Οι Λευκομανδίτες στις πύλες δεν έδωσαν περισσότερη προσοχή στον Ούνο απ’ όση σε όλους τους υπόλοιπους στο πλήθος που προχωρούσε με σταθερό ρυθμό, δηλαδή μια ψυχρή, καχύποπτη ματιά, ερευνητική αλλά γοργή. Ήταν αδύνατο να κάνουν κάτι παραπάνω με τόσο κόσμο που υπήρχε, και ίσως σ’ αυτό συντελούσαν και οι φρουροί με τις φολιδωτές πανοπλίες. Όχι ότι υπήρχε λόγος να κάνουν κάτι παραπάνω, παρά μόνο στο μυαλό της Νυνάβε. Το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού και το βαρύ χρυσό δαχτυλίδι του Λαν βρίσκονταν στο πουγκί της —το βαθύ ντεκολτέ του φορέματος σήμαινε ότι δεν μπορούσε να τα φορέσει με το κορδόνι στο λαιμό της — αλλά με κάποιον τρόπο περίμενε τα Τέκνα του Φωτός να καταλάβουν από ένστικτο μια γυναίκα που είχε εκπαιδευθεί στον Πύργο. Ένιωσε μεγάλη ανακούφιση όταν εκείνα τα παγερά, ασυγκίνητα βλέμματα την προσπέρασαν.
Οι στρατιώτες κοίταξαν τους δυο τους εξίσου αδιάφορα ― από τη στιγμή που ξανάσιαξε το επώμιό της. Μπορεί το αγριωπό ύφος του Ούνο να είχε κάνει τους στρατιώτες να ξανακοιτάξουν πιο γρήγορα τους Λευκομανδίτες, αλλά ο άνθρωπος δεν είχε δικαίωμα να αγριεύει. Ήταν δική της δουλειά αυτό.
Ξαναδίπλωσε άλλη μια φορά το γκρίζο μάλλινο ρούχο κι έδεσε τις άκρες του στη μέση της, Το επώμιο έκανε τον κόρφο της να διαγράφεται πιο καθαρά απ’ όσο θα ήθελε, και άφηνε κάπως ακάλυπτο το ντεκολτέ, όμως σίγουρα επέφερε σημαντική βελτίωση στο φόρεμα. Τουλάχιστον, έτσι δεν θα ανησυχούσε μήπως γλιστρούσε ξανά. Μακάρι μόνο να μην τη ζέσταινε τόσο. Ο καιρός κανονικά θα ’πρεπε να είχε αρχίσει να αλλάζει. Δεν βρίσκονταν πολύ νοτιότερα από τους Δύο Ποταμούς.
Ο Ούνο, έτσι για αλλαγή, την περίμενε υπομονετικά. Η Νυνάβε δεν ήξερε αν αυτό οφειλόταν αποκλειστικά σε λόγους ευγένειας —το σημαδεμένο πρόσωπό του παραέδειχνε υπομονετικό— όμως τελικά προχώρησαν μαζί και μπήκαν στη Σαμάρα. Στο χάος.
Παντού επικρατούσε μια οχλοβοή που δεν άφηνε να διακρίνεται κάποιος ξεχωριστός ήχος. Οι άνθρωποι συνωθούνταν στους δρόμους που ήταν στρωμένοι με τραχιές πλάκες, σχεδόν ο ένας πάνω στον άλλο, από τα καπηλειά με στέγη από λιθοκέραμα ως τους στάβλους με τις καλαμοσκεπές, από τα θορυβώδη πανδοχεία με τις απλές ζωγραφισμένες ταμπέλες, όπως Γαλάζιος Ταύρος ή Χήνα που Χορεύει ως τα μαγαζιά που οι ταμπέλες τους δεν είχαν λέξεις, μονάχα ένα μαχαίρι και ένα ψαλίδι εδώ, ένα τόπι ύφασμα εκεί, τη ζυγαριά του χρυσοχόου, το ξυράφι του κουρέα, ή ένα κανάτι ή μια λάμπα ή μια μπότα. Η Νυνάβε είδε πρόσωπα χλωμά σαν των Αντοριτών, μελαψά σαν των Θαλασσινών, άλλα καθαρά, άλλα λερωμένα, σακάκια με ψηλό γιακά, με χαμηλό γιακά, χωρίς γιακά, με μουντά χρώματα και με φανταχτερά, απλά και ολοκέντητα, τσαλακωμένα και σχεδόν ολοκαίνουρια, με στυλ που άλλοτε ήταν παράξενα και άλλοτε γνώριμα, Υπήρχε ένας με μελαχρινό διχαλωτό γένι και ασημένιες αλυσίδες στο στήθος του απλού γαλάζιου σακακιού του, δύο που είχαν τα μαλλιά πλεξούδες —άνδρες, με μια μελαχρινή πλεξούδα πάνω από κάθε αυτί που έπεφτε πιο χαμηλά από τους ώμους!― και μικρά μπρούντζινα καμπανάκια ραμμένα στα κόκκινα μανίκια των σακακιών και στις γυρισμένες άκρες από τις μπότες που έφταναν ως το μηρό τους. Απ’ όποια χώρα κι αν έρχονταν αυτοί οι δύο, δεν ήταν ανόητοι· τα μαύρα μάτια τους ήταν σκληρά, ερευνητικά σαν του Ούνο, και στη ράχη έφεραν κυρτά σπαθιά. Ένας με γυμνό στέρνο και με λαμπερό κίτρινο διαγώνιο μαντήλι, με επιδερμίδα πιο καφέ από το πολυκαιρισμένο ξύλο και με χέρια γεμάτα περίπλοκα τατουάζ, πρέπει να ήταν Θαλασσινός, αν και δεν φορούσε ούτε σκουλαρίκια ούτε κρίκους στη μύτη.
Οι γυναίκες διέφεραν εξίσου μεταξύ τους, με μαλλιά που ξεκινούσαν από το κορακίσιο μελαχρινό κι έφταναν ως ένα κιτρινόξανθο τόσο ανοιχτό, που ήταν σχεδόν λευκό, χτενισμένα σε κοτσίδες ή αφημένα να κρέμονται λυτά, κομμένα κοντά, ως τους ώμους, ως τη μέση, με φορέματα από φθαρμένο μαλλί ή από περιποιημένο λινό ή από αστραφτερό μετάξι, με γιακάδες που άγγιζαν πηγούνια με δαντέλα ή κεντητά στολίσματα, ή ντεκολτέ βαθιά σαν εκείνο που έκρυβε η Νυνάβε. Είδε μάλιστα μια Ντομανή με μπρουντζόχρωμη επιδερμίδα που φορούσε μια σχεδόν διάφανη κόκκινη εσθήτα, η οποία έφτανε ως το λαιμό της και δεν έκρυβε σχεδόν τίποτα! Αναρωτήθηκε πόσο ασφαλής θα ήταν αυτή η γυναίκα όταν έπεφτε το σκοτάδι. Ή ίσως και τώρα με τον ήλιο ακόμα στον ουρανό.
Οι Λευκομανδίτες και οι στρατιώτες στο πολύβουο μελίσσι έμοιαζαν σαστισμένοι, καθώς πάσχιζαν να προχωρήσουν με κόπο σαν όλους τους άλλους. Βοϊδάμαξες και κάρα που τα έσερναν άλογα προχωρούσαν σαν χελώνες στους δρόμους που διασταυρώνονταν ασύντακτα, βαστάζοι στρίμωχναν χειρήλατες πολυθρόνες στα πλήθη, και κάποιες σπάνιες φορές μια επίσημη άμαξα από λακαρισμένο ξύλο, που την έσερναν τέσσερα ή έξι άλογα, προχωρούσε αγκομαχώντας, ενώ ο υπηρέτης που προπορευόταν με τη λιβρέα του και οι φρουροί με τα ατσάλινα κράνη πάσχιζαν μάταια να ανοίξουν δρόμο. Μουσικοί με φλάουτα ή τσίτερ ή μπίτερν έπαιζαν στις γωνιές που δεν ήταν κατειλημμένες από ταχυδακτυλουργούς ή από ακροβάτες —η δεξιοτεχνία τους δεν θα έκανε τον Θομ ή τους Τσαβάνα να ζηλέψουν― και πάντα είχαν μαζί κάποιον άνδρα ή γυναίκα που άπλωνε ένα κύπελλο για νομίσματα. Κουρελήδες ζητιάνοι κυκλοφορούσαν ανάμεσα σ’ όλους αυτούς, τραβώντας μανίκια και απλώνοντας τα βρώμικα χέρια τους, και πλανόδιοι έμποροι κρατούσαν δίσκους που είχαν τα πάντα, από καρφίτσες και κορδέλες μέχρι αχλάδια, ενώ οι κραυγές τους χάνονταν στην αντάρα.
Την είχε πιάσει ζαλάδα όταν τελικά ο Ούνο την τράβηξε σ’ ένα στενό όπου ο όχλος φαινόταν πιο αραιός, αν και μόνο συγκριτικά. Η Νυνάβε κοντοστάθηκε για να σιάξει τα ρούχα της, που είχαν γίνει άνω-κάτω καθώς διέσχιζε το πυκνό πλήθος, και μετά τον ακολούθησε. Ήταν επίσης λιγάκι πιο ήσυχα εδώ. Δεν υπήρχαν καλλιτέχνες του δρόμου, ελάχιστοι πλανόδιοι και ζητιάνοι. Οι ζητιάνοι κρατούσαν απόσταση από τον Ούνο, ακόμα κι όταν αυτός είχε πετάξει μερικά χάλκινα νομίσματα σε μια επιφυλακτική ομάδα χαμινιών, κάτι για το οποίο η Νυνάβε δεν τους κατηγορούσε. Ο άνθρωπος δεν φαινόταν... φιλεύσπλαχνος.
Τα κτήρια της πόλης ορθώνονταν επιβλητικά πάνω απ’ αυτά τα στενάκια, παρ’ όλο που ήταν μονώροφα ή διώροφα, και βύθιζαν τους δρόμους στη σκιά. Αλλά υπήρχε ακόμα άπλετο φως στον ουρανό κι ήθελε ώρες μέχρι να σουρουπώσει. Είχε χρόνο να ξαναβρεθεί στην παράσταση. Αν χρειαζόταν. Με λίγη τύχη, μπορεί ως το ηλιοβασίλεμα να είχαν επιβιβαστεί όλοι τους σε κάποιο ποταμόπλοιο.
Η Νυνάβε τινάχτηκε, όταν ξαφνικά ήρθε μαζί τους άλλους ένας Σιναρανός, με το σπαθί στην πλάτη, το κεφάλι ξυρισμένο, εξαιρουμένου του κότσου στην κορυφή, ένας μελαχρινός λίγα μόνο χρόνια μεγαλύτερός της, Ο Ούνο τους σύστησε κοφτά κι έδωσε εξηγήσεις δίχως να βραδύνει το βήμα.
«Η ειρήνη να σου χαμογελά, Νυνάβε», είπε ο Ράγκαν, και η επιδερμίδα του μελαψού μάγουλού του διπλώθηκε γύρω από μια τριγωνική λευκή ουλή. Ακόμα και στο χαμόγελο, το πρόσωπό του ήταν σκληρό· η Νυνάβε δεν είχε ανταμώσει ποτέ της μαλακό Σιναρανό. Άμα ήσουν μαλακός, δεν επιζούσες κοντά στη Μάστιγα, κι αυτό ίσχυε και για τις γυναίκες επίσης. «Σε θυμάμαι. Τα μαλλιά σου ήταν αλλιώτικα, ε; Δεν έχει σημασία. Μην φοβάσαι. Θα σε φυλάμε ώσπου να δεις τον Μασέμα και όπου θες να πας μετά. Πρόσεχε μόνο μην αναφέρεις μπροστά του την Ταρ Βάλον». Κανένας δεν τους έριχνε δεύτερη ματιά, όμως αυτός χαμήλωσε καλού-κακού τη φωνή του. «Ο Μασέμα πιστεύει ότι ο Πύργος θα προσπαθήσει να πάρει υπό τον έλεγχο του τον Άρχοντα Δράκοντα».
Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι. Άλλος ένας ανόητος που ήθελε να την προστατεύσει. Τουλάχιστον δεν είχε προσπαθήσει να πιάσει κουβέντα μαζί της· με τη διάθεση που είχε, θα τον έπιανε στο στόμα της και θα του τα έψελνε για τα καλά, έτσι κι αυτός έλεγε το παραμικρό, έστω κι ένα σχόλιο για τη ζέστη. Ένιωθε το πρόσωπό της ιδρωμένο, κάτι διόλου παράξενο, αφού φορούσε επώμιο με τέτοιον καιρό. Ξαφνικά, θυμήθηκε τι είχε αναφέρει ο μονόφθαλμος σχετικά με τη γνώμη του Ράγκαν για τη γλώσσα της. Του έριξε μια απλή ματιά, τουλάχιστον έτσι φάνηκε στην ίδια, όμως εκείνος πήγε από την άλλη μεριά του Ούνο, σαν να έψαχνε καταφύγιο, και την κοίταξε επιφυλακτικά. Άνδρες!
Τα δρομάκια στένεψαν κι άλλο, και, παρ’ όλο που τα πέτρινα κτήρια δεξιά κι αριστερά δεν μίκρυναν, τώρα έβλεπαν συχνά τις πίσω όψεις των κτηρίων και τραχείς γκρίζους τοίχους, οι οποίοι σίγουρα έκρυβαν μονάχα μικρές αυλές. Στο τέλος, έστριψαν σε ένα σοκάκι που μόλις χωρούσε και τους τρεις δίπλα-δίπλα. Στο τέλος του, μια επίσημη άμαξα, λακαρισμένη και στολισμένη με χρυσάφι, στεκόταν περικυκλωμένη από άνδρες με φολιδωτή αρματωσιά. Πιο κοντά, ανάμεσα στη Νυνάβε και στην άμαξα, υπήρχε μαζεμένος κόσμος που τεμπέλιαζε και στις δύο πλευρές του σοκακιού. Φορούσαν σακάκια, άλλοι πιο καλά και άλλοι χειρότερα, κρατούσαν ρόπαλα οι περισσότεροι αλλά και δόρατα και σπαθιά που ποίκιλλαν όσο τα σακάκια τους. Μπορεί να ήταν καμιά συμμορία του δρόμου, αλλά οι Σιναρανοί δεν έκοψαν το βήμα τους, έτσι και η Νυνάβε συνέχισε.
«Ο δρόμος μπροστά θα είναι γεμάτος αναθεματισμένους ηλίθιους που θα θέλουν να δουν έστω και για μια στιγμή τον Μασέμα από κανένα αναθεματισμένο παράθυρο». Η φωνή του Ούνο ήταν χαμηλή, ώστε να τον ακούει μονάχα η Νυνάβε. «Ο μόνος τρόπος για να μπεις είναι από πίσω». Σιώπησε, καθώς πλησίαζαν τους άνδρες που περίμεναν και θα ακουγόταν.
Δύο απ’ αυτούς ήταν στρατιώτες με ατσάλινα κράνη με γύρο και φολιδωτά χιτώνια, με σπαθί στο γοφό και δόρυ στο χέρι, αλλά τους τρεις νεοφερμένους τους κοίταξαν εξεταστικά οι άλλοι, αγγίζοντας τα όπλα τους. Είχαν βλέμμα που σου προκαλούσε ανησυχία, προσηλωμένο, σχεδόν φλογισμένο. Αυτή τη φορά, η Νυνάβε θα ήταν ευχαριστημένη, αν έβλεπε μια τίμια χυδαία ματιά. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονταν αν ήταν γυναίκα ή άλογο.
Δίχως λέξη, ο Ούνο και ο Ράγκαν έλυσαν τις θηκαρωμένες λεπίδες από τις πλάτες τους και τις έδωσαν μαζί με τα εγχειρίδιά τους σε έναν παχουλό ανθρωπάκο που μπορεί κάποτε να ήταν μαγαζάτορας, αν έκρινε κανείς από το καλό γαλάζιο μάλλινο σακάκι του και το παντελόνι του. Τα ρούχα ήταν καλοφτιαγμένα· ήταν καθαρά, αλλά πολυφορεμένα και τσαλακωμένα, σαν να κοιμόταν μ’ αυτά ένα μήνα τώρα.
Ήταν φανερό ότι είχε αναγνωρίσει τους Σιναρανούς, και, παρ’ όλο που για μια στιγμή κοίταξε τη Νυνάβε σμίγοντας τα φρύδια, και ειδικά το μαχαίρι στη ζώνη της, τους έδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού μια στενή ξύλινη πόρτα στον πέτρινο τοίχο. Αυτό ήταν ίσως το πιο αφύσικο· κανείς τους δεν είχε βγάλει άχνα.
Από την άλλη μεριά του τοίχου υπήρχε μια αυλίτσα με αγριόχορτα που ξεπρόβαλλαν ανάμεσα στο πλακόστρωτο. Το ψηλό πέτρινο σπίτι —ένα μεγάλο, γκρίζο διώροφο με πλατιά παράθυρα, με σπειροειδή ποικίλματα στα γείσα και στα αετώματα, με πορφυρά κεραμίδια στη στέγη― πρέπει να ήταν από τα ωραιότερα της Σαμάρα. Όταν έκλεισε η πόρτα πίσω τους, ο Ράγκαν μίλησε μαλακά. «Έχουν γίνει δολοφονικές απόπειρες κατά του Προφήτη».
Η Νυνάβε δεν κατάλαβε αμέσως ότι εξηγούσε γιατί τους είχαν πάρει τα όπλα. «Μα εσείς είστε φίλοι του», διαμαρτυρήθηκε. «Ακολουθήσατε όλοι μαζί τον Ραντ στο Φάλμε». Δεν θα άρχιζε δα να τον αποκαλεί Άρχοντα Δράκοντα.
«Γι’ αυτό μας άφησαν αντί να μας κλείσουν την πόρτα κατάμουτρα», είπε ξερά ο Ούνο. «Σου είπα ότι δεν βλέπουμε τα πράγματα... όπως τα βλέπει ο Προφήτης». Η μικρή παύση και η κλεφτή ματιά που έριξε στην πύλη, για να δει μήπως τους άκουγε κανείς, έλεγαν πολλά. Νωρίτερα τον έλεγε Μασέμα. Και ο Ούνο ήταν ολοφάνερα από κείνους που δεν βάζουν εύκολα χαλινάρι στη γλώσσα.
«Πρόσεχε αυτή τη φορά τι θα πεις», της είπε ο Ράγκαν, «κι έτσι μάλλον θα βρεις τη βοήθεια που θέλεις». Εκείνη ένευσε, όσο πιο μειλίχια ήταν ανθρωπίνως δυνατόν —καταλάβαινε πότε της έλεγαν μια λογική κουβέντα, ακόμα κι αν ο Ράγκαν δεν είχε δικαίωμα να τη συμβουλεύει― και οι δύο άνδρες αντάλλαξαν ματιές γεμάτες αμφιβολίες. Έπρεπε να τους πιάσει τους δύο μαζί με τον Θομ και τον Τζούιλιν και να ρίξει σε όλους ένα γερό χέρι ξύλο.
Μπορεί το σπίτι να ήταν ωραίο, αλλά η κουζίνα ήταν σκονισμένη και άδεια, εκτός από μια κοκαλιάρα γκριζομάλλα, που το φτωχό, γκρίζο φόρεμα και η λευκή ποδιά της ήταν τα μοναδικά καθαρά πράγματα που φαίνονταν, καθώς οι τρεις περνούσαν από κει. Η γριά γυναίκα που ρουφούσε τα δόντια της, μόλις που σήκωσε το βλέμμα, ενώ ανακάτευε ένα μικρό κατσαρολάκι με σούπα σε μια μικρή φωτιά που έκαιγε σε μια από τις πλατιές πέτρινες εστίες. Δύο καταχτυπημένες κατσαρόλες κρέμονταν σε ένα μέρος που χωρούσε άλλες είκοσι, και στο πλατύ τραπέζι ήταν ακουμπισμένη μια ραγισμένη πήλινη γαβάθα σε ένα γαλάζιο λακαρισμένο δίσκο.
Πέρα από την κουζίνα, οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με μέτριας ποιότητας ταπισερί. Η Νυνάβε είχε ακονίσει το βλέμμα της τον τελευταίο χρόνο, και τα γλέντια που απεικόνιζαν, οι σκηνές κυνηγιού με ελάφια, αρκούδες και αγριόχοιρους, ήταν απλώς καλές, τίποτα το εξαιρετικό. Στους διαδρόμους υπήρχαν καρέκλες και τραπέζια και ντουλάπια, από σκούρο λακαρισμένο ξύλο με κόκκινες πινελιές, δουλεμένα με σεντέφι. Οι ταπισερί και τα έπιπλα ήταν και αυτά σκονισμένα, και τα ερυθρόλευκα πλακάκια του δαπέδου είχαν σκουπιστεί τεμπέλικα από κάποιον. Ιστοί αράχνης στόλιζαν τις γωνιές και τα περιζώματα στο ψηλό γύψινο ταβάνι.
Δεν φάνηκαν άλλοι υπηρέτες —ούτε και κανένας άλλος― παρά μόνο όταν έφτασαν σε έναν ξερακιανό τύπο καθισμένο στο πάτωμα πλάι σε μια ανοιχτή πόρτα, με βρώμικο κόκκινο σακάκι που του ήταν πολύ φαρδύ και παράταιρο με το βρώμικο πουκάμισο και το τριμμένο μάλλινο παντελόνι. Η μια μισοδιαλυμένη μπότα του είχε μια μεγάλη τρύπα στη σόλα· ένα δάχτυλο ξεπρόβαλλε από μια τρύπα της άλλης. Ο άνθρωπος σήκωσε ένα χέρι, μουρμουρίζοντας, «Το Φως να σας φωτίζει, και δοξασμένο το όνομα του Άρχοντα Δράκοντα;» Το είπε σαν να ’ταν ερώτηση, κάνοντας ένα μορφασμό απορίας με το στενό πρόσωπό του, που ήταν άπλυτο σαν το πουκάμισό του, αλλά μετά συνέχισε να μιλά με τον ίδιο τρόπο. «Ο Προφήτης δεν μπορεί να ενοχληθεί τώρα; Είναι απασχολημένος; Θα πρέπει να περιμένετε λιγάκι;» Ο Ούνο ένευσε υπομονετικά και ο Ράγκαν έγειρε στον τοίχο· τα είχαν ξαναπεράσει αυτά.
Η Νυνάβε δεν ήξερε τι να περιμένει από τον Προφήτη, ούτε και τώρα που ήξερε ποιος ήταν, αλλά σίγουρα δεν περίμενε τη βρώμα. Η σούπα μύριζε λάχανο και πατάτες, φαγητό ανάρμοστο για τον άνθρωπο που είχε κάνει μια ολόκληρη πόλη να χορεύει μπροστά του. Και υπήρχαν μόνο δυο υπηρέτες, που έμοιαζαν να έχουν έρθει από τις χειρότερες τρώγλες εκτός της πόλης.
Ο κοκαλιάρης φρουρός, αν ήταν φρουρός —δεν είχε όπλο· ίσως δεν ήταν έμπιστος ούτε κι αυτός― δεν έφερε αντίρρηση όταν η Νυνάβε πλησίασε για να κοιτάξει από την πόρτα. Ο άνδρας και η γυναίκα που βρίσκονταν εκεί μέσα ήταν ολότελα διαφορετικοί μεταξύ τους. Ο Μασέμα είχε ξυρίσει και τον κότσο της κορυφής του κεφαλιού του, και το σακάκι του ήταν από απλό καφέ μαλλί, όλο ζάρες μα καθαρό, μόλο που οι μπότες του, οι οποίες έφταναν ως το γόνατο, ήταν τριμμένες. Τα μάτια που ήταν χωμένα βαθιά στις κόγχες τους έκαναν βλοσυρή τη μονίμως ξινισμένη έκφρασή του, και μια ουλή σχημάτιζε ένα χλωμό τρίγωνο στο μελαψό μάγουλό του, που ήταν σχεδόν πανομοιότυπο με εκείνο που είχε ο Ράγκαν, αν και είχε ξεθωριάσει κάπως από τα χρόνια και ήταν λιγάκι πιο κοντά στο μάτι. Η γυναίκα φορούσε κομψό χρυσοκέντητο φόρεμα από γαλάζιο μετάξι, ήταν σχεδόν μεσήλικη, και αρκετά όμορφη, παρ’ όλο που η μύτη της ήταν κάπως πιο μακριά απ’ όσο επέτρεπαν τα πρότυπα του κάλλους. Φορούσε ένα απλό γαλάζιο διχτάκι στο κεφάλι που μάζευε τα μελαχρινά μαλλιά της και τα άφηνε να χυθούν σχεδόν ως τη μέση της, όμως είχε ένα πλατύ περιδέραιο από χρυσάφι και φλογόσταλες με ταιριαστό βραχιόλι, και δαχτυλίδια με πολύτιμους λίθους στόλιζαν σχεδόν κάθε δάχτυλο των χεριών της. Ενώ ο Μασέμα έμοιαζε έτοιμος να χιμήξει σε κάτι με τα δόντια του γυμνωμένα, αυτή στεκόταν με μεγαλοπρεπή άνεση και χάρη.
«...τόσοι σε ακολουθούν όπου πηγαίνεις», του έλεγε, «που η τάξη εξανεμίζεται όταν φτάνεις. Οι άνθρωποι δεν είναι ασφαλείς, ούτε και οι περιουσίες τους―»
«Ο Άρχοντας Δράκοντας έχει κόψει τα δεσμά των νόμων, τα δεσμά που θέσπισαν θνητοί και θνητές». Η φωνή του Μασέμα ήταν παθιασμένη, αλλά είχε ένταση, όχι θυμό. «Οι Προφητείες λένε ότι ο Άρχοντας Δράκοντας θα κόψει τις αλυσίδες που μας δένουν, κι έτσι έγινε. Το φέγγος του Άρχοντα Δράκοντα θα μας προστατεύσει από τη Σκιά».
«Δεν είναι η Σκιά αυτό που μας απειλεί εδώ, αλλά οι πορτοφολάδες και οι ελαφροχέρηδες και οι ταραξίες. Μερικοί απ’ αυτούς που σε ακολουθούν —πολλοί― πιστεύουν ότι μπορούν να παίρνουν ό,τι θέλουν από τους άλλους χωρίς άδεια ή πληρωμή».
«Θα υπάρξει δικαιοσύνη στο επέκεινα, όταν ξαναγεννηθούμε. Είναι άχρηστες οι έγνοιες για τον κόσμο αυτό. Πολύ καλά όμως. Αφού επιθυμείς επίγεια δικαιοσύνη» —το χείλος του στράβωσε περιφρονητικά― «να ποια θα είναι. Από δω και στο εξής, αν ένας άνδρας κλέβει, θα του κόβουν το χέρι. Ο άνδρας που θα ασχημονεί σε γυναίκα ή που θα προσβάλει την τιμή της ή που θα διαπράττει φόνο, θα κρεμιέται. Η γυναίκα που θα κλέβει ή θα διαπράττει φόνο, θα μαστιγώνεται. Όποιος κατηγορήσει και βρει δώδεκα να συμφωνήσουν, τελείωσε. Ας γίνει έτσι».
«Ό,τι πεις, βεβαίως», μουρμούρισε η γυναίκα. Το πρόσωπό της έδειχνε ακόμα μια απόμακρη χάρη, όμως φαινόταν ταραγμένη. Η Νυνάβε δεν ήξερε τι όριζαν οι Γκεαλντανοί νόμοι, αλλά δεν πίστευε να ήταν τόσο απλοί. Η γυναίκα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Υπάρχει ακόμα το θέμα των τροφίμων. Είναι δύσκολο να ταΐσουμε τόσους πολλούς».
«Κάθε άνδρας, γυναίκα και παιδί που έρχεται στον Άρχοντα Δράκοντα πρέπει να έχει την κοιλιά γεμάτη. Έτσι πρέπει να γίνει! Όπου βρίσκεις χρυσάφι, βρίσκεις και τροφή, και υπάρχει πάρα πολύ χρυσάφι στον κόσμο. Πολλή έγνοια για το χρυσάφι». Ο Μασέμα γύρισε το πρόσωπο θυμωμένα. Δεν ήταν θυμωμένος με τη γυναίκα, αλλά γενικά. Έμοιαζε να ψάχνει εκείνους που νοιάζονταν για το χρυσάφι, ώστε να εξαπολύσει την οργή του πάνω τους. «Ο Άρχοντας Δράκοντας Αναγεννήθηκε. Η Σκιά κρέμεται πάνω από τον κόσμο, και μόνο ο Άρχοντας Δράκοντας μπορεί να μας σώσει. Μόνο η πίστη στον Άρχοντα Δράκοντα, η υποταγή και η υπακοή στο λόγο του Άρχοντα Δράκοντα. Τα υπόλοιπα είναι άχρηστα, ακόμα κι όταν δεν είναι βλάσφημα».
«Ευλογημένο να είναι το όνομα του Άρχοντα Δράκοντα στο Φως». Έμοιαζε να είναι τελετουργική απόκριση. «Δεν είναι πια απλώς ζήτημα χρυσαφιού, Άρχοντα Προφήτη μου. Το να βρούμε και να μεταφέρουμε τρόφιμα σε επαρκείς―»
«Δεν είμαι άρχοντας», τη διέκοψε αυτός ξανά, και τώρα ήταν θυμωμένος. Έγειρε προς τη γυναίκα, με αφρισμένο σάλιο στα χείλη, και παρ’ όλο που η έκφρασή της δεν άλλαξε, τα χέρια της συσπώνταν σαν να ήθελε να σφίξει το φόρεμα της. «Δεν υπάρχει άλλος άρχοντας εκτός από τον Άρχοντα Δράκοντα, στον οποίο ενοικεί το Φως, κι εγώ είμαι μονάχα μια ταπεινή φωνή του Άρχοντα Δράκοντα. Μην το ξεχνάς αυτό! Είτε μεγάλοι είτε ταπεινοί, οι βλάσφημοι θα τιμωρηθούν!»
«Συγχώρεσέ με», μουρμούρισε η βαρύτιμα στολισμένη γυναίκα, απλώνοντας τα φουστάνια της με μια γονυκλισία που άρμοζε σε αυλή βασίλισσας. «Όπως το λες είναι, φυσικά. Δεν υπάρχει άρχοντας, παρά μόνο ο Άρχοντας Δράκοντας, κι εγώ είμαι μια απλή πιστή του Άρχοντα Δράκοντα —ευλογημένο να είναι το όνομα του Άρχοντα Δράκοντα― που έρχεται για τη σοφία και την καθοδήγηση του Προφήτη».
Ο Μασέμα, σκουπίζοντας το στόμα με τη ράχη της παλάμης, μίλησε ξαφνικά με ψυχρό τόνο. «Πολύ χρυσάφι φορείς. Μην σε πλανεύουν τα επίγεια αγαθά. Το χρυσάφι είναι ασήμαντο. Ο Άρχοντας Δράκοντας είναι το παν».
Εκείνη αμέσως άρχισε να τρυγά τα δαχτυλίδια από τα δάχτυλα, και προτού βγάλει το δεύτερο, ο ξερακιανός είχε βρεθεί στο πλευρό της, είχε βγάλει ένα πουγκί από την τσέπη του σακακιού του και της το έτεινε να τα ρίξει μέσα. Μετά τα δαχτυλίδια, ακολούθησαν το βραχιόλι και το περιδέραιο.
Η Νυνάβε κοίταξε τον Ούνο και σήκωσε το φρύδι της.
«Κάθε πέννα πάει στους φτωχούς», της είπε με χαμηλή φωνή που μόλις έφτασε στο αυτί της, «ή σε κάποιον που έχει ανάγκη. Αν δεν του είχε δώσει το σπίτι της μια εμπόρισσα, θα έμενε σε κανέναν καμένο στάβλο ή σε καμιά από τις παράγκες που είναι έξω από την πόλη».
«Ακόμα και το φαγητό του είναι δώρο», είπε εξίσου χαμηλόφωνα ο Ράγκαν. «Κάποτε του έφερναν φαγητά από κείνα που τρώνε οι βασιλιάδες, ώσπου έμαθαν ότι τα έδινε όλα και κρατούσε μόνο λίγο ψωμί και σούπα ή βραστό, Δεν πίνει σχεδόν καθόλου κρασί τώρα».
Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι. Ήταν κι αυτός ένας τρόπος να βρεις χρήματα για τους φτωχούς. Απλώς έκλεβες απ’ όσους δεν ήταν φτωχοί. Φυσικά, έτσι στο τέλος όλοι θα κατέληγαν φτωχοί, αλλά μπορεί για ένα διάστημα να είχε επιτυχία. Αναρωτήθηκε αν ο Ούνο και ο Ράγκαν τα ήξεραν όλα. Οι άνθρωποι που ισχυρίζονταν ότι μάζευαν χρήματα για τους άλλους, είχαν τη συνήθεια να αφήνουν αρκετά να μαζευτούν στη δική τους τσέπη, ή, σε άλλες περιπτώσεις, τους άρεσε η εξουσία που τους χάριζε το να μοιράζουν χρήματα, τους άρεσε παραπάνω απ’ όσο έπρεπε. Η Νυνάβε είχε καλύτερη γνώμη γι’ αυτόν που έδινε ένα χάλκινο από το δικό του πουγκί παρά γι’ αυτόν που άρπαζε μια χρυσή κορώνα από το πουγκί κάποιου άλλου. Και δεν έτρεφε την παραμικρή συμπάθεια για τους ανόητους που εγκατέλειπαν τα αγροκτήματα και τα μαγαζιά τους για να ακολουθήσουν αυτόν τον... αυτόν τον Προφήτη, χωρίς να έχουν ιδέα πού θα έβρισκαν να φάνε αύριο.
Στο δωμάτιο, η γυναίκα έκλινε το γόνυ στον Μασέμα ακόμα πιο βαθιά από πριν, απλώνοντας τα φουστάνια της και σκύβοντας το κεφάλι. «Μέχρι να ξανάχω την τιμή να δεχθώ τα λόγια και τις συμβουλές του Προφήτη. Το όνομα του Άρχοντα Δράκοντα να είναι ευλογημένο στο Φως».
Ο Μασέμα της έκανε αφηρημένα νόημα να φύγει, έχοντας σχεδόν ξεχάσει ότι ήταν εκεί. Είχε δει τους άλλους στο διάδρομο και τους κοίταζε μ’ όση περισσότερη ευχαρίστηση μπορούσε να δείξει το αυστηρό πρόσωπό του. Που δεν ήταν και πολλή. Η γυναίκα βγήκε με μεγάλες δρασκελιές και φάνηκε να μην προσέχει καν την ύπαρξη της Νυνάβε και των δύο ανδρών. Η Νυνάβε κοίταξε ξεφυσώντας τον ξερακιανό με το κόκκινο σακάκι που τους έκανε βιαστικά νόημα να μπούνε. Η γυναίκα κατάφερνε πολύ καλά να δίνει αριστοκρατική εντύπωση, ειδικά αν σκεφτόσουν ότι μόλις είχαν απαιτήσει απ’ αυτή να δώσει τα κοσμήματά της.
Ο ξερακιανός γύρισε στη θέση του πλάι στην πόρτα, καθώς οι άλλοι τρεις άνδρες έδιναν τα χέρια με τον τρόπο των Μεθοριτών, σφίγγοντας ο ένας τον πήχυ του άλλου.
«Η ειρήνη να χαμογελά στο σπαθί σου», είπε ο Ούνο, και ο Ράγκαν τον μιμήθηκε.
«Η ειρήνη να χαμογελά στον Άρχοντα Δράκοντα», ήταν η απάντηση, «και το Φως του να μας φωτίζει όλους». Η ανάσα της Νυνάβε σκάλωσε στο λαιμό της. Δεν υπήρχε αμφιβολία τι εννοούσε· ο Άρχοντας Δράκοντας ήταν η πηγή του Φωτός. Κι είχε το θράσος να μιλάει για τη βλασφημία άλλων! «Ήρθατε επιτέλους στο Φως;»
«Περπατούμε στο Φως», είπε ο Ράγκαν με προσοχή. «Όπως πάντα». Ο Ούνο έμεινε σιωπηλός, με το πρόσωπό του ανέκφραστο.
Η κούραση και η καρτερικότητα έπαιξαν ένα παράξενο παιχνίδι στα αυστηρά χαρακτηριστικά του Μασέμα. «Δεν υπάρχει δρόμος για το Φως παρά μόνο μέσω του Άρχοντα Δράκοντα. Θα δείτε την οδό και την αλήθεια στο τέλος της, διότι είδατε τον Άρχοντα Δράκοντα, και μόνο οι ψυχές που τις έχει καταπιεί η Σκιά μπορούν να δουν χωρίς να πιστέψουν. Εσείς δεν είστε τέτοιοι. Θα πιστέψετε».
Παρά τη ζέστη και το μάλλινο επώμιο, η Νυνάβε ένιωσε μια ανατριχίλα ν’ ανηφορίζει τα χέρια της. Η φωνή του ανθρώπου αυτού ήταν γεμάτη από απόλυτη πεποίθηση, και τώρα που ήταν κοντά του έβλεπε ένα λαμπύρισμα στα σχεδόν κατάμαυρα μάτια του που γειτόνευε με την τρέλα. Ο Μασέμα έστρεψε εκείνα τα μάτια πάνω της, και τα γόνατά της μούδιασαν. Μπροστά του, ο πιο λυσσασμένος Λευκομανδίτης που είχε δει ποτέ της έμοιαζε πράος. Οι άλλοι στο σοκάκι ήταν ωχρή απομίμηση του αφέντη τους.
«Εσύ, γυναίκα. Είσαι έτοιμη να έρθεις στο Φως του Άρχοντα Δράκοντα, εγκαταλείποντας αμαρτία και σάρκα;»
«Περπατώ στο Φως όσο καλύτερα μπορώ». Εκνευρίστηκε όταν έπιασε τον εαυτό της να μιλά με προσοχή σαν τον Ράγκαν. Αμαρτία; Μα ποιος νόμιζε πως ήταν;
«Είσαι δοσμένη στη σάρκα». Το βλέμμα του Μασέμα έκαιγε, καθώς άγγιζε το κόκκινο φόρεμά της και το επώμιο που ήταν σφιχτοτυλιγμένο γύρω της.
«Τι εννοείς δηλαδή μ’ αυτό;» Τα μάτια του Ούνο πλάτυναν απ’ την έκπληξη, και ο Ράγκαν της έκανε μικρά νοήματα να κλείσει το στόμα της, όμως της Νυνάβε θα της ήταν εξίσου αδύνατο να σταματήσει όσο και να πετάξει. «Νομίζεις ότι έχεις δικαίωμα να μου πεις πώς να ντύνομαι;» Προτού καλά-καλά συνειδητοποιήσει τι έκανε, είχε λύσει το επώμιο και το είχε φορέσει στους αγκώνες της· ούτως ή άλλως έκανε πολλή ζέστη. «Κανένας άνδρας δεν έχει τέτοιο δικαίωμα, ούτε για μένα ούτε για καμία άλλη γυναίκα! Αν θελήσω να βγω γυμνή, δεν θα ήταν δική σου δουλειά!»
Ο Μασέμα έμεινε να μελετά τον κόρφο της για μια στιγμή —δεν υπήρχε ίχνος θαυμασμού στα βαθιά μάτια του, μονάχα καυστική περιφρόνηση― και μετά σήκωσε το βλέμμα εκείνο στο πρόσωπό της. Το πραγματικό και το ζωγραφισμένο μάτι του Ούνο τώρα ήταν ασορτί, καθώς κοίταζαν σκυθρωπά το τίποτα, και ο Ράγκαν έκανε ένα μορφασμό, καθώς σίγουρα μουρμούριζε κάτι με το νου του.
Η Νυνάβε ξεροκατάπιε. Αντί να φυλαχτεί, είχε αφήσει τη γλώσσα λυτή. Για πρώτη ίσως φορά στη ζωή της, μετάνιωνε πραγματικά που είχε πει αυτό που είχε στο μυαλό χωρίς πρώτα να το σκεφτεί. Αν αυτός ο άνθρωπος μπορούσε να διατάξει να κόψουν τα χέρια κάποιων, να διατάξει να κρεμάσουν κόσμο, με μια χαζή επίφαση δίκης μονάχα, ποιος ήξερε για τι άλλα πράγματα θα ήταν ικανός; Η Νυνάβε αισθάνθηκε ότι ήταν αρκετά θυμωμένη ώστε να διαβιβάσει.
Αλλά, αν διαβίβαζε... Αν ήταν πράγματι στη Σαμάρα η Μογκέντιεν ή οι Μαύρες αδελφές... Αλλά, αν δεν διαβιβάσω...! Ήθελε πολύ να τυλιχτεί πάλι με το επώμιο, μέχρι το πηγούνι της. Όχι όμως τώρα που την κοίταζε αυτός. Κάτι στο βάθος του μυαλού της της φώναζε να μην είναι τόσο βλάκας —μόνο οι άνδρες άφηναν την περηφάνια τους να υπερβεί την κοινή λογική― αλλά αντάμωσε με θάρρος το βλέμμα του, έστω κι αν αναγκάστηκε να ξεροκαταπιεί ξανά.
Το χείλος του στράβωσε. «Αυτά τα ρούχα τα φοράνε για να μαυλίσουν τον άνδρα, για κανένα άλλο λόγο». Η Νυνάβε δεν καταλάβαινε πώς μπορούσε η φωνή του να είναι τόσο φλογερή και τόσο παγωμένη ταυτοχρόνως «Οι σκέψεις της σάρκας αποσπούν το νου από τον Άρχοντα Δράκοντα και το Φως. Σκέφτηκα να απαγορεύσω τα φορέματα που τραβούν τα ανδρικά βλέμματα και μυαλά. Οι γυναίκες που σπαταλούν τον καιρό τους πλανεύοντας άνδρες, και οι άνδρες που πλανεύουν γυναίκες, θα τιμωρηθούν μέχρι να καταλάβουν ότι η χαρά μπορεί να βρεθεί μόνο στον τέλειο στοχασμό του Άρχοντα Δράκοντα και του Φωτός». Δεν την κοίταζε πια. Το σκοτεινό, πυρωμένο βλέμμα τη διαπερνούσε και έβλεπε κάτι μακρινό. «Τα καπηλειά και τα μέρη που πουλάνε ποτό, κι όλα τα μέρη που αποσπούν τους ανθρώπους από τους τέλειους στοχασμούς τους, ας κλείσουν, ας καούν ως τα θεμέλια. Σύχναζα σε τέτοια μέρη τον καιρό της αμαρτίας μου, αλλά τώρα μετανιώνω εκ βάθους καρδίας, όπως θα ’πρεπε να μετανιώσουν όλοι για τα ανομήματά τους. Υπάρχει μονάχα ο Άρχοντας Δράκοντας και το Φως! Όλα τα άλλα είναι ψευδαίσθηση, δόκανο που έστησε η Σκιά!»
«Αυτή είναι η Νυνάβε αλ’Μεάρα», είπε γοργά ο Ούνο στην πρώτη παύση που έκανε ο Μασέμα για να ανασάνει. «Από το Πεδίο του Έμοντ, στους Δύο Ποταμούς, απ’ όπου ήρθε ο Άρχοντας Δράκοντας». Ο Μασέμα γύρισε αργά το κεφάλι προς τον μονόφθαλμο και η Νυνάβε έσπευσε να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία για να ξαναβάλει στο επώμιο όπως το είχε πριν. «Ήταν στο Φαλ Ντάρα με τον Άρχοντα Δράκοντα, και στο Φάλμε. Ο Άρχοντας Δράκοντας την έσωσε στο Φάλμε. Ο Άρχοντας Δράκοντας τη νοιάζεται σαν μητέρα του».
Άλλοτε θα του τα έψελνε για τα καλά, και ίσως να του έστριβε το αυτί. Ο Ραντ κατ’ αρχάς δεν την είχε σώσει —δεν είχε γίνει ακριβώς έτσι― και έπειτα ήταν μόνο μερικά χρόνια μεγαλύτερή του. Ακούς εκεί, σαν μητέρα του! Ο Μασέμα στράφηκε πάλι προς το μέρος της. Το φως ζηλωτή που έκαιγε στα μάτια του πριν, δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’ αυτό που είχε τώρα. Τα μάτια του σχεδόν έλαμπαν.
«Η Νυνάβε. Ναι». Η φωνή του τάχυνε. «Ναι! Θυμάμαι το όνομά σου, και το πρόσωπό σου. Είσαι ευλογημένη ανάμεσα στις γυναίκες, Νυνάβε αλ’Μεάρα, περισσότερο απ’ όλες εκτός από την ευλογημένη μητέρα του Άρχοντα Δράκοντα, διότι παρακολούθησες τον Άρχοντα Δράκοντα να μεγαλώνει». Την άρπαξε από τα μπράτσα και τα σκληρά του δάχτυλα χώθηκαν στη σάρκα της πονώντας την, αλλά αυτός δεν έδειξε να το καταλαβαίνει. «Θα μιλήσεις στα πλήθη για την παιδική ηλικία του Άρχοντα Δράκοντα, για τα πρώτα λόγια της σοφίας του, για τα θαύματα που τον συνόδευαν. Το Φως σε έστειλε εδώ για να υπηρετήσεις τον Άρχοντα Δράκοντα».
Αυτή δεν ήξερε τι να πει. Ποτέ της δεν είχε δει να συμβαίνουν θαύματα κοντά στον Ραντ. Είχε ακούσει για πράγματα στο Δάκρυ, αλλά δεν μπορούσες να πεις θαύματα αυτά που κάνουν οι τα’βίρεν. Δεν ήταν ίδιο πράγμα. Ακόμα κι αυτό που είχε γίνει στο Φάλμε είχε μια λογική εξήγηση. Πάνω-κάτω. Όσο για λόγια σοφίας, τα πρώτα τέτοια που είχε ακούσει απ’ αυτόν ήταν η υπόσχεση ότι δεν θα ξαναπετούσε πέτρα σε κανέναν, που τα είχε πει αφού πρώτα τον είχε δείρει στον πισινό. Κατά τη γνώμη της, δεν είχε ακούσει έκτοτε από το στόμα του κάτι που να μπορείς να το θεωρήσεις σοφό. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα κι αν ο Ραντ έδινε συνετές συμβουλές από την κούνια του, ακόμα κι αν είχαν φανεί κομήτες τη νύχτα και οράματα στον ουρανό την ημέρα, η Νυνάβε και πάλι δεν θα έμενε μαζί μ’ αυτόν εδώ τον τρελό.
«Πρέπει να κατέβω το ποτάμι», είπε με προσοχή. «Για να τον βρω. Τον Άρχοντα Δράκοντα». Η ονομασία αυτή της έκαιγε τη γλώσσα, τόσο σύντομα μετά την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό της, όμως, όπως φαινόταν, στον Προφήτη δεν αρκούσε ένα απλό «αυτός» για να αναφερθεί κάποιος στον Ραντ. Φέρομαι λογικά. Αυτό είναι όλο. «Ο άνδρας είναι βελανιδιά, η γυναίκα ιτιά», έλεγε το ρητό. Η βελανιδιά τα βάζει με τον άνεμο και σπάει, η ιτιά λυγίζει, όταν πρέπει, και ζει. Αυτό δεν σήμαινε ότι έπρεπε να της αρέσει όταν λύγιζε. «Εκείνος... ο Άρχοντας Δράκοντας... είναι στο Δάκρυ. Ο Άρχοντας Δράκοντας με κάλεσε εκεί».
«Στο Δάκρυ». Ο Μασέμα πήρε τα χέρια του κι εκείνη έτριψε κρυφά τα μπράτσα της. Άδικα όμως· ο Μασέμα έμοιαζε να κοιτάζει ξανά κάτι που δεν φαινόταν. «Ναι, το άκουσα». Απευθυνόταν σε κάτι που δεν έβλεπε, ή μονολογούσε. «Όταν ταχθεί στο πλευρό του Άρχοντα Δράκοντα η Αμαδισία, όπως έχει κάνει και η Γκεάλνταν, θα οδηγήσω τους ανθρώπους στο Δάκρυ, για να τους λούσει το φέγγος του Άρχοντα Δράκοντα. Θα στείλω μαθητές να. διαδώσουν τα νέα του Άρχοντα Δράκοντα σ’ ολόκληρο το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν, στη Σαλδαία και στο Κάντορ και στις Μεθόριες, στο Άντορ, και θα οδηγήσω τους ανθρώπους να γονατίσουν στα πόδια του Άρχοντα Δράκοντα».
«Σοφό σχέδιο... ε... ω Προφήτη του Άρχοντα Δράκοντα». Ήταν το πιο χαζό σχέδιο που είχε ακούσει. Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν θα πετύχαινε. Για κάποιο λόγο, τα χαζά σχέδια συχνά πετύχαιναν, όταν τα κατάστρωναν άνδρες. Ο Ραντ μπορεί να το διασκέδαζε, αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι γονάτιζαν μπροστά του, με την προϋπόθεση πως διέθετε έστω και τη μισή αλαζονεία απ’ αυτή που ισχυριζόταν η Εγκουέν. «Αλλά δεν μπορούμε... δεν μπορώ να περιμένω. Έχω κληθεί, και όταν μας καλεί ο Άρχοντας Δράκοντας, εμείς οι θνητοί υπακούμε». Κάποια μέρα θα έστριβε το αυτί του Ραντ, που ήταν υποχρεωμένη να λέει τέτοια πράγματα! «Πρέπει να βρω πλοίο που να πηγαίνει κατάντη».
Ο Μασέμα έμεινε να την κοιτάζει τόση ώρα, που η Νυνάβε άρχισε να νιώθει νευρικότητα. Ιδρώτας κύλησε στην πλάτη της και ανάμεσα στα στήθη της, και δεν ήταν μόνο από τη ζέστη. Η ματιά εκείνη θα έκανε και τη Μογκέντιεν να ιδρώσει.
Τελικά ο Μασέμα ένευσε, και το πύρινο βλέμμα του ζηλωτή χάθηκε από τα μάτια του αφήνοντας μόνο τη συνηθισμένη αυστηρότητα και τη βλοσυρή όψη. «Ναι», αναστέναξε. «Αφού κλήθηκες, πρέπει να πας. Πήγαινε με το Φως, και στο Φως. Ντύσου πιο αξιοπρεπώς —αυτοί που ήταν κοντινοί του Άρχοντα Δράκοντα πρέπει να είναι πιο ενάρετοι απ’ όλους― και στοχάσου για τον Άρχοντα Δράκοντα και το Φως του».
«Κανένα ποταμόπλοιο;» επέμεινε η Νυνάβε. «Σίγουρα ξέρεις πότε έρχονται πλοία στη Σαμάρα ή στα χωριά πλάι στο ποτάμι. Αν μου πεις πού μπορώ να βρω, το ταξίδι μου θα είναι πιο... γοργό». Θα έλεγε «πιο άνετο», αλλά δεν φανταζόταν ότι θα είχε σημασία γι’ αυτόν.
«Δεν ασχολούμαι με τέτοια πράγματα», είπε εκείνος πειραγμένος. «Όμως έχεις δίκιο. Όταν προστάζει ο Άρχοντας Δράκοντας, πρέπει να παρουσιάζεσαι αμέσως. Θα ρωτήσω. Αν μπορεί να βρεθεί πλοίο, κάποιος κάποια στιγμή θα μου το πει». Το βλέμμα του στράφηκε στους δύο άνδρες. «Φροντίστε να είναι ασφαλής ως τότε. Αν επιμένει να ντύνεται μ’ αυτόν τον τρόπο, θα προσελκύσει άνδρες με ρυπαρές σκέψεις. Πρέπει να προστατεύεται, σαν χαμένο παιδί, μέχρι να ξαναβρεθεί στο πλάι του Άρχοντα Δράκοντα».
Η Νυνάβε δάγκωσε τη γλώσσα της. Ιτιά, όχι βελανιδιά, εκεί που χρειαζόταν ιτιά. Κατάφερε να κρύψει την ενόχλησή της πίσω από ένα χαμόγελο που έδειχνε όλη την ευγνωμοσύνη που θα ήθελε αυτός ο ανόητος. Ήταν όμως επικίνδυνος ανόητος. Δεν έπρεπε να το ξεχνά αυτό.
Ο Ούνο και ο Ράγκαν τον αποχαιρέτησαν γοργά, σφίγγοντας πάλι τους πήχεις, κι έβγαλαν βιαστικά έξω τη Νυνάβε, βάζοντας την ανάμεσά τους, σαν να θεωρούσαν ότι για κάποιο λόγο έπρεπε να τη φυγαδεύσουν γρήγορα από τον Μασέμα. Εκείνος φάνηκε να τους ξεχνά προτού βγουν από την πόρτα· ήδη κοίταζε τον ξερακιανό που περίμενε πλάι σ’ έναν σωματώδη τύπο με σακάκι αγρότη, ο οποίος κρατούσε και τσαλάκωνε ένα καπέλο στα χοντρά του χέρια, με δέος να προβάλλει στο πλατύ του πρόσωπο.
Η Νυνάβε δεν είπε κουβέντα, καθώς προχωρούσαν στην κουζίνα, όπου η γκριζομάλλα ρουφούσε τα δόντια της και ανακάτευε τη σούπα σαν να μην είχε σαλέψει καθόλου τόση ώρα. Κράτησε το στόμα της κλειστό, ενώ εκείνοι ξανάπαιρναν τα όπλα τους, κλειστό μέχρι που βγήκαν από το δρομάκι και βρέθηκαν σε έναν άλλο, σχετικά πλατύ δρόμο. Τότε γύρισε και τα έβαλε μαζί τους, κουνώντας το δάχτυλό της εναλλάξ κάτω από τις μύτες τους. «Πώς τολμάτε να με τραβολογάτε έτσι από κει!» Οι περαστικοί χαμογέλασαν —οι άνδρες πικρά, οι γυναίκες επιδοκιμαστικά― αν και κανείς τους δεν μπορεί να είχε την παραμικρή ιδέα για το τι συνέβαινε. «Σε πέντε λεπτά θα τον είχα πείσει να μας βρει πλοίο σήμερα! Αν ξανακουμπήσει ποτέ χέρι πάνω μου―» Ο Ούνο ξεφύσηξε τόσο δυνατά, που εκείνη έπαψε έκπληκτη να μιλά.
«Πέντε καμένα λεπτά ακόμα, και ο Μασέμα θα είχε ακουμπήσει χέρι πάνω σου, που να καεί. Ή μάλλον θα έλεγε ότι έτσι έπρεπε να γίνει, και τότε κάποιος καμένος θα το έκανε! Όταν λέει ότι κάτι πρέπει να γίνει, πάντα βρίσκονται πενήντα καμένα χέρια, ή εκατό, ή και χίλια, αν χρειαστεί, για να το κάνουν!» Προχώρησε με μεγάλα βήματα στο δρόμο, με τον Ράγκαν στο πλευρό του, και η Νυνάβε αναγκάστηκε να τους ακολουθήσει, αλλιώς θα έμενε μόνη της. Ο Ούνο προχωρούσε σαν να ήξερε ότι η άλλη θα τους ακολουθούσε. Η Νυνάβε παραλίγο θα πήγαινε απ’ αλλού για να του αποδείξει ότι έκανε λάθος. Το ότι τον ακολουθούσε δεν είχε να κάνει με το φόβο ότι θα χανόταν σε κείνο το λαβύρινθο. Θα έβρισκε την έξοδο. Κάποια στιγμή. «Είχε βάλει να μαστιγώσουν —να μαστιγώσουν!― έναν Άρχοντα του Υψηλού Συμβουλίου του Στέμματος, επειδή είχε υψώσει τη φωνή του, και δεν την είχε υψώσει ούτε στο μισό απ’ όσο σήμερα εσύ», μούγκρισε ο μονόφθαλμος. «Είπε ότι ο άλλος χλεύαζε το λόγο του Άρχοντα Δράκοντα. Ειρήνη μου! Αν είναι δυνατόν να ρωτάς τι καμένο δικαίωμα έχει να σου σχολιάζει τα ρούχα! Για μερικά λεπτά καλά τα πήγες, αλλά είδα το πρόσωπό σου στο τέλος. Που να καεί, ήσουν έτοιμη να τον πιάσεις πάλι από τα μούτρα. Το μόνο χειρότερο που θα μπορούσες να κάνεις θα ήταν να πεις το καμένο το όνομα του Άρχοντα Δράκοντα. Ο Μασέμα λέει ότι είναι βλασφημία. Καλύτερα να ονοματίσεις τον Σκοτεινό».
Ο κότσος στην κορυφή του κεφαλιού του Ράγκαν τινάχτηκε, καθώς αυτός ένευε. «Θυμάσαι την Αρχόντισσα Μπελόμε, Ούνο; Νυνάβε, όταν έφτασαν οι πρώτες φήμες από το Δάκρυ που ονομάτιζαν τον Άρχοντα Δράκοντα, η Μπελόμε είπε κάτι για “εκείνον τον Ραντ αλ’Θόρ” μπροστά στον Μασέμα, και εκείνος ζήτησε τσεκούρι και κούτσουρο χωρίς να κάτσει να το σκεφτεί».
«Έβαλε να αποκεφαλίσουν κάποιον γι’ αυτό;» είπε η Νυνάβε χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά της.
«Όχι», μουρμούρισε ο Ούνο αηδιασμένος. «Αλλά μόνο επειδή αυτή σύρθηκε στα τέσσερα και ικέτευε όταν κατάλαβε πως ο Μασέμα το εννοούσε. Την έσυραν έξω και την κρέμασαν από τους καμένους τους καρπούς της, στο πίσω μέρος της άμαξάς της, και μετά την έδερναν με το λουρί μέχρι να φτάσει στην άλλη άκρη του χωριού που ήμασταν. Οι υπηρέτες της κάθονταν εκεί σαν προβατόσπλαχνοι αγρότες και κοίταζαν».
«Όταν τελείωσε αυτό», πρόσθεσε ο Ράγκαν, «η Αρχόντισσα ευχαρίστησε τον Μασέμα για το έλεος που έδειξε, όπως είχε κάνει και ο Άρχοντας Αλέσιν». Μιλούσε με νόημα, κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου· ήθελε να της μεταδώσει ένα ηθικό δίδαγμα και σκόπευε να την κάνει να το καταλάβει. «Είχαν κάθε λόγο, Νυνάβε. Δεν θα ήταν τα πρώτα κεφάλια που ο Μασέμα είχε στήσει πάνω σε πάσσαλους. Το δικό σου κεφάλι θα μπορούσε να ήταν το πιο πρόσφατο. Και τα δικά μας μαζί, αν κάναμε να σε βοηθήσουμε. Ο Μασέμα δεν δείχνει εύνοια σε κανέναν».
Η Νυνάβε πήρε μια ανάσα. Πώς είχε αποκτήσει τόση εξουσία ο Μασέμα; Κι απ’ ό,τι φαινόταν, η εξουσία του δεν περιοριζόταν στους οπαδούς του. Αλλά, βέβαια, κανείς δεν ισχυριζόταν ότι οι άρχοντες δεν μπορούσαν να είναι εξίσου ανόητοι με τους αγρότες· κατά τη γνώμη της, πολλοί ήταν ακόμα χειρότεροι. Εκείνη η χαζή με τα δαχτυλίδια σίγουρα ήταν αρχόντισσα· οι έμποροι δεν φορούσαν φλογόσταλες. Αλλά η Γκεάλνταν αποκλείεται να μην είχε νόμους και δικαστήρια και δικαστές. Πού ήταν η βασίλισσα ή ο βασιλιάς; Η Νυνάβε δεν θυμόταν τι από τα δύο είχε η Γκεάλνταν. Στους Δύο Ποταμούς δεν ήξεραν από βασιλιάδες, όμως αυτός ήταν ο ρόλος τους, όπως και των αρχόντων, να φροντίζουν για την απονομή της δικαιοσύνης. Όμως δεν την αφορούσαν όσα έκανε εδώ ο Μασέμα. Είχε πιο σημαντικά προβλήματα από το να ανησυχεί για ένα κοπάδι ανίκανους που τους τσαλαπατούσε ένας τρελός.
Πάντως, η περιέργεια την έκανε να πει, «Το εννοούσε αυτό, ότι θα σταματήσει τους άνδρες και τις γυναίκες να κοιτάζονται μεταξύ τους; Τι νομίζει ότι θα συμβεί όταν δεν υπάρχουν γάμοι, παιδιά; Τι θα κάνει μετά, θα σταματήσει τους ανθρώπους από το να καλλιεργούν, να υφαίνουν, να φτιάχνουν παπούτσια, για να μπορούν να σκέφτονται τον Ραντ αλ’Θόρ;» Πρόφερε σκοπίμως το όνομα. Αυτοί οι δύο δίπλα της τον αποκαλούσαν συνεχώς Άρχοντα Δράκοντα, όπως έκανε ο Μασέμα. «Ένα έχω να σας πω. Αν κάνει ότι υπαγορεύει στις γυναίκες τι να φοράνε, τότε να δείτε ταραχές που θα ξεσπάσουν. Εναντίον του». Σίγουρα η Σαμάρα είχε κάτι σαν τον Κύκλο των Γυναικών ― όπως συνέβαινε στα περισσότερα μέρη, ακόμα κι αν το αποκαλούσαν με άλλο όνομα, ακόμα κι όταν δεν ήταν κάτι επίσημο· υπήρχαν πράγματα που οι άνδρες δεν είχαν αρκετή λογική για να τα κάνουν— και σίγουρα μπορούσαν κι επέκριναν τις γυναίκες όταν φορούσαν ανάρμοστα φορέματα, όμως ήταν αλλιώς αυτό να το καθορίζει ένας άνδρας. Οι γυναίκες δεν ανακατεύονταν στις δουλειές των ανδρών —μόνο όταν ήταν ανάγκη, εν πάση περιπτώσει― και οι άνδρες δεν έπρεπε να ανακατεύονται στις δουλειές των γυναικών. «Και περιμένω ότι οι άνδρες θα αντιδράσουν με τον ίδιο τρόπο, αν κάνει ότι κλείνει τα καπηλειά και άλλα τέτοια μέρη. Δεν υπάρχει άνδρας που δεν θα έβαζε τα κλάματα, αν δεν μπορούσε να πίνει κανένα ποτηράκι πού και πού».
«Μπορεί και να το κάνει», είπε ο Ράγκαν, «μπορεί και όχι. Μερικές φορές δίνει διαταγές και μερικές φορές τις ξεχνά ή τις αναβάλλει, επειδή έχει προκύψει κάτι σημαντικότερο. Θα ξαφνιαζόσουν», πρόσθεσε ξερά, «αν μάθαινες τι μπορούν να δεχθούν οι οπαδοί του αδιαμαρτύρητα». Η Νυνάβε συνειδητοποίησε ότι οι δυο τους στέκονταν δεξιά κι αριστερά της κι εξέταζαν επιφυλακτικά τους περαστικούς. Έμοιαζαν έτοιμοι να ξιφουλκήσουν με το παραμικρό. Αν σκόπευαν να ακολουθήσουν τις εντολές του Μασέμα, τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη.
«Δεν είναι κατά του γάμου, που να καεί», μούγκρισε ο Ούνο, κοιτώντας τόσο άγρια έναν έμπορο με κρεατόπιτες σ’ ένα δίσκο, που ο άλλος γύρισε και το ’βαλε στα πόδια, χωρίς να πάρει τα νομίσματα που του έδιναν δύο γυναίκες με πίτες στο χέρι. «Είσαι τυχερή που δεν θυμήθηκε ότι δεν έχεις σύζυγο, αλλιώς μπορεί να σ’ έστελνε παντρεμένη στον Άρχοντα Δράκοντα. Μερικές φορές διαλέγει τριακόσιους― τετρακόσιους άνδρες και άλλες τόσες γυναίκες, που είναι όλοι ανύπαντροι, και τους παντρεύει, Οι περισσότεροι δεν είχαν ιδωθεί πριν από κείνη τη μέρα. Αφού οι περιστερόσπλαχνοι χωματογλείφτες δεν παραπονιούνται γι’ αυτό, λες να ανοίξουν το στοματάκι τους για την καμένη την μπύρα;»
Ο Ράγκαν κάτι μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του, αλλά η Νυνάβε έπιασε κάτι από τα λεγόμενα του που την έκανε στενέψει τα μάτια. «Κάποιος άνδρας δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε». Αυτό είχε πει ο Ράγκαν. Δεν είχε καν παρατηρήσει την άγρια ματιά της. Κοίταζε με προσοχή το δρόμο, μην τυχόν κι ερχόταν κανείς να την κλέψει με το σακί σαν γουρούνι. Η Νυνάβε μπήκε στο πειρασμό να βγάλει το επώμιό της και να το πετάξει στην άκρη. Ο Ράγκαν δεν την κατάλαβε ούτε όταν ξεφύσηξε με νόημα. Όταν ήθελαν οι άνδρες, γίνονταν εξοργιστικά κουφοί και τυφλοί.
«Τουλάχιστον δεν προσπάθησε να μου κλέψει τα κοσμήματα», είπε. «Ποια ήταν η ανόητη που του έδωσε τα δικά της;» Δεν μπορεί να είχε πολύ μυαλό, για να ήταν οπαδός του Μασέμα.
«Αυτή», είπε ο Ούνο, «ήταν η Αλιάντρε, Ευλογημένη του Φωτός, Βασίλισσα της καμένης της Γκεάλνταν. Κι έχει καμιά δεκαριά τίτλους ακόμα, όπως αρέσει σ’ εσάς τους νότιους να τους φορτώνεστε».
Η Νυνάβε σκόνταψε με το δάχτυλο σε μια πέτρα του καλντεριμιού και παραλίγο θα έπεφτε. «Έτσι το κάνει λοιπόν», αναφώνησε, διώχνοντας τα χέρια των άλλων που απλώθηκαν να τη βοηθήσουν. «Αν η ίδια η βασίλισσα είναι τόσο χαζή, ώστε να τον ακούει, τότε δεν είναι παράξενο που ο άνθρωπος κάνει ό,τι θέλει».
«Δεν είναι χαζή», είπε κοφτά ο Ούνο, ρίχνοντάς της ένα συνοφρυωμένο βλέμμα, προτού ξαναρχίσει να κοιτάζει το δρόμο. «Είναι σοφή γυναίκα. Όταν πρωτοκαβαλάς ένα καμένο άγριο άλογο, το αφήνεις να σε πάει όπου θέλει, αν έχεις λίγο μυαλό μέσα σου, που να καεί. Νομίζεις ότι είναι χαζή επειδή ο Μασέμα της πήρε τα δαχτυλίδια; Της κόβει αρκετά, ώστε να καταλάβει ότι ο Μασέμα μπορεί να της ζητούσε κι άλλα, αν έπαυε να φορά κοσμήματα όταν έρχεται να τον δει. Την πρώτη φορά, πήγε αυτός σε κείνη —τώρα γίνεται το ανάποδο― και της έβγαλε τα καμένα τα δαχτυλίδια από τα δάχτυλα. Είχε σειρές μαργαριτάρια στα μαλλιά της, κι έσπασε τα νήματα τραβώντας τις. Οι κυρίες επί των τιμών είχαν πέσει στα γόνατα και μάζευαν τα καμένα τα κοσμήματα από το πάτωμα. Η Αλιάντρε μάζεψε μερικά η ίδια με τα χεράκια της».
«Αυτό εμένα δεν μου φαίνεται τόσο σοφό», είπε η Νυνάβε πεισματικά. «Μου φαίνεται δειλία». Ποια ήταν που έτρεμαν τα γόνατά της όταν την κοίταξε ο Μασέμα; ρώτησε μια φωνή στο κεφάλι της. Ποια ίδρωνε σαν χαζή; Τουλάχιστον είχε καταφέρει να του αντιταχθεί. Αυτό έκανα. Άλλο να λυγίζεις σαν ιτιά, κι άλλο να σέρνεσαι σαν ποντίκι. «Είναι βασίλισσα ή δεν είναι;»
Οι δύο άνδρες αντάλλαξαν ματιές με τον ενοχλητικό τρόπο τους και ο Ράγκαν είπε χαμηλόφωνα, «Νυνάβε, δεν καταλαβαίνεις. Η Αλιάντρε είναι η τέταρτη που κάθεται στον Ευλογημένο από το Φως Θρόνο από τότε που ήρθαμε στην Γκεάλνταν, κι έχει περάσει μόλις μισός χρόνος από τότε. Ο Τζοχάνιν φορούσε την κορώνα όταν ο Μασέμα άρχισε να τραβά κάποια πλήθη, όμως του φάνηκε ότι ο Μασέμα ήταν ένας άκακος τρελός και δεν έκανε τίποτα, ακόμα κι όταν τα πλήθη άρχισαν να μεγαλώνουν και οι ευγενείς του του έλεγαν να δώσει τέλος. Ο Τζοχάνιν πέθανε σε κυνηγετικό δυστύχημα―»
«Κυνηγετικό δυστύχημα!» παρενέβη ο Ούνο, με χλευαστικό ύφος. Ένας πλανόδιος έμπορος, ο οποίος έτυχε να τον κοιτάζει εκείνη τη στιγμή, έριξε το δίσκο του που είχε καρφίτσες και βελόνες. «Μπορεί, αν δεν ήξερε από πού σε τρυπά η καμένη η λόγχη. Οι καμένοι οι νότιοι και το καμένο το Παιχνίδι των Οίκων τους».
«Και τον διαδέχθηκε η Ελιζέλε», συνέχισε ο Ράγκαν. «Είχε βάλει το στρατό να διαλύει τα πλήθη, ώσπου κάποια μέρα έγινε μάχη σώμα με σώμα και, αντί να τους διώξει ο στρατός, τον έδιωξαν αυτοί».
«Στρατιώτες για κλάματα, που να καεί», μουρμούρισε ο Ούνο. Η Νυνάβε θα ’πρεπε να του ξαναμιλήσει για τις βλαστήμιες του.
Ο Ράγκαν συμφώνησε νεύοντας, όμως συνέχισε αυτό που είχε αρχίσει να λέει. «Λένε ότι ύστερα απ’ αυτό δηλητηρίασαν την Ελιζέλε, πάντως, όπως και να πέθανε, τη θέση της πήρε η Τερέσια, που άντεξε δέκα ολόκληρες μέρες μετά τη στέψη της, ίσια για να προλάβει να στείλει δύο χιλιάδες στρατιώτες ενάντια σε δέκα χιλιάδες κόσμο που είχαν μαζευτεί για να ακούσουν τον Μασέμα έξω από την Τζεχάνα. Όταν κατατροπώθηκαν οι στρατιώτες της, εγκατέλειψε το θρόνο για να παντρευτεί έναν πλούσιο έμπορο». Η Νυνάβε τον κοίταξε αποσβολωμένη, και ο Ούνο ξεφύσηξε. «Έτσι λένε», επέμεινε ο νεότερος από τους δύο. «Φυσικά, σ’ αυτή τη χώρα, το να παντρευτείς κοινό θνητό σημαίνει ότι εγκαταλείπεις οριστικά κάθε αξίωση για το θρόνο, και, ό,τι κι αν νιώθει ο Μπέρον Γκόρεντ για τη νεαρή και όμορφη σύζυγό του με το βασιλικό αίμα, άκουσα ότι μια ομάδα υπηρέτες της Αλιάντρε τον είχαν βγάλει από το κρεβάτι του και τον είχαν σύρει στο Παλάτι Τζέντα για ένα γάμο μέσα στα άγρια χαράματα. Η Τερέσια πήγε να ζήσει στα καινούρια κτήματα του συζύγου της στην εξοχή, ενώ την ίδια στιγμή ενθρονιζόταν η Αλιάντρε, όλα αυτά πριν από την ανατολή, και η καινούρια βασίλισσα κάλεσε τον Μασέμα στο Παλάτι για να του πει ότι δεν θα τον ενοχλούσαν πια. Μέσα σε δύο βδομάδες πήγαινε αυτή να τον δει. Δεν ξέρω αν η βασίλισσα πιστεύει στ’ αλήθεια όσα κηρύττει ο Μασέμα, ξέρω όμως ότι ανέβηκε στο θρόνο μιας χώρας στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου, με τους Λευκομανδίτες έτοιμους να μπουν κι αυτοί στη μέση, και τον σταμάτησε με τον μόνο τρόπο που μπορούσε. Είναι μια σοφή βασίλισσα, και θα ’ταν περήφανος κανείς να την υπηρετήσει, έστω κι αν είναι νότια».
Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα, αλλά ξέχασε τι ετοιμαζόταν να πει, όταν ο Ούνο είπε με ανέμελο τόνο, «Ένας καμένος Λευκομανδίτης μας παρακολουθεί. Μην γυρίσεις να κοιτάξεις, γυναίκα. Δεν είσαι ανόητη».
Η Νυνάβε ένιωσε το σβέρκο της να μουδιάζει από την προσπάθειά της να κρατήσει το βλέμμα της μπροστά· ένιωσε μια ανατριχίλα στην πλάτη της. «Στην άλλη γωνία στρίψε, Ούνο».
«Έτσι θα απομακρυνθούμε από τους κεντρικούς δρόμους και τις καμένες τις πύλες. Μπορούμε να του ξεφύγουμε μέσα στο πλήθος».
«Στρίψε!» Ανάσανε αργά, συνέχισε με φωνή που δεν ήταν τόσο στριγκή. «Θέλω να του ρίξω μια ματιά».
Ο Ούνο την κοίταξε τόσο άγρια, που ο κόσμος άνοιξε δρόμο δέκα βήματα μπροστά τους, όμως οι τρεις τους έστριψαν στο επόμενο στενάκι. Η Νυνάβε γύρισε λιγάκι το κεφάλι, καθώς έστριβαν, ίσα για να τον κλεφτοκοιτάξει με την άκρη του ματιού της, προτού την εμποδίσει η γωνία ενός μικρού καπηλειού φτιαγμένου από πέτρα. Ο χιονόλευκος μανδύας με τον ακτινωτό ήλιο ξεχώριζε μέσα στο αραιό πλήθος. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην αναγνωρίσει εκείνο το πανέμορφο πρόσωπο, το πρόσωπο που ήταν σίγουρη ότι θα έβλεπε. Κανείς άλλος Λευκομανδίτης εκτός από τον Γκάλαντ δεν είχε λόγο να την ακολουθεί, και κανένας δεν είχε λόγο να ακολουθήσει τον Ούνο ή τον Ράγκαν.