36 Ένα Καινούριο Όνομα

Η Ηλαίην κάθισε εκεί αρκετή ώρα, παρακολουθώντας την Μπιργκίτε να κοιμάται. Έμοιαζε πράγματι να κοιμάται. Κάποια στιγμή είχε σαλέψει, μουρμουρίζοντας με απελπισμένη φωνή, «Περίμενέ με, Γκάινταλ! Περίμενε. Έρχομαι, Γκάινταλ. Περίμ...» Τα λόγια της έσβησαν και άφησαν πίσω την αργή ανάσα της. Ήταν δυνατότερη; Ακόμα φαινόταν άρρωστη, στα τελευταία της. Καλύτερα από πριν βέβαια, αλλά ακόμα χλωμή, με το δέρμα τραβηγμένο.

Έπειτα από μια ώρα περίπου, η Νυνάβε ξαναγύρισε, με τα πόδια βρώμικα. Στα μάγουλά της έλαμπαν δάκρυα που ακόμα δεν είχαν στεγνώσει. «Δεν μπορούσα να μείνω έξω», είπε, αφήνοντας πάλι το μανδύα στο κρεμαστάρι. «Κοιμήσου εσύ. Θα την προσέχω εγώ, Πρέπει να την προσέχω».

Η Ηλαίην σηκώθηκε αργά, σιάζοντας τα φουστάνια της. Ίσως, αν πρόσεχε για λίγο την Μπιργκίτε, αυτό να βοηθούσε τη Νυνάβε να ξεδιαλύνει τα πράγματα. «Ούτε κι εγώ έχω όρεξη για ύπνο». Ήταν κατάκοπη, αλλά δεν νύσταζε πια. «Λέω να κάνω κι εγώ έναν περίπατο». Η Νυνάβε απλώς ένευσε, καθώς έπαιρνε τη θέση της Ηλαίην στο κρεβάτι, με τα σκονισμένα πόδια να κρέμονται από την άκρη, το βλέμμα καρφωμένο στην Μπιργκίτε.

Προς έκπληξη της Ηλαίην, ούτε ο Θομ και ο Τζούιλιν κοιμούνταν. Είχαν ανάψει μια μικρή φωτιά πλάι στην άμαξα και κάθονταν γύρω της, ο ένας απέναντι από τον άλλο, σταυροπόδι στο χώμα, καπνίζοντας τις πίπες με τα μακριά επιστόμια. Ο Θομ είχε βάλει το πουκάμισο στο παντελόνι, και ο Τζούιλιν είχε φορέσει το σακάκι του, αν και χωρίς πουκάμισο, και είχε γυρίσει τα μανίκια. Η Ηλαίην κοίταξε ολόγυρα προτού καθίσει μαζί τους. Κανείς δεν σάλευε στην κατασκήνωση, που ήταν σκοτεινή, με μόνη εξαίρεση το φως από αυτή τη φωτιά και τη λάμψη από τις λάμπες στα παράθυρα της άμαξάς τους.

Οι άνδρες δεν είπαν τίποτα όσο αυτή έσιαζε τα φουστάνια της· και μετά ο Τζούιλιν κοίταξε τον Θομ, που ένευσε, και ο ληστοκυνηγός πήρε κάτι από το χώμα και της το έδειξε. «Το βρήκα εκεί που κειτόταν η κοπέλα», είπε ο μελαψός άνδρας. «Σαν να είχε πέσει από το χέρι της».

Η Ηλαίην πήρε αργά το ασημένιο βέλος. Ακόμα και τα φτερά της ουράς έμοιαζαν ασημένια.

«Είναι χαρακτηριστικό», είπε ο Θομ με τόνο φιλικής συζήτησης μασώντας την πίπα του. «Αν το συνδυάσεις και με την πλεξούδα... Για κάποιο λόγο, όλα τα παραμύθια τη μνημονεύουν. Μολονότι έχω βρει μερικά που νομίζω πως μιλάνε για την κοπέλα αυτή με άλλο όνομα, τα οποία δεν λένε για πλεξούδα. Και μερικά που την αναφέρουν με άλλα ονόματα και με πλεξούδα».

«Δεν με νοιάζουν τα παραμύθια», είπε ο Τζούιλιν. Φαινόταν ατάραχος όσο κι ο Θομ. Αλλά βέβαια δεν ήταν εύκολο να ταραχτούν αυτοί οι δύο. «Αυτή είναι; Είναι άσχημη φάση, αν δεν είναι αυτή, μια κοπέλα να εμφανίζεται τσίτσιδη από το πουθενά μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά... Πού μας μπλέξατε εσύ και η Ν... η Νάνα;» Πραγματικά κάτι τον βασάνιζε· ο Τζούιλιν δεν έκανε λάθη, και ποτέ δεν μπέρδευε τη γλώσσα του. Ο Θομ απλώς ρουφούσε την πίπα του, περιμένοντας.

Η Ηλαίην στριφογύρισε το βέλος στα χέρια, κάνοντας ότι το μελετούσε. «Είναι μια φίλη», είπε τελικά. Αν δεν την αποδέσμευε η Μπιργκίτε, και όχι πιο πριν, ίσχυε η υπόσχεση που είχε δώσει. «Δεν είναι Άες Σεντάι, αλλά μας βοηθάει». Την κοίταξαν, περιμένοντας να ακούσουν κι άλλα. «Γιατί δεν το δώσατε στη Νυνάβε;»

Άλλαξαν μια ματιά —οι άνδρες έμοιαζαν να κάνουν ολόκληρες συζητήσεις με το βλέμμα, τουλάχιστον μπροστά στις γυναίκες― λέγοντας καθαρά, σαν να το είχαν εκφράσει με λόγια, τι γνώμη είχαν για τα μυστικά της. Ειδικά όταν ήδη το ήξεραν σχεδόν στα σίγουρα. Μα είχε δώσει το λόγο της.

«Έμοιαζε αναστατωμένη», είπε ο Τζούιλιν, ρουφώντας συλλογισμένα την πίπα του, και ο Θομ έβγαλε τη δική του από το στόμα και φύσηξε μέσα από τα άσπρα μουστάκια του.

«Αναστατωμένη; Η γυναίκα βγήκε με την πουκαμίσα, φαινόταν χαμένη, και όταν ρώτησα αν μπορώ να τη βοηθήσω, δεν μου έβαλε τις φωνές. Έκλαψε στον ώμο μου!» Άγγιξε το λινό πουκάμισό του, μουρμουρίζοντας κάτι για υγρασία. «Ηλαίην, μου ζήτησε συγγνώμη για κάθε απότομη κουβέντα που μου έχει πει ποτέ, δηλαδή, τα μισά πράγματα που έχουν βγει από το στόμα της. Είπε ότι θα ’πρεπε να τη δείρουν με βίτσα, ή ίσως ότι την είχαν δείρει με βίτσα· σχεδόν παραμιλούσε. Είπε ότι ήταν δειλή, ότι ήταν μια ηλίθια πεισματάρα. Δεν ξέρω τι τρέχει, αλλά δεν είναι ο εαυτός της».

«Ήξερα κάποτε μια γυναίκα που φερόταν έτσι», είπε ο Τζούιλιν, κοιτώντας τη φωτιά, «Ξύπνησε και βρήκε διαρρήκτη στην κρεβατοκάμαρα της και τον μαχαίρωσε στην καρδιά. Αλλά, όταν άναψε τη λάμπα, είδε ότι ήταν ο άνδρας της. Το καράβι του είχε γυρίσει νωρίτερα στο μόλο. Μισό μήνα η γυναίκα τριγυρνούσε σαν τη Νυνάβε». Το στόμα του σφίχτηκε. «Μετά πήγε και κρεμάστηκε».

«Δεν θέλω να σου φορτώσω αυτό το βάρος, παιδί μου», πρόσθεσε καλοσυνάτα ο Θομ, «αλλά, αν υπάρχει βοήθεια γι’ αυτήν, είσαι η μόνη από μας που μπορείς να την προσφέρεις. Ξέρω πώς να κάνω έναν άνδρα να ξεχάσει τα βάσανά του. Του δίνεις μια απότομη κλωτσιά ή τον μεθάς και του βρίσκεις μια πόρ―» Άφησε ένα μουγκρητό, προσπαθώντας να κάνει ότι έβηχε, κι έστρωσε το μουστάκι του. Το μόνο κακό στο ότι την έβλεπε σαν θυγατέρα ήταν πως τώρα μερικές φορές την περνούσε για δωδεκάχρονη. «Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι δεν ξέρω τι να κάνω γι’ αυτό. Και, παρ’ όλο που ο Τζούιλιν ίσως δεν θα έλεγε όχι να την παίξει στα γόνατά του, αμφιβάλλω αν θα τον ευχαριστούσε γι’ αυτό».

«Θα προτιμούσα να χαϊδέψω πιράνχας», μουρμούρισε ο ληστοκυνηγός, αλλά όχι όσο τραχιά θα το έλεγε χθες. Ανησυχούσε όσο και ο Θομ, αν και δεν θα το παραδεχόταν όπως ο άλλος.

«Θα κάνω ό,τι μπορώ», τους καθησύχασε αυτή, στριφογυρίζοντας πάλι το βέλος. Ήταν καλοί άνθρωποι και δεν της άρεσε να τους λέει ψέματα, να τους κρύβει πράγματα. Εκτός, βεβαίως, αν ήταν απολύτως αναγκαίο. Η Νυνάβε ισχυριζόταν ότι έτσι έπρεπε να κουμαντάρεις τους άνδρες, για το καλό τους, όμως δεν ήταν ανάγκη να το παρατραβά κανείς. Δεν ήταν σωστό να οδηγείς κάποιον σε κινδύνους τους οποίους αγνοεί.

Έτσι, τους μίλησε. Για τον Τελ’αράν’ριοντ και τους Αποδιωγμένους που τριγυρνούσαν ελεύθεροι, για τη Μογκέντιεν. Φυσικά, δεν είπε τα πάντα. Ένιωθε ντροπή για μερικά γεγονότα στο Τάντσικο και δεν ήθελε να τα σκέφτεται. Τη δέσμευε η υπόσχεσή της σχετικά με την ταυτότητα της Μπιργκίτε, και δεν υπήρχε λόγος να αναφερθεί με λεπτομέρειες στο τι είχε κάνει η Μογκέντιεν στη Νυνάβε. Αυτό σήμαινε ότι ήταν πιο δύσκολο να εξηγήσει τα συμβάντα της αποψινής βραδιάς, όμως το κατάφερε. Τους είπε ό,τι κατά τη γνώμη της έπρεπε να ξέρουν, αρκετά για να αντιληφθούν για πρώτη φορά με τι πραγματικά τα είχαν βάλει.

Δεν ήταν μόνο το Μαύρο Άτζα —αυτό τους είχε κάνει να την κοιτάξουν σαν αλλήθωροι, όταν το άκουσαν― αλλά και οι Αποδιωγμένοι, και μία απ’ αυτούς πιθανότατα κυνηγούσε την ίδια και τη Νυνάβε. Τους ξεκαθάρισε επίσης ότι και αυτές με τη σειρά τους θα κυνηγούσαν τη Μογκέντιεν, κι ότι όποιος ήταν κοντά τους κινδύνευε να μπει ανάμεσα στον κυνηγό και στη λεία, όποιος κι αν ήταν ο κυνηγός, όποια κι αν ήταν η λεία.

«Τώρα που τα μάθατε», κατέληξε, «είναι δική σας η επιλογή αν θα μείνετε ή θα φύγετε». Το άφησε έτσι, και πρόσεξε να μην κοιτάξει τον Θομ. Έλπιζε σχεδόν απελπισμένα ότι ο Θομ θα έμενε, αλλά δεν θα του έδειχνε ότι το ζητούσε, ούτε καν με μια ματιά.

«Δεν σου έμαθα ούτε τα μισά απ’ όσα πρέπει να ξέρεις για να γίνεις ισάξια βασίλισσα με τη μητέρα σου», είπε εκείνος, προσπαθώντας να δείξει αψύς, αλλά το χάλασε, καθώς τίναζε μια τούφα βαμμένα μαύρα μαλλιά από το μάγουλο με το ροζιασμένο δάχτυλό του. «Δεν με ξεφορτώνεσαι τόσο εύκολα, μικρή μου. Θέλω να σε δω να παίζεις το Ντάες Νταε’μάρ στα δάχτυλα, ακόμα κι αν χρειαστεί να σου μιλάω στο αυτί μέχρι να κουφαθείς. Δεν σου έμαθα καν πώς να κρατάς μαχαίρι. Προσπάθησα να διδάξω τη μητέρα σου, αλλά εκείνη πάντα έλεγε ότι όταν ήταν ώρα για μαχαίρια, μπορούσε να βρει έναν άνδρα να κάνει αυτή τη δουλειά. Ανόητη αντίληψη».

Εκείνη έγειρε μπροστά και φίλησε το τραχύ μάγουλό του, και αυτός βλεφάρισε, σήκωσε ψηλά τα φουντωτά φρύδια του, και ύστερα χαμογέλασε κι έχωσε την πίπα στο στόμα.

«Μπορείς να φιλήσεις κι εμένα», είπε ο Τζούιλιν ξερά. «Ο Ραντ αλ’Θόρ θα μου κάνει τα σπλάχνα δόλωμα, αν δεν σε επιστρέψω σ’ αυτόν σώα, όπως σε είχα παραλάβει».

Η Ηλαίην σήκωσε το σαγόνι της. «Δεν θέλω να μείνεις μόνο για τον Ραντ αλ’Θόρ, Τζούιλιν». Θα την επέστρεφε; Τι ιδέα! «Θα μείνεις μόνο αν το θέλεις. Και δεν σε απαλλάσσω ― ούτε εσένα, Θομ!» —ο Θομ είχε χαμογελάσει πλατιά ακούγοντας το σχόλιο του ληστοκυνηγού― «από την υπόσχεση σου να ακολουθείς διαταγές». Η έκπληκτη ματιά του Θομ ήταν απόλαυση. Ξαναστράφηκε στον Τζούιλιν. «Θα ακολουθήσεις εμένα, και τη Νυνάβε φυσικά, έχοντας γνώση των κινδύνων που αντιμετωπίζουμε, αλλιώς μάζεψε τα πράγματά σου και τράβα όπου θέλεις με τον Σκάλκερ. Θα σου τον δώσω».

Ο Τζούιλιν ανακάθισε, στητός σαν στύλος, με το μελαψό του πρόσωπο να σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο. «Ποτέ στη ζωή μου δεν εγκατέλειψα γυναίκα που κινδυνεύει». Την έδειξε με την πίπα σαν όπλο. «Αν με διώξεις, θα σε πάρω στο κατόπι σαν ψαροπούλι που κυνηγά πρύμνη πλοίου».

Δεν ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε, αλλά ήταν καλύτερο από το τίποτα. «Πολύ καλά, λοιπόν». Σηκώθηκε, όρθωσε το κορμί της, με το ασημένιο βέλος χαμηλά στο πλευρό της, και δεν χαλάρωσε τον κάπως παγερό τρόπο της. Της φάνηκε ότι τελικά είχαν συνειδητοποιήσει ποιος ήταν επικεφαλής. «Δεν θ’ αργήσει να ξημερώσει». Άραγε ο Ραντ είχε πραγματικά το θράσος να πει στον Τζούιλιν να την «επιστρέψει»; Θα υπέφερε γι’ αυτό, και ο Θομ θα υπέφερε μαζί του, ένας λόγος παραπάνω για κείνο το χαμόγελο. «Σβήστε τη φωτιά και πηγαίνετε για ύπνο. Τώρα. Δεν θέλω δικαιολογίες, Θομ. Αν δεν κοιμηθείς, αύριο θα σέρνεσαι».

Άρχισαν υπάκουα να κλωτσούν χώμα στη φωτιά, αλλά, όταν η Ηλαίην έφτασε στα απλά ξύλινα σκαλοπάτια της άμαξας, άκουσε τον Θομ να λέει, «Καμιά φορά κάνει σαν τη μάνα της».

«Τότε χαίρομαι που δεν την έχω γνωρίσει», μούγκρισε ο Τζούιλιν. «Να πετάξουμε νόμισμα ποιος θα κάτσει σκοπός πρώτος;» Ο Θομ μουρμούρισε καταφατικά.

Εκείνη παραλίγο θα γυρνούσε πίσω, αλλά αντιθέτως χαμογέλασε αυθόρμητα. Άνδρες! Η σκέψη είχε μια στοργική χροιά. Η καλή διάθεσή της κράτησε μέχρι τη στιγμή που μπήκε μέσα.

Η Νυνάβε καθόταν εντελώς στην άκρη του κρεβατιού, στηριγμένη στα χέρια της, με τα μάτια να κλείνουν από μόνα τους καθώς κοίταζε την Μπιργκίτε. Τα πόδια της ήταν ακόμα λερωμένα.

Η Ηλαίην έβαλε το βέλος της Μπιργκίτε σε ένα ντουλάπι, πίσω από μερικά τραχιά σακιά με ξερά μπιζέλια. Ευτυχώς η Νυνάβε δεν της έριξε ματιά. Της φαινόταν ότι τώρα το ασημένιο βέλος ήταν το τελευταίο που χρειαζόταν να δει η Νυνάβε. Αλλά τι χρειαζόταν;

«Νυνάβε, πρέπει επιτέλους να πλύνεις τα πόδια σου και να πέσεις για ύπνο».

Η Νυνάβε κοίταξε προς το μέρος της, βλεφαρίζοντας νυσταγμένα. «Τα πόδια; Τι πράγμα; Πρέπει να την προσέχω».

Θα έπρεπε να γίνουν όλα με το μαλακό. «Τα πόδια σου, Νυνάβε. Είναι βρώμικα. Πλύν’ τα».

Η Νυνάβε έσμιξε τα φρύδια και κοίταξε τα λερωμένα πόδια της, και μετά ένευσε. Έγειρε τη μεγάλη άσπρη κανάτα για να ρίξει νερό στη λεκάνη, έχυσε αρκετό έξω καθώς πλενόταν κι ετοιμάστηκε να σκουπιστεί, αλλά μετά ξαναπήρε τη θέση της. «Πρέπει να την προσέχω. Σε περίπτωση... Σε περίπτωση... Μίλησε κάποια στιγμή. Ζητούσε τον Γκάινταλ».

Η Ηλαίην την έσπρωξε για να γείρει στο στρώμα. «Χρειάζεσαι ύπνο, Νυνάβε, Δεν μπορείς να κρατήσεις τα μάτια ανοιχτά».

«Μπορώ», μουρμούρισε μουτρωμένα η Νυνάβε, προσπαθώντας να ανακαθίσει κόντρα στα χέρια της Ηλαίην που την έσπρωχναν από τους ώμους. «Πρέπει να την προσέχω, Ηλαίην. Πρέπει».

Σε σύγκριση με τη Νυνάβε, οι δύο άνδρες έξω έμοιαζαν συνετοί και πειθήνιοι. Ακόμα κι αν η Ηλαίην αποφάσιζε να το κάνει, δεν υπήρχε τρόπος να μεθύσει τη Νυνάβε και να της βρει —στην περίπτωσή της, το κατάλληλο θα ήταν ένας ομορφούλης νεαρός. Άρα, έμενε μόνο η απότομη κλωτσιά. Η συμπόνια και η κοινή λογική δεν είχαν φέρει αποτέλεσμα. «Βαρέθηκα τα μούτρα και την αυτολύπηση, Νυνάβε», είπε με σταθερή φωνή. «Θα κοιμηθείς τώρα, και το πρωί δεν θα ξαναρχίσεις να λες πόσο δυστυχισμένη είσαι. Αν δεν μπορείς να φερθείς σαν μυαλωμένη γυναίκα, τότε θα ζητήσω από τη Σεράντιν να σου μαυρίσει και τα δύο μάτια, για εκείνο που σου γιάτρεψα. Ούτε καν μ’ ευχαρίστησες γι’ αυτό. Άντε κοιμήσου τώρα!»

Τα μάτια της Νυνάβε πλάτυναν με αγανάκτηση —τουλάχιστον δεν φαινόταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα― όμως η Ηλαίην της τα έκλεισε με τα δάχτυλά της. Έκλεισαν εύκολα, και παρά τα μαλακά μουρμουρητά διαμαρτυρίας, η βαθιά, αργή ανάσα του ύπνου ακολούθησε γρήγορα.

Η Ηλαίην χτύπησε απαλά τον ώμο της Νυνάβε προτού σηκωθεί. Ευχήθηκε ο ύπνος της να ήταν ειρηνικός και να έβλεπε στα όνειρα της τον Λαν, όμως κάθε είδος ύπνου θα ήταν προτιμότερο από την ξαγρύπνια. Πάσχισε να πνίξει το χασμουρητό της κι έσκυψε να δει τι κάνει η Μπιργκίτε. Δεν ήξερε αν είχε καλυτερέψει η ανάσα ή το χρώμα της. Δεν είχε τι άλλο να κάνει παρά μόνο να περιμένει και να ελπίζει.

Οι λάμπες δεν φαίνονταν να ενοχλούν τις δύο γυναίκες, έτσι τις άφησε αναμμένες και κάθισε στο πάτωμα ανάμεσα στα κρεβάτια. Θα τη βοηθούσαν να μείνει ξύπνια. Όχι ότι ήξερε γιατί άραγε έπρεπε να μείνει ξύπνια. Είχε κάνει ό,τι μπορούσε, όπως και η Νυνάβε. Δίχως να το σκεφτεί, έγειρε με την πλάτη στον μπροστινό τοίχο και το σαγόνι της βούλιαξε αργά στο στήθος της.

Το όνειρο ήταν ευχάριστο, μολονότι παράξενο. Ο Ραντ είχε γονατίσει μπροστά της κι αυτή ακουμπούσε το κεφάλι του και τον δέσμευε ως Πρόμαχό της. Ως έναν από τους Πρόμαχούς της· τώρα έπρεπε να διαλέξει το Πράσινο, μιας και είχε την Μπιργκίτε. Υπήρχαν κι άλλες γυναίκες εκεί, με πρόσωπα που άλλαζαν μέχρι να ρίξεις δεύτερη ματιά. Η Νυνάβε, η Μιν, η Μουαραίν, η Αβιέντα, η Μπερελαίν, η Αμάθιρα, η Λίαντριν, κι άλλες, τις οποίες δεν ήξερε. Όποιες κι αν ήταν, ήξερε ότι έπρεπε να τον μοιραστεί μαζί τους, επειδή στο όνειρο ήταν σίγουρη ότι αυτό ακριβώς είχε δει η Μιν. Δεν ήξερε πώς ένιωθε —μερικά από κείνα τα πρόσωπα ήθελε να τα γδάρει με τα νύχια της — αλλά, αν ήταν γραφτό από το Σχήμα, τότε θα έπρεπε να συμβεί. Όμως θα είχε απ’ αυτόν κάτι που δεν θα είχαν οι άλλες, το δεσμό μεταξύ Προμάχου και Άες Σεντάι.

«Πού είναι αυτό το μέρος;» είπε η Μπερελαίν, με κορακίσια μαλλιά, τόσο όμορφη που της Ηλαίην της ήρθε να της κάνει μια απειλητική γκριμάτσα. Η Μπερελαίν φορούσε το κόκκινο φόρεμα με το βαθύ ντεκολτέ που ο Λούκα ήθελε να φορέσει η Νυνάβε· πάντα φορούσε αποκαλυπτικά ρούχα. «Ξύπνα. Δεν είναι αυτός ο Τελ’αράν’ριοντ».

Η Ηλαίην ξύπνησε και βρήκε την Μπιργκίτε να σκύβει από το κρεβάτι, σφίγγοντάς της αδύναμα το μπράτσο. Το πρόσωπό της ήταν κάτωχρο, και μούσκεμα στον ιδρώτα, σαν να είχε πυρετό, αλλά τα γαλανά μάτια της την κοίταζαν στο πρόσωπο με οξύ, προσηλωμένο βλέμμα.

«Δεν είναι αυτός ο Τελ’αράν’ριοντ». Δεν ήταν ερώτηση, όμως η Ηλαίην ένευσε, και η Μπιργκίτε έγειρε στο κρεβάτι της με ένα μακρόσυρτο στεναγμό. «Θυμάμαι τα πάντα», ψιθύρισε. «Είμαι εδώ όπως είμαι, και θυμάμαι. Όλα άλλαξαν. Ο Γκάινταλ είναι εκεί έξω, κάπου, μωρό ή ίσως μικρό αγοράκι. Αλλά, αν τον βρω, τι θα λέει για μια γυναίκα που είναι αρκετά μεγάλη για να ’ναι μητέρα του;» Έτριψε θυμωμένα τα μάτια της, μουρμουρίζοντας, «Δεν κλαίω. Ποτέ δεν κλαίω. Το θυμάμαι αυτό, που να με βοηθήσει το Φως. Ποτέ δεν κλαίω».

Η Ηλαίην στάθηκε στα γόνατα πλάι στο κρεβάτι της άλλης γυναίκας. «Θα τον βρεις, Μπιργκίτε». Μίλησε χαμηλόφωνα. Η Νυνάβε ακόμα φαινόταν βυθισμένη στον ύπνο —ένα αδύναμο, τραχύ ροχαλητό ακουγόταν με κανονικό ρυθμό― αλλά χρειαζόταν ανάπαυση, όχι να τα αντιμετωπίσει ξανά όλα αυτά τώρα. «Με κάποιον τρόπο, θα τον βρεις. Και θα σε αγαπήσει. Το ξέρω».

«Νομίζεις ότι αυτό είναι το σημαντικό; Θα άντεχα να μην με αγαπήσει». Τα μάτια της που γυάλιζαν διέψευδαν τα λόγια της. «Θα με χρειαστεί, Ηλαίην, κι εγώ δεν θα είμαι εκεί. Πάντα είχε περισσότερο κουράγιο απ’ όσο πρέπει για το καλό του· πάντα εγώ είμαι η προσεκτική. Το χειρότερο είναι ότι θα περιπλανιέται, ψάχνοντας να με βρει, χωρίς να ξέρει τι ψάχνει, χωρίς να ξέρει γιατί νιώθει ανολοκλήρωτος. Πάντα είμαστε μαζί, Ηλαίην. Δύο μισά που φτιάχνουν ένα ολόκληρο». Τα δάκρυα ανέβλυσαν κύλησαν στο πρόσωπό της. «Η Μογκέντιεν είπε ότι θα με έκανε να κλαίω για πάντα, και...» Ξαφνικά, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της αλλοιώθηκαν· αδύναμοι, τραχείς λυγμοί βγήκαν σαν να ξεριζώνονταν από το λαιμό της.

Η Ηλαίην πήρε τη γυναίκα, που ήταν ψηλότερη, στην αγκαλιά της, μουρμουρίζοντας λόγια παρηγοριάς που ήξερε πως ήταν άχρηστα. Πώς θα ένιωθε αν της έπαιρναν τον Ραντ; Η σκέψη παραλίγο θα την έκανε να ακουμπήσει το κεφάλι πάνω στο κεφάλι της Μπιργκίτε και να κλάψει μαζί της.

Δεν ήξερε να πει πόση ώρα έκαναν τα δάκρυα της Μπιργκίτε να σταματήσουν, τελικά όμως εκείνη έσπρωξε την Ηλαίην και έγειρε πίσω, σκουπίζοντας τα μάγουλα με τα δάχτυλα της. «Ποτέ δεν το έκανα αυτό, εκτός απ’ όταν ήμουν παιδί. Ποτέ». Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε συνοφρυωμένη τη Νυνάβε, που κοιμόταν ακόμα στο άλλο κρεβάτι. «Την τραυμάτισε πολύ η Μογκέντιεν; Δεν έχω δει τόσο άσχημο ξύλο από τότε που ο Τούραγκ νίκησε τον Μάρις». Η Ηλαίην πρέπει να είχε δείξει ότι δεν καταλάβαινε, επειδή η Μπιργκίτε πρόσθεσε, «Σε μια άλλη Εποχή. Είναι πληγωμένη;»

«Όχι πολύ. Περισσότερο πνευματικά. Αυτό που έκανες τη βοήθησε να δραπετεύσει, αλλά αφού πρώτα...» Η Ηλαίην δεν μπορούσε να το πει. Υπήρχαν πολλές πληγές, ανοιχτές πληγές. «Κατηγορεί τον εαυτό της. Νομίζει ότι... όλα... είναι δικό της σφάλμα, επειδή σου ζήτησε να βοηθήσεις».

«Αν δεν μου το είχε ζητήσει, τώρα που μιλάμε η Μογκέντιεν θα τη δίδασκε να ικετεύει. Είναι παράτολμη σαν τον Γκάινταλ». Ο ξερός τόνος της Μπιργκίτε ερχόταν σε αντίθεση με τα βρεγμένα μάγουλά της. «Δεν με έπιασε από τα μαλλιά για να ανακατευτώ. Αν διεκδικεί την ευθύνη για τις συνέπειες, τότε διεκδικεί την ευθύνη για τις πράξεις μου». Αν μη τι άλλο, φαινόταν θυμωμένη. «Είμαι ελεύθερη γυναίκα, και έκανα τις επιλογές μου. Δεν πήρε αυτή αποφάσεις για μένα».

«Πρέπει να πω ότι το δέχεσαι καλύτερα... από μένα». Δεν μπορούσε να πει «καλύτερα από τη Νυνάβε». Ήταν αλήθεια εκείνο, όμως κι αυτό που είπε ήταν αλήθεια επίσης.

«Πάντα λέω ότι, αν είναι να ανέβεις στο ικρίωμα, χάρισε ένα αστείο στο πλήθος, ένα νόμισμα στον δήμιο, και, όταν πέσει η αγχόνη, να σε βρει μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη». Το χαμόγελο της Μπιργκίτε ήταν βλοσυρό. «Η Μογκέντιεν ετοίμασε την παγίδα, όμως ο σβέρκος μου είναι ακόμα γερός. Ίσως της κάνω έκπληξη, προτού πάψει να είναι». Το χαμόγελο έσβησε και τα φρύδια της έσμιξαν, καθώς κοίταζε εξεταστικά την Ηλαίην. «Μπορώ να σε... νιώσω. Νομίζω ότι θα μπορούσα να κλείσω τα μάτια και καταλάβω πού είσαι, ακόμα κι αν θα μας χώριζε ένα μίλι απόσταση».

Η Ηλαίην πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα. «Σε δέσμευσα ως Πρόμαχο», είπε γοργά. «Πέθαινες, και η Θεραπεία δεν βοηθούσε, και...» Η γυναίκα την κοίταζε. Δεν ήταν πια συνοφρυωμένη, αλλά το βλέμμα της ήταν ανησυχητικά διαπεραστικό. «Δεν είχα άλλη επιλογή, Μπιργκίτε. Αλλιώς θα είχες πεθάνει».

«Πρόμαχος», είπε αργά η Μπιργκίτε. «Νομίζω ότι θυμάμαι που είχα ακούσει μια ιστορία για μια γυναίκα Πρόμαχο, αλλά ήταν σε μια ζωή τόσο μακρινή που δεν θυμάμαι τίποτα περισσότερο».

Ήταν ώρα να πάρει άλλη μια βαθιά ανάσα, και αυτή τη φορά βίασε τα λόγια να βγουν. «Υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθεις Κάποια στιγμή θα το ανακαλύψεις, και αποφάσισα να μην κρατώ μυστικά από ανθρώπους που έχουν δικαίωμα να ξέρουν, εκτός αν είναι απόλυτη ανάγκη». Τρίτη ανάσα. «Δεν είμαι Άες Σεντάι. Είμαι απλώς Αποδεχθείσα».

Για μια ατέλειωτη στιγμή, η χρυσομαλλούσα έμεινε να την κοιτάζει, και ύστερα κούνησε αργά το κεφάλι. «Αποδεχθείσα. Στους Πολέμους των Τρόλοκ, είχα γνωρίσει μια Αποδεχθείσα που είχε δεσμεύσει κάποιον. Η Μπαρασίλ ήταν να δοκιμαστεί την επόμενη μέρα για να γίνει πλήρης Άες Σεντάι, και σίγουρα θα της έδιναν το επώμιο, αλλά φοβόταν μήπως της τον έκλεβε μια άλλη γυναίκα, η οποία δοκιμαζόταν μια μέρα νωρίτερα. Στους Πολέμους των Τρόλοκ, ο Πύργος προσπαθούσε να κάνει Άες Σεντάι όσο το δυνατόν γρηγορότερα, εξ ανάγκης».

«Τι συνέβη;» Η Ηλαίην δεν κατάφερε να μην ρωτήσει. Μπαρασίλ; Το όνομα της φαινόταν αόριστα γνωστό.

Η Μπιργκίτε έπλεξε τα δάχτυλά της πάνω από τις κουβέρτες στον κόρφο της, το κεφάλι της άλλαξε θέση στο μαξιλάρι, και πήρε έκφραση ψεύτικης συμπόνιας. «Για να μην τα πολυλογώ, όταν το ανακάλυψαν, δεν της επέτρεψαν να περάσει τις δοκιμασίες. Η αναγκαιότητα δεν βάραινε περισσότερο από ένα τέτοιο παράπτωμα. Την έβαλαν να περάσει το δεσμό του καημένου σε μια άλλη και, για να διδαχθεί την υπομονή, την έριξαν στα μαγειρεία ανάμεσα στις λαντζιέρες και τα κορίτσια που γυρνούσαν τις σούβλες. Άκουσα ότι έμεινε τρία χρόνια εκεί, και όταν πήρε το επώμιό της, η ίδια η Έδρα της Άμερλιν της διάλεξε τον Πρόμαχο, κάποιον πεισματάρη τύπο με τραχιά επιδερμίδα, ονόματι Άνσελαν. Τους είδα μετά από μερικά χρόνια, και δεν ήξερα ποιος από τους δύο έδινε τις διαταγές. Νομίζω πως ούτε και η Μπαρασίλ ήξερε».

«Δεν είναι ευχάριστο», μουρμούρισε η Ηλαίην. Τρία χρόνια στο.. Για μια στιγμή. Η Μπαρασίλ και ο Άνσελαν; Δεν μπορεί να ήταν το ίδιο ζευγάρι· το παραμύθι εκείνο δεν έλεγε ότι η Μπαρασίλ ήταν Άες Σεντάι. Όμως είχε διαβάσει δυο διαφορετικές εκδοχές, και είχε ακούσει τον Θομ να εξιστορεί μια τρίτη, και σ’ όλες η Μπαρασίλ είχε αναλάβει μια μακρά και κοπιαστική υπηρεσία για να κερδίσει την αγάπη του Άνσελαν. Δυο χιλιάδες χρόνια άλλαζαν πολλά σε μια ιστορία.

«Καθόλου ευχάριστο», συμφώνησε η Μπιργκίτε, και ξαφνικά τα μάτια της πλάτυναν όλο αθωότητα στο χλωμό πρόσωπό της. «Φαντάζομαι, εφόσον θέλεις να κρατήσω το φρικτό μυστικό σου, ότι δεν θα με ταλαιπωρείς όπως κάποιες Άες Σεντάι ταλαιπωρούν τους Πρόμαχους τους. Δεν θα ήταν σωστό να με πιέσεις να το πω μόνο και μόνο για να γλιτώσω από σένα».

Η Ηλαίην ύψωσε ενστικτωδώς το πηγούνι. «Αυτό μοιάζει με απειλή. Δεν δέχομαι απειλές, είτε από σένα είτε από οποιονδήποτε άλλο. Αν νομίζεις―»

Η γυναίκα που είχε ξαπλώσει την έπιασε από το μπράτσο και τη διέκοψε με απολογητικό ύφος· η λαβή της φαινόταν να έχει δυναμώσει. «Σε παρακαλώ. Δεν το εννοούσα έτσι. Ο Γκάινταλ ισχυρίζεται ότι έχω αίσθηση του χιούμορ σαν πέτρα που την πετάς σε κύκλο-σότζα». Ένα σύννεφο ταξίδεψε στο πρόσωπό της στο άκουσμα του ονόματος του Γκάινταλ, και χάθηκε. «Μου έσωσες τη ζωή, Κόρη-Διάδοχε του Άντορ. Θα φυλάξω το μυστικό σου και θα σε υπηρετήσω ως Πρόμαχος. Και θα είμαι φίλη σου, αν με αφήσεις».

«Θα είμαι περήφανη να σ’ έχω φίλη». Κύκλος-σότζα; Θα ρωτούσε κάποια άλλη φορά. Μπορεί η Μπιργκίτε να είχε δυναμώσει, αλλά χρειαζόταν ανάπαυση, όχι ερωτήσεις. «Και Πρόμαχο». Της φαινόταν ότι πράγματι θα διάλεγε το Πράσινο Άτζα· εκτός των άλλων, ήταν ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να δεσμεύσει τον Ραντ. Το όνειρο ήταν καθαρό στο μυαλό της, και σκόπευε να τον πείσει να το δεχθεί, είτε με τον έναν τρόπο είτε με τον άλλο. «Ίσως θα μπορούσες να... συγκρατήσεις λίγο... την αίσθηση του χιούμορ σου;»

«Θα προσπαθήσω». Η Μπιργκίτε το είχε πει σαν να έλεγε ότι θα προσπαθούσε να σηκώσει ένα βουνό. «Αλλά για να είμαι Πρόμαχός σου, ακόμα και στα κρυφά, πρέπει να γίνω Πρόμαχός σου. Δυοκολεύεσαι να κρατήσεις τα μάτια σου ανοιχτά. Είναι ώρα να κοιμηθείς». Τα φρύδια και το πηγούνι της Ηλαίην υψώθηκαν ταυτόχρονα, όμως η άλλη δεν της έδωσε ευκαιρία να μιλήσει. «Μεταξύ πολλών άλλων, είναι δουλειά του Πρόμαχου να λέει στην Άες Σεντάι του —της― πότε κουράζει πολύ τον εαυτό της. Κι επίσης να προσθέτει λίγη επιφυλακτικότητα, όταν εκείνη νομίζει ότι μπορεί να μπει στο Χάσμα του Χαμού. Και να προφυλάσσει τη ζωή της, για να κάνει η Άες Σεντάι αυτό που πρέπει. Θα τα κάνω όλα αυτά για σένα. Μη φοβάσαι ότι έχεις αφήσει τα νώτα σου ακάλυπτα όταν είμαι κοντά σου, Ηλαίην».

Πραγματικά χρειαζόταν ύπνο, όμως η Μπιργκίτε τον είχε ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη.. Η Ηλαίην χαμήλωσε τις λάμπες, βόλεψε την άλλη και την κοίμισε, αν και πριν η Μπιργκίτε επέμεινε να τη δει να βάζει ένα μαξιλάρι και κουβέρτες στο πάτωμα ανάμεσα στα κρεβάτια για να κοιμηθεί και η ίδια. Υπήρξε κάποια λογομαχία για το ποια θα κοιμόταν στο πάτωμα, όμως η Μπιργκίτε ήταν ακόμα αδύναμη και η Ηλαίην δεν δυσκολεύτηκε να την κάνει να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Δεν δυσκολεύτηκε πολύ. Τουλάχιστον το απαλό ροχαλητό της Νυνάβε δεν είχε διακοπεί ούτε στιγμή.

Η ίδια δεν κοιμήθηκε αμέσως, παρ’ όλο που έτσι είχε πει στην Μπιργκίτε. Η άλλη γυναίκα δεν θα μπορούσε να ξεμυτίσει από την άμαξα χωρίς ρούχα να φορέσει, και ήταν ψηλότερη από την Ηλαίην και τη Νυνάβε. Καθισμένη ανάμεσα στα κρεβάτια, η Ηλαίην άρχισε να ξηλώνει τον ποδόγυρο του σκουρόγκριζου μεταξωτού φορέματος ιππασίας της. Το πρωί δεν θα είχαν χρόνο παρά για μια γοργή δοκιμή και ράψιμο του καινούριου ποδόγυρου. Ο ύπνος την αγκάλιασε με τη δουλειά της μισοτελειωμένη.

Ξανάδε το όνειρο στο οποίο δέσμευε τον Ραντ, αρκετές φορές. Άλλοτε αυτός γονάτιζε πρόθυμα, και άλλοτε η Ηλαίην αναγκαζόταν να κάνει ό,τι είχε κάνει και με την Μπιργκίτε, φτάνοντας ακόμα και στο σημείο να τρυπώσει στην κρεβατοκάμαρά του, ενώ αυτός κοιμόταν. Τώρα συχνά μια από τις άλλες γυναίκες ήταν η Μπιργκίτε. Αυτό δεν ενοχλούσε ιδιαιτέρως την Ηλαίην. Δεν την ενοχλούσε η παρουσία της Μπιργκίτε, ή της Μιν, ή της Εγκουέν, ή της Αβιέντα, ή της Νυνάβε ανάμεσά τους, αν και δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα έλεγε ο Λαν για την τελευταία. Οι άλλες γυναίκες, όμως... Μόλις είχε διατάξει την Μπιργκίτε, που φορούσε μανδύα Προμάχου με χρώματα που άλλαζαν, να τις πιάσει απ’ τα μαλλιά και να τις πάει στα μαγειρεία για τρία χρόνια, όταν ξαφνικά οι δύο γυναίκες είχαν αρχίσει να τη γρονθοκοπούν. Ξύπνησε και βρήκε ότι η Νυνάβε πατούσε πάνω της για να φτάσει στην Μπιργκίτε και να δει αν ήταν καλά. Στα μικρά παράθυρα φαινόταν το γκρίζο φως που προμηνούσε την αυγή.

Η Μπιργκίτε ξύπνησε και ισχυρίστηκε πως ήταν γερή και δυνατή, και επίσης πέθαινε της πείνας. Η Ηλαίην δεν ήξερε αν η Νυνάβε είχε περάσει την κρίση των τύψεών της. Δεν έτριβε τα χέρια αμήχανα, δεν μιλούσε καθόλου γι’ αυτό, όμως, όταν η Ηλαίην της έπλυνε τα χέρια και το πρόσωπο και της εξήγησε για το θηριοτροφείο και το λόγο για τον οποίο έπρεπε να μείνουν κι άλλο εκεί, η Νυνάβε πήρε βιαστικά κόκκινα αχλάδια και κίτρινα μήλα, τα ξεφλούδισε και έβγαλε τους σπόρους, έκοψε τυρί σε φέτες, τα έβαλε σ’ ένα πιάτο και σέρβιρε την Μπιργκίτε, μαζί μ’ ένα κύπελλο νερωμένο κρασί με μέλι και μπαχαρικά. Θα την τάιζε μάλιστα, αν την άφηνε η Μπιργκίτε. Η Νυνάβε έλουσε η ίδια με λευκό χηνοπίπερο τα μαλλιά της Μπιργκίτε ώσπου έγιναν μελαχρινά σαν της Ηλαίην —η Ηλαίην φυσικά λούστηκε μόνη της― και της χάρισε τις καλύτερες κάλτσες και την καλύτερη πουκαμίσα της, αν κι έδειξε απογοητευμένη όταν φάνηκε ότι τα γοβάκια της Ηλαίην της ταίριαζαν καλύτερα. Στέγνωσαν με πετσέτα τα μαλλιά της Μπιργκίτε και τα έκαναν πλεξούδα, και μετά η Νυνάβε επέμεινε να τη βοηθήσει να φορέσει το γκρίζο μεταξωτό φόρεμά της —ήθελε άνοιγμα στους γοφούς και τον κόρφο, αλλά αυτό μπορούσε να περιμένει― και θέλησε μάλιστα να της ράψει η ίδια τον ποδόγυρο, ώσπου η Ηλαίην, κοιτώντας την απορημένα, την έκανε να υποχωρήσει και να πλυθεί και ίδια, μουρμουρίζοντας, καθώς ένιβε το πρόσωπό της, ότι ήξερε να ράβει μια χαρά. Όταν ήθελε.

Όταν επιτέλους βγήκαν έξω, το πρώτο χρυσό νυχάκι του ήλιου είχε ξεπροβάλει πάνω από τα δένδρα προς τα ανατολικά. Για λίγο, η μέρα φάνηκε απατηλά ευχάριστη. Δεν φαινόταν ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό, και το μεσημέρι ο αέρας θα ήταν καυτός, γεμάτος σκόνη.

Ο Θομ και ο Τζούιλιν έδεναν τα ζώα στην άμαξα, και ολόκληρη η κατασκήνωσε βούιζε από τις προετοιμασίες για την αναχώρηση. Ο Σκάλκερ ήταν ήδη σελωμένος, και η Ηλαίην σκέφτηκε ότι έπρεπε να τους πει πως σήμερα ήθελε να πάει καβάλα, προτού διεκδικούσε τη σέλα κάποιος από τους άνδρες. Ακόμα κι αν την προλάβαιναν όμως ο Θομ ή ο Τζούιλιν, δεν θα απογοητευόταν πολύ. Το απόγευμα θα υψοπερπατούσε για πρώτη φορά μπροστά σε κόσμο. Το κοστούμι που της είχε δείξει ο Λούκα την είχε κάνει να νιώσει κάποια νευρικότητα, τουλάχιστον όμως δεν γκρίνιαζε σαν τη Νυνάβε.

Ο Λούκα διέσχισε γοργά τους υπόλοιπους και τις πλησίασε, με τον κόκκινο μανδύα να ανεμίζει πίσω του, όλο φωνές, παραινέσεις και περιττές οδηγίες. «Λατέλ, ξύπνα τις παλιοαρκούδες! Τις θέλω όρθιες να μουγκρίζουν όταν θα περνάμε από τη Σαμάρα. Κλαρίν, αυτή τη φορά έχε το νου σου στα σκυλιά. Αν το σκάσει πάλι κανένα κυνηγώντας καμιά γάτα... Μπρου, προσέξτε εσύ και τα αδέλφια σου να κάνετε τα ακροβατικά σας ακριβώς μπροστά από την άμαξά μου. Θέλουμε μια εντυπωσιακή πομπή, όχι αγώνα για να δούμε ποιος κάνει τις πιο γρήγορες κωλοτούμπες! Σεράντιν, μάζεψε τα χοιράλογά σου. Θέλω ο κόσμος να μείνει με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη, όχι να το βάλει στα πόδια από το φόβο!»

Σταμάτησε στην άμαξά τους, μ’ ένα άγριο βλέμμα που απευθυνόταν εξίσου στη Νυνάβε και την Ηλαίην, με μια δόση να έχει απομείνει για την Μπιργκίτε. «Τι ευγενικό εκ μέρους σας που αποφασίσατε να έρθετε μαζί μας, κυρά Νάνα, Αρχόντισσα μου Μορέλιν. Νόμιζα ότι θα κοιμόσασταν ως το μεσημέρι». Έδειξε με το κεφάλι την Μπιργκίτε. «Κουβεντιάζουμε με κόσμο από την άλλη μεριά του ποταμού, ε; Δεν έχουμε χρόνο για επισκέπτες. Θέλω να ετοιμαστούμε και ως το μεσημέρι να έχουμε αρχίσει την παράσταση».

Η Νυνάβε στην αρχή πάγωσε από την επίθεση, στο τέλος της δεύτερης φράσης του όμως του αντιγύριζε στα ίσια τις άγριες ματιές. Όσο αμήχανη κι αν ήταν μπροστά στην Μπιργκίτε, αυτό δεν εμπόδιζε τα νεύρα της απέναντι στους άλλους. «Θα είμαστε έτοιμοι από τους πρώτους, και το ξέρεις καλά, Βάλαν Λούκα. Εκτός αυτού, μια-δυο ώρες δεν έχουν σημασία. Είναι τόσος κόσμος μαζεμένος στην άλλη όχθη του ποταμού, που, έστω κι αν έρθει ένας στους εκατό στην παράσταση σου, θα είναι περισσότεροι απ’ όσους ονειρεύτηκες ποτέ. Αν αποφασίσουμε να φάμε πρωινό με την άνεση μας, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να περιμένεις ξύνοντας τη μύτη σου. Αν μας αφήσεις πίσω, θα είναι εις βάρος σου».

Ήταν μια ωμή υπενθύμιση για τα εκατό χρυσά μάρκα που είχαν υποσχεθεί, αλλά αυτή τη φορά εκείνος δεν πτοήθηκε. «Κόσμος; Ποιος κόσμος! Τον κόσμο τον προσελκύεις, κυρά μου. Ο Τσιν Ακίμα έχει τρεις μέρες που είναι εκεί, κι έχει κάποιον που κάνει ταχυδακτυλουργικά με σπαθιά και τσεκούρια. Κι εννιά ακροβάτες. Εννιά! Μια γυναίκα, που πρώτη φορά ακούω γι’ αυτήν, έχει δύο ακροβάτισσες που κάνουν πράγματα στο τεντωμένο σχοινί, τα οποία θα έκαναν ακόμα και τους Τσαβάνα να γουρλώσουν τα μάτια. Άμα δεις το πλήθος που μαζεύεται, δεν θα το πιστέψεις. Η Σίλια Σεράνο έχει άνδρες με πρόσωπα βαμμένα όπως οι γελωτοποιοί της αυλής, που καταβρέχουν ο ένας τον άλλο με νερό και χτυπιούνται στο κεφάλι με ασκιά, και ο κόσμος πληρώνει καλά λεφτουδάκια για να τους δει!» Ξαφνικά τα μάτια του στένεψαν και εστίασαν στην Μπιργκίτε. «Μήπως θα ήθελες να βάψεις το πρόσωπό σου; Η Σίλια δεν έχει γυναίκα μεταξύ των γελωτοποιών της. Κάποιοι από τους αλογατάρηδες θα ήταν πρόθυμοι να το κάνουν. Δεν πονάει να σε βαράνε με φουσκωμένο ασκί, και θα σε πληρώσω...» Η φωνή του έσβησε, καθώς το συλλογιζόταν —όπως και η Νυνάβε, δεν του άρεσε να χαλάει λεφτά― και η Μπιργκίτε μίλησε στη σύντομη σιγή του.

«Δεν είμαι γελωτοποιός, και δεν πρόκειται να γελοιοποιηθώ. Είμαι τοξότρια».

«Τοξότρια», μουρμούρισε εκείνος, κοιτώντας την περίπλοκη λαμπερή μαύρη πλεξούδα που κρεμόταν πάνω από τον αριστερό ώμο της. «Μη μου πεις, σε λένε Μπιργκίτε. Τι είσαι; Καμία από τους βλάκες που κυνηγούν το Κέρας του Βαλίρ; Ακόμα κι αν υπάρχει αυτό το πράγμα, πόσο περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν να το βρει ένας από εσάς κι όχι κάποιος άλλος; Ήμουν στο Ίλιαν όταν έδωσαν τους όρκους των Κυνηγών, και ήταν μαζεμένοι χιλιάδες στη Μεγάλη Πλατεία του Τάμαζ. Μα, αν μιλάμε για δόξα εφικτή, τίποτα δεν επισκιάζει το χειροκρότημα του―»

«Είμαι τοξότρια, ομορφούλη μου», είπε σταθερά η Μπιργκίτε. «Βρες μου ένα τόξο, και θα νικήσω ή εσένα ή όποιον άλλο θέλεις στο σημάδι, εκατό χρυσές κορώνες προς μία». Η Ηλαίην περίμενε πως η Νυνάβε θα άφηνε καμιά κραυγή —αν η Μπιργκίτε έχανε το στοίχημα, θα το πλήρωναν αυτές· επίσης, ό,τι κι αν έλεγε η Μπιργκίτε, η Ηλαίην πίστευε ότι ακόμα δεν είχε αναρρώσει πλήρως― αλλά το μόνο που έκανε η Νυνάβε ήταν να κλείσει για μια στιγμή τα μάτια και να πάρει μια βαθιά, αργή ανάσα.

«Γυναίκες!» μούγκρισε ο Λούκα. Ο Θομ και ο Τζούιλιν έδειξαν να συμφωνούν, κακώς βέβαια. «Μια χαρά θα ταιριάξεις με την Αρχόντισσα Μορέλιν και τη Νάνα, όποια τέλος πάντων είναι τα ονόματά τους». Έκανε μια πλατιά χειρονομία με τον μανδύα προς το σούσουρο πιο πέρα, με τους άνδρες και τα άλογα. «Μπορεί να έχει ξεφύγει από το αετίσιο μάτι σου, Μπιργκίτε, αλλά έχω μια παράσταση να κουμαντάρω, και οι ανταγωνιστές μου ήδη ξαλαφρώνουν τους Σαμαρανούς από τα κέρματα τους σαν κοινοί πορτοφολάδες».

Η Μπιργκίτε χαμογέλασε μ’ ένα απαλό κύρτωμα των χειλιών. «Φοβάσαι, ομορφούλη; Μπορούμε να το κάνουμε ασημένια πέννα για σένα».

Η Ηλαίην, βλέποντας το χρώμα που απλώθηκε στο πρόσωπό του, φαντάστηκε ότι ο Λούκα θα πάθαινε αποπληξία. Ξαφνικά, ο λαιμός του φάνηκε να μη χωρά στο γιακά. «Θα φέρω το τόξο μου», είπε αυτός, σχεδόν απειλητικά. «Για να ξεπληρώσεις τα εκατό μάρκα, ή θα δουλέψεις με το πρόσωπο μπογιατισμένο ή θα καθαρίζεις τα κλουβιά. Εμένα το ίδιο μου κάνει!»

«Σίγουρα νιώθεις καλά;» ρώτησε η Ηλαίην την Μπιργκίτε, ενώ ο Βάλαν απομακρυνόταν μουρμουρίζοντας. Η μόνη λέξη που διακρινόταν ήταν «γυναίκες!» Η Νυνάβε κοίταζε τη γυναίκα με την πλεξούδα σαν να ήθελε να άνοιγε η γη να την καταπιεί· την ίδια, όχι την Μπιργκίτε. Για κάποιο λόγο, μερικοί αλογατάρηδες είχαν μαζευτεί γύρω από τον Θομ και τον Τζούιλιν.

«Έχει ωραία πόδια», είπε η Μπιργκίτε, «αλλά ποτέ δεν μου άρεσαν οι ψηλοί. Όταν έχουν ωραίο προσωπάκι, είναι πάντα ανυπόφοροι».

Ο Πέτρα είχε έρθει κι αυτός στην παρέα των ανδρών, διπλός στο φάρδος από τους υπόλοιπους. Κάτι είπε και ύστερα έδωσαν τα χέρια με τον Θομ. Εκεί ήταν επίσης και οι Τσαβάνα. Και η Λατέλ, που μιλούσε με έξαψη με τον Θομ, ενώ ταυτοχρόνως έριχνε σκοτεινές ματιές στη Νυνάβε και τις δύο γυναίκες δίπλα της. Όταν επέστρεψε ο Λούκα μ’ ένα τόξο δίχως χορδή και μια φαρέτρα γεμάτη βέλη, όλοι είχαν πια εγκαταλείψει τις προετοιμασίες. Οι άμαξες και τα άλογα και τα κλουβιά —ακόμα και τα δεμένα χοιράλογα― στεκόταν παρατημένα και όλοι είχαν μαζευτεί γύρω από τον Θομ και το ληστοκυνηγό. Ακολούθησαν τον Λούκα, που προχωρούσε λίγο παραπέρα από την κατασκήνωση.

«Λένε ότι είμαι καλός στο σημάδι», είπε, σκαλίζοντας ένα λευκό σταυρό στον κορμό μιας ψηλής βελανιδιάς, στο ύψος του στήθους του. Είχε ξαναβρεί μέρος της ζωντάνιας του και προχωρούσε καμαρωτά, καθώς μετρούσε πενήντα βήματα. «Θα ρίξω πρώτος, για να δεις τι αντιμετωπίζεις».

Η Μπιργκίτε τού πήρε το τόξο από το χέρι και προχώρησε άλλα πενήντα βήματα, ενώ ο άλλος τη χάζευε. Αυτή κούνησε το κεφάλι βλέποντας το τόξο, αλλά το στήριξε στο γοβάκι της και πέρασε τη χορδή με μια αβίαστη κίνηση προτού τη φτάσουν ο Λούκα και η Ηλαίην και η Νυνάβε. Η Μπιργκίτε έβγαλε ένα βέλος από τη φαρέτρα που κρατούσε ο Λούκα, το εξέτασε για μια στιγμή, και μετά το πέταξε στην άκρη σαν να ήταν σκουπίδι. Ο Λούκα έσμιξε τα φρύδια και άνοιξε το στόμα, αλλά εκείνη ήδη απέρριπτε και δεύτερο βέλος. Άλλα τρία έπεσαν στο σκεπασμένο από φύλλα έδαφος, και μετά η Μπιργκίτε βρήκε ένα που το κάρφωσε στο χώμα πλάι της. Από τα είκοσι ένα, κράτησε μόνο τα τέσσερα.

«Θα τα καταφέρει», ψιθύρισε η Ηλαίην, προσπαθώντας να δείξει σιγουριά. Η Νυνάβε ένευσε απαισιόδοξα· αν αναγκάζονταν να πληρώσουν εκατό χρυσές κορώνες, σε λίγο θα πουλούσαν τα κοσμήματα που τους είχε δώσει η Αμάθιρα. Όσο για τα πληρεξούσια, ήταν ουσιαστικά άχρηστα, όπως είχε εξηγήσει στη Νυνάβε· αν τα χρησιμοποιούσαν, θα ήταν σαν να έλεγαν στην Ελάιντα πού βρίσκονταν. Αν είχα μιλήσει εγκαίρως, θα το είχα προλάβει. Ως Πρόμαχός μου, πρέπει να κάνει ό,τι λέω. Έτσι δεν είναι; Από τις ως τώρα ενδείξεις πάντως, η πειθαρχία δεν φαινόταν να είναι αναπόσπαστο τμήμα του δεσμού. Μήπως εκείνες οι Άες Σεντάι, τις οποίες είχε δει κρυφά, είχαν βάλει τους άνδρες να δώσουν όρκο; Τώρα που το σκεφτόταν, αυτό είχε κάνει ένας από εκείνους τους άνδρες.

Η Μπιργκίτε πέρασε ένα βέλος στη χορδή, ύψωσε το τόξο και το άφησε, φαινομενικά χωρίς να κάνει παύση για να σημαδέψει. Η Ηλαίην μόρφασε, αλλά η ατσάλινη αιχμή καρφώθηκε στο κέντρο του σκαλισμένου λευκού σταυρού. Προτού το πρώτο βέλος σταματήσει να τρέμει, το δεύτερο είχε καρφωθεί δίπλα του, αγγίζοντάς το. Η Μπιργκίτε τότε έκανε παύση για μια στιγμή, αλλά μόνο για να αφήσει τα πρώτα δύο βέλη να ακινητοποιηθούν. Οι παρατηρητές άφησαν μια κοφτή κραυγούλα όταν το τρίτο βέλος έσχισε το πρώτο, όμως αυτό δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με την απόλυτη σιωπή που έπεσε όταν το τελευταίο βέλος έσχισε το άλλο πάλι στο κέντρο του. Η μια φορά μπορεί να οφειλόταν στην τύχη. Η δεύτερη...

Ο Λούκα κοίταζε τόσο γουρλωμένος, που τα μάτια του έμοιαζαν έτοιμα να πέσουν από το κεφάλι του. Με το στόμα να χάσκει, κοίταξε το δένδρο, ύστερα την Μπιργκίτε, το δένδρο, κι ύστερα πάλι την Μπιργκίτε. Εκείνη του έδωσε το τόξο κι αυτός κούνησε αδύναμα το κεφάλι.

Ξαφνικά, ο Λούκα πέταξε την φαρέτρα στην άκρη, απλώνοντας τα χέρια διάπλατα με μια χαρούμενη κραυγή. «Όχι μαχαίρια! Βέλη! Από εκατό βήματα!»

Η Νυνάβε έγειρε στην Ηλαίην, καθώς ο άλλος εξηγούσε τι ήθελε, αλλά δεν έβγαλε άχνα διαμαρτυρίας. Ο Θομ και ο Τζούιλιν μάζευαν χρήματα· οι πιο πολλοί έδιναν τα νομίσματά τους μ’ έναν αναστεναγμό ή με γέλια, όμως ο Τζούιλιν χρειάστηκε να αρπάξει τη Λατέλ από το μπράτσο, καθώς εκείνη έκανε να το σκάσει, και της είπε μερικά θυμωμένα λόγια, προτού βάλει το χέρι της για να πάρει μερικά νομίσματα από το πουγκί της. Να τι σκάρωναν λοιπόν πριν. Θα έπρεπε να τους μιλήσει αυστηρά. Αργότερα όμως. «Νάνα, δεν είσαι υποχρεωμένη να το κάνεις». Η άλλη απλώς κοίταζε την Μπιργκίτε, μ’ ένα δυστυχισμένο βλέμμα.

«Το στοίχημα μας;» είπε η Μπιργκίτε όταν ο Λούκα λαχάνιασε από τα πολλά λόγια. Εκείνος έκανε μια γκριμάτσα και μετά ψάρεψε αργά ένα νόμισμα από το πουγκί του και της το πέταξε. Η Ηλαίην έπιασε το αστραφτοβόλημα του χρυσαφιού στον ήλιο, καθώς η Μπιργκίτε το εξέταζε και μετά το ξαναπετούσε πίσω. «Το στοίχημα ήταν ότι θα έχανες μια ασημένια πέννα».

Τα μάτια του Λούκα πλάτυναν από κατάπληξη, όμως αμέσως γέλασε και της ζούληξε το χρυσό νόμισμα στο χέρι. «Αξίζεις και το τελευταίο χάλκινο. Τι λες; Η ίδια η Βασίλισσα της Γκεάλνταν θα μπορούσε να έρθει για να δει παράσταση σαν τη δική σου. Η Μπιργκίτε και τα βέλη της. Θα τα βάψουμε ασημένια, και το τόξο!»

Η Ηλαίην όλο απελπισία παρακαλούσε να την κοίταζε η Μπιργκίτε. Θα ήταν σαν να έβαζαν ταμπέλα για να τις βρει η Μογκέντιεν, αν έκαναν αυτό που πρότεινε ο Λούκα.

Όμως η Μπιργκίτε απλώς έπαιξε το νόμισμα στο χέρι, χαμογελώντας πλατιά. «Το χρώμα θα χαλάσει ένα τόξο που είναι ήδη για κλάματα», είπε τελικά. «Και λέγε με Μέριον· έτσι με φώναζαν κάποτε». Γέρνοντας στο τόξο, χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά. «Θα μπορούσα να φορέσω κι εγώ κόκκινο φόρεμα;»

Η Ηλαίην άφησε ένα στεναγμό μεγάλης ανακούφισης. Η Νυνάβε έμοιαζε έτοιμη να αδειάσει το στομάχι της.

Загрузка...