Ο Ραντ ξύπνησε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι κι έμεινε ξαπλωμένος κάτω από τις κουβέρτες, προσπαθώντας να σκεφτεί τι τον είχε ξυπνήσει. Ήταν κάτι. Όχι το όνειρο· δίδασκε στην Αβιέντα πώς να κολυμπά, σε μια λιμνούλα στο Νεροδάσος, στην πατρίδα του, τους Δύο Ποταμούς. Κάτι άλλο. Κι ύστερα το ξανάνιωσε, μια αμυδρή οσμή από ένα βδελυρό μίασμα που σερνόταν κάτω από την πόρτα, Για την ακρίβεια, δεν ήταν μυρωδιά· ήταν η αίσθηση κάτι διαφορετικού, μα αυτή την εντύπωση του έδινε. Μια δυσοσμία, σαν κάτι να είχε μείνει ψόφιο μια βδομάδα σε στάσιμα νερά. Ξανάσβησε, όχι εντελώς όμως αυτή τη φορά.
Πέταξε στην άκρη τις κουβέρτες του και σηκώθηκε, τυλιγμένος στο σαϊντίν. Μέσα στο Κενό, πλήρης Δυνάμεως, ένιωθε το σώμα του να ριγεί, το κρύο όμως έμοιαζε να είναι κάπου αλλού κι όχι εκεί που βρισκόταν ο ίδιος. Άνοιξε επιφυλακτικά την πόρτα και βγήκε έξω. Αψιδωτά παράθυρα στις δύο άκρες του διαδρόμου άφηναν να χύνεται το φως του φεγγαριού. Μετά το πηχτό σκοτάδι του δωματίου του, αυτό σχεδόν έμοιαζε σαν μέρα. Τίποτα δεν σάλευε, όμως ο Ραντ μπορούσε να νιώσει... κάτι... να πλησιάζει. Κάτι κακό. Το ένιωθε σαν το μόλυσμα που βρυχιόταν μέσα του μαζί με τη Δύναμη.
Το χέρι του πήγε στην τσέπη του σακακιού του, στη μικρή σμιλεμένη φιγούρα του στρουμπουλού ανθρωπάκου που κρατούσε ένα σπαθί στα γόνατα. Ένα ανγκριάλ· μ’ αυτό, μπορούσε να διαβιβάσει περισσότερη Δύναμη απ’ όση θα μπορούσε να χειριστεί μόνος του ακόμα κι αυτός. Του φάνηκε ότι δεν ήταν αναγκαίο. Όποιος κι αν είχε ετοιμάσει αυτή την επίθεση εναντίον του, δεν ήξερε τώρα με ποιον τα είχε βάλει. Κακώς τον είχαν αφήσει να ξυπνήσει.
Για μια στιγμή, κοντοστάθηκε. Μπορούσε να πάει να βρει και να πολεμήσει αυτό που είχαν στείλει εναντίον του, ό,τι κι αν ήταν, όμως του φαινόταν πως βρισκόταν πιο κάτω στο κτήριο. Κάτω, εκεί όπου οι Κόρες ακόμα κοιμούνταν, κρίνοντας από τη σιγή. Με τη βοήθεια της τύχης, ο επιτιθέμενος δεν θα τις ενοχλούσε, εκτός αν ο Ραντ χιμούσε κάτω για να τον πολεμήσει ανάμεσά τους. Τότε σίγουρα θα ξυπνούσαν και δεν θα στέκονταν κατά μέρος να χαζεύουν. Ο Λαν είχε πει ότι, εφόσον μπορείς, πρέπει να διαλέξεις το πεδίο της μάχης σου και να κάνεις τον εχθρό σου να έρθει σε σένα.
Χαμογελώντας, ανηφόρισε την κοντινότερη καμπυλωτή σκάλα βροντώντας τις μπότες του, ώσπου έφτασε στο τελευταίο πάτωμα. Στον ψηλότερο όροφο του κτηρίου υπήρχε ένας μεγάλος θάλαμος με ελαφρώς θολωτό ταβάνι και αραιά βαλμένες λεπτές κολόνες με ανάγλυφες σπείρες. Τα αψιδωτά, δίχως τζάμι παράθυρα που γέμιζαν την αίθουσα πλημμύριζαν κάθε γωνιά με φεγγαρόφωτο. Η σκόνη και το χώμα και η άμμος στο πάτωμα έδειχναν ακόμα θαμπά τα αχνάρια του από την τελευταία φορά που είχε ανέβει εδώ, και κανένα άλλο σημάδι. Ήταν τέλειο.
Πήγε με μεγάλες δρασκελιές στο κέντρο του δωματίου και στάθηκε στο μωσαϊκό εκεί, στο αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι που είχε πλάτος τέσσερα μέτρα. Ήταν ένα κατάλληλο μέρος. «Μ’ αυτό το σημάδι θα κατακτήσει». Έτσι έλεγε γι’ αυτόν η Προφητεία του Ρουίντιαν. Στάθηκε καβάλα στη φιδίσια διαχωριστική γραμμή, με τη μια μπότα στο μαύρο φόντο, που τώρα λεγόταν Δόντι του Δράκοντα και συνήθως παρίστανε το κακό, και με την άλλη μπότα στο λευκό, που τώρα λεγόταν Φλόγα της Ταρ Βάλον. Κάποιοι έλεγαν ότι σήμαινε το Φως. Κατάλληλο μέρος για να συναντήσει τον αντίπαλό του, ανάμεσα στο Φως και στο σκοτάδι.
Η αίσθηση της σαπίλας δυνάμωσε, και μια μυρωδιά από θειάφι που καιγόταν απλώθηκε στον αέρα. Ξαφνικά, πράγματα φάνηκαν να κινούνται, να έρχονται από τη σκάλα σαν σκιές του φεγγαριού, ακολουθώντας την περίμετρο της αίθουσας. Σιγά-σιγά φάνηκε ότι ήταν τρία μαύρα σκυλιά, πιο σκοτεινά από τη νύχτα και μεγάλα σαν πόνυ. Άρχισαν επιφυλακτικά να κινούνται σε κύκλο γύρω του, με τα μάτια τους να αστράφτουν σαν ασήμι. Με τη Δύναμη μέσα του, άκουγε τις καρδιές τους να χτυπούν, σαν αργό, βαθύ χτύπημα τυμπάνων. Όμως δεν τα άκουγε να ανασαίνουν· ίσως πράγματι δεν το έκαναν.
Διαβίβασε, κι ένα σπαθί εμφανίστηκε στα χέρια του· είχε ελαφρώς καμπύλη λεπίδα με το σήμα του ερωδιού, που έμοιαζε να είναι φτιαγμένη από φωτιά. Ο Ραντ περίμενε να του στείλουν Μυρντράαλ ή κάτι ακόμα χειρότερο από τους Ανόφθαλμους, αλλά για τα σκυλιά, ακόμα και για Σκιογέννητα σκυλιά, το σπαθί ήταν αρκετό. Αυτός που του τα είχε στείλει, όποιος κι αν ήταν, δεν τον ήξερε καλά. Ο Λαν του είχε πει ότι κόντευε να φτάσει στο επίπεδο του αρχιξιφομάχου τώρα, και ο Πρόμαχος ήταν τόσο φειδωλός στους επαίνους του, ώστε ο Ραντ σκεφτόταν μήπως είχε ήδη φτάσει σ’ αυτό το επίπεδο.
Με γρυλίσματα παρόμοια με ροκάνισμα κόκαλου, τα σκυλιά όρμησαν πάνω του από τρεις μεριές, πιο γρήγορα κι από άλογα που κάλπαζαν.
Ο Ραντ δεν σάλεψε, παρά μόνο την τελευταία στιγμή προτού πέσουν πάνω του· το σώμα του, ένα με το σπαθί, κύλησε από τη μια κίνηση στην άλλη σαν να χόρευε. Εν ριπή οφθαλμού, τη στάση της ξιφομαχίας που λεγόταν Ανεμοστρόβιλος στο Βουνό διαδέχθηκε Ο Άνεμος που Φυσά Πάνω Από τον Τοίχο, που τη διαδέχθηκε το Ξεδίπλωμα της Βεντάλιας. Τα μεγάλα μαύρα κεφάλια ξεκόλλησαν και πετάχτηκαν από τα μαύρα σώματα, με τα όμοια με στιλβωμένο ασήμι δόντια τους να στάζουν σάλια, ακόμα γυμνωμένα, καθώς τα κεφάλια αναπηδούσαν στο πάτωμα. Ο Ραντ είχε αρχίσει κιόλας να απομακρύνεται από το μωσαϊκό, ενώ οι σκοτεινές μορφές σωριάζονταν ματωμένες με σπασμωδικές κινήσεις.
Γελώντας, άφησε το σπαθί να χαθεί, αλλά συνέχισε να κρατά το σαϊντίν, τη λυσσαλέα Δύναμη, τη γλύκα και το μόλυσμα. Μια αίσθηση περιφρόνησης κύλησε στο εξωτερικό του Κενού. Σκυλιά. Εντάξει, μπορεί να ήταν Σκιογέννητα, αλλά να του στείλουν απλά σκυλιά... Το γέλιο ξεψύχησε.
Αργά-αργά, τα νεκρά σκυλιά και τα κεφάλια τους έλιωναν, μεταμορφώνονταν σε λιμνούλες υγρής σκιάς που ριγούσαν απαλά, σαν να ’ταν ζωντανές. Το αίμα τους, πιτσιλισμένο στο πάτωμα, τρεμούλιασε. Ξαφνικά, οι μικρότερες λιμνούλες απλώθηκαν, σχηματίζοντας παχύρρευστα ποταμάκια, κι ενώθηκαν με τη μεγαλύτερη, η οποία σύρθηκε πέρα από το μωσαϊκό και άρχισε να ορθώνεται, ώσπου στο τέλος τα τρία μαύρα σκυλιά στέκονταν πάλι εκεί μπροστά του, με τα σάλια να στάζουν, δείχνοντας απειλητικά τα δόντια, καθώς συσπειρώνονταν στα ογκώδη μέλη τους για να πηδήξουν.
Ο Ραντ αναρωτήθηκε προς τι η έκπληξή του που φαινόταν θαμπή έξω από την αδειανοσύνη. Ναι, ήταν μεν σκυλιά, μα ήταν Σκιογέννητα. Αυτός που του τα είχε στείλει δεν ήταν τόσο απρόσεκτος όσο πίστευε. Μα δεν ήξερε καλά τον Ραντ.
Αντί να απλώσει πάλι στη Δύναμη για το σπαθί, διαβίβασε όπως θυμόταν κάποια φορά που το είχε κάνει πριν από καιρό. Τα πελώρια σκυλιά πήδηξαν αλυχτώντας, και μια χοντρή δέσμη λευκού φωτός χίμηξε από τα χέρια του, σαν λιωμένο ατσάλι, σαν υγρή φωτιά. Σάρωσε μ’ αυτήν τα πλάσματα που ορμούσαν· για μια στιγμή, φάνηκαν σαν παράξενες σκιές του εαυτού τους, μ’ όλα τα χρώματα αντεστραμμένα, και ύστερα σαν να είχαν φτιαχτεί από λαμπυρίζουσες κουκίδες που διαλύθηκαν, εξαϋλώθηκαν, ώσπου στο τέλος δεν υπήρχε τίποτα.
Ο Ραντ άφησε το πράγμα που είχε φτιάξει, χαμογελώντας βλοσυρά. Μια κυανέρυθρη ράβδος φωτός έμοιαζε ακόμα να διασχίζει τον κόσμο μπροστά του σαν μετείκασμα.
Στην άλλη άκρη του μεγάλου θαλάμου, ένα κομμάτι μιας κολόνας σωριάστηκε στα πλακάκια του δαπέδου. Απ’ όπου είχε περάσει η δέσμη του φωτός —ό,τι κι αν ήταν· όχι ακριβώς φως — έλειπαν και φέτες από τις κολόνες. Ένα επίμηκες χάσμα διέτρεχε το πλάτος του τοίχου πίσω τους.
«Μήπως σε δάγκωσε κάποιο ή έχυσε αίμα πάνω σου;»
Ο Ραντ στριφογύρισε ακούγοντας τη φωνή της Μουαραίν· απορροφημένος απ’ αυτό που είχε κάνει, δεν την είχε ακούσει να ανεβαίνει τα σκαλιά. Στεκόταν ανασηκώνοντας τα φουστάνια της και με τα δύο χέρια, κοιτώντας τον εξεταστικά, με το πρόσωπό της χαμένο στις φεγγαροσκιές. Θα είχε νιώσει τα πλάσματα αυτά με τον τρόπο που τα είχε νιώσει και ο ίδιος, μα, για να ήταν ήδη εκεί, πρέπει να είχε έρθει τρέχοντας. «Οι Κόρες σε άφησαν να περάσεις; Έγινες Φαρ Ντάραϊς Μάι, Μουαραίν;»
«Μου παρέχουν μερικά από τα προνόμια των Σοφών», είπε αυτή βιαστικά, με ολοφάνερη ανυπομονησία στη συνήθως μελωδική φωνή της. «Είπα στις φρουρούς ότι έπρεπε να μιλήσω μαζί σου επειγόντως. Απάντησε μου τώρα! Μήπως σε δάγκωσαν τα Σκοτεινόσκυλα ή έχυσαν αίμα πάνω σου; Μήπως σε άγγιξε το σάλιο τους;»
«Όχι», απάντησε αυτός αργά. Σκοτεινόσκυλα. Τα λίγα που ήξερε γι’ αυτά τα πλάσματα τα είχε μάθει από παλιά παραμύθια, από κείνα που έλεγαν στα νότια για να φοβίζουν τα παιδιά. Και μερικοί ενήλικες τα πίστευαν επίσης. «Γιατί ανησυχείς για ένα δάγκωμα; Θα το Θεράπευες. Αυτό σημαίνει πως ο Σκοτεινός είναι ελεύθερος;» Έτσι κλεισμένος στο Κενό όπως ήταν, ακόμα και ο φόβος ήταν μακρινός.
Τα παραμύθια που είχε ακούσει έλεγαν ότι τα Σκοτεινόσκυλα έτρεχαν τα βράδια στο Τρελό Κυνήγι, με τον Σκοτεινό αυτοπροσώπως ως κυνηγό· δεν άφηναν πατημασιές, ούτε καν στο πιο μαλακό χώμα, παρά μονάχα στην πέτρα, και δεν σταματούσαν, παρά μόνο όταν τα αντιμετώπιζες και τα νικούσες ή αν έβαζες τρεχούμενο νερό ανάμεσα σ’ αυτά και σε σένα. Λεγόταν ότι τα σταυροδρόμια ήταν ιδιαιτέρως επικίνδυνα μέρη, όπου μπορεί να τα συναντούσες, όπως και η ώρα λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα ή λίγο πριν από το χάραμα. Ως τώρα είχε δει τόσα παλιά παραμύθια να ζωντανεύουν, ώστε πίστευε ότι όλα αυτά μπορεί να ήταν αλήθεια.
«Όχι, όχι αυτό, Ραντ». Η Μουαραίν φάνηκε να ανακτά την αυτοκυριαρχία της· η φωνή της έμοιαζε πάλι με ασημένιες καμπανούλες, γαλήνια και ψυχρή. «Είναι απλώς ένα άλλο είδος Σκιογέννητων, κάτι που δεν έπρεπε να έχει φτιαχτεί ποτέ. Όμως η δαγκωνιά τους είναι θάνατος, σίγουρος όσο μια μαχαιριά στην καρδιά, και δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να Θεραπεύσω μια τέτοια πληγή προτού να σε σκοτώσει. Το αίμα τους, ακόμα και το σάλιο τους, είναι δηλητήριο. Μια σταγόνα στο δέρμα μπορεί να σκοτώσει, αργά, με μεγάλο πόνο στο τέλος. Είσαι τυχερός που ήταν μονάχα τρία. Εκτός αν σκότωσες κι άλλα προτού φτάσω; Τα κοπάδια τους είναι συνήθως μεγαλύτερα, φτάνουν τα δέκα ή δώδεκα Σκοτεινόσκυλα, ή τουλάχιστον έτσι λένε τα αποσπάσματα που έχουν μείνει από τον Πόλεμο της Σκιάς».
Μεγαλύτερα κοπάδια. Ο Ραντ δεν ήταν ο μόνος στόχος στο Ρουίντιαν για έναν Αποδιωγμένο...
«Πρέπει να μιλήσουμε σχετικά με αυτό που χρησιμοποίησες για να τα σκοτώσεις», άρχισε να λέει η Μουαραίν, εκείνος όμως έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς να δώσει σημασία στις φωνές της, καθώς τον ρωτούσε πού πήγαινε και γιατί.
Κατέβηκε τις σκάλες, πέρασε από σκοτεινούς διαδρόμους, όπου οι κοιμισμένες Κόρες, έχοντας ξυπνήσει από το ποδοβολητό του, τον κοίταζαν με ανησυχία μέσα από φεγγαρόλουστα δωμάτια. Πέρασε από την εξώπορτα, όπου στεκόταν ταραγμένος ο Λαν μαζί με τις δύο γυναίκες της σκοπιάς· είχε στους ώμους τον μανδύα των Προμάχων που άλλαζε χρώματα και έκανε μέρη του κορμιού του να γίνονται ένα με τη νύχτα.
«Πού είναι η Μουαραίν;» φώναξε ο Πρόμαχος, καθώς ο Ραντ τον προσπερνούσε τρέχοντας. Ο Ραντ κατέβηκε πηδώντας δυο-δυο τα φαρδιά σκαλοπάτια χωρίς να του αποκριθεί.
Η μισοεπουλωμένη πληγή στο πλευρό του τον έσφιγγε σαν γροθιά, μ’ έναν πόνο τον οποίο ελάχιστα αντιλαμβανόταν μέσα στο Κενό, όταν τελικά έφτασε στο κτήριο που ήθελε. Το κτήριο ήταν ακριβώς στην άκρη του Ρουίντιαν, μακριά από την πλατεία, όσο πιο μακριά μπορούσε να είναι ένα κτήριο της πόλης από το στρατόπεδο όπου έμενε η Μουαραίν μαζί με τις Σοφές. Οι ψηλότεροι όροφοι είχαν καταρρεύσει, σχηματίζοντας ένα σωρό από χαλάσματα που απλωνόταν στο ψημένο, σκασμένο χώμα πέρα από το πλακόστρωτο. Μόνο το ισόγειο και ο πρώτος όροφος παρέμεναν άθικτοι. Ο Ραντ δεν έδωσε σημασία στο κορμί του, που πάσχιζε να κουλουριαστεί γύρω από τον πόνο, και μπήκε μέσα τρέχοντας ασταμάτητα.
Κάποτε ο μεγάλος προθάλαμος, με το εσωτερικό κυκλικό πέτρινο μπαλκόνι, ήταν ψηλός· τώρα ήταν ακόμα ψηλότερος, ανοιχτός στον νυχτερινό ουρανό, και το δάπεδο με τις άσπρες πέτρες ήταν σκεπασμένο από τα συντρίμμια της κατάρρευσης. Στις φεγγαροσκιές κάτω από το μπαλκόνι φαίνονταν τρία Σκοτεινόσκυλα, που είχαν σηκωθεί στα πίσω πόδια τους, ξύνοντας με τα νύχια και δαγκώνοντας μια επενδυμένη με μπρούντζο πόρτα που υποχωρούσε στην επίθεση τους. Μια έντονη οσμή καμένου θειαφιού πότιζε τον αέρα.
Ο Ραντ, δίχως να ξεχνά τι είχε συμβεί πριν, χίμηξε στο πλάι, καθώς διαβίβαζε, και η δέσμη της υγρής λευκής φωτιάς χύθηκε πλάι από την πόρτα, καθώς κατέστρεφε τα Σκιογεννήματα. Αυτή τη φορά είχε προσπαθήσει να την κάνει μικρότερη, να περιορίσει την καταστροφή στα Σκοτεινόσκυλα, όμως μια σκιερή τρύπα είχε ανοίξει στον χοντρό τοίχο στην άλλη μεριά της αίθουσας. Του φαινόταν ότι ο τοίχος δεν είχε τρυπήσει πέρα για πέρα —στο σεληνόφως δύσκολα μπορούσες να διακρίνεις― αλλά θα έπρεπε να ελέγχει καλύτερα αυτό το όπλο.
Το μπρούντζινο κάλυμμα της πόρτας ήταν σχισμένο και κουρελιασμένο, λες και τα δόντια και τα νύχια των Σκοτεινόσκυλων ήταν πράγματι φτιαγμένα από ατσάλι· ένα φως λάμπας έφεγγε μέσα από μερικές μικρές τρύπες. Στα πλακάκια του δαπέδου φαινόταν αχνάρια από πατούσες, όμως τόσο λίγα που ήταν παράξενο. Ο Ραντ άφησε το σαϊντίν, βρήκε ένα σημείο της πόρτας άθικτο, για να μην κόψει το χέρι του, και χτύπησε δυνατά. Ξαφνικά ο πόνος στο πλευρό του ήταν αληθινός, επίμονος· πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να τον διώξει. «Ματ; Εγώ είμαι, ο Ραντ! Ανοιξε, Ματ!»
Ύστερα από μια στιγμή, η πόρτα άνοιξε μια χαραμάδα, αφήνοντας το φως της λάμπας να χυθεί· ο Ματ κρυφοκοίταξε δύσπιστα κι έπειτα άνοιξε περισσότερο την πόρτα, γέρνοντας πάνω της σαν να είχε τρέξει δέκα μίλια κουβαλώντας ένα σακί πέτρες. Με εξαίρεση το ασημένιο μενταγιόν, το οποίο κρεμόταν στο λαιμό του, με την κεφαλή αλεπούς, που το μάτι της είχε σχήμα και σκιές σαν το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι, ήταν γυμνός. Ο Ραντ, ξέροντας τι γνώμη είχε ο Ματ για τις Άες Σεντάι, απορούσε που δεν το είχε πουλήσει εδώ και καιρό. Πιο μέσα στο δωμάτιο, μια ψηλή, χρυσομαλλούσα γυναίκα τυλιγόταν ήρεμα με μια κουβέρτα. Τα δόρατα και η στρογγυλή ασπίδα που κείτονταν στα πόδια της μαρτυρούσαν ότι ήταν Κόρη.
Ο Ραντ απέστρεψε βιαστικά το βλέμμα και ξερόβηξε. «Ήθελα να δω αν είσαι καλά».
«Μια χαρά είμαστε». Ο Ματ κοίταξε μουδιασμένα τον προθάλαμο. «Τώρα είμαστε μια χαρά. Το σκότωσες, δηλαδή; Δεν θέλω να μάθω τι ήταν, αρκεί να μην υπάρχει πια. Μερικές φορές είναι δύσκολο να ’ναι κανείς φίλος σου».
Όχι μόνο φίλος. Ήταν άλλος ένας τα’βίρεν, ίσως μάλιστα το κλειδί για τη νίκη στην Τάρμον Γκάι’ντον· όποιος ήθελε να χτυπήσει τον Ραντ, είχε λόγους για να χτυπήσει επίσης και τον Ματ. Όμως ο Ματ ανέκαθεν πάσχιζε να το αρνηθεί αυτό. «Δεν υπάρχουν πια, Ματ. Ήταν Σκοτεινόσκυλα. Τρία».
«Σου είπα ότι δεν θέλω να μάθω», βόγκηξε ο Ματ. «Τώρα είναι Σκοτεινόσκυλα, ε; Δεν μπορώ να πω, με σένα όλο και κάτι καινούριο βρίσκεται. Δεν θα προλάβαινε να βαρεθεί κανείς· μέχρι τη μέρα που θα σκοτωνόταν. Αν δεν είχα σηκωθεί να πιω νερό, μόλις άρχισε να ανοίγει η πόρτα...» Η φωνή του έσβησε μέσα σε τρέμουλο κι ο Ματ έξυσε ένα κόκκινο σημείο στο δεξί του μπράτσο, καθώς περιεργαζόταν τη ρημαγμένη μεταλλική επένδυση. «Ξέρεις, είναι παράξενα τα παιχνίδια που παίζει το μυαλό. Όταν έβαζα όλο το είναι μου για να κρατήσω την πόρτα κλειστή, θα ορκιζόμουν ότι το ένα τους είχε ανοίξει με τα δόντια μια τρύπα. Έβλεπα το παλιοκέφαλό του. Και τα δόντια του. Το δόρυ της Μελίντρα ούτε που το γαργάλησε».
Η άφιξη της Μουαραίν αυτή τη φορά ήταν πιο εντυπωσιακή, καθώς έμπαινε μέσα τρέχοντας, κρατώντας τα φουστάνια της ψηλά, λαχανιασμένη κι έξω φρενών. Ο Λαν την ακολουθούσε κατά πόδας, με το σπαθί στο χέρι και βαριά συννεφιά στο ανέκφραστο σαν βράχο πρόσωπό του, κι ακριβώς πίσω του ερχόταν ένα σμάρι Φαρ Ντάραϊς Μάι που χυνόταν στο δρόμο. Μερικές Κόρες φορούσαν μονάχα τα ασπρόρουχά τους, όλες όμως κρατούσαν το δόρυ με άγρυπνο βλέμμα και είχαν τυλίξει το σούφα στο κεφάλι, με το μαύρο πέπλο να κρύβει τα πάντα εκτός από τα μάτια τους, έτοιμες να σκοτώσουν. Η Μουαραίν και ο Λαν έδειξαν να ανακουφίζονται, βλέποντάς τον να στέκεται όρθιος εκεί και να μιλά ήρεμα με τον Ματ, αν και η Άες Σεντάι επίσης έδειχνε ότι θα ήθελε να του πει δυο λογάκια. Με τα πέπλα, ήταν αδύνατον να πει κανείς τι σκέφτονταν οι Αελίτισσες.
Ο Ματ άφησε μια ψιλή κραυγή, τρύπωσε βιαστικά στο δωμάτιό του και πήρε να φορέσει βιαστικά ένα φαρδύ παντελόνι, ενώ τις χοροπηδηχτές προσπάθειες του ερχόταν να χειροτερέψει το ότι την ίδια στιγμή προσπαθούσε και να βάλει το παντελόνι και να ξύσει το μπράτσο του. Η χρυσομάλλα Κόρη τον παρακολουθούσε με ένα πλατύ χαμόγελο στα πρόθυρα τρανταχτού γέλιου.
«Τι έχει πάθει το μπράτσο σου;» ρώτησε ο Ραντ.
«Σου είπα ότι το μυαλό παίζει αστεία παιχνίδια», είπε ο Ματ, που ακόμα προσπαθούσε ταυτόχρονα να βάλει το παντελόνι και να ξυστεί. «Όταν μου φάνηκε ότι εκείνο το πλάσμα είχε μασήσει τρύπα στην πόρτα, μου φάνηκε επίσης ότι είχε γεμίσει σάλια και το μπράτσο μου και τώρα με τρώει σαν τρελό. Μοιάζει μάλιστα με έγκαυμα».
Ο Ραντ άνοιξε το στόμα, η Μουαραίν όμως ήδη τον είχε προσπεράσει. Ο Ματ, κοιτώντας την, έπεσε κάτω, ενώ τραβούσε έξαλλα το παντελόνι να το ανεβάσει, αλλά αυτή γονάτισε πλάι του, χωρίς να λογαριάζει τις διαμαρτυρίες του, σφίγγοντάς του το κεφάλι και με τα δύο χέρια της. Ο Ραντ είχε Θεραπευτεί άλλοτε και είχε δει να Θεραπεύουν άλλους, όμως αντί γι’ αυτό που περίμενε, είδε τον Ματ να ριγεί και να υψώνει το μενταγιόν από το δερμάτινο κορδόνι του, έτσι που κρεμόταν από το χέρι του.
«Το παλιοπράμα ξαφνικά έγινε σαν πάγος», μουρμούρισε. «Τι κάνεις, Μουαραίν; Αν θέλεις να κάνεις κάτι, Θεράπευσέ μου τη φαγούρα, έχει απλωθεί σ’ ολόκληρο το χέρι μου». Το δεξί του χέρι ήταν κόκκινο από τον καρπό ως τον ώμο κι έμοιαζε πρησμένο.
Η Μουαραίν κοίταξε τον Ματ με τόση έκπληξη, όση δεν είχε ξαναδεί ποτέ ο Ραντ στο πρόσωπό της. Ίσως μάλιστα να ήταν η πρώτη φορά. «Θα το Θεραπεύσω», είπε αργά η Άες Σεντάι. «Αν το μενταγιόν είναι κρύο, βγάλ’ το».
Ο Ματ την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια και τελικά το έβγαλε από το κεφάλι του και το άφησε δίπλα του. Εκείνη κούνησε πάλι το κεφάλι της κι ο Ματ άφησε μια κραυγή σαν να του είχαν βουτήξει το κεφάλι σε πάγο· τα πόδια του σφίχτηκαν και η ράχη του κύρτωσε· τα μάτια του κοίταξαν το άπειρο, διάπλατα ανοιχτά. Όταν η Μουαραίν πήρε τα χέρια της από πάνω του, ο Ματ χαλάρωσε, ρουφώντας άπληστα αέρα. Το κοκκίνισμα και το πρήξιμο είχαν χαθεί. Τρεις φορές χρειάστηκε να προσπαθήσει για να βγάλει φωνή. «Μα το αίμα και τις στάχτες! Κάθε φορά έτσι πρέπει να γίνεται, που να καεί; Μια παλιοφαγούρα ήταν!»
«Για πρόσεχε τη γλώσσα σου με μένα», του είπε η Μουαραίν, ενώ σηκωνόταν, «αλλιώς θα βρω τη Νυνάβε και θα της πω να σε περιλάβει». Μα το είπε ανόρεχτα· ήταν σαν να μιλούσε στον ύπνο της. Προσπάθησε να μην κοιτάξει την αλεπουδοκεφαλή, καθώς ο Ματ την ξαναφορούσε στο λαιμό του. «Θα χρειαστείς ανάπαυση», του είπε αφηρημένα. «Μείνε στο κρεβάτι αύριο, αν θέλεις».
Η Κόρη μέσα στην κουβέρτα —η Μελίντρα;― γονάτισε πλάι στον Ματ κι έβαλε τα χέρια της στους ώμους του, κοιτώντας τη Μουαραίν πάνω από το κεφάλι του. «Θα φροντίσω να κάνει αυτό που λες, Άες Σεντάι». Μ’ ένα ξαφνικό χαμόγελο, του ανακάτεψε τα μαλλιά. «Τώρα είναι ο μικρός μου σκανταλιάρης». Από την έντρομη έκφραση του Ματ, φαινόταν ότι μάζευε τη δύναμή του για να το βάλει στα πόδια.
Ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι πίσω του ακούγονταν μαλακά γελάκια. Οι Κόρες, που τώρα είχαν κατεβάσει στους ώμους τα σούφα και τα πέπλα τους, είχαν στριμωχτεί ολόγυρα και κοίταζαν το δωμάτιο.
«Μάθε του να τραγουδά, δοραταδελφή», είπε η Αντελίν και οι άλλες Κόρες γέλασαν τρανταχτά.
Ο Ραντ γύρισε και στάθηκε μπροστά τους με αυστηρό ύφος. «Αφήστε τον άνθρωπο να ξεκουραστεί. Δεν έχετε κανένα ρούχο να βάλετε;» Αυτές υποχώρησαν απρόθυμα, ενώ ακόμα προσπαθούσαν να κοιτάξουν στο δωμάτιο, ώσπου βγήκε έξω η Μουαραίν.
«Μας αφήνετε, παρακαλώ;» είπε η Άες Σεντάι, καθώς η ταλαιπωρημένη πόρτα έκλεινε με βρόντο πίσω της. Σχεδόν γύρισε να κοιτάξει, σφίγγοντας ενοχλημένα τα χείλη. «Πρέπει να μιλήσω μόνη με τον Ραντ αλ’Θόρ». Οι Αελίτισσες, νεύοντας, ξεκίνησαν να φύγουν, ενώ μερικές ακόμα έκαναν αστεία για το αν η Μελίντρα —μια Σάιντο, απ’ ό,τι φαινόταν· ο Ραντ αναρωτήθηκε αν ο Ματ το ήξερε αυτό― θα μάθαινε στον Ματ να τραγουδά. Ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.
Ο Ραντ σταμάτησε την Αντελίν πιάνοντάς την από το γυμνό της μπράτσο· κάποιες που το πρόσεξαν στάθηκαν κι αυτές, κι έτσι μίλησε σε όλες. «Αν δεν πηγαίνετε όταν σας το λέω εγώ, τότε τι θα κάνετε, αν χρειαστεί να σας χρησιμοποιήσω στη μάχη;» Δεν σκόπευε να κάνει τέτοιο πράγμα, αν είχε άλλη επιλογή· γνώριζε ότι ήταν σκληρές πολεμίστριες, αλλά είχε ανατραφεί πιστεύοντας ότι ήταν καθήκον του άνδρα να πεθάνει πριν από τη γυναίκα, αν ήταν ανάγκη. Βάσει λογικής ίσως αυτό να ήταν ανόητο, ειδικά με τέτοιες γυναίκες, όμως έτσι ένιωθε. Μα ήξερε ότι δεν έπρεπε να τους το πει. «Θα το πάρετε για αστείο ή θα το κάνετε όταν σας έρθει η όρεξη;»
Τον κοίταξαν με τη σαστισμάρα που νιώθει κανείς όταν ακούει κάποιον που έχει αποκαλύψει την άγνοια του για τα απλούστερα πράγματα. «Στο χορό των δοράτων», του είπε η Αντελίν, «θα πάμε όπου μας πεις, αλλά δεν έχουμε χορό τώρα. Και, επίσης, δεν μας είπες να φύγουμε».
«Ακόμα και ο Καρ’α’κάρν δεν είναι ένας απόλυτος μονάρχης», πρόσθεσε μια γκριζομάλλα Κόρη. Νευρώδης και με μυώδες κορμί παρά την ηλικία της, φορούσε μόνο μια κοντή πουκαμίσα και το σούφα της. Ο Ραντ είχε μπουχτίσει αυτή τη λέξη.
Οι Κόρες ξανάπιασαν τ’ αστεία, καθώς τον άφηναν μόνο του με τη Μουαραίν και τον Λαν. Ο Πρόμαχος είχε θηκαρώσει επιτέλους το σπαθί του κι έδειχνε να χαλαρώνει, αν χαλάρωνε ποτέ πραγματικά. Δηλαδή ήταν ασάλευτος και γαλήνιος σαν το πρόσωπό του, όλο γραμμές και γωνιές σαν βράχος, με ύφος που έδειχνε ότι ήταν έτοιμος να κινηθεί ακαριαία, ύφος που σε σύγκριση έκανε τις Κόρες να μοιάζουν νωθρές. Ένα πλεγμένο δερμάτινο κορδόνι συγκρατούσε τα μαλλιά του Λαν, που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, για να μην πέφτουν στο πρόσωπό του. Το βλέμμα των γαλάζιων ματιών του θύμιζε γεράκι.
«Πρέπει να μιλήσω μαζί σου για―» άρχισε να λέει η Μουαραίν.
«Μπορούμε να μιλήσουμε αύριο», είπε ο Ραντ, κόβοντάς την. Το πρόσωπο του Λαν σκλήρυνε κι άλλο, αν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Οι Πρόμαχοι, περισσότερο από τον εαυτό τους, προστάτευαν τις Άες Σεντάι τους, τόσο το άτομό τους όσο και τη θέση τους. Ο Ραντ αγνόησε τον Λαν. Το πλευρό του ακόμα τον έκανε να θέλει να διπλωθεί στα δύο, όμως κατόρθωνε να μείνει όρθιος· δεν θα έδειχνε αδυναμία μπροστά της. «Μην σου περνάει από το νου ότι θα σε βοηθήσω να πάρεις την αλεπουδοκεφαλή του Ματ». Με κάποιον τρόπο εκείνο το μενταγιόν την είχε εμποδίσει να διαβιβάσει. Ή τουλάχιστον είχε εμποδίσει τη διαβίβαση να επιδράσει στον Ματ όσο εκείνος το άγγιζε. «Πλήρωσε υψηλό αντίτιμο γι’ αυτό, Μουαραίν, και είναι δικό του». Θυμήθηκε που η Μουαραίν τον είχε χτυπήσει στους ώμους με τη Δύναμη και πρόσθεσε ξερά, «Ίσως του ζητήσω να μου το δανείσει». Γύρισε να φύγει από κοντά της. Είχε ακόμα κάτι να δει, αν και τώρα πια, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δεν θα ήταν διόλου επείγον· τα Σκοτεινόσκυλα θα είχαν πετύχει το σκοπό τους.
«Σε παρακαλώ, Ραντ», είπε η Μουαραίν, και η γυμνή ικεσία στη φωνή της τον έκανε να σταματήσει επί τόπου. Ποτέ δεν είχε ακούσει κάτι ανάλογο από εκείνη.
Ο τόνος της φάνηκε να προσβάλλει τον Λαν. «Νόμιζα ότι είχες γίνει άνδρας», είπε τραχιά ο Πρόμαχος. «Έτσι φέρονται οι άνδρες; Κάνεις σαν θρασύ αγοράκι». Ο Λαν έκανε εξάσκηση στο σπαθί μαζί του —και τον συμπαθούσε, έτσι νόμιζε ο Ραντ― αλλά αν έλεγε η Μουαραίν μια κουβέντα, ο Λαν θα έβαζε τα δυνατά του να τον σκοτώσει.
«Δεν θα είμαι μαζί σου για πάντα», είπε με μια αίσθηση βιασύνης η Μουαραίν. Έσφιγγε τόσο δυνατά τα φουστάνια της, ώστε τα χέρια της έτρεμαν. «Μπορεί να πεθάνω στην επόμενη επίθεση. Μπορεί να πέσω από το άλογο και να σπάσω το κεφάλι μου ή μπορεί να δεχθώ ένα βέλος των Σκοτεινόφιλων στην καρδιά και ο θάνατος δεν Θεραπεύεται. Αφιέρωσα ολόκληρη τη ζωή μου στο να ψάχνω για σένα, για να σε βρω και να σε βοηθήσω. Ακόμα δεν ξέρεις τη δύναμή σου· σίγουρα δεν ξέρεις ούτε τα μισά απ’ όσα μπορείς να κάνεις. Σου ― ζητώ συγγνώμη ― ταπεινά ― αν σε πρόσβαλα». Αυτά τα λόγια —λόγια που ποτέ του δεν περίμενε να ακούσει απ’ αυτήν― έμοιαζαν να βγαίνουν με το ζόρι, όμως τα έλεγε· και δεν μπορούσε να πει ψέματα. «Άσε με να σε βοηθήσω όσο μπορώ, όσο ακόμα μπορώ. Σε παρακαλώ».
«Μου είναι δύσκολο να σε εμπιστευτώ, Μουαραίν». Δεν έδινε σημασία στον Λαν, που σάλευε στα πόδια του κάτω από το φεγγάρι· όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη πάνω της. «Με παίζεις σαν μαριονέτα, με βάζεις να χορέψω όπως θέλεις, από τη μέρα που συναντηθήκαμε. Ήμουν ελεύθερος από σένα μόνο όποτε ήσουν μακριά ή όποτε σε αγνοούσα. Ακόμα κι αυτό είναι δύσκολο».
Το γέλιο της χύθηκε σαν το σεληνόφως, όμως είχε μια πίκρα. «Περισσότερο μου έμοιαζε σαν να παλεύω με αρκούδα παρά σαν να κουνώ τα νήματα μιας μαριονέτας. Θέλεις να ορκιστώ ότι δεν θα προσπαθήσω να σε χειραγωγήσω; Ορκίζομαι». Η φωνή της σκλήρυνε σαν κρύσταλλο. «Ορκίζομαι ακόμα να σε υπακούω ως Κόρη —σαν γκαϊ’σάιν, αν προτιμάς― αλλά πρέπει να―» Η Μουαραίν πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαναδοκίμασε, πιο ήσυχα. «Σου ζητώ, ταπεινά, να μου επιτρέψεις να σε βοηθήσω».
Ο Λαν είχε στυλώσει το βλέμμα του πάνω της κι ο Ραντ ένιωσε τα μάτια του να γουρλώνουν. «Δέχομαι τη βοήθειά σου», είπε αργά. «Κι επίσης ζητώ συγγνώμη. Για την αγένεια με την οποία σου φέρθηκα». Είχε ακόμα την αίσθηση ότι τον χειραγωγούσαν —υπήρχε ένας καλός λόγος για όλες τις φορές που ο ίδιος είχε φερθεί με αγένεια― αλλά η Μουαραίν δεν μπορούσε να πει ψέματα.
Η ένταση φάνηκε να χάνεται από πάνω της. Τον πλησίασε για να τον κοιτάξει. «Αυτό που χρησιμοποίησες για να σκοτώσεις τα Σκοτεινόσκυλα λέγεται μοιροφωτιά. Ακόμα νιώθω τα υπολείμματά της εδώ». Το ίδιο κι εκείνος, ήταν σαν την αμυδρή οσμή που μένει όταν έχεις πάρει μια πίτα από το δωμάτιο, σαν τη μνήμη από κάτι που μόλις έχει εξαφανιστεί απότομα. «Πριν ακόμη από το Τσάκισμα του Κόσμου, η χρήση της μοιροφωτιάς ήταν απαγορευμένη. Ο Λευκός Πύργος μας απαγορεύει ακόμα και να τη μάθουμε. Στον Πόλεμο της Δύναμης, ακόμα και οι Αποδιωγμένοι και οι Σκιόρκιστοι τη χρησιμοποίησαν με δισταγμό».
«Απαγορευμένη;» είπε ο Ραντ, σμίγοντας τα φρύδια. «Σε είδα μια φορά να τη χρησιμοποιείς». Δεν ήταν πολύ σίγουρο στο χλωμό φως του φεγγαριού, αλλά του φάνηκε ότι είδε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν. Αυτή τη φορά, ίσως η Μουαραίν ένιωθε να βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση.
«Μερικές φορές είναι ανάγκη να κάνουμε αυτό που απαγορεύεται». Αν ήταν ταραγμένη, η φωνή της πάντως δεν το έδειχνε. «Όταν κάτι καταστρέφεται με τη μοιροφωτιά, παύει να υπάρχει πριν από τη στιγμή της καταστροφής του, σαν νήμα που καίγεται πέρα από το σημείο που το άγγιξε η φλόγα. Όσο μεγαλύτερη η δύναμη της μοιροφωτιάς, τόσο πιο πίσω στο χρόνο παύει να υπάρχει. Η πιο ισχυρή μοιροφωτιά που μπορώ να χειριστώ αφαιρεί λίγα μόνο δευτερόλεπτα από το Σχήμα. Εσύ είσαι πολύ δυνατότερος. Πάρα πολύ».
«Αλλά αν δεν υπάρχει προτού το καταστρέψεις...» Ο Ραντ πέρασε μπερδεμένος τα δάχτυλά του από τα μαλλιά του.
«Βλέπεις τώρα τα προβλήματα, τους κινδύνους; Ο Ματ θυμάται ότι είχε δει ένα Σκοτεινόσκυλο να τρυπά την πόρτα, αλλά τώρα δεν υπάρχει άνοιγμα. Αν τον είχε γεμίσει σάλια τόσο όσο θυμάται, θα ήταν νεκρός προτού τον πλησιάσω. Ως πίσω εκεί που εξόντωσες το πλάσμα, ό,τι έκανε σε κείνο το διάστημα δεν έχει συμβεί πια. Μόνο οι αναμνήσεις μένουν για όσους το είδαν ή το έζησαν. Μόνο ό,τι έκανε πιο πριν είναι τώρα αληθινό. Μερικές τρύπες από δόντια στην πόρτα και μια σταγόνα σάλιο στο μπράτσο του Ματ».
«Αυτό μου φαίνεται καλό», της είπε. «Εξαιτίας της είναι ζωντανός ο Ματ».
«Είναι τρομερό, Ραντ». Η φωνή της πήρε επιτακτική χροιά. «Γιατί νομίζεις πως ακόμα και οι Αποδιωγμένοι φοβούνταν να τη χρησιμοποιήσουν; Σκέψου την επίδραση στο Σχήμα ενός μόνο νήματος, ενός άνθρωπου, που αφαιρείται από ώρες ή μέρες που έχουν ήδη υφανθεί, σαν νήμα που το τραβάς από ύφασμα. Αποσπάσματα χειρογράφων που διασώζονται από τον Πόλεμο της Δύναμης λένε ότι ολόκληρες πόλεις, αρκετές μάλιστα, καταστράφηκαν με μοιροφωτιά, προτού συνειδητοποιήσουν αμφότερες οι πλευρές τους κινδύνους. Εκατοντάδες χιλιάδες νήματα είχαν ξηλωθεί από το Σχήμα, είχαν χαθεί από μέρες που είχαν ήδη περάσει· ό,τι κι αν είχαν κάνει εκείνοι οι άνθρωποι, δεν είχε συμβεί πια, ούτε και όσα είχαν κάνει άλλοι εξαιτίας των πράξεων αυτών που είχαν χαθεί. Οι μνήμες έμεναν, όχι όμως οι πράξεις. Το ίδιο το Σχήμα παραλίγο θα διαλυόταν. Θα μπορούσε να ήταν ο αφανισμός των πάντων. Του κόσμου, του χρόνου, της ίδιας της Δημιουργίας».
Ο Ραντ ανατρίχιασε, και δεν έφταιγε το κρύο που διαπερνούσε το σακάκι του. «Δεν μπορώ να υποσχεθώ ότι δεν θα την ξαναχρησιμοποιήσω, Μουαραίν. Εσύ η ίδια είπες ότι υπάρχουν φορές που είναι ανάγκη να κάνεις αυτό που απαγορεύεται».
«Δεν περίμενα να το υποσχεθείς», του είπε ήρεμα. Η ταραχή της καταλάγιαζε, η γαλήνη της επανερχόταν. «Πρέπει όμως να προσέχεις». Είχε ξαναπιάσει τα “πρέπει”. «Μ’ ένα σα’ανγκριάλ σαν το Καλαντόρ, θα μπορούσες να εξολοθρεύσεις μια πόλη με τη μοιροφωτιά. Το Σχήμα θα αναστατωνόταν για πολλά χρόνια ακόμα. Ποιος ξέρει αν η ύφανση θα έμενε επικεντρωμένη σε σένα; Παρ’ όλο που είσαι τα’βίρεν, μέχρι να εξομαλυνθεί; Το ότι είσαι τα’βίρεν, και μάλιστα τόσο δυνατός, ίσως είναι το πλεονέκτημα που θα σου φέρει τη νίκη, ακόμα και στην Τελευταία Μάχη».
«Ίσως είναι έτσι», της απάντησε φλεγματικά. Σε πλήθος ηρωικές ιστορίες, ο πρωταγωνιστής διακήρυσσε ότι θα νικούσε ή θα πέθαινε. Του φαινόταν ότι το καλύτερο, στο οποίο μπορούσε να ελπίζει ο ίδιος, ήταν η νίκη μαζί με το θάνατο. «Πρέπει να βρω κάποιον», συνέχισε χαμηλόφωνα. «Θα σε δω το πρωί». Συγκεντρώνοντας μέσα του τη Δύναμη, τη ζωή και το θάνατο σε στροβιλιζόμενα στρώματα, διάνοιξε μια τρύπα στον αέρα πιο ψηλή από τον ίδιο, η οποία έβγαζε σε μια μαυρίλα που έκανε το φεγγαρόφωτο να μοιάζει με μέρα. Μια πύλη, έτσι την έλεγε ο Ασμόντιαν.
«Τι είναι αυτό;» είπε η Μουαραίν ξέπνοα.
«Αν έχω κάνει κάτι μια φορά, μετά θυμάμαι και το πώς το είχα κάνει. Συνήθως». Δεν ήταν απάντηση, αλλά ήταν ώρα να δοκιμάσει τους όρκους της Μουαραίν. Δεν θα έλεγε ψέματα, όμως οι Άες Σεντάι μπορούσαν να βρουν παραθυράκια παντού. «Άσε τον Ματ ήσυχο απόψε. Και μην προσπαθήσεις να του πάρεις το μενταγιόν».
«Ανήκει στον Πύργο ως αντικείμενο προς μελέτη, Ραντ. Πρέπει να είναι τερ’ανγκριάλ, αλλά ποτέ δεν έχει βρεθεί κάποιο που να―»
«Ό,τι κι αν είναι», είπε αυτός σταθερά, «είναι δικό του. Θα του το αφήσεις».
Για μια στιγμή η Μουαραίν φάνηκε να παλεύει με τον εαυτό της και η πλάτη της ίσιωσε, ενώ το κεφάλι της σηκώθηκε για να τον κοιτάξει. Σίγουρα δεν είχε συνηθίσει να δέχεται διαταγές από άλλον, εκτός από τη Σιουάν Σάντσε, και ο Ραντ θα στοιχημάτιζε ότι ακόμα και τη Σιουάν την παίδευε. Τελικά η Μουαραίν ένευσε, έκανε μάλιστα και μια κίνηση που θύμιζε γονυκλισία. «Ό,τι πεις, Ραντ. Είναι δικό του. Σε παρακαλώ να προσέχεις, Ραντ. Το να μαθαίνεις μόνος σου κάτι σαν τη μοιροφωτιά μοιάζει με αυτοκτονία, και ο θάνατος δεν Θεραπεύεται». Αυτή τη φορά ο τόνος της δεν ήταν κοροϊδευτικός. «Θα βρεθούμε το πρωί». Ο Πρόμαχος την ακολούθησε, ενώ εκείνη αποχωρούσε, ρίχνοντας στον Ραντ μια δυσερμήνευτη ματιά· σίγουρα δεν ήταν ευχαριστημένος από αυτή την τροπή.
Ο Ραντ μπήκε στην πύλη κι εξαφανίστηκε.
Στεκόταν πάνω σ’ ένα δίσκο, σ’ ένα αντίγραφο του αρχαίου συμβόλου των Άες Σεντάι, πλάτους δύο μέτρων. Ακόμα και το μαύρο μισό έμοιαζε ανοιχτόχρωμο κόντρα στο απέραντο σκοτάδι που τον τύλιγε, από πάνω και από κάτω· ήταν σίγουρος ότι, αν έπεφτε, η πτώση του δεν θα είχε τέλος. Ο Ασμόντιαν ισχυριζόταν ότι υπήρχε και ταχύτερη μέθοδος για να χρησιμοποιείς τις πύλες, η οποία ονομαζόταν Ταξίδεμα, αλλά δεν είχε καταφέρει να του τη διδάξει, εν μέρει επειδή δεν είχε τη δύναμη να φτιάξει πύλη όσο τον έφραζε η θωράκιση που του είχε κάνει η Λανφίαρ. Εν πάση περιπτώσει, το Ταξίδεμα προϋπέθετε να γνωρίζεις πολύ καλά το σημείο εκκίνησής σου. Του φαινόταν λογικότερο ότι θα έπρεπε να ξέρεις καλά πού κατευθυνόσουν, όμως του Ασμόντιαν του φάνηκε ότι αυτό ήταν σαν να ρωτούσε γιατί ο αέρας δεν ήταν νερό. Υπήρχαν πολλά που ο Ασμόντιαν θεωρούσε δεδομένα. Πάντως, η Ολίσθηση ήταν αρκετά γοργή μέθοδος ταξιδιού.
Μόλις πάτησαν οι μπότες του εκεί, ο δίσκος χίμηξε περίπου μισό μέτρο πιο πέρα και άλλη μια πύλη εμφανίστηκε μπροστά του. Ήταν αρκετά γρήγορο, ειδικά σ’ αυτή τη μικρή απόσταση. Ο Ραντ βγήκε στο διάδρομο, έξω από το δωμάτιο όπου βρισκόταν ο Ασμόντιαν.
Το φεγγάρι που φαινόταν μέσα από τα παράθυρα στις δύο άκρες του διαδρόμου, έριχνε το μόνο φως· η λάμπα του Ασμόντιαν είχε σβήσει. Οι ροές που είχε υφάνει ο Ραντ γύρω από το δωμάτιο ήταν ακόμα στη θέση τους, ακόμα δεμένες γερά. Τίποτα δεν σάλευε, όμως ακόμα υπήρχε αμυδρή η οσμή από καμένο θειάφι.
Ο Ραντ πλησίασε τη χάντρινη κουρτίνα και κοίταξε μέσα στο δωμάτιο. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο από τις σκιές που γεννούσε το φεγγάρι, η μια απ’ αυτές όμως ήταν ο Ασμόντιαν, που στριφογυρνούσε στις κουβέρτες του. Ο Ραντ, τυλιγμένος στο Κενό, μπορούσε ν’ ακούσει το καρδιοχτύπι του, να μυρίσει τον ιδρώτα των ανήσυχων ονείρων του. Έσκυψε να εξετάσει τα ανοιχτογάλανα πλακάκια του δαπέδου και τα αχνάρια που ήταν αποτυπωμένα σ’ αυτά.
Είχε μάθει ιχνηλασία από μικρό παιδί και δεν δυσκολεύτηκε να τα διαβάσει. Τρία ή τέσσερα Σκοτεινόσκυλα είχαν περάσει από δω. Είχαν πλησιάσει την πόρτα ένα-ένα, απ’ ό,τι φαινόταν, και το καθένα πατούσε σχεδόν στις πατημασιές του προηγούμενου. Μήπως τα είχε σταματήσει το δίχτυ που ήταν υφασμένο γύρω από το δωμάτιο; Ή μήπως είχαν απλώς σταλεί για να δουν και να δώσουν αναφορά; Η σκέψη ότι τα Σκιογέννητα σκυλιά είχαν τόση νοημοσύνη ήταν ανησυχητική. Αλλά βέβαια οι Μυρντράαλ χρησιμοποιούσαν κοράκια και ποντίκια για κατασκόπους, και άλλα ζώα που σχετίζονταν με το θάνατο. Μάτια της Σκιάς, έτσι τα έλεγαν οι Αελίτες.
Διαβίβασε λεπτές ροές Γης, ίσιωσε τα πλακάκια, υψώνοντας τα βαθουλώματα και βγαίνοντας προς τα έξω, ώσπου βρέθηκε στον άδειο, νυχτερινό δρόμο, εκατό βήματα από το ψηλό κτήριο. Το πρωί, όλοι θα μπορούσαν να δουν τα ίχνη να σταματούν εκεί, κανένας όμως δεν θα υποψιαζόταν ότι τα Σκοτεινόσκυλα είχαν πλησιάσει τον Ασμόντιαν. Τα Σκοτεινόσκυλα δεν είχαν λόγο να ενδιαφερθούν για τον Τζέησιν Νατάελ, τον βάρδο.
Τώρα θα πρέπει να είχαν ξυπνήσει όλες οι Κόρες που βρίσκονταν στην πόλη· στη Στέγη της Κόρης σίγουρα δεν θα υπήρχε καμία που να κοιμάται ακόμα. Ο Ραντ δημιούργησε άλλη μια πύλη εκεί στο δρόμο, ένα βαθύτερο μαύρο κόντρα στη νύχτα, και ο δίσκος τον μετέφερε στο δωμάτιό του. Αναρωτήθηκε γιατί είχε διαλέξει το αρχαίο σύμβολο ― η επιλογή ήταν δική του, αν και ασυνείδητη· άλλες φορές ήταν σκαλοπάτι ή κομμάτι του πατώματος. Τα Σκοτεινόσκυλα είχαν συρθεί πέρα από αυτό το σημάδι προτού ξανασχηματιστούν. Μ’ αυτό το σημάδι θα κατακτήσει.
Ενώ βρέθηκε στην κρεβατοκάμαρά του, όπου επικρατούσε πυκνό σκοτάδι, διαβίβασε για να ανάψουν οι λάμπες, αλλά δεν άφησε το σαϊντίν. Αντίθετα, διαβίβασε ξανά, προσέχοντας να μην ενεργοποιήσει τις παγίδες που είχε στήσει ο ίδιος, κι ένα κομμάτι του τοίχου εξαφανίστηκε, αποκαλύπτοντας μια κόγχη, την οποία ο ίδιος είχε σκαλίσει εκεί.
Στη μικρή κόγχη υπήρχαν δύο ειδώλια ύψους τριάντα πόντων που παρίσταναν έναν άνδρα και μια γυναίκα να φορούν μακριές πολύπτυχες ρόμπες, με γαλήνια πρόσωπα, καθένα κρατώντας μια κρυστάλλινη σφαίρα στο υψωμένο χέρι του. Είχε πει ψέματα στον Ασμόντιαν γι’ αυτά.
Υπήρχαν ανγκριάλ, σαν το στρογγυλό ανθρωπάκο στην τσέπη του σακακιού του Ραντ, και σα’ανγκριάλ, σαν το Καλαντόρ· τα σα’ανγκριάλ σου επέτρεπαν να διαβιβάσεις με ασφάλεια περισσότερη δύναμη απ’ όση αν χρησιμοποιούσες ανγκριάλ, και πολύ περισσότερη απ’ όση αν διαβίβαζες χωρίς βοήθημα. Και τα δύο ήταν σπανιότατα και οι Άες Σεντάι τα θεωρούσαν πολύτιμα, μολονότι μπορούσαν να αναγνωρίσουν μόνο όσα ήταν συντονισμένα στις γυναίκες και το σαϊντάρ. Αυτές οι δύο μορφές ήταν κάτι διαφορετικό, όχι τόσο σπάνιο, αλλά εξίσου πολύτιμο. Τα τερ’ανγκριάλ είχαν φτιαχτεί για να χρησιμοποιούν τη Δύναμη, όχι να τη μεγεθύνουν, αλλά να τη χρησιμοποιούν με συγκεκριμένους τρόπους. Οι Άες Σεντάι δεν ήξεραν τον σκοπό των περισσότερων τερ’ανγκριάλ που είχαν στον Λευκό Πύργο· μερικά τα χρησιμοποιούσαν, χωρίς όμως να ξέρουν αν η χρήση τους είχε σχέση με το σκοπό για τον οποίο είχαν φτιαχτεί. Ο Ραντ ήξερε το σκοπό αυτών των δύο.
Η ανδρική μορφή μπορούσε να τον συνδέσει με ένα πελώριο αντίγραφό της, το πιο ισχυρό ανδρικό σα’ανγκριάλ που είχε κατασκευαστεί ποτέ, όπου κι αν ήταν ο Ραντ, ακόμα και στην άλλη πλευρά του ωκεανού Άρυθ. Η κατασκευή του είχε ολοκληρωθεί μετά το σφράγισμα της φυλακής του Σκοτεινού —Πώς το ξέρω αυτό;― και το είχαν κρύψει, προτού το έβρισκε κάποιος από τους άνδρες Άες Σεντάι σε κατάσταση παραφροσύνης. Η γυναικεία μορφή μπορούσε να κάνει το ίδιο για μια γυναίκα, να τη συνδέσει στο θηλυκό αντίστοιχο του μεγάλου αγάλματος· ο Ραντ έλπιζε ότι αυτό το άγαλμα ήταν ακόμα σχεδόν τελείως θαμμένο στην Καιρχίν. Με τόση δύναμη... Η Μουαραίν είχε πει ότι ο θάνατος δεν Θεραπευόταν.
Απρόσκλητη, ανεπιθύμητη, τον ξαναβρήκε η ανάμνηση της τελευταίας φοράς που είχε τολμήσει να κρατήσει το Καλαντόρ, σαν εικόνες που αιωρούνταν πέρα από το Κενό.
Το κορμί του μελαχρινού κοριτσιού, που ήταν ακόμα σχεδόν παιδάκι, κειτόταν ακίνητο με τα μάτια ορθάνοιχτα, στυλωμένα στο ταβάνι, ενώ το αίμα μαύριζε τον κόρφο του φορέματός της, εκεί που την είχε τρυπήσει ένας Τρόλοκ.
Η Δύναμη ήταν μέσα του. Το Καλαντόρ φλογίστηκε και ο Ραντ ήταν η Δύναμη. Διαβίβασε, κατευθύνοντας ροές στο σώμα του παιδιού, δοκιμάζοντας, ψηλαφώντας· το κοριτσάκι τινάχτηκε όρθιο, με χέρια και πόδια αφύσικα σκληρά, σπασμωδικά.
«Ραντ, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό», φώναξε η Μουαραίν. «Δεν μπορείς!»
Έπρεπε να ανασάνει. Το κοριτσάκι έπρεπε να ανασάνει. Το στήθος του φούσκωνε και κατέβαινε. Η καρδιά. Έπρεπε να χτυπήσει. Το αίμα, που ήταν κιόλας πηχτό και μαύρο, έβγαινε αργά από το στήθος του. Ζήσε, που να καείς! ούρλιαζε το μυαλό του Ραντ. Δεν ήθελα να αργήσω τόσο! Τα μάτια του κοριτσιού τον κοίταζαν, θολά, χωρίς να νοιάζονται για την τόση Δύναμη που βρισκόταν εντός του. Δίχως ζωή. Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του χωρίς να το προσέξει.
Έδιωξε όπως-όπως την ανάμνηση· ακόμα και κλεισμένος στο Κενό, πονούσε. Με τόση Δύναμη... Με τόση Δύναμη, δεν μπορούσαν να τον εμπιστεύονται. «Δεν είσαι ο Δημιουργός», του είχε πει η Μουαραίν, καθώς στεκόταν πάνω από κείνο το κοριτσάκι. Αλλά μ’ αυτή την ανδρική μορφή, με τη μισή μόνο δύναμη του ειδωλίου, κάποτε είχε κάνει τα βουνά να σαλέψουν. Με πολύ λιγότερη, μόνο με το Καλαντόρ, ήταν σίγουρος ότι θα γυρνούσε πίσω τον Τροχό, ότι θα ζωντάνευε το νεκρό παιδί. Δεν ήταν μόνο η Μία Δύναμη πλανευτική· έτσι ήταν και η εξουσία που πρόσφερε. Το καλύτερο θα ήταν να κατέστρεφε και τα δύο αγαλματίδια. Αντίθετα, ξαναΰφανε τις ροές, ξαναέστησε τις παγίδες.
«Τι κάνεις εδώ;» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, καθώς ο τοίχος ξανάδειχνε άθικτος.
Δένοντας βιαστικά τις ροές —και τον κόμπο με τις θανατηφόρες εκπλήξεις― τράβηξε τη Δύναμη και γύρισε.
Δίπλα στη Λανφίαρ, με την ασημόλευκη περιβολή της, η Ηλαίην ή η Μιν ή η Αβιέντα θα έμοιαζαν σχεδόν συνηθισμένες. Και μόνο τα μαύρα της μάτια ήταν αρκετά για να θελήσει ένας άνδρας να χάσει την ψυχή του. Στην όψη της, το στομάχι του Ραντ σφίχτηκε, τόσο που παραλίγο θα του ερχόταν εμετός.
«Τι θέλεις;» τη ρώτησε. Κάποτε είχε φράξει ταυτοχρόνως την Εγκουέν και την Ηλαίην από την Αληθινή Πηγή, αλλά δεν θυμόταν πώς το είχε κάνει. Όσο η Λανφίαρ μπορούσε να αγγίξει την Πηγή, το να την αιχμαλωτίσει θα ήταν εξίσου ανέφικτο με το να πιάσει τον αέρα με τα χέρια του. Μια αναλαμπή μοιροφωτιάς και... Δεν μπορούσε να το κάνει. Ήταν μια από τους Αποδιωγμένους, όμως τον σταμάτησε απότομα η ανάμνηση του κεφαλιού μιας γυναίκας, το οποίο κατρακυλούσε στο χώμα.
«Έχεις δύο», του είπε τελικά η Λανφίαρ. «Μου φάνηκε ότι για μια στιγμή είδα... Το ένα είναι γυναίκα, ε;» Το χαμόγελο της μπορούσε να σταματήσει την καρδιά ενός άνδρα να χτυπάει κι αυτός πάλι θα ένιωθε ευγνωμοσύνη. «Άρχισες να συλλογίζεσαι το σχέδιό μου, ε; Μ’ αυτά, μαζί, οι άλλοι Αποδιωγμένοι θα γονατίσουν μπροστά μας. Μπορούμε να πάρουμε τη θέση του ίδιου του Μεγάλου Άρχοντα, να αψηφήσουμε τον Δημιουργό. Μπορούμε―»
«Ανέκαθεν ήσουν φιλόδοξη, Μιέριν». Η φωνή του του φάνηκε στριγκή. «Γιατί νομίζεις ότι απομακρύνθηκα από σένα; Δεν έφταιγε η Ιλυένα, κι ας το νομίζεις αυτό. Είχες βγει από την καρδιά μου πολύ προτού την συναντήσω. Το μόνο που έχεις είναι η φιλοδοξία. Το μόνο που ήθελες ανέκαθεν ήταν η εξουσία. Με αηδιάζεις!»
Εκείνη τον κοίταζε, πιέζοντας δυνατά με τα δύο χέρια το στομάχι της, με τα μαύρα μάτια της πιο ανοιχτά απ’ όσο συνήθως. «Η Γκρένταλ είπε...» άρχισε να λέει με ψιλή φωνή. Ξεροκατάπιε και ξαναδοκίμασε. «Λουζ Θέριν; Σ’ αγαπώ, Λουζ Θέριν. Πάντα σε αγαπούσα, πάντα θα σ’ αγαπώ. Το ξέρεις. Πρέπει να το ξέρεις!»
Το πρόσωπο του Ραντ ήταν σκληρό σαν βράχος· έλπιζε να μην φανέρωνε το σοκ του. Δεν είχε ιδέα από πού είχαν έρθει αυτά τα λόγια, αλλά του φαινόταν ότι τη θυμόταν. Μια αχνή ανάμνηση, από τα πριν. Δεν είμαι ο Λουζ Θέριν Τέλαμον! «Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ!» είπε τραχιά.
«Φυσικά και είσαι». Εκείνη τον κοίταξε εξεταστικά, ένευσε αργά. Ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της. «Φυσικά. Ο Ασμόντιαν σου λέει διάφορα, για τον Πόλεμο της Δύναμης και για μένα. Ψεύδεται. Πραγματικά με αγαπούσες. Μέχρι που σε έκλεψε εκείνη η κιτρινομάλλα βρώμα, η Ιλυένα». Για μια στιγμή, η οργή παραμόρφωσε το πρόσωπό της· ο Ραντ σκέφτηκε ότι η ίδια δεν το είχε αντιληφθεί. «Ξέρεις ότι ο Ασμόντιαν έκοψε από την Αληθινή Πηγή την ίδια του τη μητέρα; Αυτό που τώρα λένε σιγάνεμα. Την έκοψε κι άφησε τους Μυρντράαλ να την πάρουν, ενώ αυτή τσίριζε. Εμπιστεύεσαι τέτοιον άνθρωπο;»
Ο Ραντ γέλασε δυνατά. «Όταν τον έπιασα, με βοήθησες να τον παγιδεύσω για να αναγκαστεί να με διδάξει. Και τώρα λες ότι δεν μπορώ να τον εμπιστευτώ;»
«Μόνο για να σε διδάξει». Ξεφύσησε περιφρονητικά, «Θα το κάνει επειδή ξέρει ότι τώρα πια έχει προσχωρήσει στη δική σου παράταξη. Ακόμα κι αν κατάφερνε να πείσει τους άλλους πως ήταν αιχμάλωτος, πάλι θα τον έκαναν χίλια κομμάτια, και το ξέρει. Αυτή είναι συχνά η μοίρα του πιο αδύναμου σκυλιού στο κοπάδι. Επίσης, αραιά και πού παρακολουθώ τα όνειρά του. Ονειρεύεται ότι θριαμβεύεις επί του Μεγάλου Άρχοντα και ότι τον βάζεις να σταθεί εκεί ψηλά στο πλάι σου. Μερικές φορές ονειρεύεται εμένα». Το χαμόγελό της έδειχνε ότι αυτά τα όνειρα ήταν ευχάριστα για την ίδια, όχι όμως για τον Ασμόντιαν. «Αλλά θα προσπαθήσει να σε στρέψει εναντίον μου».
«Τι θέλεις εδώ;» ζήτησε να μάθει ο Ραντ. Να τα έβαζε μαζί της; Σίγουρη εκείνη τη στιγμή η Λανφίαρ ήταν γεμάτη Δύναμη κι έτοιμη να τον φράξει, αν υποψιαζόταν ότι θα σήκωνε το χέρι του εναντίον της. Του το είχε ξανακάνει, με ταπεινωτική ευκολία.
«Μου αρέσεις έτσι. Αλαζόνας και περήφανος, γεμάτος κουράγιο και σθένος».
Μια άλλη φορά του είχε πει ότι της άρεσε να είναι αβέβαιος, ότι ο Λουζ Θέριν ήταν υπερβολικά αλαζόνας. «Τι θέλεις εδώ;»
«Ο Ράχβιν σου έστειλε τα Σκοτεινόσκυλα απόψε», είπε εκείνη ήρεμα, διπλώνοντας τα χέρια στη μέση της. «Θα ερχόμουν νωρίτερα για να σε βοηθήσω, αλλά δεν ήθελα ακόμα να καταλάβουν οι άλλοι πως είμαι με το μέρος σου».
Με το μέρος του. Μια Αποδιωγμένη τον αγαπούσε, ή τουλάχιστον αγαπούσε τον άνδρα που ήταν ο Ραντ πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια και το μόνο που ήθελε απ’ αυτόν ήταν να δώσει την ψυχή του στη Σκιά και να κυβερνήσει τον κόσμο μαζί της. Ή λιγάκι πιο κάτω απ’ αυτήν. Α, κι επίσης ήθελε απ’ αυτόν να αντικαταστήσει τόσο τον Σκοτεινό όσο και τον Δημιουργό. Ήταν εντελώς τρελή; Ή μήπως η δύναμη εκείνων των δύο τεράστιων σα’ανγκριάλ ήταν όσο μεγάλη ισχυριζόταν; Ο Ραντ δεν ήθελε να ακολουθήσουν αυτή την πορεία οι σκέψεις του.
«Γιατί άραγε ο Ράχβιν διάλεξε να μου επιτεθεί τώρα; Ο Ασμόντιαν λέει ότι κοιτάζει το συμφέρον του, ότι θα κάτσει στην άκρη ακόμα και στην Τελευταία Μάχη και θα περιμένει να με εξοντώσει ο Σκοτεινός. Πώς και δεν το έκανε ο Σαμαήλ ή ο Ντεμάντρεντ; Ο Ασμόντιαν λέει ότι με μισούν». Όχι εμένα. Μισούν τον Λουζ Θέριν. Αλλά για τους Αποδιωγμένους ήταν το ίδιο πράγμα. Σε παρακαλώ, Φως μου, είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ. Έδιωξε από το νου του τη σκέψη αυτής της γυναίκας στην αγκαλιά του, τους δυο τους σε νεαρή ηλικία να μαθαίνουν τι μπορούσαν να κάνουν με τη Δύναμη. Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ! «Γιατί όχι η Σέμιραγκ ή η Μογκέντιεν ή η Γκρέν-;»
«Μα τώρα απειλείς τα συμφέροντά του». Γέλασε. «Δεν ξέρεις πού βρίσκεται; Στο Άντορ, στο Κάεμλυν. Είναι ο άγνωστος αλλά απόλυτος κυβερνήτης του. Η Μοργκέις χαμογελά και του χορεύει, αυτή και πέντ’ έξι άλλες». Τα χείλη της στράβωσαν με μια έκφραση αηδίας. «Έχει βάλει ανθρώπους του να ψάχνουν στα χωριά για να του βρίσκουν καινούριες ομορφούλες».
Για μια στιγμή, έμεινε παγωμένος από το σοκ. Η μητέρα της Ηλαίην είχε πέσει στα χέρια ενός Αποδιωγμένου. Μα δεν τολμούσε να δείξει ότι τον ένοιαζε, Η Λανφίαρ είχε δείξει αρκετές φορές πόσο ζήλευε· ήταν ικανή να ψάξει και να σκοτώσει την Ηλαίην, αν νόμιζε ότι ο Ραντ έτρεφε αισθήματα γι’ αυτήν. Τι νιώθω γι’ αυτήν; Πέρα απ’ αυτό, υπήρχε ένα αναντίρρητο γεγονός που έπλεε πέρα από το Κενό, παγωμένο και άσπλαχνο μέσα στην αλήθεια του. Δεν μπορούσε να τρέξει και να επιτεθεί στον Ράχβιν, ακόμα κι αν αυτό που έλεγε η Λανφίαρ ήταν αλήθεια. Συγχώρεσέ με, Ηλαίην, αλλά δεν μπορώ. Ίσως να του έλεγε ψέματα —δεν θα έχυνε δάκρυα, σε περίπτωση που ο Ραντ σκότωνε κάποιους άλλους Αποδιωγμένους· όλοι αποτελούσαν εμπόδιο στα σχέδιά της― αλλά πάντως ο Ραντ είχε πάψει πια να αντιδρά στις πράξεις των άλλων. Αν αντιδρούσε, θα καταλάβαιναν τι πήγαινε να κάνει. Ας αντιδρούσαν εκείνοι στις πράξεις του και θα ξαφνιάζονταν σαν τη Λανφίαρ και τον Ασμόντιαν.
«Ο Ράχβιν νομίζει ότι θα τρέξω να υπερασπιστώ τη Μοργκέις;» είπε. «Μια φορά την έχω δει στη ζωή μου. Στο χάρτη οι Δύο Ποταμοί είναι μέρος του Άντορ, αλλά εγώ ποτέ δεν είδα εκεί Φρουρό της Βασίλισσας. Αιώνες έχουμε να τους δούμε. Πες σε Διποταμίτη ότι η Μοργκέις είναι η βασίλισσά του και να δεις που θα σε περάσει για τρελή».
«Αμφιβάλλω αν ο Ράχβιν περιμένει πως θα τρέξεις να υπερασπιστείς την πατρίδα σου», είπε σαρκαστικά η Λανφίαρ, «περιμένει όμως να υπερασπιστείς τις φιλοδοξίες σου. Σκοπεύει να ανεβάσει τη Μοργκέις και στο Θρόνο του Ήλιου επίσης και να τη χρησιμοποιήσει σαν μαριονέτα, μέχρι τη στιγμή που θα μπορέσει να κάνει την εμφάνιση του. Κάθε μέρα, ολοένα και περισσότεροι Αντορινοί στρατιώτες μπαίνουν στην Καιρχίν. Κι εσύ έστειλες τους Δακρυνούς στρατιώτες στο βορρά, για να εξασφαλίσεις ότι η περιοχή θα παραμείνει δική σου. Δεν είναι παράξενο που σου επιτέθηκε ευθύς μόλις σε βρήκε».
Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι του. Δεν είχε στείλει εκεί γι’ αυτό το λόγο τους Δακρυνούς, δεν περίμενε όμως ότι η Λανφίαρ θα το καταλάβαινε. Ούτε και περίμενε ότι θα τον πίστευε, αν της το έλεγε. «Σ’ ευχαριστώ για την προειδοποίηση». Ευγένεια προς μία από τους Αποδιωγμένους! Φυσικά, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να ελπίζει ότι αυτό που του είχε πει ήταν η αλήθεια. Ένας καλός λόγος για να μην τη σκοτώσεις. Θα σου λέει περισσότερα απ’ όσα θέλει, αν ακούς με προσοχή. Ο Ραντ έλπισε να ήταν δική του αυτή η σκέψη, παρ’ όλο που ήταν τόσο παγερή και κυνική.
«Βάζεις ξόρκια φύλαξης στα όνειρά σου εναντίον μου».
«Εναντίον όλων». Ήταν η καθαρή αλήθεια, αν και η Λανφίαρ ήταν από τις πρώτες στον κατάλογο, μαζί με τις Σοφές.
«Τα όνειρα μού ανήκουν. Εσύ και τα όνειρά σου ειδικά μου ανήκετε». Το πρόσωπό της ήταν ακόμα γαλήνιο, η φωνή της όμως σκλήρυνε. «Μπορώ να σπάσω τα ξόρκια φύλαξής σου. Δεν θα σου άρεσε καθόλου αυτό».
Εκείνος, για να δείξει ότι δεν τον έμελλε, κάθισε στο αχυρόστρωμά του, με τα πόδια διπλωμένα και τα χέρια στα γόνατα. Απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει, η έκφραση του ήταν εξίσου γαλήνια με τη δική της. Μέσα του η Δύναμη φούσκωσε. Ετοίμασε ροές Αέρα για να την ακινητοποιήσει, και ροές Πνεύματος. Μ’ αυτές μπορούσε να υφάνει θωράκιση ενάντια στην Αληθινή Πηγή. Κάπου μακριά ένιωθε να σκαλίζει το μυαλό του για να καταλάβει πώς, όμως ούτως ή άλλως δεν μπορούσε να θυμηθεί. Δίχως το πώς ήταν άσκοπο. Η Λανφίαρ, ακόμα κι αν δεν το έβλεπε, θα μπορούσε να διαλύσει ή να κόψει ό,τι ύφαινε ο Ραντ. Ο Ασμόντιαν προσπαθούσε να του μάθει αυτό το κόλπο, όμως τα μαθήματα προχωρούσαν δύσκολα, αφού ο Ραντ δεν μπορούσε να εξασκηθεί με μια γυναίκα που να υφαίνει.
Η Λανφίαρ τον κοίταξε αδιάφορα, μ’ ένα ανάλαφρο σμίξιμο των φρυδιών να σκιάζει το κάλλος της. «Εξέτασα τα όνειρα των Αελιτισσών. Αυτών των περιβόητων Σοφών. Δεν ξέρουν να θωρακίζονται και πολύ καλά. Θα μπορούσα να τις τρομάξω και να τις κάνω να μην ονειρευτούν ποτέ ξανά, να μην ξανασκεφτούν καν να εισβάλουν στα δικά σου όνειρα».
«Νόμιζα ότι δεν θα με βοηθούσες στα φανερά». Δεν τολμούσε να της πει να αφήσει ήσυχες τις Σοφές· ίσως η Λανφίαρ αποφάσιζε να κάνει κάτι για να τον πειράξει. Το είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή, αν και όχι με λέξεις, ότι ανάμεσα στους δυο τους εκείνη ήθελε να έχει το πάνω χέρι. «Δεν θα ήταν ρίσκο αυτό, αν το έβρισκε κάποιος άλλος Αποδιωγμένος; Δεν είσαι η μόνη που ξέρεις πώς να μπαίνεις στα όνειρα του κόσμου».
«Κάποιος άλλος Εκλεκτός», του είπε αφηρημένα. Έμεινε για μια στιγμή να δαγκώνει το σαρκώδες χείλος της. «Παρακολουθώ επίσης και τα όνειρα των κοριτσιών. Της Εγκουέν. Κάποτε νόμιζα ότι κάτι αισθάνεσαι γι’ αυτήν. Ξέρεις ποιους ονειρεύεται; Τον γιο και τον θετό γιο της Μοργκέις. Πιο συχνά τον γιο, τον Γκάγουυν». Χαμογελώντας, μίλησε με προσποιητό σοκάρισμα. «Αν είναι δυνατόν, μια απλή χωριατοπούλα να βλέπει τέτοια όνειρα».
Ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι η Λανφίαρ προσπαθούσε να τον δοκιμάσει για να δει αν ζήλευε. Στ’ αλήθεια πίστευε ότι έκανε ξόρκι φύλαξης στα όνειρα του για να κρύψει ότι σκεφτόταν μια άλλη γυναίκα! «Οι Κόρες με φυλάνε από κοντά», της είπε σκοτεινά. «Αν θέλεις να μάθεις πόσο κοντά, κοίτα στα όνειρα της Ισέντρε».
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν απότομα. Φυσικά. Κανονικά δεν θα έπρεπε να έχει καταλάβει το παιχνίδι της. Ή μήπως η Λανφίαρ νόμιζε πως...; Με την Ισέντρε; Η Λανφίαρ ήξερε ότι η γυναίκα εκείνη ήταν Σκοτεινόφιλη. Η Λανφίαρ ήταν εκείνη που είχε φέρει τον Καντίρ και την Ισέντρε στην Ερημιά. Και είχε βάλει κρυφά στη θέση τους τα περισσότερα κοσμήματα, για την κλοπή των οποίων είχε κατηγορηθεί η Ισέντρε· ο χαρακτήρας της Λανφίαρ ήταν άσπλαχνος ακόμα και μέσα στη μικροψυχία της. Πάντως, αν πίστευε ότι ο Ραντ μπορούσε να την αγαπήσει, δεν θα της φαινόταν εμπόδιο το γεγονός ότι η Ισέντρε ήταν Σκοτεινόφιλη.
«Θα ’πρεπε να τους είχα αφήσει να τη διώξουν για να φτάσει στο Δρακότειχος μόνη της, αν μπορούσε», συνέχισε με αδιάφορο ύφος, «αλλά ποιος ξέρει τι θα έλεγε για να γλιτώσει; Για να προστατεύσω τον Ασμόντιαν, πρέπει ως ένα σημείο να προστατεύω την Ισέντρε και τον Καντίρ». Το κοκκίνισμα στο πρόσωπό της χάθηκε, αλλά, καθώς άνοιγε το στόμα της να μιλήσει, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ο Ραντ πετάχτηκε όρθιος. Κανένας δεν θα αναγνώριζε τη Λανφίαρ, αλλά, αν ανακάλυπταν μια γυναίκα στο δωμάτιό του, μια γυναίκα που οι Κόρες δεν την είχαν δει να μπαίνει από κάτω, σίγουρα θα υπήρχαν ερωτήσεις και αυτός δεν είχε απαντήσεις.
Όμως η Λανφίαρ είχε ήδη ανοίξει μια πύλη, προς ένα μέρος γεμάτο λευκές μεταξωτές ταπισερί και ασήμια. «Μην ξεχνάς ότι είμαι η μόνη ελπίδα σου να ζήσεις, αγάπη μου». Ήταν παράξενο να αποκαλείς κάποιον αγάπη σου με τόσο ψυχρή φωνή. «Στο πλευρό μου, δεν θα φοβάσαι τίποτα. Στο πλευρό μου, θα κυβερνήσεις ― ό,τι υπάρχει και θα υπάρξει ποτέ». Ύψωσε τη χιονόλευκη φούστα της, πέρασε στην άλλη πλευρά και η πύλη έκλεισε γοργά.
Το χτύπημα ξανακούστηκε προτού ο Ραντ προλάβει να διώξει το σαϊντίν και να ανοίξει την πόρτα.
Η Ενάιλα κοίταξε καχύποπτα το δωμάτιο πιο πέρα, μουρμουρίζοντας, «Έλεγα μήπως η Ισέντρε...» Τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που τον κατηγορούσε. «Οι δοραταδελφές ψάχνουν παντού για σένα. Κανένας δεν σε είδε να επιστρέφεις». Κούνησε το κεφάλι της, όρθωσε το κορμί της· πάντα προσπαθούσε να στέκεται με όσο πιο ψηλό παράστημα μπορούσε. «Οι αρχηγοί ήρθαν να μιλήσουν με τον Καρ’α’κάρν», του είπε με επισημότητα. «Περιμένουν κάτω».
Αποδείχθηκε ότι, όντας άνδρες, περίμεναν στον προθάλαμο με τις κολόνες. Ο ουρανός ακόμα ήταν σκοτεινός, όμως μια αναλαμπή της αυγής φαινόταν πάνω από τα βουνά στην ανατολή. Μπορεί να αδημονούσαν με τις δύο Κόρες που στέκονταν ανάμεσά σ’ αυτούς και στις ψηλές πόρτες, αλλά τα σκιώδη πρόσωπά τους δεν το έδειχναν.
«Το Σάιντο ξεκίνησε», του γάβγισε ο Χαν μόλις φάνηκε. «Και το Ρέυν, το Μιαγκόμα, το Σιάντε... Όλες οι φατρίες!»
«Είναι με τον Κουλάντιν ή μ’ εμένα;» ζήτησε να μάθει ο Ραντ.
«Το Σάιντο πάει προς το Πέρασμα Τζανγκάι», είπε ο Ρούαρκ. «Για τους άλλους, θα δείξει. Αλλά ξεκίνησαν με όσα δόρατα δεν είναι απαραίτητα για να υπερασπιστούν τα φρούρια, τις αγέλες και τα κοπάδια».
Ο Ραντ απλώς ένευσε. Να πού είχε καταλήξει η αποφασιστικότητά του να μην επιτρέψει σε κανέναν να του υπαγορεύσει τι θα έκανε. Όποιος κι αν ήταν ο σκοπός των υπόλοιπων φατριών, ο Κουλάντιν σίγουρα σχεδίαζε να περάσει το Τζανγκάι για να πάει στην Καιρχίν. Να πού θα κατέληγαν τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για ειρήνη, αν το Σάιντο σπάραζε κι άλλο την Καιρχίν, όσο ο Ραντ καθόταν στο Ρουίντιαν περιμένοντας τις άλλες φατρίες.
«Τότε θα πάμε κι εμείς στο Τζανγκάι», είπε τελικά.
«Αν σκοπεύει να περάσει, δεν θα τον προφτάσουμε», προειδοποίησε ο Έριμ και ο Χαν πρόσθεσε ξινά, «Αν πάνε με το μέρος του κάποιοι από τους άλλους, τότε θα μας πιάσουν στ’ ανοιχτά, σαν τυφλοσκούληκα στον ήλιο».
«Δεν θα κάτσω εδώ άπραγος μέχρι να το μάθω», είπε ο Ραντ. «Αν δεν μπορέσω να προφτάσω τον Κουλάντιν, θα είμαι ακριβώς πίσω του μέχρι την Καιρχίν. Ξυπνήστε τα δόρατα. Φεύγουμε όσο πιο γρήγορα μπορέσετε μετά το πρώτο φως».
Οι αρχηγοί του έκαναν την παράξενη εκείνη Αελίτικη υπόκλιση, την οποία χρησιμοποιούσαν μόνο στις πιο επίσημες περιστάσεις, με το ένα πόδι μπροστά και το ένα χέρι απλωμένο, κι έφυγαν. Μόνο ο Χαν άνοιξε το στόμα του. «Μέχρι το ίδιο το Σάγιολ Γκουλ».