούτσια, κατάλληλα για την Ερημιά· της έλειπαν τα μεταξωτά γοβάκια που φορούσε στο Δάκρυ. «Πώς σε λένε;» ρώτησε, θέλοντας να φανεί φιλική.

«Κογουίντε», ήταν η σεμνή απάντηση.

Η Εγκουέν αναστέναξε. Όλο προσπαθούσε να γίνει φίλη με τους γκαϊ’σάιν, όμως αυτοί δεν ανταποκρίνονταν ποτέ, Το μοναδικό που δεν είχε συνηθίσει ήταν οι υπηρέτες, αν και βέβαια οι γκαϊ’σάιν δεν ήταν ακριβώς υπηρέτες. «Ήσουν Κόρη;»

Μια γοργή, άγρια λάμψη στα βαθυγάλανα μάτια της είπε ότι είχε μαντέψει σωστά, όμως εξίσου γρήγορα τα μάτια χαμήλωσαν. «Είμαι γκαϊ’σάιν. Το πριν και το μετά δεν είναι τώρα και μόνο το τώρα υπάρχει».

«Ποια είναι η σέπτα και η φατρία σου;» Συνήθως της το έλεγαν χωρίς να χρειαστεί να ρωτήσει, ακόμα και οι γκαϊ’σάιν.

«Υπηρετώ τη Σοφή Μελαίν της σέπτας του Τζιράντ, του Γκόσιεν Άελ».

Η Εγκουέν, που προσπαθούσε να διαλέξει ανάμεσα σε δύο μανδύες, έναν σφιχτοπλεγμένο καφέ μάλλινο και έναν γαλάζιο καπιτονέ μεταξωτό —ο έμπορος είχε πουλήσει ό,τι είχε και δεν είχε στις άμαξές του, και μάλιστα σε καλές τιμές, για να κάνει χώρο για το φορτίο της Μουαραίν― κοντοστάθηκε και κοίταξε συνοφρυωμένη την άλλη γυναίκα. Δεν ήταν αυτή η πρέπουσα απάντηση. Είχε ακούσει ότι μια μορφή της μελαγχολίας είχε καταλάβει μερικούς γκαϊ’σάιν· όταν τελείωνε ο ένας χρόνος και η μία μέρα τους, απλώς αρνούνταν να βγάλουν τη ρόμπα. «Πότε τελειώνει η ποινή σου;» τη ρώτησε.

Η Κογουίντε ζάρωσε κι άλλο, σχεδόν κουλουριάστηκε γύρω από τα γόνατά της. «Είμαι γκαϊ’σάιν».

«Πότε όμως θα μπορέσεις να επιστρέψεις στη σέπτα σου, στο φρούριό σου;»

«Είμαι γκαϊ’σάιν», είπε βραχνά η γυναίκα στα χαλάκια μπροστά στο πρόσωπό της. «Αν η απάντηση σε δυσαρεστεί, τιμώρησέ με, όμως δεν έχω άλλη».

«Μην είσαι χαζή», την επέπληξε η Εγκουέν. «Κάτσε πιο ίσια. Δεν είσαι βατράχι».

Η ασπροφορεμένη γυναίκα την υπάκουσε ακαριαία και ανακάθισε στις φτέρνες της, περιμένοντας υποταγμένη κάποια άλλη διαταγή. Σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ εκείνη η φευγαλέα αναλαμπή της ζωντάνιας.

Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα. Αυτή η γυναίκα είχε συμφιλιωθεί με το δικό της τρόπο με τη μελαγχολία. Μ’ έναν ανόητο τρόπο όμως, ό,τι και να της έλεγε, δεν θα τη μετέπειθε. Εν πάση περιπτώσει, έπρεπε να πάει στην τέντα των ατμόλουτρων, όχι να κάθεται και μιλάει με την Κογουίντε.

Θυμήθηκε το ψυχρό ρεύμα αέρα και δίστασε. Υπήρχαν δύο μεγάλα λευκά λουλούδια, βαλμένα σε μια μικρή γαβάθα, που η παγωμένη ριπή τα είχε κάνει να μαζευτούν και να μισοκλείσουν. Προέρχονταν από ένα φυτό με το όνομα σεγκάντε, που ήταν χοντρό, με επιφάνεια σαν πετσί, δίχως φύλλα, γεμάτο αγκάθια. Εκείνο το πρωί είχε βρει τυχαία την Αβιέντα να τα κρατά στα χέρια· η Αελίτισσα είχε ξαφνιαστεί βλέποντάς την, και μετά της τα είχε αφήσει στα χέρια, λέγοντας ότι τα είχε μαζέψει γι’ αυτήν. Η Εγκουέν φανταζόταν ότι η Αβιέντα ακόμα ένιωθε λίγο σαν Κόρη μέσα της και δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι της άρεσαν τα λουλούδια. Αν και βέβαια, τώρα που το ξανασκεφτόταν, είχε δει μερικές Κόρες να φορούν μπουμπούκια στα μαλλιά ή στο σακάκι.

Προσπαθείς να αναβάλεις τη στιγμή, Εγκουέν αλ’Βερ. Μην είσαι τόσο βλάκας. Γίνεσαι χαζή σαν την Κογουίντε. «Πρώτη εσύ», είπε και μόλις που πρόλαβε να κουκουλωθεί με το μάλλινο μανδύα, προτού η άλλη γυναίκα τής ανοίξει την πόρτα της σκηνής σε μια νύχτα που πάγωνε τα κόκαλα.

Ψηλά πάνω της, τα άστρα ακτινοβολούσαν καθαρά μέσα στο σκοτάδι και το φεγγάρι έλαμπε στο τελευταίο τέταρτό του. Το στρατόπεδο των Σοφών ήταν μια ομάδα από καμιά εικοσαριά κοντά λοφάκια, εκατό βήματα από κει που τελείωνε μια πλακοστρωμένη οδός του Ρουίντιαν ανάμεσα σε σπασμένο πηλό και πέτρες. Οι σκιές του φεγγαριού γέμιζαν την πόλη παράξενους γκρεμούς και χάσματα. Όλες οι σκηνές είχαν τις εισόδους τους κλειστές και οι μυρωδιές από τις φωτιές και τα φαγητά που μαγειρεύονταν γίνονταν ένα και γέμιζαν τον αέρα.

Οι άλλες Σοφές έρχονταν εδώ για σχεδόν καθημερινές συγκεντρώσεις, όμως περνούσαν τις νύχτες τους καθεμιά στη σέπτα της. Αρκετές μάλιστα τώρα κοιμούνταν στο Ρουίντιαν. Όχι όμως η Μπάιρ. Δεν ήταν διατεθειμένη να πλησιάσει πιο κοντά στην πόλη· αν δεν ήταν ο Ραντ εκεί, μάλλον θα είχε επιμείνει να στρατοπεδεύσουν στα βουνά.

Η Εγκουέν έσφιγγε το μανδύα με τα δυο της χέρια και περπατούσε όσο πιο γοργά μπορούσε. Παγωμένα πλοκάμια χώνονταν μέσα στο μανδύα κάθε φορά που τον άνοιγαν τα γυμνά της πόδια στο βήμα της. Η Κογουίντε, για να μην μείνει πίσω, είχε σηκώσει τη ρόμπα της ως τα γόνατα, ώστε να κάνει πιο γρήγορα. Η Εγκουέν δεν χρειαζόταν την γκαϊ’σάιν να την οδηγήσει, αλλά, εφόσον την είχαν στείλει για να τη φέρει, η γυναίκα εκείνη θα ντροπιαζόταν και ίσως να προσβαλλόταν, αν δεν το έκανε. Η Εγκουέν έσφιξε τα δόντια για να μην χτυπούν μεταξύ τους κι ευχήθηκε να έτρεχε η γκαϊ’σάιν.

Η σκηνή των ατμόλουτρων έμοιαζε σαν όλες τις άλλες· ήταν χαμηλή και πλατιά, τα πλαϊνά ολόγυρα ήταν κατεβασμένα και η μόνη διαφορά ήταν πως είχαν κλείσει την τρύπα απ’ όπου έβγαινε ο καπνός. Εκεί κοντά μια φωτιά έσβηνε, έχοντας αφήσει πίσω της κούτσουρα που θαμπόλαμπαν σκορπισμένα πάνω σε μερικά βράχια μεγάλα σαν ανθρώπινο κεφάλι. Το φως δεν έφτανε για να διακρίνει το μικρό, σκιασμένο λοφάκι πλάι στην είσοδο της σκηνής, η Εγκουέν όμως ήξερε ότι ήταν τα καλοδιπλωμένα ρούχα των γυναικών.

Πήρε μια βαθιά ανάσα που την πάγωσε, κλώτσησε βιαστικά τα παπούτσια της, άφησε τον μανδύα να πέσει και σχεδόν βούτηξε στη σκηνή. Ένιωσε για μια στιγμή τσουχτερό κρύο προτού κλείσει η πόρτα πίσω της, και ύστερα την τύλιξε μια αχνισμένη ζέστη που έκανε αμέσως τον ιδρώτα να βγει και να σκεπάσει όλο το κορμί της, ενώ η Εγκουέν ακόμα στεκόταν λαχανιασμένη και έτρεμε.

Οι τρεις Σοφές που της δίδασκαν ονειροβασία κάθονταν, ιδρώνοντας του καλού καιρού, ενώ τα μαλλιά τους κρέμονταν υγρά κι έφταναν ως τη μέση. Η Μπάιρ μιλούσε στη Μελαίν, που το όμορφο παρουσιαστικό της με τα πράσινα μάτια και τα κοκκινόχρυσα μαλλιά, ήταν σαν τη μέρα με τη νύχτα πλάι στο τραχύ πρόσωπο και τις μακριές λευκές πλεξούδες της ηλικιωμένης. Κι η Άμυς επίσης ήταν ασπρομάλλα —ή ίσως να ήταν τόσο ανοιχτά τα κιτρινόξανθα μαλλιά της, ώστε έμοιαζαν λευκά― όμως δεν φαινόταν γριά. Κι αυτή και η Μελαίν μπορούσαν να διαβιβάζουν —δεν μπορούσαν να το κάνουν όλες οι Σοφές― και η Άμυς είχε ως ένα σημείο την αγέραστη όψη των Άες Σεντάι. Η Μουαραίν, που έμοιαζε μικροκαμωμένη πλάι στις άλλες, φαινόταν κι αυτή ατάραχη, παρ’ όλο που ο ιδρώτας κυλούσε στο χλωμό, γυμνό κορμί της και έλουζε τα μελαχρινά μαλλιά της ως το δέρμα του κρανίου, όμως αρνιόταν με μια αριστοκρατική στάση να αποδεχθεί ότι δεν φορούσε ρούχα. Οι Σοφές χρησιμοποιούσαν λεπτά, καμπύλα κομμάτια μπρούντζου, που λεγόταν στάερα, για να ξυστρίζουν τον ιδρώτα και τη βρωμιά της ημέρας.

Η Αβιέντα καθόταν ιδρωμένη οκλαδόν πλάι σε ένα μεγάλο μαύρο καζάνι γεμάτο καυτές, όλο καπνιά πέτρες, και με μια μασιά είχε πάρει μια τελευταία πέτρα από ένα μικρότερο καζάνι για να την πάει στο μεγάλο. Όταν τελείωσε, έβρεξε τις πέτρες με νερό από ένα φλασκί και οι ατμοί πύκνωσαν. Αν άφηνε τους ατμούς να αραιώσουν, θα την επέπλητταν, το λιγότερο. Την επόμενη φορά που οι Σοφές θα συναντιούνταν στη σκηνή των ατμόλουτρων, θα ήταν πάλι η σειρά της Εγκουέν να προσέχει τις πέτρες.

Η Εγκουέν κάθισε επιφυλακτικά σταυροπόδι πλάι στην Μπάιρ —αντί για χαλάκια στοιβαγμένα, εδώ υπήρχε μόνο το βραχώδες έδαφος, δυσάρεστα καυτό, όλο εξογκώματα και υγρασία― και συνειδητοποίησε έκπληκτη ότι η Αβιέντα είχε φάει ξύλο με βέργες και μάλιστα πρόσφατα. Όταν η Αελίτισσα κάθισε προσεκτικά στη θέση της πλάι στην Εγκουέν, το έκανε με πρόσωπο ανέκφραστο σαν τα βράχια του εδάφους, όμως, ακόμα κι έτσι, ο μορφασμός του πόνου δεν κρυβόταν.

Τέτοιο πράγμα η Εγκουέν δεν το περίμενε. Οι Σοφές επέβαλλαν αυστηρή πειθαρχία —αυστηρότερη κι από τον Πύργο, κάτι διόλου εύκολο― όμως η Αβιέντα δούλευε σκληρά για να μάθει να διαβιβάζει. Δεν μπορούσε να ονειροβατήσει, σίγουρα όμως έβαζε τα δυνατά της για να απορροφήσει τις τέχνες των Σοφών, όπως είχε μάθει τα όπλα της ως Κόρη. Βεβαίως, όταν είχε ομολογήσει πως είχε πει στον Ραντ ότι οι Σοφές παρακολουθούσαν τα όνειρα του, την είχαν βάλει τρεις μέρες να σκάβει τρύπες στο έδαφος που τη χωρούσαν ως τον ώμο και μετά να τις ξαναγεμίζει, όμως ήταν από τις λίγες φορές που η Αβιέντα είχε κάνει κάποιο στραβοπάτημα. Η Άμυς και οι άλλες την ανέφεραν τόσο συχνά στην Εγκουέν ως πρότυπο ταπεινότητας και υπακοής και πρέποντος σθένους, που μερικές φορές της Εγκουέν της ερχόταν να ουρλιάξει, έστω κι αν η Αβιέντα ήταν φίλη της.

«Με το πάσο σου ήρθες», είπε σκυθρωπά η Μπάιρ, ενώ η Εγκουέν ακόμα στριφογύριζε διακριτικά, ψάχνοντας βολική θέση. Η φωνή της ήταν ένα ψιλό θρόισμα, μα ένα θρόισμα από σιδερένια φύλλα. Συνέχισε να ξύνει τα μπράτσα της με ένα στάερα.

«Συγγνώμη», είπε η Εγκουέν. Να, έτσι· σίγουρα θα αρκούσε τόση ταπεινότητα.

Η Μπάιρ ρούφηξε τη μύτη της. «Πέρα από το Δρακότειχος είσαι Άες Σεντάι, αλλά εδώ είσαι ακόμα μαθήτρια, και οι μαθήτριες δεν αργοπορούν. Όταν ζητώ την Αβιέντα, όταν τη στέλνω να φέρει κάτι, τρέχει, ακόμα κι όταν το μόνο που θέλω είναι μια καρφίτσα. Δεν θα ’ταν άσχημη ιδέα να τη μιμηθείς».

Η Εγκουέν αναψοκοκκίνισε και προσπάθησε να δώσει ταπεινότητα στη φωνή της. «Θα προσπαθήσω, Μπάιρ». Ήταν η πρώτη φορά που μια Σοφή είχε κάνει τέτοια σύγκριση μπροστά σε άλλους. Η Εγκουέν έριξε μια κλεφτή ματιά στην Αβιέντα και ξαφνιάστηκε βλέποντάς την συλλογισμένη. Μερικές φορές ευχόταν η «κονταδελφή» της να μην ήταν πάντα τόσο καλό παράδειγμα.

«Μπάιρ, η κοπέλα ή θα μάθει ή δεν θα μάθει», είπε ευερέθιστα η Μελαίν. «Δίδαξέ της αργότερα να είναι ακριβής, αν υπάρχει ακόμα λόγος». Ήταν το πολύ δέκα ή δώδεκα χρόνια μεγαλύτερη από την Αβιέντα, όμως συνήθως μιλούσε σαν να την ενοχλούσε κάτι. Μπορεί να καθόταν πάνω σε μυτερή πέτρα. Αν ναι, τότε δεν θα σάλευε από τη θέση της· ήταν υποχρέωση της πέτρας να μετακινηθεί. «Το είπα και σου το ξαναλέω, Μουαραίν Σεντάι, οι Αελίτες ακολουθούν Εκείνον Που Έρχεται Με την Αυγή, όχι τον Λευκό Πύργο».

Προφανώς περίμεναν από την Εγκουέν να αντιληφθεί το θέμα της συζήτησης, καθώς θα συνέχιζαν.

«Ίσως γίνει κι αυτό», είπε με ουδέτερη φωνή η Άμυς, «να υπηρετήσουν ξανά κάποτε οι Αελίτες τις Άες Σεντάι, αλλά ακόμα δεν ήρθε αυτή η ώρα, Μουαραίν Σεντάι». Μόνο για μια στιγμή έπαψε το ξύστρισμα, καθώς κοίταζε ήρεμα την Άες Σεντάι στα μάτια.

Η Εγκουέν ήξερε ότι η ώρα θα ερχόταν, τώρα που η Μουαραίν γνώριζε ότι κάποιες Σοφές μπορούσαν να διαβιβάζουν. Οι Άες Σεντάι θα ταξίδευαν στην Ερημιά για να βρουν κοπέλες που μπορούσαν να τις διδάξουν, και ήταν σχεδόν σίγουρο ότι επίσης θα δοκίμαζαν να πάρουν στον Λευκό Πύργο όσες Σοφές είχαν την ικανότητα. Κάποτε η Εγκουέν ανησυχούσε μήπως οι Σοφές υπέκυπταν και υποτάσσονταν, μήπως οι Άες Σεντάι τις μάζευαν από κει παρά τη θέλησή τους· οι Άες Σεντάι δεν άφηναν για πολύ ελεύθερες από τον Πύργο τις γυναίκες οι οποίες μπορούσαν να διαβιβάζουν. Δεν είχε πια λόγο να ανησυχεί, αν και οι Σοφές αυτό έδειχναν να νιώθουν. Η Άμυς και η Μελαίν μπορούσαν να αντιτάξουν τη θέληση τους σε κάθε Άες Σεντάι, όπως αποδείκνυαν καθημερινά με τη Μουαραίν. Η Μπάιρ πιθανότατα θα επιβαλλόταν ακόμα και στη Σιουάν Σάντσε, η Μπάιρ, που δεν μπορούσε καν να διαβιβάσει.

Πάντως και η Μπάιρ δεν ήταν η Σοφή με την ισχυρότερη θέληση. Αυτή η τιμή ανήκε σε μια ακόμα πιο ηλικιωμένη γυναίκα, τη Σορίλεα, της σέπτας Τζάρα του Τσαρήν Άελ. Η Σοφή του Φρουρίου Σέντε μπορούσε να διαβιβάσει λιγότερο απ’ όσο οι περισσότερες μαθητευόμενες, αλλά, όταν ήθελε να στείλει κάποια για θελήματα, δεν έκανε διακρίσεις μεταξύ γκαϊ’σάιν και Σοφών. Και πήγαιναν. Όχι, δεν υπήρχε λόγος να στενοχωριέται η Εγκουέν μήπως οι Άες Σεντάι εκφόβιζαν τις Σοφές.

«Είναι κατανοητό το ότι θέλετε να σώσετε τα μέρη σας», παρενέβη η Μπάιρ, «αλλά ο Ραντ αλ’Θόρ προφανώς δεν σκοπεύει να μας οδηγήσει για να επιβάλλει κάποια τιμωρία. Κανένας που υποτάσσεται σε Εκείνον Που Έρχεται Με την Αυγή και στους Αελίτες, δεν θα πάθει τίποτα». Άρα αυτό ήταν. Φυσικά.

«Δεν με νοιάζει μόνο να σώσουμε ζωές ή εδάφη». Η Μουαραίν σκούπισε ιδρώτα από το πρόσωπό της με το δάχτυλο κι έκανε τη χειρονομία να φανεί μεγαλοπρεπής, η φωνή της όμως ήταν σφιγμένη σαν της Μελαίν. «Αν επιτρέψετε κάτι τέτοιο, θα αποβεί καταστροφικό. Χρόνια κάναμε σχέδια, τα οποία τώρα πλησιάζουν στο να αποδώσουν καρπούς, κι αυτός θέλει να τα διαλύσει όλα».

«Σχέδια του Λευκού Πύργου», είπε η Άμυς, τόσο γλυκά που έμοιαζε να συμφωνεί. «Αυτά τα σχέδια δεν έχουν να κάνουν με μας. Εμείς, και οι άλλες Σοφές, πρέπει να σκεφτούμε τι είναι σωστό για τους Αελίτες. Θα φροντίσουμε να κάνει το Άελ εκείνο που είναι σωστό για το Άελ».

Η Εγκουέν αναρωτήθηκε τι θα έλεγαν γι’ αυτό οι αρχηγοί φατρίας. Φυσικά, αυτοί συχνά παραπονούνταν ότι οι Σοφές μπλέκονταν σε θέματα που δεν τις αφορούσαν, κι έτσι ίσως κάτι τέτοιο να τους αιφνιδίαζε. Οι αρχηγοί έμοιαζαν όλοι να είναι άνθρωποι έξυπνοι και πεισματάρηδες, όμως κατά τη γνώμη της δεν θα τα έβγαζαν πέρα με τις Σοφές, ακριβώς όπως το Συμβούλιο του Χωριού στην πατρίδα της δεν τα έβγαζε πέρα με τον Κύκλο των Γυναικών.

Αυτή τη φορά όμως η Μουαραίν είχε δίκιο.

«Αν ο Ραντ―» άρχισε να λέει η Εγκουέν, όμως η Μπάιρ την διέκοψε δίχως να διστάσει.

«Θα ακούσουμε αργότερα τι έχεις να πεις, κορίτσι μου. Έχεις πολύτιμες γνώσεις για τον Ραντ αλ’Θόρ, όμως κλείσε το στόμα και άκουγε μέχρι να κληθείς να μιλήσεις. Και μην κατσουφιάζεις, αλλιώς θα σε βάλω να πιεις τσάι από γαλαζάγκαθο».

Η Εγκουέν έκανε ένα μορφασμό. Ο σεβασμός προς τις Άες Σεντάι, παρ’ όλο που ήταν σεβασμός μεταξύ ίσων, ελάχιστα αφορούσε τις μαθήτριες, ακόμα και μια μαθήτρια την οποία περνούσαν για Άες Σεντάι. Πάντως η Εγκουέν κράτησε το στόμα της κλειστό. Η Μπάιρ ήταν ικανή να τη στείλει να φέρει τα σακουλάκια με τα βότανά της και να τη βάλει να βράσει η ίδια το απίστευτα πικρό τσάι· το οποίο δεν είχε καμία άλλη χρησιμότητα, παρά μόνο να γιατρεύει το κατσούφιασμα ή το μούτρωμα ή ό,τι άλλο δυσαρεστούσε μια Σοφή, κάτι που το κατόρθωνε μόνο με τη γεύση του. Η Αβιέντα της χτύπησε παρηγορητικά το μπράτσο.

«Πιστεύετε ότι δεν θα είναι καταστροφή και για το Άελ;» Σίγουρα ήταν δύσκολο να μοιάζει ψυχρή σαν χειμωνιάτικο ποταμάκι τη στιγμή που από την κορφή ως τα νύχια γυάλιζε ολόκληρη από τον ατμό και τον ιδρώτα της, αλλά η Μουαραίν δεν φαινόταν να δυσκολεύεται. «Θα επαναληφθεί ο Πόλεμος των Αελιτών. Θα σκοτώσετε και θα πυρπολήσετε και θα λεηλατήσετε πόλεις όπως κάνατε και τότε, μέχρι που θα στρέψετε τους πάντες εναντίον σας».

«Δικαιούμαστε το ένα πέμπτο, Άες Σεντάι», είπε η Μελαίν, ρίχνοντας τα μακριά μαλλιά της πίσω από τον ώμο της για να καθαρίσει τη λεία επιδερμίδα της με το στάερα. Παρ’ όλο που τα μαλλιά της ήταν βαριά και υγρά από τους ατμούς, έλαμπαν σαν μετάξι. «Δεν πήραμε παραπάνω, ούτε ακόμα κι από τους δενδροφονιάδες». Η ματιά που έριξε στη Μουαραίν ήταν τόσο ανέκφραστη που κάτι σήμαινε· ήξεραν ότι η Άες Σεντάι ήταν Καιρχινή. «Τόσα παίρνουν με τους φόρους οι βασιλιάδες και οι βασίλισσές σας».

«Κι όταν στραφούν τα έθνη εναντίον σας;» επέμεινε η Μουαραίν. «Στον Πόλεμο των Αελιτών, τα έθνη ενωμένα σας ανάγκασαν να κάνετε πίσω. Αυτό μπορεί και θα ξαναγίνει, με μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και από τις δύο πλευρές».

«Κανείς μας δεν φοβάται το θάνατο, Άες Σεντάι», της είπε η Άμυς, χαμογελώντας γλυκά σαν να εξηγούσε κάτι σε μικρό παιδί. «Η ζωή είναι ένα όνειρο, από το οποίο πρέπει να ξυπνήσουμε για να ξαναονειρευτούμε. Εκτός αυτού, μόνο τέσσερις φατρίες είχαν περάσει το Δρακότειχος ακολουθώντας τον Τζάντουιν, ενώ εσύ λες ότι ο Ραντ αλ’Θόρ σκοπεύει να πάρει όλες τις φατρίες».

«Η Προφητεία του Ρουίντιαν λέει ότι θα μας καταστρέψει». Το σπίθισμα στα πράσινα μάτια της Μελαίν μπορεί να οφειλόταν στη Μουαραίν ή μπορεί να έδειχνε ότι δεν επαφιόταν στη μοίρα της, όπως έδειχνε ο τόνος της. «Τι σημασία έχει αν είναι εδώ ή αν είναι πέρα από το Δρακότειχος;»

«Θα τον κάνετε να χάσει την υποστήριξη όλων των εθνών δυτικά του Δρακότειχους», είπε η Μουαραίν. Φαινόταν γαλήνια όπως πάντα, αλλά υπήρχε μια ένταση στη φωνή της, που έλεγε ότι μέσα της έβραζε. «Χρειάζεται την υποστήριξή τους!»

«Έχει την υποστήριξη του έθνους των Αελιτών», της είπε η Μπάιρ με τη λεπτεπίλεπτη, ανυποχώρητη φωνή της. Υπογράμμισε τα λόγια της χειρονομώντας με τη λιγνή μεταλλική λεπίδα. «Οι φατρίες ποτέ δεν ήταν έθνος, αλλά αυτό πάει να μας κάνει ο Ραντ αλ’Θόρ».

«Δεν θα σε βοηθήσουμε να τον μεταπείσεις, Μουαραίν Σεντάι», πρόσθεσε εξίσου κατηγορηματικά η Άμυς.

«Μπορείς να πηγαίνεις τώρα, αν είναι το θέλημά σου, Άες Σεντάι», είπε η Μπάιρ. «Αρκετά συζητήσαμε απόψε αυτό που ήθελες να συζητήσουμε». Το είπε ευγενικά, όμως δεν άλλαζε το γεγονός ότι την έδιωχνε.

«Θα σας αφήσω», αποκρίθηκε η Μουαραίν, πάλι γαλήνια. Είχε μιλήσει σαν να ήταν αυτή δική της ιδέα, δική της απόφαση. Είχε πια συνηθίσει να της επιδεικνύουν οι Σοφές ότι δεν βρίσκονταν υπό την εξουσία του Πύργου. «Έχω ν’ ασχοληθώ και μ’ άλλα πράγματα».

Αυτό βέβαια πρέπει να ήταν αλήθεια. Πιθανότατα κάτι που είχε να κάνει με τον Ραντ. Η Εγκουέν ήξερε ότι άδικα θα τη ρωτούσε· αν η Μουαραίν ήθελε να της το πει, θα της το έλεγε, και, αν όχι... Αν όχι, θα της απαντούσε διφορούμενα, αποφεύγοντας ως Άες Σεντάι να πει ψέμα, ή θα της έλεγε σταράτα ότι δεν ήταν δική της δουλειά. Η Μουαραίν ήξερε ότι η “Εγκουέν Σεντάι του Πράσινου Άτζα” ήταν μια απάτη. Δημοσίως ανεχόταν το ψέμα, αλλά, όποτε της έκανε κέφι, έβαζε την Εγκουέν στη θέση της.

Μόλις έφυγε η Μουαραίν, μέσα σε μια ριπή παγωμένου αέρα, η Άμυς είπε, «Αβιέντα, βάλε τσάι».

Η νεαρή Αελίτισσα τινάχτηκε και το στόμα της άνοιξε δυο φορές προτού μπορέσει να πει αχνά, «Ακόμα δεν το έβρασα». Μετά βγήκε γοργά από τη σκηνή περπατώντας στα τέσσερα. Η δεύτερη ριπή απ’ έξω αραίωσε τους ατμούς.

Οι ματιές που αντάλλαξαν οι Σοφές έδειχναν έκπληξη, σαν την Αβιέντα. Την ίδια που ένιωθε και η Εγκουέν· η Αβιέντα πάντα έκανε δίχως κόπο ακόμα και τις πιο βαρετές αγγαρείες, αν και όχι πάντα αδιαμαρτύρητα. Κάτι πρέπει να τη βασάνιζε πολύ, για να έχει ξεχάσει το τσάι. Οι Σοφές πάντα ήθελαν τσάι.

«Κι άλλο ατμό, κορίτσι μου», είπε η Μελαίν.

Η Εγκουέν συνειδητοποίησε ότι μιλούσε στην ίδια, αφού η Αβιέντα είχε φύγει. Έχυσε βιαστικά νερό στις πέτρες και διαβίβασε για τις ζεστάνει κι άλλο, όπως και το κατσαρολάκι, ώσπου άκουσε τις πέτρες να τρίζουν και το κατσαρολάκι να βγάζει κάψα σαν καμίνι. Μπορεί οι Αελίτισσες να είχαν συνηθίσει τη μια στιγμή να ψήνονται στον ιδρώτα τους και την άλλη να παγώνουν, αυτή όμως όχι. Καυτά, πυκνά σύννεφα πετάχτηκαν και γέμισαν τη σκηνή. Η Άμυς ένευσε επιδοκιμαστικά· μπορούσε, όπως και η Μελαίν, να δει τη λάμψη του σαϊντάρ που την περιέβαλλε, αν και η ίδια η Εγκουέν δεν μπορούσε να τη δει. Η Μελαίν απλώς συνέχισε να σκουπίζει τον ιδρώτα με το στάερα.

Η Εγκουέν άφησε την Αληθινή Πηγή, κάθισε κι έσκυψε κοντά στην Μπάιρ για να ψιθυρίσει, «Μήπως έκανε κάτι πολύ κακό η Αβιέντα;» Δεν ήξερε πώς ένιωθε η Αβιέντα, αλλά δεν είχε λόγο να τη ντροπιάσει, ακόμα και πίσω από την πλάτη της.

Η Μπάιρ δεν είχε τέτοιους ενδοιασμούς. «Εννοείς τις πληγές της;» είπε με κανονική φωνή. «Ήρθε να με βρει και μου ομολόγησε ότι σήμερα είχε πει δύο φορές ψέματα, αν και δεν ανέφερε σε ποιον και γιατί. Ήταν δική της υπόθεση, φυσικά, αφού δεν είπε ψέματα σε Σοφή, ισχυρίστηκε όμως ότι η τιμή της απαιτούσε να επιβληθεί τοχ».

«Σου ζήτησε να...» Η Εγκουέν άφησε μια κοφτή ανάσα, αλλά δεν τελείωσε τη φράση της.

Η Μπάιρ ένευσε σαν να μην ήταν τίποτα το ασυνήθιστο. «Της έριξα μερικές ξυλιές με τη βέργα επιπλέον που ήρθε να με ενοχλήσει για κάτι τέτοιο. Αν ήταν ζήτημα τζι, τότε έχει υποχρέωση σε άλλον, όχι σε μένα. Το πιθανότερο είναι ότι τα λεγόμενα ψέματά της ήταν κάτι για το οποίο μονάχα μια Φαρ Ντάραϊς Μάι θα ανησυχούσε. Οι Κόρες, ακόμα και οι πρώην Κόρες, μερικές φορές είναι σχολαστικές σαν άνδρες». Η Άμυς της έριξε μια ανέκφραστη ματιά, της οποίας το νόημα ήταν ολοφάνερο ακόμα και μέσα στους πυκνούς ατμούς. Όπως και η Αβιέντα, η Άμυς ήταν Φαρ Ντάραϊς Μάι πριν γίνει Σοφή.

Η Εγκουέν δεν είχε γνωρίσει Αελίτη που να μην είναι σχολαστικός με το τζι’ε’τόχ, κατά τη γνώμη της. Μα αυτό το πράγμα τώρα! Οι Αελίτες ήταν θεοπάλαβοι.

Η Μπάιρ φαινόταν να έχει ξεχάσει κιόλας το ζήτημα. «Δεν θυμάμαι να υπήρχαν ποτέ άλλοτε τόσοι Χαμένοι στην Τρίπτυχη Γη», είπε, μιλώντας σε όλες μέσα στη σκηνή. Πάντα έτσι αποκαλούσαν οι Αελίτες τους Μάστορες, τους Τουάθα’αν.

«Πάνε να ξεφύγουν από τις φασαρίες πέρα από το Δρακότειχος». Ήταν ολοφάνερος ο χλευασμός στη φωνή της Μελαίν.

«Άκουσα», είπε αργά η Άμυς, «ότι μερικοί από εκείνους που κυνηγούν τη μελαγχολία πήγαν στους Χαμένους και ζήτησαν να τους πάρουν μαζί τους». Έπεσε μεγάλη σιωπή. Τώρα ήξεραν ότι οι Τουάθα’αν και οι Αελίτες είχαν κοινή καταγωγή, ότι είχαν χωριστεί προτού οι Αελίτες διασχίσουν τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου και πάνε στην Ερημιά, αλλά αυτή η γνώση, αν μη τι άλλο, είχε επιδεινώσει την αποστροφή που ένιωθαν για τους Τουάθα’αν.

«Φέρνει αλλαγή», ψιθύρισε τραχιά η Μελαίν στον ατμό.

«Νόμιζα ότι είχατε συμβιβαστεί με τις αλλαγές που φέρνει», είπε η Εγκουέν, με τη συμπόνια να ποτίζει τη φωνή της. Πρέπει να ήταν δύσκολο να σου γυρίζουν ολόκληρη τη ζωή ανάποδα. Σχεδόν περίμενε ότι θα της ξανάλεγαν να κλείσει το στόμα, αλλά καμιά τους δεν το είπε.

«Συμβιβαστεί», είπε η Μπάιρ, σαν να γευόταν τη λέξη. «Καλύτερα ας λέμε ότι τις υπομένουμε όσο μπορούμε».

«Μεταμορφώνει τα πάντα». Η Άμυς φαινόταν προβληματισμένη. «Το Ρουίντιαν. Οι Χαμένοι. Η μελαγχολία, το ότι είπε αυτό που δεν έπρεπε να έχει ειπωθεί». Οι Σοφές —ολόκληρο το Άελ, για την ακρίβεια― ακόμα δυσκολεύονταν να μιλήσουν γι’ αυτό.

«Οι Κόρες μαζεύονται γύρω του σαν να χρωστούν περισσότερα σ’ αυτόν παρά στις ίδιες τις φατρίες τους», πρόσθεσε η Μπάιρ. «Για πρώτη φορά στην ιστορία τους επέτρεψαν σε άνδρα να μπει στη Στέγη της Κόρης». Η Άμυς έδειξε για μια στιγμή σαν να ήθελε να πει κάτι, αλλά όσα ήξερε για τα εσωτερικά των Φαρ Ντάραϊς Μάι, δεν τα μοιραζόταν με κανέναν παρά μόνο με όσες ήταν ή είχαν υπάρξει κάποτε Κόρες του Δόρατος.

«Οι αρχηγοί δεν μας ακούνε πια όπως κάποτε», μουρμούρισε η Μελαίν. «Καλά, ζητούν τη συμβουλή μας όπως πάντα —δεν χάζεψαν εντελώς― όμως ο Μπάελ δεν μου λέει πια τι έχει πει στον Ραντ αλ’Θόρ και τι του έχει πει ο Ραντ αλ’Θόρ. Λέει ότι πρέπει να ρωτήσω τον Ραντ αλ’Θόρ, ο οποίος μου λέει να ρωτήσω τον Μπάελ. Με τον Καρ’α’κάρν δεν μπορώ να κάνω τίποτα, με τον Μπάελ όμως... Πάντα ήταν πεισματάρης και εκνευριστικός, όμως τώρα αποχαλινώθηκε. Μου ’ρχεται μερικές φορές να του δώσω μια στο κεφάλι με το ραβδί». Η Άμυς και η Μπάιρ χαχάνισαν σαν να ήταν ένα καλό αστείο. Ή ίσως ήθελαν να γελάσουν, ώστε να ξεχάσουν για λίγο τις αλλαγές.

«Μόνο τρία πράγματα μπορείς να κάνεις μ’ έναν τέτοιο άνδρα», είπε μ’ ένα πνιχτό γελάκι η Μπάιρ. «Να τον αποφεύγεις, να τον σκοτώσεις ή να τον παντρευτείς».

Η Μελαίν μούδιασε και το ηλιοψημένο πρόσωπό της κοκκίνισε. Για μια στιγμή, η Εγκουέν πίστεψε ότι η χρυσομάλλα Σοφή θα ξεστόμιζε λόγια που θα έκαιγαν πιο πολύ από το πρόσωπό της. Κι ύστερα ένα παγερό ρεύμα υπογράμμισε την επιστροφή της Αβιέντα, η οποία κρατούσε ένα δίσκο από δουλεμένο ασήμι, που πάνω του υπήρχαν τσαγιέρα με κίτρινο βερνίκι, λεπτά φλιτζάνια από χρυσή πορσελάνη των Θαλασσινών κι ένα πέτρινο βαζάκι με μέλι.

Ανατρίχιασε, καθώς έβαζε το τσάι —σίγουρα δεν είχε σταθεί, για να φορέσει κάτι, βγαίνοντας― και πρόσφερε στην ομήγυρη τα φλιτζάνια και το μέλι. Φυσικά, δεν έβαλε τσάι για τον εαυτό της και την Εγκουέν, παρά μόνο όταν της το επέτρεψε η Άμυς.

«Κι άλλον ατμό», είπε η Μελαίν· ο παγερός αέρας έμοιαζε να έχει καταπραΰνει τον εκνευρισμό της. Η Αβιέντα άφησε κάτω το φλιτζάνι της, χωρίς να έχει πιει ακόμα, κι έπιασε το φλασκί, προφανώς προσπαθώντας να επανορθώσει για το σφάλμα με το τσάι.

«Εγκουέν», είπε η Άμυς, ρουφώντας το τσάι της, «πώς θα το δεχόταν ο Ραντ αλ’Θόρ, αν η Αβιέντα του ζητούσε να κοιμάται στο υπνοδωμάτιό του;» Η Αβιέντα πάγωσε με το φλασκί στα χέρια.

«Στο-;» αναφώνησε η Εγκουέν. «Δεν μπορείτε να της ζητήσετε τέτοιο πράγμα! Δεν μπορείτε!»

«Ανόητο κορίτσι», μουρμούρισε η Μπάιρ. «Δεν της ζητούμε να μοιραστεί τις κουβέρτες του. Όμως εκείνος θα νομίσει ότι αυτό του ζητά; θα το επιτρέψει άραγε; Οι άνδρες είναι παράξενα πλάσματα, στην καλύτερη περίπτωση, κι αυτός δεν ανατράφηκε από μας, άρα είναι ακόμα πιο παράξενος».

«Αποκλείεται να σκεφτεί τέτοιο πράγμα», μασώντας από τη βιασύνη τα λόγια της, και μετά, πιο αργά, «Δεν νομίζω να το σκεφτεί. Αλλά δεν είναι σωστό. Δεν είναι!»

«Σας ζητώ να μην μου το απαιτήσετε», είπε η Αβιέντα, με φωνή τόσο ταπεινή, που η Εγκουέν δεν πίστευε ότι η Αβιέντα μπορούσε να μιλήσει έτσι. Έχυνε το νερό με σπασμωδικές κινήσεις κι αυτό σήκωνε όλο και πιο πυκνά σύννεφα ατμού. «Έμαθα πολλά τις τελευταίες μέρες, που δεν ήμουν αναγκασμένη να περνώ τις ώρες μου μαζί του. Από τότε που επιτρέψατε στην Εγκουέν και στη Μουαραίν να με βοηθήσουν με τη διαβίβαση, μαθαίνω ακόμα γρηγορότερα. Όχι ότι διδάσκουν καλύτερα από σας, φυσικά», πρόσθεσε με βιάση, «αλλά θέλω πολύ να μάθω».

«Κι έτσι θα μάθεις», της είπε η Μελαίν. «Δεν θα χρειάζεται να μένεις μαζί του κάθε ώρα και στιγμή. Αν κοπιάσεις, δεν θα καθυστερούν πολύ τα μαθήματά σου. Δεν μελετάς όταν κοιμάσαι».

«Δεν μπορώ», μουρμούρισε η Αβιέντα, με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από το φλασκί. Με φωνή πιο δυνατή και πιο αποφασισμένη, πρόσθεσε, «Δεν θα το κάνω». Σήκωσε το κεφάλι και τα μάτια της ήταν γαλαζοπράσινη φωτιά. «Δεν θέλω να είμαι εκεί όταν ξαναπροσκαλέσει αυτή την ξεδιάντροπη την Ισέντρε στις κουβέρτες του!»

Η Εγκουέν έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Την Ισέντρε!» Είχε δει —και αποδοκίμαζε από καρδιάς― τον σκανδαλώδη τρόπο, με τον οποίο οι Κόρες είχαν βάλει τη γυναίκα να κυκλοφορεί γυμνή, όμως αυτό πια! «Αποκλείεται να εννοείς ότι ο Ραντ―»

«Σιωπή!» είπε η Μπάιρ με φωνή σαν μαστίγιο. Το βλέμμα των γαλανών ματιών της μπορούσε να σμιλέψει πέτρα. «Και οι δυο σας! Είστε νέες, αλλά ακόμα και οι Κόρες θα ’πρεπε να ξέρουν ότι οι άνδρες είναι ανόητοι, ειδικά όταν δεν τους ελκύει εκείνη η γυναίκα που μπορεί να τους καθοδηγήσει».

«Χαίρομαι», είπε ξερά η Άμυς, «που βλέπω ότι δεν συγκρατείς τόσο σφιχτά τα συναισθήματά σου, Αβιέντα. Σ’ αυτό το ζήτημα, οι Κόρες είναι εξίσου ανόητες με τους άνδρες· το θυμάμαι καλά κι ακόμα ντρέπομαι. Όταν απελευθερώνεις τα συναισθήματά σου σημαίνει ότι για λίγο θολώνει η κρίση σου, αλλά, όταν τα κρατάς μέσα σου, θολώνει για πάντα. Πρόσεχε μόνο να μην τα βγάζεις πολύ συχνά ή, τη στιγμή που είναι καλύτερο, να τα κρατάς χαλιναγωγημένα».

Η Μελαίν έσκυψε μπροστά στηριγμένη στα χέρια της και ο ιδρώτας που έσταζε από το πρόσωπό της κόντευε να πέσει στο καυτό κατσαρολάκι. «Ξέρεις τη μοίρα σου, Αβιέντα. Θα γίνεις μια Σοφή με εξαιρετική δύναμη και εξαιρετική εξουσία και με πολλά ακόμα. Ήδη έχεις μια δύναμη μέσα σου. Αυτή σε βοήθησε στην πρώτη σου δοκιμασία και θα σε βοηθήσει και σ’ αυτό».

«Η τιμή μου», είπε βραχνά η Αβιέντα και ύστερα ξεροκατάπιε, μην μπορώντας να συνεχίσει. Έμεινε ζαρωμένη εκεί, αγκαλιάζοντας το φλασκί, σαν να είχε μέσα του την τιμή που ήθελε να προστατεύσει.

«Το Σχήμα δεν ασχολείται με τζι’ε’τόχ», της είπε η Μπάιρ, με μια νότα μόνο συμπόνιας, αν υπήρχε καν κι αυτή. «Μόνο με το τι πρέπει και τι θα γίνει. Οι άνδρες και οι Κόρες αντιπαλεύουν τη μοίρα ακόμα κι όταν είναι φανερό ότι το Σχήμα συνεχίζει να υφαίνεται παρά τον αγώνα τους, εσύ όμως δεν είσαι πια Φαρ Ντάραϊς Μάι. Πρέπει να μάθεις να ακολουθείς τη μοίρα. Μόνο αν παραδοθείς στο Σχήμα, θα μπορέσεις να έχεις κάποιον έλεγχο στην πορεία της ζωής σου. Δεν αλλάζει τίποτα αν αγωνιστείς, το Σχήμα και πάλι θα σε αναγκάσει, και θα βρεις τη δυστυχία εκεί που διαφορετικά ίσως έβρισκες κάτι να σου αρκεί».

Όλα αυτά της Εγκουέν της φαίνονταν παρόμοια με εκείνα που είχε διδαχθεί σχετικά με τη Μία Δύναμη. Για να ελέγξεις το σαϊντάρ, πρώτα πρέπει να του παραδοθείς. Αν την πολεμούσες, θα ερχόταν ανεξέλεγκτη, ή ίσως να σε κατέκλυζε· αν παραδινόσουν και την καθοδηγούσες απαλά, έκανε ό,τι επιθυμούσες. Αυτό όμως δεν εξηγούσε γιατί ήθελαν να κάνει τέτοιο πράγμα η Αβιέντα. Το ρώτησε, προσθέτοντας ξανά, «Δεν είναι σωστό».

Η Άμυς, αντί να απαντήσει, είπε, «Θα αρνηθεί να της το επιτρέψει ο Ραντ αλ’Θόρ; Δεν μπορούμε να τον αναγκάσουμε». Η Μπάιρ και η Μελαίν τώρα κοίταζαν την Εγκουέν με το προσηλωμένο βλέμμα που πριν κοίταζαν την Άμυς.

Δεν θα της έλεγαν το λόγο. Πιο εύκολα θα έκανες μια πέτρα να μιλήσει παρά θα έπαιρνες λόγια από μια Σοφή ενάντια στη θέλησή της. Η Αβιέντα περιεργαζόταν τα δάχτυλα των ποδιών της καρτερικά, μουτρωμένα· ήξερε ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα γινόταν αυτό που ήθελαν οι Σοφές.

«Δεν ξέρω», είπε αργά η Εγκουέν. «Δεν τον ξέρω καλά όπως παλιά». Λυπόταν γι’ αυτό, όμως είχαν συμβεί τόσα πολλά, κι επίσης είχε συνειδητοποιήσει ότι τον αγαπούσε μόνο ως αδελφό. Τα πράγματα είχαν αλλάξει με την εκπαίδευση που είχε πάρει τόσο στο Λευκό Πύργο όσο κι εδώ, και επίσης ο Ραντ είχε γίνει άλλος τώρα πια. «Αν του παρουσιάσεις ένα βάσιμο λόγο, ίσως. Νομίζω ότι του αρέσει η Αβιέντα». Η νεαρή Αελίτισσα άφησε να βγει ένας βαρύς στεναγμός, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.

«Βάσιμο λόγο», είπε η Μπάιρ και ξεφύσηξε. «Όταν ήμουν κοριτσόπουλο, κάθε άνδρας θα πηδούσε από τη χαρά του, αν κάποια κοπέλα τού έδειχνε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον. Ο ίδιος θα πήγαινε να μαζέψει τα λουλούδια για το γαμήλιο στεφάνι της». Η Αβιέντα τινάχτηκε και αγριοκοίταξε τις Σοφές με ένα μέρος από την αλλοτινή φλόγα της. «Ε λοιπόν, θα βρούμε ένα λόγο που να μπορεί να τον δεχθεί ακόμα και κάποιος που μεγάλωσε στις υδατοχώρες».

«Είναι αρκετές νύχτες ακόμα μέχρι τη συμφωνημένη συνάντηση σας στον Τελ’αράν’ριοντ», είπε η Άμυς. «Με τη Νυνάβε αυτή τη φορά».

«Να μια που θα μπορούσε να μάθει πολλά», παρενέβη η Μπάιρ, «αν δεν ήταν τόσο πεισματάρα».

«Οι νύχτες σου λοιπόν είναι ελεύθερες ως τότε», είπε η Μελαίν. «Εκτός, δηλαδή, αν μπαίνεις στον Τελ’αράν’ριοντ χωρίς εμάς».

Η Εγκουέν υποψιάστηκε τι θα ακολουθούσε. «Όχι βέβαια», είπε. Δεν είχε μπει σχεδόν καθόλου. Αν είχε μπει περισσότερο, σίγουρα θα την έβρισκαν.

«Κατάφερες να βρεις τα όνειρα της Νυνάβε ή της Ηλαίην;» ρώτησε η Άμυς. Αδιάφορα, σαν να μην σήμαινε τίποτα.

«Όχι, Άμυς».

Το να βρεις τα όνειρα κάποιου άλλου ήταν πολύ πιο δύσκολο από το να μπεις στον Τελ’αράν’ριοντ, τον Κόσμο των Ονείρων, ειδικά αν ο άλλος βρισκόταν μακριά σου. Γινόταν ευκολότερο όσο πιο κοντά βρισκόταν και όσο καλύτερα τον γνώριζες. Οι Σοφές ακόμα απαιτούσαν να μην μπαίνει στον Τελ’αράν’ριοντ χωρίς να είναι τουλάχιστον μια απ’ αυτές μαζί της, όμως το όνειρο του άλλου ήταν ίσως εξίσου επικίνδυνο με τον δικό του τρόπο. Στον Τελ’αράν’ριοντ, η Εγκουέν είχε τον έλεγχο του εαυτού της και πολλών πραγμάτων δίπλα της σε μεγάλο βαθμό, εκτός αν αποφάσιζε να αναλάβει τα ηνία μια Σοφή· οι ικανότητές της να κυριαρχεί στον Τελ’αράν’ριοντ μεγάλωναν, όμως και πάλι δεν μπορούσε να συγκριθεί με τις Σοφές, οι οποίες είχαν μακρά εμπειρία. Στο όνειρο του άλλου όμως ήσουν μέρος του ονείρου· έβαζες όλη σου τη δύναμη για να μην φερθείς όπως ήθελε ο ονειρευόμενος, για να μην πας εκεί που σε πήγαινε το όνειρο, και μερικές φορές δεν το κατάφερνες. Οι Σοφές, όταν παρακολουθούσαν τα όνειρα του Ραντ, πρόσεχαν να μην μπουν βαθιά. Παρά ταύτα, όμως, επέμεναν ότι έπρεπε να μάθει. Αφού τη δίδασκαν να ονειροβατεί, θα τη δίδασκαν όλα όσα ήξεραν.

Η Εγκουέν δεν ένιωθε ακριβώς απρόθυμη, όμως οι λίγες φορές που την είχαν αφήσει να εξασκηθεί, μαζί τους και μια φορά με τον Ρούαρκ, ήταν ταπεινωτικές εμπειρίες. Οι Σοφές είχαν μεγάλο έλεγχο στα όνειρά τους κι έτσι ό,τι είχε συμβεί εκεί —για να της δείξουν τους κινδύνους, είχαν πει― ήταν δικό τους έργο· όμως είχε νιώσει σοκ μαθαίνοντας ότι ο Ρούαρκ την έβλεπε μόνο σαν παιδί, σαν τις μικρότερες θυγατέρες του. Και ο έλεγχός της είχε εξασθενήσει μονάχα για μια μοιραία στιγμή. Από κει και ύστερα, η Εγκουέν ήταν σχεδόν ένα παιδάκι· ακόμα δεν μπορούσε να κοιτάξει τον άνδρα χωρίς να τον θυμάται να της χαρίζει μια κούκλα επειδή μελετούσε σκληρά. Και επίσης τη χαρά που είχε νιώσει, τόσο με το δώρο όσο και με την επιδοκιμασία του. Η Άμυς είχε αναγκαστεί να έρθει και να διακόψει εκεί που έπαιζε ευτυχισμένη με την κούκλα. Και σαν να μην ήταν αρκετά άσχημο που το ήξερε αυτό η Άμυς, η Εγκουέν υποψιαζόταν ότι και ο Ρούαρκ κάτι θυμόταν.

«Δεν πρέπει να εγκαταλείψεις την προσπάθεια», είπε η Άμυς. «Έχεις τη δύναμη να τις φτάσεις, ακόμα και τόσο μακριά που είναι. Και δεν θα σου κάνει κακό να μάθεις τι γνώμη έχουν για σένα».

Η Εγκουέν προσωπικά δεν ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Η Ηλαίην ήταν φίλη της, η Νυνάβε όμως ήταν η Σοφία του Πεδίου του Έμοντ για το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής ηλικίας της. Υποψιαζόταν ότι τα όνειρα της Νυνάβε θα ήταν χειρότερα από του Ρούαρκ.

«Απόψε θα κοιμηθώ πέρα από τις σκηνές», συνέχισε η Άμυς. «Όχι πολύ μακριά. Θα πρέπει να με βρεις εύκολα, αν προσπαθήσεις. Αν δεν σε ονειρευτώ, θα μιλήσουμε το πρωί».

Η Εγκουέν έπνιξε το βογκητό της. Η Άμυς την είχε καθοδηγήσει στα όνειρα του Ρούαρκ —η ίδια η Άμυς είχε μείνει μονάχα μια στιγμή εκεί, ίσα-ίσα για να αποκαλυφθεί ότι ο Ρούαρκ την έβλεπε ακόμα απαράλλαχτη, σαν τη νεαρή την οποία είχε παντρευτεί― και οι Σοφές ήταν πάντα στην ίδια σκηνή μαζί της όταν δοκίμαζε.

«Λοιπόν», είπε η Μπάιρ, τρίβοντας τα χέρια της, «ακούσαμε ό,τι έπρεπε να ακουστεί. Εσείς μείνετε, αν θέλετε, αλλά εγώ νιώθω αρκετά καθαρή και λέω να πάω στις κουβέρτες μου. Δεν είμαι τόσο νέα όσο εσείς». Μπορεί να μην ήταν πιο νέα, όμως μάλλον μπορούσε να παραβγεί μαζί τους και να τις νικήσει όλες.

Ενώ η Μπάιρ ετοιμαζόταν να σηκωθεί όρθια, η Μελαίν μίλησε, και μάλιστα, παράξενο γι’ αυτήν, μίλησε διστακτικά. «Χρειάζομαι... Πρέπει να ζητήσω τη βοήθειά σου, Μπάιρ. Και τη δική σου, Άμυς». Η ηλικιωμένη γυναίκα έγειρε πάλι πίσω και οι δυο τους κοίταξαν τη Μελαίν με προσμονή. «Θέλω... να ζητήσω να πλησιάσετε την Ντορίντα εκ μέρους μου». Οι τελευταίες λέξεις βγήκαν βιαστικές, η μια πάνω στην άλλη. Η Άμυς χαμογέλασε πλατιά και η Μπάιρ κακάρισε. Κι η Αβιέντα επίσης φάνηκε να καταλαβαίνει και να ξαφνιάζεται, η Εγκουέν όμως δεν είχε ιδέα τι γινόταν.

Τότε η Μπάιρ γέλασε. «Πάντα έλεγες ότι δεν χρειάζεσαι και δεν έχεις ανάγκη από σύζυγο. Εγώ έθαψα τρεις και δεν θα έλεγα όχι σε άλλον έναν. Είναι πολύ χρήσιμοι όταν η νυχτιά είναι κρύα».

«Δεν είναι κακό να αλλάζουμε γνώμη». Η φωνή της Μελαίν ήταν σταθερή, αλλά τη διέψευδε το βαθύ κοκκίνισμα στα μάγουλά της. «Δεν μπορώ να αποφεύγω τον Μπάελ και δεν μπορώ να τον σκοτώσω. Αν με δεχθεί η Ντορίντα ως αδελφή-σύζυγο, θα φτιάξω το γαμήλιο στεφάνι για να το αποθέσω στα πόδια του Μπάελ».

«Κι αν το πατήσει αντί να το πάρει;» θέλησε να μάθει η Μπάιρ. Η Άμυς έπεσε πίσω, γελώντας και χτυπώντας τους μηρούς τους.

Η Εγκουέν δεν πίστευε ότι υπήρχε τέτοιος κίνδυνος, με τα έθιμα που είχαν οι Αελίτες. Αν η Ντορίντα αποφάσιζε ότι ήθελε τη Μελαίν για αδελφή-σύζυγο, τότε του Μπάελ δεν θα του έπεφτε λόγος στο ζήτημα. Δεν τη σοκάριζε πια πολύ το ότι ένας άνδρας μπορούσε να έχει δύο συζύγους. Όχι πολύ. Άλλες χώρες, άλλα έθιμα, θύμισε αυστηρά στον εαυτό της. Δεν είχε βρει ποτέ το θάρρος να ρωτήσει, αλλά μπορεί να υπήρχαν και Αελίτισσες με δύο συζύγους. Ήταν παράξενος λαός.

«Σας ζητώ να συμπεριφερθείτε σαν πρωταδελφές μου σ’ αυτό. Νομίζω ότι η Ντορίντα με συμπαθεί αρκετά».

Μόλις είπε αυτά τα λόγια, το κέφι που επεδείκνυαν οι άλλες γυναίκες έδωσε τη θέση του σε κάτι διαφορετικό. Συνέχισαν να γελάνε, όμως την αγκάλιασαν και της είπαν πόσο χαίρονταν γι’ αυτήν και τι καλά που θα ’ταν όλα με τον Μπάελ. Η Άμυς και η Μπάιρ τουλάχιστον έπαιρναν ως δεδομένη τη σύμφωνη γνώμη της Ντορίντα. Οι τρεις τους βγήκαν από τη σκηνή πιασμένες χέρι χέρι, γελώντας και χαχανίζοντας σαν κοριτσάκια. Αφού όμως πρώτα είπαν στην Εγκουέν και την Αβιέντα να καθαρίσουν τη σκηνή.

«Εγκουέν, θα μπορούσε να δεχθεί αδελφή-σύζυγο μια γυναίκα από τα μέρη σας;» ρώτησε η Αβιέντα, παίρνοντας ένα ραβδί, για να ανοίξει το κάλυμμα της τρύπας απ’ όπου θα έφευγε ο καπνός.

Η Εγκουέν ευχήθηκε να είχε αφήσει η Αβιέντα τελευταία αυτή τη δουλειά· η ζέστη άρχισε αμέσως να χάνεται. «Δεν ξέρω», είπε, μαζεύοντας τα φλιτζάνια και το βαζάκι με το μέλι. Έβαλε και τα στάερα στο δίσκο. «Δεν το νομίζω. Ίσως, αν ήταν στενές φίλες», πρόσθεσε βιαστικά· δεν υπήρχε λόγος να υποτιμήσει τους τρόπους των Αελιτών.

Η Αβιέντα μόνο μούγκρισε και άρχισε να ανεβάζει τα πλαϊνά της σκηνής.

Με τα δόντια της να ανταγωνίζονται το κροτάλισμα των φλιτζανιών και των μπρούντζινων λεπίδων του δίσκου, η Εγκουέν βγήκε έξω τρέχοντας. Οι Σοφές ντύνονταν με την άνεσή τους, σαν να ήταν μια γλυκιά νύχτα και αυτές να βρίσκονταν στις κρεβατοκάμαρες κάποιου οχυρού. Μια μορφή με λευκή ρόμπα, ωχρή στο φεγγαρόφωτο, της πήρε το δίσκο και η Εγκουέν έψαξε βιαστικά να βρει το μανδύα και τα παπούτσια της. Δεν φαίνονταν πουθενά ανάμεσα στα ρούχα που είχαν απομείνει στο έδαφος.

«Έβαλα να πάρουν τα πράγματά σου στη σκηνή σου», είπε η Μπάιρ, δένοντας τα κορδόνια της μπλούζας της. «Δεν θα τα χρειαστείς ακόμα».

Η Εγκουέν ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται. Χοροπηδώντας επιτόπου, άρχισε να ανεμίζει τα χέρια σε μια μάταια προσπάθεια να ζεσταθεί· οι άλλες δεν της είπαν να σταματήσει, ευτυχώς. Ξαφνικά κατάλαβε ότι η μορφή με τη λευκή ρόμπα που είχε πάρει το δίσκο παραήταν ψηλή, ακόμα και για Αελίτισσα. Έσφιξε τα δόντια και αγριοκοίταξε τις Σοφές, οι οποίες έμοιαζαν να μην ενδιαφέρονται για το αν θα πέθαινε από την παγωνιά, ενώ χοροπηδούσε. Για τις Αελίτισσες δεν είχε σημασία που ένας άνδρας τις είχε δει χωρίς ρούχα, τουλάχιστον αν ήταν γκαϊ’σάιν, για την Εγκουέν όμως είχε!

Μια στιγμή αργότερα ήρθε κοντά τους και η Αβιέντα, και, βλέποντας την Εγκουέν να χοροπηδά, απλώς έμεινε να στέκεται, χωρίς να προσπαθήσει να βρει τα ρούχα της. Σαν τις Σοφές κι αυτή, δεν έδειχνε να την αγγίζει η παγωνιά.

«Τώρα», είπε η Μπάιρ, τυλίγοντας το επώμιο στους ώμους της. «Εσύ, Αβιέντα, όχι μόνο είσαι πεισματάρα σαν άνδρας, αλλά και δεν θυμάσαι μια απλή δουλειά, την οποία έχεις κάνει πολλές φορές. Εσύ, Εγκουέν, είσαι εξίσου πεισματάρα και ακόμα και τώρα νομίζεις ότι μπορείς να χασομεράς στη σκηνή σου όταν σε καλούν. Ας ελπίσουμε ότι το πείσμα σας θα μαλακώσει, αν κάνετε τρέχοντας πενήντα φορές το γύρο του στρατοπέδου, και θα θυμάστε πώς να απαντάτε σε μια πρόσκληση και να κάνετε μια αγγαρεία. Ξεκινήστε».

Δίχως λέξη, η Αβιέντα αμέσως άρχισε να τρέχει προς την άκρη του στρατοπέδου, αποφεύγοντας με άνεση τα σκοινιά των σκηνών που τα έπνιγε το σκοτάδι. Η Εγκουέν δίστασε μονάχα μια στιγμή προτού την ακολουθήσει. Η Αελίτισσα βράδυνε το ρυθμό της, για να την προφτάσει. Ο νυχτερινός αέρας την πάγωνε και ο ραγισμένος, σκληρός σαν πέτρα πηλός κάτω από τα πόδια της ήταν εξίσου σκληρός και προσπαθούσε να της αρπάξει τα δάχτυλα. Η Αβιέντα έτρεχε ακόπιαστα, άνετα.

Όταν έφτασαν στην τελευταία σκηνή και γύρισαν προς το νότο, η Αβιέντα είπε, «Ξέρεις γιατί μελετώ τόσο σκληρά;» Ούτε το κρύο ούτε το τρέξιμο είχαν επηρεάσει τη φωνή της.

Η Εγκουέν έτρεμε τόσο δυνατά που μετά βίας μπορούσε να μιλήσει. «Όχι. Γιατί;»

«Επειδή η Μπάιρ και οι άλλες πάντα δείχνουν εσένα και μου λένε πόσο εύκολα μαθαίνεις, λένε ότι δεν χρειάζεται να σου εξηγήσουν τίποτα δεύτερη φορά. Λένε ότι θα ’πρεπε να σου μοιάσω περισσότερο». Έριξε μια λοξή ματιά στην Εγκουέν κι αυτή χαχάνισε μαζί με την Αβιέντα, καθώς έτρεχαν. «Είναι ένας από τους λόγους. Τα πράγματα που μαθαίνω να κάνω...» Η Αβιέντα κούνησε το κεφάλι, με το δέος φανερό ακόμα και στο φεγγαρόφωτο. «Και η Δύναμη. Ποτέ δεν ένιωσα τίποτα τέτοιο. Τόσο ζωντανή. Μπορώ να μυρίσω και την αμυδρότερη μυρωδιά, να νιώσω το παραμικρό σάλεμα του αέρα».

«Είναι επικίνδυνο να κρατάς για πολλή ώρα τη Δύναμη ή μεγάλη ποσότητά της», είπε η Εγκουέν. Το τρέξιμο έμοιαζε να τη ζεσταίνει λιγάκι, αν και μερικές φορές περνούσε μέσα της ένα τρέμουλο. «Σου το είπα και ξέρω ότι σου το έχουν πει και οι Σοφές».

Η Αβιέντα απλώς ξεφύσηξε. «Λες να κάρφωνα το πόδι μου με δόρυ;»

Για λίγη ώρα, έτρεχαν σιωπηλές.

«Στ’ αλήθεια ο Ραντ...;» είπε τελικά η Εγκουέν. Το κρύο δεν είχε να κάνει με τη δυσκολία της να πει τις λέξεις· αντιθέτως είχε αρχίσει να ιδρώνει. «Θέλω να πω... Την Ισέντρε;» Δεν μπορούσε να μιλήσει πιο ξεκάθαρα.

Έπειτα από λίγο, η Αβιέντα είπε αργά, «Δεν νομίζω να έκανε ο Ραντ κάτι τέτοιο». Φαινόταν θυμωμένη. «Αλλά γιατί αυτή αγνοεί τις βιτσιές, αφού εκείνος δεν της έχει δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον; Είναι μια δειλή υδρόβια που περιμένει να την πλησιάσουν οι άνδρες. Είδα πώς την κοίταζε, αν και προσπάθησε να το κρύψει. Του αρέσει να την κοιτάζει».

Η Εγκουέν αναρωτήθηκε αν η φίλη της τη σκεφτόταν ποτέ ως μια δειλή υδρόβια. Μάλλον όχι, αλλιώς δεν θα ’ταν φίλες. Όμως η Αβιέντα δεν είχε μάθει να νοιάζεται μήπως τα λόγια της πλήγωναν κάποιον· μάλλον θα ξαφνιαζόταν, αν μάθαινε ότι η Εγκουέν μπορούσε έστω και να σκεφτεί το ενδεχόμενο να πληγωθεί.

«Έτσι που την αναγκάζουν να ντύνεται οι Κόρες», παραδέχθηκε απρόθυμα η Εγκουέν, «κάθε άνδρας θα την κοίταζε». Θυμήθηκε τότε ότι και η ίδια ήταν σε ανοιχτό μέρος δίχως ρούχα, σκόνταψε και παραλίγο θα έπεφτε, καθώς κοίταζε γύρω με αγωνία. Απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει, το μέρος ήταν άδειο. Ακόμα και οι Σοφές είχαν ξαναγυρίσει πια στις σκηνές τους. Ήταν ζεστές μέσα στις κουβέρτες τους. Ίδρωνε, όμως οι κόμποι του ιδρώτα ήθελαν να παγώσουν μόλις εμφανίζονταν.

«Ανήκει στην Ηλαίην», είπε με θέρμη η Αβιέντα.

«Παραδέχομαι ότι δεν ξέρω τέλεια τα έθιμά σας, αλλά τα δικά μας δεν είναι ίδια με τα δικά σας. Ο Ραντ δεν είναι αρραβωνιασμένος με την Ηλαίην». Γιατί τον υπερασπίζομαι; Αυτού του πρέπουν οι βέργες! Η ειλικρίνεια όμως την έκανε να συνεχίσει. «Ακόμα και οι Αελίτες σας έχουν το δικαίωμα να πουν όχι, αν τους ρωτήσεις».

«Εσύ κι αυτή είστε κονταδελφές, όπως είμαστε εσύ κι εγώ», διαμαρτυρήθηκε η Αβιέντα, βραδύνοντας για λίγο το βήμα προτού επιταχύνει ξανά. «Δεν μου ζήτησες να της τον προσέχω; Δεν θέλεις να τον αποκτήσει;»

«Φυσικά. Αν τη θέλει». Αυτό δεν ήταν ακριβώς αλήθεια. Η Εγκουέν ήθελε για την Ηλαίην να βρει ό,τι ευτυχία μπορούσε, έτσι ερωτευμένη που ήταν με τον Αναγεννημένο Δράκοντα, και η Εγκουέν θα έκανε σχεδόν τα πάντα για να τη βοηθήσει, εκτός από το να δέσει τον Ραντ χειροπόδαρα. Ίσως κι αυτό ακόμα, αν χρειαζόταν. Μα δεν ήταν εύκολο να το παραδεχτεί. Οι Αελίτισσες μιλούσαν με μεγαλύτερη ευθύτητα απ’ όσο θα μπορούσε ποτέ η ίδια. «Αλλιώς, δεν θα ήταν σωστό».

«Ανήκει σ’ εκείνη», είπε κατηγορηματικά η Αβιέντα.

Η Εγκουέν αναστέναξε. Η Αβιέντα δεν εννοούσε να καταλάβει άλλα έθιμα εκτός από εκείνα του λαού της. Η Αελίτισσα ακόμα ήταν σοκαρισμένη που η Ηλαίην δεν ζητούσε από τον Ραντ να την παντρευτεί και που οι άνδρες μπορούσαν να κάνουν πρόταση γάμου. «Είμαι σίγουρη ότι οι Σοφές θα ακούσουν αύριο τη φωνή της λογικής. Δεν μπορούν να σε αναγκάσουν να κοιμηθείς στην κρεβατοκάμαρα ενός άνδρα».

Η άλλη την κοίταξε με απροκάλυπτη έκπληξη. Για μια στιγμή, η χάρη των κινήσεών της χάθηκε, ένα δάχτυλο του ποδιού της χτύπησε στο ανώμαλο έδαφος και η κακοτυχία την έκανε να ξεστομίσει μερικές βλαστήμιες που θα έκαναν ακόμα και τους αμαξάδες του Καντίρ να στήσουν αυτί με ενδιαφέρον —και θα έκαναν την Μπάιρ να ψάξει για το γαλαζάγκαθό της― αλλά δεν σταμάτησε να τρέχει. «Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτό σε ταράζει τόσο», είπε στον απόηχο της τελευταίας βλαστήμιας. «Πολλές φορές σε επιδρομές έχω κοιμηθεί πλάι σε άνδρα και μοιραζόμασταν τις κουβέρτες για να ζεσταθούμε, αν η νύχτα είχε παγωνιά, αλλά σε ενοχλεί το ότι θα κοιμηθώ τρία μέτρα παραδίπλα του. Είναι άλλο ένα έθιμό σας; Πρόσεξα ότι δεν πλένεσαι στην ίδια σκηνή ατμόλουτρων με τους άνδρες. Δεν εμπιστεύεσαι τον Ραντ αλ’Θόρ; Ή μήπως δεν εμπιστεύεσαι εμένα;» Η φωνή της στο τέλος είχε γίνει πνιχτή, ένας ψίθυρος όλος ανησυχία.

«Φυσικά και σε εμπιστεύομαι», διαμαρτυρήθηκε με έξαψη η Εγκουέν. «Κι αυτόν. Είναι μόνο που...» Η φωνή της έσβησε, δεν ήξερε πώς να συνεχίσει. Οι ιδέες περί ευπρέπειας που είχαν οι Αελίτες μερικές φορές ήταν αυστηρότερες από τον τρόπο που είχε ανατραφεί η ίδια, υπήρχαν όμως πράγματα που, αν τα έβλεπε ο Κύκλος των Γυναικών στο χωριό της, ή θα λιποθυμούσαν ή θα έψαχναν για κανένα γερό ραβδί. «Αβιέντα, αν είναι με κάποιον τρόπο κάτι που αφορά την τιμή σου...» Ήταν λεπτό ζήτημα. «Αν το εξηγήσεις στις Σοφές, σίγουρα δεν θα σε αναγκάσουν να πας ενάντια στην τιμή σου».

«Δεν χρειάζεται εξήγηση για τίποτα», είπε ρητά η άλλη.

«Ξέρω ότι δεν καταλαβαίνω το τζι’ε’τόχ...» άρχισε να λέει η Εγκουέν και η Αβιέντα γέλασε.

«Λες ότι δεν το καταλαβαίνεις, Άες Σεντάι, όμως δείχνεις ότι ζεις σύμφωνα με αυτό». Η Εγκουέν λυπόταν που συνέχιζε αυτό το ψέμα μαζί της —είχε δυσκολευτεί μέχρι να την πείσει να την αποκαλεί απλώς Εγκουέν και μερικές φορές η Αβιέντα ξεχνιόταν― αλλά, για να κρατήσει το ψέμα, έπρεπε να το συνεχίζει με όλους. «Είσαι Άες Σεντάι και τόσο ισχυρή στη Δύναμη, που μπορείς να νικήσεις την Άμυς και τη Μελαίν μαζί», συνέχισε η Αβιέντα, «αλλά είπες ότι θα υπακούσεις, κι έτσι τρίβεις κατσαρόλες όταν σου λένε να τρίψεις τις κατσαρόλες, και τρέχεις όταν σου λένε να τρέξεις. Μπορεί να μην ξέρεις από τζι’ε’τόχ, όμως το ακολουθείς».

Φυσικά, δεν ήταν ίδιο πράγμα. Η Εγκουέν έτριξε τα δόντια και έκανε ό,τι της έλεγαν, επειδή ήταν ο μόνος τρόπος για να μάθει ονειροβασία, και ήθελε να μάθει, να μάθει τα πάντα, αυτό ήθελε περισσότερο από κάθε τι στη ζωή της. Ήταν χαζό, έστω και να το σκεφτεί κανείς, ότι υπάκουγε σ’ αυτό το ανόητο το τζι’ε’τόχ. Έκανε ό,τι έπρεπε να κάνει, και μόνο όταν έπρεπε και επειδή έπρεπε.

Τώρα επέστρεφαν στο μέρος απ’ όπου είχαν ξεκινήσει. Η Εγκουέν, όταν το πόδι της άγγιξε το σημείο, είπε, «Ένας γύρος», και συνέχισε να τρέχει στο σκοτάδι χωρίς να τη βλέπει άλλος εκτός από την Αβιέντα, χωρίς να υπάρχει άλλος για να πει αν εκείνη τη στιγμή ξαναγυρνούσε στη σκηνή της. Η Αβιέντα δεν θα το φανέρωνε, αλλά της Εγκουέν δεν της πέρασε ούτε στιγμή από το νου να σταματήσει πριν κάνει πενήντα γύρους.

Загрузка...