Ένα πλατύ ψάθινο καπέλο έριχνε σκιά στο πρόσωπο της Σιουάν, καθώς αυτή άφηνε τον Λογκαίν να περάσει πρώτος από την Πύλη Σαϊλήν του Λάγκαρντ κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Τα ψηλά γκρίζα τείχη της πόλης ήταν παρατημένα στη μοίρα τους· η Σιουάν έβλεπε δύο σημεία, στα οποία οι πέτρες είχαν καταρρεύσει και το τείχος είχε καταντήσει να είναι μόνο ένας ψηλός φράχτης. Η Μιν και η Ληάνε πλησίαζαν με τ’ άλογά τους το δικό της, κουρασμένες από το ρυθμό που είχε επιβάλει στο ταξίδι τους ο Λογκαίν τις βδομάδες μετά το Κορ Σπρινγκς. Ήθελε να έχει το πάνω χέρι, και δεν είχαν δυσκολευτεί να τον πείσουν ότι το είχε. Τη Σιουάν δεν την πείραζε, αν εκείνος έλεγε πότε να ξεκινήσουν το πρωί, πότε και πού να σταματήσουν για να περάσουν τη νύχτα, αν κρατούσε τα χρήματα, ακόμα κι αν περίμενε όχι μόνο να μαγειρέψουν το φαγητό αλλά και να του το σερβίρουν. Στο τέλος-τέλος, ένιωθε λύπηση γι’ αυτόν. Ο άνθρωπος δεν είχε ιδέα τι του ετοίμαζε. Βάλε μεγάλο ψάρι στο αγκίστρι για να πιάσεις ένα ακόμη μεγαλύτερο, σκέφτηκε με μια βλοσυρή έκφραση.
Το Λάγκαρντ ήταν η κατ’ όνομα πρωτεύουσα του Μουράντυ, έδρα του Βασιλιά Ρέντραν, όμως οι άρχοντες του Μουράντυ μπορεί να έδιναν όρκους υποταγής, αλλά αρνούνταν να πληρώσουν φόρους ή να κάνουν οτιδήποτε επιθυμούσε ο Ρέντραν, το ίδιο και ο λαός. Το Μουράντυ ήταν έθνος μόνο κατ’ όνομα και τους ανθρώπους μόλις που τους κρατούσαν ενωμένους η υποτιθέμενη νομιμοφροσύνη προς το βασιλιά ή τη βασίλισσά τους —ο θρόνος άλλαζε χέρια σε πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα μερικές φορές― και ο φόβος ότι το Άντορ ή το Ίλιαν μπορεί να τους κατάπιναν, αν δεν στέκονταν με κάποιον τρόπο αλληλέγγυοι.
Πέτρινοι τοίχοι διέσχιζαν διασταυρωμένοι την πόλη, οι περισσότεροι σε χειρότερη κατάσταση από τα εξωτερικά τείχη και του προμαχώνες, διότι το Λάγκαρντ είχε μεγαλώσει άτακτα με το πέρασμα των αιώνων και κάποιες φορές οι αντιμαχόμενοι αριστοκράτες το είχαν κυριολεκτικά χωρίσει στα δύο. Ήταν βρώμικη πόλη, πολλοί πλατιοί δρόμοι δεν είχαν πλακοστρωθεί, όλοι ήταν γεμάτοι σκόνη και χώμα. Άνδρες που φορούσαν ψηλά καπέλα και γυναίκες με ποδιές και φουστάνια που αποκάλυπταν τους αστραγάλους τους, απέφευγαν βιαστικά τα εμπορικά καραβάνια που αγκομαχώντας, ενώ παιδιά έπαιζαν στα αυλάκια που άφηναν οι ρόδες από τις άμαξες. Το εμπόριο κρατούσε το Λάγκαρντ ζωντανό, εμπορεύματα από το Ίλιαν και από το Έμπου Νταρ, από τη Γκεάλνταν στα δυτικά και από το Άντορ στο βορρά. Σε μεγάλα άδεια κομμάτια γης σ’ ολόκληρη την πόλη υπήρχαν άμαξες σταθμευμένες με τις ρόδες κολλητά μεταξύ τους· πολλές ήταν βαρυφορτωμένες και σκεπασμένες με μουσαμάδες, άλλες άδειες και περίμεναν φορτίο. Οι κεντρικοί δρόμοι ήταν γεμάτοι πανδοχεία δεξιά κι αριστερά, στάβλους και μάντρες για άλογα, που μαζί σχεδόν ξεπερνούσαν σε αριθμό τα σπίτια από γκρίζα πέτρα και τα καταστήματα, τα οποία είχαν γαλάζια ή κόκκινα ή μωβ ή πράσινα λιθοκέραμα στις στέγες. Ο αέρας ήταν γεμάτος κουρνιαχτό και φασαρία, με κλαγγές από τα σιδεράδικα, μπουμπουνητά από τα κάρα, βλαστήμιες από τους αμαξάδες και τρανταχτά γέλια από τα πανδοχεία. Ο ήλιος έψηνε το Λάγκαρντ, καθώς γλιστρούσε στον ορίζοντα, και ο αέρας ήταν τόσο ξερός, που έλεγες ότι δεν θα έβρεχε ποτέ πια.
Όταν ο Λογκαίν επιτέλους έστριψε σε έναν αυλόγυρο και ξεπέζεψε πίσω από ένα πανδοχείο με πράσινη οροφή, το οποίο λεγόταν Η Άμαξα με τα Εννιά Άλογα, η Σιουάν κατέβηκε με ευγνωμοσύνη από τη σέλα και χάιδεψε αδύναμα τη μύτη της δασύτριχης φοράδας, προσέχοντας τα δόντια της. Κατά τη γνώμη της, δεν ήταν τρόπος αυτός να ταξιδεύεις, καθισμένος στη ράχη ενός ζώου. Το πλοίο πήγαινε όπου έστριβες το δοιάκι· το άλογο μπορεί να αποφάσιζε μόνο του. Επίσης, τα πλοία ποτέ δεν δάγκωναν· η Μπέλα δεν την είχε δαγκώσει μέχρι στιγμής, αλλά θα μπορούσε. Τουλάχιστον είχαν περάσει εκείνες οι πρώτες φριχτές μέρες που ήταν μουδιασμένη ολόκληρη, τότε που ήταν σίγουρη ότι η Ληάνε και η Μιν χαμογελούσαν πίσω από την πλάτη της, καθώς αυτή προχωρούσε κούτσα-κούτσα στο στρατόπεδό τους τα βράδια. Ακόμα και τώρα, έπειτα από μια ολόκληρη μέρα στη σέλα, πάλι ένιωθε σαν να την είχαν σπάσει στο ξύλο, αλλά κατάφερνε να το κρύβει.
Μόλις ο Λογκαίν άρχισε να παζαρεύει με τον σταβλίτη, έναν φακιδιάρη ψηλόλιγνο γέρο με δερμάτινο γιλέκο δίχως πουκάμισο, η Σιουάν σίμωσε τη Ληάνε. «Αν θέλεις να εξασκήσεις τα θέλγητρά σου, εξάσκησε τα στον Ντάλυν για την επόμενη ώρα». Η Ληάνε την κοίταξε με αμφιβολία —είχε δοκιμάσει τα χαμόγελα και τις ματιές της σε μερικά χωριά μετά το Κορ Σπρινγκς, ο Λογκαίν όμως είχε δεχθεί μονάχα μερικά ανέκφραστα βλέμματα― αλλά μετά αναστέναξε και ένευσε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να προχωρά σεινάμενη-κουνάμενη, με εκείνες τις παράξενες λυγερές κινήσεις της, οδηγώντας από το χαλινάρι το γκρίζο άλογό της και χαμογελώντας στον Λογκαίν. Η Σιουάν δεν καταλάβαινε πώς το έκανε· ήταν λες και μερικά κόκαλά της είχαν πάψει να είναι στέρεα.
Πλησίασε τη Μιν και μίλησε πάλι χαμηλόφωνα. «Ευθύς μόλις ξεμπερδέψει ο Ντάλυν με τον σταβλίτη, πες του ότι θα έρθεις να με βρεις μέσα. Μετά τρέξε και μην τον ξαναπλησιάσεις αυτόν ή την Αμάινα μέχρι να επιστρέψω». Η οχλοβοή που ερχόταν από το πανδοχείο έλεγε ότι το πλήθος εκεί μέσα ήταν τόσο μεγάλο που μπορούσε να κρύψει ακόμα και στρατό. Σίγουρα θα ήταν αρκετό για να κρύψει την απουσία μιας γυναίκας. Η Μιν πήρε πάλι το πεισμωμένο ύφος της και άνοιξε το στόμα, δίχως αμφιβολία για να ρωτήσει επιτακτικά γιατί. Η Σιουάν την πρόλαβε. «Κάνε το και μη ρωτάς, Σερένλα. Αλλιώς θα σε βάλω όχι μόνο να του σερβίρεις το πιάτο, αλλά να του καθαρίζεις και τις μπότες». Το πεισματάρικο ύφος δεν χάθηκε, όμως η Μιν ένευσε κατσούφικα.
Η Σιουάν άφησε τα χαλινάρια στα χέρια της άλλης, βγήκε βιαστικά από τη μάντρα και προχώρησε στο δρόμο, προς τη σωστή, όπως έλπιζε, κατεύθυνση. Δεν ήθελε να ψάχνει σ’ ολόκληρη την πόλη, μέσα σ’ αυτή τη ζέστη και τη σκόνη.
Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι βαριές άμαξες που τις έσερναν έξι ή οκτώ ή ακόμα και δέκα άλογα την καθεμιά, και οι αμαξάδες τίναζαν τα μακριά μαστίγιά τους και βλαστημούσαν τόσο τα άλογα όσο και τους ανθρώπους, που χιμούσαν ανάμεσα στις άμαξες. Ανάμεσα στα πλήθη υπήρχαν και κακοντυμένοι άνδρες με μακριά σακάκια αμαξά, οι οποίοι μερικές φορές απηύθυναν γελώντας προσκλήσεις προς τις γυναίκες που τους προσπερνούσαν Οι γυναίκες που φορούσαν πολύχρωμες ποδιές, συχνά ριγέ, με μαντήλες σε φωτεινά χρώματα δεμένες στο κεφάλι, προχωρούσαν με το βλέμμα ίσια μπροστά, κάνοντας πως δεν άκουγαν. Οι γυναίκες που δεν φορούσαν ποδιά, με τα μαλλιά ξέπλεκα να κρέμονται ως τους ώμους, και με φούστες που κάποιες φορές απείχαν τριάντα πόντους ή και περισσότερο από το έδαφος, συχνά απαντούσαν ακόμα πιο χυδαία.
Η Σιουάν τινάχτηκε, όταν συνειδητοποίησε πως κάποιες φράσεις των ανδρών απευθύνονταν προς την ίδια. Δεν ένιωσε θυμό —το μυαλό της δεν χωρούσε το ότι τα έλεγαν γι’ αυτήν― αλλά μονάχα κατάπληξη. Ακόμα δεν είχε συνηθίσει τις αλλαγές που της είχαν συμβεί. Να τη βρίσκουν ελκυστική οι άνδρες... Το βλέμμα της έπεσε στο είδωλό της στη βρώμικη βιτρίνα ενός ράφτη, που έδειχνε το θαμπό καθρέφτισμα μιας κοπέλας με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και ψάθινο καπέλο. Ήταν νεαρή· όχι μόνο έδειχνε νεαρή, αλλά ήταν κιόλας, απ’ όσο μπορούσε να δει. Δεν ήταν πολύ μεγαλύτερη από τη Μιν. Πραγματικά νέα κοπέλα, κρίνοντας από την οπτική γωνία των χρόνων που είχε ζήσει στ’ αλήθεια.
Έχει και τα καλά του το σιγάνεμα, σκέφτηκε. Είχε γνωρίσει γυναίκες που θα πλήρωναν οποιοδήποτε αντίτιμο προκειμένου να ξανανιώσουν δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια· μερικές μάλιστα ίσως θεωρούσαν το τίμημα μεγάλη ευκαιρία. Συχνά έπιανε τον εαυτό της να συλλογίζεται τέτοια πλεονεκτήματα, προσπαθώντας ίσως να πειστεί ότι ήταν αληθινά. Υπήρχε και το ότι μπορούσε να πει ψέματα κατά βούληση, τώρα που είχε απελευθερωθεί από τους Τρεις Όρκους. Ούτε ο ίδιος της ο πατέρας δεν θα την αναγνώριζε. Δεν έδειχνε όπως ήταν ως νεαρή· οι αλλαγές που είχε επιφέρει η ωριμότητα ήταν ακόμη εκεί, αλλά είχαν μαλακώσει και είχαν γίνει νιάτα. Ψυχρά κι αντικειμενικά, κατά τη γνώμη της ήταν κάπως πιο νόστιμη απ’ όσο τότε που ήταν κοπέλα· όχι όμορφη αλλά νόστιμη ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσαν να πουν ποτέ γι’ αυτήν. Γλυκούλα, αυτό ήταν το πιο συνηθισμένο κομπλιμέντο. Δεν μπορούσε να βρει ομοιότητα ανάμεσα σε κείνο το πρόσωπο και στην ίδια, στη Σιουάν Σάντσε. Μόνο μέσα της ήταν ίδια· το μυαλό ακόμα διέθετε όλες τις γνώσεις του. Εκεί, μέσα στο κεφάλι της, ήταν ακόμα ο εαυτός της.
Μερικά πανδοχεία και καπηλειά είχαν ονόματα όπως Σφυρί του Πεταλωτή ή Αρκούδα που Χορεύει ή Ασημένιο Γουρούνι, συχνά με φανταχτερές ταμπέλες που είχαν αντίστοιχες ζωγραφιές. Άλλα είχαν ονόματα που κανονικά έπρεπε να απαγορεύονται, και το πιο σεμνό απ’ αυτά ήταν το Φιλί της Ντομανής Καλλονής, που έδειχνε μια γυναίκα με χαλκόχρωμη επιδερμίδα —γυμνή από τη μέση και πάνω!― με τα χείλη ενωμένα για φίλημα. Η Σιουάν αναρωτήθηκε τι γνώμη θα είχε η Ληάνε γι’ αυτό, όμως σε τέτοια κατάσταση που ήταν, μπορεί απλώς να της έμπαιναν ιδέες στο μυαλό.
Τελικά, σ’ έναν κάθετο δρόμο που ήταν πλατύς όσο και ο κεντρικός, λίγο πέρα από ένα άνοιγμα δίχως πύλη σε ένα από τα καταρρέοντα εσωτερικά τείχη, βρήκε το πανδοχείο που έψαχνε, ένα διώροφο κτήριο από τραχιά γκρίζα πέτρα με πορφυρές πλάκες στην οροφή. Η ταμπέλα πάνω από την πόρτα είχε μια γυναίκα με απίστευτες καμπύλες που φορούσε μόνο τα μαλλιά της, βαλμένα έτσι, ώστε να κρύβουν όσο το δυνατόν λιγότερα, καβάλα σ’ ένα ασέλωτο άλογο· μόλις αναγνώρισε το όνομα του πανδοχείου, έστρεψε τα μάτια της αλλού για να μην το ξαναδεί.
Μέσα, ο καπνός από τις πίπες είχε κάνει γαλάζιο τον αέρα της κοινής αίθουσας, η οποία ήταν γεμάτη θορυβώδεις θαμώνες που έπιναν και γελούσαν και προσπαθούσαν να τσιμπήσουν τις σερβιτόρες, οι οποίες τους απέφευγαν όσο μπορούσαν με καρτερικά χαμόγελα. Μέσα στην οχλαγωγία μόλις που ακουγόταν ένα τσίτερ και ένα φλάουτο να συνοδεύουν μια νεαρή που τραγουδούσε και χόρευε πάνω σ’ ένα τραπέζι στην άλλη άκρη της στενόμακρης αίθουσας. Πού και που, η τραγουδίστρια στροβίλιζε τα φουστάνια της τόσο ψηλά που έδειχναν σχεδόν ολόκληρα τα γυμνά πόδια της· από τα λίγα λόγια που έπιασε η Σιουάν από το τραγούδι της, της ήρθε η επιθυμία να πλύνει το στόμα της κοπέλας με σαπούνι. Άραγε, γιατί να ήθελε μια γυναίκα να τριγυρνά χωρίς ρούχα; Γιατί μια γυναίκα να το τραγουδά αυτό σε ένα πλήθος μεθυσμένους ακαμάτες; Δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ της σε τέτοιο μέρος. Θα τελείωνε όσο το δυνατόν συντομότερα την επίσκεψή της.
Ήταν ολοφάνερο ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου, μια ψηλή νταρντάνα με κόκκινο μεταξωτό φόρεμα που σχεδόν έλαμπε· περίτεχνες, βαμμένες μπούκλες —σίγουρα δεν είχε δημιουργήσει η φύση αυτή την απόχρωση του κόκκινου, τουλάχιστον για να συνοδεύει αυτά τα μαύρα μάτια― που πλαισίωναν ένα μυτερό πηγούνι κι ένα σκληρό στόμα. Δίνοντας οδηγίες στις σερβιτόρες, σταματούσε πότε εδώ και πότε εκεί στα τραπέζια και έλεγε λίγα λόγια στους πελάτες της, τους χτυπούσε στην πλάτη, γελούσε μαζί τους.
Η Σιουάν προχώρησε σφιγμένη και προσπάθησε να αγνοήσει τις ματιές με νόημα που της έριχναν οι άνδρες, καθώς πλησίαζε τη γυναίκα με τα πορφυρά μαλλιά. «Κυρά Θέιρν;» Αναγκάστηκε να επαναλάβει τρεις φορές το όνομα, κάθε φορά πιο δυνατά από την προηγούμενη, ώσπου να την κοιτάξει η πανδοχέας. «Κυρά Θέιρν, ψάχνω δουλειά ως τραγουδίστρια. Μπορώ να τραγουδήσω―»
«Μπορείς, ε;» Η μεγαλόσωμη γυναίκα γέλασε. «Έχω τραγουδίστρια, αλλά καλά θα ’ταν να υπάρχει και άλλη για να ξεκουράζεται. Για να δω τα πόδια σου».
«Μπορώ να τραγουδήσω “Το Τραγούδι των Τριών Ψαριών”», είπε δυνατά η Σιουάν. Αυτή πρέπει να ήταν η γυναίκα που έψαχνε. Αποκλείεται να υπήρχε δεύτερη γυναίκα στην πόλη με τέτοια μαλλιά, με το σωστό όνομα στο σωστό πανδοχείο.
Η κυρά Θέιρν γέλασε ακόμα πιο δυνατά και χτύπησε στον ώμο έναν πελάτη στο κοντινότερο τραπέζι, σχεδόν ρίχνοντάς τον από τον πάγκο. «Δεν το πολυζητάνε αυτό το τραγούδι εδώ, ε, Πελ;» Ο Πελ, που του έλειπαν μερικά δόντια και είχε μαστίγιο αμαξά κουλουριασμένο στον ώμο του, κακάρισε μαζί της.
«Μπορώ επίσης να τραγουδήσω το “Αυγή στο Γαλανό Ουρανό”».
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι κι έτριψε τα μάτια της σαν να της είχαν έρθει δάκρυα από τα γέλια. «Μπορείς, ε; Είμαι σίγουρη ότι τα παλικάρια θα ενθουσιαστούν. Για δείξε μου τώρα τα πόδια σου. Τα πόδια σου, κοπέλα μου, ειδάλλως πάρε δρόμο!»
Η Σιουάν κοντοστάθηκε, όμως η κυρά Θέιρν απλώς την κοίταζε. Και την κοίταζαν επίσης αρκετοί άνδρες. Μα αυτή πρέπει να ήταν η σωστή γυναίκα. Σήκωσε αργά το φουστάνι της ως τα γόνατα. Η ψηλή γυναίκα έκανε μια ανυπόμονη χειρονομία. Η Σιουάν, κλείνοντας τα μάτια, μάζεψε κι άλλο το φουστάνι στα χέρια της. Με κάθε πόντο ένιωθε το πρόσωπό της να κοκκινίζει ακόμα περισσότερο.
«Είναι σεμνούλα», χαχάνισε η κυρά Θέιρν. «Αν αυτά είναι όλα τα τραγούδια που ξέρεις, τότε θα πρέπει να έχεις ωραία πόδια για να καταπλήξεις τον πελάτη. Θα πρέπει να της βγάλουμε αυτές τις μάλλινες κάλτσες για να δούμε, ε, Πελ; Έλα μαζί μου. Ίσως να έχεις φωνή, αλλά εδώ δεν μπορώ να την ακούσω. Έλα, κορίτσι μου! Κούνα τον ποπό σου!»
Η Σιουάν άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, που πετούσαν φωτιές, όμως η άλλη γυναίκα είχε φύγει και κατευθυνόταν προς το πίσω μέρος της κοινής αίθουσας. Με το κορμί ίσιο σαν σπαθί, η Σιουάν κατέβασε τα φουστάνια της και την ακολούθησε, προσπαθώντας να αγνοήσει τα χαχανητά και τις προστυχιές που της πετούσαν. Το πρόσωπό της ήταν σαν σμιλεμένο σε πέτρα, αλλά μέσα της πάλευαν η ανησυχία με το θυμό.
Προτού ανέλθει στην Έδρα της Άμερλιν, διοικούσε το δίκτυο πληροφοριοδοτών του Γαλάζιου Άτζα· μερικοί ήταν ταυτοχρόνως και δικοί της πληροφοριοδότες, και τότε και μετά. Μπορεί να μην ήταν πια Άμερλιν, ούτε καν Άες Σεντάι, αλλά ακόμα ήξερε όλους εκείνους τους πράκτορες. Όταν η Σιουάν είχε αναλάβει το δίκτυο, η Ντουράντα Θέιρν ήδη υπηρετούσε το Γαλάζιο και οι πληροφορίες της έρχονταν πάντα στην κατάλληλη στιγμή. Δεν έβρισκες παντού πληροφοριοδότες και η αξιοπιστία τους ποίκιλλε —μόνο μία γυναίκα εμπιστευόταν η Σιουάν ανάμεσα στην Ταρ Βάλον και εδώ, στους Τέσσερις Βασιλιάδες του Άντορ, κι η γυναίκα εκείνη είχε εξαφανιστεί― αλλά ήταν τεράστια η ποσότητα των πληροφοριών και των φημών που περνούσαν από το Λάγκαρντ με τα καραβάνια των εμπόρων. Μπορεί να είχαν κι άλλα Άτζα πληροφοριοδότες εδώ· δεν έπρεπε να το ξεχνά. Θύμισε στον εαυτό της το ρητό, Στο μόλο γυρνά μόνο το πλοίο που δεν ξεθαρρεύει.
Αυτή η γυναίκα ταίριαζε απολύτως στην περιγραφή της Ντουράντα Θέιρν, και σίγουρα αποκλειόταν να υπάρχει άλλο πανδοχείο με τόσο χυδαίο όνομα, αλλά γιατί είχε αντιδράσει μ’ αυτόν τον τρόπο όταν η Σιουάν της είχε παρουσιαστεί ως άλλος ένας πράκτορας του Γαλάζιου; Έπρεπε να το ρισκάρει· η Μιν και η Ληάνε, με τον τρόπο τους η καθεμιά, είχαν αρχίσει να ανυπομονούν όπως κι ο Λογκαίν. Μπορεί να γυρνούσαν στο μόλο μόνο τα πλοία που δεν ξεθάρρευαν, αλλά μερικές φορές το αμπάρι γέμιζε, αν έδειχνες τόλμη. Στη χειρότερη περίπτωση, θα μπορούσε να ρίξει τη γυναίκα αναίσθητη, χτυπώντας την με κάτι στο κεφάλι, και να το σκάσει από πίσω. Κοίταξε το φάρδος και το ύψος της και τα στιβαρά, χοντρά χέρια της, και ευχήθηκε να τα κατάφερνε, αν χρειαζόταν.
Μια απλή πόρτα, στο διάδρομο που οδηγούσε στην κουζίνα, έβγαζε σε ένα λιτά επιπλωμένο δωμάτιο, μ’ ένα γραφείο και μια καρέκλα σ’ ένα απολειφάδι γαλάζιου χαλιού, ένα μεγάλο καθρέφτη στον τοίχο, και, κάτι παράξενο, ένα κοντό ραφάκι με μερικά βιβλία. Μόλις έκλεισε πίσω τους η πόρτα, μειώνοντας τη φασαρία χωρίς να τη σβήνει εντελώς, η μεγαλόσωμη γυναίκα στράφηκε προς τη Σιουάν με τις γροθιές στηριγμένες στους ψωμωμένους γοφούς της. «Για να δούμε. Τι ζητάς από μένα; Άσε, μην πεις όνομα· δεν θέλω να ξέρω, είτε είναι δικό σου είτε όχι».
Η Σιουάν ένιωσε ένα μέρος της έντασης να υποχωρεί. Όχι και τον θυμό, όμως. «Δεν είχες δικαίωμα να μου φερθείς μ’ αυτόν τον τρόπο εκεί έξω! Τι σ’ έπιασε και με ανάγκασες να―»
«Είχα κάθε δικαίωμα», την έκοψε η κυρά Θέιρν, «και μεγάλη ανάγκη. Αν είχες έρθει με το άνοιγμα ή το κλείσιμο του μαγαζιού, θα σε έφερνα κρυφά εδώ και δεν θα έπαιρνε χαμπάρι κανείς. Δεν καταλαβαίνεις ότι κάποιοι εκεί πέρα θα παραξενεύονταν αν με έβλεπαν να σε συνοδεύω εδώ σαν φίλη από τα παλιά; Δεν μπορώ να έχουν υποψίες για μένα. Τυχερή είσαι που δεν σε ανάγκασα να πάρεις τη θέση της Σούσου στο τραπέζι να πεις ένα-δυο τραγουδάκια. Και πρόσεχε το φέρσιμό σου μπροστά μου». Σήκωσε απειλητικά το πλατύ, σκληρό χέρι της. «Έχω παντρέψει κόρες μεγαλύτερες από σένα κι όταν τις επισκέπτομαι φέρονται και μιλούν καθώς πρέπει. Μην μου το παίζεις κυρά Ψηλομύτα, γιατί θα σου δείξω εγώ. Απ’ έξω δεν θα σε ακούσουν να φωνάζεις, αλλά, και να σε ακούσουν, δεν θα ανακατευτούν». Ένευσε κοφτά, σαν να είχε βάλει τα πράγματα στη θέση τους, και ξανάφερε τις γροθιές στους γοφούς της. «Λοιπόν, τι θέλεις;»
Αρκετές φορές κατά τη διάρκεια αυτού του κατεβατού η Σιουάν είχε προσπαθήσει να μιλήσει, όμως η άλλη την είχε πνίξει σαν παλιρροϊκό κύμα. Δεν ήταν συνηθισμένη σ’ αυτά. Όταν τελείωσε η κυρά Θέιρν, η Σιουάν έβραζε από το θυμό της· και τα δύο χέρια της έσφιγγαν τη φούστα της με άσπρα δάχτυλα. Εξίσου γερά συγκρατούσε τα νεύρα της. Υποτίθεται πως είμαι απλώς άλλη μια πράκτορας, σκέφτηκε με αυτοσυγκράτηση. Όχι πια η Αμερλιν, απλώς άλλη μια πράκτορας. Εκτός αυτού, υποψιαζόταν ότι η άλλη γυναίκα ίσως πραγματοποιούσε την απειλή της. Αυτό ήταν κάτι καινούριο ακόμα, το ότι θα έπρεπε να φυλάγεται από ανθρώπους που ήταν μπροστά της μόνο και μόνο επειδή ήταν πιο μεγαλόσωμοι και πιο δυνατοί.
«Μου έδωσαν ένα μήνυμα για να το μεταφέρω στη σύναξη αυτών που υπηρετούμε». Έλπισε ότι η κυρά Θέιρν θα θεωρούσε τη σφιγμένη φωνή της δείγμα ότι την είχε τρομάξει· ίσως να τη βοηθούσε περισσότερο, αν νόμιζε ότι η Σιουάν ήταν φοβισμένη. «Δεν ήταν εκεί που μου είπαν να τις βρω. Ελπίζω να ξέρεις εσύ και να με βοηθήσεις να τις βρω».
Η κυρά Θέιρν σταύρωσε τα χέρια της κάτω από το ογκώδες μπούστο της και την περιεργάστηκε. «Ξέρεις πώς να κρατάς τα νεύρα σου όταν σε βολεύει, ε; Ωραία. Τι συνέβη στον Πύργο; Και μην αρνηθείς ότι έρχεσαι από κει, αλαζονική μου κούκλα του καλού κόσμου. Φωςφανάρι ότι είσαι αγγελιοφόρος με μήνυμα κι εσύ αυτόν τον ξιπασμένο τρόπο δεν τον έμαθες σε χωριό».
Η Σιουάν πήρε μια βαθιά ανάσα προτού απαντήσει. «Η Σιουάν Σάντσε σιγανεύτηκε». Η φωνή της δεν τρεμούλιασε καν· ένιωσε περήφανη γι’ αυτό. «Η Ελάιντα α’Ρόιχαν είναι η καινούρια Άμερλιν». Όμως δεν μπόρεσε να αποφύγει ένα ίχνος τρέμουλου λέγοντάς το αυτό.
Το πρόσωπο της κυράς Θέιρν δεν έδειξε την παραμικρή αντίδραση. «Μάλιστα, έτσι εξηγούνται μερικές εντολές που πήρα. Μερικές απ’ αυτές, ίσως. Τη σιγάνεψαν, ε; Νόμιζα θα είναι Άμερλιν για πάντα. Την είδα μια φορά, πριν από χρόνια, στο Κάεμλυν. Από μακριά. Έδειχνε σκληρή γυναίκα που δεν το βάζει κάτω». Οι απίστευτες εκείνες μπούκλες τινάχτηκαν, καθώς κουνούσε το κεφάλι της. «Ό,τι έγινε έγινε. Τα Άτζα χώρισαν, ε; Μόνο αυτό τα εξηγεί όλα· τις εντολές μου και το ότι σιγάνεψαν τη γριά-καρακάξα. Ο Πύργος έπεσε και οι Γαλάζιες το έβαλαν στα πόδια».
Η Σιουάν έτριξε τα δόντια της. Προσπάθησε να σκεφτεί ότι η άλλη ήταν πιστή στο Γαλάζιο Άτζα, όχι προσωπικά στην ίδια, αλλά αυτό δεν τη βοήθησε. Γριά καρακάξα εγώ; Αυτή εδώ θα μπορούσε να είναι μητέρα μου. Κι αν ήταν η μητέρα μου, θα πήγαινα να πνιγώ. Με αρκετό κόπο, έκανε τη φωνή της να ηχήσει ταπεινή. «Το μήνυμά μου είναι σημαντικό. Πρέπει να συνεχίσω το δρόμο μου όσο το δυνατόν συντομότερα. Μπορείς να με βοηθήσεις;»
«Σημαντικό, λες; Αμφιβάλλω. Το πρόβλημα είναι ότι μπορώ να σου πω κάτι, αλλά θα είναι δική σου δουλειά να το ξεδιαλύνεις. Το θέλεις;» Η γυναίκα δεν έλεγε να τη διευκολύνει, έστω και λίγο.
«Ναι, σε παρακαλώ».
«Σάλι Ντάερα. Δεν ξέρω ποια είναι ή ήταν, αλλά μου είπαν να δώσω το όνομά της σε όποια Γαλάζια ερχόταν μοιάζοντας χαμένη, για να το πω έτσι. Μπορεί εσύ να μην είσαι μια από τις αδελφές, αλλά έχεις τόσο ψηλά τη μύτη σου, που θα μπορούσες να είσαι, ας το μάθεις λοιπόν. Σάλι Ντάερα. Βγάλε άκρη μόνη σου».
Η Σιουάν έπνιξε ένα ρίγος ενθουσιασμού και πήρε αποκαρδιωμένη έκφραση. «Ούτε κι εγώ την έχω ακουστά. Θα πρέπει να συνεχίσω να ψάχνω».
«Αν τις βρεις, πες στην Αλντένε Σεντάι ότι είμαι ακόμα πιστή, ό,τι κι αν συνέβη. Τόσο καιρό δουλεύω για τις Γαλάζιες, που, αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, δεν θα ήξερα τι να κάνω».
«Θα της το πω», είπε η Σιουάν. Δεν ήξερε ότι η Αλντένε ήταν η αντικαταστάτριά της που διοικούσε τους πληροφοριοδότες των Γαλάζιων· η Άμερλιν, απ’ όποιο Άτζα κι αν προερχόταν, ήταν όλων των Άτζα, αλλά δεν ανήκε σε κανένα. «Υποθέτω θα χρειαστείς κάποιο λόγο που δεν με προσέλαβες. Στ’ αλήθεια δεν μπορώ να τραγουδήσω· ίσως αυτό βοηθήσει».
«Λες και θα τους ένοιαζε αυτούς εκεί πέρα». Η μεγαλόσωμη γυναίκα ύψωσε ένα φρύδι και της χαμογέλασε με τρόπο που δεν άρεσε στην Σιουάν. «Κάτι θα σκεφτώ, κούκλα μου. Να σου δώσω και μια συμβουλή. Αν δεν κατεβάσεις λίγο τη μύτη, θα σου την κατεβάσει για τα καλά καμιά Άες Σεντάι. Είναι παράξενο που δεν το έχουν κάνει ήδη. Πήγαινε τώρα. Φύγε από δω».
Σιχαμερή γυναίκα, μούγκρισε από μέσα της η Σιουάν. Αν υπήρχε τρόπος, θα της έβαζα επιτίμιο μέχρι να σκάσει. Η άλλη γυναίκα νόμιζε ότι δικαιούταν περισσότερο σεβασμό, ε; «Σ’ ευχαριστώ για τη βοήθειά σου», είπε ψυχρά, με μια γονυκλισία αντάξια βασιλικής αυλής. «Ήσουν τόσο ευγενική».
Μόλις είχε κάνει τρία βήματα στην κοινή αίθουσα, όταν φάνηκε πίσω της η κυρά Θέιρν, υψώνοντας τη φωνή της με μια γελαστή κραυγή, που ακούστηκε καθαρά μέσα στη φασαρία. «Ντροπαλή παιδούλα μας βγήκε! Πόδια λεπτά και άσπρα που να σας τρέχουν τα σάλια, κι έβαλε τα κλάματα σαν μωρό παιδί μόλις της είπα ότι πρέπει να τα δείχνει! Έκατσε στο πάτωμα και έβαλε τα κλάματα! Γοφοί αρκετά στρογγυλοί, ακόμα και για τον πιο ιδιότροπο πελάτη, κι αυτή...!»
Η Σιουάν σκόνταψε όταν έπεσαν πάνω της τα κύματα των γέλιων, χωρίς να πνίγουν την διήγηση της άλλης. Κατάφερε να κάνει άλλα τρία βήματα, με πρόσωπο κόκκινο σαν παντζάρι, και ύστερα το έβαλε στα πόδια.
Στο δρόμο κοντοστάθηκε για να πάρει μια ανάσα και να πάψει να βροντοκοπά η καρδιά της. Αυτή η απαίσια μέγαιρα! Θα ’πρεπε να την...! Δεν είχε σημασία τι έπρεπε να της κάνει, η αηδιαστική γυναίκα της είχε πει ό,τι χρειαζόταν. Δεν επρόκειτο για τη Σάλι Ντάερα· δεν επρόκειτο καν για γυναίκα. Μόνο μια Γαλάζια θα το ήξερε ή έστω θα το υποψιαζόταν. Ήταν το Σαλιντάρ. Η γενέτειρα της Ντηάνε Άρυμαν, της Γαλάζιας αδελφής που είχε γίνει Αμερλιν μετά την Μπόνχουιν και είχε σώσει τον Πύργο από το χαμό, στον οποίο τον οδηγούσε η Μπόνχουιν. Το Σαλιντάρ. Ένα από τα τελευταία μέρη όπου θα έψαχνε κάποιος να βρει Άες Σεντάι, μαζί με την Αμαδισία.
Δυο καβαλάρηδες με χιονόλευκους μανδύες και λαμπερές στιλβωμένες πλεχτές πανοπλίες έρχονταν στο δρόμο προς το μέρος της, παραμερίζοντας απρόθυμα για να περάσουν οι άμαξες. Τέκνα του Φωτός. Αυτές τις μέρες τα έβρισκες παντού. Η Σιουάν έγειρε το κεφάλι, παρακολουθώντας τους επιφυλακτικά κάτω από το γείσο του καπέλου της, και κόλλησε στη γαλαζοπράσινη πρόσοψη του πανδοχείου. Εκείνοι την κοίταξαν περνώντας —σκληρά πρόσωπα κάτω από αστραφτερά κωνικά κράνη― και συνέχισαν το δρόμο τους.
Η Σιουάν δάγκωσε το χείλος της εκνευρισμένη. Μάλλον η ίδια είχε τραβήξει την προσοχή τους κάνοντας πίσω. Και τι θα γινόταν, αν είχαν δει το πρόσωπό της...; Τίποτα, φυσικά. Ίσως οι Λευκομανδίτες προσπαθούσαν να σκοτώσουν μια Άες Σεντάι που είχαν βρει μόνη της, αλλά εκείνη δεν είχε πια πρόσωπο μιας Άες Σεντάι. Μόνο την είχαν δει να προσπαθεί να τους κρυφτεί. Αν δεν την είχε αναστατώσει τόσο η Ντουράντα Θέιρν, η Σιουάν δεν θα είχε κάνει ένα τόσο ανόητο λάθος. Θυμόταν πως κάποτε κάτι ασήμαντο σαν τα σχόλια της κυράς Θέιρν δεν θα την ενοχλούσε καθόλου, πως κάποτε αυτή η παραφουσκωμένη βαμμένη βάναυση δεν θα τολμούσε να πει λέξη. Άμα δεν της αρέσουν οι τρόποι μου αυτής της στρίγγλας, θα... Αυτό που θα έκανε ήταν ότι θα συνέχιζε τη δουλειά της, προτού τη δείρει η κυρά Θέιρν τόσο δυνατά, που δεν θα άντεχε να καθίσει στη σέλα. Μερικές φορές δυσκολευόταν να θυμηθεί ότι είχε περάσει ο καιρός που μπορούσε να καλεί βασιλιάδες και βασίλισσες κι εκείνοι έρχονταν.
Προχωρώντας στο δρόμο, το βλέμμα της ήταν τόσο άγριο, ώστε μερικοί αμαξάδες προτίμησαν να καταπιούν τα σχόλια που ετοιμάζονταν να πουν σε μια ολομόναχη όμορφη νεαρή. Μερικοί.
Η Μιν καθόταν σ’ έναν πάγκο δίπλα στον τοίχο της κοινής αίθουσας της Αμαξας με τα Εννιά Άλογα, που ήταν γεμάτη κόσμο, και παρακολουθούσε ένα τραπέζι κυκλωμένο από όρθιους πελάτες, μερικοί από τους οποίους είχαν μαστίγια αμαξά και άλλοι σπαθιά που έδειχναν ότι ήταν φύλακες εμπόρων. Άλλοι έξι κάθονταν ο ένας κολλητά στον άλλον γύρω από το τραπέζι. Η Μιν μόλις που έβλεπε τον Λογκαίν και τη Ληάνε, οι οποίοι κάθονταν στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. Εκείνος είχε σμίξει τα φρύδια κατσουφιασμένος· οι άλλοι άνδρες κρέμονταν από το χαμογελαστό στόμα της Ληάνε.
Ο αέρας ήταν πυκνός από τα σύννεφα καπνού από τις πίπες και αντηχούσαν γέλια και ομιλίες, που σχεδόν έπνιγαν τη μουσική από το φλάουτο και το τύμπανο και το τραγούδι μιας κοπέλας, η οποία χόρευε σ’ ένα τραπέζι ανάμεσα στα πέτρινα τζάκια. Το τραγούδι της μιλούσε για μια γυναίκα που είχε πείσει έξι άνδρες ότι ο καθένας ήταν μοναδικός στη ζωή της· η Μιν το βρήκε ενδιαφέρον, ακόμα κι όταν την έκανε να κοκκινίζει. Η τραγουδίστρια πού και πού έριχνε ζηλόφθονες ματιές στο γεμάτο τραπέζι. Ή μάλλον στη Ληάνε.
Η ψηλή Ντομανή ήδη έσερνε τον Λογκαίν από τη μύτη όταν μπήκαν στο πανδοχείο και είχε τραβήξει άνδρες σαν μύγες στο μέλι με κείνο το λικνιστό περπάτημά της και το φλογερό φως των ματιών της. Παραλίγο θα είχε ξεσπάσει μάχη, ο Λογκαίν και οι φύλακες των εμπόρων είχαν βάλει τα χέρια στα σπαθιά, κάποιοι είχαν τραβήξει μαχαίρια και ο γεροδεμένος ιδιοκτήτης του πανδοχείου με δύο θηριώδεις βοηθούς είχαν έρθει τρέχοντας και κρατώντας ρόπαλα. Και η Ληάνε είχε σβήσει τις φλόγες, όπως ακριβώς τις είχε ανάψει, μ’ ένα χαμόγελο εδώ, μερικά λογάκια εκεί, ένα χάδι στο μάγουλο. Ακόμα και ο πανδοχέας είχε μείνει εκεί λιγάκι, χαμογελώντας σαν χαζός, ώσπου τον ξαναζήτησε η πελατεία του. Και η Ληάνε νόμιζε ότι ήθελε εξάσκηση, Δεν ήταν δίκαιο.
Θα ήμουν ικανοποιημένη και με το παραπάνω, αν μπορούσα να το κάνω αυτό σ’ έναν συγκεκριμένο άνδρα. Μήπως άραγε μπορεί η Ληάνε να μου κάνει μάθημα ― μα τι σκέφτομαι, Φως μου; Η Μιν ήταν πάντα ο εαυτός της, και άφηνε τους άλλους να τη δεχθούν ή να μην τη δεχθούν γι’ αυτό που ήταν. Και να που τώρα σκεφτόταν να αλλάξει για χατίρι ενός άνδρα. Λες και δεν έφτανε που ήταν αναγκασμένη να κρύβεται μέσα σε φόρεμα, αντί να φορά το σακάκι και το φαρδύ παντελόνι όπως συνήθιζε. Θα σε κοίταζε, αν έβαζες φόρεμα με βαθύ ντεκολτέ. Έχεις πιο πολλά να δείξεις απ’ όσα η Ληάνε και ― Πάψε πια!
«Πρέπει να πάμε νότια», είπε η Σιουάν δίπλα της και η Μιν τινάχτηκε. Δεν την είχε δει να μπαίνει. «Τώρα». Η λάμψη των γαλανών ματιών της Σιουάν έδειχνε ότι κάτι είχε μάθει. Αν θα της το έλεγε, αυτό ήταν άλλο θέμα. Η Σιουάν συνήθως έμοιαζε να νομίζει πως ήταν ακόμα Άμερλιν.
«Δεν θα προλάβουμε να φτάσουμε σε άλλο μέρος με πανδοχείο προτού πέσει η νύχτα», είπε η Μιν. «Θα ’ταν προτιμότερο να κλείσουμε δωμάτια εδώ για να μείνουμε απόψε». Θα ήταν ωραίο να ξανακοιμόταν σε κρεβάτι και όχι κάτω από βατουλιές και θημωνιές, έστω κι αν θα έπρεπε να το μοιραστεί με τη Ληάνε και τη Σιουάν. Ο Λογκαίν δεν θα είχε αντίρρηση να νοικιάσει δωμάτια για όλους, όμως η Σιουάν ήταν φειδωλή στα έξοδά της, παρ’ όλο που ο Λογκαίν ξόδευε αμέριμνα.
Η Σιουάν κοίταξε ολόγυρα, όμως όσοι πελάτες δεν κοίταζαν τη Ληάνε, άκουγαν την τραγουδίστρια. «Δεν γίνεται. Νομίζω ― νομίζω ότι κάποιοι Λευκομανδίτες κάνουν ερωτήσεις για μένα».
Η Μιν σφύριξε χαμηλόφωνα. «Ο Ντάλυν θα τσατιστεί όταν το μάθει».
«Τότε μην του το πεις». Η Σιουάν κούνησε το κεφάλι, βλέποντας το πλήθος γύρω από τη Ληάνε. «Μόνο πες στην Αμάινα ότι πρέπει να φύγουμε. Ο Ντάλυν θα μας ακολουθήσει. Ας ελπίσουμε μόνο να μην ακολουθήσουν και οι άλλοι».
Η Μιν χαμογέλασε σαρκαστικά. Μπορεί η Σιουάν να ισχυριζόταν ότι δεν την ένοιαζε που ο Λογκαίν —ο Ντάλυν― είχε αναλάβει τα ηνία, με τον απλό τρόπο του να την αγνοεί όταν του έδινε οδηγίες, όμως ήταν ακόμα αποφασισμένη να τον δαμάσει ξανά.
«Τι θα πει άμαξα με εννιά άλογα τέλος πάντων;» ρώτησε, ενώ σηκωνόταν όρθια. Είχε βγει μπροστά να δει, ελπίζοντας ότι κάτι θα καταλάβαινε, όμως η ταμπέλα πάνω από την πόρτα είχε μόνο το όνομα. «Έχω δει με οκτώ και με δέκα, αλλά ποτέ με εννιά».
«Σ’ αυτήν την πόλη», είπε σεμνότυφα η Σιουάν, «είναι φρονιμότερο να μην ρωτάς». Η ξαφνική κοκκινίλα που έβαψε τα μάγουλά της, έκαναν τη Μιν να σκεφτεί ότι ήξερε πολύ καλά. «Τρέχα να τους φέρεις. Ο δρόμος μας θα είναι μακρύς και δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Και πρόσεξε μην σ’ ακούσει κανείς».
Η Μιν ξεφύσηξε. Με εκείνο το χαμογελάκι στο πρόσωπο της Ληάνε, η ίδια θα περνούσε απαρατήρητη απ’ αυτούς τους άνδρες. Μακάρι να ’ξερε πώς είχε τραβήξει η Σιουάν την προσοχή των Λευκομανδιτών. Ήταν το μόνο που δεν ήθελαν, και η Σιουάν συνήθως δεν έκανε τέτοια λάθη. Μακάρι να ήξερε πώς να κάνει τον Ραντ να την κοιτάξει όπως οι άνδρες χάζευαν τη Ληάνε. Αν ήταν να ταξιδεύουν όλη τη νύχτα —όπως υποπτευόταν πως θα συνέβαινε― τότε ίσως η Ληάνε να είχε διάθεση να της πει μερικά μυστικά.