Ο Ραντ άφησε κάτω το ξυράφι, σκούπισε τα υπολείμματα της σαπουνάδας που είχε στο πρόσωπό του και άρχισε να δένει τα κορδόνια του πουκάμισου του. Το φως της αυγής χυνόταν από τις τετράγωνες αψίδες που έβγαζαν στο μπαλκόνι της κρεβατοκάμαράς του· είχαν κρεμάσει τις βαριές χειμωνιάτικες κουρτίνες, αλλά τις είχαν δέσει στην άκρη, για να μπαίνει μια πνοή αέρα. Θα ήταν ευπαρουσίαστος όταν θα σκότωνε τον Ράχβιν. Η σκέψη έκανε ένα θύλακο οργής να ξεπηδήσει από τα σπλάχνα του. Τον πίεσε να ξαναγυρίσει εκεί. Θα ήταν ευπαρουσίαστος και γαλήνιος. Ψυχρός. Δεν θα έκανε λάθη.
Όταν έστριψε από τον καθρέφτη με την επίχρυση κορνίζα, η Αβιέντα καθόταν στο τυλιγμένο στρωματάκι της με την πλάτη στον τοίχο, κάτω από μια ταπισερί που απεικόνιζε απίστευτα ψηλούς χρυσούς πύργους. Ο Ραντ είχε προτείνει να βάλουν άλλο ένα κρεβάτι στο δωμάτιο, όμως εκείνη ισχυριζόταν ότι τα στρώματα παραήταν μαλακά για ύπνο. Τον παρακολουθούσε προσηλωμένη, με το μισοφόρι της ξεχασμένο στο χέρι. Ο Ραντ είχε φροντίσει να μην κοιτάζει γύρω του ενώ ξυριζόταν, για να της δώσει χρόνο να ντυθεί, όμως, εκτός από τις λευκές κάλτσες της, η Αβιέντα δεν φορούσε τίποτα.
«Δεν θα σε ντρόπιαζα μπροστά στους άλλους άνδρες», του είπε ξαφνικά.
«Να με ντροπιάσεις; Τι εννοείς;»
Εκείνη σηκώθηκε με μια άνετη κίνηση, εξαιρετικά χλωμή εκεί που δεν την άγγιζε ο ήλιος, λεπτή με σκληρούς μυς, όμως όλο στρογγυλή, μαλακή σάρκα που στοίχειωνε τα όνειρά του. Τόσες φορές επιδείκνυε τον εαυτό της η Αβιέντα, αλλά ήταν η πρώτη που ο Ραντ είχε αφήσει τον εαυτό του να την κοιτάξει απροκάλυπτα, όμως εκείνη δεν φαινόταν να το αντιλαμβάνεται. Τα μεγάλα πρασινογάλανα μάτια της ήταν καρφωμένα στα δικά του. «Δεν ζήτησα από τη Σούλιν να φέρει την Ενάιλα ή τη Σομάρα ή τη Λαμέλ την πρώτη εκείνη μέρα. Ούτε ζήτησα απ’ αυτές να σε προσέχουν ή να κάνουν κάτι, αν στραβοπατούσες. Δική τους ήταν η ανησυχία αυτή».
«Απλώς με άφησες να πιστεύω ότι θα με μάζευαν σαν μωρό, αν δεν έκανα αυτό που έπρεπε. Τι λεπτή διάκριση».
Ο σαρκαστικός τόνος του της διέφυγε τελείως. «Αναγκάστηκες να προσέχεις, και το χρειαζόσουν».
«Καταλαβαίνω», της είπε ξερά. «Τέλος πάντων, σ’ ευχαριστώ για την υπόσχεση ότι δεν θα με ντροπιάσεις».
Εκείνη χαμογέλασε. «Δεν είπα τέτοιο πράγμα, Ραντ αλ’Θόρ. Είπα όχι μπροστά στους άλλους άνδρες. Αν χρειαστεί, για το καλό σου...» Το χαμόγελο της έγινε πιο φωτεινό.
«Έτσι θα έρθεις;» Έκανε μια ενοχλημένη χειρονομία, δείχνοντάς την από πάνω ως κάτω.
Εκείνη δεν είχε δείξει ποτέ την παραμικρή ντροπή όντας γυμνή μπροστά του —κάθε άλλο― όμως τώρα κοιτάχτηκε και μετά τον είδε να την κοιτάζει και το πρόσωπό της κοκκίνισε. Ξαφνικά, την περικύκλωσε ένας ανεμοστρόβιλος από σκούρο καφέ μαλλί και λευκό αλγκόντ, που πετούσαν και φοριούνταν τόσο γρήγορα, ώστε έμοιαζε να διαβιβάζει. «Τακτοποίησες τα πάντα;» ακούστηκε από κάπου εκεί μέσα. «Μίλησες στις Σοφές; Άργησες να γυρίσεις χθες το βράδυ. Ποιος άλλος θα έρθει μαζί μας; Πόσους μπορείς να πάρεις; Όχι υδρόβιους, ελπίζω. Δεν μπορείς να τους εμπιστευτείς. Πάνω απ’ όλα, όχι δενδροφονιάδες. Μπορείς στ’ αλήθεια να μας μεταφέρεις στο Κάεμλυν μέσα σε μια ώρα; Είναι σαν αυτό που έκανα τη νύχτα που...; Θέλω να πω, πώς θα το κάνεις; Δεν μου αρέσει να εμπιστεύομαι τον εαυτό μου σε πράγματα που δεν ξέρω και δεν καταλαβαίνω».
«Όλα έχουν τακτοποιηθεί, Αβιέντα». Γιατί είχε πάρει φόρα η γλώσσα της; Και γιατί δεν ήθελε να αντικρίσει το βλέμμα του; Ο Ραντ είχε συναντηθεί με τον Ρούαρκ και με τους άλλους αρχηγούς που ήταν ακόμα κοντά στην πόλη· δεν τους πολυάρεσε το σχέδιό του, αλλά το είχαν δει από τη σκοπιά του τζι’ε’τόχ, και κανένας δεν είχε θεωρήσει ότι ο Ραντ είχε άλλη επιλογή. Το συζήτησαν γρήγορα, συμφώνησαν, και μετά έστρεψαν τη συζήτηση σε άλλα θέματα. Τίποτα που να έχει σχέση με τους Αποδιωγμένους ή με το Ίλιαν ή έστω με μάχες. Μίλησαν για κυνήγι, για γυναίκες, για το αν το Καιρχινό μπράντυ συγκρινόταν με το ουσκουάι ή το ταμπάκ των υδρόβιων με αυτό που φύτρωνε στην Ερημιά. Για μια ώρα, είχε σχεδόν ξεχάσει τι τον περίμενε. Ευχήθηκε να ήταν με κάποιον τρόπο λάθος η Προφητεία του Ρουίντιαν, ότι δεν θα αφάνιζε αυτούς τους ανθρώπους. Οι Σοφές είχαν έρθει να τον βρουν, μια αντιπροσωπεία με πάνω από πενήντα μέλη, που τις είχε ειδοποιήσει η ίδια η Αβιέντα, με αρχηγούς την Άμυς και τη Μελαίν και την Μπάιρ· ή ίσως τη Σορίλεα· με τις Σοφές καμιά φορά ήταν δύσκολο να καταλάβεις ποια ήταν επικεφαλής. Δεν είχαν έρθει να τον μεταπείσουν για κάτι —ήταν πάλι το τζι’ε’τόχ στη μέση — αλλά για να βεβαιωθούν ότι καταλάβαινε ότι η υποχρέωσή του στην Ηλαίην δεν ήταν ανώτερη της υποχρέωσης που είχε στους Αελίτες, και τον είχαν κρατήσει στην αίθουσα συναντήσεων ώσπου να ικανοποιηθούν γι’ αυτό. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, παρά μόνο αν τις παραμέριζε με βία για να φτάσει στην πόρτα. Αυτές οι γυναίκες, όταν ήθελαν, ήξεραν να αγνοούν τις κραυγές εξίσου καλά με την Εγκουέν. «Θα βρούμε πόσους μπορώ να πάρω όταν το δοκιμάσω. Μόνο Αελίτες». Με λίγη τύχη, ο Μάιλαν και ο Μαρίνγκιλ και οι υπόλοιποι δεν θα καταλάβαιναν ότι είχε φύγει, παρά μόνο εκ των υστέρων. Αν ο Πύργος είχε κατασκόπους στην Καιρχίν, μπορεί να είχαν και οι Αποδιωγμένοι, και πώς μπορούσε να εμπιστευθεί ότι θα κρατούσαν μυστικό άνθρωποι που δεν έβλεπαν τον ήλιο να χαράζει δίχως να θελήσουν να χρησιμοποιήσουν το γεγονός στο Ντάες Νταε’μάρ;
Μέχρι αυτός να βάλει ένα κόκκινο σακάκι, κεντημένο με χρυσάφι, από φίνο μαλλί κατ’ εξοχήν κατάλληλο για Βασιλικό Παλάτι, είτε στο Κάεμλυν είτε στην Καιρχίν —η σκέψη τον ευθύμησε, μ’ ένα ζοφερό τρόπο― στο μεταξύ η Αβιέντα ήταν σχεδόν ντυμένη. Ο Ραντ θαύμαζε
το πώς μπορούσε να φορά τα ρούχα της τόσο γρήγορα και να μην είναι το δωμάτιο άνω κάτω. «Μια γυναίκα ήρθε χθες τη νύχτα όταν έλειπες».
Φως μου! Είχε λησμονήσει την Κολαβήρ. «Τι έκανες;»
Εκείνη κοντοστάθηκε ενώ έδενε τα κορδόνια της μπλούζας της, και το βλέμμα της πήγε ν’ ανοίξει τρύπα στο κεφάλι του, όμως ο τόνος της ήταν ανέμελος. «Την συνόδευσα στα διαμερίσματά της, όπου συζητήσαμε για λίγο. Δεν θα έρθουν άλλες πεταχτούλες δενδροφόνισσες να ξύνουν την πόρτα της σκηνής σου, Ραντ αλ’Θόρ».
«Ακριβώς αυτό που επιδίωκα, Αβιέντα. Φως μου! Τη χτύπησες πολύ; Δεν μπορείς να τριγυρνάς δέρνοντας αρχόντισσες. Έχω ήδη τόσους μπελάδες μ’ αυτούς τους ανθρώπους, δεν θέλω να μου δημιουργείς κι άλλους».
Εκείνη ξεφύσηξε δυνατά και καταπιάστηκε πάλι με τα κορδόνια της. «Αρχόντισσες! Η γυναίκα είναι πάντα γυναίκα, Ραντ αλ’Θόρ. Εκτός αν είναι Σοφή», πρόσθεσε με περίσκεψη. «Αυτή που λέμε, κάθεται ανάλαφρα τώρα το πρωί, όμως οι μελανιές της κρύβονται και με μιας μέρας ανάπαυση θα μπορέσει να ξαναβγεί από τα διαμερίσματά της. Και τώρα έχει μάθει το σωστό. Της είπα ότι, αν σου προκαλέσει άλλους μπελάδες —οποιουδήποτε είδους― θα πάω να της ξαναμιλήσω. Για πολύ περισσότερη ώρα. Θα κάνει ό,τι της λες, όταν της το λες. Το παράδειγμά της θα διδάξει και άλλες. Οι δενδροφονιάδες δεν καταλαβαίνουν τίποτα άλλο».
Ο Ραντ αναστέναξε. Δεν θα διάλεγε, δεν θα μπορούσε να διαλέξει ο ίδιος, τέτοια μέθοδο, ίσως όμως έφερνε αποτέλεσμα. Ή ίσως να έκανε την Κολαβήρ και τις υπόλοιπες πιο πανούργες από δω και μετά. Μπορεί η Αβιέντα να μην ανησυχούσε για επιπτώσεις σε βάρος της ―ο Ραντ θα ξαφνιαζόταν, αν της είχε περάσει καν από το νου το ενδεχόμενο― όμως η γυναίκα που είναι η Υψηλή Έδρα ενός ισχυρού οίκου δεν ήταν σαν μια νεαρή αριστοκράτισσα ενός χαμηλότερου βαθμού. Όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα για τον ίδιο, η Αβιέντα μπορεί να έβρισκε κάποιους να την περιμένουν σε ένα σκοτεινό διάδρομο και να της ανταποδώσουν στο δεκαπλάσιο αυτό που είχε κάνει στην Κολαβήρ ή και ακόμα χειρότερο. «Την άλλη φορά, άσε με να κουμαντάρω την κατάσταση με το δικό μου τρόπο. Εγώ είμαι ο Καρ’α’κάρν, μην το ξεχνάς».
«Έχεις σαπουνάδα από το ξύρισμα στο αυτί σου, Ραντ αλ’Θόρ».
Μουρμουρίζοντας, άρπαξε τη ριγέ πετσέτα και φώναξε, «Εμπρός!» όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα.
Μπήκε ο Ασμόντιαν, με λευκή δαντέλα στο λαιμό και τα μανίκια του μαύρου σακακιού του, τη θήκη της άρπας ριγμένη στον ώμο κι ένα σπαθί στο πλευρό. Θα ’λεγε κανείς ότι ήταν χειμώνας, κρίνοντας από την ψυχρή έκφρασή του, όμως τα μαύρα μάτια του ήταν ανήσυχα.
«Τι θέλεις, Νατάελ;» ρώτησε απότομα ο Ραντ. «Σου έδωσα οδηγίες χθες το βράδυ».
Ο Ασμόντιαν έγλειψε τα χείλη κι έριξε ένα βλέμμα στην Αβιέντα, που τον κοίταζε συνοφρυωμένη. «Σοφές οδηγίες. Φαντάζομαι ότι θα μπορούσα να μάθω κάτι προς όφελός σου, αν έμενα εδώ να παρακολουθώ, όμως όλες οι γλώσσες σήμερα το πρωί λένε για τις τσιρίδες που ακούγονταν χθες το βράδυ από τα διαμερίσματα της Αρχόντισσας Κολαβήρ. Λένε ότι σε δυσαρέστησε, αν και κανείς δεν φαίνεται να ξέρει πώς ακριβώς. Η αβεβαιότητα τους κάνει όλους διστακτικούς. Αμφιβάλλω αν θα ανασάνει κανείς τις επόμενες μέρες δίχως να συλλογιστεί πρώτα πώς θα το πάρεις». Το πρόσωπο της Αβιέντας έδειχνε ανυπόφορη αυταρέσκεια.
«Θέλεις λοιπόν να έρθεις μαζί μου;» είπε μαλακά ο Ραντ. «Θέλεις να είσαι πίσω μου όταν θα αντιμετωπίσω τον Ράχβιν;»
«Υπάρχει καλύτερο μέρος για τον ραψωδό του Άρχοντα Δράκοντα; Αλλά, ακόμα καλύτερα, έτσι θα με έχεις μπροστά στα μάτια σου. Όπου θα μπορέσω να δείξω την αφοσίωση μου. Δεν είμαι δυνατός». Η γκριμάτσα του Ασμόντιαν θα φαινόταν αρκετά φυσιολογική για έναν άνδρα που παραδέχεται κάτι τέτοιο, όμως για μια στιγμή ο Ραντ ένιωσε το σαϊντίν να γεμίζει τον άλλο άνδρα, ένιωσε το μόλυσμα που στράβωνε το στόμα του Ασμόντιαν. Μόνο για μια στιγμή, αλλά του ήταν αρκετό για να κρίνει. Αν ο Ασμόντιαν είχε αντλήσει όσο μπορούσε, τότε με μεγάλη δυσκολία θα τα έβαζε έστω και με μια Σοφή που μπορούσε να διαβιβάζει. «Δεν είμαι δυνατός, αλλά ίσως σε βοηθήσω με άλλον τρόπο».
Ο Ραντ ευχήθηκε να μπορούσε να δει τη θωράκιση που είχε υφάνει η Λανφίαρ. Είχε πει ότι θα διαλυόταν με τον καιρό, όμως ο Ασμόντιαν δεν φαινόταν να μπορεί να διαβιβάσει πιο δυνατά τώρα απ’ όσο την πρώτη μέρα που είχε βρεθεί στα χέρια του Ραντ. Ίσως να του είχε πει ψέματα, για να δώσει ψεύτικες ελπίδες στον Ασμόντιαν, για να πιστέψει ο Ραντ ότι ο άλλος θα δυνάμωνε και θα του δίδασκε περισσότερα απ’ όσα στην πραγματικότητα. Έτσι δρα η Λανφίαρ. Δεν ήξερε αν η σκέψη ήταν δική του ή του Λουζ Θέριν, όμως σίγουρα ήταν αληθινή.
Η μακριά παύση είχε κάνει τον Ασμόντιαν να ξαναγλείψει τα χείλη του. «Εδώ, μια-δυο μέρες δεν έχουν σημασία. Θα έχεις γυρίσει ή θα είσαι νεκρός. Άσε με να αποδείξω την αφοσίωσή μου. Ίσως μπορέσω να κάνω κάτι. Το βάρος μιας τρίχας ίσως σε βοηθήσει να γείρεις την πλάστιγγα». Άλλη μια φορά χύθηκε μέσα του το σαϊντίν, όμως ήταν ξανά μια ασθενική ροή. «Ξέρεις τις επιλογές μου. Πιάνομαι απ’ αυτή τη χούφτα γρασίδι εδώ στο χείλος του γκρεμού και προσεύχομαι να κρατήσει άλλη μια στιγμή. Αν αποτύχεις, είμαι χειρότερα κι από νεκρό. Πρέπει να σε δω νικηφόρο, ζωντανό». Βλέποντας ξαφνικά την Αβιέντα, φάνηκε να συνειδητοποιεί ότι ίσως είχε πει πολλά. Το γέλιο του είχε κάτι κούφιο. «Αλλιώς, πώς θα συνθέσω τα τραγούδια της δόξας του Άρχοντα Δράκοντα; Ο βάρδος πρέπει να έχει υλικό για να δουλέψει». Η ζέστη δεν άγγιζε τον Ασμόντιαν —ισχυριζόταν ότι ήταν ένα κόλπο του μυαλού, όχι με τη Δύναμη― όμως τώρα κόμποι ιδρώτα ανάβλυζαν στο μέτωπό του.
Να τον είχε μπροστά στα μάτια του ή να τον άφηνε πίσω; Ίσως ο Ασμόντιαν θα έτρεχε να βρει κρυψώνα μόλις άρχιζε να αναρωτιέται τι να γινόταν άραγε στο Κάεμλυν. Ο Ασμόντιαν θα ήταν ο άνθρωπος που ήταν μέχρι να πεθάνει και να ξαναγεννηθεί, και ίσως παντοτινά. «Μπροστά στα μάτια μου», είπε ήσυχα ο Ραντ, «Και, αν υποψιαστώ ότι θα με δυσαρεστήσει το πού θα ρίξει το βάρος η τρίχα...»
«Θέτω την αφοσίωσή μου στο έλεος του Άρχοντα Δράκοντα», μουρμούρισε ο Ασμόντιαν, υποκλινόμενος. «Με την άδεια του Άρχοντα Δράκοντα, θα περιμένω έξω».
Ο Ραντ κοίταξε ολόγυρα στο δωμάτιο, καθώς ο άλλος έβγαινε, περπατώντας ανάποδα, ακόμα με την υπόκλιση. Το σπαθί του Ραντ βρισκόταν στο δουλεμένο με χρυσάφι σεντούκι στην άκρη του κρεβατιού και ο ζωστήρας με το Δράκοντα στην πόρπη ήταν τυλιγμένος γύρω από το θηκάρι και το Σωντσανό δόρυ. Ο σκοτωμός σήμερα δεν θα γινόταν με ατσάλι, τουλάχιστον εκ μέρους του. Αγγιξε την τσέπη του, ένιωσε τη σκληρή, γλυπτή μορφή του χοντρού ανθρωπάκου με το σπαθί· αυτό ήταν το μόνο σπαθί που θα χρειαζόταν σήμερα. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να Ολισθήσει στο Δάκρυ, να πάρει το Καλαντόρ, ή ακόμα και στο Ρουίντιαν, γι’ αυτό που ήταν κρυμμένο εκεί. Είτε με το ένα είτε με το άλλο θα μπορούσε να εξοντώσει τον Ράχβιν, προτού αυτός καταλάβει ότι ο Ραντ ήταν εκεί. Θα μπορούσε με οποιοδήποτε από τα δύο να αφανίσει το Κάεμλυν. Μπορούσε όμως να εμπιστευτεί τον εαυτό του; Τόση δύναμη. Τόση Μία Δύναμη. Το σαϊντίν κρεμόταν εκεί, στις παρυφές της όρασής του. Το μόλυσμα έμοιαζε κομμάτι του εαυτού του. Λύσσα αργοκυλούσε κάτω από την επιφάνεια, εναντίον του Ράχβιν. Εναντίον του ίδιου του Ραντ. Αν ξεσπούσε και ο Ραντ κρατούσε στο χέρι του έστω και το Καλαντόρ... Τι θα έκανε; Θα γινόταν αήττητος. Με το άλλο, θα μπορούσε να Ολισθήσει στο ίδιο το Σάγιολ Γκουλ, να δώσει ένα τέλος σε όλα, να δώσει τέλος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όχι. Δεν ήταν μόνος του σ’ αυτό. Δεν είχε περιθώριο για τίποτα άλλο εκτός από νίκη.
«Ο κόσμος βαραίνει τους ώμους μου», μουρμούρισε. Ξαφνικά, άφησε μια ψιλή κραυγή κι έφερε το χέρι στον αριστερό γλουτό του. Ένιωθε σαν να τον είχαν τρυπήσει με βελόνα, αλλά δεν χρειαζόταν τις τρίχες που είχαν σηκωθεί στα μπράτσα του και τώρα καταλάγιαζαν, για να καταλάβει τι είχε συμβεί. «Γιατί το έκανες αυτό;» μούγκρισε στην Αβιέντα.
«Απλώς για να δω αν ο Άρχοντας Δράκοντας είναι ακόμα φτιαγμένος από σάρκα σαν και μας τους κοινούς θνητούς».
«Είμαι», είπε ουδέτερα, και άρπαξε το σαϊντίν —όλη η γλύκα· όλη η ρυπαρότητα― μόνο για να διαβιβάσει για μια στιγμή.
Τα μάτια της πλάτυναν, αλλά δεν μόρφασε, απλώς τον κοίταξε σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Πάντως, καθώς προχωρούσαν στον προθάλαμο, η Αβιέντα έτριβε βιαστικά τον πισινό της, όταν νόμιζε ότι ο Ραντ κοίταζε από την άλλη, Όπως φαινόταν, ήταν κι αυτή φτιαγμένη από σάρκα. Που να καώ, νόμιζα ότι της είχα μάθει τρόπους.
Ο Ραντ άνοιξε την πόρτα, βγήκε έξω και στάθηκε ατενίζοντας. Ο Ματ έγερνε στο παράξενο δόρυ του, με το πλατύγυρο καπέλο χαμηλά στο κεφάλι, λίγο παραπέρα από τον Ασμόντιαν, όμως δεν ήταν αυτό που τον είχε ξαφνιάσει. Δεν υπήρχαν πουθενά Κόρες, Θα ’πρεπε να είχε καταλάβει ότι κάτι πήγαινε στραβά όταν ο Ασμόντιαν είχε μπει χωρίς αναγγελία. Η Αβιέντα κοίταζε γύρω κατάπληκτη, σαν να περίμενε ότι θα τις έβρισκε πίσω από κάποια ταπισερί.
«Η Μελίντρα αποπειράθηκε να με σκοτώσει χθες το βράδυ», είπε ο Ματ και ο Ραντ σταμάτησε να σκέφτεται τις Κόρες. «Τη μια στιγμή μιλούσαμε και την άλλη προσπαθούσε να μου ξεριζώσει το κεφάλι με τις κλωτσιές».
Ο Ματ είπε την ιστορία με σύντομες προτάσεις. Το εγχειρίδιο με τις χρυσές μέλισσες. Τα συμπεράσματά του. Έκλεισε τα μάτια όταν τους έλεγε πώς είχε δώσει τέλος —μ’ ένα απλό, λιτό, «Τη σκότωσα»― και τα ξανάνοιξε γοργά, σαν να είχε δει κάτι πίσω από τα βλέφαρά του που δεν ήθελε να το δει.
«Λυπάμαι που χρειάστηκε να κάνεις κάτι τέτοιο», είπε ήσυχα ο Ραντ και ο Ματ σήκωσε τους ώμους με βλοσυρό ύφος.
«Καλύτερα αυτή παρά εγώ. Νομίζω. Ήταν Σκοτεινόφιλη». Από τη φωνή του, αυτό δεν φαινόταν να αλλάζει κάτι.
«Θα κανονίσω τον Σαμαήλ. Μόλις είμαι έτοιμος».
«Και πόσοι θα μείνουν τότε;»
«Οι Αποδιωγμένοι δεν είναι εδώ», ξέσπασε η Αβιέντα. «Ούτε και οι Κόρες του Δόρατος. Πού είναι; Τι έκανες, Ραντ αλ’Θόρ;»
«Εγώ; Υπήρχαν καμιά εικοσαριά όταν ήρθα να ξαπλώσω χθες το βράδυ, και δεν έχω δει καμία από τότε».
«Ίσως επειδή ο Ματ...» άρχισε να λέει ο Ασμόντιαν, και μετά σταμάτησε όταν τον κοίταξε ο Ματ, με το στόμα σφιγμένο σε μια έκφραση που έδειχνε πόνο και διάθεση να χτυπήσει κάτι.
«Μην είστε ανόητοι», είπε η Αβιέντα με σταθερή φωνή. «Οι Φαρ Ντάραϊς Μάι δεν θα ζητούσαν τοχ από τον Ματ Κώθον γι’ αυτό. Προσπάθησε να τον σκοτώσει, και τη σκότωσε αυτός. Και κανείς δεν θα ζητούσε τοχ από τον Ραντ αλ’Θόρ για κάτι που έκανε κάποιος άλλος, παρά μόνο αν ήταν κατόπιν διαταγής του. Εσύ έκανες κάτι, Ραντ αλ’Θόρ, κάτι μεγάλο και σκοτεινό, αλλιώς θα βρίσκονταν εδώ».
«Δεν έκανα τίποτα», της είπε κοφτά. «Και δεν σκοπεύω να κάτσω εδώ να το κουβεντιάσω. Είσαι ντυμένος για το ταξίδι προς το νότο, Ματ;»
Ο Ματ έχωσε το χέρι στην τσέπη του σακακιού του και άγγιξε κάτι. Συνήθως είχε εκεί τα ζάρια και το κύπελλο τους. «Το Κάεμλυν. Βαρέθηκα να μου στήνουν καρτέρι. Θέλω να τους στήσω κι εγώ μια φορά. Ελπίζω το τέλος να μην είναι το καμένο το λουλούδι, αλλά το χάδι στο κεφάλι, που να καεί», πρόσθεσε με μια γκριμάτσα.
Ο Ραντ δεν τον ρώτησε τι εννοούσε. Άλλος ένας τα’βίρεν. Δύο μαζί ίσως θα στρέβλωναν τις πιθανότητες. Δεν ήξερε πώς ή αν, αλλά... «Φαίνεται ότι θα είμαστε μαζί ακόμα λίγο». Η έκφραση του Ματ έδειχνε αν μη τι άλλο καρτερικότητα.
Προτού προχωρήσουν πολύ στο διάδρομο με τις ταπισερί, τους συνάντησαν η Μουαραίν και η Εγκουέν, που προχωρούσαν με ανάλαφρο βήμα, λες και η μέρα τούς επιφύλασσε απλώς έναν περίπατο στους κήπους. Η Εγκουέν, γαλήνια, με ψύχραιμο βλέμμα, με το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού στο δάχτυλό της, θα μπορούσε όντως να είναι Άες Σεντάι παρά τα Αελίτικα ρούχα της, το επώμιο και τη διπλωμένη μαντήλα στους κροτάφους της, ενώ η Μουαραίν... Χρυσές κλωστές έπιαναν το φως, αχνοβάφοντας την από λαμπυριστό, γαλάζιο μετάξι εσθήτα της Μουαραίν. Η μικρή γαλάζια πέτρα στο μέτωπό της, κρεμασμένη στη χρυσή αλυσίδα γύρω από τα κύματα των μελαχρινών μαλλιών της, ανταγωνιζόταν τη λάμψη των μεγάλων ζαφειριών στο λαιμό της που ήταν δεμένα σε χρυσάφι. Κάθε άλλο παρά κατάλληλη ενδυμασία γι’ αυτό που σκόπευαν να κάνουν, όμως ο Ραντ, με το κόκκινο σακάκι του, δεν μπορούσε να το σχολιάσει.
Ίσως να έφταιγε το ότι ήταν εδώ, όπου ο Οίκος Ντέημοντρεντ κάποτε κατείχε το Θρόνο του Ήλιου, όμως ο Ραντ πρώτη φορά έβλεπε τόσο ηγεμονική την όλο κομψότητα πόζα της Μουαραίν. Ούτε ακόμα και η παρουσία του «Τζέησιν Νατάελ» δεν χάλασε από την έκπληξη τη βασιλική αταραξία της, όμως το καταπληκτικό ήταν ότι η Μουαραίν χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο στον Ματ. «Θα πας κι εσύ λοιπόν, Ματ. Μάθε να εμπιστεύεσαι το Σχήμα. Μην σπαταλήσεις τη ζωή σου προσπαθώντας να αλλάξεις αυτό που δεν αλλάζει». Το πρόσωπο του Ματ έδειχνε ότι ίσως σκεφτόταν να αλλάξει την απόφαση του να πάει μαζί τους, όμως η Άες Σεντάι στράφηκε αλλού δίχως ίχνος ανησυχίας. «Αυτά είναι για σένα, Ραντ».
«Κι άλλα γράμματα;» είπε αυτός. Το ένα έφερε το όνομά του με κομψό γραφικό χαρακτήρα, τον οποίο αναγνώρισε αμέσως. «Από σένα, Μουαραίν;» Το άλλο είχε το όνομα του Θομ Μέριλιν. Και τα δύο είχαν σφραγισθεί με γαλάζιο βουλοκέρι, με το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού της Μουαραίν, όπως φαινόταν, και είχαν αποτυπωμένη την εικόνα του φιδιού που έτρωγε την ουρά του. «Γιατί μου γράφεις γράμμα; Και σφραγισμένο. Ποτέ δεν φοβήθηκες να μου πεις κάτι κατάμουτρα. Και για να μην το ξεχάσω, η Αβιέντα μου υπενθυμίζει ότι είμαι μόνο σάρκα και αίμα».
«Έχεις αλλάξει και δεν είσαι πια το αγόρι που πρωτοείδα έξω από το Πανδοχείο της Οινοπηγής». Η φωνή της ήταν ένα μαλακό αργυρό καμπάνισμα. «Δεν είσαι σχεδόν καθόλου ο ίδιος. Προσεύχομαι να άλλαξες όσο χρειάζεται».
Η Εγκουέν μουρμούρισε κάτι χαμηλόφωνα. Του Ραντ του φάνηκε ότι ήταν, «Προσεύχομαι να μην έχεις αλλάξει υπερβολικά». Κοίταζε συνοφρυωμένη τα γράμματα, σαν να αναρωτιόταν κι αυτή τι έγραφαν. Το ίδιο και η Αβιέντα.
Η Μουαραίν συνέχισε πιο κεφάτα, ζωηρά θα ’λεγε κανείς. «Οι σφραγίδες εξασφαλίζουν την ιδιωτικότητα. Αυτό εδώ περιέχει πράγματα που επιθυμώ να σκεφτείς· όχι τώρα· όταν θα έχεις χρόνο για σκέψη. Όσο για την επιστολή προς τον Θομ, δεν γνωρίζω ασφαλέστερα χέρια από τα δικά σου για να την αφήσω. Δώσ’ του την όταν τον ξαναδείς. Τώρα, υπάρχει κάτι στο μόλο που πρέπει να δεις».
«Στο μόλο;» είπε ο Ραντ. «Μουαραίν, απ’ όλα τα πρωινά σήμερα είναι το μόνο που δεν προλαβαίνω να―»
Όμως εκείνη είχε ήδη πάρει το διάδρομο, σαν να ήταν σίγουρη ότι θα την ακολουθούσε. «Έβαλα να ετοιμάσουν άλογα. Ακόμα κι ένα για σένα, Ματ, για παν ενδεχόμενο». Η Εγκουέν δίστασε μονάχα μια στιγμή και μετά την ακολούθησε.
Ο Ραντ άνοιξε το στόμα για να φωνάξει τη Μουαραίν. Είχε ορκιστεί να υπακούει. Ό,τι κι αν είχε να του δείξει, μπορούσε να το δει κάποια άλλη μέρα.
«Τι πειράζει μια ώρα;» μουρμούρισε ο Ματ. Ίσως το ξανασκεφτόταν μέσα του.
«Δεν θα ήταν κακό να σε δουν σήμερα το πρωί», είπε ο Ασμόντιαν. «Ο Ράχβιν ίσως το μάθει μόλις συμβεί. Αν έχει τίποτε υποψίες —αν έχει κατασκόπους που στήνουν αυτί στις πόρτες― ίσως εφησυχάσει για σήμερα».
Ο Ραντ κοίταξε την Αβιέντα. «Κι εσύ με συμβουλεύεις να καθυστερήσουμε;»
«Σε συμβουλεύω να ακούσεις τη Μουαραίν Σεντάι. Μόνο οι ανόητοι αγνοούν τις Άες Σεντάι».
«Τι πιο σημαντικό από τον Ράχβιν μπορεί να υπάρχει στο μόλο;» μούγκρισε, και ύστερα κούνησε το κεφάλι. Υπήρχε ένα ρητό στους Δύο Ποταμούς, όχι ότι το έλεγε κανείς μπροστά σε γυναίκες. «Ο Δημιουργός έφτιαξε τις γυναίκες για να χαίρεται το μάτι και για να τυραννιέται το μυαλό». Οι Άες Σεντάι σ’ αυτό δεν διέφεραν καθόλου. «Μια ώρα».
Ο ήλιος δεν ήταν ακόμα αρκετά ψηλά για να σηκώσει τη μακριά σκιά του τείχους από το πέτρινο μόλο όπου ήταν αραδιασμένες οι άμαξες του Καντίρ, όμως αυτός σκούπιζε το πρόσωπό του μ’ ένα μεγάλο μαντήλι. Δεν ίδρωνε μόνο από τη ζέστη. Μεγάλοι γκρίζοι τοίχοι σαν παραπετάσματα χώνονταν στο ποτάμι πάνω και κάτω από τις αποβάθρες κι έκαναν το λιμάνι να μοιάζει με μισοσκότεινο κουτί, στο οποίο ήταν παγιδευμένος. Εκεί ήταν δεμένες μονάχα φαρδιές φορτηγίδες με στρογγυλές πλώρες, ενώ άλλες ήταν αγκυροβολημένες στο ποτάμι και περίμεναν τη σειρά τους να ξεφορτώσουν. Είχε σκεφτεί να τρυπώσει σε κάποια όταν θα έφευγε, όμως αυτό σήμαινε πως θα εγκατέλειπε την όποια περιουσία τού είχε απομείνει. Όμως θα το είχε κάνει, αν πίστευε ότι το αργό ταξίδι κατάντη θα τον οδηγούσε οπουδήποτε αλλού εκτός από το θάνατό του. Η Λανφίαρ δεν είχε επιστρέψει στα όνειρά του, αλλά ο ίδιος είχε τα εγκαύματα στο στήθος να του θυμίζουν τις διαταγές της. Ακόμα και η σκέψη τού να απειθαρχεί σε μια Εκλεκτή του έφερνε ρίγος, παρά τον ιδρώτα που κυλούσε στο πρόσωπό του.
Μακάρι να ήξερε ποιον να εμπιστευτεί· στο βαθμό που ήταν δυνατόν να εμπιστευτεί κάποιον από τους Σκοτεινόφιλους συνοδοιπόρους του. Ο τελευταίος αμαξάς που είχε δώσει τους όρκους, είχε εξαφανιστεί πριν από δυο μέρες, πιθανότατα σε κάποια από τις φορτηγίδες που μετέφεραν σιτηρά. Ακόμα δεν ήξερε ποια Αελίτισσα είχε χώσει εκείνο το σημείωμα κάτω από την πόρτα της άμαξάς του —«Δεν είσαι μόνος μεταξύ ξένων. Η οδός έχει επιλεγεί»― αν και είχε αρκετές υποψήφιες κατά νου. Στους μόλους υπήρχαν σχεδόν τόσοι Αελίτες όσο και εργάτες, που έρχονταν να κοιτάξουν το ποτάμι· είχε δει μερικά από κείνα τα πρόσωπα πιο πολλές φορές απ’ όσο φαινόταν λογικό, και μερικοί τον είχαν κοιτάξει με ιδιαίτερο βλέμμα. Το ίδιο και μερικοί Καιρχινοί, κι ένας Δακρυνός άρχοντας. Αυτό από μόνο του δεν σήμαινε τίποτα φυσικά, αλλά, αν μπορούσε να βρει μερικούς άνδρες, με τους οποίους θα συνεργαζόταν...
Μια ομάδα εφίππων φάνηκε σε μια είσοδο, με τη Μουαραίν και τον Ραντ αλ’Θόρ επικεφαλής και τον Πρόμαχο της Άες Σεντάι δίπλα τους, καθώς προχωρούσαν ανάμεσα στα κάρα που έπαιρναν τα σακιά με τα σιτηρά. Ένα κύμα ζητωκραυγών τούς ακολουθούσε.
«Δόξα στον Άρχοντα Δράκοντα!» και «Χαίρε, Άρχοντα Δράκοντα!» και μερικές φορές «Δόξα στον Άρχοντα Μάτριμ! Δόξα στο Κόκκινο Χέρι!»
Αυτή τη φορά, η Άες Σεντάι έστριψε προς το τέλος της σειράς των αμαξών δίχως να ρίξει ούτε ματιά στον Καντίρ. Δεν του κακοφάνηκε. Ακόμα κι αν δεν ήταν Άες Σεντάι, ακόμα κι αν δεν τον κοίταζε, σαν να ήξερε και την τελευταία μαύρη γωνιά του μυαλού του, ο Καντίρ δεν πολυήθελε να κοιτάζει τα πράγματα που του είχε φορτώσει στις άμαξες. Χθες το απόγευμα τον είχε βάλει να αφαιρέσει το μουσαμά από κείνη την παράξενη στρεβλή πόρτα από κοκκινόπετρα που ήταν στην άμαξα πίσω από τη δική του. Έμοιαζε να βρίσκει μια διεστραμμένη απόλαυση στο ότι τον ανάγκαζε να τη βοηθά ο ίδιος μ’ αυτό που ήθελε να μελετήσει. Ο Καντίρ θα είχε ξανασκεπάσει την πόρτα, αν άντεχε να την πλησιάσει ή αν είχε καταφέρει να βάλει κάποιον αμαξά του να το κάνει. Κανείς απ’ αυτούς που ήταν τώρα μαζί του δεν είχε δει στο Ρουίντιαν τον Χέριντ να πέφτει ο μισός μέσα και να εξαφανίζεται —ο Χέριντ ήταν ο πρώτος που το είχε σκάσει όταν είχαν περάσει το Τζανγκάι· ο άνθρωπος δεν ήταν εντελώς καλά στα μυαλά του όταν τον είχε βγάλει από κει ο Πρόμαχος― αλλά μπορούσαν να το κοιτάξουν, μπορούσαν να δουν τις γωνίες που δεν ενώνονταν σωστά, που δεν μπορούσες να το διατρέξεις ολόγυρα με το βλέμμα σου χωρίς να ανοιγοκλείσεις τα μάτια και να ζαλιστείς.
Ο Καντίρ αγνόησε τους τρεις πρώτους έφιππους, όπως τον είχαν αγνοήσει και οι Άες Σεντάι, και δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στον Ματ Κώθον. Ο νεαρός φορούσε το καπέλο του· ο έμπορος δεν είχε μπορέσει να το αντικαταστήσει. Η ομορφούλα Αελίτισσα, η Αβιέντα, καθόταν πίσω από τη σέλα της νεαρής Άες Σεντάι και είχαν ανεβάσει και οι δύο τα φουστάνια, αφήνοντας τα πόδια τους σε κοινή θέα. Αν χρειαζόταν απόδειξη ότι η Αελίτισσα κοιμόταν με τον Ραντ αλ’Θόρ, έφτανε να δει τον τρόπο που τον κοίταζε· μια γυναίκα που είχε πλαγιάσει μ’ έναν άνδρα, από κει κι έπειτα πάντα τον κοίταζε ως κτήμα της. Και το πιο σημαντικό, ήταν μαζί τους ο Νατάελ. Ήταν η πρώτη φορά που είχε βρεθεί τόσο κοντά του ο Καντίρ από τότε που είχαν περάσει τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου. Ο Νατάελ είχε υψηλή θέση μεταξύ των Σκοτεινόφιλων. Αν μπορούσε να περάσει τις Κόρες και να φτάσει κοντά στον βάρδο...
Ξαφνικά, ο Καντίρ έπαιξε τα μάτια. Πού ήταν οι Κόρες; Ο αλ’Θόρ πάντα είχε συνοδεία γυναικών που έφεραν δόρατα. Σμίγοντας τα φρύδια, συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε καμία Κόρη ανάμεσα στους Αελίτες που ήταν στο μόλο και πέρα στις αποβάθρες.
«Αρνείσαι να κοιτάξεις μια παλιά φίλη, Χάντναν;»
Η μελωδική εκείνη φωνή έκανε τον Καντίρ να στριφογυρίσει σπασμωδικά και να κοιτάξει με το στόμα ανοιχτό ένα πρόσωπο με σουβλερή μύτη και με μαύρα μάτια, που σχεδόν κρύβονταν μέσα σε δίπλες πάχους. «Κάιλι;» Ήταν αδύνατον. Κανένας δεν επιβίωνε μόνος του στην Ερημιά εκτός από τους Αελίτες. Ήταν αδύνατο να μην είχε πεθάνει. Αλλά να που στεκόταν εκεί, με το λευκό μετάξι να παλεύει να κρατήσει τον όγκο της, και με τις φιλντισένιες χτένες να σηκώνουν ψηλά τις μελαχρινές μπούκλες της.
Μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη, η Κάιλι έστριψε με χάρη, που ακόμα τον ξάφνιαζε σε μια τόσο μεγαλόσωμη γυναίκα, και ανέβηκε ανάλαφρα τα σκαλιά της άμαξάς του.
Για μια στιγμή εκείνος δίστασε και μετά την ακολούθησε βιαστικά. Θα προτιμούσε να είχε πεθάνει η Κάιλι Σαόγκι στην Ερημιά —η γυναίκα ήταν δεσποτική κι εριστική· ας μην περίμενε ότι ο Καντίρ θα της έδινε έστω και μια πέννα από τα λίγα που είχε καταφέρει να περισώσει― αλλά κατείχε επίσης υψηλή θέση σαν τον Τζέησιν Νατάελ. Ίσως θα του απαντούσε σε μερικές ερωτήσεις. Αν μην τι άλλο, ο Καντίρ τώρα θα είχε κάποιον με τον οποίο θα συνεργαζόταν. Στη χειρότερη περίπτωση, κάποιον να φορτώσει την ευθύνη. Όταν ήσουν στα ψηλά, είχες εξουσία, αλλά είχες και ευθύνη για τις αποτυχίες των κατωτέρων σου. Ο Καντίρ αρκετές φορές είχε θυσιάσει τους ανωτέρους του σε άλλους ακόμα πιο ψηλά, για να καλυφθεί ο ίδιος.
Κλείνοντας προσεκτικά την πόρτα, γύρισε προς το μέρος της ― και θα ούρλιαζε, αν ο λαιμός του δεν είχε σφιχτεί τόσο, που να μη βγαίνει ήχος.
Η γυναίκα που στεκόταν εκεί φορούσε λευκό μετάξι, αλλά δεν ήταν χοντρή. Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ του, με μάτια σαν μαύρες, απύθμενες βουνίσιες λιμνούλες, με πλεχτό ασήμι να ζώνει τη στενή μέση της, και με ασημένιες ημισελήνους στα λαμπερά μελαχρινά μαλλιά της. Ο Καντίρ αναγνώρισε αυτό το πρόσωπο από τα όνειρά του.
Τα γόνατά του βρόντηξαν, χτυπώντας το δάπεδο, και τον έκαναν να βγάλει την ανάσα του. «Μεγάλη Κυρά», είπε βραχνά, «πώς μπορώ να σε υπηρετήσω;»
Η Λανφίαρ τον κοίταζε όπως θα κοίταζε ένα έντομο, το οποίο ίσως έλιωνε κάτω από το γοβάκι της, ίσως και όχι. «Δείχνοντας ότι πειθαρχείς στις εντολές μου. Ήμουν πολύ απασχολημένη και δεν παρακολουθούσα η ίδια τον Ραντ αλ’Θόρ. Πες μου τι έκανε, εκτός του ότι κατέκτησε την Καιρχίν. Τι σκοπεύει να κάνει».
«Είναι δύσκολο, Μεγάλη Κυρά. Κάποιος σαν εμένα δεν μπορεί να ζυγώσει κάποιον σαν αυτόν». Ένα έντομο, έλεγαν εκείνα τα ψυχρά μάτια, που του επιτρεπόταν να ζήσει όσο ήταν χρήσιμο. Ο Καντίρ έστυψε το μυαλό του να βρει ό,τι είχε δει ή ακούσει ή φανταστεί. «Στέλνει Αελίτες νότια σε απίστευτους αριθμούς, Μεγάλη Κυρά, αν και δεν ξέρω γιατί. Οι Δακρυνοί και οι Καιρχινοί δεν δείχνουν να το προσέχουν, όμως δεν νομίζω ότι μπορούν να ξεχωρίσουν το ένα Άελ από το άλλο». Ούτε και ο ίδιος μπορούσε. Δεν τολμούσε να της πει ψέματα, αλλά, αν της φαινόταν ότι ήταν πιο χρήσιμος απ’ όσο ήταν στ’ αλήθεια... «Ίδρυσε ένα είδος σχολής, σε ένα παλάτι της πόλης που ανήκε σε έναν Οίκο δίχως επιζήσαντες...» Στην αρχή, δεν μπορούσε να καταλάβει αν της άρεσε αυτό που άκουγε, αλλά, όταν συνέχισε, το πρόσωπό της σκοτείνιασε.
«Τι είναι αυτό που θέλεις να δω, Μουαραίν;» είπε ανυπόμονα ο Ραντ, δένοντας το χαλινάρι του Τζήντ’εν σ’ έναν τροχό της τελευταίας άμαξας στη σειρά.
Εκείνη στεκόταν στις μύτες των ποδιών, για να κοιτάξει πάνω από την καρότσα δύο βαρελάκια που έμοιαζαν γνώριμα. Αν δεν έκανε λάθος, περιείχαν τις δύο σφραγίδες από κουεντιγιάρ, συσκευασμένες σε μαλλί, για προστασία, τώρα που δεν ήταν πια άθραυστες. Εδώ ένιωθε έντονο το μόλυσμα του Σκοτεινού· έμοιαζε σχεδόν να βγαίνει από τα βαρελάκια, μια αχνή μιαρότητα, σαν να σάπιζε κάτι σε κρυμμένο μέρος.
«Εδώ θα είναι ασφαλές», μουρμούρισε η Μουαραίν. Σήκωσε με χάρη τα φουστάνια της και άρχισε να προχωρά πλάι στη σειρά των αμαξών. Ο Λαν την ακολούθησε, ένας μισοδαμασμένος λύκος, με τον μανδύα να κρέμεται από τους ώμους του, όλο κυματάκια χρώματος και αορατότητας που τάραζαν το μυαλό.
Ο Ραντ την αγριοκοίταξε. «Εγκουέν, σου είπε τι ήταν;»
«Μόνο ότι έπρεπε να δεις κάτι. Ή μάλλον ότι έπρεπε να έρθεις εδώ».
«Πρέπει να εμπιστεύεσαι τις Άες Σεντάι», είπε η Αβιέντα, σχεδόν εξίσου ήρεμα, αλλά με μια νότα αμφιβολίας. Ο Ματ ξεφύσηξε.
«Ε, λοιπόν, θα το μάθω τώρα. Νατάελ, πήγαινε πες στον Μπάελ ότι θα τον δω σε―»
Στην άλλη άκρη της σειράς, το πλαϊνό της άμαξας του Καντίρ ανατινάχτηκε και τσακισμένα, σχισμένα ξύλα έπεσαν βροχή σε Αελίτες και ντόπιους. Ο Ραντ κατάλαβε· δεν χρειάστηκε την ανατριχίλα στο δέρμα του για να το νιώσει. Έτρεξε στην άμαξα, ακολουθώντας τη Μουαραίν και τον Λαν. Ο χρόνος φάνηκε να επιβραδύνεται, όλα να συμβαίνουν ταυτοχρόνως, λες και ο αέρας ήταν μέλι που κολλούσε σε κάθε στιγμή.
Η Λανφίαρ βγήκε στην αποσβολωμένη σιωπή, με εξαίρεση τα βογκητά και τα ουρλιαχτά των πληγωμένων, με κάτι χαλαρό και χλωμό και κόκκινο να κρέμεται από το χέρι της και να σέρνεται πίσω της, καθώς κατέβαινε από αόρατα σκαλιά. Το πρόσωπό της ήταν σαν μάσκα σκαλισμένη σε πάγο, «Μου το αποκάλυψε, Λουζ Θέριν», είπε σχεδόν ουρλιάζοντας, πετώντας το χλωμό πραγματάκι στον αέρα. Κάτι το έπιασε, το φούσκωσε για μια στιγμή, μετατρέποντάς το σε ένα ματωμένο, διαφανές άγαλμα του Χάντναν Καντίρ· το δέρμα του, που είχε αφαιρεθεί μονοκόμματο. Η μορφή κατάρρευσε κι έπεσε, ενώ η φωνή της Λανφίαρ δυνάμωνε και γινόταν τσιρίδα. «Άφησες άλλη μια γυναίκα να σε αγγίξει! Ξανά!»
Οι στιγμές αργοκυλούσαν, τα πάντα συνέβαιναν μαζί.
Προτού η Λανφίαρ φτάσει τις πέτρες του μόλου, η Μουαραίν σήκωσε τα φουστάνια της και άρχισε να τρέχει προς το μέρος της. Παρ’ όλο που ήταν γρήγορη, ο Λαν ήταν ακόμα πιο γρήγορος και την αγνόησε που του φώναξε, «Όχι, Λαν!» Το σπαθί του βγήκε από τη θήκη, τα μακριά πόδια του τον βοήθησαν να την προσπεράσει, ο μανδύας που άλλαζε χρώματα ανέμισε πίσω του καθώς εφορμούσε. Ξαφνικά, ο Λαν φάνηκε να χτυπά έναν αόρατο πέτρινο τοίχο, να αναπηδά προς τα πίσω, και να τρεκλίζει πάλι κάνοντας μπροστά. Ένα βήμα, και μετά ήταν σαν να τον τίναξε στην άκρη ένα πελώριο χέρι· πέταξε δέκα βήματα στον αέρα και έπεσε στο μόλο.
Ενώ ακόμα αυτός πετούσε στον αέρα, η Μουαραίν έτρεξε μπροστά, με τα πόδια να γλιστρούν στις λειασμένες πέτρες, ώσπου βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τη Λανφίαρ. Αυτό κράτησε μονάχα μια στιγμή. Η Αποδιωγμένη την κοίταξε σαν να αναρωτιόταν τι είχε μπει στο δρόμο της, και μετά η Μουαραίν πετάχτηκε σε μια μεριά με τόση δύναμη, που το σώμα της κύλησε και χάθηκε κάτω από μια άμαξα.
Όλο το λιμάνι είχε ξεσηκωθεί. Είχαν περάσει μόνο μερικές στιγμές από την έκρηξη στην άμαξα του Καντίρ, όμως μόνο οι τυφλοί δεν ήξεραν ότι μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά χειριζόταν τη Μία Δύναμη. Στις αποβάθρες άστραφταν τσεκούρια, έκοβαν πρυμάτσες, ελευθέρωναν φορτηγίδες, και τα πληρώματα έστριβαν απελπισμένα τα σκάφη προς τα ανοιχτά του ποταμού για να διαφύγουν. Λιμενεργάτες με γυμνό το στέρνο κι επισκέπτες με σκούρα ρούχα πάσχιζαν να πηδήξουν στα καταστρώματα. Από την άλλη μεριά, άνδρες και γυναίκες στριμώχνονταν και ούρλιαζαν, καθώς αγωνίζονταν να περάσουν τις πύλες και να βγουν στην πόλη. Κι ανάμεσά τους, μορφές ντυμένες με καντιν’σόρ φορούσαν τα πέπλα και χιμούσαν στη Λανφίαρ με δόρατα ή μαχαίρια ή γυμνά χέρια. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτή ήταν η εστία της επίθεσης, καμία αμφιβολία ότι πολεμούσε με τη Δύναμη. Μολαταύτα, έτρεξαν να χορέψουν τα δόρατα.
Φωτιά κύλησε πάνω τους κατά κύματα. Πύρινα βέλη τρύπησαν όσους πλησίαζαν με τα ρούχα στις φλόγες. Η Λανφίαρ δεν τους αντιμαχόταν, δεν τους έδινε καν ιδιαίτερη προσοχή. Ήταν σαν να τίναζε κουνούπια ή δαγκωσέμια. Εκείνοι που έφευγαν καίγονταν, το ίδιο κι εκείνοι που προσπαθούσαν να πολεμήσουν. Η Αποδιωγμένη πλησίαζε τον Ραντ σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο.
Μόνο στιγμές.
Η Λανφίαρ είχε κάνει τρία βήματα, όταν ο Ραντ άρπαξε το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής, όλο από λιωμένο ατσάλι και πάγο, που έσπαζε το ατσάλι, γλυκό μέλι και οχετός. Βαθιά στο Κενό, η μάχη για την επιβίωση ήταν απόμακρη, η μάχη μπροστά του σχεδόν το ίδιο. Όταν η Μουαραίν χάθηκε κάτω από την άμαξα, ο Ραντ διαβίβασε, μαζεύοντας τη θερμότητα από τις φωτιές της Λανφίαρ, βυθίζοντάς την στο ποτάμι, Οι φλόγες, που πριν από μια στιγμή αγκάλιαζαν ανθρώπινες μορφές, τώρα εξαφανίστηκαν. Την ίδια στιγμή, ο Ραντ ύφανε πάλι τις ροές κι εμφανίστηκε ένας ομιχλώδης γκρίζος θόλος, ένα μακρύ οβάλ σχήμα που κύκλωσε τον ίδιο και τη Λανφίαρ και τις περισσότερες άμαξες, ένας σχεδόν διαφανής τοίχος που έκλεισε έξω ό,τι δεν ήταν ήδη μέσα. Ακόμα και τη στιγμή που έδενε την ύφανοη, δεν ήταν σίγουρος τι ήταν, από πού είχε έρθει —κάποια ανάμνηση του Λουζ Θέριν, ίσως― αλλά οι φωτιές της Λανφίαρ το χτυπούσαν και σταματούσαν. Έβλεπε αμυδρά ανθρώπους έξω, ένα πλήθος να σφαδάζει και να τινάζεται —είχε πάρει τις φλόγες, όχι τον πόνο της καρβουνιασμένης σάρκας· εκείνη η δυσωδία ακόμα κρεμόταν στον αέρα— αλλά δεν θα καίγονταν άλλοι πια. Πτώματα κείτονταν και στη μέσα μεριά επίσης, σωροί από καμένο ύφασμα, κάποιοι που σάλευαν αδύναμα, βογκώντας. Τη Λανφίαρ δεν την ένοιαζε· οι διαβιβασμένες φλόγες της έσβησαν· τα κουνούπια είχαν διαλυθεί· αυτή ούτε καν τα είχε κοιτάξει.
Στιγμές. Ο Ραντ κρύωνε κρύο στην αδειανοσύνη του Κενού, και, αν ένιωθε λύπη για τους νεκρούς και τους ετοιμοθάνατους και τους καμένους, το συναίσθημα ήταν τόσο μακρινό, που θα μπορούσε να μην υπάρχει. Ο Ραντ ήταν η προσωποποίηση της απάθειας. Της αδειανοσύνης. Μόνο η οργή του σαϊντίν τον γέμιζε.
Κίνηση δεξιά κι αριστερά του. Η Αβιέντα και η Εγκουέν, με τα μάτια καρφωμένα στη Λανφίαρ. Νόμιζε ότι τις είχε κλείσει έξω. Πρέπει να είχαν τρέξει μαζί του. Ο Ματ και ο Ασμόντιαν· έξω· ο τοίχος δεν είχε πιάσει τις τελευταίες άμαξες της σειράς. Μέσα σε παγερή γαλήνη, διαβίβασε Αέρα για να παγιδεύσει τη Λανφίαρ· η Εγκουέν και η Αβιέντα μπορούσαν να τη θωρακίσουν όσο αυτός θα της αποσπούσε την προσοχή.
Κάτι έκοψε τις ροές του· γύρισαν πίσω τόσο απότομα, που ο Ραντ άφησε ένα μουγκρητό.
«Είναι μια απ’ αυτές;» γρύλισε η Λανφίαρ. «Ποια είναι η Αβιέντα;» Η Εγκουέν έριξε πίσω το κεφάλι και αλύχτησε, τα μάτια γούρλωσαν και όλη η αγωνία του κόσμου ξεχύθηκε από το στόμα της. «Ποια;» Η Αβιέντα ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών, τρέμοντας, και τα ουρλιαχτά της ακολούθησαν τα άλλα της Εγκουέν, καθώς γινόταν ολοένα και πιο ψιλά.
Η σκέψη βρέθηκε ξαφνικά εκεί μέσα στην αδειανοσύνη. Πνεύμα υφασμένο έτσι, με Φωτιά και Γη. Να. Ο Ραντ ένιωσε κάτι να κόβεται, κάτι που δεν μπορούσε να δει, και η Εγκουέν σωριάστηκε κάτω κι έμεινε ακίνητη, ενώ η Αβιέντα έπεσε στα τέσσερα, να ταλαντεύεται με το κεφάλι κατεβασμένο.
Η Λανφίαρ τρέκλισε, τα μάτια της άφησαν τις γυναίκες και γύρισαν πάνω του, σκοτεινές λιμνούλες με μαύρη φωτιά, «Είσαι δικός μου, Λουζ Θέριν! Δικός μου!»
«Όχι». Η φωνή του Ραντ φάνηκε να φτάνει στ’ αυτιά του περνώντας από σήραγγα μήκους ενός μιλίου. Πρέπει να της αποσπάσεις την προσοχή από τις κοπέλες. Συνέχισε να προχωρά προς τα μπρος, δεν κοίταξε πίσω. «Ποτέ δεν ήμουν δικός σου, Μιέριν. Πάντα θα ανήκω στην Ιλυένα». Το Κενό τρεμούλιασε με τη θλίψη και την απώλεια. Και με απελπισία επίσης, καθώς ο Ραντ πολεμούσε κάτι άλλο κι όχι μόνο το μόλυσμα του σαϊντίν. Για μια στιγμή, έμεινε να ισορροπεί μετέωρος. Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ. Και, Ιλύενα, παντοτινή καρδιά μου. Να ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού. Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ! Άλλες σκέψεις προσπάθησαν να αναβλύσουν, σιντριβάνι ολόκληρο, σκέψεις για την Ιλυένα, τη Μιέριν, τι μπορούσε να κάνει για να τη νικήσει. Τις ανάγκασε να υποχωρήσουν, ακόμα και την τελευταία. Αν κατέβαινε από τη λάθος μεριά... Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ! «Το όνομά σου είναι Λανφίαρ, και προτιμώ να πεθάνω παρά να αγαπήσω μια Αποδιωγμένη».
Το πρόσωπό της έδειξε κάτι φευγαλέο, που μπορεί να ήταν ταραχή, και μετά ξανάγινε μια μαρμάρινη μάσκα. «Αν δεν είσαι δικός μου», του είπε ψυχρά, «τότε θα πεθάνεις».
Αγωνία γέμισε το στήθος του, σαν να έσπαζε η καρδιά του, το κεφάλι του, σαν να χώνονταν λευκοπυρωμένα καρφιά στο μυαλό του, πόνος τόσο δυνατός που μέσα στο Κενό θέλησε να ουρλιάξει. Είχε έρθει ο θάνατος, και το ήξερε. Έξαλλα ―ακόμα κι στο Κενό, έξαλλα· η αδειανοσύνη τρεμούλιασε, αποτραβήχτηκε― ύφανε Πνεύμα και Φωτιά και Γη, τινάζοντάς τα μανιασμένα. Η καρδιά του δεν χτυπούσε πια. Δάχτυλα σκοτεινού πόνου σύντριβαν το Κενό. Γκρίζο πέπλο έπεφτε πάνω στα μάτια του. Ένιωθε την ύφανση του να κόβει ανώμαλα τη δική της. Το κάψιμο της ανάσας να ξαναμπαίνει σε άδεια πνευμόνια, το τράνταγμα μιας καρδιάς που ξανάρχιζε να χτυπά. Μπόρεσε να ξαναδεί, ασημένια και μαύρα στίγματα που έπλεαν ανάμεσα σ’ αυτόν και στη Λανφίαρ, η οποία ακόμα προσπαθούσε να ισορροπήσει από το κόψιμο των ροών της. Ο πόνος ήταν εκεί στο κεφάλι και το στήθος του σαν πληγή, όμως το Κενό δυνάμωσε και ο σωματικός πόνος έμεινε μακρινός.
Ευτυχώς που ήταν μακρινός, γιατί ο Ραντ δεν είχε χρόνο να συνέλθει. Πίεσε τον εαυτό του να προχωρήσει, τη χτύπησε με Αέρα, με ένα ρόπαλο, για να τη ρίξει αναίσθητη. Εκείνη έκοψε την ύφανση και αυτός την χτύπησε πάλι, και την ξαναχτύπησε, και κάθε φορά εκείνη έκοβε την τελευταία ύφανσή του, την οργισμένη βροχή χτυπημάτων, που με κάποιον τρόπο τα έβλεπε και τα απέκρουε, ενώ ο Ραντ συνεχώς την πλησίαζε. Αν μπορούσε να την κρατήσει απασχολημένη για μια στιγμή ακόμα, αν ένα αόρατο στυλιάρι την πετύχαινε στο κεφάλι, αν την πλησίαζε αρκετά για να τη χτυπήσει με τη γροθιά του... Αναίσθητη, θα ήταν ανήμπορη σαν οποιονδήποτε άλλον.
Ξαφνικά, αυτή φάνηκε να συνειδητοποιεί τι πήγαινε να κάνει ο Ραντ. Μπλοκάροντας ακόμα τα χτυπήματά του, με τέτοια άνεση, που ήταν σαν να τα έβλεπε, χόρεψε προς τα πίσω, μέχρι που οι ώμοι της χτύπησαν την άμαξα πίσω της. Και χαμογέλασε με την παγωνιά του χειμώνα. «Θα πεθάνεις αργά και θα με ικετεύεις να σε αφήσω να με αγαπήσεις προτού πεθάνεις», του είπε.
Αυτή τη φορά, δεν χτύπησε κατευθείαν τον ίδιο. Αλλά το σύνδεσμό του με το σαϊντίν.
Ο πανικός έκανε το Κενό να αντηχήσει σαν γκονγκ με το πρώτο αιχμηρό άγγιγμα, και η Δύναμη λιγόστεψε, καθώς προχωρούσε βαθύτερα ανάμεσα στον Ραντ και την Πηγή. Με Πνεύμα και Φωτιά και Γη αυτός έκοψε τη λεπίδα του μαχαιριού· ήξερε πού θα την έβρισκε· ήξερε πού ήταν ο σύνδεσμός του, ένιωθε την πρώτη εκείνη αμυχή. Η θωράκιση που προσπαθούσε να του επιβάλει χανόταν, επανεμφανιζόταν, επέστρεφε εξίσου γοργά όπως την έκοβε, όμως πάντα με το στιγμιαίο εκείνο αποτράβηγμα του σαϊντίν, τις στιγμές που σχεδόν υποχωρούσε τελείως, αφήνοντάς στο αντιχτύπημά του μόλις όσο χρειαζόταν για να αποκρούσει ο Ραντ την επίθεση της Λανφίαρ. Κανονικά θα του ήταν εύκολο να χειριστεί δύο υφάνσεις μαζί —μπορούσε να χειριστεί περισσότερες από δέκα― αλλά όχι όταν η μία ήταν μια απεγνωσμένη άμυνα ενάντια σε κάτι το οποίο ο Ραντ δεν καταλάβαινε ότι ήταν εκεί παρά μόνο την ύστατη στιγμή. Όχι όταν οι σκέψεις ενός άλλου άνδρα προσπαθούσαν να αναδυθούν μέσα στο Κενό, προσπαθώντας να του πουν πώς να τη νικήσει. Αν τις άκουγε, ίσως αυτός που θα έφευγε από κει να ήταν ο Λουζ Θέριν Τέλαμον, ενώ ο Ραντ αλ’Θόρ θα έμενε μια φωνή που μερικές φορές θα ηχούσε στο κεφάλι του και ίσως ούτε καν αυτό.
«Θα βάλω και τις δύο τσούλες να σε βλέπουν να παρακαλάς», είπε η Λανφίαρ. «Αλλά τι είναι καλύτερο, να σε δουν αυτές να πεθαίνεις, ή να τις δεις εσύ να πεθαίνουν;» Πότε είχε ανέβει η Λανφίαρ στην ανοιχτή καρότσα; Έπρεπε να την παρακολουθεί στενά, να έχει το νου του για τυχόν ίχνος κούρασης ή έλλειψης αυτοσυγκέντρωσης. Ήταν μια μάταιη ελπίδα. Η Λανφίαρ στάθηκε πλάι στο στρεβλό τερ’ανγκριάλ-πόρτα και τον κοίταξε αφ’ υψηλού, σαν βασίλισσα έτοιμη να απαγγείλει την ετυμηγορία της, αλλά της περίσσευε χρόνος για να χαμογελάσει παγερά στο σκούρο φιλντισένιο βραχιόλι που στριφογυρνούσε στα δάχτυλα της. «Τι θα σε πονέσει περισσότερο, Λουζ Θέριν; Θέλω να πονέσεις. Θέλω να γνωρίσεις πόνο που δεν έχει γνωρίσει κανένας άνδρας!»
Όσο πιο χοντρή ήταν η ροή προς αυτόν από την Πηγή, τόσο πιο δύσκολο θα ήταν να κοπεί. Το χέρι του σφίχτηκε στην τσέπη του σακακιού του, ο χοντρός πέτρινος ανθρωπάκος με το σπαθί ήταν σκληρός, καθώς άγγιζε τον ερωδιό που σημάδευε την παλάμη του. Ο Ραντ άντλησε όσο πιο βαθιά μπορούσε το σαϊντίν, ώσπου το μόλυσμα άρχισε να αιωρείται στην αδειανοσύνη σαν βροχή με ομίχλη.
«Πόνος, Λουζ Θέριν».
Και ήρθε ο πόνος, και η αγωνία έκρυψε τον κόσμο. Δεν ήταν στην καρδιά ή στο κεφάλι αυτή τη φορά, αλλά παντού, σ’ ολόκληρο το σώμα του, καυτές βελόνες που κάρφωναν το Κενό. Του φαινόταν ότι άκουγε ένα οξύ σφύριγμα με κάθε πλήγμα τους, και το καθένα χωνόταν πιο βαθιά από το προηγούμενο. Οι προσπάθειες της να τον θωρακίσει δεν επιβραδύνθηκαν· συνέχισαν γρηγορότερες, δυνατότερες. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η Λανφίαρ ήταν τόσο δυνατή. Αγκιστρώθηκε από το Κενό, το καυτό, παγωμένο σαϊντίν, και αμύνθηκε παραζαλισμένος. Μπορούσε να δώσει τέλος σ’ αυτό, να την αποτελειώσει. Μπορούσε να ρίξει κεραυνούς, να την τυλίξει στη φωτιά, την οποία είχε χρησιμοποιήσει και η ίδια για να σκοτώσει.
Εικόνες έπαιξαν μέσα στον πόνο. Μια γυναίκα που φορούσε σκούρο φόρεμα εμπόρου, που γκρεμιζόταν από το άλογό της, με το φλογερό κόκκινο σπαθί ανάλαφρο στα χέρια του· είχε έρθει να τον σκοτώσει μαζί με μια ομάδα άλλων Σκοτεινόφιλων. Το σκοτεινό βλέμμα του Ματ· τη σκότωσα. Μια χρυσομαλλούσα γυναίκα που κειτόταν σε ένα ρημαγμένο διάδρομο όπου, όπως φαινόταν, οι ίδιοι οι τοίχοι είχαν λιώσει και είχαν ρεύσει. Ιλυένα, συγχώρεσε με! Ήταν μια κραυγή απελπισίας.
Μπορούσε να δώσει τέλος. Μόνο που δεν μπορούσε. Θα πέθαινε, ίσως θα πέθαινε κι ο κόσμος, αλλά δεν μπορούσε να σκοτώσει κι άλλη γυναίκα. Για κάποιο λόγο, του φαινόταν το πιο αστείο πράγμα που είχε δει ποτέ ο κόσμος.
Σκουπίζοντας το αίμα από το στόμα της, η Μουαραίν σύρθηκε κάτω από το πίσω μέρος της άμαξας και σηκώθηκε όρθια τρεκλίζοντας, ενώ στ’ αυτιά της είχε τον ήχο ενός άνδρα που γελούσε. Άθελά της, το βλέμμα της τινάχτηκε να ψάξει για τον Λαν, και τον βρήκε να κείτεται σχεδόν στον ομιχλώδη γκρίζο τοίχο του θόλου που απλωνόταν από πάνω. Ο Πρόμαχος σπαρτάρησε, ίσως προσπαθώνας να βρει δύναμη να σηκωθεί, ίσως πεθαίνοντας. Τον έδιωξε με κόπο από το μυαλό της. Της είχε σώσει τη ζωή τόσες φορές, που κανονικά η ζωή της θα έπρεπε να του ανήκει, όμως η Μουαραίν εδώ και καιρό είχε κάνει αυτό που μπορούσε για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του στο μοναχικό πόλεμο του με τη Σκιά. Τώρα θα έπρεπε να ζήσει ή να πεθάνει χωρίς τη Μουαραίν.
Αυτός που γελούσε ήταν ο Ραντ, πεσμένος στα γόνατα, στις πέτρες του μόλου. Γελούσε, με δάκρυα να κυλούν σε ένα πρόσωπο αλλοιωμένο, σαν κάποιου που τον ανέκριναν. Η Μουαραίν ένιωσε ένα ρίγος. Αν τον είχε καταλάβει η τρέλα, τότε αυτό ήταν κάτι που την ξεπερνούσε. Μπορούσε να κάνει μόνο ό,τι μπορούσε να κάνει. Ό,τι έπρεπε να κάνει.
Η εικόνα της Λανφίαρ ήταν ένα δυνατό πλήγμα. Όχι έκπληξη, αλλά σοκ, τώρα που έβλεπε αυτό που είχε στα όνειρα της τόσο συχνά μετά το Ρουίντιαν, Η Λανφίαρ στεκόταν στην άμαξα, ακτινοβολώντας στον ήλιο από το σαϊντάρ, με το στρεβλό τερ’ανγκριάλ από κόκκινοπετρα πίσω της, καθώς κοίταζε τον Ραντ μ’ ένα άσπλαχνο χαμόγελο στα χείλη της. Στα χέρια της στριφογυρνούσε ένα βραχιόλι. Ένα ανγκριάλ, κι αν ο Ραντ δεν είχε κι ο ίδιος δικό του ανγκριάλ, θα μπορούσε να τον τσακίσει μ’ αυτό. Ή ο Ραντ είχε το δικό του ή η Λανφίαρ έπαιζε μαζί του. Δεν είχε σημασία. Της Μουαραίν δεν της άρεσε καθόλου αυτός ο κύκλος από σμιλεμένο φίλντισι που είχε μαυρίσει με το πέραμα των αιώνων. Εκ πρώτης όψεως, έμοιαζε να είναι ένας ακροβάτης που έσκυβε ανάποδα για να πιάσει τους αστραγάλους του. Αν το κοίταζες πιο προσεκτικά, έβλεπες ότι οι καρποί και οι αστράγαλοι ήταν δεμένοι μαζί. Δεν της άρεσε, αλλά το είχε φέρει από το Ρουίντιαν. Χθες είχε βγάλει το βραχιόλι από ένα σακί με διάφορα πραγματάκια και το είχε αφήσει να κείτεται εκεί μπροστά στην πόρτα από κοκκινόπετρα.
Η Μουαραίν ήταν μικρόσωμη γυναίκα, τοσοδούλα. Το βάρος της δεν κούνησε καθόλου την άμαξα όταν ανέβηκε. Μόρφασε, καθώς το φόρεμά της πιάστηκε σε μια σκλήθρα και σχίστηκε, αλλά η Λανφίαρ δεν γύρισε να κοιτάξει. Η Αποδιωγμένη είχε αντιμετωπίσει όλες τις απειλές εκτός από τον Ραντ· ήταν η μόνη άκρη του κόσμου που έβλεπε εκείνη τη στιγμή.
Η Μουαραίν έπνιξε μια μικρή αίσθηση ελπίδας —δεν μπορούσε να δεχθεί αυτή την πολυτέλεια― σηκώθηκε για μια στιγμή στην άκρη της άμαξας και μετά αγκάλιασε την Αληθινή Πηγή και πήδηξε πάνω στη Λανφίαρ. Η Αποδιωγμένη είχε μιας στιγμής προειδοποίηση, αρκετή για να γυρίσει, προτού η Μουαραίν πέσει πάνω της και της αρπάξει το βραχιόλι. Πρόσωπο με πρόσωπο, γκρεμίστηκαν μέσα στο τερ’ανγκριάλ-πόρτα. Λευκό φως κατάπιε τα πάντα.