Ο τόπος άλλαζε, καθώς ο ήλιος έγερνε. Οι λόφοι κόνταιναν, τα σύδενδρα πλάταιναν. Συχνά, οι πεσμένοι πέτρινοι μαντρότοιχοι, που κάποτε όριζαν χωράφια, τώρα γίνονταν γήλοφοι σκεπασμένοι από βάτες ή προχωρούσαν μέσα σε μακριές συστάδες από βελανιδιές και χαμαιδάφνες και λευκές καρυδιές, πεύκα και πέιπερμπαρκ και δένδρα άγνωστα στην Εγκουέν. Τα λιγοστά αγροτόσπιτα δεν είχαν στέγες και μέσα τους φύτρωναν δένδρα ύψους δέκα ή δεκαπέντε βημάτων, σαν μικρά δάση κυκλωμένα από πέτρινους τοίχους, που είχαν ακόμα και πουλιά που τιτίβιζαν και σκίουρους με μαύρες ουρές. Τα περιστασιακά ποταμάκια προκαλούσαν τα σχόλια των Αελιτών, όπως συνέβαινε επίσης με τα δασύλλια και το γρασίδι. Είχαν ακούσει ιστορίες για τις υδατοχώρες, είχαν διαβάσει γι’ αυτές σε βιβλία που είχαν αγοράσει από εμπόρους και πραματευτές σαν τον Χάντναν Καντίρ, ελάχιστοι όμως τις είχαν δει μετά το κυνήγι του Λάμαν. Όμως δεν άργησαν να προσαρμοστούν· το γκριζοκαφέ χρώμα των σκηνών ταίριαζε καλά με τα πεσμένα φύλλα κάτω από τα δένδρα και το ξεραμένο γρασίδι και τα αγριόχορτα. Το στρατόπεδό τους απλωνόταν σε έκταση μιλίων, όπου ξεχώριζαν οι χιλιάδες μικρές φωτιές που είχαν ανάψει για να μαγειρέψουν στο χρυσαφένιο σούρουπο.
Η Εγκουέν χάρηκε όταν επιτέλους μπήκε στη σκηνή που είχαν φτιάξει οι γκαϊ’σάιν. Μέσα, οι λάμπες ήταν αναμμένες και μια μικρή φωτιά έκαιγε στη σκαμμένη εστία. Έλυσε τις μαλακές μπότες της, τις έβγαλε, όπως επίσης και τις μάλλινες κάλτσες της, και απλώθηκε τα λαμπερά χρωματιστά χαλάκια, κουνώντας τα δάχτυλα των ποδιών της. Ευχήθηκε να είχε μια λεκανίτσα με νερό για να πλύνει τα πόδια της. Δεν μπορούσε να υποκριθεί ότι ήταν σκληραγωγημένη σαν τους Αελίτες, αλλά σίγουρα γινόταν μαλθακή, αν δεν μπορούσε να περπατήσει λίγες ώρες χωρίς να φαντάζεται τα πόδια της διπλά από το πρήξιμο. Φυσικά, το νερό εδώ δεν ήταν πρόβλημα. Κανονικά, δεν θα έπρεπε να είναι πρόβλημα, μιας και θυμόταν εκείνο το ζαρωμένο ποταμάκι, και ίσως μπορούσε να ξανακάνει σωστό μπάνιο.
Η Κογουίντε, ταπεινή και βουβή με τις λευκές ρόμπες της, της έφερε δείπνο, λίγο από κείνο το ανοιχτόχρωμο άζυμο ψωμί, που το έφτιαχναν από αλεύρι ζεμάι, και, σε μια ριγέ γαβάθα, μια πηχτή σούπα, που την έφαγε μηχανικά, αν κι ένιωθε περισσότερο κούραση παρά πείνα. Ήξερε τις ξεραμένες πιπεριές και τα φασόλια, αλλά δεν ρώτησε τι ήταν το σκούρο κρέας. Κουνέλι, σκέφτηκε αταλάντευτα κι ευχήθηκε να ήταν. Οι Αελίτες έτρωγαν πράγματα που την έκαναν να αηδιάσει. Έβαζε στοίχημα ότι ο Ραντ δεν τολμούσε ούτε να δει αυτό που έτρωγε. Οι άνδρες ήταν πάντα ιδιότροποι με το φαγητό τους.
Όταν απόφαγε, τεντώθηκε κοντά σε μια περίτεχνα στολισμένη λάμπα, που είχε ένα γυαλισμένο ασημένιο δίσκο για να καθρεφτίζει και να πολλαπλασιάζει το φως της. Είχε νιώσει κάποιες τύψεις συνειδητοποιώντας ότι οι περισσότεροι Αελίτες δεν είχαν άλλο φως τις νύχτες εκτός από τις φωτιές που άναβαν· ελάχιστοι είχαν φέρει λάμπες ή λάδι, εκτός από τις Σοφές και τους αρχηγούς των φατριών και των σεπτών. Αλλά δεν είχε νόημα να κάθεται στο μουντό φωτισμό της φωτιάς της τη στιγμή που θα μπορούσε να έχει σωστό φως. Αυτό της θύμισε κάτι: οι νύχτες εδώ δεν θα ήταν τόσο δραματικά διαφορετικές από τις μέρες όπως στην Ερημιά· ήδη η σκηνή ήταν ενοχλητικά ζεστή.
Διαβίβασε για μια στιγμή ροές του Αέρα για να σβήσει τη φωτιά, κι έψαξε στα σακίδια της σέλας της για να βρει το φθαρμένο δερματόδετο βιβλίο που είχε δανειστεί από την Αβιέντα. Ήταν ένας μικρός, χοντρός τόμος με στριμωγμένες αράδες μικρών γραμμάτων, που δύσκολα τον διάβαζες παρά μόνο σε δυνατό φως, αλλά εύκολα τον κουβαλούσες. Λεγόταν Η Φλόγα, η Λεπίδα και η Καρδιά, μια συλλογή ιστοριών για την Μπιργκίτε και τον Γκάινταλ Κέιν, τον Άνσελαν και την Μπαρασίλ, τον Ρογκός τον Αετομάτη και τη Ντουνσίνιν, και άλλους δέκα. Η Αβιέντα ισχυριζόταν ότι της άρεσε για τις περιπέτειες και τις μάχες, και ίσως να ήταν έτσι, όμως όλες οι ιστορίες μιλούσαν επίσης για την αγάπη ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Η Εγκουέν ήταν πρόθυμη να παραδεχθεί ότι αυτό ακριβώς της άρεσε, τα μερικές φορές θυελλώδη και μερικές φορές τρυφερά αποσπάσματα για την άσβηστη αγάπη. Πρόθυμη να το παραδεχθεί στον εαυτό της, για την ακρίβεια. Δεν ήταν ο τρόπος ψυχαγωγίας που θα ομολογούσε δημοσίως μια γυναίκα θέλοντας να προφασίζεται σύνεση.
Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήθελε να διαβάσει, όπως δεν ήθελε ούτε να φάει προηγουμένως —το μόνο που ήθελε ήταν να κάνει μπάνιο και να κοιμηθεί, και μάλιστα θα ήταν διατεθειμένη να ξεχάσει και το μπάνιο― όμως απόψε με την Άμυς θα συναντούσαν τη Νυνάβε στον Τελ’αράν’ριοντ. Ακόμα δεν είχε νυχτώσει στο μέρος που ήταν η Νυνάβε, όπου κι αν είχε βρεθεί στο ταξίδι της προς την Γκεάλνταν, κι αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να μείνει ξύπνια.
Η Ηλαίην είχε παραστήσει συναρπαστικό το θηριοτροφείο στην τελευταία συνάντησή τους, αν και η Εγκουέν δεν πίστευε ότι η παρουσία του Γκάλαντ ήταν λόγος να το σκάσουν με τέτοιο τρόπο. Κατά τη γνώμη της, η Νυνάβε και η Ηλαίην απλώς είχαν μάθει να αγαπούν την περιπέτεια. Κρίμα μόνο για τη Σιουάν· χρειάζονταν ένα στιβαρό χέρι για να τις σοβαρέψει. Ήταν παράξενο που έκανε τέτοια σκέψη για τη Νυνάβε· η Νυνάβε ήταν ανέκαθεν εκείνη που είχε το στιβαρό χέρι. Αλλά από το επεισόδιο εκείνο στον Τελ’αράν’ριοντ, η Νυνάβε ήταν ολοένα και λιγότερο μια μορφή με την οποία έπρεπε να τα βάζει η Εγκουέν.
Συνειδητοποίησε με μια αίσθηση ενοχής, καθώς γυρνούσε τη σελίδα, ότι ανυπομονούσε να δει απόψε τη Νυνάβε. Όχι επειδή η Νυνάβε ήταν μια φίλη, αλλά επειδή ήθελε να δει αν είχε κρατήσει η επίδραση. Αν η Νυνάβε τραβούσε την πλεξούδα της, θα την κοιτούσε σηκώνοντας παγερά το φρύδι, και... Φως μου, ελπίζω να κράτησε. Αν πει για κείνο το ταξιδάκι, η Άμυς και η Μπάιρ θα τσακωθούν ποια θα με πρωτογδάρει ζωντανή, αν δεν μου πουν να το κάνω μόνη μου.
Τα μάτια της προσπαθούσαν να κλείσουν, καθώς διάβαζε, βλέποντας σχεδόν σαν σε θολό όνειρο τις ιστορίες του βιβλίου. Μπορούσε να γίνει δυνατή σαν όλες αυτές τις γυναίκες, δυνατή και γενναία σαν την Ντουνσίνιν ή τη Νεράιν ή τη Μελισίντε ή ακόμα και την Μπιργκίτε, δυνατή σαν την Αβιέντα. Άραγε, θα είχε την εξυπνάδα η Νυνάβε να κρατήσει το στόμα της κλειστό μπροστά στην Άμυς απόψε; Σκέφτηκε αόριστα ότι θα έπιανε τη Νυνάβε από το αυτί και θα την ταρακουνούσε, Τι ανοησία. Η Νυνάβε ήταν χρόνια μεγαλύτερη της. Θα την κοίταζε με σηκωμένο φρύδι. Η Ντουνσίνιν. Η Μπιργκίτε. Σκληραγωγημένη και δυνατή σαν μια Κόρη του Δόρατος.
Το κεφάλι της έγειρε στη σελίδα και προσπάθησε να βάλει το βιβλιαράκι κάτω από το μάγουλό της, καθώς η ανάσα της γινόταν πιο αργή και πιο ρηχή.
Ξαφνιάστηκε όταν βρέθηκε ανάμεσα στις μεγάλες κολόνες από κοκκινόπετρα στην Καρδιά του Δακρύου, στο παράξενο φως του Τελ’αράν’ριοντ, και ξαναξαφνιάστηκε όταν συνειδητοποίησε ότι φορούσε το καντιν’σόρ. Η Άμυς δεν θα χαιρόταν, αν την έβλεπε να το φορά· δεν θα της άρεσε καθόλου. Το άλλαξε βιαστικά κι ένιωσε έκπληξη όταν η εμφάνισή της άρχισε να ταλαντεύεται ανάμεσα σε μια μπλούζα από αλγκόντ και μια χοντρή μάλλινη φούστα από τη μια, και σε μια φίνα εσθήτα από μπροκάρ γαλάζιο μετάξι, προτού τελικά κατασταλάξει στην Αελίτικη ενδυμασία, που τη συμπλήρωνε το φιλντισένιο βραχιόλι της με τις φλόγες και το περιδέραιό της από χρυσάφι και φίλντισι. Καιρό είχε να νιώσει τόση αναποφασιστικότητα.
Για μια στιγμή, σκέφτηκε να βγει έξω από τον Κόσμο των Ονείρων, αλλά υποψιάστηκε πως ήταν βαθιά κοιμισμένη στη σκηνή της. Αν το έκανε, πιθανότατα απλώς θα έμπαινε σε ένα δικό της όνειρο και ακόμα δεν είχε πάντα επίγνωση του εαυτού της στα όνειρά της· δίχως αυτήν, δεν θα μπορούσε να επιστρέψει στον Τελ’αράν’ριοντ. Δεν ήθελε να αφήσει μόνες την Άμυς και τη Νυνάβε. Ποιος άραγε ήξερε τι θα έλεγε η Νυνάβε, αν την τσάτιζε η Άμυς; Όταν έφτανε η Σοφή, θα της έλεγε απλώς ότι και η ίδια μόλις είχε φτάσει. Οι Σοφές ως τώρα πάντα έφταναν λιγάκι πιο νωρίς από την ίδια ή ταυτοχρόνως, αλλά, αν η Άμυς δεχόταν ότι η Εγκουέν είχε φτάσει μόλις πριν από ένα δευτερόλεπτο, δεν θα γινόταν και τίποτα.
Είχε σχεδόν συνηθίσει την αίσθηση αθέατων ματιών στον πελώριο θάλαμο. Δεν είναι παρά μόνο οι κολόνες, οι σκιές και όλος αυτός ο άδειος χώρος. Έλπιζε, πάντως, να μην αργούσαν πολύ η Άμυς και η Νυνάβε. Θα αργούσαν όμως. Ο χρόνος ήταν παράξενος στον Τελ’αράν’ριοντ, όπως και σε κάθε όνειρο, όμως σίγουρα χρειαζόταν άλλη μια ώρα μέχρι τη συμφωνημένη συνάντηση τους. Ίσως είχε χρόνο να...
Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι άκουγε φωνές, σαν αμυδρούς ψιθύρους ανάμεσα στις κολόνες. Αγκάλιασε το σαϊντάρ και πλησίασε επιφυλακτικά τον ήχο, στο μέρος όπου ο Ραντ είχε αφήσει το Καλαντόρ κάτω από το μεγάλο θόλο. Οι Σοφές ισχυρίζονταν ότι εδώ ο έλεγχος του Τελ’αράν’ριοντ ήταν εξίσου ισχυρός με τη Μία Δύναμη, όμως η Εγκουέν ήξερε καλύτερα τις ικανότητές της με τη Δύναμη και τις εμπιστευόταν περισσότερο. Καλά κρυμμένη ανάμεσα στις χοντρές κολόνες από κοκκινόπετρα, στάθηκε και κοίταξε.
Δεν ήταν δύο Μαύρες αδελφές, όπως φοβόταν, ούτε και η Νυνάβε. Αντιθέτως, επρόκειτο για την Ηλαίην, που στεκόταν κοντά στη γυαλιστερή λεπίδα του Καλαντόρ, το οποίο υψωνόταν από το πάτωμα, και ήταν απορροφημένη σε μια ήρεμη συζήτηση με μια γυναίκα από τις πλέον παράξενα ντυμένες που είχε δει ποτέ της η Εγκουέν. Φορούσε κοντό λευκό σακάκι ενός αλλόκοτου στυλ, φαρδύ κίτρινο παντελόνι μαζεμένο όλο πτυχές στους αστραγάλους και κοντές μπότες με ψηλά τακούνια. Μια περίπλοκη πλεξούδα από χρυσαφένια μαλλιά κρεμόταν στην πλάτη της και κρατούσε τόξο, το οποίο έλαμπε σαν γυαλισμένο ασήμι. Τα βέλη στη φαρέτρα της έλαμπαν κι αυτά.
Η Εγκουέν σφιχτόκλεισε τα μάτια. Πρώτα ήταν η δυσκολία με το φόρεμά της και τώρα τούτο εδώ. Επειδή διάβαζε για την Μπιργκίτε —το χρυσό τόξο μαρτυρούσε πέρα από κάθε αμφιβολία το όνομά της — δεν υπήρχε λόγος να φανταστεί ότι την έβλεπε. Η Μπιργκίτε περίμενε —κάπου― να την καλέσει μαζί με τους άλλους ήρωες το Κέρας του Βαλίρ για την Τελευταία Μάχη. Όταν όμως η Εγκουέν ξανάνοιξε τα μάτια, η Ηλαίην και η αλλόκοτα ντυμένη γυναίκα βρίσκονταν ακόμα εκεί. Δεν άκουγε καλά τι έλεγαν, αλλά αυτή τη φορά πίστεψε τα μάτια της. Ήταν έτοιμη να πάει και να φανερωθεί, όταν μίλησε μια φωνή πίσω της.
«Αποφάσισες να έρθεις νωρίς; Μονάχη σου;»
Η Εγκουέν στροβιλίστηκε και αντίκρισε την Άμυς, που το ηλιοψημένο πρόσωπό της παραήταν νεανικό για εκείνα τα άσπρα μαλλιά, και την Μπάιρ με τα τραχιά μάγουλα. Στέκονταν κι οι δυο με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από το στήθος· ακόμα και ο τρόπος που είχαν τυλιχτεί στα επώμιά τους έδειχνε δυσαρέσκεια.
«Με πήρε ο ύπνος», είπε η Εγκουέν. Ήταν πολύ νωρίς και το ψέμα που είχε σκαρώσει δεν θα έπιανε. Κι ενώ εξηγούοε βιαστικά ότι είχε αποκοιμηθεί και το λόγο που δεν είχε ξαναγυρίσει —αποφεύγοντας να μνημονεύσει ότι δεν ήθελε να μιλήσουν μόνες τους η Νυνάβε και η Άμυς― ξαφνιάστηκε, νιώθοντας μια χροιά ντροπής, επειδή σκόπευε να πει ψέματα, και ανακούφιση, επειδή δεν τα είχε πει. Όχι ότι κατ’ ανάγκην θα την έσωζε η αλήθεια. Η Άμυς δεν ήταν αυστηρή σαν την Μπάιρ —όχι τόσο αυστηρή― αλλά ήταν ικανή να τη βάλει να στοιβάζει πέτρες όλη τη νύχτα. Πολλές Σοφές πίστευαν με ενθουσιασμό ότι η καλύτερη τιμωρία ήταν ο άκαρπος μόχθος· δεν μπορούσες να πείσεις τον εαυτό σου ότι μπορούσε να είναι κάτι άλλο εκτός από τιμωρία το να θάβεις στάχτες μ’ ένα κουτάλι. Κι όλα αυτά, αν δεν αρνούνταν να τη διδάξουν άλλο πια. Οι στάχτες θα ήταν προτιμότερες.
Δεν άντεξε και άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης, όταν η Άμυς ένευσε και είπε, «Συμβαίνουν αυτά. Την άλλη φορά όμως, ξαναγυρνα και ονειρέψου τα δικά σου όνειρα· θα άκουγα τι είχε να πει η Νυνάβε και θα της έλεγα τι ξέρουμε. Αν η Μελαίν δεν ήταν απόψε με τον Μπάελ και την Ντορίντα, θα ήταν κι εκείνη εδώ. Φόβισες την Μπάιρ. Είναι περήφανη για την πρόοδό σου και, αν πάθαινες τίποτα...»
Η Μπάιρ δεν έδειχνε περήφανη. Αντιθέτως, πήρε ακόμα πιο σκυθρωπή έκφραση όταν η Άμυς κοντοστάθηκε. «Είσαι τυχερή που η Κογουίντε σε βρήκε όταν γύρισε για να μαζέψει τα πιάτα σου, και ανησύχησε που δεν μπορούσε να σε ξυπνήσει για να χωθείς στις κουβέρτες. Αν πίστευα ότι ήσουν εδώ πάνω από λίγα λεπτά μόνη σου...» Η άγρια ματιά για μια στιγμή οξύνθηκε κι έγινε δυσοίωνη υπόσχεση, κι ύστερα η φωνή της πήρε γκρινιάρικο τόνο. «Τώρα μάλλον θα πρέπει να περιμένουμε όλες να φτάσει κι η Νυνάβε, γιατί, αν κάνουμε ότι σε στέλνουμε πίσω, θα πιάσεις τα παρακάλια. Ας γίνει έτσι, αφού πρέπει, αλλά θα αξιοποιήσουμε αυτό το χρόνο. Συγκέντρωσε το μυαλό σου στο―»
«Δεν είναι η Νυνάβε», είπε βιαστικά η Εγκουέν. Δεν ήθελε να δει τι είδους μάθημα θα ήταν, με την Μπάιρ να έχει τέτοια διάθεση. «Είναι η Ηλαίην και...» Η φωνή της έσβησε, καθώς έστριβε να δει. Η Ηλαίην ντυμένη με ένα κομψό, πράσινο, μεταξωτό φόρεμα, κατάλληλο για βασιλική αυλή, έκανε βόλτες λιγάκι μακρύτερα από το Καλαντόρ. Η Μπιργκίτε δεν φαινόταν πουθενά. Δεν τη φαντάστηκα.
«Είναι κιόλας εδώ;» είπε η Άμυς, κάνοντας πιο πέρα για να δει κι αυτή.
«Άλλη μια νεαρή ανόητη», μουρμούρισε η Μπάιρ. «Οι σημερινές κοπέλες δεν έχουν περισσότερο μυαλό ή πειθαρχία από τις κατσίκες». Προσπέρασε με μεγάλες δρασκελιές την Εγκουέν και την Άμυς και στάθηκε απέναντι από την Ηλαίην με το λαμπυριστό Καλαντόρ ανάμεσά τους, έχοντας τις γροθιές στους γοφούς. «Δεν είσαι μαθήτριά μου, Ηλαίην του Άντορ —παρ’ όλο που έχεις μάθει αρκετά από μας για να μην σκοτωθείς εδώ, αρκεί να δώσεις προσοχή― αλλά, αν ήσουν, θα σε έδερνα με το λουρί από την κορφή ως τα νύχια και θα σε έστελνα πίσω στη μητέρα σου μέχρι να ωριμάσεις και να μην χρειάζεσαι πια την επίβλεψή της. Κι αυτό νομίζω ότι θέλει άλλα τόσα χρόνια απ’ όσα έζησες ως τώρα. Ξέρω ότι έρχεσαι στον Κόσμο των Ονείρων μονάχη, όπως και η Νυνάβε. Είστε και οι δύο ανόητες που κάνετε τέτοιο πράγμα».
Η Ηλαίην ξαφνιάστηκε όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι τρεις γυναίκες, όμως, καθώς η Μπάιρ της τα έψελνε, ίσιωσε το κορμί της και το πηγούνι της σηκώθηκε με κείνο τον παγερό τρόπο. Η εσθήτα της έγινε κόκκινη και πιο λαμπερή, και γέμισε κεντημένα στολίσματα στα μανίκια και το ψηλό μπούστο, ανάμεσά τους όρθια λιοντάρια με λευκούς και χρυσούς κρίνους, που ήταν το οικόσημό της. Ένα λεπτό χρυσό διάδημα έγερνε στους χρυσοκόκκινους βοστρύχους της, ένα όρθιο λιοντάρι από φεγγαρόσταλες πάνω από τα φρύδια της. Ακόμα δεν είχε καλό έλεγχο σε τέτοιες λεπτομέρειες. Από την άλλη μεριά, ίσως τώρα να φορούσε αυτό ακριβώς που ήθελε. «Σ’ ευχαριστώ που νοιάζεσαι», είπε αγέρωχα. «Όμως είναι αλήθεια ότι δεν είμαι μαθήτριά σου, Μπάιρ του Χάιντο Σάαραντ. Είμαι ευγνώμων για τη διδασκαλία σου, αλλά πρέπει να ακολουθήσω το δικό μου δρόμο, το έργο που μου ανέθεσε η Έδρα της Άμερλιν».
«Μια νεκρή», είπε ψυχρά η Μπάιρ. «Ισχυρίζεσαι πως οφείλεις υπακοή σε μια νεκρή». Η Εγκουέν σχεδόν ένιωθε τις τρίχες της Μπάιρ να σηκώνονται από το θυμό· αν δεν έκανε κάτι, τότε ίσως η Μπάιρ αποφάσιζε να δώσει ένα επώδυνο μάθημα στην Ηλαίην. Το τελευταίο που χρειάζονταν τώρα ήταν τέτοιοι τσακωμοί.
«Τι... γιατί ήρθες εσύ αντί για τη Νυνάβε;» Θα ρωτούσε την Ηλαίην τι γύρευε εκεί, αλλά αυτό θα έδινε αφορμή στην Μπάιρ, και θα ακουγόταν σαν να ήταν η Εγκουέν με το μέρος της Σοφής. Εκείνο που ήθελε να ρωτήσει ήταν πώς η Ηλαίην είχε βρεθεί εκεί να μιλά με την Μπιργκίτε. Δεν το είχε φανταστεί. Ίσως να ήταν κάποια που ονειρευόταν πως ήταν η Μπιργκίτε. Όμως μόνο όσοι έμπαιναν σκοπίμως στον Τελ’αράν’ριοντ έμεναν εκεί περισσότερο από λίγα λεπτά, και η Ηλαίην δεν θα μιλούσε με έναν απ’ αυτούς. Πού περίμεναν η Μπιργκίτε και οι άλλοι;
«Η Νυνάβε προσέχει το πονεμένο κεφάλι της». Το διάδημα εξαφανίστηκε και η εσθήτα της Ηλαίην έγινε πιο απλή, με λίγα μόνο χρυσά σπειροειδή ποικίλματα γύρω από το μπούστο.
«Είναι άρρωστη;» ρώτησε ανήσυχα η Εγκουέν.
«Μόνο πονοκέφαλο έχει και μια-δυο μελανιές». Η Ηλαίην χαχάνισε και έκανε ταυτοχρόνως ένα μορφασμό πόνου. «Αχ, Εγκουέν, και να το ’βλεπες δεν θα το πίστευες. Ήρθαν να δειπνησουν μαζί μας οι Τσαβάνα, και οι τέσσερίς τους. Η αλήθεια είναι ότι ήρθαν να φλερτάρουν τη Νυνάβε. Τις πρώτες μέρες δοκίμασαν να φλερτάρουν μαζί μου, αλλά ο Θομ τους έπιασε και τους μίλησε και αυτοί σταμάτησαν. Δεν είχε δικαίωμα να το κάνει. Όχι ότι ήθελα να με φλερτάρουν, μην νομίζεις. Τέλος πάντων, ήταν εκεί, φλερτάροντας με τη Νυνάβε —ή προσπαθούσαν, επειδή εκείνη δεν τους έδινε περισσότερη σημασία απ’ όση θα έδινε σε μύγες που βούιζαν― όταν ήρθε η Λατέλ και άρχισε να τη χτυπά μ’ ένα ραβδί, αποκαλώντας την με κάθε είδους αισχρά ονόματα».
«Έπαθε τίποτα;» Η Εγκουέν δεν ήξερε για ποια ακριβώς το εννοούσε. Αν την έπιανε τη Νυνάβε ο θυμός της,..
«Όχι αυτή. Οι Τσαβάνα προσπάθησαν να τη χωρίσουν από τη Λατέλ, και ο Τάερικ θα κουτσαίνει για πολλές μέρες, για να μην πω για το πρησμένο χείλος του Μπρου. Ο Πέτρα πήγε κουβαλητή τη Λατέλ στην άμαξά της και κάτι μου λέει ότι θα κάνει καιρό να ξεμυτίσει». Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι. «Ο Λούκα δεν ήξερε ποιον να κατηγορήσει —είχε έναν ακροβάτη κουτσό και την αρκτοδαμάστριά του να κλαίει στο κρεβάτι της― έτσι άρχισε να κατηγορεί τους πάντες και για μια στιγμή νόμισα ότι η Νυνάβε θα του έστριβε κι αυτού το αυτί. Πάλι καλά που δεν διαβίβασε· κάποιες στιγμές νόμιζα ότι ήταν έτοιμη, ώσπου έριξε κάτω στο χώμα τη Λατέλ».
Η Άμυς και η Μπάιρ αντάλλαξαν δυσερμήνευτες ματιές· δεν περίμεναν να φέρονται έτσι οι Άες Σεντάι.
Η Εγκουέν ένιωθε κι αυτή λιγάκι μπερδεμένη, αλλά κυρίως επειδή προσπαθούσε να βρει άκρη μ’ αυτούς τους ανθρώπους, για τους οποίους γνώριζε ελάχιστα. Ήταν κάποιοι παράξενοι άνθρωποι, που ταξίδευαν με λιοντάρια, σκυλιά και αρκούδες. Και μια Φωτοδότρια. Η Εγκουέν δεν πίστευε ότι αυτός ο Πέτρα ήταν τόσο δυνατός, όσο ισχυριζόταν η Ηλαίην. Από την άλλη όμως, ο Θομ έτρωγε φωτιές κι έκανε ταχυδακτυλουργικά, κι εκείνο που έκανε η Ηλαίην με τον Τζούιλιν φαινόταν εξίσου παράξενο, έστω κι αν χρησιμοποιούσε τη Δύναμη.
Αν η Νυνάβε ήταν έτοιμη να διαβιβάσει... Η Ηλαίην πρέπει να είχε δει τη λάμψη του σαϊντάρ. Είτε ήταν σοβαρός ο λόγος που κρύβονταν είτε όχι, δεν θα έμεναν κρυμμένες για πολύ, αν οι άλλοι τις έβλεπαν να διαβιβάζουν. Οι πληροφοριοδότες του Πύργου σίγουρα θα το μάθαιναν· αυτά τα νέα ταξίδευαν γοργά, ειδικά αν δεν είχαν φύγει ακόμα από την Αμαδισία.
«Πες στη Νυνάβε εκ μέρους μου να κρατά τα νεύρα της, αλλιώς έχω να της πω μερικά λογάκια που δεν θα της αρέσουν». Η Ηλαίην έδειξε έκπληκτη —η Νυνάβε σίγουρα δεν θα της είχε πει τι είχε συμβεί μεταξύ τους― και η Εγκουέν πρόσθεσε, «Αν διαβιβάσει, να είστε σίγουρες ότι η Ελάιντα θα το μάθει με το επόμενο περιστέρι που θα πετάξει ως την Ταρ Βάλον». Δεν μπορούσε να πει περισσότερα· κι αυτά που είπε, είχαν κάνει την Άμυς και την Μπάιρ να κοιταχτούν ξανά. Δεν είχαν πει ποτέ ποια ήταν πραγματικά η γνώμη τους για τον διχασμένο Πύργο και για μια Άμερλιν, η οποία ουσιαστικά είχε δώσει εντολή να πιάσουν και να ναρκώσουν άλλες Άες Σεντάι. Όταν ήθελαν, έκαναν τη Μουαραίν να μοιάζει με την κουτσομπόλα του χωριού σε σύγκριση μαζί τους. «Και μάλιστα, εύχομαι να σας είχα και τις δύο εδώ μόνες σας. Αν ήμασταν στον Πύργο, στα παλιά μας δωμάτια, θα σας έλεγα μερικά πράγματα».
Η Ηλαίην μούδιασε, παρ’ όλο που με την Μπάιρ είχε βασιλικό, ψύχραιμο αέρα. «Μπορείς να μου τα πεις όποτε επιθυμείς».
Την είχε καταλάβει; Μόνη· μακριά από τις Σοφές. Στον Πύργο. Η Εγκουέν μπορούσε μόνο να ελπίζει. Καλύτερα θα ήταν να αλλάξει θέμα και να ελπίσει ότι ο Σοφές δεν θα ξεψάχνιζαν τις λέξεις της τόσο προσεκτικά, όσο έλπιζε ότι θα το έκανε η Ηλαίην. «Θα προκαλέσει προβλήματα αυτός ο καυγάς με τη Λατέλ;» Τι την είχε πιάσει τη Νυνάβε; Στο χωριό, αν μια γυναίκα της ηλικίας της έκανε τέτοια πράγματα, θα την έσερνε ευθύς αμέσως μπροστά στον Κύκλο των Γυναικών. «Θα πρέπει πια να είστε κοντά στην Γκεάλνταν».
«Τρεις μέρες ακόμα, λέει ο Λούκα, αν είμαστε τυχεροί. Το θηριοτροφείο δεν προχωρά γρήγορα».
«Ίσως θα έπρεπε να τους αφήσετε πια».
«Ίσως», είπε αργά η Ηλαίην. «Στ’ αλήθεια θα μ’ άρεσε να υψοπερπατήσω έστω μια φορά μπροστά σε...» Κούνησε το κεφάλι, έριξε μια ματιά στο Καλαντόρ· το ντεκολτέ της εσθήτας της κατέβηκε, και ύστερα υψώθηκε ξανά. «Δεν ξέρω, Εγκουέν. Και μόνες να ήμασταν, δεν θα ταξιδεύαμε πολύ πιο γρήγορα, και δεν ξέρουμε ακόμα πού ακριβώς να πάμε». Αυτό σήμαινε ότι η Νυνάβε δεν είχε θυμηθεί πού συγκεντρώνονταν οι Γαλάζιες. Αν ήταν βάσιμη η αναφορά της Ελάιντα. «Για να μην αναφέρω ότι η Νυνάβε θα σκάσει, αν εγκαταλείψουμε την άμαξα και αγοράσουμε άλογα και σέλες ή άλλο ένα κάρο. Εκτός αυτού, μαθαίνουμε κι οι δυο πολλά πράγματα για τους Σωντσάν. Η Σεράντιν είχε δουλέψει ως εκπαιδεύτρια σ’ρέντιτ στην Αυλή των Εννέα Φεγγαριών, όπου ασκεί εξουσία η Σωντσανή Αυτοκράτειρα. Χθες μας έδειξε τα πράγματα που πήρε όταν το έσκασε από το Φάλμε. Εγκουέν, έχει ένα α’ντάμ».
Η Εγκουέν έκανε μπροστά και τα φουστάνια της άγγιξαν το Καλαντόρ. Οι παγίδες του Ραντ δεν ήταν απτές, ό,τι κι αν πίστευε η Νυνάβε. «Είσαι σίγουρη ότι δεν ήταν σουλ’ντάμ;» Η φωνή της έτρεμε από θυμό.
«Είμαι σίγουρη», είπε καθησυχαστικά η Ηλαίην. «Εγώ η ίδια της έβαλα το σουλ’ντάμ και δεν είχε κανένα αποτέλεσμα».
Ήταν ένα μικρό μυστικό, το οποίο δεν ήξεραν ούτε οι ίδιοι οι Σωντσάν, ή, αν το ήξεραν, το έκρυβαν καλά. Οι νταμέην τους ήταν γυναίκες που διέθεταν εκ γενετής τη σπίθα, γυναίκες που τελικά θα διαβίβαζαν, ακόμα κι αν έμεναν αδίδαχτες. Όμως οι σουλ’ντάμ, που έλεγχαν τις νταμέην ― ήταν γυναίκες που έπρεπε να διδαχθούν για να διαβιβάσουν. Οι Σωντσάν πίστευαν ότι οι γυναίκες που μπορούσαν να διαβιβάζουν ήταν επικίνδυνα ζώα που έπρεπε να βρίσκονται υπό έλεγχο, και όμως, δίχως να το γνωρίζουν, πρόσφεραν σε πολλές απ’ αυτές τιμητικές θέσεις.
«Δεν καταλαβαίνω αυτό το ενδιαφέρον για τις Σωντσάν». Η Άμυς πρόφερε με δυσκολία το όνομα· ποτέ δεν το είχε ακούσει προτού το αναφέρει η Ηλαίην στην τελευταία συνάντησή τους. «Αυτό που κάνουν είναι τρομερό, όμως έχουν φύγει. Ο Ραντ αλ’Θόρ τους νίκησε, κι αυτοί το έσκασαν».
Η Εγκουέν γύρισε την πλάτη της και κοίταξε τις πελώριες γυαλισμένες κολόνες που χάνονταν στις σκιές. «Το ότι έφυγαν δεν σημαίνει ότι δεν θα ξαναγυρίσουν». Δεν ήθελε να δουν το πρόσωπό της, ούτε καν η Ηλαίην. «Πρέπει να μάθουμε ό,τι μπορούμε να μάθουμε, σε περίπτωση που ξαναγυρίσουν κάποτε». Της είχαν φορέσει α’ντάμ στο Φάλμε. Ήθελαν να τη στείλουν στη Σωντσάν, πέρα από τον Ωκεανό Άρυθ, για να περάσει εκεί την υπόλοιπη ζωή της σαν σκυλί δεμένο σε λουρί. Κάθε φορά που σκεφτόταν τις Σωντσάν, οργή ανέβλυζε από μέσα της. Και φόβος επίσης. Φόβος ότι, αν ξαναγυρνούσαν, εκείνη τη φορά θα κατάφερναν να την πιάσουν και να την αιχμαλωτίσουν. Αυτό ακριβώς δεν ήθελε να δουν στο πρόσωπό της. Το γυμνό τρόμο που φανέρωναν τα μάτια της.
Η Ηλαίην την έπιασε από το μπράτσο. «Θα είμαστε έτοιμοι, αν επιστρέψουν», είπε τρυφερά. «Δεν θα μας πετύχουν μέσα στην έκπληξη και την άγνοια». Η Εγκουέν της χτύπησε μαλακά το χέρι, αν και ήθελε να το σφίξει. Η Ηλαίην καταλάβαινε περισσότερα απ’ όσο θα ήθελε η Εγκουέν, αλλά ήταν και μια παρηγοριά αυτό.
«Ας τελειώνουμε αυτό που ήρθαμε να κάνουμε», είπε κοφτά η Μπάιρ. «Πρέπει να κοιμηθείς στ’ αλήθεια, Εγκουέν».
«Βάλαμε γκαϊ’σάιν να σε ξεντύσουν και να σε σκεπάσουν με τις κουβέρτες σου». Κατά παράξενο τρόπο, η Άμυς μιλούσε τρυφερά, σαν την Ηλαίην. «Όταν επιστρέψεις στο κορμί σου, μπορείς να κοιμηθείς μέχρι το πρωί».
Τα μάγουλα της Εγκουέν βάφτηκαν κόκκινα. Με δεδομένους τους τρόπους των Αελιτών, ήταν πιθανό κάποιοι γκαϊ’σάιν να ήταν άνδρες. Θα έπρεπε να τους μιλήσει γι’ αυτό ― με λεπτότητα, βεβαίως· δεν θα καταλάβαιναν και δεν ήταν κάτι που θα ένιωθε άνετα εξηγώντας το.
Κατάλαβε ότι ο φόβος της είχε φύγει. Φαίνεται ότι περισσότερο φοβάμαι μην ντροπιαστώ παρά τις Σωντσάν. Δεν ήταν αλήθεια, όμως κράτησε αυτή τη σκέψη.
Δεν είχε πολλά να πει στην Ηλαίην. Ότι είχαν φτάσει τελικά στην Καιρχίν, ότι ο Κουλάντιν είχε αφανίσει το Σέλεαν και είχε ρημάξει τη γύρω περιοχή, ότι το Σάιντο ήταν μέρες μπροστά τους και προχωρούσε προς τα δυτικά. Οι Σοφές ήξεραν περισσότερα απ’ αυτήν· δεν είχαν πάει κατευθείαν στις σκηνές τους. Είχαν γίνει αψιμαχίες το βραδάκι, μικρές και λίγες, με έφιππους που γρήγορα είχαν διαφύγει, ενώ είχαν δει άλλους καβαλάρηδες που είχαν φύγει χωρίς να πολεμήσουν. Δεν είχαν πάρει αιχμαλώτους. Η Μουαραίν και ο Λαν φαίνονταν να πιστεύουν ότι οι επιδρομείς ίσως να ήταν ληστές ή, ακόμα, υποστηρικτές κάποιου Οίκου που ήθελε να διεκδικήσει το Θρόνο του Ήλιου. Όλοι έδειχναν ταλαιπωρημένοι. Όποιοι κι αν ήταν, σύντομα θα μαθαίνονταν τα νέα ότι στην Καιρχίν υπήρχαν κι άλλοι Αελίτες.
«Νωρίς ή αργά θα το μάθαιναν», ήταν το μόνο σχόλιο της Ηλαίην.
Η Εγκουέν, παρακολουθούσε την Ηλαίην, καθώς αυτή μαζί με τις Σοφές εξαφανίζονταν —μέσα από τα δικά της μάτια, η Ηλαίην και η Καρδιά της Πέτρας φάνηκαν να ξεθωριάζουν― όμως η χρυσομάλλα φίλη της δεν έδειξε να είχε καταλάβει το μήνυμά της.