Κουρνιασμένη στο πίσω μέρος του κάρου που αναπηδούσε, η Νυνάβε με το ένα χέρι πιανόταν η ίδια και με το άλλο έπιανε το ψάθινο καπέλο της, καθώς κοίταζε τη λυσσασμένη αμμοθύελλα που χανόταν πίσω τους στο βάθος. Ο πλατύς γύρος σκίαζε το πρόσωπό της στη ζέστη του πρωινού, όμως, καθώς το κάρο έτρεχε αγκομαχώντας, δημιουργούσε αέρα, που απειλούσε να της πάρει το καπέλο από το κεφάλι, παρ’ όλο που το είχε δέσει με μια πορφυρή μαντήλα από το σαγόνι της. Από δίπλα τους περνούσαν τα λιβάδια με τους χαμηλούς λόφους και κάποιο σύδενδρο πού και πού, με γρασίδι μαραμένο και λεπτό στην κάψα του καλοκαιριού που τελείωνε· το χώμα που σήκωναν οι τροχοί του κάρου την εμπόδιζε μερικές φορές να βλέπει κι επίσης της έφερνε βήχα. Τα λευκά σύννεφα στον ουρανό έλεγαν ψέματα. Είχε να βρέξει από προτού ακόμα φύγουν από το Τάντσικο, βδομάδες τώρα, και είχε περάσει καιρός που ο πλατύς δρόμος δεν είχε την κυκλοφορία των αμαξών, οι οποίες κάποτε πατούσαν και σκλήραιναν το χώμα.
Ευτυχώς, κανένας δεν φαινόταν να πλησιάζει από τα λιβάδια, που έμοιαζαν να σχηματίζουν ένα συμπαγή καφέ τοίχο. Η Νυνάβε δεν μπορούσε πια να νιώσει θυμό για τους ληστές που προσπαθούσαν να τις σταματήσουν, καθώς δραπέτευαν από την τρέλα της Τάραμπον, και δεν μπορούσε να νιώσει τη Μία Δύναμη, πόσο μάλλον να διαβιβάσει, όταν δεν ήταν θυμωμένη. Ακόμα και μέσα στο θυμό της, είχε νιώσει έκπληξη που είχε μπορέσει να σηκώσει τέτοια θύελλα· όταν η θύελλα είχε απλωθεί για τα καλά, γεμάτη από την οργή της Νυνάβε, έμοιαζε να έχει δική της ζωή. Η Ηλαίην είχε ξαφνιαστεί με το μέγεθός της, αν κι ευτυχώς δεν το είχε πει στον Θομ και τον Τζούιλιν. Αλλά, ακόμα κι αν αυξανόταν η δύναμη της Νυνάβε —οι δασκάλες της στον Πύργο έλεγαν ότι έτσι θα γινόταν, και καμία τους δεν ήταν αρκετά δυνατή για να νικήσει μια Αποδιωγμένη, όπως είχε κάνει η Νυνάβε― πάλι είχε αυτόν τον περιορισμό. Αν εμφανιζόταν κανένας ληστής, η Ηλαίην θα έπρεπε να τον αντιμετωπίσει μόνη της, και η Νυνάβε δεν ήθελε να συμβεί κάτι τέτοιο. Ο πρότερος θυμός της είχε χαθεί, αλλά μέσα της έβραζε και θα ήταν έτοιμη για άλλο ένα ξέσπασμα.
Σκαρφαλώνοντας αδέξια πάνω από το μουσαμά που σκέπαζε τα βαρέλια, έκανε να πιάσει ένα από τα νεροβάρελα που ήταν στερεωμένα στα πλαϊνά του κάρου, μαζί με τα κιβώτια που περιείχαν τα πράγματα και τα εφόδιά τους. Αμέσως το καπέλο της βρέθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και μόνο η μαντήλα το συγκρατούσε. Τα δάχτυλά της μόλις που έφταναν να αγγίξουν το καπάκι του βαρελιού. Για να το φτάσει, θα έπρεπε να αφήσει το σκοινί που κρατούσε με το άλλο χέρι, κι έτσι που τρανταζόταν το κάρο, μάλλον θα έπεφτε κάτω με τα μούτρα.
Ο Τζούιλιν Σάνταρ, καβάλα σ’ ένα κοκαλιάρικο καφέ μουνούχι —είχε δώσει στο ζώο το απίθανο όνομα Σκάλκερ, Κλεφτοπερπατητής— πλησίασε το κάρο και της έδωσε ένα από τα δερμάτινα παγούρια που είχε στη σέλα του. Εκείνη ήπιε με ευγνωμοσύνη, αν και δίχως χάρη. Κρεμασμένη όπως ήταν σαν τσαμπί σταφύλια σε ανεμοδαρμένο κλήμα, το μισό νερό το έχυσε όχι στο λαρύγγι της αλλά στο καλό γκρίζο φόρεμά της.
Ήταν ένδυμα κατάλληλο για έμπορο, με ψηλό γιακά, καλοραμμένο από καλό ύφασμα, αλλά απλό. Η καρφίτσα στο στήθος της, ένας μικρός κύκλος από σκούρο πυρίτιο σε χρυσό φόντο, ίσως έπεφτε βαριά για μια απλή εμπόρισσα, όμως ήταν δώρο της Πανάρχουσας στο Τάραμπον, μαζί με άλλα κοσμήματα, πολύ πιο πλούσια, που ήταν κρυμμένα στο ντουλάπι κάτω από το κάθισμα του αμαξά. Το φορούσε για να μην ξεχνά ότι μερικές φορές ακόμα και οι γυναίκες που κάθονταν σε θρόνους ήθελαν ένα γερό μπερτάκι. Τώρα που είχε ξεμπλέξει από την Αμάθιρα, η Νυνάβε αντιμετώπιζε με κάπως μεγαλύτερη κατανόηση τον τρόπο με τον οποίον ο Πύργος χειραγωγούσε βασιλιάδες και βασίλισσες.
Υποπτευόταν ότι τα δώρα της Αμάθιρα χρησίμευαν ως δωροδοκία για να φύγουν από το Τάντσικο. Ήταν διατεθειμένη να τους αγοράσει πλοίο για να φύγουν μια ώρα αρχύτερα, αλλά κανένας δεν είχε πλοίο για πούλημα. Τα λίγα σκάφη που είχαν μείνει στο Λιμένα του Τάντσικο και ήταν κατάλληλα για κάτι παραπάνω από παράκτια ταξίδια, ξεχείλιζαν από πρόσφυγες. Εκτός αυτού, το πλοίο θα ήταν η πιο προφανής και ταχύτερη οδός διαφυγής και το Μαύρο Άτζα ίσως έψαχνε για τη Νυνάβε και την Ηλαίην, ύστερα απ’ αυτά που είχαν συμβεί. Τις είχαν στείλει να κυνηγήσουν Άες Σεντάι που ήταν Σκοτεινόφιλες, όχι να πέσουν σε ενέδρα απ’ αυτές. Αυτός ήταν ο λόγος για το κάρο και το μακρύ ταξίδι σε μια χώρα που τη ρήμαζε ο εμφύλιος πόλεμος και η αναρχία. Η Νυνάβε σχεδόν μετάνιωνε που είχαν αποφύγει τα πλοία. Όχι ότι θα το παραδεχόταν στους άλλους.
Όταν έκανε να επιστρέψει το παγούρι στον Τζούιλιν, εκείνος ένευσε πως δεν το ήθελε. Σκληρός άνθρωπος, έμοιαζε να είναι σκαλισμένος σε σκούρο ξύλο, αλλά δεν ένιωθε άνετα πάνω σε άλογο. Της φαινόταν αστείος· όχι μόνο για την ολοφάνερη έλλειψη άνεσης, αλλά και για το χαζό κόκκινο Ταραμπονέζικο καπέλο που είχε αρχίσει να φορά πάνω από τα ίσια, μελαχρινά μαλλιά του, ένα κωνικό κατασκεύασμα δίχως γείσο, ψηλό, με επίπεδη κορυφή. Δεν ταίριαζε καθόλου με το σκούρο Δακρυνό σακάκι του, το οποίο ήταν στενό στη μέση και ύστερα άνοιγε και πλάταινε. Κατά τη γνώμη της, το καπέλο εκείνο δεν ταίριαζε με κανένα ρούχο. Ήταν σαν να φορούσε τούρτα στο κεφάλι του.
Προχώρησε αδέξια μπροστά, με το παγούρι στο χέρι και το καπέλο να πεταρίζει, και, πηγαίνοντας, καταριόταν τον Δακρυνό ληστοκυνηγό —Μη τον λες κλεφτοκυνηγό, δεν του αρέσει!― και τον Θομ Μέριλιν —Ο φαντασμένος ο βάρδος!― και την Ηλαίην του Οίκου Τράκαντ, Κόρη-Διάδοχο του Άντορ, που ήθελε κι αυτή ένα γερό χέρι ξύλο!
Ήθελε να μπει στο ξύλινο κάθισμα του αμαξά ανάμεσα στον Θομ και την Ηλαίην, όμως το χρυσόμαλλο κορίτσι καθόταν κολλητά πάνω στον βάρδο, με το ψάθινο καπέλο να της κρέμεται στην πλάτη, και κρατιόταν γερά από το μπράτσο του γερο-ανόητου με το άσπρο μουστάκι, σαν να φοβόταν μήπως πέσει. Η Νυνάβε, σφίγγοντας τα χείλη, αναγκάστηκε να συμβιβαστεί και να καθίσει από την άλλη μεριά της Ηλαίην. Χαιρόταν που είχε χτενίσει ξανά τα μαλλιά της πλεξούδα όπως έπρεπε, μια πλεξούδα χοντρή σαν τον καρπό της, η οποία έφτανε ως τη μέση της· μπορούσε να τραβήξει την πλεξούδα της αντί για το αυτί της Ηλαίην. Η κοπέλα συνήθως έδειχνε μυαλωμένη, αλλά κάτι στο Τάντσικο φαινόταν να της έχει πάρει το μυαλό.
«Δεν μας ακολουθούν πια», ανακοίνωσε η Νυνάβε, φορώντας κανονικά το καπέλο της. «Κόψε ταχύτητα, Θομ». Θα μπορούσε να το είχε φωνάξει από πίσω, για να μη χρειαστεί να σκαρφαλώσει στα βαρέλια, όμως την είχε εμποδίσει η ιδέα ότι θα τρανταζόταν στο χοροπηδητό του κάρου, φωνάζοντάς τους να κάνουν πιο σιγά. Δεν της άρεσε να γελοιοποιείται, και δεν της άρεσε καθόλου να τη βλέπουν οι άλλοι σε γελοία στάση. «Φόρα το καπέλο σου», είπε στην Ηλαίην. «Το ανοιχτόχρωμο δέρμα σου δεν θα αντέξει για πολύ αυτόν τον ήλιο».
Όπως σχεδόν το περίμενε, η κοπέλα αγνόησε τη φιλική συμβουλή της. «Οδηγείς υπέροχα», είπε μαγεμένη η Ηλαίην, καθώς ο Θομ τραβούσε τα γκέμια, κάνοντας τα τέσσερα άλογα να συνεχίσουν με πιο ήρεμο ρυθμό. «Έχεις κάθε στιγμή τον έλεγχο».
Ο ψηλός, νευρώδης άνδρας την κοίταξε και τα φουντωτά λευκά φρύδια του συσπάστηκαν, όμως το μόνο που είπε ήταν, «Κοίτα τον κόσμο που μας περιμένει μπροστά, παιδί μου». Τελικά μπορεί να μην ήταν και τόσο ανόητος.
Η Νυνάβε γύρισε να κοιτάξει και είδε τη φάλαγγα των εφίππων με τους χιονόλευκους μανδύες να πλησιάζει από το επόμενο ύψωμα, περίπου πενήντα άνδρες με στιλβωμένη πλεχτή πανοπλία και αστραφτερά κωνικά κράνη, οι οποίοι συνόδευαν περίπου πενήντα βαρυφορτωμένες άμαξες. Τέκνα του Φωτός. Ξαφνικά ένιωσε έντονα το δερμάτινο κορδόνι που αγκάλιαζε το λαιμό της μέσα στο φόρεμά της, και τα δύο δαχτυλίδια που κρέμονταν ανάμεσα στα στήθη της. Το βαρύτιμο χρυσό σφραγιδοφόρο δαχτυλίδι του Λαν, το δαχτυλίδι των Βασιλέων της χαμένης Μαλκίρ, δεν θα σήμαινε τίποτα για τους Λευκομανδίτες, αν όμως έβλεπαν το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό...
Ανόητη! Δεν θα το δουν, εκτός αν θελήσεις να γδυθείς!
Γοργά, κοίταξε εξεταστικά τους συντρόφους της. Η Ηλαίην ήταν πανέμορφη κι αυτό δεν άλλαζε, και τώρα που είχε παρατήσει τον Θομ και ξανάδενε την πράσινη μαντήλα, η οποία συγκρατούσε το καπέλο της, η εμφάνιση της έμοιαζε περισσότερο κατάλληλη για αίθουσα θρόνου παρά για κάρο εμπόρου, αλλά, αν εξαιρούσες το μπλε χρώμα του, το φόρεμά της δεν διέφερε σε τίποτα από το φόρεμα της Νυνάβε. Δεν φορούσε κοσμήματα· είχε θεωρήσει τα δώρα της Αμάθιρα “μπιχλιμπίδια”. Θα περνούσε απαρατήρητη· πενήντα φορές είχε περάσει απαρατήρητη μετά το Τάντσικο. Αν και μετά βίας. Μόνο που αυτή ήταν η πρώτη φορά που αντάμωναν Λευκομανδίτες. Ο Θομ, που φορούσε γερά καφέ μάλλινα ρούχα, έμοιαζε με τους συνηθισμένους ταλαιπωρημένους ασπρομάλληδες αμαξάδες. Και ο Τζούιλιν ήταν ο Τζούιλιν. Ήξερε πώς να φερθεί, αν και η έκφρασή του έδειχνε ότι, αντί να είναι στο άλογο, θα προτιμούσε να πατά γερά στα πόδια του, κάτω στο έδαφος, με το ραβδί ή με τον σπαθοσπάστη, που είχε περασμένο στη ζώνη του, στο χέρι.
Ο Θομ πλησίασε το κάρο στη μια άκρη του δρόμου και σταμάτησε, καθώς αρκετοί Λευκομανδίτες ξέκοβαν από την κεφαλή της φάλαγγας. Η Νυνάβε πήρε ένα χαμόγελο που τους καλωσόριζε. Ευχήθηκε να μην χρειάζονταν κι άλλο κάρο.
«Το Φως να σε φωτίζει, Ταξίαρχε», είπε στον άνδρα με το στενό πρόσωπο, ο οποίος ήταν προφανώς ο αρχηγός τους, ο μόνος που δεν έφερε λόγχη με ατσάλινη αιχμή. Δεν είχε ιδέα τι βαθμό έδειχναν οι δύο χρυσοί κόμποι στο στήθος του μανδύα του, ακριβώς κάτω από τον πλατύ ακτινωτό ήλιο που φορούσαν όλοι τους, αλλά η εμπειρία της έλεγε ότι οι άνδρες δέχονταν κάθε κολακεία. «Χαρά μας που σας βλέπουμε. Κλέφτες πήγαν να μας ληστέψουν πριν από λίγα μίλια, αλλά, σαν από θαύμα μάς έπιασε αμμοθύελλα. Μόλις που προλάβαμε να γλιτ―»
«Είστε έμποροι; Ελάχιστοι έμποροι έχουν έρθει από το Ταρ Βάλον τον τελευταίο καιρό». Η φωνή του άνδρα ήταν τραχιά σαν το πρόσωπό του, που έμοιαζε σαν να του είχαν ρουφήξει όλη τη χαρά προτού αφήσει την παιδική κούνια του. Τα σκοτεινά, βαθιά μάτια του ήταν γεμάτα καχυποψία· η Νυνάβε δεν αμφέβαλλε ότι αυτή η έκφραση ήταν μόνιμη. «Πού πάτε και τι μεταφέρετε;»
«Μεταφέρω μπογιές, Ταξίαρχε». Πάσχισε να διατηρήσει το χαμόγελό της μπροστά στο αταλάντευτο βλέμμα του· ένιωσε ανακούφιση όταν τα μάτια του γύρισαν για μια στιγμή στους άλλους. Ο Θομ είχε πάρει μια πετυχημένη έκφραση ανίας, σαν απλός αμαξάς που θα πληρωνόταν, είτε προχωρούσε είτε στεκόταν, και ο Τζούιλιν, παρ’ όλο που δεν είχε κατεβάσει το γελοίο καπέλο του, όπως θα είχε κάνει σε άλλη περίπτωση, τουλάχιστον έδειχνε ένα ήπιο ενδιαφέρον, σαν πληρωμένος βοηθός που δεν είχε να κρύψει τίποτα. Όταν το βλέμμα του Λευκομανδίτη έπεσε στην Ηλαίην, η Νυνάβε την ένιωσε να μουδιάζει, και συνέχισε να μιλά βιαστικά. «Ταραμπονέζικες μπογιές. Οι καλύτερες στον κόσμο. Θα βγάλω καλά λεφτά όταν τις πουλήσω στο Άντορ».
Μ’ ένα σινιάλο του Ταξίαρχου —όποιος κι αν ήταν ο βαθμός του τέλος πάντων― ένας Λευκομανδίτης ζύγωσε με το άλογο το πίσω μέρος του κάρου. Έκοψε ένα σκοινί με το εγχειρίδιό του, παραμέρισε λίγο το μουσαμά για να ξεσκεπάσει τρία-τέσσερα βαρέλια. «Η σφραγίδα γράφει “Τάντσικο”, Υπολοχαγέ. Αυτό εδώ λέει “πορφυρό”. Θέλεις να σπάσω μερικά;»
Η Νυνάβε ευχήθηκε να ερμήνευε με τον σωστό τρόπο ο Λευκομανδίτης αξιωματικός την ανησυχία του προσώπου της. Και χωρίς να κοιτάζει την Ηλαίην, την ένιωθε που ήθελε να επιτιμήσει τον στρατιώτη για τους τρόπους του, όμως οι πραγματικοί έμποροι θα νοιάζονταν μήπως εκτίθονταν οι μπογιές τους στα στοιχεία της φύσης. «Αν μου δείξεις ποια θέλεις να ανοίξεις, Ταξίαρχε, μετά χαράς θα τα ανοίξω εγώ η ίδια». Ο άλλος δεν ανταποκρίθηκε καθόλου, είτε στην κολακεία είτε στην προσφορά συνεργασίας. «Τα βαρέλια σφραγίζονται για να μην μπαίνει σκόνη και νερό, ξέρεις. Αν σπάσει το βαγένι, τότε δεν θα μπορέσω να το ξανακλείσω με κερί».
Η υπόλοιπη φάλαγγα τους έφτασε και άρχισε να τους προσπερνά μέσα σε σύννεφο σκόνης· οι αμαξάδες ήταν απλοί άνθρωποι με προχειροφτιαγμένα ρούχα, όμως οι στρατιώτες ίππευαν με το κορμί στητό και με τις ατσάλινες αιχμές των λογχών τους γερμένες ακριβώς στην ίδια γωνία. Ακόμα και με τα πρόσωπα ιδρωμένα και κατασκονισμένα, έδειχναν σκληράδα. Μόνο οι αμαξάδες κοίταξαν τη Νυνάβε και τη συντροφιά της.
Ο Λευκομανδίτης Υπολοχαγός σκούπισε τη σκόνη από το πρόσωπό του με το γαντοφορεμένο χέρι του και ύστερα έκανε νόημα στον άλλο να φύγει από το κάρο. Το βλέμμα του δεν είχε αφήσει ούτε στιγμή τη Νυνάβε. «Από το Τάντσικο έρχεστε;»
Η Νυνάβε ένευσε, προσωποποίηση της συνεργασίας και της ειλικρίνειας. «Μάλιστα, Ταξίαρχε. Απ’ το Τάντσικο».
«Τι νέα φέρνετε από την πόλη; Ακούγονται φήμες».
«Φήμες, Ταξίαρχε; Όταν φύγαμε, η τάξη είχε καταλυθεί σχεδόν τελείως. Η πόλη ήταν γεμάτη πρόσφυγες και η ύπαιθρος ληστές και επιδρομείς. Το εμπόριο είναι σχεδόν νεκρό». Ήταν η αλήθεια, απλά και καθαρά. «Γι’ αυτό τα χρώματα θα πιάσουν ιδιαίτερα καλές τιμές. Νομίζω θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να διατεθούν ξανά Ταραμπονέζικες μπογιές».
«Δεν με νοιάζουν οι πρόσφυγες, το εμπόριο και οι μπογιές, εμπόρισσα», είπε χωρίς έκφραση στη φωνή του ο αξιωματικός. «Ήταν ακόμα στο θρόνο ο Άντρικ;»
«Ναι, Ταξίαρχε». Προφανώς οι φήμες έλεγαν ότι κάποιος είχε καταλάβει την πόλη και είχε εκθρονίσει τον Βασιλιά, ίσως να είχε γίνει αυτό. Αλλά ποιος ― ήταν άραγε κάποιος από τους εξεγερθέντες άρχοντες που πολεμούσαν όχι μόνο τον Άντρικ αλλά κι ο ένας τον άλλο, ή μήπως οι Δρακορκισμένοι που είχαν ορκιστεί πίστη στον Αναγεννημένο Δράκοντα χωρίς καν να τον έχουν δει; «Ο Άντρικ ήταν ακόμα Βασιλιάς και η Αμάθιρα ακόμα Πανάρχουσα, όταν φύγαμε».
Τα μάτια του έδειχναν ότι εκείνη μπορεί να έλεγε ψέματα. «Λένε ότι είχαν αναμιχθεί μάγισσες της Ταρ Βάλον. Μήπως είδατε ή ακούσατε τίποτα για Άες Σεντάι;»
«Όχι, Ταξίαρχε», έσπευσε να του πει. Ένιωθε καυτό στο δέρμα της το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό. Πενήντα Λευκομανδίτες, κει δίπλα τους. Αυτή τη φορά μια αμμοθύελλα δεν θα βοηθούσε σε τίποτα, κι επίσης, παρ’ όλο που προσπαθούσε να το αρνηθεί, ένιωθε φόβο μάλλον παρά θυμό. «Οι απλοί έμποροι δεν έχουν πάρε-δώσε με αυτόν τον κόσμο». Εκείνος ένευσε και η Νυνάβε ρίσκαρε να του κάνει μια ερώτηση. Κάτι, οτιδήποτε, για να αλλάξει θέμα. «Αν έχεις την καλοσύνη, Ταξίαρχε, έχουμε μπει στην Αμαδισία ή έχουμε ακόμα δρόμο;»
«Τα σύνορα είναι πέντε μίλια προς τα ανατολικά», την πληροφόρησε. «Προς το παρόν. Το πρώτο χωριό που θα βρείτε είναι το Μαρντέσιν. Να υπακούτε στους νόμους και δεν θα πάθετε τίποτα. Υπάρχει εκεί φυλάκιο των Τέκνων». Από τον τρόπο που το είπε, μοναδικό μέλημα της φρουράς εκεί θα ήταν αν η Νυνάβε και οι άλλοι τηρούσαν τους νόμους.
«Ήρθατε να αλλάξετε τα σύνορα;» ρώτησε η Ηλαίην έξαφνα, ψυχρά. Της Νυνάβε της ήρθε να την καρυδώσει.
Το βαθύ, καχύποπτο βλέμμα στράφηκε στην Ηλαίην και η Νυνάβε είπε βιαστικά, «Συγχώρεσέ την, Άρχοντα Ταξίαρχέ μου. Είναι το κορίτσι της μεγάλης της αδελφής μου. Νομίζει ότι έπρεπε να γεννηθεί αρχόντισσα, και όλο έχει το νου της στα αγόρια. Γι’ αυτό μου την έστειλε η μάνα της». Η αγανακτισμένη κραυγούλα της Ηλαίην ήταν τέλεια. Επίσης, ήταν μάλλον αληθινή. Ίσως δεν έπρεπε να έχει πει εκείνη την κουβέντα περί αγοριών, αλλά ταίριαζε.
Ο Λευκομανδίτης τις κοίταξε μια στιγμή ακόμα και μετά είπε, «Ο Άρχοντας Διοικητής στέλνει τρόφιμα στην πόλη. Αλλιώς, τα αποβράσματα του Τάραμπον θα περνούσαν τα σύνορα και θα έκλεβαν για να φάνε. Πορευθείτε εν τω Φωτί», πρόσθεσε, προτού στρίψει το άλογό του για να ξαναγυρίσει στην κεφαλή της φάλαγγας. Δεν ήταν ούτε προτροπή ούτε ευλογία.
Ο Θομ ξεκίνησε το κάρο μόλις έφυγε ο αξιωματικός, όμως όλοι ήταν βουβοί, με εξαίρεση κάποια βηξίματα, μέχρι που άφησαν πολύ πίσω και τον τελευταίο στρατιώτη και απομακρύνθηκαν από τη σκόνη των αμαξών.
Η Νυνάβε ήπιε λίγο νερό, για να βρέξει το λαρύγγι της, κι έδωσε το παγούρι στην Ηλαίην. «Τι σου ήρθε πριν;» ζήτησε να μάθει. «Δεν είμαστε στην αίθουσα του θρόνου της μητέρας σου, και, εν πάση περιπτώσει, ούτε η μητέρα σου θα το ανεχόταν!»
Η Ηλαίην άδειασε το παγούρι προτού καταδεχθεί να απαντήσει. «Σερνόσουν δουλικά, Νυνάβε». Μίλησε με ψιλή φωνή, με τόνο κοροϊδευτικής ταπεινοφροσύνης. «Είμαι καλή και υπάκουη, Ταξίαρχε. Μπορώ να σου φιλήσω τις μπότες, Ταξίαρχε;»
«Θέλουμε να περάσουμε για έμποροι, όχι για βασίλισσες μεταμφιεσμένες!»
«Οι έμποροι δεν χρειάζεται να είναι γλείφτες! Είσαι τυχερή που δεν σκέφτηκε ότι πάμε να κρύψουμε κάτι, έτσι δουλικά που φερόσουν!»
«Οι έμποροι δεν κοιτάνε αφ’ υψηλού πενήντα Λευκομανδίτες με λόγχες! Ή μήπως φαντάστηκες ότι μπορούσαμε να τους κατατροπώσουμε όλους με τη Δύναμη, αν χρειαζόταν;»
«Γιατί του είπες ότι έχω το νου μου όλο στα αγόρια; Δεν υπήρχε λόγος, Νυνάβε!»
«Θα του έλεγα οτιδήποτε προκειμένου να φύγει και να μας αφήσει ήσυχες! Κι εσύ πας και-!»
«Σκάστε κι οι δυο σας», γάβγισε ξαφνικά ο Θομ, «προτού ξαναγυρίσουν να δουν ποιοι σκοτώνονται!»
Η Νυνάβε στριφογύρισε στο ξύλινο κάθισμα, για να κοιτάξει πίσω, και μόνο τότε κατάλαβε ότι οι Λευκομανδίτες ήταν τόσο μακριά, ώστε δεν θα τις άκουγαν ακόμα κι αν φώναζαν δυνατά. Ε, ίσως στ’ αλήθεια φώναζαν. Το κακό ήταν ότι και η Ηλαίην έκανε την ίδια κίνηση.
Η Νυνάβε έσφιξε γερά την πλεξούδα της και αγριοκοίταξε τον Θομ, όμως η Ηλαίην κόλλησε στο μπράτσο του και είπε, σχεδόν γουργουρίζοντας, «Έχεις δίκιο, Θομ. Συγγνώμη που μίλησα με τέτοιο τόνο». Ο Τζούιλιν τους λοξοκοίταζε, ενώ προσποιόταν ότι δεν έβλεπε τίποτα, αλλά ήταν μυαλωμένος άνθρωπος και δεν πλησίασε πιο κοντά το άλογό του για να μπλεχτεί κι αυτός.
Η Νυνάβε άφησε την πλεξούδα της προτού την ξεριζώσει, έσιαξε το καπέλο της και κάθισε κοιτάζοντας ίσια μπροστά πάνω από τα άλογα. Ό,τι κι αν την είχε πιάσει την Ηλαίην, ήταν πια καιρός να το ξεπεράσει.
Μόνο δυο ψηλές πέτρινες στήλες, μια σε κάθε μεριά του δρόμου, έδειχναν τα σύνορα μεταξύ Τάραμπον και Αμαδισίας. Εκτός από τους ίδιους, δεν υπήρχε άλλη κυκλοφορία στο δρόμο. Οι λόφοι σταδιακά ψήλωναν, όμως, κατά τα άλλα, η περιοχή δεν άλλαζε· υπήρχε ξεραμένο γρασίδι και σύδεντρα, όπου φαίνονταν ελάχιστα πράσινα φύλλα, με εξαίρεση τα πεύκα ή τις χαμαιδάφνες ή άλλα αειθαλή. Υπήρχαν χωράφια με πέτρινους φράχτες και πέτρινα αγροτόσπιτα με καλαμοσκεπές στις πλαγιές και στις μικρές κοιλάδες, όμως έδειχναν εγκαταλειμμένα. Δεν έβλεπες καπνούς να βγαίνουν από τις καμινάδες, ανθρώπους να δουλεύουν στα σπαρτά, ούτε πρόβατα και γελάδια. Μερικές φορές υπήρχαν κότες που τσιμπολογούσαν σε αυλές κοντά στο δρόμο, αλλά έτρεχαν να το σκάσουν όταν πλησίαζε το κάρο, δείγμα ότι είχαν αγριέψει. Παρά την ύπαρξη του φυλακίου των Λευκομανδιτών, απ’ ό,τι φαινόταν κανείς δεν θα ρίσκαρε επίθεση Ταραμπονέζων επιδρομέων τόσο κοντά στα σύνορα.
Όταν είδαν το Μαρντέσιν, από τη κορυφή ενός υψώματος, ο ήλιος ακόμα είχε πολύ δρόμο για να φτάσει στο ζενίθ του. Η λέξη “χωριό” ήταν μάλλον ακατάλληλη για να αποδώσει την έκταση του τόπου, ο οποίος εκτεινόταν περίπου ένα μίλι και είχε χτισρεί καβάλα σ’ ένα μικρό ποτάμι με γέφυρα, ανάμεσα σε δύο λόφους, με τα μισά σπίτια να έχουν καλαμοσκεπές και τα άλλα μισά λιθοκέραμα, ενώ κυκλοφορούσε πλήθος κόσμου στους πλατιούς δρόμους.
«Πρέπει να αγοράσουμε εφόδια», είπε η Νυνάβε, «αλλά δεν γίνεται να χασομερήσουμε. Μπορούμε να κάνουμε πολύ δρόμο ακόμα μέχρι να νυχτώσει».
«Έχουμε εξαντληθεί, Νυνάβε», είπε ο Θομ. «Εδώ κι ένα μήνα ταξιδεύουμε από το πρώτο φως της αυγής μέχρι που σουρουπώνει. Δεν είναι μεγάλη καθυστέρηση μέχρι να φτάσουμε στην Ταρ Βάλον, αν ξεκουραστούμε μια μέρα». Δεν φαινόταν κουρασμένος. Το πιθανότερο ήταν ότι ήθελε να παίξει την άρπα του ή το φλάουτό του σε κανένα καπηλειό και να βρει άλλους άνδρες να τον κεράσουν κρασί.
Ο Τζούιλιν τελικά είχε πλησιάσει με το άλογό του το κάρο και τώρα πρόσθεσε, «Δεν θα ’λεγα όχι να πατήσω χώμα μια μέρα. Δεν ξέρω πού είναι χειρότερα, στη σέλα ή στο κάθισμα του κάρου».
«Νομίζω πως πρέπει να βρούμε πανδοχείο», είπε η Ηλαίην, υψώνοντας το βλέμμα στον Θομ. «Βαρέθηκα πια να κοιμάμαι κάτω από το κάρο, και θα ήθελα να σ’ ακούσω να λες ιστορίες στην κοινή αίθουσα».
«Οι έμποροι που έχουν μονάχα μια άμαξα δεν είναι ανώτεροι από τους πραματευτές», είπε κοφτά η Νυνάβε. «Δεν έχουν λεφτά για πανδοχεία σε μια τέτοια πόλη».
Δεν ήξερε αν ήταν αλήθεια αυτό ή όχι, όμως παρ’ όλο που είχε επιθυμήσει μπάνιο και καθαρά σεντόνια, δεν θα άφηνε τη μικρή να κάνει τέτοιες υποδείξεις στον Θομ. Όταν όμως τα λόγια είχαν βγει από το στόμα της, κατάλαβε ότι είχε υποχωρήσει μπροστά στον Θομ και τον Τζούιλιν. Δεν θα πάθουμε τίποτα, αν μείνουμε μια μέρα. Έχουμε ακόμα μεγάλο δρόμο για την Ταρ Βάλον.
Ευχήθηκε να είχε επιμείνει να πάρουν πλοίο. Μ’ ένα γοργοτάξιδο πλοίο, ένα τρεχαντήρι των Θαλασσινών, θα έφταναν στο Δάκρυ στο ένα τρίτο του χρόνου που είχαν κάνει για να διασχίσουν το Τάραμπον, αρκεί να είχαν ούριους ανέμους, και με τη σωστή Ανεμοευρέτρια των Άθα’αν Μιέρε, ο καιρός ήταν εξασφαλισμένος· αλλά ακόμα και η ίδια ή η Ηλαίην θα μπορούσαν να το φροντίσουν. Οι Δακρυνοί ήξεραν ότι οι δυο τους ήταν φίλες του Ραντ, και σίγουρα ακόμα και τώρα θα έκαναν τα πάντα για να μην προσβάλουν τον Αναγεννημένο Δράκοντα· θα τους πρόσφεραν άμαξα και συνοδεία για το ταξίδι στην Ταρ Βάλον.
«Βρες μας μέρος να στρατοπεδεύσουμε», είπε απρόθυμα. Έπρεπε να ’χε επιμείνει για πλοίο. Μπορεί τώρα να είχαν ήδη φτάσει στον Πύργο.