1 Φυσώντας τις Σπίθες

Ο Τροχός του Χρόνου γυρνά, και οι Εποχές έρχονται και φεύγουν, αφήνοντας πίσω αναμνήσεις που γίνονται θρύλος. Ο θρύλος ξεθωριάζει και γίνεται μύθος, κι ακόμα και ο μύθος έχει ξεχαστεί από καιρό όταν ξανάρχεται η Εποχή που τον γέννησε. Σε μια Εποχή, που μερικοί την αποκαλούν Τρίτη Εποχή, μια Εποχή που ακόμα δεν έχει έρθει, μια Εποχή που έχει περάσει, άνεμος φύσηξε στο μεγάλο δάσος που λέγεται Μπρημ. Ο άνεμος δεν ήταν η αρχή. Το γύρισμα του Τροχού του Χρόνου δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Αλλά ήταν κάποια αρχή.

Φύσηξε στο Νότο και στη Δύση, ξερός, κάτω από έναν ήλιο από λιωμένο χρυσάφι. Ατέλειωτες βδομάδες είχε να βρέξει στη γη εκεί κάτω και η κάψα τώρα, που τελείωνε το καλοκαίρι, δυνάμωνε μέρα με τη μέρα. Σε κάποια δένδρα είχαν φανεί πρώιμα τα φύλλα να παίρνουν καφετί χρώμα και οι γυμνές πέτρες ψήνονταν εκεί που κάποτε κυλούσαν ρυάκια. Σε μια ύπαιθρο όπου η χλόη είχε χαθεί και μόνο ψιλοί, καχεκτικοί θάμνοι έδεναν το χώμα με τις ρίζες τους, ο άνεμος άρχισε να ξεσκεπάζει πέτρες θαμμένες από καιρό. Ήταν φαγωμένες από τη βροχή και τον αέρα, φθαρμένες, και κανένα ανθρώπινο μάτι δεν θα αναγνώριζε σ’ αυτές τα απομεινάρια μιας πόλης που τη θυμούνταν μόνο στα παραμύθια και την είχαν κατά τα άλλα ξεχάσει.

Διάσπαρτα χωριά φάνηκαν μπροστά στον άνεμο, καθώς διέσχιζε τα σύνορα του Άντορ, και χωράφια όπου ανήσυχοι αγρότες μοχθούσαν στις αυλακιές. Το δάσος από καιρό είχε αραιώσει, αφήνοντας μόνο αλσύλλια, όταν πια ο άνεμος σάρωσε τη σκόνη στο μοναχικό δρόμο ενός χωριού, το οποίο ονομαζόταν Κορ Σπρινγκς. Οι πηγές απ’ όπου είχε πάρει το όνομά του είχαν πάρει να στερεύουν αυτό το καλοκαίρι. Μερικά σκυλιά κείτονταν λαχανιασμένα στο λιοπύρι και δύο αγοράκια γυμνά από τη μέση και πάνω έτρεχαν χτυπώντας με ραβδιά στο χώμα μια παραγεμισμένη κύστη ζώου. Τίποτα άλλο δεν σάλευε, παρά μονάχα ο άνεμος και η σκόνη και η ταμπέλα που έτριζε πάνω από την είσοδο του πανδοχείου, που ήταν από κόκκινα τούβλα και είχε καλαμωτή σκεπή σαν όλα τα άλλα κτίρια του δρόμου. Είχε ισόγειο και άλλο ένα πάτωμα από πάνω, κι ήταν το ψηλότερο κτήριο του Κορ Σπρινγκς, ενός προσεγμένου, περιποιημένου χωριού. Τα σελωμένα άλογα που ήταν δεμένα στον πάσαλο μπροστά στο πανδοχείο μόλις που κουνούσαν τις ουρές τους. Η σκαλισμένη επιγραφή του πανδοχείου διακήρυττε ότι λεγόταν η Δικαιοσύνη της Καλής Βασίλισσας.

Η Μιν βλεφάρισε από τη σκόνη και συνέχισε να κοιτάζει με το μάτι κολλημένο στη χαραμάδα του προχειροφτιαγμένου τοίχου της παράγκας. Μόλις που διέκρινε τον ώμο του φρουρού στην πόρτα της παράγκας, αλλά η προσοχή της ήταν στραμμένη στο πανδοχείο παραπέρα. Μέσα της ευχόταν το όνομα του να μην ήταν τόσο δυσοίωνα ταιριαστό. Ο δικαστής τους, ο ντόπιος άρχοντας, απ’ ό,τι φαινόταν είχε φτάσει πριν από λίγη ώρα, αλλά η Μιν δεν είχε προφτάσει να τον δει. Σίγουρα άκουγε τις κατηγορίες του αγρότη· ο Άντμερ Νεμ, μαζί με τα αδέρφια και τα ξαδέρφια και τις γυναίκες τους, ήθελε να στήσουν κρεμάλα στα γρήγορα, αλλά μετά είχε τύχει να περάσουν οι υπηρέτες του άρχοντα. Η Μιν αναρωτήθηκε ποια ήταν η τιμωρία εδώ για κάποιον που είχε κάψει στάβλο μαζί με τις αγελάδες που υπήρχαν μέσα. Είχε γίνει κατά λάθος, φυσικά, όμως αυτό μάλλον δεν θα μετρούσε, αφού η όλη κατάσταση είχε αρχίσει με καταπάτηση ξένης περιουσίας.

Ο Λογκαίν το είχε σκάσει μέσα στην αναταραχή εγκαταλείποντάς τις —τι άλλο να περίμενε απ’ αυτόν, πανάθεμά τον!― και η Μιν δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί γι’ αυτό ή όχι. Ο Λογκαίν είχε χτυπήσει τον Νεμ ρίχνοντας τον κάτω, όταν ο αγρότης τους είχε ανακαλύψει λίγο πριν από την αυγή, τινάζοντας το φανάρι του ανθρώπου στα άχυρα. Αν υπήρχε φταίξιμο, ήταν δικό του. Μόνο που μερικές φορές δεν καταλάβαινε κι ο ίδιος τι έλεγε. Ίσως ήταν καλύτερα που είχε φύγει. Η Μιν έστριψε για να γείρει στον τοίχο, και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της, ο οποίος απλώς ανέβλυσε ξανά. Η παράγκα έκαιγε, αλλά οι δύο συντρόφισσες της δεν φαινόταν να το προσέχουν. Η Σιουάν ξάπλωνε ανάσκελα, φορώντας ένα σκούρο μάλλινο φόρεμα ιππασίας σαν της Μιν, ατενίζοντας την οροφή της παράγκας, χτυπώντας αφηρημένα ένα άχυρο στο σαγόνι της. Η Ληάνε με τη μπρούντζινη επιδερμίδα, λυγερή, ψηλή σαν άνδρας, καθόταν σταυροπόδι με την ανοιχτόχρωμη πουκαμίσα της και μπάλωνε το φόρεμά της με βελόνα και κλωστή. Τις είχαν αφήσει να κρατήσουν τα σακίδιά της σέλας τους, αφού πρώτα τα είχαν ψάξει μήπως έβρισκαν σπαθιά ή τσεκούρια ή κάτι άλλο που ίσως τις βοηθούσε να δραπετεύσουν. «Ποια είναι η ποινή αν κάψεις στάβλο στο Άντορ;» ρώτησε η Μιν, «Αν είμαστε τυχερές», απάντησε η Σιουάν, χωρίς να σαλέψει, «θα μας δείρουν με το λουρί στην πλατεία του χωριού. Αν όχι, θα μας μαστιγώσουν».

«Φως μου!» είπε ξέπνοα η Μιν. «Τύχη το λες εσύ αυτό;» Η Σιουάν γύρισε στο πλάι και στηρίχτηκε στον αγκώνα της. Ήταν γεροδεμένη γυναίκα, όχι ασχημούλα αλλά ούτε ιδιαίτερα όμορφη, έδειχνε να είναι λίγα μόνο χρόνια μεγαλύτερη της Μιν, αλλά τα διαπεραστικά γαλάζια μάτια της είχαν ένα προστακτικό ύφος, το οποίο δεν ταίριαζε σε γυναίκα που περίμενε στην παράγκα ενός ασήμαντου χωριού να τη δικάσουν. Μερικές φορές η Σιουάν ήταν σαν τον Λογκαίν, καθώς ξεχνούσε πού βρισκόταν· μπορεί να ήταν χειρότερη κι απ’ αυτόν. «Όταν τελειώσει το δάρσιμο, τελείωσε», είπε με ύφος ανώτερο, που δεν δεχόταν ανόητες αντιρρήσεις, «και ύστερα θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε το δρόμο μας. Απ’ όλες τις τιμωρίες που μου ’ρχονται στο νου, έτσι θα χάσουμε το λιγότερο χρόνο. Πολύ λιγότερο από το κρέμασμα, παραδείγματος χάριν. Αν και δεν νομίζω να φτάσουμε ως εκεί, αν θυμάμαι καλά τους Αντορινούς νόμους».

Ένα βραχνό γέλιο έσεισε για λίγο τη Μιν· η μόνη άλλη δυνατή αντίδραση θα ήταν να βάλει τα κλάματα. «Χρόνο; Έτσι που πάμε, το μόνο που έχουμε είναι ο χρόνος. Ορκίζομαι ότι έχουμε περάσει απ’

όλα τα χωριά που είναι από την Ταρ Βάλον ως εδώ, και δεν βρήκαμε τίποτα. Ούτε το παραμικρό ίχνος, τον παραμικρό ψίθυρο. Δεν νομίζω τελικά να υπάρχει συγκέντρωση. Εκτός αυτού, τώρα είμαστε πεζές. Απ’ ό,τι άκουσα, ο Λογκαίν πήρε τα άλογα μαζί του. Πεζές και κλειδωμένες σε μια παράγκα να περιμένουμε το Φως ξέρει τι άραγε!»

«Πρόσεχε τι ονόματα ξεστομίζεις», ψιθύρισε αυστηρά η Σιουάν, ρίχνοντας μια ματιά όλο νόημα στην προχειροφτιαγμένη πόρτα με το φρουρό απ’ έξω. «Η απρόσεκτη γλώσσα μπορεί να ρίξει εσένα στα δίχτυα αντί για το ψάρι».

Η Μιν έκανε μια γκριμάτσα, εν μέρει επειδή είχε μπουχτίσει πια τα ρητά που έλεγαν οι ψαράδες συμπατριώτες της Σιουάν στο Δάκρυ, κι εν μέρει επειδή η Σιουάν είχε δίκιο. Ως τώρα, δεν τις είχαν προφτάσει τα δυσάρεστα νέα —θανατηφόρα ήταν πιο σωστή λέξη παρά δυσάρεστα― όμως μερικές φορές τα νέα είχαν την ικανότητα να κάνουν άλμα εκατό μιλίων μέσα σε μια μέρα. Η Σιουάν ταξίδευε με το όνομα Μάρα, η Ληάνε ως Αμάινα και ο Λογκαίν είχε πάρει το όνομα Ντάλυν, αφού πρώτα η Σιουάν τον είχε πείσει ότι μόνο ένας ανόητος θα διάλεγε το Γκουαίρ. Η Μιν δεν πίστευε ότι θα αναγνώριζε κανείς το όνομά της, όμως η Σιουάν επέμενε να την λέει Σερένλα. Ούτε ακόμα και ο Λογκαίν δεν ήξερε τα αληθινά τους ονόματα.

Το μεγάλο πρόβλημα ήταν ότι η Σιουάν δεν έλεγε να σηκώσει τα χέρια. Τόσες βδομάδες αντιμετώπιζαν την απόλυτη αποτυχία και τώρα τους είχε τύχει αυτό το πράγμα, αλλά, αν η Μιν έκανε την παραμικρή νύξη ότι έπρεπε να πάνε προς το Δάκρυ, μια λογική κίνηση, η Σιουάν αγρίευε τόσο που τρόμαζε ακόμα κι ο Λογκαίν. Όσο περνούσε ο καιρός που κυνηγούσαν άδικα αυτό που έψαχνε η Σιουάν, τόσο πιο πολύ αγρίευε. Όχι ότι πριν ήταν αρνάκι. Η Μιν ήταν αρκετά συνετή, ώστε να μην εκφράσει με λόγια αυτή τη σκέψη της.

Η Ληάνε τελικά ξεμπέρδεψε με το φόρεμά της και το έβαλε, περνώντας το πάνω από το κεφάλι και σταυρώνοντας τα χέρια στην πλάτη για να το κουμπώσει. Η Μιν δεν καταλάβαινε γιατί η Ληάνε έκανε τόσο κόπο· η ίδια προσωπικά απεχθανόταν το κέντημα, οποιουδήποτε είδους. Τώρα το ντεκολτέ ήταν κάπως πιο ανοιχτό, δείχνοντας λίγο περισσότερο τον κόρφο της Ληάνε, και το φόρεμα ήταν κάπως πιο στενό εκεί και ίσως και στους γοφούς. Μα τι σημασία είχε αυτό εδώ; Δεν υπήρχε κανείς να της ζητήσει να χορέψουν μέσα σ’ αυτή την πυρωμένη παράγκα.

Η Ληάνε έψαξε στα σακίδια της Μιν κι έβγαλε το ξύλινο κουτί με τις μπογιές και τις πούδρες και τα διάφορα που είχε δώσει με το ζόρι η Λάρας στην Μιν πριν ξεκινήσουν. Η Μιν όλο σκεφτόταν να τα πετάξει, αλλά πώς είχε τύχει και δεν έπαιρνε την απόφαση. Κάτω από το καπάκι του κουτιού υπήρχε ένα καθρεφτάκι, και η Ληάνε αμέσως έπιασε δουλειά στο πρόσωπό της με μικρά πινέλα σαν λαγοπόδαρα. Ποτέ άλλοτε δεν είχε δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σ’ αυτά τα πράγματα. Τώρα έδειχνε να ενοχλείται που είχε μόνο μια βούρτσα από μαυρόξυλο και μια μικρή φιλντισένια χτένα για να περιποιηθεί τα μαλλιά της. Μουρμούριζε μάλιστα ότι δεν είχε τρόπο να ζεστάνει το σίδερο για να κατσαρώσει τα μαλλιά της! Τα μελαχρινά μαλλιά της είχαν μακρύνει από τότε που είχε αρχίσει η έρευνα της Σιουάν, αλλά και πάλι έφταναν μονάχα ως τους ώμους.

Αφού έμεινε λίγο παρακολουθώντας την, η Μιν ρώτησε, «Τι σκαρώνεις, Λη ― Αμάινα;» Απέφυγε να κοιτάξει τη Σιουάν. Ήξερε πώς να κρατάει το στόμα της κλειστό· απλώς έφταιγε που ήταν στριμωγμένες σ’ αυτόν τον φούρνο, και μάλιστα περιμένοντας τη δίκη που πλησίαζε. Ή κρέμασμα, ή δημόσιος ξυλοδαρμός με λουρί. Επιλογή να σου πετύχει! «Αποφάσισες να το ρίξεις στο φλερτ;» Το είπε για αστείο, μιας και η Ληάνε δούλευε προσηλωμένα και μεθοδικά, σαν κάτι για να ελαφρύνει τη στιγμή, όμως η άλλη γυναίκα την ξάφνιασε.

«Ναι», είπε ζωηρά η Ληάνε, κοιτώντας με μάτια διάπλατα ανοιχτά τον καθρέφτη ενώ έκανε με προσοχή κάτι στις βλεφαρίδες της. «Κι αν φλερτάρω με τον κατάλληλο άνδρα, τότε ίσως δεν χρειαστεί να ανησυχήσουμε για οποιαδήποτε τιμωρία. Αν μη τι άλλο, ίσως καταφέρω να είναι πιο μικρές οι ποινές μας».

Η Μιν άφησε μια κοφτή κραυγούλα, καθώς είχε μισοσηκωμένο το χέρι για να σκουπίσει πάλι το πρόσωπό της —ήταν σαν μια κουκουβάγια να ανακοίνωνε ότι σκόπευε να γίνει κολιμπρί― αλλά η Σιουάν απλώς ανακάθισε αντικριστά στη Ληάνε, λέγοντας δίχως ιδιαίτερη έμφαση, «Τι σε έκανε να σκεφτείς τέτοιο πράγμα;»

Η Μιν υποψιαζόταν ότι, αν η Σιουάν είχε κοιτάξει αυτήν κείνο το βλέμμα, τότε μάλλον θα ομολογούσε ακόμα και πράγματα που είχε ξεχάσει. Όταν η Σιουάν στύλωνε έτσι το βλέμμα της πάνω σου, πριν το καταλάβεις έκλινες το γόνυ κι έτρεχες να κάνεις το θέλημα της. Ακόμα κι ο Λογκαίν έτσι έκανε συνήθως. Μόνο που δεν έκλινε το γόνυ.

Η Ληάνε πέρασε απαλά το πινελάκι από τα μάγουλά της κι εξέτασε το αποτέλεσμα στο μικρό καθρέφτη. Έριξε βέβαια μια ματιά στη Σιουάν, ό,τι όμως κι αν ήταν αυτό που είδε εκεί, απάντησε με το συνηθισμένο κοφτό τόνο της. «Η μητέρα μου ήταν έμπορος, ξέρεις, κι εμπορευόταν κυρίως γούνες και ξυλεία. Κάποτε την είδα που είχε θολώσει τόσο πολύ το μυαλό ενός Σαλδαίου άρχοντα, ώστε ο άνθρωπος τής παρέδωσε την παραγωγή ξυλείας του εκείνης της χρονιάς για τα μισά χρήματα απ’ όσα ζητούσε αρχικά, και αμφιβάλλω αν κατάλαβε τι του είχε συμβεί πριν φτάσει στην πατρίδα του. Αν το κατάλαβε και τότε. Αργότερα της έστειλε ένα βραχιόλι από φεγγαρόπετρα. Οι Ντομανές δεν αξίζουμε όλη τη φήμη που έχουμε —τα πιο πολλά τα έχουν βγάλει από το μυαλό τους κάτι υποκριτές ηθικολόγοι― αλλά ένα μέρος της είναι δικό μας έργο. Μου έχουν κάνει μαθήματα η μητέρα μου και οι θείες μου, μαζί με τις αδερφές μου φυσικά».

Χαμήλωσε το βλέμμα να κοιταχτεί, κούνησε το κεφάλι, και μετά συνέχισε να φροντίζει την εμφάνισή της, αναστενάζοντας. «Φοβάμαι όμως ότι δεν έχω ψηλώσει καθόλου από τη δέκατη τέταρτη επέτειο του ονοματίσματός μου. Δεν έχω παρά μόνο κοκαλιάρικους αγκώνες και γόνατα, σαν πουλάρι που μεγάλωσε πολύ γρήγορα. Κι όταν πια κατάφερα να πηγαίνω από τη μια άκρη του δωματίου ως την άλλη χωρίς να σκοντάψω δεύτερη φορά, έμαθα―» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «-έμαθα ότι η ζωή μου θα έπαιρνε άλλο δρόμο και δεν θα γινόμουν έμπορος. Τώρα χάθηκε κι αυτό. Είναι ώρα να αξιοποιήσω όσα έμαθα πριν τόσα χρόνια. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν νομίζω να υπάρχει πιο κατάλληλος τόπος και χρόνος».

Η Σιουάν την περιεργάστηκε με κοφτερή ματιά για μια στιγμή ακόμα. «Δεν είναι αυτός ο λόγος. Δεν είναι αυτός ο μόνος λόγος. Λίγε».

Η Ληάνε πέταξε ένα πινελάκι στο κουτί και ξέσπασε με οργή. «Δεν είναι ο μόνος λόγος; Δεν ξέρω ποιοι άλλοι υπάρχουν. Το μόνο που ξέρω είναι ότι θέλω κάτι στη ζωή μου να αντικαταστήσει ― αυτό που χάθηκε. Εσύ η ίδια μου είπες ότι αυτή είναι η μόνη ελπίδα επιβίωσης. Για μένα η εκδίκηση δεν αρκεί. Ξέρω ότι ο αγώνας σου είναι αναγκαίος, ίσως ακόμα να είναι σωστός, αλλά, μα το Φως, ούτε κι αυτό μου αρκεί. Δεν μπορώ να αναμιχθώ όσο εσύ. Ίσως έφτασα πολύ αργά σ’ όλα αυτά. Θα μείνω μαζί σου, αλλά δεν μου αρκεί».

Ο θυμός καταλάγιασε, καθώς ξανάκλεινε τα βαζάκια και τα έβαζε στο κουτί, αν και τα βροντούσε με δύναμη. Γύρω της αναδιδόταν μια αμυδρή υποψία ροδόσταμου. «Ξέρω ότι το φλερτάρισμα δεν θα γεμίσει το κενό, αλλά φτάνει για να γεμίσει μια περαστική στιγμή. Ίσως αρκέσει να γίνω αυτή που γεννήθηκα να γίνω. Δεν είναι καινούρια τούτη η ιδέα· πάντα ήθελα να γίνω σαν τη μητέρα και τις θείες μου, αυτό ονειροπολούσα μερικές φορές ακόμα κι όταν μεγάλωσα».

Η Ληάνε πήρε μια συλλογισμένη έκφραση κι έβαλε απαλά τα τελευταία μικροαντικείμενα στο κουτί. «Μου φαίνεται πως ίσως πάντα να ένιωθα μασκαρεμένη σαν κάτι άλλο, σαν να έφτιαχνα μια μάσκα που έγινε δεύτερη φύση. Υπήρχε μια σοβαρή δουλειά που έπρεπε να γίνει, πιο σοβαρή από κάθε εμπόριο, και μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι έστω κι έτσι θα μπορούσα να είχα διαλέξει άλλο δρόμο, η μάσκα ήταν τόσο σφιχτή που δεν έβγαινε. Ε, ό,τι έγινε έγινε, και η μάσκα βγαίνει πια. Σκέφτηκα μάλιστα να ξεκινήσω με τον Λογκαίν πριν από μια βδομάδα, για εξάσκηση. Αλλά είμαι αγύμναστη, και νομίζω ότι ο Λογκαίν είναι από τους ανθρώπους που θα πίστευαν ότι είχα υποσχεθεί περισσότερα απ’ όσα μπορώ να προσφέρω και θα ζητούσαν να γίνουν πράξη». Ένα χαμογελάκι άνθισε ξαφνικά στα χείλη της. «Η μητέρα μου πάντα έλεγε ότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε είχες κάνει μεγάλο λάθος στους υπολογισμούς σου· αν δεν υπήρχε τρόπος να το πάρεις πίσω, έπρεπε ή να εγκαταλείψεις την αξιοπρέπεια σου και να το βάλεις στα πόδια, ή να πληρώσεις το τίμημα και να το θεωρήσεις ένα καλό μάθημα». Το χαμόγελο έγινε ζαβολιάρικο. «Η θεία Ρεσάρα έλεγε ότι έπρεπε να πληρώσεις το τίμημα και να το απολαύσεις».

Η Μιν μπόρεσε μόνο να κουνήσει το κεφάλι. Η Ληάνε έμοιαζε να έχει γίνει άλλη γυναίκα. Αν ήταν δυνατόν να μιλά μ’ αυτόν τον τρόπο για...! Το άκουγε και δεν το πίστευε. Και τώρα που το πρόσεχε, η Ληάνε πραγματικά φαινόταν αλλιώτικη. Παρ’ όλο που δούλευε τόση ώρα με τα πινέλα, στο πρόσωπό της η Μιν δεν έβλεπε κανένα ίχνος μπογιάς ή πούδρας, όμως τα χείλη της έμοιαζαν πιο σαρκώδη, τα ζυγωματικά ψηλότερα, τα μάτια μεγαλύτερα. Πάντα ήταν κάτι παραπάνω από ομορφούλα, τώρα όμως η ομορφιά της είχε πενταπλασιαστεί.

Η Σιουάν όμως ακόμα δεν είχε τελειώσει. «Κι αν αυτός ο επαρχιώτης άρχοντας είναι κάποιος σαν τον Λογκαίν;» είπε μαλακά. «Τι θα κάνεις τότε;»

Η Ληάνε όρθωσε το παράστημά της παρά το ότι στεκόταν γονατιστή, ξεροκατάπιε πριν απαντήσει, αλλά η φωνή της ήταν τελείως ήρεμη. «Με τις εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν, εσύ τι θα διάλεγες;»

Έμειναν να αλληλοκαρφώνονται με το βλέμμα και η σιωπή έπεσε βαριά.

Πριν μπορέσει να απαντήσει η Σιουάν —αν σκόπευε να απαντήσει· η Μιν θα έδινε πολλά για να ακούσει την απάντησή της― η αλυσίδα και η κλειδαριά τραντάχτηκαν στην άλλη πλευρά της πόρτας.

Οι δύο γυναίκες σηκώθηκαν σιγά όρθιες, μάζεψαν τα σακίδιά τους προετοιμαζόμενες γαλήνια, όμως η Μιν τινάχτηκε πάνω ενώ ευχόταν να είχε το μαχαίρι στη ζώνη της. Χαζομάρα να εύχομαι τέτοιο πράγμα, σκέφτηκε. Αν το είχα, θα έμπαινα σε χειρότερους μπελάδες. Δεν είμαι ηρωίδα παραμυθιού. Ακόμα κι αν χιμούσα στον φρουρό―

Η πόρτα άνοιξε κι ένας άνδρας που φορούσε δερμάτινο χιτώνιο πάνω από το πουκάμισό του γέμισε την είσοδο. Δεν ήταν απ’ αυτούς που μπορούσε να τους επιτεθεί μια νεαρή γυναίκα, ακόμα και με τη βοήθεια μαχαιριού. Μπορεί ούτε και με τσεκούρι. Φαρδύς ήταν η λέξη που τον περιέγραφε, με γεροδεμένο κορμί. Οι λίγες τρίχες που απέμεναν στο κρανίο του ήταν οι περισσότερες άσπρες, αλλά έμοιαζε σκληρός σαν κούτσουρο γέρικης βαλανιδιάς. «Ώρα να παρουσιαστείτε εσείς, οι κοπέλες, στον άρχοντα», είπε με χοντρή φωνή. «Θα περπατήσετε ή μήπως πρέπει να σας κουβαλήσουμε σαν σακιά; Είτε έτσι, είτε αλλιώς, θα έρθετε μαζί μας, αλλά καλύτερα να μην σας κουβαλάμε με τέτοια ζέστη».

Η Μιν κρυφοκοίταξε πίσω του και είδε δύο ακόμα άνδρες να περιμένουν, γκριζομάλληδες μεν αλλά εξίσου σκληρούς, έστω κι αν δεν ήταν τόσο μεγαλόσωμοι.

«Θα περπατήσουμε», του είπε ξερά η Σιουάν.

«Ωραία. Άντε, λοιπόν. Εμπρός. Του Άρχοντα Γκάρεθ δεν του αρέσει να περιμένει».

Παρ’ όλο που είχαν υποσχεθεί ότι θα περπατήσουν, κάθε άνδρας έπιασε μια γυναίκα από το μπράτσο, καθώς προχωρούσαν στον όλο σκόνη χωματόδρομο. Το χέρι του πρώτου άνδρα είχαν κυκλώσει το μπράτσο της Μιν σαν χαλκάς. Και σκεφτόμουν μήπως το έβαζα στα πόδια, σκέφτηκε αυτή πικρά. Της πέρασε από το νου να τον κλωτσήσει στον καλυμμένο από τη μπότα αστράγαλο, για να δει αν θα χαλάρωνε τη λαβή του, αλλά ο άνδρας φαινόταν τόσο στιβαρός που μάλλον το αποτέλεσμα θα ήταν να της πονέσει το δάχτυλο και να τη σέρνουν σ’ όλο το δρόμο.

Η Ληάνε φαινόταν χαμένη στις σκέψεις της· έκανε μικρές χειρονομίες με το ελεύθερο χέρι, και τα χείλη της κινούνταν δίχως ήχο, σαν να εξέταζε με το νου της αυτά που σκόπευε να πει, αλλά συνεχώς κουνούσε το κεφάλι και ξανάρχιζε απ’ την αρχή. Κι η Σιουάν επίσης ήταν βυθισμένη στην ενδοσκόπηση, αλλά έδειχνε απροκάλυπτα μια ανήσυχη έκφραση με τα φρύδια σμιγμένα, και μάλιστα δάγκωνε το κάτω χείλος της· η Σιουάν ποτέ δεν φανέρωνε τόση ταραχή. Εν γένει οι δυο τους δεν βοηθούσαν καθόλου τη Μιν να βρει λίγη αυτοπεποίθηση.

Ακόμα λιγότερο βοήθησε σ’ αυτό η κοινή αίθουσα με τα δοκάρια στο ταβάνι, εκεί στη Δικαιοσύνη της Καλής Βασίλισσας. Ο Άντμερ Νεμ, με μαλλιά ίσια σαν πράσα και μια κιτρινωπή ουλή γύρω από το πρησμένο μάτι του, στεκόταν σε μια άκρη με πεντ’ έξι εξίσου γεροδεμένα αδέρφια και ξαδέρφια και τις γυναίκες τους, μ’ όλους να φορούν τα καλύτερα σακάκια ή ποδιές που είχαν. Οι αγρότες κοίταζαν τις τρεις κρατούμενες με ένα μίγμα θυμού και ικανοποίησης, που έκανε τη Μιν να νιώσει μια παγωνιά στο στομάχι. Τα άγρια βλέμματα των γυναικών τους ήταν χειρότερα, όλο μίσος. Μπροστά στους άλλους τρεις τοίχους στέκονταν χωρικοί, ντυμένοι για τις δουλειές τις οποίες είχαν εγκαταλείψει για να έρθουν εδώ. Ο σιδεράς ακόμα φορούσε τη δερμάτινη ποδιά του, και αρκετές γυναίκες είχαν ανεβασμένα τα μανίκια και τα χέρια τους ήταν αλευρωμένα. Το δωμάτιο βούιζε από τα μουρμουρητά τους, τόσο των πρεσβυτέρων όσο και των λιγοστών παιδιών, και τα βλέμματά τους είχαν κολλήσει στις τρεις γυναίκες, όλο ένταση σαν τη ματιά του Νεντ. Η Μιν σκέφτηκε ότι σίγουρα πρώτη φορά είχε αναστατωθεί τόσο το Κορ Σπρινγκς. Είχε δει κάποτε πλήθος να έχει τέτοια διάθεση ― ήταν για μια εκτέλεση.

Είχαν βγάλει όλα τα τραπέζια εκτός από ένα, που είχε μπει μπροστά στο μακρύ, τούβλινο τζάκι. Ένας χοντροπρόσωπος, γεροδεμένος άνδρας με γκρίζα μαλλιά στεκόταν αντίκρυ τους φορώντας ένα καλοραμμένο σακάκι από σκούρο πράσινο μετάξι, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο τραπέζι μπροστά του. Μια λεπτή γυναίκα, ίδιας ηλικίας, στεκόταν πλάι στο τραπέζι, φορώντας ένα φίνο φόρεμα από γκρίζο μαλλί με λευκά άνθη κεντημένα γύρω από το λαιμό. Η Μιν υπέθεσε ότι ήταν ο ντόπιος άρχοντας και η αρχόντισσά του· αριστοκράτες της υπαίθρου, που δεν ήταν πολύ καλύτερα πληροφορημένοι για τον έξω κόσμο απ’ όσο οι πακτωτές και οι μικροκτηματίες τους.

Οι φρουροί τις έβαλαν να καθίσουν μπροστά στο τραπέζι του άρχοντα και ύστερα χάθηκαν μέσα στους θεατές. Η γκριζοντυμένη γυναίκα προχώρησε μπροστά, και τα μουρμουρητά κόπηκαν.

«Όλοι σας δώστε προσοχή και τα αυτιά ανοίξτε», ανακοίνωσε η γυναίκα, «επειδή σήμερα θα απονεμηθεί δικαιοσύνη από τον Άρχοντα Γκάρεθ Μπράυν. Κρατούμενες, έχετε κληθεί να παρουσιαστείτε στην κρίση του Άρχοντα Μπράυν». Δεν ήταν λοιπόν η αρχόντισσα του άρχοντα· ήταν κάποια επίσημη αξιωματούχος. Γκάρεθ Μπράυν; Σύμφωνα με τα τελευταία νέα που είχε ακούσει η Μιν, ήταν Στρατηγός των Φρουρών της Βασίλισσας, στο Κάεμλυν. Αν ήταν ο ίδιος. Έριξε μια ματιά στη Σιουάν, όμως η Σιουάν είχε το βλέμμα χαμηλωμένο στις φαρδιές σανίδες του πατώματος μπροστά στα πόδια της. Όποιος κι αν ήταν, αυτός εδώ ο Μπράυν φαινόταν κουρασμένος.

«Κατηγορείστε», συνέχισε η γκριζοντυμένη, «για καταπάτηση ξένης ιδιοκτησίας μέσα στη νύχτα, για εμπρησμό και καταστροφή ενός κτηρίου με τα περιεχόμενα του, για το θάνατο πολύτιμων ζώων, για επίθεση στο πρόσωπο του Άντμερ Νεμ και για την κλοπή ενός πουγκιού, που λέγεται ότι περιείχε χρυσάφι και ασήμι. Είναι γνωστό ότι η επίθεση και η κλοπή είναι έργο του συντρόφου σας, ο οποίος διαφεύγει τη σύλληψη, αλλά εσείς οι τρεις είστε συνυπαίτιες σύμφωνα με το νόμο».

Κοντοστάθηκε, για να τις αφήσει να το χωνέψουν, και η Μιν αντάλλαξε πικρές ματιές με τη Ληάνε. Ο Λογκαίν δεν μπορούσε να μην προσθέσει και την κλοπή σ’ αυτό το χαμό. Σίγουρα τώρα θα ’ταν στο δρόμο για το Μουράντυ, μπορεί και να είχε φτάσει.

Μετά από μια στιγμή, η γυναίκα ξανάρχισε να μιλά. «Οι κατήγοροι σας είναι εδώ, ενώπιος ενωπίω». Έκανε νόημα στο σμάρι των Νεμ. «Άντμερ Νεμ, δώσε τη μαρτυρία σου».

Ο σωματώδης άνδρας προχώρησε μπροστά με ύφος μαζί πομπώδες και αμήχανο, ενώ τράβηξε το σακάκι του να χαλαρώσει εκεί που τα ξύλινα κουμπιά αγωνίζονταν πάνω από την κοιλιά του, πέρασε τα χέρια του μέσα από τα αραιά μαλλιά του, που όλο του έπεφταν στο πρόσωπο. «Όπως τα ’χω πει, Άρχοντα Γκάρεθ, να τι έγινε...»

Εξιστόρησε χωρίς περιπλοκές το πώς είχε ανακαλύψει την ομάδα τους στον αχυρώνα και τους είχε διατάξει να βγουν έξω, αν και πρόσθεσε είκοσι πόντους στο μπόι του Λογκαίν, ενώ το μοναδικό χτύπημα που του είχε καταφέρει ο άλλος το μετέτρεψε σε καυγά, στον οποίο ο ίδιος ο Νεμ ανταπέδωσε στα ίσα το ξύλο που έφαγε. Το φανάρι είχε πέσει κάτω, ο σανός λαμπάδιασε, η υπόλοιπη οικογένεια ξεχύθηκε από την αγροικία λίγο πριν χαράξει· είχαν συλλάβει τις κρατούμενες, ο αχυρώνας είχε γίνει παρανάλωμα του πυρός, και ύστερα είχαν ανακαλύψει την κλοπή του πουγκιού. Πέρασε στα γρήγορα το σημείο που ένας υπηρέτες του Άρχοντα Μπράυν πέρασε από τα μέρη τους, καθώς μερικοί του σογιού έφερναν σκοινιά και κοίταζαν τα κλαριά των δένδρων.

Όταν ξανάπιασε να λέει για τον “τσακωμό” —απ’ ό,τι φαινόταν, αυτή τη φορά είχε νικήσει― ο Μπράυν τον διέκοψε. «Αρκούν αυτά, αφέντη Νεμ. Μπορείς να γυρίσεις στη θέση σου».

Αντί να φύγει ο Νεμ, τον πλησίασε μια στρογγυλοπρόσωπη συγγενής του, συνομήλικη με τη γυναίκα του Άντμερ. Το πρόσωπό της ήταν στρογγυλωπό αλλά όχι μαλακό· ήταν στρογγυλό σαν τηγάνι ή ποταμίσια πέτρα. Είχε αναψοκοκκινίσει και γι’ αυτό δεν έφταιγε μόνο ο θυμός. «Ρίξε ένα καλό μαστίγωμα σ’ αυτά τα θηλυκά, Άρχοντα Γκάρεθ, μ’ ακούς; Βάλε να τις μαστιγώσουν καλά και διώξ’ τες πομπεμένες στο Τζόρνχιλ!»

«Κανένας δεν σου ζήτησε να μιλήσεις, Μάιγκαν», είπε κοφτά η λεπτοκαμωμένη γυναίκα με τα γκρίζα ρούχα. «Έχουμε δίκη εδώ, όχι συνέλευση για να ακούσουμε αιτήματα. Κάντε πίσω εσύ και ο Άντμερ. Αμέσως». Την υπάκουσαν, ο Άντμερ με μεγαλύτερη προθυμία από τη Μάιγκαν. Η γκριζοντυμένη γυναίκα στράφηκε στη Μιν και τις συντρόφισσές της. «Αν επιθυμείτε να καταθέσετε τη μαρτυρία σας, είτε για υπεράσπισή σας είτε για ελαφρυντικά, μπορείτε να μιλήσετε τώρα». Στη φωνή της δεν φαινόταν η παραμικρή συμπόνια, ούτε και κανένα άλλο συναίσθημα.

Η Μιν περίμενε ότι θα μιλούσε η Σιουάν —πάντα αυτή έπαιρνε τα ηνία, αυτή μιλούσε― αλλά η Σιουάν ούτε σάλεψε, ούτε σήκωσε τα μάτια. Αντιθέτως, η Ληάνε πλησίασε το τραπέζι, με τα μάτια στον άνδρα που καθόταν από την άλλη πλευρά.

Στεκόταν στητή όπως πάντα, όμως το συνηθισμένο βάδισμά της —βήματα όλο χάρη, αλλά πάντως βήματα― είχε μετατραπεί σε κάτι σαν ανέμισμα, με ίχνη από αιθέριο λίκνισμα. Κατά κάποιον τρόπο, οι γοφοί και ο κόρφος της έμοιαζαν πιο φανεροί. Όχι πως επεδείκνυε κάτι· απλώς ήταν ο τρόπος που κινούνταν αυτό που σε έκανε να τα αντιλαμβάνεσαι. «Άρχοντά μου, είμαστε τρεις αβοήθητες γυναίκες, πρόσφυγες από τις θύελλες που λυσσομανούν στον κόσμο». Ο τόνος της, που συνήθως ήταν κοφτός, τώρα είχε χαθεί και τη θέση του είχε πάρει ένα απαλό, βελούδινο χάδι. Ένα φως φαινόταν στα μαύρα μάτια της, μια φλογερή πρόκληση. «Άπορες και χαμένες, ζητήσαμε καταφύγιο στον αχυρώνα του αφέντη Νεμ. Ήταν σφάλμα, το ξέρω, όμως φοβόμασταν τη νύχτα». Μια μικρή χειρονομία, με τα χέρια μισοσηκωμένα και τις παλάμες στραμμένες προς τον Μπράυν, την έκανε για μια στιγμή να δείξει εντελώς ανήμπορη. Όμως μόνο για εκείνη τη στιγμή. «Αυτός ο άνδρας, ο Ντάλυν, μας ήταν ξένος, κάποιος που μας πρόσφερε την προστασία του. Στους καιρούς που ζούμε, οι γυναίκες που είναι μόνες πρέπει να έχουν έναν προστάτη, Άρχοντα μου, φοβάμαι όμως πως κάναμε κακή επιλογή». Το πλάτεμα των ματιών της και ένα ικετευτικό βλέμμα είπαν ότι ο Άρχοντας θα ήταν καλύτερη. «Πράγματι αυτός επιτέθηκε στον αφέντη Νεμ, Άρχοντά μου· εμείς θα το είχαμε σκάσει, ή θα δουλεύαμε για να ξεπληρώσουμε τη φιλοξενία της βραδιάς». Κάνοντας το γύρο του τραπεζιού, γονάτισε με χάρη πλάι στην καρέκλα του Μπράυν και ακούμπησε απαλά ένα δάχτυλό της στο καρπό του, ενώ ύψωνε το βλέμμα στα μάτια του. Ένα τρέμουλο έπιασε τη φωνή της, όμως το μειδίαμά της αρκούσε για να κάνει την καρδιά κάθε άνδρα να χτυπήσει δυνατά. Άφηνε τόσους υπαινιγμούς αυτό το κρυφό χαμόγελο. «Άρχοντά μου, είμαστε ένοχες για ένα μικρό έγκλημα, όμως όχι για τόσα που μας κατηγορούν. Επαφιόμαστε στο έλεος σου. Σε ικετεύω, Άρχοντά μου, δείξε συμπόνια και προστάτευσε μας».

Για μια ατέλειωτη στιγμή, ο Μπράυν κοίταξε τα μάτια της. Και μετά, ξεροβήχοντας τραχιά, έσπρωξε πίσω την καρέκλα του, σηκώθηκε κι έκανε το γύρο του τραπεζιού. Κάποια αναστάτωση επικράτησε στους αγρότες και τους χωρικούς, οι άνδρες ξερόβηξαν να καθαρίσουν το λαιμό τους, όπως είχε κάνει ο άρχοντάς τους, οι γυναίκες μουρμούρισαν μέσα από τα δόντια τους. Ο Μπράυν στάθηκε μπροστά στη Μιν. «Πώς σε λένε, κορίτσι μου;»

«Μιν, Άρχοντά μου». Άκουσε το πνιχτό γρύλισμα της Σιουάν και πρόσθεσε βιαστικά, «Σερένλα Μιν. Όλοι με λένε Σερένλα, Άρχοντά μου».

“Η μητέρα σου το είχε προαίσθημα”, μουρμούρισε αυτός χαμογελώντας. Δεν ήταν ο πρώτος που αντιδρούσε έτσι στο όνομά της. «Έχεις να δηλώσεις κάτι, Σερένλα;»

«Μόνο ότι λυπάμαι πολύ, Άρχοντά μου, και ότι στ’ αλήθεια δεν φταίμε εμείς. Όλα τα έκανε ο Ντάλυν. Ζητώ έλεος, Άρχοντά μου». Αυτό δεν έλεγε πολλά μετά την ικεσία της Ληάνε —τα πάντα θα ωχριούσαν σε σύγκριση με την παράσταση της Ληάνε― αλλά ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να κάνει. Το στόμα της ήταν ξερό σαν το δρόμο έξω. Αν, άραγε, αποφάσιζε να τις κρεμάσει;

Αυτός ένευσε και πλησίασε τη Σιουάν, η οποία ακόμα κοίταζε απορροφημένη το πάτωμα. Της έπιασε το σαγόνι με τη χούφτα του και σήκωσε το πρόσωπό της, για να τον δουν τα μάτια της. «Και πώς είναι το δικό σου όνομα, κορίτσι μου;»

Η Σιουάν τίναξε το κεφάλι, για να ξεφύγει από το χέρι του, κι έκανε ένα βήμα πίσω. «Μάρα, Άρχοντά μου», ψιθύρισε. «Μάρα Τομάνες».

Η Μιν άφησε ένα αδιόρατο μουγκρητό. Η Σιουάν ήταν ολοφάνερα φοβισμένη, αλλά ταυτοχρόνως τον κοίταζε απείθαρχα. Η Μιν σχεδόν περίμενε ότι η συντρόφισσα της θα απαιτούσε από τον Μπράυν να τις αφήσει αμέσως ελεύθερες. Αυτός τη ρώτησε αν ήθελε να δηλώσει κάτι, κι εκείνη αρνήθηκε μ’ άλλο ένα τρεμουλιαστό ψίθυρο, όμως συνεχώς τον κοίταζε σαν να είχε εκείνη το πάνω χέρι. Μπορεί η Σιουάν να έλεγχε τη γλώσσα της, όμως σίγουρα όχι το βλέμμα της.

Μετά από λίγο, ο Μπράυν γύρισε κι έφυγε από μπροστά της. «Πάνε μαζί με τις φίλες σου, κορίτσι μου», είπε στη Ληάνε, καθώς πλησίαζε την καρέκλα του. Εκείνη πήγε να τις βρει με φανερή τη σύγχυση στο πρόσωπό της και με μια έκφραση, που η Μιν αν την έβλεπε σε άλλη θα έλεγε ότι έδειχνε εκνευρισμό.

«Πήρα την απόφασή μου», είπε ο Μπράυν, απευθυνόμενος γενικά στην αίθουσα. “Τα εγκλήματα είναι σοβαρά και τίποτα απ’ όσα άκουσα δεν αναιρεί τα γεγονότα. Αν τρεις άνδρες τρυπώσουν στο σπίτι κάποιου για να του κλέψουν τα καντηλέρια κι ένας επιτεθεί στον σπιτονοικοκύρη, τότε και οι τρεις είναι εξίσου ένοχοι. Πρέπει να δοθεί αποζημίωση. Αφέντη Νεμ, θα σου πληρώσω το κόστος της επισκευής του αχυρώνα σου και το κόστος των έξι αγελάδων που είχες για άρμεγμα”. Τα μάτια του γεροδεμένου αγρότη φωτίστηκαν, μέχρι που ο Μπράυν πρόσθεσε, «Η Κάραλιν θα σου χορηγήσει το ποσόν, όταν μάθει και συμφωνήσει για τα κόστη και τις τιμές. Απ’ ό,τι ξέρω, μερικές αγελάδες δεν έβγαζαν πια πολύ γάλα». Η λεπτή γκριζοντυμένη γυναίκα ένευσε ικανοποιημένη. «Για το καρούμπαλό σου, ορίζω ένα ασημένιο μάρκο. Μην παραπονιέσαι», του είπε με τόνο που δεν σήκωνε κουβέντα, καθώς ο Νεμ άνοιγε το στόμα του. «Η Μάιγκαν σου κάνει και χειρότερα, όταν το παρατραβάς στο ποτό». Ένα κύμα γέλιου στους θεατές ήταν η απάντηση, που δεν υποχώρησε παρά τις ντροπαλές ματιές του Νεμ, και ίσως να δυνάμωσε από το βλέμμα που έριξε με σφιγμένα χείλη η Μάιγκαν στο σύζυγό της. «Επίσης θα του αναπληρώσω τα περιεχόμενα του κλεμμένου πουγκιού. Όταν η Κάραλιν βεβαιωθεί για το ποσόν που υπήρχε εκεί». Ο Νεμ και η σύζυγος του έδειχναν και οι δύο εξίσου δυσαρεστημένοι, αλλά δεν έκαναν να μιλήσουν· ήταν φανερό ότι τους είχε δώσει ό,τι ήταν να τους δώσει. Η Μιν άρχισε να ελπίζει.

Ακουμπώντας με τους αγκώνες στο τραπέζι, ο Μπράυν έστρεψε την προσοχή του πάνω της και στις άλλες δύο. Τα λόγια του, όπως έβγαιναν αργά, της έδεσαν το στομάχι κόμπο. «Εσείς οι τρεις θα δουλέψετε για μένα, με τον κανονικό μισθό για ό,τι δουλειές σας ανατεθούν, μέχρι να μου ξεπληρώσετε το ποσό που έδωσα. Μην νομίζετε ότι είμαι επιεικής. Αν δώσετε όρκο που θα με κάνει να πιστέψω ότι δεν χρειάζεστε φρούρηση, τότε θα μπορέσετε να δουλέψετε στο μέγαρό μου. Αν όχι, τότε θα πάτε στα χωράφια, όπου κάθε στιγμή θα είστε υπό το βλέμμα κάποιου. Οι μισθοί είναι μικρότεροι στα χωράφια, αλλά η απόφαση είναι δική σας».

Η Μιν σκάλισε έξαλλα το νου της να βρει ποιος μπορεί να ήταν ο πιο ελαφρύς όρκος που ίσως τον ικανοποιούσε. Δεν ήθελε ποτέ να πατά τους όρκους της, αλλά ήθελε να το σκάσει μόλις παρουσιαζόταν η ευκαιρία, και δεν ήθελε να έχει στη συνείδηση της την παραβίαση ενός μεγάλου όρκου.

Κι η Ληάνε επίσης έδειχνε να ψάχνει, όμως η Σιουάν δεν δίστασε καθόλου και αμέσως γονάτισε σταυρώνοντας τα χέρια στην καρδιά της. Είχε καρφώσει τα μάτια στον Μπράυν, και η απείθαρχη έκφρασή της δεν είχε καταλαγιάσει διόλου. «Ορκίζομαι στο Φως και στην ελπίδα της λύτρωσης και της αναγέννησής μου να σε υπηρετώ μ’ ό,τι τρόπο ζητάς για όσο μου το ζητάς, αλλιώς ο Δημιουργός να αποστρέψει το πρόσωπό του από μένα παντοτινά και το σκοτάδι να καταπιεί την ψυχή μου». Είπε τα λόγια της με ένα βραχνό ψίθυρο, όμως προκάλεσαν νεκρική σιγή. Δεν υπήρχε δυνατότερος όρκος, εκτός αν ήταν ο όρκος που έδιναν οι γυναίκες που γίνονταν Άες Σεντάι, και η Ράβδος των Όρκων τις δέσμευαν σαν να ήταν ο όρκος μέλος του κορμιού τους.

Η Ληάνε κοίταξε τη Σιουάν· ύστερα έπεσε κι αυτή στα γόνατα. «Ορκίζομαι στο Φως και στην ελπίδα της λύτρωσης και της αναγέννησής μου...»

Η Μιν πάλευε απελπισμένα, ψάχνοντας να βρει διέξοδο. Αν έδινε κατώτερο όρκο απ’ αυτές, αυτό σήμαινε ότι σίγουρα θα την έστελναν στα χωράφια, και κάποιο μάτι θα την παρακολουθούσε κάθε στιγμή, όμως ο όρκος αυτός... Όπως της είχαν μάθει, αν τον παραβίαζε θα ήταν σχεδόν έγκλημα, μπορεί και καθαυτό έγκλημα. Μα όμως δεν υπήρχε διέξοδος. Από τη μια ο όρκος, από την άλλη κοπιαστική δουλειά στα χωράφια για ποιος άραγε ήξερε πόσα χρόνια και μάλλον κλείδωμα τα βράδια. Σωριάστηκε στα γόνατα πλάι στις δύο άλλες και μουρμούρισε τα λόγια, αλλά μέσα της ούρλιαζε. Σιουάν, τι ανόητη που είσαι! Πού μας έμπλεξες; Δεν μπορώ να μείνω εδώ! Πρέπει να πάω στον Ραντ! Αχ, Φως μου, βοήθησέ με!

«Ε, λοιπόν», είπε απαλά ο Μπράυν, όταν η Μιν είπε και την τελευταία λέξη, «αυτό δεν το περίμενα. Αλλά μου αρκεί. Κάραλιν, πάρε σε μια άκρη τον αφέντη Νεμ και μάθε πόσο νομίζει ότι κοστίζουν οι ζημιές του. Και βγάλε έξω όλο τον κόσμο εκτός απ’ αυτές τις τρεις. Και φρόντισε να μεταφερθούν στο μέγαρο. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν νομίζω ότι θα χρειαστούν φρουροί».

Η λεπτοκαμωμένη γυναίκα τού έριξε μια ταλαιπωρημένη ματιά, όμως δεν άργησε να διώξει τον κόσμο που μαζεύτηκε πλήθος έξω. Ο Άντμερ Νεμ και οι άνδρες συγγενείς του έμειναν κοντά της, με την απληστία να διαγράφεται πιο έντονη στο πρόσωπό του. Οι γυναίκες της οικογένειας δεν έδειχναν λιγότερο άπληστες, αλλά πρόσεξαν να ρίξουν μερικές άγριες ματιές στη Μιν και τις άλλες δύο, οι οποίες έμειναν γονατισμένες, καθώς άδειαζε η αίθουσα. Η Μιν προσωπικά δεν ήξερε αν θα την κρατούσαν όρθια τα πόδια της αν σηκωνόταν. Οι φράσεις επαναλαμβάνονταν συνεχώς στο νου της. Αχ, Σιουάν, γιατί; Δεν μπορώ να μείνω εδώ. Δεν μπορώ!

«Έχουν περάσει μερικοί ακόμα πρόσφυγες από δω», είπε ο Μπράυν, όταν είχαν βγει και οι τελευταίοι χωρικοί. Έγειρε πίσω στην καρέκλα του, εξετάζοντάς τις. «Ποτέ όμως μια τόσο παράξενη τριάδα. Μια Ντομανή. Μια Δακρυνή;» Η Σιουάν ένευσε κοφτά. Οι δυο τους σηκώθηκαν· η λυγερή γυναίκα με τη μπρούντζινη επιδερμίδα ξεσκόνισε ντελικάτα τα γόνατά της, η Σιουάν απλώς σηκώθηκε. Η Μιν κατόρθωσε να τις μιμηθεί και στάθηκε στα τρεμάμενα πόδια της. «Κι εσύ, Σερένλα». Άλλη μια φορά φάνηκε ένα αδιόρατο χαμόγελο στο πρόσωπό του με τη μνημόνευση του ονόματός της. «Από κάπου στα δυτικά του Άντορ, εκτός αν μαντεύω λάθος την προφορά σου».

«Από το Μπάερλον», μουρμούρισε και ύστερα, πολύ αργά, δάγκωσε τη γλώσσα της. Μπορεί κάποια να ήξερε ότι η Μιν ήταν από το Μπάερλον.

«Δεν άκουσα να έρχονται για κάποιο λόγο πρόσφυγες από τα δυτικά», είπε ερωτηματικά. Όταν αυτή διατήρησε τη σιωπή της, ο Μπράυν δεν την πίεσε. «Όταν δουλέψετε και ξεπληρώσετε το χρέος σας, θα είστε ευπρόσδεκτες, αν θέλετε να παραμείνετε στην υπηρεσία μου. Η ζωή είναι δύσκολη για όσους έχουν χάσει τα σπίτια τους κι ακόμα και το ξυλοκρέβατο της υπηρέτριας είναι προτιμότερο από το να κοιμάται κανείς κάτω από τους θάμνους».

«Σ’ ευχαριστώ, Άρχοντά μου», είπε με φωνή σαν χάδι η Ληάνε, με τόσο κομψή γονυκλισία, που ακόμα και μέσα στο τραχύ φόρεμα ιππασίας της έμοιαζε με βήμα χορού. Η Μιν επανέλαβε τα λόγια της με μουδιασμένη φωνή, αλλά δεν εμπιστευόταν τα πόδια της για να κλίνει το γόνυ. Η Σιουάν απλώς έμεινε να στέκεται εκεί, ατενίζοντάς τον, και δεν είπε απολύτως τίποτα.

«Κρίμα που ο σύντροφός σας πήρε τα άλογά σας. Τέσσερα άλογα θα μείωναν αρκετά το χρέος σας».

«Ήταν ξένος, περιπλανώμενος», του είπε η Ληάνε, με φωνή κατάλληλη για πιο οικείες στιγμές. «Εγώ πάντως χαίρομαι και με το παραπάνω που θ’ ανταλλάξω τη δική του προστασία με τη δική σου, Άρχοντά μου».

Ο Μπράυν την κοίταξε —σαν να του άρεσε αυτό που έβλεπε, σκέφτηκε η Μιν― όμως είπε μόνο, «Τουλάχιστον στο μέγαρο δεν θα ανησυχείτε για τους Νεμ».

Δεν υπήρξε απάντηση σ’ αυτό. Κατά τη γνώμη της Μιν, ίδιο πράγμα θα ήταν είτε έτριβε πατώματα στο μέγαρο του Μπράυν, είτε έτριβε πατώματα στην αγροικία των Νεμ. Πώς να ξεφύγω απ’ αυτό; Φως μου, πως;

Η σιωπή τράβηξε κι άλλο, και μόνο ακουγόταν τα δάχτυλα του Μπράυν να ταμπουρλίζουν το τραπέζι. Εκ πρώτης όψεως έμοιαζε να μην ξέρει τι να πει, όμως η Μιν δεν πίστευε ότι ο άνθρωπος αυτός βρισκόταν ποτέ σε αμηχανία. Πιθανότερο ήταν να νιώθει ενοχλημένος που μονάχα η Ληάνε έδειχνε ευγνωμοσύνη· από τη σκοπιά του, η ποινή τους θα μπορούσε να ήταν πολύ πιο βαριά. Ίσως οι φλογερές ματιές και η χαϊδευτική φωνή της Ληάνε να τον είχαν επηρεάσει κάπως, όμως η Μιν ευχήθηκε να μην είχε αλλάξει μ’ αυτόν τον τρόπο η Ληάνε. Θα ήταν προτιμότερο να τις είχαν κρεμάσει στην πλατεία του χωριού από τους καρπούς παρά αυτό που είχε γίνει.

Στο τέλος η Κάραλιν επέστρεψε, μονολογώντας μουρμουριστά. Φαινόταν εκνευρισμένη, καθώς έλεγε στον Μπράυν τα καθέκαστα. «Θα κάνουμε μέρες για να πάρουμε καθαρή απάντηση από τους Νεμ, Άρχοντα Γκάρεθ. Αν τον άφηνα, ο Άντμερ θα ζητούσε πέντε καινούριους αχυρώνες και πενήντα αγελάδες. Τουλάχιστον, νομίζω ότι το πουγκί ήταν πραγματικό, αν με ρωτάς όμως τι είχε μέσα...» Κούνησε το κεφάλι και αναστέναξε. «Τελικά θα το μάθω κι αυτό. Ο Τζόνι είναι έτοιμος να πάει τις κοπέλες στο μέγαρο, αν έχετε τελειώσει».

«Πάρ’ τις, Κάραλιν», είπε ο Μπράυν, καθώς σηκωνόταν. «Μόλις τις στείλεις, έλα να με βρεις στο πλινθοποιείο». Και πάλι φαινόταν κουρασμένος. «Ο Ταντ Χάρεν λέει ότι χρειάζεται κι άλλο νερό για να κάνει τούβλα, αλλά το Φως μόνο ξέρει πού θα του βρω». Βγήκε από την κοινή αίθουσα, σαν να είχε ξεχάσει τις τρεις γυναίκες που μόλις είχαν ορκιστεί να τον υπηρετούν.

Ο Τζόνι αποδείχθηκε ότι ήταν ο πλατύσωμος, σχεδόν φαλακρός άνδρας που είχε έρθει να τις πάρει από την παράγκα, ο οποίος τώρα περίμενε μπροστά στο πανδοχείο πλάι σε μια άμαξα με ψηλούς τροχούς· η καρότσα της ήταν κλεισμένη με στρογγυλό κάλυμμα από μουσαμά και είχε ένα λεπτό καφέ άλογο ανάμεσα στους ρυμούς. Μερικοί χωρικοί στέκονταν τριγύρω για να τις δουν να φεύγουν, όμως οι περισσότεροι έμοιαζαν να έχουν επιστρέψει στα σπίτια τους για να γλιτώσουν τη ζέστη. Ο Γκάρεθ Μπράυν είχε ήδη απομακρυνθεί στον χωματόδρομο.

«Ο Τζόνι θα σας πάει σώες και αβλαβείς στο μέγαρο», είπε η Κάραλιν. «Κάνετε ό,τι σας λένε, και θα δείτε ότι η ζωή σας δεν θα είναι άσχημη». Για μια στιγμή, στάθηκε και τις κοίταξε εξεταστικά, με μαύρα μάτια διαπεραστικά σαν της Σιουάν· ύστερα ένευσε μόνη της, σαν είχε βεβαιωθεί για κάτι, κι έσπευσε στο κατόπι του Μπράυν.

Ο Τζόνι παραμέρισε τα μουσαμαδένια φύλλα στο πίσω μέρος της καρότσας, για να περάσουν, αλλά δεν τις βοήθησε να ανέβουν και να βρουν μέρος να καθίσουν. Δεν υπήρχε ούτε μια αγκαλιά άχυρο να καθίσουν στα μαλακά, και το βαρύ σκέπασμα κρατούσε μέσα τη ζέστη. Ο Τζόνι δεν άνοιξε το στόμα του. Η άμαξα ταρακουνήθηκε όταν ανέβηκε στη θέση του οδηγού, όπου τον έκρυβε ο μουσαμάς. Η Μιν τον άκουσε να πλαταγίζει τη γλώσσα προς το άλογο και η άμαξα ξεκίνησε μ’ ένα τράνταγμα, με τις ρόδες να τρίζουν λιγάκι και να τινάζονται όταν έβρισκαν λακκούβες.

Υπήρχε μια μικρή χαραμάδα στο κάλυμμα και η Μιν μπόρεσε να δει το χωριό να μικραίνει πίσω τους και να χάνεται, δίνοντας τη θέση του σε μακριά αλσύλλια και περιφραγμένα χωράφια. Ήταν αποσβολωμένη, δεν μπορούσε να μιλήσει. Ο λαμπρός αγώνας που είχε αναλάβει η Σιουάν τώρα θα κατέληγε να γίνει λάντζα και σφουγγάρισμα. Κακώς η Μιν την είχε βοηθήσει, κακώς είχε μείνει στο πλευρό της. Έπρεπε να έχει φύγει για το Δάκρυ με την πρώτη ευκαιρία.

“Ε λοιπόν”, είπε ξαφνικά η Ληάνε, “δεν τα πήγα άσχημα”. Μιλούσε πάλι με τη γνωστή, ζωηρή φωνή της, όμως υπήρχε μια νότα έξαψης —έξαψης!― κι επίσης τα μάγουλά της είχαν αναψοκοκκινίσει. «Θα μπορούσα και καλύτερα, αλλά αυτό θα γίνει με την εξάσκηση». Αφησε ένα χαμηλόφωνο γέλιο, σχεδόν κοριτσίστικο χαχάνισμα. «Δεν είχα καταλάβει πόσο διασκεδαστικό είναι. Όταν ένιωσα το αίμα του να τρέχει πιο γρήγορα...» Για μια στιγμή, άπλωσε το χέρι της όπως είχε κάνει για να αγγίξει τον καρπό του Μπράυν. «Νομίζω ότι ποτέ δεν ένιωσα τόσο ζωντανή, τόσο ξυπνητή. Η θεία Ρεσάρα έλεγε ότι είναι πιο ευχάριστο να εκπαιδεύεις άνδρες παρά γεράκια, όμως μόνο σήμερα το κατάλαβα πραγματικά».

Η Μιν κρατήθηκε για να μην την κουνά πέρα-δώθε η άμαξα και την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. «Τρελάθηκες», είπε τελικά. «Πόσα χρόνια σπαταλήσαμε μ’ αυτόν τον όρκο; Δύο; Πέντε; Ελπίζεις ότι όλο αυτό τον καιρό ο Γκάρεθ Μπράυν θα σε έχει στα γόνατά του! Μακάρι να σου ρίξει μερικές γερές ξυλιές εκεί που θα σε έχε! Κάθε μέρα!» Η έκπληκτη έκφραση της Ληάνε δεν βοήθησε να ηρεμήσουν τα νεύρα της. Τι περίμενε, ότι επειδή η Μιν το είχε δεχθεί ήρεμα, επειδή έτσι έδειχνε; Όμως ο θυμός της Μιν δεν ήταν για τη Ληάνε. Γύρισε επιτόπου για να αγριοκοιτάξει τη Σιουάν. «Τι να πω για σένα! Όταν αποφασίζεις να παραδοθείς, τα δίνεις όλα! Υποτάχθηκες σαν αρνάκι που το πάνε για σφάξιμο. Γιατί διάλεξες να πεις αυτόν τον όρκο; Φως μου, γιατί;»

«Διότι», απάντησε η Σιουάν, «είμαι σίγουρη πως μόνο μ’ αυτόν τον όρκο δεν θα έβαζαν ανθρώπους να μας παρακολουθούν μέρα-νύχτα, είτε θα ήμασταν στο μέγαρο είτε αλλού». Μισογερμένη όπως απλωνόταν στις σκληρές σανίδες της καρότσας, το είπε σαν να ήταν ό,τι πιο προφανές στον κόσμο. Και η Ληάνε έμοιαζε να συμφωνεί μαζί της.

«Σκοπεύεις να πατήσεις τον όρκο σου», είπε η Μιν μια στιγμή αργότερα. Το είπε μ’ ένα σοκαρισμένο ψίθυρο, αλλά καλού-κακού κοίταξε ανήσυχα τις μουσαμαδένιες κουρτίνες που έκρυβαν τον Τζόνι. Μάλλον δεν την είχε ακούσει.

«Σκοπεύω να κάνω αυτό που πρέπει», είπε με σταθερό τόνο η Σιουάν, εξίσου χαμηλόφωνα. «Σε δυο-τρεις μέρες, όταν βεβαιωθώ ότι δεν δίνουν ιδιαίτερη προσοχή σε μας, θα φύγουμε. Φοβάμαι πως θα πρέπει να πάρουμε άλογα, αφού τα δικά μας χάθηκαν. Ο Μπράυν σίγουρα θα ’χει καλούς στάβλους. Θα λυπηθώ γι’ αυτό». Και η Ληάνε απλώς καθόταν εκεί σαν γάτα με κρέμα στα μουστάκια της. Πρέπει να το είχε συνειδητοποιήσει από την αρχή ακόμα· να γιατί δεν είχε διστάσει να ορκιστεί.

«Θα λυπηθείς για την κλοπή των αλόγων;» είπε βραχνά η Μιν. «Σκοπεύεις να παραβιάσεις έναν όρκο, που μόνο ένας Σκοτεινόφιλος θα πατούσε, και λυπάσαι που θα κλέψεις άλογο; Δεν σας πιστεύω. Δεν σας ξέρω».

«Στ’ αλήθεια θέλεις να κάτσεις και να πλένεις κατσαρόλες», τη ρώτησε η Ληάνε, με φωνή εξίσου χαμηλή, «ενώ ο Ραντ είναι κάπου εκεί πέρα με την καρδιά σου στην τσέπη του;»

Η Μιν την αγριοκοίταξε βουβά. Ευχόταν να μην ήξεραν εκείνες οι δύο ότι ήταν ερωτευμένη με τον Ραντ αλ’Θόρ. Μερικές φορές ευχόταν να μην το ήξερε ούτε η ίδια. Ένας άνδρας που μετά βίας αντιλαμβανόταν την ύπαρξή της, ένας άνδρας σαν αυτόν. Το σημαντικό δεν ήταν πια το τι ήταν ο Ραντ, αλλά το ότι ποτέ δεν της είχε ρίξει δεύτερη ματιά· όμως στην πραγματικότητα όλα αυτά συνδέονταν. Η Μιν ήθελε να πει ότι θα τηρούσε τον όρκο της, ότι θα ξεχνούσε τον Ραντ όσο καιρό χρειαζόταν για να ξεπληρώσει το χρέος της. Αλλά δεν μπορούσε να ανοίξει το στόμα της. Που να καεί! Αν δεν τον είχα γνωρίσει, δεν θα είχα μπλέξει έτσι!

Η σιωπή τράβηξε τόσο που άρχισε να δίνει στα νεύρα της Μιν, ενώ την διέκοπτε μόνο το ρυθμικό τρίξιμο από τις ρόδες και οι μουντοί κρότοι από τις οπλές των αλόγων, και μετά η Σιουάν μίλησε. «Σκοπεύω να κάνω αυτό που ορκίστηκα να κάνω. Αφού πρώτα τελειώσω αυτό που πρέπει να κάνω. Δεν ορκίστηκα να τον υπηρετήσω αμέσως· πρόσεξα να μην το υπαινιχθώ καν, μιλώντας κυριολεκτικά. Ξέρω ότι είναι σχολαστικισμός, και μπορεί να μην αρέσει στον Γκάρεθ, μα είναι αλήθεια».

Η Μιν ένιωσε να της λύνονται τα μέλη από έκπληξη και άφησε το σώμα της να τραντάζεται με τις αργές κινήσεις της άμαξας. «Λέτε να το σκάσετε και ύστερα να ξαναρθείτε σε μερικά χρόνια και να παραδοθείτε στον Μπράυν; Ο άνθρωπος θα σας γδάρει το τομάρι. Θα μας γδάρει το τομάρι». Μόνο όταν το είπε, τότε συνειδητοποίησε ότι είχε αποδεχθεί τη λύση της Σιουάν. Θα το έσκαγαν και μετά θα ξανάρχονταν και... Δεν μπορώ! Αγαπώ τον Ραντ. Και δεν θα το καταλάβει, αν ο Γκάρεθ Μπράυν με βάλει να δουλεύω όλη μου τη ζωή στην κουζίνα του!

«Συμφωνώ ότι είναι άνθρωπος που προτιμάς να μην τα βάλεις μαζί του», είπε η Σιουάν αναστενάζοντας. «Τον έχω ξανασυναντήσει άλλη μια φορά. Είχα τρομάξει σήμερα μήπως αναγνωρίσει τη φωνή μου. Τα πρόσωπα μπορεί να αλλάζουν, οι φωνές όμως όχι». Αγγιξε το ίδιο της το πρόσωπο με απορία, όπως έκανε μερικές φορές, χωρίς συναίσθηση της κίνησής της. «Τα πρόσωπα αλλάζουν», μουρμούρισε. Κι έπειτα συνέχισε με σταθερό τόνο. «Έχω ήδη πληρώσει βαρύ αντίτιμο για όσα έπρεπε να κάνω και θα το πληρώσω κι αυτό. Κάποια στιγμή. Αν έχεις να διαλέξεις ανάμεσα στο να πνιγείς ή να καβαλήσεις λιονταρόψαρο, τότε το καβαλάς κι εύχεσαι να πάνε όλα καλά. Αυτό είναι όλο, Σερένλα».

«Το να γίνω υπηρέτρια είναι πολύ διαφορετικό από το μέλλον που θα διάλεγα», είπε η Ληάνε, «μα είναι το μέλλον, και ποιος άραγε ξέρει τι θα συμβεί ως τότε; Θυμάμαι πολύ καλά τότε που νόμιζα ότι δεν έχω μέλλον». Ένα χαμογελάκι φάνηκε στα χείλη της, τα μάτια της μισόκλεισαν ονειροπόλα και η φωνή της έγινε βελούδινη. «Εκτός αυτού, δεν νομίζω ότι θα μας γδάρει το τομάρι. Δώσε μου μερικά χρόνια καιρό να εξασκηθώ, ύστερα μερικά λεπτά με τον Άρχοντα Γκάρεθ Μπράυν, και να δεις που θα μας χαιρετήσει με ανοιχτή αγκαλιά και θα μας βάλει στα καλύτερα δωμάτιά του. Θα μας πνίξει στα μετάξια και θα μας προσφέρει την άμαξά του να πάμε όπου θέλουμε».

Η Μιν την άφησε βυθισμένη στη φαντασίωση της. Μερικές φορές, της φαινόταν ότι οι δύο γυναίκες ζούσαν σε κόσμους ονείρων. Κάτι άλλο της πέρασε από το νου. Κάτι ασήμαντο, αλλά την ενοχλούσε. «Ε, Μάρα, για πες μου κάτι. Πρόσεξα ότι κάποιοι χαμογελούν, όταν με λες με το όνομά μου. Σερένλα. Ο Μπράυν χαμογέλασε και κάτι είπε, ότι το είχε προαίσθημα η μητέρα μου. Γιατί;»

«Στην Παλιά Γλώσσα», απάντησε η Σιουάν, «σημαίνει “πεισματάρα κόρη”. Είχες μεγάλο πείσμα όταν πρωτογνωριστήκαμε. Πελώριο». Αυτό το έλεγε η Σιουάν! Η πιο πεισματάρα γυναίκα σ’ ολόκληρο τον κόσμο! Το πρόσωπό της έλαμπε με ένα πλατύ χαμόγελο. «Φυσικά, δείχνεις να το ξεπερνάς. Στο επόμενο χωριό, μπορείς να χρησιμοποιήσεις το όνομα “Τσαλίντα”. Σημαίνει “γλυκιά κοπέλα”. Ή ίσως―»

Ξαφνικά, η άμαξα σείστηκε πιο δυνατά από το συνηθισμένο και ύστερα ανέπτυξε ταχύτητα, σαν να είχε αρχίσει να καλπάζει το άλογο. Οι τρεις γυναίκες, καθώς τινάζονταν πέρα-δώθε σαν σιτάρι στο κόσκινο, κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένες. Ύστερα η Σιουάν ορθώθηκε και τράβηξε το μουσαμά που έκρυβε τη θέση του οδηγού. Ο Τζόνι είχε εξαφανιστεί. Η Σιουάν όρμηξε στην ξύλινη θέση, άρπαξε τα χαλινάρια και τα τράβηξε, σταματώντας το άλογο. Η Μιν άνοιξε το πίσω κάλυμμα, ψάχνοντας.

Ο δρόμος εδώ περνούσε από ένα σύδεντρο, ή ένα δασάκι για την ακρίβεια, από βαλανιδιές και λεύκες, πεύκα και χαμαιδάφνες. Η σκόνη που είχε σηκώσει το κάρο στο βιαστικό ξέσπασμά του ακόμα κατακάθιζε, ένα μέρος της στον Τζόνι, εκεί που κειτόταν φαρδύς-πλατύς στο πλάι του σκληρού χωματόδρομου, καμιά εξηνταριά βήματα παραπίσω.

Η Μιν ενστικτωδώς πήδηξε από την άμαξα και έτρεξε να γονατίσει πλάι στον γεροδεμένο οδηγό τους. Αυτός ανάσαινε ακόμα, όμως τα μάτια του ήταν κλειστά και μια ματωμένη χαρακιά στο πλάι του κεφαλιού του είχε αρχίσει να πρήζεται παίρνοντας μπλαβί χρώμα.

Η Ληάνε την έσπρωξε κατά μέρος και ψηλάφισε το κεφάλι του Τζόνι με σίγουρα δάχτυλα. «Θα ζήσει», είπε κοφτά. «Δεν φαίνεται να έσπασε τίποτα, όμως, όταν ξυπνήσει, ο πονοκέφαλος θα κρατήσει μέρες». Κάθισε στα γόνατό της, σταύρωσε τα χέρια, και μίλησε λυπημένα. «Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτόν. Που να καώ, υποσχέθηκα ότι δεν θα ξανακλάψω γι’ αυτό».

«Το θέμα είναι―» Η Μιν ξεροκατάπιε και ξανάρχισε. «Το θέμα είναι, να τον φορτώσουμε στην καρότσα και να τον πάμε στο μέγαρο ή ― να φύγουμε;» Φως μου, είμαι χειρότερη από τη Σιουάν!

Η Σιουάν τις πλησίασε, οδηγώντας την άμαξα με ύφος σαν να φοβόταν μήπως τη δάγκωνε το νωθρό ζώο. Με μια ματιά που έριξε στον πεσμένο άνδρα, έσμιξε τα φρύδια. «Αυτό δεν το έπαθε πέφτοντας από την άμαξα. Δεν βλέπω ρίζα ή πέτρα που μπορεί να το προκάλεσε». Κοίταξε εξεταστικά το δασάκι ολόγυρά τους κι ένας καβαλάρης βγήκε από τα δένδρα πάνω σ’ έναν ψηλό μαύρο επιβήτορα, οδηγώντας τρεις φοράδες, τη μια πολύ μαλλιαρή, που ήταν δύο πιθαμές κοντύτερη από τις άλλες.

Ήταν ψηλός με γαλάζιο μεταξωτό σακάκι, είχε σπαθί στο πλευρό του, τα μαλλιά του κατσάρωναν, φτάνοντας ως τους πλατιούς ώμους του, και ήταν μελαχρινός και όμορφος παρά τη σκληρή όψη, σαν να τον είχαν χαράξει βαθιά οι ταλαιπωρίες της ζωής. Κι ήταν ο τελευταίος άνδρας που περίμενε να δει ο Μιν.

«Εσύ το έκανες αυτό;» τον ρώτησε απαιτητικά η Σιουάν.

Ο Λογκαίν χαμογέλασε, καθώς τραβούσε τα χαλινάρια πλάι στην άμαξα, αν και το χαμόγελο δεν έμοιαζε χαρωπό. «Χρήσιμο πράγμα η σφεντόνα, Μάρα. Είσαι τυχερή που είμαι εδώ. Περίμενα ότι θα μείνεις ώρες ακόμα στο χωριό, ότι με δυσκολία θα στεκόσουν στα πόδια σου όταν θα έφευγες στο τέλος. Ο ντόπιος άρχοντας έδειξε ανεκτικότητα, βλέπω». Ξαφνικά το πρόσωπό του συννέφιασε κι άλλο και η φωνή του ήχησε τραχιά σαν βράχος. «Νόμιζες ότι θα σε παρατούσα στη μοίρα σου; Ίσως αυτό έπρεπε να κάνω. Μου έδωσες μια υπόσχεση, Μάρα. Θέλω την εκδίκηση που μου υποσχέθηκες. Σ’ ακολούθησα τόσο δρόμο ως τώρα προς τη Θάλασσα των Καταιγίδων σ’ αυτή την έρευνα, αν και δεν μου λες το λόγο. Δεν σε ρώτησα ποτέ πώς σχεδιάζεις να μου δώσεις αυτό που μου υποσχέθηκες. Αλλά ένα πράγμα έχω να σου πω τώρα. Δεν έχεις πολύ χρόνο ακόμα. Ή θα τελειώσει σύντομα η έρευνά σου και θα κάνεις πράξη αυτό που μου υποσχέθηκες ή θα σε αφήσω να ψάχνεις μόνη σου. Δεν θα αργήσεις να ανακαλύψεις ότι τα περισσότερα χωριά δεν δείχνουν συμπόνια σε άφραγκους ξένους. Τρεις όμορφες γυναίκες μόνες τους; Η όψη αυτού εδώ», είπε, αγγίζοντας το σπαθί στο πλάι του, «έχει φροντίσει για την ασφάλειά σου περισσότερες φορές απ’ όσες μπορείς να καταλάβεις. Βρες σύντομα αυτό που αναζητάς, Μάρα».

Δεν ήταν τόσο αυθάδης στην αρχή του ταξιδιού τους. Τότε τις ευγνωμονούσε ταπεινά για τη βοήθεια που του πρόσφεραν αυτές ― όσο ταπεινά εν πάση περιπτώσει μπορούσε να φερθεί ένας άνθρωπος σαν τον Λογκαίν. Όπως έδειχνε, ο χρόνος, και το ότι δεν φαινόταν αποτελέσματα, είχαν εξασθενήσει αυτή την ευγνωμοσύνη.

Η Σιουάν δεν φοβήθηκε να ανταμώσει το βλέμμα του. «Αυτό ελπίζω», είπε με σταθερή φωνή. «Αλλά, αν θες να φύγεις, άσε τα άλογά μας και φύγε! Αν δεν τραβάς κουπί, βγες από τη βάρκα και κολύμπα μόνος σου! Δες πού θα φτάσεις μονάχα με τη δίψα για εκδίκηση».

Οι χερούκλες του Λογκαίν σφίχτηκαν στα χαλινάρια και η Μιν άκουσε τις αρθρώσεις του να σπάνε. Το σώμα του έδειξε να ανατριχιάζει, ενώ μέσα του κρατούσε αλυσοδεμένα τα συναισθήματά του. «Θα μείνω λίγο ακόμα, Μάρα», είπε τελικά. «Λιγάκι ακόμα».

Για μια στιγμή, στο βλέμμα της Μιν, φάνηκε ένα φωτοστέφανο να φλέγεται γύρω από το κεφάλι του, ένα ακτινοβόλο στέμμα από χρυσό και γαλάζιο. Η Σιουάν και η Ληάνε δεν είδαν τίποτα, φυσικά, αν και ήξεραν τι μπορούσε να κάνει η Μιν. Μερικές φορές έβλεπε πράγματα για τους ανθρώπους ― θεάσεις, έτσι τα έλεγε· εικόνες ή αύρες. Μερικές φορές ήξερε τι σημαίνουν. Αυτή εδώ θα παντρευόταν. Εκείνος εκεί θα πέθαινε. Μικροπράγματα ή σπουδαία γεγονότα, χαρμόσυνα ή θλιβερά, δεν υπήρχε λόγος κι αιτία για το ποιος ή το πού ή το πότε. Οι Άες Σεντάι και οι Πρόμαχοι πάντα είχαν αύρες· οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είχαν ποτέ. Δεν ήταν πάντα ευχάριστο να ξέρεις.

Είχε ξαναδεί το φωτοστέφανο του Λογκαίν και ήξερε τι σήμαινε. Μελλόταν δόξα. Αλλά γι’ αυτόν, σίγουρα περισσότερο από κάθε άλλον, αυτό δεν έβγαζε κανένα νόημα. Το άλογο και το σπαθί και το σακάκι του τα είχε κερδίσει στα ζάρια, αν και η Μιν δεν ήξερε να πει αν ήταν τίμια τα παιχνίδια. Ο Λογκαίν δεν είχε τίποτα άλλο, και καμία προοπτική αν εξαιρούσες τις υποσχέσεις της Σιουάν, και πώς άραγε θα κατάφερνε η Σιουάν να τις τηρήσει; Το ίδιο το όνομά του ήταν σχεδόν θανατική καταδίκη. Δεν έβγαινε νόημα.

Η καλή διάθεση του Λογκαίν εμφανίστηκε απότομα όπως είχε χαθεί. Έβγαλε ένα χοντρό, άτεχνα υφασμένα πουγκί από τη ζώνη του και το κούνησε μπροστά τους. «Έβγαλα μερικά νομίσματα. Για λίγο, δεν θα χρειάζεται να κοιμόμαστε σε στάβλους».

«Το μάθαμε», είπε ξερά η Σιουάν. «Δεν έπρεπε να περιμένω κάτι καλύτερο από σένα».

«Θεώρησέ το συμβολή στην έρευνά σου». Η Σιουάν άπλωσε το χέρι, όμως αυτός ξανάδεσε το πουγκί στη ζώνη του με ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο. «Δεν θα ήθελα να σου λερώσω το χέρι με κλεμμένα νομίσματα, Μάρα. Επίσης, μ’ αυτόν τον τρόπο θα είμαι σίγουρος ότι εσείς δεν το σκάσετε να με παρατήσετε». Η Σιουάν έμοιαζε να βράζει από το θυμό της, αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Λογκαίν, πατώντας στους αναβολείς, στάθηκε και κοίταξε το δρόμο προς το Κορ Σπρινγκς. «Βλέπω ένα κοπάδι πρόβατα να έρχονται προς τα δω, και δυο αγοράκια. Ώρα να φεύγουμε. Θα πάνε τρεχάλα να πουν τα νέα». Ξανακάθισε και κοίταξε τον Τζόνι, που κειτόταν ακόμα αναίσθητος. «Και θα φέρουν βοήθεια για το φιλαράκι. Νομίζω δεν τον χτύπησα τόσο δυνατά που να του κάνω ζημιά».

Η Μιν κούνησε το κεφάλι· ο άνδρας αυτός συνεχώς την εξέπληττε. Δεν περίμενε ότι ο Λογκαίν θα νοιαζόταν για κάποιον, του οποίου είχε μόλις του σπάσει το κεφάλι Η Σιουάν και η Ληάνε δεν έχασαν χρόνο και ανέβηκαν αμέσως στις σέλες με τα ψηλά μπροστάρια, η Ληάνε στη γκρίζα φοράδα που ονόμαζε Μουνφλάουερ, και η Σιουάν στην Μπέλα, την κοντή, δασύτριχη φοράδα. Για τη Σιουάν, ήταν κόπος. Δεν ήταν άνθρωπος που τα πήγαινε καλά με τα άλογα· μετά από βδομάδες στη σέλα, ακόμα είχε την τάση να αντιμετωπίζει τη γαλήνια Μπέλα σαν να ήταν πολεμικό άτι με πυρωμένο βλέμμα. Η Ληάνε κουμαντάριζε τη Μουνφλάουερ με άνεση και ευκολία. Η Μιν ήξερε ότι η ίδια ήταν κάπου ανάμεσα στις δυο τους· καβάλησε τον Γουάιλντροουζ, τον Κοκκινοτρίχη της, με μεγαλύτερη χάρη απ’ όσο η Σιουάν, μικρότερη απ’ όσο η Ληάνε.

«Λες να ψάξει να μας βρει;» ρώτησε η Μιν, καθώς ξεκινούσαν προς το νότο καλπάζοντας κι αφήνοντας πίσω το Κορ Σπρινγκς. Η ερώτηση απευθυνόταν προς τη Σιουάν, όμως της απάντησε ο Λογκαίν.

«Ο τοπικός άρχοντας; Αμφιβάλλω για το αν σας θεωρεί τόσο σημαντικές. Φυσικά, μπορεί να στείλει έναν άνθρωπό του και σίγουρα θα διαδώσει την περιγραφή σας. Θα πάμε όσο μπορούμε πιο μακριά πριν σταματήσουμε, και θα συνεχίσουμε το ίδιο αύριο». Φαινόταν να έχει αναλάβει την αρχηγία.

«Δεν είμαστε τόσο σημαντικές», είπε η Σιουάν, ενώ αναπηδούσε αδέξια στη σέλα της. Μπορεί να έβλεπε την Μπέλα με μισό μάτι, αλλά το βλέμμα που έριξε στην πλάτη του Λογκαίν έλεγε ότι η υπόσκαψη της εξουσίας της δεν θα κρατούσε πολύ.

Προσωπικά, η Μιν έλπιζε να τις θεωρούσε ο Μπράυν ασήμαντες. Μάλλον έτσι τις θεωρούσε. Αρκεί να μην μάθαινε ποτέ τα πραγματικά ονόματά τους. Ο Λογκαίν τάχυνε το βήμα του επιβήτορά του και η Μιν χτύπησε τον Γουάιλντροουζ με τις φτέρνες, για να τον προφτάσει, στρέφοντας τις σκέψεις της προς τα μπρος, όχι προς τα πίσω.


Ο Γκάρεθ Μπράυν έχωσε τα δερμάτινα γάντια του στο ζωστήρα του σπαθιού του και πήρε από το γραφείο το βελούδινο καπέλο με το γυριστεί γείσο. Το καπέλο ήταν της τελευταίας μόδας από το Κάεμλυν. Είχε φροντίσει γι’ αυτό η Κάραλιν· αυτός δεν νοιαζόταν για τη μόδα, αλλά εκείνη πίστευε ότι έπρεπε να ντύνεται ανάλογα με τη θέση του και το πρωί τον έβγαζε να φορέσει μετάξια και βελούδα.

Καθώς έβαζε το ψηλό καπέλο στο κεφάλι του, έπιασε τη σκοτεινή αντανάκλαση του σε ένα παράθυρο του σπουδαστηρίου. Ταίριαζε έτσι τρεμουλιαστή και λεπτή που ήταν. Όσο κι αν πάσχιζε να δει, μισοκλείνοντας τα μάτια, το γκρίζο καπέλο και το γκρίζο μεταξωτό σακάκι, κεντημένα με ασημένια σπειροειδή ποικίλματα στα μανίκια και το κολάρο, δεν έμοιαζαν καθόλου με το κράνος και την πανοπλία που είχε συνηθίσει. Αυτά είχαν περάσει και δεν ξαναγυρνούσαν. Όσο γι’ αυτό... Αυτό ήταν κάτι για να γεμίζει τις άδειες ώρες. Τίποτα παραπάνω.

«Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να το κάνεις αυτό, Άρχοντα Γκάρεθ;»

Εκείνος από το παράθυρο έστριψε και είδε την Κάραλιν να στέκεται πλάι στο δικό της τραπέζι-γραφείο, στην άλλη άκρη του δωματίου από το δικό του. Το δικό της ήταν γεμάτο με τα λογιστικά βιβλία του κτήματος. Διαχειριζόταν τα κτήματά του τόσα χρόνια που έλειπε ο Γκάρεθ, και δίχως αμφιβολία τα κατάφερνε καλύτερα στη δική της δουλειά απ’ όσο αυτός στη δική του.

«Αν τις είχες βάλει να δουλέψουν για τον Άντμερ Νεμ, όπως απαιτεί ο νόμος», συνέχισε εκείνη, «τότε δεν θα είχες φορτωθεί αυτή την κατάσταση».

«Δεν το έκανα όμως», της είπε. «Και δεν θα το έκανα, ακόμα κι αν το ξανάκανα σήμερα. Ξέρεις καλύτερα από μένα, ότι ο Νεμ και οι άνδρες του σογιού του θα προσπαθούσαν μέρα-νύχτα να στριμώξουν αυτές τις κοπέλες. Και η Μάιγκαν μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες θα έκαναν τη ζωή της να μοιάζει με το Χάσμα του Χαμού ― όλα αυτά αν οι τρεις κοπέλες δεν πνίγονταν κατά τύχη στο πηγάδι».

«Ακόμα και η Μάιγκαν δεν θα χρησιμοποιούσε το πηγάδι γι’ αυτή τη δουλειά», είπε ξερά η Κάραλιν, «τέτοιον καιρό που έχουμε. Καταλαβαίνω πάντως τι λες, Άρχοντα Γκάρεθ. Αλλά είχαν στη διάθεσή τους σχεδόν μια μέρα και μια νύχτα για να το σκάσουν, δεν ξέρουμε σε ποια κατεύθυνση. Αλλο τόσο θα χρειαστείς για να μάθεις πού πήγαν, στέλνοντας μήνυμα ότι το έσκασαν. Αν μπορούμε να μάθουμε πού πήγαν».

«Ο Ταντ θα μπορέσει να τις βρει». Ο Ταντ είχε περάσει τα εβδομήντα του, αλλά ακόμα μπορούσε να βρει τα ίχνη του χθεσινού ανέμου πάνω στις πέτρες με το φεγγαρόφωτο και μετά χαράς είχε παραδώσει το πλινθοποιείο στο γιο του.

«Αφού το λες εσύ, Άρχοντα Γκάρεθ». Η Κάραλιν και ο Ταντ δεν τα έβρισκαν μεταξύ τους. «Τότε, λοιπόν, όταν τις φέρεις πίσω, θα μου χρειαστούν στο σπίτι».

Κάτι στη φωνή της, παρ’ όλο που μιλούσε ανέμελα, τράβηξε την προσοχή του. Μια νότα ικανοποίησης. Από την ίδια σχεδόν μέρα που είχε έρθει ο Γκάρεθ στο σπίτι, η Κάραλιν του είχε παρουσιάσει μια σειρά από όμορφες υπηρέτριες και αγροτοπούλες στο σπίτι του κτήματος, που ήταν όλες πρόθυμες με το παραπάνω να βοηθήσουν τον άρχοντα να ξεχάσει τα βάσανά του. «Είναι επίορκες, Κάραλιν. Φοβάμαι ότι θα πάνε στα χωράφια».

Οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν, όταν είδε το φευγαλέο, αγανακτισμένο σφίξιμο των χειλιών της, όμως ο τόνος της ήταν πάλι αδιάφορος όταν μίλησε. «Οι άλλες δύο, ίσως ναι, Άρχοντα Γκάρεθ, μα η κομψότητα της Ντομανής θα πήγαινε χαμένη στα χωράφια και θα ήταν κατάλληλη για να σερβίρει το τραπέζι. Ασυνήθιστα όμορφη η νεαρή. Πάντως, θα γίνει όπως επιθυμείς, φυσικά».

Αυτή λοιπόν είχε διαλέξει η Κάραλιν. Όντως, μια ασυνήθιστα όμορφη νεαρή. Αν και ήταν παράξενα διαφορετική σε σύγκριση με τις Ντομανές που είχε γνωρίσει. Τη μια στιγμή ήταν διστακτική, την άλλη βιαστική. Σχεδόν σαν να δοκίμαζε την τεχνική της για πρώτη φορά. Αυτό φυσικά ήταν αδύνατο. Οι Ντομανές από την κούνια ακόμα εκπαίδευαν τις κόρες τους πώς να τυλίγουν τους άνδρες στο μικρό τους δαχτυλάκι. Όχι ότι τα είχε πάει άσχημα, φυσικά, παραδέχτηκε μέσα του. Αν η Κάραλιν τού την είχε εμφανίσει ανάμεσα στις χωριατοπούλες... Ασυνήθιστα όμορφη.

Γιατί, λοιπόν, δεν ήταν το πρόσωπό της αυτό που έβλεπε με το νου του; Γιατί έπιανε τον εαυτό του να σκέφτεται δυο γαλανά μάτια; Τον είχε προκαλέσει σαν να ευχόταν να κρατούσε σπαθί στο χέρι της, φοβόταν αλλά και αρνιόταν να παραδοθεί στο φόβο της. Η Μάρα Τομάνες. Ήταν σίγουρος πως κρατούσε το λόγο της ακόμα και χωρίς να ορκιστεί. «Θα τη φέρω πίσω», μουρμούρισε μονολογώντας. «Θα μάθω γιατί πάτησε τον όρκο της».

«Όπως θέλεις, Άρχοντά μου», είπε η Κάραλιν. «Σκεφτόμουν ότι θα ήταν κατάλληλη για υπηρέτρια στα προσωπικά σου δωμάτια. Τη Σελά την πήραν τα χρόνια και δεν είναι να ανεβοκατεβαίνει τα σκαλιά για να σε περιποιείται τα βράδια».

Ο Μπράυν την κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. Τι; Α. Η Ντομανή. Κούνησε το κεφάλι του γι’ αυτή την ανοησία της Κάραλιν. Μήπως όμως και ο ίδιος δεν ήταν ανόητος; Ήταν ο άρχοντας εδώ πέρα· έπρεπε να μείνει για να φροντίσει το λαό του. Αλλά όμως η Κάραλιν τον είχε φροντίσει καλύτερα απ’ όσο ήξερε να το κάνει ο ίδιος, τόσα χρόνια που έλειπε. Αυτός ήξερε από στρατόπεδα και στρατιώτες και εκστρατείες, ίσως και κάτι λίγα για το πώς να ελίσσεται στις ίντριγκες της αυλής. Η Κάραλιν είχε δίκιο. Έπρεπε να βγάλει το σπαθί και το αστείο καπέλο, να βάλει την Κάραλιν να γράψει τις περιγραφές τους, και...

Αντίθετα, είπε, «Έχε από κοντά τον Άντμερ Νεμ και το σόι του. Θα πάνε να σε εξαπατήσουν, αν μπορέσουν».

“Όπως ορίζεις, Άρχοντά μου”. Τα λόγια έδειχναν απόλυτο σεβασμό· ο τόνος της ήταν σαν να του έλεγε, έλα παππούλη να σου δείξω τα αμπελοχώραφά σου. Χασκογέλασε από μέσα του και βγήκε από το δωμάτιο.

Το μέγαρο στην πραγματικότητα ήταν ένα αγροτόσπιτο που είχε μεγαλώσει και θεριέψει, με ισόγειο και ένα πάτωμα ακόμα, με στέγη από λιθοκέραμα, όπου πρόσθεταν και ξαναπρόσθεταν χώρους γενιές ολόκληρες από Μπράυν. Ο Οίκος Μπράυν είχε αυτή τη γη —ή η γη τους είχε― από τότε που το Άντορ είχε σμιλευτεί από τα συντρίμμια της αυτοκρατορίας του Άρτουρ του Γερακόφτερου πριν από χίλια χρόνια, και όλα αυτά τα χρόνια έστελνε τους γιους του να πολεμήσουν στους πολέμους του Άντορ. Ο Μπράυν δεν θα πήγαινε σε άλλους πολέμους, αλλά για τον Οίκο Μπράυν ήταν πολύ αργά. Είχαν γίνει τόσοι πόλεμοι, τόσες μάχες. Ήταν ο τελευταίος του αίματος του. Δεν είχε γυναίκα, δεν είχε γιο, δεν είχε κόρη. Οι γενιές των Μπράυν θα τελείωναν μ’ αυτόν. Όλα τα πράγματα είχαν ένα τέλος· ο Τροχός του Χρόνου γυρνούσε.

Είκοσι άνδρες περίμεναν πλάι σε σελωμένα άλογα στο λιθόστρωτο προαύλιο μπροστά στο μέγαρο. Άνδρες που είχαν μαλλιά πιο γκρίζα κι από τα δικά του, οι περισσότεροι, όσοι είχαν μαλλιά. Όλοι τους ψημένοι στρατιώτες, όλοι πρώην στρατιώτες, ίλαρχοι και σημαιοφόροι, που είχαν υπηρετήσει μαζί του σε διάφορες στιγμές της καριέρας του. Ο Τζόνι Σάγκριν, που ήταν Αρχισημαιοφόρος των Φρουρών, ήταν πρώτος-πρώτος μ’ ένα επίδεσμο στους κροτάφους, αν και ο Μπράυν ήξερε καλά ότι οι κόρες του είχαν βάλει τα παιδιά τους να τον προσέχουν μην σηκωθεί από το κρεβάτι. Ήταν από τους λίγους που είχαν οικογένεια, είτε εδώ είτε κάπου αλλού. Οι περισσότεροι είχαν επιλέξει να έρθουν και να υπηρετήσουν πάλι μαζί με τον Γκάρεθ Μπράυν αντί να σπαταλήσουν τη σύνταξη τους πίνοντας και ρεμβάζοντας για πράγματα που μόνο άλλος ένας βετεράνος θα ήθελε να ακούσει.

Όλοι είχαν σπαθιά ζωσμένα πάνω από τα σακάκια τους, και μερικοί έφεραν μακριές λόγχες με ατσάλινες μύτες, λόγχες που σίγουρα μέχρι εκείνο το πρωί κρέμονταν σε κάποιον τοίχο. Κάθε σέλα είχε πίσω της μια χοντρή κουβέρτα τυλιγμένη ρολό, παραφουσκωμένα σακίδια, ένα-δυο κατσαρολικά και ασκιά γεμάτα νερό, λες και ξεκινούσαν για εκστρατεία αντί για εξόρμηση μιας βδομάδας για να κυνηγήσουν τρεις γυναίκες που είχαν πυρπολήσει ένα στάβλο. Ήταν μια ευκαιρία να ξαναζήσουν τον παλιό καιρό, ή να προσποιηθούν ότι τον ξαναζούσαν.

Ο Μπράυν αναρωτήθηκε αν αυτός ήταν ο λόγος που είχε ξεσηκωθεί και ο ίδιος. Παραήταν μεγάλος για να κυνηγά δυο όμορφα ματάκια μιας γυναίκας που μπορούσε να είναι κόρη του. Ίσως και εγγονή του. Δεν είμαι τόσο βλάκας, σκέφτηκε με πείσμα. Η Κάραλιν θα έκανε καλύτερα κουμάντο εδώ χωρίς να μπλέκεται κι αυτός στα πόδια της.

Ένα λεπτό ρούσο μουνούχι ήρθε καλπάζοντας από τη σειρά των βαλανιδιών που οδηγούσε στο δρόμο, και ο καβαλάρης πήδηξε από τη σέλα πριν το ζώο σταματήσει τελείως· ο άνθρωπος παραπάτησε αλλά κατάφερε να φέρει τη γροθιά στην καρδιά, χαιρετώντας όπως άρμοζε. Ο Μπάριμ Χάλε, ο οποίος είχε υπηρετήσει μαζί του ως ανώτερος διμοιρίτης πριν από χρόνια, είχε σκληρό, νευρώδες σώμα, και κεφάλι σαν τραχύ αυγό με άσπρα φρύδια που πάσχιζαν να αναπληρώσουν την έλλειψη μαλλιών. «Σε ανακάλεσαν στο Κάεμλυν, Στρατηγέ μου;» είπε λαχανιασμένος.

«Όχι», έκανε ο Μπράυν, πιο κοφτά από το κανονικό. «Τι θες κι έρχεσαι καλπάζοντας σαν να σε έχει πάρει στο κατόπι το Καιρχινό ιππικό;» Τα άλλα άλογα είχαν αρχίσει να ταράζονται, νιώθοντας τη διάθεση του μουνουχιού.

«Ποτέ δεν τρέχαμε τόσο, εκτός αν τους κυνηγούσαμε, Άρχοντά μου». Το χαμόγελο του Μπάριμ ξεψύχησε, όταν είδε ότι ο Μπράυν δεν γελούσε. «Να, άρχοντά μου, είδα τα άλογα και φαντάστηκα―» Έριξε άλλη μια ματιά στο πρόσωπο του Μπράυν και κατάπιε τα λόγια του. «Να, η αλήθεια είναι ότι έχω κι εγώ μερικά νέα. Ήμουνα στο Νέο Μπρημ, για να δω την αδερφή μου, κι άκουσα πράματα και θάματα».

Το Νέο Μπρημ ήταν παλαιότερο από το Άντορ —το “παλιό” Μπρημ είχε καταστραφεί στους Πολέμους των Τρόλοκ, χίλια χρόνια πριν από τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο― και ήταν καλό μέρος για να μάθεις νέα. Ήταν μια μεσαίου μεγέθους συνοριακή πόλη, ανατολικά των κτημάτων του, στο δρόμο που οδηγούσε από το Κάεμλυν στην Ταρ Βάλον. Ακόμα και με τη στάση που είχε τώρα η Μοργκέις, οι έμποροι διατηρούσαν το δρόμο ανοιχτό και πολυσύχναστο. «Άντε, πες το, άνθρωπέ μου. Αν άκουσες νέα, τι είναι;»

«Να, πασχίζω να σκεφτώ από πού να ξεκινήσω, Άρχοντά μου.» Ο Μπάριμ ασυναίσθητα κορδώθηκε, σαν να έδινε αναφορά. «Το πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, που λένε είναι ότι έπεσε το Δάκρυ. Οι Αελίτες κατέλαβαν την ίδια την Πέτρα και το Ανέγγιχτο Σπαθί αγγίχτηκε. Κάποιος το τράβηξε, λένε».

«Το τράβηξε Αελίτης;» είπε ο Μπράυν χωρίς να πιστεύει στα αυτιά του. Οι Αελίτες προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να αγγίξουν σπαθί· το είχε δει να συμβαίνει στον Πόλεμο των Αελιτών. Αν και λεγόταν ότι το Καλαντόρ δεν ήταν πραγματικό σπαθί. Ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.

«Δεν είπαν, Άρχοντά μου. Άκουσα ονόματα· κάποιος Ρεν, κάτι τέτοιο, πιο πολύ αυτό ακούγεται. Μα το λέγανε σαν να ήταν γεγονός, όχι φήμη. Σαν να το ήξερε όλος ο κόσμος».

Το μέτωπο του Μπράυν ζάρωσε με μια κατσούφικη έκφραση. Ήταν κάτι παραπάνω από ενοχλητικό, αν ήταν αλήθεια Αν είχε τραβηχτεί το Καλαντόρ, τότε ο Δράκοντας είχε Αναγεννηθεί. Σύμφωνα με τις Προφητείες, αυτό σήμαινε ότι πλησίαζε η Τελευταία Μάχη, ότι ο Σκοτεινός δραπέτευε. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας θα έσωζε τον κόσμο, έτσι έλεγαν οι Προφητείες. Και θα τον κατέστρεφε. Αυτά τα νέα και μόνα τους αρκούσαν για να έρθει καλπάζοντας ο Χάλε, ακόμα κι αν είχε καθίσει να το σκεφτεί δεύτερη φορά.

Όμως ο φίλος με το τραχύ πρόσωπο δεν είχε τελειώσει. «Τα νέα που έφτασαν από την Ταρ Βάλον δεν είναι πιο ασήμαντα, Άρχοντά μου. Λένε ότι υπάρχει καινούρια Έδρα της Άμερλιν. Η Ελάιντα, Άρχοντά μου, που ήταν σύμβουλος της Βασίλισσας». Ο Χάλε ξαφνικά έπαιξε τα μάτια και συνέχισε βιαστικά· η Μοργκέις ήταν απαγορευμένο θέμα, και το ήξεραν όλοι άνδρες στο κτήμα, αν και ο Μπράυν δεν είχε πει ποτέ τίποτα. «Λένε ότι η παλιά Άμερλιν, η Σιουάν Σάντσε, σιγανεύτηκε και εκτελέστηκε. Και έχει πεθάνει επίσης και ο Λογκαίν. Εκείνος ο ψεύτικος Δράκοντας που τον έπιασαν και τον ειρήνεψαν πέρυσι. Το έλεγαν σαν να ήταν αληθινό, Άρχοντά μου. Μερικοί λένε ότι βρίσκονταν στο Ταρ Βάλον όταν έγιναν όλα αυτά».

Ο Λογκαίν δεν ήταν σπουδαίο νέο, παρ’ όλο που είχε ξεκινήσει πόλεμο στην Γκεάλνταν ισχυριζόμενος πως ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Τα τελευταία χρόνια είχαν εμφανιστεί αρκετοί ψεύτικοι Δράκοντες. Αυτός όμως μπορούσε να διαβιβάσει· ήταν γεγονός. Μέχρι που τον είχαν ειρηνέψει οι Άες Σεντάι. Ε, δεν ήταν ο πρώτος άνδρας που έπιαναν και ειρήνευαν, που τον απέκοβαν από τη Δύναμη ώστε να μην μπορεί να διαβιβάσει ποτέ πια. Λεγόταν ότι οι άνδρες σαν αυτόν, είτε ήταν ψεύτικοι Δράκοντες είτε κακόμοιροι ανόητοι που τα είχε βάλει μαζί τους το Κόκκινο Άτζα, ποτέ δεν ζούσαν πολύ καιρό μετά. Λεγόταν ότι έχαναν τη θέληση να ζήσουν.

Για τη Σιουάν Σάντσε όμως, ήταν είδηση. Την είχε γνωρίσει σχεδόν πριν από τρία χρόνια. Ήταν μια γυναίκα που απαιτούσε υπακοή χωρίς να δίνει εξηγήσεις. Σκληρή σαν γέρικη μπότα, με γλώσσα σαν μαχαίρι και διάθεση σαν αρκούδα με πονόδοντο. Ο Μπράυν ήταν σίγουρος ότι η Σιουάν θα είχε κομματιάσει με τα ίδια της τα χέρια κάθε επίδοξη σφετερίστρια. Το σιγάνεμα ήταν ό,τι ήταν το ειρήνεμα για τους άνδρες, όμως πολύ πιο σπάνιο. Ειδικά για μια Έδρα της Άμερλιν. Μόνο δύο Αμερλιν μέσα σε τρεις χιλιάδες χρόνια είχαν καταλήξει εκεί, απ’ όσο παραδεχόταν ο Πύργος, αν και βέβαια μπορεί να είχαν υπάρξει άλλες είκοσι που είχαν μείνει κρυφές· ο Πύργος ήξερε καλά να κρατά κρυμμένο αυτό που ήθελε να κρύψει. Όμως επιπλέον να την εκτελέσουν μετά το σιγάνεμα, αυτό έμοιαζε περιττό. Λεγόταν ότι οι γυναίκες δεν επιζούσαν από το σιγάνεμα περισσότερο απ’ όσο οι άνδρες μετά το ειρήνεμα.

Η υπόθεση μύριζε μπελάδες. Όλοι ήξεραν ότι ο Πύργος είχε συμμαχίες, ότι κινούσε νήματα θρόνων και ισχυρών αρχόντων και αρχοντισσών. Με μια καινούρια Άμερλιν να έχει εμφανιστεί με τέτοιο τρόπο, κάποιοι σίγουρα θα δοκίμαζαν να δουν αν οι Άες Σεντάι ακόμα τους παρακολουθούσαν από κοντά. Κι όταν αυτός ο φίλος στο Δάκρυ κατέπνιγε την όποια αντίσταση —όχι ότι θα του αντιστέκονταν αν όντως είχε καταλάβει την Πέτρα― τότε θα έκανε την κίνησή του, ενάντια στο Ίλιαν ή την Καιρχίν. Το ερώτημα ήταν, πόσο γρήγορα θα ξεκινούσε; Θα συγκεντρώνονταν κόσμος να του εναντιωθεί, ή να τον υποστηρίξει; Πρέπει να ήταν ο αληθινός Αναγεννημένος Δράκοντας, αλλά οι Οίκοι μπορεί να ακολουθούσαν ή τη μια ή την άλλη οδό, το ίδιο και ο λαός. Κι αν ξεσπούσαν μικροτσακωμοί εξαιτίας του Πύργου.

«Γερο-βλάκα», μουρμούρισε. Είδε τον Μπάριμ να ξαφνιάζεται και πρόσθεσε, «Όχι εσύ. Για άλλο γερο-βλάκα λέω». Όλα αυτά δεν ήταν πια δική του δουλειά. Απλώς θα έπρεπε να αποφασίσει με ποιου το μέρος θα πήγαινε ο Οίκος Μπράυν σαν θα έφτανε εκείνη η ώρα. Όχι ότι θα νοιαζόταν κανείς, εκτός απ’ όσους ήθελαν να ξέρουν αν θα έπρεπε να του επιτεθούν ή όχι. Δεν ήταν ποτέ ισχυρός ο Οίκος Μπράυν, ούτε μεγάλος.

«Ε, Άρχοντά μου;» Ο Μπάριμ έριξε μια ματιά στους άνδρες που περίμεναν στα άλογά τους. «Μήπως με χρειάζεσαι, Άρχοντά μου;»

Δίχως καν να ρωτήσει πού ή γιατί. Δεν ήταν ο μόνος που είχε μπουχτίσει τη ζωή της υπαίθρου. «Ετοίμασε τα πράγματά μας και έλα να μας προφτάσεις. Στην αρχή θα πάμε νότια, από την Οδό των Τεσσάρων Βασιλιάδων». Ο Μπάριμ χαιρέτησε στρατιωτικά και έφυγε τρεχάτος, τραβώντας μαζί το άλογό του.

Ανεβαίνοντας στη σέλα, ο Μπράυν κούνησε το χέρι προς τα μπρος χωρίς να πει λέξη, και οι άνδρες σχημάτισαν διπλή φάλαγγα πίσω του, καθώς προχωρούσαν προς το δρομάκι με τις βαλανιδιές δεξιά κι αριστερά του. Ήθελε απαντήσεις. Ακόμα κι αν έπρεπε να πιάσει αυτή τη Μάρα από το σβέρκο και να την ταρακουνήσει, θα έπαιρνε απαντήσεις.


Η Υψηλή Αρχόντισσα Αλτέιμα χαλάρωσε όταν άνοιξαν οι πύλες του Βασιλικού Παλατιού του Άντορ και η άμαξά της πέρασε μέσα. Δεν ήταν σίγουρη ότι θα άνοιγαν. Είχε προσπαθήσει ώρα πολλή να στείλει ένα σημείωμα μέσα, και η απάντηση είχε αργήσει ακόμα περισσότερο να έρθει. Η υπηρέτριά της, μια λεπτούλα που την είχε βρει εδώ στο Κάεμλυν, κοίταζε με γουρλωμένα μάτια και μόνο που δεν χοροπηδούσε στη θέση δίπλα της από την έξαψη που στ’ αλήθεια θα έμπαινε στο παλάτι.

Η Αλτέιμα άνοιξε με μια κοφτή κίνηση τη δαντελωτή βεντάλια της και προσπάθησε να δροσιστεί. Ακόμα δεν είχε μεσημεριάσει καλά-καλά· η ζέστη θα δυνάμωνε κι άλλο. Και να σκεφτεί κανείς ότι πάντα θεωρούσε το Άντορ δροσερό τόπο. Ανακεφαλαίωσε μέσα της άλλη μια φορά αυτά που σκόπευε να πει. Ήταν μια όμορφη γυναίκα —ήξερε ακριβώς πόσο όμορφη― με μεγάλα καστανά μάτια που έκαναν κάποιους να την περνούν κατά λάθος για αθώα, ακόμα και ακίνδυνη. Αυτή ήξερε ότι δεν ίσχυε ούτε το ένα ούτε το άλλο, όμως τη βόλευε να έχουν αυτή τη γνώμη. Ειδικά εδώ πέρα, σήμερα. Για την άμαξα είχε πληρώσει σχεδόν όλο το χρυσάφι που της έμενε απ’ όσο είχε καταφέρει να πάρει μαζί της όταν το είχε σκάσει από το Δάκρυ. Για να εγκατασταθεί εδώ, χρειαζόταν ισχυρούς φίλους, και στο Άντορ κανένας δεν ήταν ισχυρότερος από τη γυναίκα την οποία είχε έρθει να δει.

Η άμαξα σταμάτησε πλάι σε ένα σιντριβάνι σε μια αυλίτσα περιστοιχισμένη από κολόνες, και ένας υπηρέτης με λιβρέα σε κόκκινα και άσπρα χρώματα έτρεξε να ανοίξει την πόρτα. Η Αλτέιμα μόλις που έριξε μια ματιά στην αυλή και στον υπηρέτη: είχε το νου της στη συνάντηση που πήγαινε. Τα μελαχρινά μαλλιά της χύνονταν ως χαμηλά στην πλάτη της κάτω από ένα στενό καπέλο όλο μικρά μαργαριτάρια, ενώ άλλα μαργαριτάρια γέμιζαν τις μικρές πιέτες της εσθήτας της από αχνοπράσινο μετάξι με τον ψηλό γιακά. Μια φορά είχε συναντήσει τη Μοργκέις, σύντομα, πριν από πέντε χρόνια σε μια κρατική επίσκεψη· μια γυναίκα που ακτινοβολούσε εξουσία, συγκρατημένη και επιβλητική όπως θα περίμενες να είναι μια βασίλισσα, κι επίσης αξιοπρεπής, με τον τρόπο των Αντορινών. Κι αυτό σήμαινε σεμνότυφη. Οι φήμες στην πόλη που έλεγαν ότι είχε εραστή —έναν άνδρα τον οποίο δεν πολυσυμπαθούσε ο κόσμος, όπως φαινόταν― δεν ταίριαζαν μ’ αυτό. Απ’ όσο θυμόταν όμως η Αλτέιμα, η επισημότητα της εσθήτας —και ο ψηλός γιακάς― κανονικά θα ευχαριστούσε τη Μοργκέις.

Μόλις τα γοβάκια της Αλτέιμα πάτησαν στο πλακόστρωτο, η υπηρέτρια, η Κάρα, πήδηξε κάτω και ήρθε να σιάξει τις πιέτες για να πέφτουν ίσια. Ώσπου η Αλτέιμα έκλεισε τη βεντάλια και μ’ αυτήν χτύπησε τον καρπό της κοπέλας· η αυλή δεν ήταν ο κατάλληλος χώρος γι’ αυτό. Η Κάρα —τι ανόητο όνομα― έκανε ξαφνιασμένη ένα βήμα πίσω, σφίγγοντας τον καρπό με πληγωμένο ύφος, με τα δάκρυα έτοιμα να κυλήσουν.

Η Αλτέιμα έσφιξε εκνευρισμένη τα χείλη της. Η κοπέλα δεν ήξερε ούτε πώς να δεχτεί μια ήπια επίπληξη. Κορόιδευε τον εαυτό της: η κοπέλα δεν ήταν κατάλληλη· ήταν ολοφάνερα ανεκπαίδευτη. Αλλά κάθε αρχόντισσα χρειαζόταν μια υπηρέτρια, ένας λόγος παραπάνω που έπρεπε να ξεχωρίζει από το λεφούσι των προσφύγων στο Άντορ. Είχε δει άνδρες και γυναίκες να μοχθούν στον ήλιο, ακόμα και να ζητιανεύουν στους δρόμους, φορώντας απομεινάρια από ρούχα αριστοκρατών της Καιρχίν. Μια-δυο νόμιζε ότι τις είχε αναγνωρίσει. Ίσως έπρεπε να πάρει κάποια στην υπηρεσία της· ποια ήξερε καλύτερα από μια αρχόντισσα τα καθήκοντα της υπηρέτριας μιας αρχόντισσας; Κι αν είχαν καταντήσει να κάνουν χειρωνακτικές δουλειές, τότε σίγουρα θα έτρεχαν να πιάσουν την ευκαιρία. Ίσως ήταν διασκεδαστικό να έχει μια πρώην “φίλη” για υπηρέτρια. Ήταν αργά όμως για να το κάνει αυτό σήμερα. Και το ότι είχε μια αμαθή υπηρέτρια, μια ντόπια κοπέλα, φώναζε ότι η Αλτέιμα είχε σχεδόν εξανεμίσει τους πόρους της, ότι μόνο ένα σκαλί τη χώριζε από εκείνους τους ζητιάνους.

Πήρε βλέμμα όλο φροντίδα και τρυφερότητα. «Σε χτύπησα, Κάρα;» είπε γλυκά. «Μείνε εδώ στην άμαξα και περιποιήσου τον καρπό σου. Είμαι βέβαιη ότι κάποιος θα σου φέρει δροσερό νερό να πιεις». Η άμυαλη ευγνωμοσύνη που φάνηκε στο πρόσωπο της κοπέλας προκαλούσε δέος.

Οι περιποιημένοι υπηρέτες, καλά εκπαιδευμένοι, στέκονταν χωρίς να κοιτάνε. Πάντως, γνωρίζοντας από υπηρέτες, ήταν σίγουρη ότι θα διαδιδόταν το νέο για την καλοσύνη της Αλτέιμα.

Ένας ψηλός νεαρός φάνηκε μπροστά της, φορώντας κόκκινο σακάκι με λευκό γιακά και στιλβωμένο θώρακα που έδειχναν ότι ήταν από τη Φρουρά της Βασίλισσας, και υποκλίθηκε με το χέρι στη λαβή του ξίφους του. «Είμαι ο Φρουρός-Υπολοχαγός Τάλανβορ, Υψηλή Αρχόντισσα. Αν με ακολουθήσετε, θα σας συνοδεύσω στη Βασίλισσα Μοργκέις». Της πρόσφερε το μπράτσο του, το οποίο αυτή δέχτηκε, χωρίς κατά τα άλλα να αντιλαμβάνεται την παρουσία του. Δεν την ενδιέφεραν οι στρατιώτες, αν δεν ήταν στρατηγοί και άρχοντες.

Καθώς τη συνόδευε στους πλατιούς διαδρόμους, που έμοιαζαν να ξεχειλίζουν από βιαστικούς άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι φορούσαν επίσημη υπηρετική περιβολή —φρόντιζαν φυσικά να μην της εμποδίζουν το δρόμο― η Αλτέιμα εξέταζε διακριτικά τις έξοχες ταπισερί, τα στολισμένα με φίλντισι κιβώτια και ντουλάπια, τις γαβάθες και τα βάζα από δουλεμένο χρυσό ή ασήμι και τις λεπτές πορσελάνες των Θαλασσινών. Το Βασιλικό Παλάτι δεν επεδείκνυε τόσα πλούτη όσα η Πέτρα του Δακρύου, όμως το Άντορ δεν έπαυε να είναι μια πλούσια χώρα, ίσως όσο και το Δάκρυ. Ένας ηλικιωμένος άρχοντας θα ήταν ό,τι έπρεπε, θα ήταν ζυμάρι στα χέρια μιας γυναίκας ακόμα νέας, ίσως αν ήταν λιγάκι ασθενικός και ξεκουτιασμένος. Με απέραντα κτήματα. Αυτό θα ήταν μια αρχή, μέχρι να βρει η Αλτέιμα που ήταν τα κέντρα της εξουσίας στο Άντορ. Τα λίγα λόγια που είχε ανταλλάξει με τη Μοργκέις πριν από μερικά χρόνια δεν ήταν σπουδαία γνωριμία, αλλά είχε αυτό που σίγουρα ήθελε και χρειαζόταν μια ισχυρή βασίλισσα. Πληροφορίες.

Τελικά ο Τάλανβορ την έφερε σε ένα μεγάλο δωμάτιο αναμονής με ψηλό ταβάνι όπου ήταν ζωγραφισμένα πουλιά και σύννεφα και ένας γαλανός ουρανός, όπου περίτεχνα σκαλισμένες καρέκλες στέκονταν μπροστά σε ένα τζάκι από αστραφτερό λευκό μάρμαρο. Ένα μέρος του μυαλού της σημείωσε διασκεδάζοντας ότι το πλατύ κοκκινόχρυσο χαλί ήταν Δακρινό έργο. Ο νεαρός έπεσε στο γόνατο. «Βασίλισσά μου», είπε με φωνή, που ξαφνικά είχε γίνει τραχιά, «όπως πρόσταξες, σου φέρνω την Υψηλή Αρχόντισσα Αλτέιμα του Δακρύου».

Η Μοργκέις του έκανε νόημα να φύγει. «Καλωσήρθες, Αλτέιμα. Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Κάθισε να μιλήσουμε».

Η Αλτέιμα έκλινε το γόνυ και μουρμούρισε ευχαριστώ πριν καθίσει σε μια καρέκλα. Μέσα της κόχλαζε ο φθόνος. Θυμόταν τη Μοργκέις σαν μια καλλονή, όμως η χρυσομάλλα αλήθεια μπροστά της έλεγε πόσο ωχριούσε εκείνη η ανάμνηση. Η Μοργκέις ήταν ένα ολάνθιστο τριαντάφυλλο, έτοιμη να ρίξει τη σκιά της σε κάθε άλλο άνθος. Η Αλτέιμα δεν κατηγορούσε τον νεαρό στρατιώτη που είχε βγει σκοντάφτοντας. Χαιρόταν που δεν είχε μείνει ο νεαρός μαζί τους, γιατί δεν ήθελε να τον νιώθει να κοιτάζει τις δυο τους συγκρίνοντας.

Υπήρχαν όμως και αλλαγές. Τεράστιες αλλαγές. Η Μοργκέις, ελέω Φωτός Βασίλισσα του Άντορ, Προστάτιδα του Βασιλείου, Υπερασπίστρια του Λαού, Ανώτατη Έδρα του Οίκου Τράκαντ, μια γυναίκα τόσο συγκρατημένη και μεγαλοπρεπής και καθωσπρέπει, φορούσε εσθήτα από τρεμουλιαστό λευκό μετάξι, η οποία έδειχνε τόσο τον κόρφο της που θα σοκαριζόταν ακόμα και σερβιτόρα ταβέρνας στο Μάουλε. Κολλούσε στους γοφούς και τους μηρούς και ήταν τόσο στενή που θα άρεσε ακόμα και στα γύναια του Τάραμπον. Οι φήμες λοιπόν ήταν σαφώς αληθινές. Η Μοργκέις είχε εραστή. Και, για να έχει αλλάξει τόσο, ήταν εξίσου σαφές ότι προσπαθούσε να ευχαριστήσει εκείνον αυτόν τον Γκάεμπριλ, αντί να την ευχαριστεί αυτός. Η Μοργκέις ακόμα ακτινοβολούσε εξουσία και η παρουσία της γέμιζε την αίθουσα, όμως το φόρεμα μεταμόρφωνε αυτά τα δύο σε κάτι λιγότερο.

Η Αλτέιμα χάρηκε ακόμα πιο πολύ που είχε φορέσει ψηλό γιακά. Μια γυναίκα που ήταν τόσο μαγεμένη από έναν άνδρα θα ξεσπούσε με ζηλόφθονη λύσσα στην παραμικρή πρόκληση, ή ακόμα κι αν δεν υπήρχε καμία πρόκληση. Αν συναντούσε τον Γκάεμπριλ, θα του φερόταν όσο πιο αδιάφορα μπορούσε μέσα στα πλαίσια της ευγένειας. Ακόμα και με την υποψία ότι σκεφτόταν να πλησιάσει τον εραστή της Μοργκέις, μπορεί να κατέληγε στην κρεμάλα αντί να βρει σύζυγο στα τελευταία του. Η ίδια στη θέση της θα έκανε ακριβώς το ίδιο.

Μια γυναίκα με ερυθρόλευκη ενδυμασία έφερε κρασί, ένα εξαιρετικό Μουράντυ, και γέμισε κρυστάλλινα κύπελλα με βαθιά χαραγμένο το Λιοντάρι του Άντορ. Καθώς η Μοργκέις έπαιρνε το κύπελλό της, η Αλτέιμα πρόσεξε το δαχτυλίδι της, ένα χρυσό φίδι που έτρωγε την ουρά του. Το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού το φορούσαν οι γυναίκες εκείνες που είχαν εκπαιδευτεί στον Λευκό Πύργο, όπως είχε κάνει η Μοργκέις, χωρίς να γίνουν Άες Σεντάι, όπως επίσης και οι ίδιες οι Άες Σεντάι. Ήταν μια χιλιόχρονη παράδοση να εκπαιδεύονται στον Πύργο οι βασίλισσες του Άντορ. Όμως τα χείλη όλων ψιθύριζαν για μια ρήξη μεταξύ Μοργκέις και Ταρ Βάλον και τα αισθήματα κατά των Άες Σεντάι που υπήρχαν στον κόσμο θα είχαν καταπνιγεί γοργά αν το ήθελε η Βασίλισσα. Άραγε, γιατί φορούσε ακόμα το δαχτυλίδι; Η Αλτέιμα θα μετρούσε τα λόγια της μπροστά στη Μοργκέις μέχρι να μάθει την απάντηση.

Η υπηρέτρια απομακρύνθηκε και πήγε στην άλλη άκρη του δωματίου, εκεί που δεν θα άκουγε, όντας όμως κοντά για να βλέπει πότε θα έπρεπε να ξαναβάλει κρασί.

Η Μοργκέις ήπιε μια γουλιά και είπε, «Πέρασε καιρός από τότε που συναντηθήκαμε. Είναι καλά ο σύζυγός σου; Βρίσκεται στο Κάεμλυν μαζί σου;»

Η Αλτέιμα άλλαξε βιαστικά τα σχέδιά της. Δεν της είχε περάσει από το νου ότι η Μοργκέις θα ήξερε ότι είχε σύζυγο, αλλά ανέκαθεν τη χαρακτήριζε η ευστροφία. «Ο Τεντόσιαν ήταν καλά την τελευταία φορά που τον είδα». Μα το Φως, μακάρι να πέθαινε γρήγορα. Θα συνέχιζε έτσι τη συζήτηση. «Είχε αμφιβολίες κατά πόσον έπρεπε να υπηρετήσει αυτόν τον Ραντ αλ’Θόρ και είναι επικίνδυνο να δρασκελίζεις αυτή την άβυσσο. Υπάρχουν άρχοντες που κρεμάστηκαν σαν να μην ήταν παρά συνηθισμένοι κακούργοι».

«Ο Ραντ αλ’Θόρ», αναπόλησε χαμηλόφωνα η Μοργκέις. «Τον είχα συναντήσει κάποτε. Δεν έμοιαζε άνθρωπος που θα αυτοονομαζόταν Αναγεννημένος Δράκοντας. Ήταν ένα φοβισμένο βοσκόπουλο, που προσπαθούσε να μη δείξει το φόβο του. Αλλά όμως, τώρα που το ξανασκέφτομαι, έμοιαζε να ψάχνει για κάποια ― διέξοδο». Τα γαλανά μάτια της πήραν μια έκφραση ενδοσκόπησης. «Η Ελάιντα με προειδοποίησε γι’ αυτόν». Αυτές τις τελευταίες λέξεις έμοιαζε να τις έχει πει ασυναίσθητα.

«Η Ελάιντα ήταν τότε σύμβουλος σου» είπε επιφυλακτικά η Αλτέιμα. Ήξερε ότι έτσι ήταν, και γι’ αυτό δυσκολευόταν ακόμα περισσότερο να πιστέψει τις φήμες περί ρήξης. Έπρεπε να μάθει αν ήταν αλήθεια. «Την αντικατέστησες, τώρα που είναι Άμερλιν;»

Το βλέμμα της Μοργκέις ζωντάνεψε ξανά. «Όχι βέβαια!» Την επόμενη στιγμή, η φωνή της μαλάκωσε ξανά. «Η κόρη μου, η Ηλαίην, εκπαιδεύεται στον πύργο. Ήδη έχει γίνει Αποδεχθείσα».

Η Αλτέιμα ανέμισε τη βεντάλια της, ελπίζοντας να μην εμφανιζόταν ιδρώτας στο μέτωπό της. Αν η Μοργκέις δεν ήξερε τα ίδια της τα συναισθήματα προς τον Πύργο, δεν υπήρχε τρόπος να της μιλήσει με ασφάλεια. Τα σχέδιά της ισορροπούσαν στο χείλος του γκρεμού.

Έπειτα η Μοργκέις έσωσε και τα σχέδια και την ίδια την Αλτέιμα. «Λες ότι ο σύζυγός σου είναι σε δίλημμα για τον Ραντ αλ’Θόρ. Εσύ;»

Παραλίγο θα αναστέναζε από ανακούφιση. Η Μοργκέις μπορεί να έκανε σαν αμαθής χωριατοπούλα γι’ αυτόν τον Γκάεμπριλ, αλλά είχε τα λογικά της, όταν επρόκειτο για ζητήματα εξουσίας και για την ασφάλεια του βασιλείου της. «Τον παρατηρούσα από κοντά, φυσικά, στην Πέτρα». Έτσι θα έσπερνε αυτόν το σπόρο, αν δεν είχε φυτευτεί ήδη. «Μπορεί να διαβιβάζει, κι ένας άνδρας που διαβιβάζει πάντα προκαλεί φόβο. Όμως είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Η Πέτρα έπεσε, και στην άλωσή της το Καλαντόρ ήταν στα χέρια του. Οι Προφητείες... φοβάμαι ότι πρέπει να αφήσω τις αποφάσεις για το τι πρέπει να γίνει με τον Αναγεννημένο Δράκοντα σ’ αυτούς που είναι σοφότεροι από μένα. Εγώ απλώς ξέρω ότι φοβάμαι να μείνω εκεί που κυβερνά. Ακόμα και μια Υψηλή Αρχόντισσα του Δακρύου δεν φτάνει στο κουράγιο τη Βασίλισσα του Άντορ».

Η χρυσομάλλα την κοίταξε με ένα διορατικό βλέμμα και η Αλτέιμα φοβήθηκε μήπως το είχε παρατραβήξει στην κολακεία. Κάποιοι άνθρωποι δεν ήθελα να τους κολακεύεις τόσο απροκάλυπτα. Η Μοργκέις όμως απλώς έγειρε πίσω στην καρέκλα της και ήπιε λίγο κρασί. «Μίλα μου γι’ αυτόν, για τον άνθρωπο που υποτίθεται ότι θα μας σώσει και, σώζοντάς μας, θα μας καταστρέψει».

Επιτυχία. Ή τουλάχιστον η απαρχή της επιτυχίας. «Είναι επικίνδυνος άνθρωπος ακόμα και χωρίς να λογαριάζουμε τη Δύναμη. Το λιοντάρι μοιάζει τεμπέλικο, μισοκοιμισμένο, ώσπου ξαφνικά εφορμά· τότε είναι ταχύτατο, δυνατό. Ο Ραντ αλ’Θόρ δείχνει αθώος, όχι τεμπέλης, και αφελής, όχι κοιμισμένος, αλλά όταν εφορμήσει... Δεν έχει τον προσήκοντα σεβασμό για ανθρώπους και αξιώματα. Δεν υπερέβαλλα, όταν είπα ότι κρέμασε άρχοντες. Είναι πηγή αναρχίας. Στο Δάκρυ, υπό τους καινούριους νόμους του, ακόμα και οι υψηλοί άρχοντες μπορεί να κληθούν ενώπιον δικαστού και να τους επιβληθεί πρόστιμο ή κάτι χειρότερο, αν κατηγορηθούν από τον πιο κακόψυχο χωρικό ή ψαρά. Και να...»

Συνέχισε, λέγοντας αταλάντευτα την αλήθεια, όπως την έβλεπε· δεν δυσκολευόταν να πει είτε αλήθεια είτε ψέματα, όταν χρειαζόταν. Η Μοργκέις έπινε κρασί και άκουγε· η Αλτέιμα θα ’λεγε ότι η Βασίλισσα τεμπέλιαζε αδιάφορα, αλλά το βλέμμα της έδειχνε ότι άκουγε κάθε λέξη και τη θυμόταν. «Πρέπει να καταλάβεις», κατέληξε η Αλτέιμα, «ότι όλα αυτά είναι μονάχα μια πρόγευση. Ο Ραντ αλ’Θόρ και το τι έχει κάνει στο Δάκρυ είναι θέματα για συζήτησης ωρών».

«θα τις έχεις», είπε η Μοργκέις, και με το νου της η Αλτέιμα χαμογέλασε. «Είναι αλήθεια», συνέχισε η Βασίλισσα, «ότι έφερε μαζί του στο Δάκρυ Αελίτες;»

«Α, ναι. Κάτι άγριους ως εκεί πάνω, με πρόσωπα συνήθως μισοκαλυμμένα, που ακόμα και οι γυναίκες είναι έτοιμες να σε σκοτώσουν με την πρώτη ματιά. Τον ακολουθούσαν σαν σκυλιά, τρομοκρατώντας τους πάντες, και πήραν ό,τι ήθελαν από την Πέτρα».

«Νόμιζα ότι αυτές ήταν οι πιο εξωφρενικές φήμες», είπε σκεφτικά η Μοργκέις, «Είχαμε ακούσει φήμες πέρυσι, όμως οι Αελίτες έχουν είκοσι χρόνια να βγουν από την Ερημιά, έχουν να φανούν από τον Πόλεμο των Αελιτών. Ο κόσμος δεν έχει ανάγκη τον Ραντ αλ’Θόρ να τους ξαναφέρει εδώ». Ξανακοίταξε την Αλτέιμα με βλέμμα σαν μαχαίρι. «Είπες ότι “ακολούθησαν”. Έχουν φύγει;»

Η Αλτέιμα ένευσε. «Λίγο προτού φύγω από το Δάκρυ. Κι αυτός πήγε μαζί τους».

«Μαζί τους!» αναφώνησε η Μοργκέις. «Φοβόμουν μήπως ήταν στην Καιρχίν αυτή τη―»

«Έχεις καλεσμένη, Μοργκέις; Έπρεπε να μου το πεις, για να την χαιρετήσω».

Ένας μεγαλόσωμος άνδρας μπήκε στο δωμάτιο, ψηλός, με χρυσοκέντητο μεταξωτό σακάκι που ταίριαζε καλά στους πλατιούς ώμους και το φαρδύ στέρνο του. Η Αλτέιμα δεν χρειάστηκε να δει το πρόσωπο της Μοργκέις που έλαμψε για να καταλάβει ότι αυτός ήταν ο Άρχοντας Γκάεμπριλ· αρκούσε η αυτοπεποίθηση, με την οποία είχε διακόψει τη Βασίλισσα. Σήκωσε το δάχτυλό του, και η υπηρέτρια έκλινε το γόνυ και έφυγε γρήγορα· ούτε ζήτησε την άδεια της Μοργκέις για να διώξει την υπηρέτρια της. Ήταν μελαχρινός και όμορφος, απίστευτα όμορφος, με λευκές τούφες στους κροτάφους.

Η Αλτέιμα πήρε μια αδιάφορη έκφραση στο πρόσωπο, πρόσθεσε ένα χαμόγελο οριακής ευγένειας, κατάλληλο για γηραιό θείο που δεν είχε εξουσία, πλούτο ή επιρροή. Μπορεί να ήταν υπέροχος, αλλά ακόμα κι αν δεν ανήκε στη Μοργκέις, ήταν ένας άνθρωπος τον οποίο η Αλτέιμα δεν θα προσπαθούσε να χειραγωγήσει παρά μόνο αν ήταν απόλυτη ανάγκη. Τον περιέβαλλε ένας αέρας εξουσίας πιο έντονος ίσως κι από της Μοργκέις.

Ο Γκάεμπριλ στάθηκε πλάι στη Μοργκέις κι ακούμπησε τον γυμνό ώμο της με οικειότητα. Αυτή παραλίγο θα έγερνε να ακουμπήσει το μάγουλό της στη ράχη του χεριού του, αλλά τα μάτια του κοίταζαν την Αλτέιμα. Η Αλτέιμα είχε συνηθίσει να την κοιτάνε οι άνδρες, όμως αυτό το βλέμμα την έκανε να ανασαλέψει αμήχανα· ήταν τόσο διαπεραστικό, έβλεπε τόσα πολλά.

Του απάντησε η Μοργκέις· η Αλτέιμα ήταν σαν να είχε καταπιεί τη γλώσσα της, καθώς αυτός την κοίταζε. «Αυτή είναι η Υψηλή Αρχόντισσα Αλτέιμα, Γκάεμπριλ. Μου είπε τα πάντα για τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Η Αλτέιμα ήταν στην Πέτρα του Δακρύου όταν έπεσε. Γκάεμπριλ, στ’ αλήθεια υπάρχουν Άελ―» Η πίεση του χεριού του τη διέκοψε. Ενόχληση φάνηκε για μια στιγμή στο πρόσωπό της, όμως χάθηκε αμέσως και τη θέση της πήρε ένα λαμπερό χαμόγελο προς το μέρος του.

Το βλέμμα του, που ήταν ακόμα στραμμένο στην Αλτέιμα, την έκανε να ξανανιώσει εκείνο ρίγος να διατρέχει το κορμί της, κι αυτή τη φορά η Αλτέιμα άφησε μια κοφτή κραυγούλα. «Θα πρέπει να έχεις κουραστεί μετά από τόση συζήτηση, Μοργκέις», είπε, χωρίς να πάρει το βλέμμα του. «Όλο δουλεύεις. Πήγαινε στην κρεβατοκάμαρά σου και κοιμήσου. Πήγαινε τώρα. Θα σε ξυπνήσω όταν θα είσαι ξεκούραστη».

Η Μοργκέις σηκώθηκε αμέσως, ακόμα χαμογελώντας του αφοσιωμένα, Τα μάτια της σαν να γυάλιζαν λιγάκι. «Ναι, είμαι κουρασμένη, Θα πάω για έναν υπνάκο, Γκάεμπριλ».

Βγήκε από την αίθουσα χωρίς να ρίξει ματιά στην Αλτέιμα, όμως η προσοχή της άλλης γυναίκας ήταν όλη στραμμένη στον Γκάεμπριλ. Η καρδιά της χτυπούσε γοργά· η ανάσα της ήταν πιο γρήγορη. Σίγουρα ήταν ο ομορφότερος άνδρας που είχε δει ποτέ της. Ο μεγαλοπρεπέστερος, ο δυνατότερος, ο ισχυρότερος... Τα υπερθετικά γέμισαν το νου της σαν πλημμύρα.

Ο Γκάεμπριλ δεν έδωσε ούτε αυτός σημασία στη Μοργκέις που έφευγε. Πήρε την καρέκλα απ’ όπου είχε σηκωθεί η Βασίλισσα κι έγειρε πίσω με τις μπότες του απλωμένες μπροστά. «Πες μου γιατί ήρθες στο Κάεμλυν, Αλτέιμα». Αυτή πάλι ένιωσε να τη διαπερνά ένα ρίγος. «Πες την απόλυτη αλήθεια, αλλά εν συντομία. Αργότερα θα μου πεις τις λεπτομέρειες, αν το θελήσω».

Εκείνη δεν δίστασε. «Πήγα να δηλητηριάσω τον σύζυγό μου και αναγκάστηκα να το σκάσω πριν με σκοτώσουν ή μου κάνουν τίποτα χειρότερο ο Τεντόσιαν και εκείνη η μέγαιρα, η Εστάντα. Ο Ραντ αλ’Θόρ θα τους το επέτρεπε, για παραδειγματισμό». Ζάρωσε φοβισμένη, λέγοντάς το. Όχι επειδή ήταν μια αλήθεια που την απέκρυβε, αλλά επειδή, περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο, ήθελε να ευχαριστήσει τον Γκάεμπριλ και φοβόταν μήπως την έδιωχνε. Αλλά εκείνος ζητούσε την αλήθεια. «Διάλεξα το Κάεμλυν, επειδή δεν άντεχα το Ίλιαν, και το Άντορ μού φαινόταν σε κάπως καλύτερη κατάσταση ― η Καιρχίν είναι σχεδόν όλη ερείπια. Στο Κάεμλυν μπορώ να βρω έναν πλούσιο σύζυγο, ή, αν χρειαστεί, κάποιον που να νομίζει ότι είναι ο προστάτης μου, και να χρησιμοποιήσω τη δύναμή του για―»

Αυτός τη διέκοψε με μια κίνηση του χεριού του, χασκογελώντας. «Τι άγρια αυτή η γάτα, αν και είναι ομορφούλα. Ίσως την κρατήσω για την ομορφιά της, με τα δόντια και τα νύχια έτοιμα». Ξαφνικά το πρόσωπό του σοβάρεψε. «Πες μου τι ξέρεις για τον Ραντ αλ’Θόρ, και ειδικά για τους φίλους του, αν έχει κανέναν, τους συντρόφους του, τους συμμάχους του».

Του είπε, μιλώντας μέχρι που το στόμα και ο λαιμός της ξεράθηκαν και η φωνή της ηχούσε βραχνή, τραχιά. Δεν σήκωσε το κύπελλό της, παρά μόνο όταν της είπε αυτός να πιει, και τότε κατάπιε με μιας το κρασί και συνέχισε να μιλάει. Μπορούσε να τον ευχαριστήσει. Μπορούσε να τον ευχαριστήσει με τρόπους που η Μοργκέις δεν είχε φανταστεί.

Οι υπηρέτριες που δούλευαν στο υπνοδωμάτιο της Μοργκέις έκλιναν βιαστικά το γόνυ, βλέποντάς την έκπληκτες εκεί μιας και δεν είχε μεσημεριάσει ακόμα. Αυτή έκανε νόημα να βγουν από το δωμάτιο, και ξάπλωσε στο κρεβάτι της φορώντας ακόμα το φόρεμά της. Για λίγη ώρα έμεινε ατενίζοντας τα χρυσοποίκιλτα σμιλέματα στους στύλους του κρεβατιού. Εκεί δεν υπήρχαν τα Λιοντάρια του Άντορ, αλλά τριαντάφυλλα. Για το Ρόδινο Στέμμα του Άντορ, όμως τα τριαντάφυλλα της ταίριαζαν καλύτερα από τα λιοντάρια.

Μην είσαι πεισματάρα, επιτίμησε τον εαυτό της, και μετά αναρωτήθηκε γιατί. Είχε πει στον Γκάεμπριλ ότι ήταν κουρασμένη, και... Ή μήπως της το είχε πει αυτός; Αδύνατον. Ήταν η Βασίλισσα του Άντορ, και κανένας άνδρας δεν θα της έλεγε να κάνει κάτι. Γκάρεθ. Γιατί άραγε είχε σκεφτεί τον Γκάρεθ Μπράυν; Αυτός σίγουρα δεν της είχε πει ποτέ να κάνει τίποτα· ο Στρατηγός των Φρουρών της Βασίλισσας υπάκουγε τη Βασίλισσα, όχι το αντίθετο. Αλλά ο Γκάρεθ ήταν πεισματάρης, και μπορούσε μια χαρά να στυλώσει τα πόδια μέχρι να συμφωνήσει αυτή με την άποψή του. Γιατί τον σκέφτομαι; Μακάρι να ήταν εδώ. Ήταν γελοίο. Τον είχε διώξει επειδή της είχε αντιταχθεί· δεν θυμόταν συγκεκριμένα σε τι, μα αυτό δεν ήταν πια σημαντικό. Της είχε αντιταχθεί. Η Μοργκέις μόνο αμυδρά θυμόταν τα συναισθήματα που έτρεφε γι’ αυτόν, σαν να έλειπε χρόνια από κοντά της. Μα δεν μπορεί να ήταν τόσος καιρός, σωστά; Μην είσαι πεισματάρα!

Τα μάτια της έκλεισαν και αμέσως βυθίστηκε στον ύπνο, σε έναν ύπνο σκιασμένο από ταραγμένα όνειρα, στα οποία έβλεπε τον εαυτό της να το σκάει από κάτι που δεν μπορούσε να δει.

Загрузка...