Κάτω από την επιβλητική Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, ο Ραντ οδηγούσε τον Τζήντ’εν πάνω στην πετρώδη πλαγιά που άρχιζε από τους χαμηλούς λόφους στη ρίζα του Περάσματος Τζανγκάι. Το Δρακότειχος τρυπούσε τον ουρανό, κάνοντας τα υπόλοιπα βουνά να μοιάζουν νάνοι, και οι χιονοσκεπείς κορυφές του αψηφούσαν τον πυρωμένο απογευματινό ήλιο. Η ψηλότερη κορυφή του πεταγόταν πολύ πάνω από τα σύννεφα που περιγελούσαν την Ερημιά με υποσχέσεις μιας βροχής που δεν είχε έρθει ποτέ. Ο Ραντ δεν μπορούσε να φανταστεί ποιος και γιατί άραγε θα ήθελε να σκαρφαλώσει σ’ ένα βουνό, όμως λεγόταν ότι κάποιοι που είχαν προσπαθήσει να αναρριχηθούν σε κείνα τα ύψη, είχαν γυρίσει πίσω, παράλυτοι από φόβο και ανίκανοι να ανασάνουν. Δεν του φαινόταν απίστευτο ότι ίσως κάποιος να φοβόταν τόσο, που να μην μπορεί πια να ανασάνει, καθώς επιχειρούσε να αναρριχηθεί τόσο ψηλά.
«...παρ’ όλο όμως που οι Καιρχινοί είναι αφοσιωμένοι στο Παιχνίδι των Οίκων», έλεγε η Μουαραίν πάνω από τον ώμο του, «θα σε ακολουθούν, όσο ξέρουν ότι είσαι ισχυρός. Να είσαι αποφασιστικός μαζί τους, αλλά θα σου ζητούσα να είσαι επίσης δίκαιος. Ο ηγεμών που απονέμει αληθινή δικαιοσύνη...»
Ο Ραντ προσπαθούσε να την αγνοεί, όπως αγνοούσε και τους άλλους καβαλάρηδες, κι επίσης τα τριξίματα και τα μπουμπουνητά κον αμαξών του Καντίρ, που αγκομαχούσαν παραπίσω. Τα σαθρά φαράγγια και οι ξεροπόταμοι της Ερημιάς ήταν μακριά πίσω τους, όμως οι ανώμαλοι λόφοι που φύτρωναν και ψήλωναν από κει, σχεδόν εξίσου στέρφοι, δεν ήταν πολύ καλύτερο έδαφος για τις άμαξες. Είκοσι χρόνια είχε να διαβεί κανείς αυτό το μονοπάτι.
Η Μουαραίν του μιλούσε μ’ αυτόν τον τρόπο από τα χαράματα ως το ηλιοβασίλεμα, όποτε την άφηνε. Οι διαλέξεις της άλλοτε αφορούσαν σε μικρά πράγματα —λεπτομέρειες της συμπεριφοράς στην αυλή, παραδείγματος χάριν της Καιρχίν ή της Σαλδαίας ή αλλού― κι άλλοτε σε μεγάλα: στην πολιτική επιρροή των Λευκομανδιτών ή ίσως στην επίδραση που ασκούσε το εμπόριο στις αποφάσεις των κυβερνητών να κάνουν πόλεμο. Λες και σκόπευε να τον μορφώσει, όπως θα ήταν ή θα έπρεπε να είναι κάποιος αριστοκράτης, προτού εκείνος φτάσει στην άλλη πλευρά των βουνών. Ήταν εκπληκτικό το πόσο συχνά αυτά που έλεγε θύμιζαν αυτό που ο κόσμος στο Πεδίο του Έμοντ θα αποκαλούσε κοινή λογική. Κι επίσης πόσο συχνά ήταν αντίθετα σ’ αυτήν.
Μερικές φορές του έλεγε πράγματα που κατέπλησσαν· φερ’ ειπείν, ότι δεν θα έπρεπε να εμπιστεύεται καμία γυναίκα του Πύργου παρά μόνο την ίδια, την Εγκουέν, την Ηλαίην και τη Νυνάβε, όπως και η είδηση ότι τώρα Έδρα της Άμερλιν ήταν η Ελάιντα. Παρά τον όρκο που είχε δώσει πως θα τον υπάκουγε, δεν του έλεγε πώς το ήξερε. Έλεγε ότι ήταν επιλογή κάποιας άλλης να του το πει, κάποιας άλλης μυστικό, και η ίδια δεν μπορούσε να το σφετεριστεί. Ο Ραντ υποψιαζόταν ότι ήταν κάποια Σοφή ονειροβάτισσα, παρ’ όλο που εκείνες τον κοίταζαν κατάματα και αρνούνταν να πουν ναι ή όχι. Ευχόταν να μπορούσε να τις έβαζε κι αυτές να δώσουν τον όρκο της Μουαραίν· συνεχώς έμπαιναν ανάμεσα στους αρχηγούς και σ’ αυτόν, λες και ήθελαν να πηγαίνει πρώτα σ’ αυτές για να φτάσει στους αρχηγούς.
Εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε να σκεφτεί ούτε την Ελάιντα, ούτε τις Σοφές, ούτε ν’ ακούσει τη Μουαραίν. Τώρα ήθελε να εξετάσει το πέρασμα μπροστά του, το βαθύ χάσμα στα βουνά, που έστριβε σαν ένα στομωμένο τσεκούρι να είχε προσπαθήσει πολλές φορές να τα κόψει, χωρίς ποτέ να το κατορθώσει. Μερικά λεπτά σκληρής διαδρομής ακόμα και θα έφτανε εκεί.
Στη μια πλευρά του περάσματος, ένας απότομος γκρεμός είχε λειανθεί και σμιλευτεί σε πλάτος εκατό βημάτων, σχηματίζοντας ένα φίδι, φαγωμένο από τα στοιχεία της φύσεως, που κουλουριαζόταν γύρω από ένα ραβδί ύψους τριακοσίων ολόκληρων βημάτων· ήταν μνημείο ή σημάδι ή θυρεός κυβερνήτη και σίγουρα χρονολογούταν από κάποιο χαμένο έθνος πριν από τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο, ίσως πριν ακόμα από τους Πολέμους των Τρόλοκ. Ο Ραντ είχε ξαναδεί απομεινάρια εθνών χαμένων από καιρό· συχνά, ακόμα και η Μουαραίν δεν ήξερε από πού προέρχονταν.
Ψηλά στην άλλη μεριά, τόσο ψηλά, που δεν ήταν σίγουρος αν έβλεπε αυτό που νόμιζε ότι έβλεπε, λίγο κάτω από τη γραμμή του χιονιού, στεκόταν κάτι ακόμα πιο παράξενο. Κάτι που έκανε το προηγούμενο μνημείο των λίγων χιλιάδων ετών κάτι συνηθισμένο. Θα ορκιζόταν ότι ήταν τα απομεινάρια από ερειπωμένα κτήρια, με αστραφτερό γκρίζο χρώμα στο φόντο του σκούρου βουνού, και ακόμα πιο παράξενο, κάτι που έμοιαζε να είναι αποβάθρα από το ίδιο υλικό, όπως αυτές για τα πλοία, που έγερνε σαν μεθυσμένη στο βουνό. Αν δεν το φανταζόταν, πρέπει να είχε φτιαχτεί πριν από το Τσάκισμα. Η όψη του κόσμου είχε αλλάξει εντελώς εκείνα τα χρόνια. Μπορεί άλλοτε αυτό το μέρος να ήταν πυθμένας ωκεανού. Θα έπρεπε να ρωτήσει τον Ασμόντιαν. Ακόμα κι αν προλάβαινε, μάλλον δεν θα ήθελε να επιχειρήσει μια αναρρίχηση σε τέτοιο υψόμετρο για να το δει από κοντά.
Στη βάση του πελώριου φιδιού βρισκόταν το Τάιεν, μια πόλη μετρίου μεγέθους με ψηλά τείχη, απομεινάρι απ’ τον καιρό που στην Καιρχίν επιτρεπόταν να στέλνει καραβάνια στην Τρίπτυχη Γη, και που ο πλούτος κυλούσε από το Σάρα στην Οδό του Μεταξιού. Πάνω από την πόλη εμφανίζονταν πουλιά και σκούρες κηλίδες σε τακτά διαστήματα καθ’ όλο το μήκος των τειχών από γκρίζα πέτρα. Ο Ματ σηκώθηκε στους αναβολείς του Πιπς, σκιάζοντας τα μάτια του με το πλατύγυρο καπέλο και σμίγοντας τα φρύδια. Το σκληρό πρόσωπο του Λαν δεν πρόδιδε καμία έκφραση, φαινόταν όμως εξίσου προσηλωμένος· μια ριπή του ανέμου, που εδώ ήταν λιγάκι δροσερότερος, τίναξε γύρω του το μανδύα που άλλαζε χρώματα, και για μια στιγμή ολόκληρος, από τους ώμους ως τις μπότες, φάνηκε να γίνεται ένα με τους βραχώδεις λόφους και τους αραιούς αγκαθωτούς θάμνους.
«Μ’ ακούς;» είπε ξαφνικά η Μουαραίν, φέρνοντας πιο κοντά τη λευκή φοράδα της. «Πρέπει-!» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Σε παρακαλώ, Ραντ. Υπάρχουν τόσα που πρέπει να σου πω, τόσα που πρέπει να γνωρίζεις».
Η ικετευτική χροιά της φωνής της τον έκανε να την κοιτάξει. Θυμόταν ακόμα που κάποτε η παρουσία της του προκαλούσε δέος. Τώρα έμοιαζε μικρόσωμη, παρά το βασιλικό φέρσιμό της. Τι βλακεία κι αυτή, να νιώθει προστατευτικά απέναντί της. «Έχουμε άφθονο χρόνο μπροστά μας, Μουαραίν», είπε καλοσυνάτα. «Δεν προσποιούμαι ότι ξέρω περισσότερα από σένα για τον κόσμο. Από δω και πέρα, σκοπεύω να σε έχω κοντά μου». Μόλις που αντιλήφθηκε πόσο μεγάλη αλλαγή ήταν αυτή από τον καιρό που εκείνη τον είχε κοντά της. «Όμως αυτή τη οτιγμή έχω κάτι άλλο στο νου μου».
«Φυσικά». Η Μουαραίν αναστέναξε. «Όπως επιθυμείς. Έχουμε ακόμα άφθονο χρόνο».
Ο Ραντ χτύπησε με τις φτέρνες τον σταχτή πιτσιλωτό επιβήτορα να αρχίσει ένα μαλακό καλπασμό, και οι άλλοι ακολούθησαν. Κι οι άμαξες επίσης έκαναν πιο γρήγορα, παρ’ όλο που δεν μπορούσαν να τους φτάσουν στην πλαγιά. Ο μανδύας ράβδου με τα χίλια μπαλώματα που φορούσε ο Ασμόντιαν —ο Τζέησιν Νατάελ― κυμάτισε πίσω του σαν το λάβαρο που μετέφερε, με το κοντάρι στηριγμένο στον αναβολέα του, το οποίο ήταν λαμπερό κόκκινο με το ασπρόμαυρο σύμβολο των αρχαίων Άες Σεντάι στο κέντρο. Το πρόσωπό του ήταν βλοσυρό· δεν του άρεσε καθόλου το ότι είχε αναγκαστεί να γίνει ο σημαιοφόρος. Μ’ αυτό το σημάδι θα κατακτούσε, έλεγε η Προφητεία του Ρουίντιαν, και ίσως να μην τρόμαζε τόσο τον κόσμο όσο το Λάβαρο του Δράκοντα, το λάβαρο του Λουζ Θέριν Τέλαμον, το οποίο είχε αφήσει να πετά πάνω από την Πέτρα του Δακρύου. Αυτό το σημάδι ελάχιστοι θα το γνώριζαν.
Οι κηλίδες στα τείχη του Τάιεν ήταν σώματα, παραμορφωμένα στις τελευταίες στιγμές της αγωνίας τους, πρησμένα στον ήλιο, κρεμασμένα από το λαιμό σε μια σειρά που έμοιαζε να περικλείει την πόλη. Τα πουλιά ήταν κοράκια με γυαλιστερό μαύρο φτέρωμα και όρνια με ρυπαρά κεφάλια και λαιμούς. Μερικά κοράκια κούρνιαζαν πάνω στα πτώματα και το γλεντούσαν, αδιαφορώντας για τους νεοφερμένους. Η αηδιαστικά γλυκιά οσμή της σαπίλας απλωνόταν στον ξερό αέρα, όπως και η δριμεία μυρωδιά καμένου. Οι πύλες, ενισχυμένες με σίδερο, έχασκαν ορθάνοιχτες μπροστά σε μια έκταση όλο αποκαΐδια, πέτρινα σπίτια λεκιασμένα από την καπνιά και πεσμένες στέγες. Τίποτα δεν σάλευε εκτός από τα πουλιά.
Σαν το Μαρ Ρόις. Προσπάθησε να διώξει τη σκέψη, όμως με το νου του έβλεπε τη μεγάλη πόλη αφότου την είχαν ανακαταλάβει, με τους πελώριους πύργους της μαυρισμένους να καταρρέουν, και τα αποκαΐδια από μεγάλες φωτιές σε κάθε διασταύρωση, όπου είχαν δέσει και πετάξει ζωντανούς στις φλόγες όσους είχαν αρνηθεί να ορκιστούν στη Σκιά. Ήξερε ποιου ανάμνηση ήταν αυτή, αν και δεν το είχε συζητήσει με τη Μουαραίν. Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ. Ο Λουζ Θέριν Τέλαμον είναι νεκρός εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια. Είμαι ο εαυτός μου! Αυτή τη μάχη σκόπευε να την κερδίσει. Αν ήταν να πεθάνει στο Σάγιολ Γκουλ, θα πέθαινε ως ο εαυτός του. Βίασε τις σκέψεις του να στραφούν αλλού.
Είχε περάσει μισός μήνας από τότε που είχε φύγει από το Ρουίντιαν. Μισός μήνας, αν και οι Αελίτες είχαν επιβάλει τέτοιο ρυθμό στο ταξίδι από την ανατολή ως τη δύση, που τα άλογα κουράζονταν. Όμως ο Κουλάντιν είχε ακολουθήσει αυτήν την πορεία μια βδομάδα προτού μάθει ο Ραντ το νέο. Αν δεν κατάφερναν να καλύψουν τη διαφορά, τότε ο Κουλάντιν θα είχε στη διάθεσή του αυτές τις μέρες για να ρημάξει την Καιρχίν προτού την έφτανε ο Ραντ. Και περισσότερες, μέχρι να νικηθεί το Σάιντο. Ούτε αυτές οι σκέψεις ήταν ευχάριστες.
«Κάποιος μας παρακολουθεί από τα βράχια στα αριστερά», είπε χαμηλόφωνα ο Λαν. Έμοιαζε να κοιτάζει εντελώς απορροφημένος τα απομεινάρια του Τάιεν. «Δεν είναι Αελίτης, αλλιώς αμφιβάλλω αν θα είχα δει έστω και μια κίνηση».
Ο Ραντ χάρηκε που είχε κάνει την Εγκουέν και την Αβιέντα να μείνουν με τις Σοφές. Η πόλη τού έδινε άλλον ένα λόγο, όμως ο παρατηρητής ταίριαζε με το αρχικό του σχέδιο, όταν έλπιζε ότι το Τάιεν θα γλίτωνε. Η Εγκουέν ακόμα φορούσε τα ίδια Αελίτικα ρούχα με την Αβιέντα και οι Αελίτες δεν θα ήταν καθόλου ευπρόσδεκτοι στο Τάιεν. Θα ήταν ακόμα λιγότερο ευπρόσδεκτοι ανάμεσα στους επιζήσαντες.
Κοίταξε πίσω του τις άμαξες που σταματούσαν λίγο πιο κάτω στην πλαγιά. Μουρμουρητά ακούγονταν από τους αμαξάδες τώρα, που έβλεπαν καθαρά την πόλη και τη διακόσμηση στα τείχη. Ο Καντίρ, με τον όγκο του ξανά ντυμένο στα λευκά σήμερα, σκούπισε μ’ ένα μεγάλο μαντήλι το πρόσωπό του με τη γερακίσια μύτη· φαινόταν ατάραχος κι απλώς σούφρωσε σκεφτικά τα χείλη.
Ο Ραντ περίμενε ότι η Μουαραίν θα αναγκαζόταν να βρει καινούριους αμαξάδες όταν περνούσαν το πέρασμα. Ο Καντίρ και οι άνθρωποί του μάλλον θα το έσκαγαν με την πρώτη ευκαιρία. Κι ο Ραντ θα αναγκαζόταν να τους αφήσει να φύγουν. Δεν ήταν σωστό —δεν ήταν δίκαιο― αλλά έπρεπε να προστατεύσει τον Ασμόντιαν. Πόσον καιρό έκανε το αναγκαίο κι όχι το σωστό; Σ’ έναν δίκαιο κόσμο, τα δύο θα ήταν ένα και το αυτό. Γέλασε όταν το σκέφτηκε, μ’ ένα βραχνό γελάκι. Δεν ήταν πια το χωριατόπαιδο που ήταν κάποτε, όμως το χωριατόπαιδο μερικές φορές παραμόνευε. Οι άλλοι τον κοίταξαν κι αυτός αντιστάθηκε στην παρόρμηση να τους πει ότι δεν είχε τρελαθεί ακόμα.
Πέρασαν αρκετά λεπτά μέχρι να φανούν από τα βράχια δυο άνδρες χωρίς σακάκι και μια γυναίκα, κουρελήδες και βρώμικοι και ξυπόλητοι. Πλησίασαν διστακτικά, με τα κεφάλια γερμένα ανήσυχα, τα μάτια να πετιούνται από τον έναν καβαλάρη στον άλλο, στις άμαξες και πάλι απ’ την αρχή, σαν να ήταν έτοιμη να το σκάσουν με την πρώτη φωνή. Τα κοκαλιάρικα μάγουλα και τα παραπαίοντα βήματα έδειχναν πείνα.
«Δόξα στο Φως», είπε τελικά ένας άνδρας. Ήταν γκριζομάλλης —κανείς από τους τρεις ανθρώπους δεν ήταν νεαρός― με το πρόσωπο γεμάτο βαθιές ρυτίδες. Το βλέμμα του στάθηκε για μια στιγμή στον Ασμόντιαν, με τις πτυχές της δαντέλας στο γιακά και τα μανικέτια, αλλά ο αρχηγός αυτής της πομπής δεν θα ίππευε μουλάρι και δεν θα κουβαλούσε λάβαρο. «Δοξασμένο να ’ναι το Φως που βγήκες ζωντανός απ’ αυτούς τους φριχτούς τόπους, Άρχοντά μου». Μπορεί αυτή η προσφώνηση να οφειλόταν στο γαλάζιο μεταξωτό σακάκι του Ραντ, κεντημένο με χρυσάφι στους ώμους, ή στο λάβαρο ή σε απλή κολακεία. Όπως και να ’ταν, ο άνθρωπος αυτός δεν είχε λόγο να τους θεωρεί κάτι άλλο εκτός από εμπόρους, έστω και υπερβολικά καλοντυμένους. «Αυτοί οι άγριοι φονιάδες ξεσηκώθηκαν ξανά. Έχουμε πάλι Πόλεμο των Αελιτών. Πέρασαν βράδυ τα τείχη, προτού τους καταλάβουμε, σκότωσαν όσους σήκωσαν χέρι ν’ αντισταθούν, έκλεψαν ό,τι μπόρεσαν να σηκώσουν».
«Μέσα στη νύχτα;» είπε κοφτά ο Ματ. Με το καπέλο χαμηλά στο κεφάλι, περιεργαζόταν ακόμα την ερειπωμένη πόλη. «Κοιμούνταν οι σκοποί σας; Είχατε βάλει σκοπούς τόσο κοντά στον εχθρό σας; Ακόμα και οι Αελίτες θα δυσκολεύονταν να πλησιάσουν, αν είχατε καλές σκοπιές». Ο Λαν τον κοίταξε με επιδοκιμαστικό βλέμμα.
«Όχι, Άρχοντά μου». Ο γκριζομάλλης κοίταξε τον Ματ με έκπληξη και μετά απάντησε στον Ραντ. Το πράσινο σακάκι του Ματ ήταν καλοραμμένο και θα ταίριαζε σε αριστοκράτη, αλλά ήταν ξεκούμπωτο κι έδειχνε τσαλακωμένο, σαν να είχε κοιμηθεί φορώντας το. «Είχαμε... Είχαμε μονάχα ένα φύλακα σε κάθε πύλη. Έχει περάσει καιρός από την τελευταία φορά που είδαμε κάποιον απ’ αυτά τα κτήνη. Αυτή τη φορά όμως... Ό,τι δεν έκλεψαν το έκαψαν κι εμάς μας οδήγησαν στη λιμοκτονία. βρωμερά ζώα! Δόξα στο Φως που ήρθες να μας σώσεις, Άρχοντά μου, αλλιώς θα πεθαίναμε όλοι εδώ. Εγώ είμαι ο Ταλ Νέθιν. Είμαι —ήμουν― σελοποιός. Ήμουν καλός τεχνίτης, Άρχοντά μου. Αυτή εδώ είναι η αδελφή μου η Άριλ, και ο άνδρας της ο Άντερ Κορλ. Φτιάχνει καλές μπότες».
«Κλέψανε κι ανθρώπους, Άρχοντά μου», είπε η γυναίκα με φωνή τραχιά. Ήταν κάπως νεότερη από τον αδελφό της και μπορεί κάποτε να ήταν όμορφη, αλλά οι ταλαιπωρίες και οι έγνοιες είχαν χαράξει γραμμές στο πρόσωπό της, που, όπως ο Ραντ υποψιαζόταν, δεν θα χάνονταν ποτέ. Ο σύζυγός της είχε ένα χαμένο βλέμμα, σαν να μην ήταν σίγουρος πού βρισκόταν. «Την κόρη μου, Άρχοντά μου, και τον γιο μου. Πήραν όλα τα μικρά, όσα ήταν πάνω από δεκάξι, και μερικά που ’χαν τα διπλά και παραπάνω χρόνια. Είπαν ότι ήταν γκάι-κάτι, και τους έγδυσαν εκεί στο δρόμο και τους πήραν σαν κοπάδι. Άρχοντά μου, μήπως μπορείς να...;» Η φωνή της έσβησε, τα μάτια της έκλεισαν, καθώς αντιλαμβανόταν ότι αυτό ήταν αδύνατο, και τρέκλισε. Ήταν ελάχιστες οι πιθανότητες να ξαναδεί ποτέ τα παιδιά της.
Η Μουαραίν κατέβηκε ακαριαία από τη σέλα της και βρέθηκε στο πλευρό της Άριλ. Η ταλαιπωρημένη γυναίκα άφησε μια κοφτή κραυγούλα, όταν την άγγιξαν τα χέρια της Άες Σεντάι, και ρίγησε από την κορφή ως τα νύχια. Το απορημένο βλέμμα της στράφηκε με μια βουβή ερώτηση στη Μουαραίν, όμως η Μουαραίν απλώς την αγκάλιασε, στηρίζοντάς την.
Ο σύζυγός της ξαφνικά έμεινε με το στόμα ανοιχτό, κοιτώντας την επίχρυση πόρπη του Ραντ, το δώρο της Αβιέντα. «Τα χέρια του ήταν σημαδεμένα με κάτι σαν αυτό. Σαν αυτό. Πλεγμένο, σαν το φίδι του γκρεμού».
Ο Ταλ κοίταξε αβέβαια τον Ραντ. «Ο αρχηγός των βαρβάρων, Άρχοντα μου. Είχε —είχε τέτοια σημάδια στα χέρια. Φορούσε τα παράξενα ρούχα που φοράνε όλοι, όμως είχε τα μανίκια κομμένα, και φρόντισε να τα δούνε όλοι».
«Ένα δώρο που έλαβα στην Ερημιά», είπε ο Ραντ. Πρόσεξε να κρατήσει τα χέρια του ασάλευτα στο μπροστάρι της σέλας του· τα μανίκια του έκρυβαν και τους δικούς του Δράκοντες, με εξαίρεση τα κεφάλια, τα οποία, αν κοίταζες καλά, θα τα έβλεπες στη ράχη των χεριών του. Η Άριλ δεν αναρωτιόταν πια τι είχε κάνει η Μουαραίν, και οι τρεις τους έμοιαζαν έτοιμοι να το βάλουν στα πόδια. «Πότε έφυγαν;»
«Έξι μέρες, Άρχοντά μου», είπε ανήσυχα ο Ταλ. «Μια νύχτα και μια μέρα έκαναν ό,τι ήταν να κάνουν, και την άλλη έφυγαν. Θα ’πρεπε να ’χαμε φύγει κι εμείς, αλλά, αν τους συναντούσαμε στο γυρισμό τους; Σίγουρα στο Σέλεαν θα τους σταματήσουν και θα τους γυρίσουν πίσω, ε;» Ήταν η πόλη στην άλλη άκρη του περάσματος. Ο Ραντ αμφέβαλλε για το ότι τώρα το Σέλεαν ήταν σε καλύτερη κατάσταση από το Τάιεν.
«Πόσοι επιζώντες υπάρχουν εκτός από σας τους τρεις;»
«Καμιά εκατοστή, Άρχοντά μου. Μπορεί και παραπάνω. Κανένας δεν μέτρησε».
Ξαφνικός θυμός ξέσπασε μέσα του, αν και προσπάθησε να τον συγκρατήσει. «Είστε εκατό;» Η φωνή του ήταν σαν παγωμένο σίδερο. «Και πέρασαν έξι μέρες; Τότε, γιατί έχουν αφεθεί οι νεκροί σας στα κοράκια; Γιατί τα πτώματα στολίζουν ακόμα τα τείχη της πόλης σας; Είναι δικοί σας άνθρωποι αυτοί που γεμίζουν τα ρουθούνια σας με τη δυσωδία τους!» Οι τρεις αγκαλιάστηκαν και οπισθοχώρησαν από το άλογό του.
«Φοβόμασταν, Άρχοντά μου», είπε βραχνά ο Ταλ. «Έφυγαν, αλλά μπορεί να γυρνούσαν. Και μας είπε... Εκείνος με τα σημάδια στα χέρια μάς είπε να μην ακουμπήσουμε τίποτα».
«Ένα μήνυμα», είπε με άτονη φωνή ο Άντερ. «Τους έβγαλε για να κρεμαστούν, και τους έβαζε στη σειρά, μέχρι που μάζεψε αρκετούς για να γεμίσουν τα τείχη. Άνδρες, γυναίκες, δεν τον ένοιαζε». Η ματιά του ήταν καρφωμένη στην πόρπη του Ραντ. «Είπε ότι ήταν μήνυμα για κάποιον άνδρα που θα τον ακολουθούσε. Είπε ότι ήθελε να μάθει αυτός ο άνδρας... να μάθει τι θα έκαναν στην άλλη μεριά της Ραχοκοκαλιάς. Είπε... Είπε ότι θα έκανε χειρότερα σ’ αυτόν τον άνδρα».
Ξαφνικά τα μάτια της Άριλ πλάτυναν, και οι τρεις τους έμειναν να χάσκουν για μια στιγμή κοιτώντας πέρα από τον Ραντ. Και μετά, ουρλιάζοντας, γύρισαν κι έτρεξαν. Μαυρόπεπλοι Αελίτες υψώθηκαν από τα βράχια, όπου κρύβονταν προηγουμένως οι τρεις, κι αυτοί χίμηξαν προς άλλη κατεύθυνση. Πεπλοφορεμένοι Αελίτες φάνηκαν κι εκεί επίσης, και οι τρεις σωριάστηκαν στο έδαφος, κλαψουρίζοντας αγκαλιασμένοι, καθώς τους περικύκλωναν. Το πρόσωπο της Μουαραίν ήταν ψυχρό και ήρεμο, όμως το βλέμμα της δεν έδειχνε γαλήνη.
Ο Ραντ στριφογύρισε στη σέλα. Ο Ρούαρκ και ο Ντηάρικ ανέβαιναν την πλαγιά, κατεβάζοντας τα πέπλα και ξετυλίγοντας τα σούφα από το κεφάλι τους. Ο Ντηάρικ ήταν πιο χοντροκαμωμένος από τον Ρούαρκ, με μακριά μύτη και άσπρες πινελιές στα χρυσά μαλλιά του. Είχε φέρει το Ρέυν Άελ, όπως ακριβώς είχε πει ο Ρούαρκ ότι θα έκανε.
Ο Τίμολαν και οι Μιαγκόμα του ακολουθούσαν από το βορρά πορεία παράλληλη με την ομάδα του Ραντ, ανταλλάσσοντας περιστασιακά μηνύματα, αλλά χωρίς να φανερώνουν τις προθέσεις τους. Το Κοντάρα και το Σιάντε και το Νταράυν ήταν ακόμα κάπου προς τα ανατολικά· τους ακολουθούσαν, έτσι έλεγαν η Άμυς και οι άλλες, έχοντας ονειρομιλήσει με τις Σοφές τους, αλλά αργά. Εκείνες οι Σοφές δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για τους σκοπούς των αρχηγών τους, όπως κι ο Ραντ δεν ήξερε για τον Τίμολαν.
«Ήταν ανάγκη αυτό;» είπε ο Ραντ, καθώς οι δύο αρχηγοί τον πλησίαζαν. Αυτός είχε τρομάξει πρώτος εκείνους τους ανθρώπους, αλλά για συγκεκριμένο σκοπό και δεν τους είχε κάνει να πιστέψουν πως θα πέθαιναν.
Ο Ρούαρκ απλώς σήκωσε τους ώμους και ο Ντηάρικ είπε, «Βάλαμε δόρατα γύρω απ’ αυτό το φρούριο χωρίς να μας δουν, όπως επιθυμούσες, και δεν υπήρχε λόγος να περιμένουμε, αφού δεν έμεινε κανείς εδώ να χορέψει τα δόρατα. Στο κάτω-κάτω, είναι δενδροφονιάδες και τίποτα παραπάνω».
Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήξερε ότι μπορεί αυτό να αποτελούσε εξίσου μεγάλο πρόβλημα όσο κι ο Κουλάντιν, κατά κάποιον τρόπο. Σχεδόν πριν από πεντακόσια χρόνια, οι Αελίτες είχαν προσφέρει στην Καιρχίν ένα δενδρύλλιο, ένα φυντάνι του Αβεντεσόρα, και μαζί το δικαίωμα, που δεν είχαν δώσει σε κανένα άλλο έθνος, να εμπορεύονται στο Σάρα περνώντας από την Τρίπτυχη Γη. Δεν είχαν πει για ποιο λόγο —δεν τους άρεσαν πολύ οι υδρόβιοι― αλλά ήταν υποχρέωση των Αελιτών, όπως όριζε το τζι’ε’τόχ. Στο πολύχρονο ταξίδι τους, που είχε καταλήξει στην Ερημιά, μονάχα ένας λαός δεν τους είχε επιτεθεί, μονάχα ένας τους είχε προσφέρει νερό δίχως όρους, όταν ο κόσμος είχε αρχίσει να καίγεται. Και, επιτέλους, είχαν βρει τους απογόνους εκείνου του λαού. Τους Καιρχινούς.
Επί πεντακόσια χρόνια, τα πλούτη έρεαν στην Καιρχίν μαζί με τα μετάξια και με το φίλντισι. Πεντακόσια χρόνια, και το Αβεντοραλντέρα φύτρωνε στην Καιρχίν. Και τότε ο Βασιλιάς Λάμαν έκοψε το δένδρο για να φτιάξει θρόνο. Τα έθνη ήξεραν γιατί οι Αελίτες είχαν περάσει τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου πριν από είκοσι χρόνια —το αποκαλούσαν Αμαρτία του Λάμαν και Περηφάνια του Λάμαν― όμως λίγοι ήξεραν ότι για τους Αελίτες δεν ήταν πόλεμος. Τέσσερις φατρίες είχαν έρθει να βρουν έναν επίορκο και, μόλις τον δολοφόνησαν, επέστρεψαν στην Τρίπτυχη Γη. Όμως η περιφρόνηση τους για τους δενδροφονιάδες, για τους επίορκους, δεν είχε σβήσει ποτέ. Η Μουαραίν ήταν Άες Σεντάι κι αυτό αντιστάθμιζε το ότι ήταν Καιρχινή, αλλά ο Ραντ δεν ήταν ποτέ σίγουρος για το πόσο ακριβώς.
«Λυτοί οι άνθρωποι δεν πάτησαν κανέναν όρκο», τους είπε. «Βρείτε τους άλλους· ο σελοποιός λέει ότι είναι περίπου εκατό. Με το μαλακό. Αν μας παρακολουθούσε κάποιος από αυτούς, τώρα πιθανότατα θα έχουν πάρει τα βουνά». Οι δύο Αελίτες έκαναν να γυρίσουν, και ο Ραντ πρόσθεσε, «Ακούσατε τι μου είπαν; Τι γνώμη έχετε γι’ αυτό που έκανε εδώ ο Κουλάντιν;»
«Σκότωσαν περισσότερους απ’ όσους έπρεπε», είπε ο Ντηάρικ, κουνώντας αηδιασμένος το κεφάλι. «Σαν μαύρες νυφίτσες που βρήκαν φωλιά βραχόχηνας σε ξεροπόταμο». Το να σκοτώσεις είναι εξίσου εύκολο με το να πεθάνεις, έλεγαν οι Αελίτες· κάθε βλάκας μπορεί να τα κάνει και τα δύο.
«Και το άλλο; Που πήραν αιχμαλώτους. Γκαϊ’σάιν».
Ο Ρούαρκ και ο Ντηάρικ κοιτάχτηκαν, και το στόμα του Ντηάρικ σφίχτηκε. Προφανώς το είχαν ακούσει κι ένιωθαν αμηχανία. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να κάνεις έναν Αελίτη να νιώσει αμηχανία.
«Δεν μπορεί να έγινε τέτοιο πράγμα», είπε στο τέλος ο Ρούαρκ. «Αν έγινε... Το να είσαι γκαϊ’σάιν αφορά στο τζι’ε’τόχ. Δεν μπορείς να κάνεις γκαϊ’σάιν κάποιον που δεν ακολουθεί το τζι’ε’τόχ, αλλιώς θα ήταν απλώς ανθρώπινα ζώα, όπως έχουν στο Σάαραντ».
«Ο Κουλάντιν έχει εγκαταλείψει το τζι’ε’τόχ». Ο Ντηάρικ το είπε με τον τόνο που θα έλεγε ότι οι πέτρες έβγαλαν φτερά.
Ο Ματ έκανε τον Πιπς να πλησιάσει πιο κοντά, με κινήσεις των γονάτων του. Πάντα ήταν μέτριος αναβάτης, μερικές φορές όμως, όταν σκεφτόταν κάτι άλλο, ίππευε λες και είχε γεννηθεί σε ράχη αλόγου. «Αυτό σας ξαφνιάζει; Μετά απ’ όσα έχει ήδη κάνει; Ο άνθρωπος θα έκλεβε στα ζάρια ακόμα κι αν έπαιζε με τη μητέρα του».
Τα μάτια τους τον κοίταξαν ανέκφραστα, σαν γαλάζιες πέτρες. Κατά πολλούς τρόπους, οι Αελίτες ήταν το τζι’ε’τόχ. Και τον Κουλάντιν, ό,τι άλλο κι αν ήταν, τον έβλεπαν ακόμα ως Αελίτη. Πρώτα η σέπτα και μετά η φατρία, πρώτα η φατρία και μετά οι ξένοι, αλλά πρώτα το Άελ και μετά οι υδρόβιοι.
Μερικές Κόρες ήρθαν κοντά τους, η Ενάιλα και η Τζόλιεν και η Αντελίν, και η νευρώδης ασπρομάλλα η Σούλιν, που την είχαν διαλέξει για στεγοκυρά της Στέγης της Κόρης στο Ρουίντιαν. Είχε πει στις Κόρες που είχαν μείνει εκεί να διαλέξουν άλλη, και τώρα οδηγούσε τις Κόρες εδώ. Ένιωσαν τη διάθεση των άλλων και δεν είπαν τίποτα, μόνο έχωσαν καρτερικά τις αιχμές των δοράτων τους στο χώμα. Οι Αελίτες όταν ήθελαν μπορούσαν να κάνουν τους βράχους να φανούν ανυπόμονοι.
Ο Λαν έσπασε τη σιωπή. «Αν ο Κουλάντιν περιμένει ότι θα τον ακολουθήσετε, μπορεί να έχει αφήσει καμιά έκπληξη κάπου στο πέρασμα. Εκατό άνδρες μπορούν να φρουρήσουν τα στενά μπροστά σε μια στρατιά. Χίλιοι...»
«Τότε θα στρατοπεδεύσουμε εδώ», είπε ο Ραντ, «και θα στείλουμε ανιχνευτές να βεβαιωθούμε ότι ο δρόμος είναι ανοιχτός. Ντουάντε Μάχντι’ιν;»
«Αναζητητές Νερού», συμφώνησε ο Ντηάρικ, ευχαριστημένος. Αυτή ήταν η κοινωνία του προτού γίνει αρχηγός φατρίας.
Η Σούλιν και οι άλλες Κόρες κοίταξαν ανέκφραστα τον Ραντ, καθώς ο αρχηγός των Ρέυν κατηφόριζε. Τις τρεις τελευταίες μέρες διάλεγε ανιχνευτές από άλλες κοινωνίες, όταν είχε αρχίσει να νιώθει φόβο για το τι επρόκειτο να βρει εδώ, και είχε την αίσθηση ότι οι Κόρες ήξεραν ότι δεν το έκανε απλώς επειδή ήταν η σειρά των άλλων. Προσπάθησε να αγνοήσει τα βλέμματα τους. Το βλέμμα της Σούλιν ήταν πιο δύσκολο να το αποφύγει· αυτή η γυναίκα μπορούσε να σπάσει πέτρες με εκείνα τα ανοιχτογάλανα μάτια.
«Ρούαρκ, όταν βρεθούν οι επιζώντες, φρόντισε να φάνε. Και να τους φερθούν καλά. Θα τους πάρουμε μαζί μας». Κάτι τράβηξε το βλέμμα του στο τείχος της πόλης. Κάποιοι Αελίτες με τα κυρτά κεράτινα τόξα τους σκότωναν κοράκια. Μερικές φορές οι Σκιογέννητοι χρησιμοποιούσαν κοράκια και άλλα πτωματοφάγα ζώα ως κατασκόπους· Μάτια της Σκιάς, έτσι τα ονόμαζαν οι Αελίτες. Τα πουλιά εκείνα έτρωγαν με τόση λύσσα που σταματούσαν μονάχα όταν τα κάρφωνε το βέλος, όμως οι φρόνιμοι άνθρωποι δεν έπαιρναν αψήφιστα ούτε τα κοράκια ούτε τα ποντίκια. «Και φροντίστε να ταφούν οι νεκροί». Τουλάχιστον εδώ το σωστό και το αναγκαίο ήταν ένα.