Η Λίαντριν οδηγούσε το άλογό της μέσα στην κοσμοπλημμύρα των δρόμων του Άμαντορ, ενώ το περιφρονητικό χαμόγελο στα τριανταφυλλένια χείλη της κρυβόταν από το βαθύ, κυρτό της καπέλο. Της είχε στοιχίσει που είχε ξεφορτωθεί τις μυριάδες πλεξίδες της, και ακόμα περισσότερο που φορούσε τα γελοία αξεσουάρ αυτής της γελοίας χώρας· της άρεσε κάπως το πορτοκαλί χρώμα του καπέλου και του φορέματος ιππασίας, όχι όμως και οι μεγάλοι βελούδινοι φιόγκοι που αμφότερα διέθεταν. Πάντως, το βαθύ καπέλο έκρυβε τα μάτια της —τα καστανά μάτια της σε συνδυασμό με τα μελόξανθα μαλλιά της θα φανέρωναν αμέσως ότι επρόκειτο για Ταραμπονέζα, κάτι όχι και τόσο θετικό στην Αμαδισία τώρα― κι έκρυβε επίσης κάτι που εδώ θα ήταν ακόμα χειρότερο, αν το φανέρωνε, το πρόσωπο μιας Άες Σεντάι. Καλά κρυμμένη, μπορούσε να χλευάζει με μορφασμούς τους Λευκομανδίτες, που έμοιαζαν να αποτελούν το ένα πέμπτο του πλήθους. Όχι ότι ήταν καλύτεροι οι στρατιώτες, οι οποίοι αποτελούσαν ακόμα ένα πέμπτο. Βέβαια, σε κανέναν από όλους αυτούς δεν περνούσε η ιδέα να κοιτάξει μέσα από το καπέλο. Εδώ οι Άες Σεντάι ήταν εκτός νόμου κι αυτό σήμαινε ότι δεν υπήρχαν.
Έστω κι έτσι, ένιωσε κάπως καλύτερα όταν έστριψε και πέρασε την περίτεχνη σιδερένια πύλη μπροστά στο σπίτι του Τζόριν Αρένε. Άλλο ένα άκαρπο ταξίδι στην αναζήτησή της για ειδήσεις από τον Λευκό Πύργο· το τελευταίο πράγμα που είχε μάθει ήταν ότι η Ελάιντα νόμιζε πως είχε τον έλεγχο του Πύργου, και ότι είχε ξεφορτωθεί εκείνη τη Σάντσε. Πράγματι, η Σιουάν είχε δραπετεύσει, αλλά τώρα ήταν ένα άχρηστο κουρέλι.
Οι κήποι πίσω από τον ψηλό πέτρινο φράχτη ήταν γεμάτοι φυτά που ξεραίνονταν από την αναβροχιά, όμως τα είχαν περιποιηθεί και τα είχαν κλαδέψει έτσι, ώστε να σχηματίζουν κύβους και μπάλες, αν κι ένα είχε μορφή αλόγου που κάνει άλμα. Μόνο ένα, φυσικά. Έμποροι σαν τον Αρένε μιμούνταν τους ανώτερους τους, αλλά δεν τολμούσαν να ξεπεράσουν τα όρια, φοβούμενοι μήπως τους κατέκρινε κάποιος για υπερβολική έπαρση. Περίτεχνα μπαλκόνια στόλιζαν το σπίτι με τις στέγες από κόκκινο κεραμίδι και μάλιστα υπήρχε μια κιονοστοιχία, αλλά, αντίθετα από την κατοικία του άρχοντα, την οποία μιμούταν, στεκόταν σε πέτρινη βάση και είχε ύψος το πολύ τρία μέτρα. Μια παιδική απομίμηση ενός αριστοκρατικού μεγάρου.
Ο μικρόσωμος, νευρώδης γκριζομάλλης, που έτρεξε γεμάτος φόβο και σέβας να της κρατήσει τον αναβολέα και να της πάρει τα χαλινάρια όταν εκείνη ξεπέζεψε, ήταν ντυμένος όλος στα μαύρα. Όποια χρώματα κι αν διάλεγε ένας έμπορος για τις λιβρέες των υπηρετών του, σίγουρα θα βρισκόταν κάποιος άρχοντας που φορούσε τα ίδια, κι ακόμα κι ένας υποδεέστερος άρχοντας μπορούσε να δυσκολέψει τη ζωή μέχρι και του πλουσιότερου εμπόρου. Οι άνθρωποι στους δρόμους αποκαλούσαν το μαύρο «λιβρέα των εμπόρων» και χαχάνιζαν λέγοντας το. Η Λίαντριν απεχθανόταν το μαύρο σακάκι του ιπποκόμου όσο και το σπίτι του Αρένε και τον ίδιο τον Αρένε. Κάποια μέρα θα είχε αληθινά μέγαρα. Παλάτια. Της τα είχαν υποσχεθεί, όπως και την εξουσία που θα τα συνόδευε.
Έβγαλε τα γάντια ιππασίας και ανέβηκε τη γελοία ράμπα που ανηφόριζε ανάμεσα στη βάση της κιονοστοιχίας προς την εξώπορτα με τα σκαλισμένα κλήματα. Τα οχυρωμένα μέγαρα των αρχόντων διέθεταν ράμπες, επομένως ένας έμπορος που είχε καλή ιδέα για τον εαυτό του δεν μπορούσε να έχει σκάλα. Μια νεαρή μαυροντυμένη υπηρέτρια της πήρε τα γάντια και το βαθύ καπέλο εκεί, στον στρογγυλό προθάλαμο, που ήταν γεμάτος πόρτες και σκαλισμένα και φανταχτερά βαμμένες κολόνες και είχε ένα εσωτερικό κυκλικό μπαλκόνι. Το πάτωμα ήταν λακαρισμένο έτσι, ώστε να μοιάζει με μωσαϊκό, όλο άστρα μέσα σε άστρα, χρυσά και μαύρα. «Θα πάρω το μπάνιο μου σε μια ώρα», είπε η Λίαντριν στην υπηρέτρια. «Θα είναι στη σωστή θερμοκρασία αυτή τη φορά, ε;» Η υπηρέτρια χλώμιασε, καθώς έκλινε το γόνυ, και, τραυλίζοντας καταφατικά, έφυγε τρεχάτη.
Η Αμελία Αρένε, σύζυγος του Τζόριν, βγήκε από μια πόρτα, απορροφημένη στη συζήτηση με έναν παχύ φαλακρό άνδρα, ο οποίος φορούσε άσπιλη λευκή ποδιά. Η Λίαντριν άφησε την ανάσα της να βγει περιφρονητικά. Η γυναίκα μεγαλοπιανόταν, όμως όχι μόνο μιλούσε η ίδια στον μάγειρα, αλλά τον έβγαζε από την κουζίνα του για να συζητήσουν για τα φαγητά. Φερόταν στον υπηρέτη σαν ― σαν να ήταν φίλοι!
Ο χοντρο-Έβον την είδε πρώτος και στραβοκατάπιε, ενώ τα γουρουνίσια ματάκια του ευθύς κοίταξαν αλλού Δεν της άρεσε να την κοιτάζουν οι άνδρες, και του είχε μιλήσει ορθά-κοφτά την πρώτη μέρα της εδώ για τον τρόπο που μερικές φορές το βλέμμα του κολλούσε πάνω της. Εκείνος είχε προσπαθήσει να το αρνηθεί, όμως αυτή ήξερε τις πρόστυχες συνήθειες των ανδρών. Δίχως να ζητήσει άδεια από την κυρία του, ο Έβον έφυγε σχεδόν τρέχοντας για την κουζίνα του.
Η σύζυγος του γκριζομάλλη εμπόρου ήταν μια γυναίκα με αυστηρό πρόσωπο όταν είχαν έρθει η Λίαντριν και οι άλλες. Τώρα όμως έγλειψε τα χείλη κι ίσιωσε άσκοπα το γεμάτο φιόγκους πράσινο μεταξωτό φόρεμα της. «Πάνω είναι κάποια μαζί με τις άλλες, Αρχόντισσά μου», είπε δειλά. Την πρώτη εκείνη μέρα είχε νομίσει πως μπορούσε να πει το όνομα της Λίαντριν. «Στο μπροστινό αναπαυτήριο. Από την Ταρ Βάλον, νομίζω».
Η Λίαντριν, διερωτώμενη ποια θα μπορούσε να είναι, πλησίασε την κοντινότερη καμπυλωτή σκάλα. Γνώριζε ελάχιστες άλλες του Μαύρου Άτζα, φυσικά, για λόγους ασφαλείας· ό,τι δεν ξέρουν άλλοι, δεν μπορούν να το προδώσουν. Στον Πύργο ήξερε μόνο μία από τις δώδεκα που είχαν έρθει μαζί της φεύγοντας. Δύο από τις δώδεκα ήταν νεκρές και ήξερε ποιος έφταιγε. Η Εγκουέν αλ’Βέρ, η Νυνάβε αλ’Μεάρα και η Ηλαίην Τράκαντ. Τόσο άσχημα είχαν πάει τα πράγματα στο Τάντσικο, που θα πίστευε ότι εκείνες οι τρεις υπεροπτικές Αποδεχθείσες βρίσκονταν εκεί, αλλά βέβαια ήταν ανόητες που δυο φορές είχαν μπει πρόθυμα στις παγίδες της. Δεν είχε σημασία το ότι είχαν γλιτώσει και τις δύο φορές. Αν οι τρεις ήταν τότε στο Τάντσικο, θα είχαν πέσει στα χέρια της, ασχέτως του τι ισχυριζόταν η Τζεάνε πως είχε δει. Την επόμενη φορά που θα τις έβρισκε, δεν θα γλίτωναν. Θα τις κανόνιζε οριστικά, παρά τις διαταγές που είχε.
«Αρχόντισσά μου», κόμπιασε η Αμέλια. «Ο σύζυγός μου, Αρχόντισσα. Ο Τζόριν. Σε παρακαλώ, μήπως μπορεί να τον βοηθήσει μια από σας; Δεν το ήθελε, Αρχόντισσά μου. Έμαθε το μάθημά του».
Η Λίαντριν κοντοστάθηκε με το ένα χέρι στη σμιλεμένη κουπαστή, κοιτώντας πάνω από τον ώμο της. «Κακώς πίστεψε ότι οι όρκοι του στον Μέγα Άρχοντα θα ξεχνιούνταν τόσο βολικά, έτσι δεν είναι;»
«Έμαθε το μάθημα του, Αρχόντισσά μου. Σε παρακαλώ. Όλη μέρα ξαπλώνει κάτω από κουβέρτες —σ’ αυτό το λιοπύρι― τρέμοντας. Κλαίει, αν τον αγγίξει κάποιος ή του μιλήσει πιο δυνατά από ψίθυρο».
Η Λίαντριν στάθηκε, σαν να το συλλογιζόταν, και μετά ένευσε κομψά. «Θα ζητήσω από την Τσέσμαλ να δει τι μπορεί να κάνει. Καταλαβαίνεις όμως ότι δεν υπόσχομαι τίποτα». Το τρεμάμενο ευχαριστώ της άλλης την ακολούθησε, καθώς ανέβαινε τα σκαλιά, αλλά αυτή δεν έδωσε σημασία. Ήταν του Γκρίζου Άτζα, προτού προσχωρήσει στο Μαύρο, και, πάντα φρόντιζε να μοιράζει ομοιόμορφα τον πόνο, όταν μεσολαβούσε· ήταν πολύ πετυχημένη μεσολαβήτρια, επειδή της άρεσε να μοιράζει τον πόνο. Η Τσέσμαλ είχε πει ότι ίσως σε μερικούς μήνες ο έμπορος θα μπορούσε να κάνει απλά πράγματα, αρκεί να μην ήταν δύσκολα και να μην ύψωνε κάποιος τη φωνή του. Ήταν μια από τις καλύτερες Θεραπεύτριες εδώ και πολλές γενιές Κίτρινων, άρα κάτι ήξερε.
Δοκίμασε μια έκπληξη όταν μπήκε στο μπροστινό αναπαυτήριο. Εννιά από τις δέκα Μαύρες αδελφές που είχαν έρθει μαζί της, στέκονταν ολόγυρα στο δωμάτιο, μπροστά στις σκαλισμένες και ζωγραφισμένες επενδύσεις των τοίχων, αν και στο χαλί με τη χρυσή μπορντούρα υπήρχαν άφθονες καρέκλες με μεταξωτή επένδυση. Η δέκατη, η Τεμάιλε Κιντερόντε, έδινε ένα ντελικάτο πορσελάνινο φλιτζάνι τσαγιού σε μια μελαχρινή γυναίκα, εμφανίσιμη παρά το στιβαρό κορμί της, που φορούσε εσθήτα στο χρώμα του μπρούντζου με κόψιμο άγνωστο στη Λίαντριν. Η καθισμένη γυναίκα φάνταζε γνώριμη, αμυδρά, αν και δεν ήταν Άες Σεντάι· έδειχνε καθαρά ότι ήταν σχεδόν μεσήλικη, και, παρ’ όλο που τα μάγουλά της ήταν αρυτίδιαστα, δεν είχε την αγέραστη όψη των Άες Σεντάι.
Όμως η ατμόσφαιρα του δωματίου έκανε τη Λίαντριν επιφυλακτική. Η Τεμάιλε ήταν απατηλά εύθραυστη στην εμφάνισή της, με κείνα τα μεγάλα, παιδικά γαλανά μάτια που έκαναν τους άλλους να την εμπιστεύονται· εκείνα τα μάτια τώρα έδειχναν ανησυχία, ταραχή, και το φλιτζάνι του τσαγιού κροτάλισε στο δίσκο προτού το πιάσει η άλλη. Όλα τα πρόσωπα έδειχναν ταραχή, με εξαίρεση το πρόσωπο της αμυδρά γνώριμης γυναίκας. Η Τζεάνε Κάιντε με τη χαλκόχρωμη επιδερμίδα, που φορούσε εκείνα τα αηδιαστικά ρούχα των Ντομανών μέσα στο σπίτι, είχε ακόμα δάκρυα, που άστραφταν στα μάγουλά της· ήταν κάποτε Πράσινη και της άρεσε να επιδεικνύεται στους άνδρες, περισσότερο απ’ όσο συνήθιζαν οι Πράσινες. Η Ριάνα Αντομέραν, Λευκή κάποτε, πάντα ψυχρή κι αλαζονική δολοφόνος, άγγιζε συνεχώς νευρικά την άσπρη πινελιά των μελαχρινών μαλλιών της πάνω από το αριστερό αυτί της. Η αλαζονεία της είχε εξανεμιστεί.
«Τι συνέβη εδώ;» ζήτησε να μάθει η Λίαντριν. «Ποια είσαι εσύ και τι-;» Ξαφνικά, μια ανάμνηση έλαμψε στο νου της. Μια Σκοτεινόφιλη, μια υπηρέτρια στο Τάντσικο, που πάντα έκανε τη σπουδαία. «Γκύλντιν!» φώναξε. Η υπηρέτρια είχε καταφέρει με κάποιον τρόπο να τις ακολουθήσει και προφανώς ήθελε να εμφανιστεί ως Μαύρη αγγελιοφόρος με άσχημα νέα. «Αυτή τη φορά το παράκανες». Έκανε να αγκαλιάσει το σαϊντάρ, αλλά την ίδια στιγμή η λάμψη περιέβαλε την άλλη γυναίκα και η Λίαντριν ένιωσε έναν συμπαγή, αόρατο τοίχο να τη σταματά προτού φτάσει στην Πηγή. Η Πηγή έμεινε εκεί σαν τον ήλιο, σκανδαλιστικά άπιαστη.
«Σταμάτα να χάσκεις, Λίαντριν», είπε γαλήνια η άλλη. «Μοιάζεις με ψάρι. Δεν είμαι η Γκύλντιν, αλλά η Μογκέντιεν. Το τσάι θέλει κι άλλο μέλι, Τεμάιλε». Η λιγνή γυναίκα με το πρόσωπο της αλεπούς χίμηξε να πάρει το φλιτζάνι, βαριανασαίνοντας.
Σίγουρα έτσι ήταν. Ποια άλλη θα μπορούσε να φοβίσει τόσο αυτές τις γυναίκες; Η Λίαντριν τις κοίταξε όπως στέκονταν στους τοίχους. Η στρογγυλοπρόσωπη Έλντριθ Τζόνταρ, που, επιτέλους, για μια φορά δεν είχε αφηρημένο βλέμμα, παρά τη μουντζαλιά του μελανιού στη μύτη της, ένευσε ζωηρά. Οι άλλες έδειχναν ότι φοβούνταν ακόμα και να σαλέψουν. Γιατί μια Αποδιωγμένη —δεν έπρεπε να χρησιμοποιούν αυτό το όνομα, συνήθως όμως το έλεγαν αναμεταξύ τους — γιατί η Μογκέντιεν είχε μασκαρευτεί σαν υπηρέτρια, αυτό η Λίαντριν δεν το καταλάβαινε. Η Μογκέντιεν είχε ή θα μπορούσε να έχει ό,τι ήθελε. Όχι μόνο γνώση της Μίας Δύναμης που ξεπερνούσε τα όνειρά της, αλλά κι εξουσία. Εξουσία επί των άλλων, εξουσία επί του κόσμου. Και αθανασία. Εξουσία για μια ζωή που δεν θα τελείωνε ποτέ. Η Λίαντριν και οι αδελφές της είχαν συζητήσει για πιθανές έριδες μεταξύ των Αποδιωγμένων· υπήρχαν εντολές που αντέφασκαν, κι εντολές προς άλλους Σκοτεινόφιλους αντίθετες με εκείνες που είχαν λάβει οι ίδιες. Ίσως η Μογκέντιεν κρυβόταν από τους υπόλοιπους Αποδιωγμένους.
Η Λίαντριν άπλωσε τη σχιστή φούστα ιππασίας της όσο καλύτερα μπορούσε και έκλινε βαθιά το γόνυ. «Σε καλωσορίζουμε, Μεγάλη Κυρά. Με τους Εκλεκτούς να μας οδηγούν, σίγουρα θα θριαμβεύσουμε προτού έρθει η Μέρα της Επιστροφής του Μεγάλου Άρχοντα».
«Μια χαρά τα λες», είπε ξερά η Μογκέντιεν, παίρνοντας πάλι το φλιτζάνι από την Τεμάιλε. «Ναι, έτσι είναι καλύτερα». Η Τεμάιλε έδειξε παράλογα ευγνώμων, ανακουφισμένη. Τι είχε κάνει η Μογκέντιεν;
Ξαφνικά, μια σκέψη ήρθε στο νου της Λίαντριν, μια σκέψη δυσάρεστη. Είχε φερθεί σε μια Εκλεκτή σαν να ήταν υπηρέτρια. «Μεγάλη Κυρά, στο Τάντσικο δεν ήξερα ότι είσαι―»
«Φυσικά και δεν γνώριζες», είπε ενοχλημένη η Μογκέντιεν, «Τι νόημα θα είχε να καιροφυλακτώ στις σκιές, αν με ξέρατε;» Ξαφνικά, ένα χαμογελάκι άνθισε στα χείλη της· τα μάτια της όμως δεν φωτίστηκαν καθόλου. «Ανησυχείς για τις φορές που έστειλες την Γκύλντιν στον μάγειρα να τη δείρει;» Ξαφνικά το πρόσωπο της Λίαντριν γέμισε κόμπους ιδρώτα. «Στ’ αλήθεια πιστεύεις ότι θα επέτρεπα τέτοιο πράγμα; Ο άνθρωπος μπορεί να σου έδινε αναφορά, αλλά θυμόταν ό,τι ήθελα να θυμάται. Και μάλιστα λυπόταν για την Γκύλντιν, έτσι που την κακομεταχειριζόταν η κυρά της». Η έκφρασή της έδειχνε ότι το έβρισκε αστείο. «Μου έδινε από το επιδόρπιο που έφτιαχνε για σένα. Δεν θα με δυσαρεστούσε αν είναι ακόμα ζωντανός».
Η Λίαντριν ανάσανε ανακουφισμένη. Δεν θα πέθαινε. «Μεγάλη Κυρά, δεν υπάρχει λόγος να με φράζεις από την Πηγή. Κι εγώ υπηρετώ τον Μέγα Άρχοντα. Έδωσα τους όρκους μου ως Σκοτεινόφιλη προτού καν πάω στον Λευκό Πύργο. Έψαχνα να βρω το Μαύρο Άτζα από τη μέρα που κατάλαβα ότι μπορώ να διαβιβάζω».
«Επομένως θα είσαι η μοναδική σ’ αυτό το σκυλολόι που δεν χρειάζεται να μάθει ποια είναι η κυρά της;» Η Μογκέντιεν ύψωσε το φρύδι της. «Δεν το περίμενα από σένα». Η λάμψη γύρω της εξαφανίστηκε. «Έχω θελήματα να αναθέσω σε όλες σας. Ό,τι δουλειές κι αν είχατε αρχίσει, ξεχάστε τις. Είστε ανίκανες, όπως αποδείξατε στο Τάντσικο. Με το χέρι μου στο μαστίγιο, ίσως να κυνηγήσετε καλύτερα».
«Περιμένουμε διαταγές από τον Λευκό Πύργο, Μεγάλη Κυρά», είπε η Λίαντριν. Ανίκανες! Στο Τάντσικο παραλίγο να έβρισκαν αυτό που ζητούσαν, αλλά οι ταραχές είχαν καταπιεί την πόλη· μόλις που είχαν γλιτώσει τον όλεθρο από τις Άες Σεντάι, οι οποίες είχαν ανακαλύψει τυχαία τα σχέδιά τους. Αν είχε κάνει τότε την εμφάνιση της η Μογκέντιεν, αν είχε σηκώσει λίγο το χέρι να τις βοηθήσει, θα είχαν θριαμβεύσει. Αν υπήρχε φταίχτης για την αποτυχία, ήταν η ίδια η Μογκέντιεν. Η Λίαντριν απλώθηκε προς την Αληθινή Πηγή, όχι για να την αγκαλιάσει, αλλά για να βεβαιωθεί ότι ο φραγμός είχε χαθεί κι όχι απλώς στερεωθεί. «Μας δόθηκαν μεγάλες ευθύνες, σπουδαία έργα να εκτελέσουμε, και σίγουρα θα μας διατάξουν να συνεχίσουμε―»
Η Μογκέντιεν τη διέκοψε απότομα. «Υπηρετείτε όποιον Εκλεκτό θελήσει να σας περιμαζέψει. Όποια κι αν σας στέλνει εντολές από τον Λευκό Πύργο, τώρα δέχεται άλλες με τη σειρά της από έναν από μας και, πιθανότατα, θα πέφτει με την κοιλιά στο πάτωμα, όταν τις ακούει. Θα με υπηρετήσετε, Λίαντριν. Να είσαι σίγουρη γι’ αυτό».
Η Μογκέντιεν δεν ήξερε ποια ήταν επικεφαλής του Μαύρου Άτζα. Αυτό ήταν μια αποκάλυψη. Η Μογκέντιεν δεν ήξερε τα πάντα. Η Λίαντριν πάντα φανταζόταν τους Εκλεκτούς σχεδόν παντοδύναμους, τους φανταζόταν ανώτερους από τους απλούς θνητούς. Ίσως η γυναίκα αυτή στην πραγματικότητα να το έσκαγε από τους άλλους Αποδιωγμένους. Αν τους την παρέδιδε, σίγουρα θα ανέβαινε ψηλότερα. Ίσως μάλιστα έφτανε να γίνει ένας απ’ αυτούς. Είχε ένα κόλπο από την εποχή που ήταν παιδί. Και μπορούσε να αγγίξει την Πηγή. «Μεγάλη Κυρά, υπηρετούμε τον Μέγα Άρχοντα, όπως κι εσύ. Κι εμάς επίσης μας υποσχέθηκαν αιώνια ζωή κι εξουσία, όταν ο Μέγας Άρχοντας ξαν―»
«Νομίζεις ότι είμαστε ίσες, αδερφούλα;» Η Μογκέντιεν έκανε μια γκριμάτσα αηδίας. «Μήπως στάθηκες στο Χάσμα του Χαμού για να αφιερώσεις την ψυχή σου στον Μέγα Άρχοντα; Μήπως γεύτηκες τη γλύκα της νίκης στο Πάαραν Ντίσεν ή την πίκρα της στάχτης στο Άσαρ Ντον; Είσαι ένα κουτάβι που δεν το έχουν εκπαιδεύσει, όχι η αρχηγός του κοπαδιού, και θα πηγαίνεις όπου σου λέω, μέχρι να σου δώσω μια καλύτερη θέση. Και οι άλλες νόμιζαν επίσης πως ήταν ανώτερες απ’ ό,τι ήταν. Θέλεις να δοκιμάσεις τη δύναμή σου εναντίον μου;»
«Φυσικά και όχι, Μεγάλη Κυρά». Όχι τώρα, που ήταν προειδοποιημένη και έτοιμη. «Δεν―»
«Αργά ή γρήγορα θα το κάνεις, και προτιμώ να ξεμπερδεύουμε τώρα, στην αρχή. Γιατί νομίζεις ότι έχουν τόσο πρόσχαρο ύφος οι συντρόφισσες σου; Έχω ήδη διδάξει στην καθεμιά τους το ίδιο μάθημα σήμερα. Δεν θα κάτσω να αναρωτιέμαι πότε πρέπει να σου το διδάξω και σένα. Δοκίμασε».
Η Λίαντριν έγλειψε τα χείλη με φόβο και κοίταξε ολόγυρα τις γυναίκες που στέκονταν παγωμένες στους τοίχους. Μονάχα η Άσνι Ζεράμινι έκανε μια απειροελάχιστη κίνηση· κούνησε ελαφρά το κεφάλι. Τα γερτά μάτια της Άσνι, τα ψηλά ζυγωματικά και η δυνατή μύτη έδειχναν ότι ήταν Σαλδαία, και διέθετε την περιβόητη τόλμη των Σαλδαίων. Αν τη συμβούλευε να μην δοκιμάσει, αν τα μαύρα μάτια της έκρυβαν φόβο, τότε σίγουρα θα ’ταν καλύτερο για τη Λίαντριν να ικετέψει τη Μογκέντιεν όσο χρειαζόταν για να τη μεταπείσει. Όμως, από την άλλη, είχε εκείνο το κόλπο.
Έπεσε στα γόνατα, με το κεφάλι χαμηλωμένο, υψώνοντας το βλέμμα στην Αποδιωγμένη με φόβο όχι τελείως προσποιητό. Η Μογκέντιεν στρογγυλοκαθόταν στην καρέκλα κι έπινε το τσάι της. «Μεγάλη Κυρά, σε ικετεύω να με συγχωρέσεις αν αυθαδίασα. Ξέρω ότι δεν είμαι παρά ένα σκουλήκι κάτω από το πόδι σου. Σε ικετεύω, όπως κάποια που θα ’θελε να γίνει το πιστό κυνηγόσκυλό σου, να δείξεις έλεος σε τούτο το άθλιο σκυλί». Το βλέμμα της Μογκέντιεν γύρισε στο φλιτζάνι της, και αμέσως, ενώ οι λέξεις ακόμα έβγαιναν από το στόμα της, η Λίαντριν αγκάλιασε την Πηγή και διαβίβασε, αναζητώντας το αδύνατο σημείο που πρέπει να υπήρχε στην αυτοπεποίθηση της Αποδιωγμένης, το αδύνατο σημείο που υπήρχε στο προσωπείο της δύναμης που παρουσίαζαν όλοι.
Την ίδια στιγμή που εξαπέλυε την επίθεσή της, το φως του σαϊντάρ κύκλωσε την άλλη γυναίκα και πόνος τύλιξε τη Λίαντριν. Σωριάστηκε στο χαλί, προσπάθησε να ουρλιάξει, αλλά μια αφάνταστη αγωνία δεν την άφησε να βγάλει άχνα από το ορθάνοιχτο στόμα της. Τα μάτια της θα πετάγονταν από το κεφάλι της· η επιδερμίδα της θα ξεφλούδιζε λουρίδες-λουρίδες. Μια ολόκληρη αιωνιότητα σπαρταρούσε εκεί, και, όταν αυτό εξαφανίστηκε ξαφνικά, όπως την είχε πιάσει, έμεινε ξαπλωμένη εκεί, τρέμοντας, κλαίγοντας με το στόμα ανοιχτό.
«Καταλαβαίνεις τώρα» είπε γαλήνια η Μογκέντιεν, δίνοντας το άδειο φλιτζάνι στην Τεμάιλε, λέγοντάς της, «Ήταν πολύ καλό. Όμως την επόμενη φορά να είναι λίγο δυνατότερο». Η Τεμάιλε φαινόταν έτοιμη να λιποθυμήσει. «Δεν είσαι αρκετά γρήγορη, Λίαντριν, δεν είσαι αρκετά δυνατή και δεν έχεις αρκετές γνώσεις. Αυτό το αξιοθρήνητο πράγμα που δοκίμασες εναντίον μου. Θα ήθελες να δεις πώς πραγματικά είναι;» Διαβίβασε.
Η Λίαντριν την κοίταξε με λατρεία. Σύρθηκε στο πάτωμα και προσπάθησε να αρθρώσει τα λόγια της ανάμεσα σε αναφιλητά που δεν είχαν σταματημό. «Συγχώρεσέ με, Μεγάλη Κυρά». Αυτή η εξαίσια γυναίκα, σαν άστρο στα ουράνια, σαν κομήτης, που της άξιζε θαυμασμός πάνω από όλους τους βασιλιάδες και τις βασίλισσες. «Συγχώρεσέ με, σε παρακαλώ», τη θερμοπαρακάλεσε, στολίζοντας με φιλιά τον ποδόγυρο του φουστανιού της Μογκέντιεν, καθώς παραμιλούσε. «Συγχώρεσέ με. Είμαι ένα σκυλί, ένα σκουλήκι». Ντρεπόταν από βάθους καρδιάς που δεν εννοούσε αυτά τα λόγια όταν τα ξεστόμιζε νωρίτερα. Ήταν αληθινά. Μπροστά σ’ αυτή τη γυναίκα, γίνονταν αληθινά. «Άφησε με να σε υπηρετήσω, Μεγάλη Κυρά. Επίτρεψέ μου να σε υπηρετήσω. Σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ».
«Δεν είμαι η Γκρένταλ», είπε η Μογκέντιεν, σπρώχνοντάς την με το πόδι της που το στόλιζε ένα βελούδινο γοβάκι.
Ξαφνικά, η αίσθηση της λατρείας χάθηκε. Όμως, όπως η Λίαντριν κειτόταν σωριασμένη εκεί, κλαίγοντας, τη θυμόταν καθαρά. Κοίταξε την Αποδιωγμένη φρικιώντας.
«Πείστηκες ή όχι ακόμα, Λίαντριν;»
«Μάλιστα, Μεγάλη Κυρά», κατάφερε να πει. Είχε πειστεί. Είχε πειστεί ότι δεν τολμούσε ούτε να σκεφτεί πως θα ξαναδοκίμαζε, αν δεν ήταν βέβαιη για την επιτυχία της. Το κόλπο της ήταν η πιο ωχρή σκιά εκείνου που είχε κάνει η Μογκέντιεν. Αν μπορούσε μονάχα να το μάθει...
«Θα δούμε. Νομίζω ότι είσαι απ’ αυτές που χρειάζονται και δεύτερο μάθημα. Προσευχήσου να μην είναι έτσι, Λίαντριν· το δεύτερο μάθημα που παραδίδω είναι αυστηρότατο. Πάρε τώρα θέση μαζί με τις άλλες. Θα ανακαλύψεις πως έχω πάρει μερικά από τα αντικείμενα της δύναμης που είχες στο δωμάτιό σου, αλλά μπορείς να κρατήσεις τα μπιχλιμπίδια που έμειναν. Δεν είμαι ευγενική;»
«Η Μεγάλη Κυρά είναι ευγενική», συμφώνησε η Λίαντριν, μέσα σε βήχα και αραιά αναφιλητά που δεν μπορούσε να τα πνίξει.
Σηκώθηκε όρθια με τα μέλη της λυμένα και πήγε να σταθεί πλάι στην Άσνι· η ξύλινη επένδυση του τοίχου στην πλάτη της τη βοήθησε να στηριχτεί. Είδε τις ροές Αέρα που υφαίνονταν· ήταν μονάχα Αέρας, αλλά έκανε ένα μορφασμό φόβου, καθώς της έκλεινε το στόμα κι εμπόδιζε τον ήχο να φτάσει στα αυτιά της. Δεν προσπάθησε βεβαίως να αντισταθεί. Δεν επέτρεψε καν στις σκέψεις της να στραφούν στο σαϊντάρ. Ποιος άραγε ήξερε τι μπορούσε να κάνει μια Αποδιωγμένη; Ίσως να διάβαζε τις σκέψεις της. Θέλησε να το βάλει στα πόδια μόλις το σκέφτηκε αυτό. Όχι. Αν η Μογκέντιεν ήξερε τις σκέψεις της, τώρα θα ήταν νεκρή. Ή θα ήταν ακόμα στο πάτωμα να ουρλιάζει. Ή θα φιλούσε τα πόδια της Μογκέντιεν και θα την ικέτευε να την υπηρετήσει. Η Λίαντριν δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το ρίγος που την έπιασε· αν η ύφανση δεν έκλεινε το στόμα της, τα δόντια της θα χτυπούσαν μεταξύ τους.
Η Μογκέντιεν ύφανε το ίδιο πράγμα σε όλες εκτός από τη Ριάνα, στην οποία έκανε νόημα με μια αγέρωχη κίνηση του δάχτυλου να γονατίσει μπροστά της. Ύστερα η Ριάνα έφυγε και ήρθε η σειρά της Μάριλιν Γκεμάλφιν να λυθεί και να δεχθεί διαταγές.
Από κει που στεκόταν η Λίαντριν έβλεπε τα πρόσωπά τους, έστω κι αν τα στόματά τους ανοιγόκλειναν χωρίς ήχο που να φτάνει στ’ αυτιά της. Προφανώς, η κάθε μια έπαιρνε διαταγές που δεν θα μάθαιναν οι άλλες. Τα πρόσωπα δεν φανέρωναν πολλά όμως. Η Ριάνα απλώς είχε ακούσει, με ένα βλέμμα ανακούφισης στα μάτια, είχε γείρει το κεφάλι δείχνοντας ότι δεχόταν, και είχε φύγει. Η Μάριλιν είχε δείξει έκπληξη και μετά προθυμία, αλλά ήταν Καφέ, και οι Καφέ αδελφές μπορούσαν να δείξουν ενθουσιασμό κάθε φορά που τους δινόταν η ευκαιρία να ξεθάψουν μουχλιασμένες, χαμένες γνώσεις. Η Τζεάνε Κάιντε πήρε μια έκφραση φρίκης, κουνώντας στην αρχή το κεφάλι και προσπαθώντας να κρύψει το κορμί και την αηδιαστικά λεπτή εσθήτα της, όμως το πρόσωπο της Μογκέντιεν σκλήρυνε και η Τζεάνε ένευσε βιαστικά και έφυγε, όχι πρόθυμα σαν την Μάριλιν, αλλά εξίσου γοργά. Η Μπερύλα Νάρον, λεπτή σε βαθμό λιμοκτονίας, κορυφαία στη χειραγώγηση και στις πλεκτάνες, και η Φάλιον Μπόντα, με μια ψύχραιμη έκφραση στο μακρουλό της πρόσωπό παρά τον έκδηλο φόβο της, συγκράτησαν τα συναισθήματά τους, όπως είχε κάνει και η Ριάνα. Η Ισπάν Σεφάρ, που ήταν από το Τάραμπον σαν τη Λίαντριν, μολονότι μελαχρινή, έφτασε στο σημείο να φιλήσει τον ποδόγυρο της Μογκέντιεν προτού σηκωθεί.
Έπειτα λύθηκαν και οι ροές γύρω από τη Λίαντριν. Σκέφτηκε πως ήταν η σειρά της να τη στείλει σ’ ένα θέλημα που μόνο η Σκιά γνώριζε ποιο θα ήταν, ώσπου είδε να διαλύονται και τα δεσμά των άλλων γυναικών που απέμεναν. Το δάχτυλο της Μογκέντιεν τις κάλεσε επιτακτικά και η Λίαντριν γονάτισε ανάμεσα στην Άσνι και την Τσέσμαλ Έμρυ, μια ψηλή, καλοκαμωμένη γυναίκα, μελαχρινή και με μαύρα μάτια. Η Τσέσμαλ, που κάποτε ήταν του Κίτρινου, μπορούσε με την ίδια άνεση να Θεραπεύσει ή να σκοτώσει, όμως η ένταση του βλέμματος που είχε στυλώσει στη Μογκέντιεν και το τρέμουλο των χεριών της που έσφιγγαν τα φουστάνια της έδειχναν ότι σκόπευε να υπακούσει.
Η Λίαντριν συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να λάβει υπόψη της αυτά τα σημάδια. Μπορούσε να πλησιάσει μια από τις υπόλοιπες και να της αποκαλύψει ότι κατά τη γνώμη της θα ανταμείβονταν, αν παρέδιδαν τη Μογκέντιεν στους υπόλοιπους Αποδιωγμένους, όμως ίσως αυτό να απέβαινε καταστροφικό, σε περίπτωση που η άλλη είχε αποφασίσει ότι θα ήταν υπέρ της να γίνει σκυλάκι της Μογκέντιεν. Παραλίγο να κλαψουρίσει στη σκέψη ενός «δεύτερου μαθήματος».
«Εσάς, σας κράτησα κοντά μου», είπε η Αποδιωγμένη, «για το πιο σημαντικό έργο. Ίσως αυτά που θα κάνουν οι άλλες να αποδώσουν γλυκούς καρπούς, μα για μένα η πιο σημαντική σοδειά θα είναι η δική σας. Μια προσωπική σοδειά. Υπάρχει μια γυναίκα που ονομάζεται Νυνάβε αλ’Μεάρα». Η Λίαντριν σήκωσε το κεφάλι και η Μογκέντιεν μισόκλεισε τα μαύρα μάτια της. «Την ξέρεις;»
«Την απεχθάνομαι», αποκρίθηκε με ειλικρίνεια η Λίαντριν. «Είναι μια βρωμερή αδέσποτη που δεν έπρεπε ποτέ να την έχουν δεχθεί στον Πύργο». Σιχαινόταν όλες τις αδέσποτες. Όταν ονειρευόταν να γίνει μέλος του Μαύρου Άτζα, είχε αρχίσει να μαθαίνει μόνη της πώς να διαβιβάζει, έναν ολόκληρο χρόνο προτού πάει στον Πύργο, όμως δεν ήταν σε καμία περίπτωση αδέσποτη.
«Πολύ καλά. Εσείς οι πέντε θα μου τη βρείτε. Τη θέλω ζωντανή. Ω, ναι, τη θέλω ζωντανή». Το χαμόγελο της Μογκέντιεν έκανε τη Λίαντριν να ανατριχιάσει· ίσως να ήταν αυτό που άξιζε στη Νυνάβε και τις άλλες δύο, αν τις παρέδιδε στη Μογκέντιεν. «Προχθές βρισκόταν σε ένα χωριό που λέγεται Σιέντα, περίπου εξήντα μίλια ανατολικά από δω, μαζί με άλλη μια νεαρή, για την οποία ίσως ενδιαφέρομαι, αλλά εξαφανίστηκαν. Θα.....
Η Λίαντριν άκουγε με προσοχή. Γι’ αυτό, θα μπορούσε να γίνει ένα πιστό κυνηγόσκυλο. Για τα άλλα, θα περίμενε υπομονετικά.