Ο Πέριν πήδηξε από το κρεβάτι, άρπαξε το τσεκούρι του και έτρεξε έξω, ξιπόλητος, φορώντας μόνο τα ψιλά λινά του ρούχα, αδιαφορώντας για το κρύο. Το φεγγάρι έλουζε τα σύννεφα με ένα χλωμό χρώμα. Το φως έφτανε και με το παραπάνω για τα μάτια του, για να δει τις μορφές που γλιστρούσαν ανάμεσα στα δέντρα κι έρχονταν απ’ όλες τις μεριές, μορφές ογκώδεις σχεδόν όσο ο Λόιαλ, αλλά με πρόσωπα στρεβλά από τα ρύγχη και τα ράμφη, με μισοανθρώπινα κεφάλια, που είχαν κέρατα και πούπουλα και λοφία ― ύπουλες μορφές που προχωρούσαν προσεκτικά, έχοντας οπλές ή γαμψώνυχα και πολλές φορές αρβυλοφορεμένα πόδια.
Άνοιξε το στόμα για να φωνάξει και να προειδοποιήσει τους άλλους και ξαφνικά η πόρτα της καλύβας της Μουαραίν άνοιξε απότομα και ο Λαν χίμηξε έξω, με το ξίφος στο χέρι, φωνάζοντας, «Τρόλοκ! Ξυπνήστε για τη ζωή σας! Τρόλοκ!» Στις φωνές του απάντησαν περισσότερες κραυγές, καθώς οι άντρες άρχισαν να βγαίνουν σκοντάφτοντας από τις καλύβες τους με τα ρούχα του ύπνου, κάτι που για τους περισσότερους σήμαινε πως δεν φορούσαν τίποτα, αλλά με τα σπαθιά έτοιμα. Με ένα ζωώδη βρυχηθμό, οι Τρόλοκ όρμησαν μπροστά, για να τους υποδεχτεί το ατσάλι και οι κραυγές «Σίναρ!» και «Ο Αναγεννημένος Δράκοντας!»
Ο Λαν ήταν κανονικά ντυμένος —ο Πέριν θα ’βαζε στοίχημα πως ο Πρόμαχος δεν είχε κοιμηθεί― και έπεσε ανάμεσα στους Τρόλοκ λες και τα μάλλινα ρούχα του ήταν πανοπλία. Έμοιαζε να πηγαίνει χορεύοντας από τον έναν στον άλλο· το ανθρώπινο κορμί και το σπαθί κινούνταν σαν το νερό και τον άνεμο, ενώ όπου χόρευε ο Πρόμαχος, οι Τρόλοκ τσίριζαν και πέθαιναν.
Και η Μουαραίν, επίσης, είχε βγει στη νύχτα, χορεύοντας το δικό της χορό ανάμεσα στους Τρόλοκ. Μοναδικό της όπλο έμοιαζε να είναι μια βέργα, αλλά όπου έκοβε έναν Τρόλοκ, μια γραμμή φωτιάς εμφανιζόταν στη σάρκα του. Το ελεύθερο χέρι της έριχνε φλογισμένες μπάλες, που τις εμφάνιζε από τον αέρα, ενώ οι Τρόλοκ αλυχτούσαν καθώς οι φλόγες τους κατάκαιγαν, σπαρταρώντας στο έδαφος.
Ένα ολόκληρο δέντρο ξέσπασε σε φλόγες από τη ρίζα ως την κορυφή και μετά άλλο ένα κι ύστερα άλλο ένα. Οι Τρόλοκ τσίριξαν με το ξαφνικό φως, αλλά δεν έπαψαν να κραδαίνουν τους πέλεκεις με τα καρφιά και τα κυρτά, σαν δρεπάνια, σπαθιά τους.
Ο Πέριν είδε ξαφνικά τη Λέγια να βγαίνει διστακτικά από την καλύβα της Μουαραίν στην απέναντι πλευρά του λακκώματος και όλες οι άλλες σκέψεις χάθηκαν από το νου του. Η Τουάθα’αν κόλλησε την πλάτη της στον ξύλινο τοίχο, σηκώνοντας το χέρι στο λαιμό της. Το φως από τα φλεγόμενα δέντρα φανέρωνε στον Πέριν τον πόνο και τη φρίκη, την έκφραση αποστροφής στο πρόσωπό της, καθώς παρακολουθούσε το μακελειό.
«Κρύψου!» της φώναξε. «Μπες ξανά μέσα και κρύψου!» Ο ορυμαγδός της μάχης και των σκοτωμών κατάπιε τα λόγια του. Έτρεξε προς τα κει. «Κρύψου, Λέγια! Για την αγάπη του Φωτός, κρύψου!»
Ένας Τρόλοκ ορθώθηκε από πάνω του, με ένα άσπλαχνο, γαμψό ράμφος εκεί που θα έπρεπε να είναι το στόμα και η μύτη του. Μια μαύρη πλεχτή πανοπλία και καρφιά τον κάλυπταν από τους ώμους ως τα γόνατα και περπατούσε με γαμψώνυχα γερακίσια, καθώς ανέμιζε ένα από εκείνα τα παράξενα, κυρτά σπαθιά. Μύριζε ιδρώτα, χώμα και αίμα.
Ο Πέριν έσκυψε αποφεύγοντας τη σπαθιά του, φωνάζοντας από μέσα του καθώς τον χτυπούσε με το τσεκούρι του. Ήξερε ότι κανονικά έπρεπε να νιώθει φοβισμένος, αλλά η βιασύνη έπνιγε το φόβο. Το μόνο που είχε σημασία τώρα ήταν να φτάσει τη Λέγια, να την πάει σε ασφαλές μέρος και ο Τρόλοκ του εμπόδιζε το δρόμο.
Ο Τρόλοκ έπεσε, μουγκρίζοντας και πονώντας· ο Πέριν δεν ήξερε πού τον είχε χτυπήσει, αν πέθαινε ή αν απλώς ήταν τραυματισμένος. Πήδηξε πάνω από τον Τρόλοκ που σφάδαζε και ανηφόρισε τρέχοντας την πλαγιά.
Τα φλεγόμενα δέντρα έριχναν μακάβριες σκιές στη μικρή κοιλάδα. Μια τρεμουλιαστή σκιά πλάι στην καλύβα της Μουαραίν ξαφνικά μεταμορφώθηκε σε Τρόλοκ, με μουσούδα τράγου και κέρατα. Σφίγγοντας και με τα δύο χέρια ένα τσεκούρι, που ήταν γεμάτο καρφιά προς όλες τις κατευθύνσεις, φαινόταν έτοιμος να χιμήξει στη συμπλοκή, όταν το βλέμμα του έπεσε στη Λέγια.
«Όχι!» φώναξε ο Πέριν. «Φως μου, όχι!» Πέτρες κύλησαν κάτω από τα γυμνά του πόδια· δεν ένιωσε τις πληγές. Ο πέλεκυς του Τρόλοκ υψώθηκε. «Λέγιαααααααα!»
Την τελευταία στιγμή ο Τρόλοκ γύρισε και το τσεκούρι του άστραψε, καθώς έκανε να χτυπήσει τον Πέριν. Αυτός ρίχτηκε στο χώμα και ούρλιαξε όταν το ατσάλι χάραξε τη ράχη του. Άπλωσε το χέρι με απόγνωση, βρήκε μια τραγίσια οπλή και την τράβηξε με όλη του τη δύναμη. Τα πόδια του Τρόλοκ γλίστρησαν και το σώμα του βρόντηξε βαρύ στο έδαφος, μα καθώς έπεφτε, άρπαξε τον Πέριν με χέρια που ήταν διπλά από τα δικά του και τον τράβηξε μαζί του. Η βρώμα του Τρόλοκ έπνιξε τον Πέριν ήταν μια μπόχα τράγου ανακατεμένη με ξινό, ανθρώπινο ιδρώτα. Ογκώδη μπράτσα τυλίχτηκαν γύρω από το στήθος του και το ζούληξαν μέχρι που βγήκε όλος ο αέρας από τα πνευμόνια του και τα πλευρά του έτριξαν, έτοιμα να σπάσουν. Το τσεκούρι του Τρόλοκ είχε χαθεί με την πτώση του, αλλά τα κοφτερά τραγίσια δόντια του χώθηκαν στον ώμο του Πέριν και τα δυνατά σαγόνια άρχισαν να μασούν. Ο Πέριν βόγκηξε, καθώς ο πόνος διέτρεχε το αριστερό του χέρι. Τα πνευμόνια του πάλευαν να ανασάνουν και μια μαυρίλα ερχόταν στις άκρες των ματιών του, αλλά ένιωθε αμυδρά ότι το άλλο χέρι του ήταν ελεύθερο και ότι με κάποιον τρόπο είχε ακόμα το τσεκούρι του. Το κράτησε από το πάνω μέρος της λαβής, σαν σφυρί, με το καρφί μπροστά. Με ένα βρυχηθμό, που έδιωξε και τον τελευταίο αέρα που είχε μέσα του, έχωσε το καρφί στον κρόταφο του Τρόλοκ. Καθαρά από ένστικτο, το χέρι του έσφιξε το τσεκούρι και το ξεκόλλησε, ενώ ο Τρόλοκ γλίστρησε πιο κάτω στην πλαγιά, με το σώμα του να τινάζεται ακόμα.
Ο Πέριν έμεινε για μια στιγμή ακίνητος, προσπαθώντας να ανασάνει. Το κόψιμο στην πλάτη τον έκαιγε, ένιωσε κάτι υγρό να κυλά― αίμα. Ο ώμος του διαμαρτυρήθηκε, καθώς ο Πέριν σηκωνόταν με κόπο. «Λέγια;»
Εκείνη ήταν ακόμα εκεί, ζαρωμένη μπροστά στην καλύβα, ούτε δέκα βήματα ψηλότερα στην πλαγιά. Τον παρακολουθούσε με τέτοια έκφραση στο πρόσωπο, που ο Πέριν δεν άντεχε να αντικρίσει τη ματιά της.
«Μη με κοιτάς με οίκτο!» μούγκρισε. «Μη —»
Το άλμα του Μυρντράαλ από τη στέγη της καλύβας φάνηκε να κρατά ώρα πολλή και ο πένθιμος, μαύρος μανδύας του ανέμιζε σε όλη τη διάρκεια της αργής πτώσης, λες και ο Ημιάνθρωπος ήδη στεκόταν στο έδαφος. Το ανόφθαλμο βλέμμα του ήταν στυλωμένο στον Πέριν. Μύριζε θάνατο.
Μια παγωνιά απλώθηκε στα χέρια και τα πόδια του Πέριν, καθώς ο Μυρντράαλ τον κοίταζε. Ένιωθε το στήθος του σαν να ήταν ένα κομμάτι πάγος. «Λέγια», ψιθύρισε. Μόλις που κατόρθωσε να μην το βάλει στα πόδια. «Λέγια, σε παρακαλώ, κρύψου. Σε παρακαλώ».
Ο Ημιάνθρωπος τον πλησίασε αργά, πεπεισμένος ότι ο φόβος είχε κάνει τον Πέριν να μαρμαρώσει. Προχωρούσε σαν φίδι κι έβγαλε ένα σπαθί τόσο μαύρο που φαινόταν μόνο χάρη στα φλεγόμενα δέντρα. «Αν κόψεις το ένα πόδι του τρίποδου», είπε με απαλή φωνή, «θα πέσει κάτω ολόκληρο». Η φωνή του ηχούσε σαν τριμμένο πετσί που σχιζόταν.
Ξαφνικά η Λέγια σάλεψε, όρμησε μπροστά, προσπάθησε να αρπάξει τα πόδια του Μυρντράαλ με τα χέρια της. Εκείνος της κατάφερε ένα σχεδόν αδιάφορο, ανάποδο χτύπημα με το μαύρο σπαθί του χωρίς καν να γυρίσει το βλέμμα κι αυτή σωριάστηκε κάτω.
Δάκρυα γέμισαν τις άκρες των ματιών του Πέριν. Έπρεπε να τη βοηθήσω... να τη σώσω. Έπρεπε... κάτι να είχα κάνει! Όμως, όσο ο Μυρντράαλ τον κοίταζε με το ανόφθαλμο βλέμμα του, δυσκολευόταν ακόμα και να σκεφτεί.
Ερχόμαστε, αδελφέ. Ερχόμαστε, Νεαρέ Ταύρε.
Οι λέξεις μέσα στο μυαλό του αντήχησαν στο κεφάλι του σαν καμπάνα που είχε μόλις σημάνει· οι κραδασμοί διέτρεξαν το σώμα του. Με τις λέξεις ήρθαν λύκοι, δεκάδες λύκοι, πλημμύρισαν το μυαλό του, την ίδια στιγμή που τους αντιλαμβανόταν να πλημμυρίζουν την κοιλάδα. Λύκοι των βουνών, που έφταναν ως το στήθος ενός άντρα, όλοι άσπροι και γκρίζοι, που έβγαιναν από τη νύχτα τρέχοντας, έκπληκτοι από την παρουσία των δίποδων καθώς χιμούσαν στους Στρεβλωμένους. Οι λύκοι τον γέμισαν, ώσπου στο τέλος δυσκολευόταν να θυμηθεί ότι ήταν άνθρωπος. Τα μάτια του μάζευαν το φως, άστραφταν κίτρινα. Ο Ημιάνθρωπος έπαψε να προχωρά, σαν ξαφνικά να ένιωθε διστακτικός.
«Ξέθωρε!» είπε τραχιά ο Πέριν, αλλά έπειτα του ήρθε ένα διαφορετικό όνομα, από τους λύκους. Λες και δεν έφταναν οι Τρόλοκ, οι Στρεβλωμένοι, που είχαν πλαστεί στον Πόλεμο της Σκιάς από το ανακάτεμα ανθρώπων και ζώων, αλλά αυτοί οι Μυρντράαλ... «Ουδεγέννητε!», είπε θυμωμένα ο Νεαρός Ταύρος. Με τα χείλη τραβηγμένα καθώς γρύλιζε, όρμησε στον Μυρντράαλ.
Ο Μυρντράαλ κινήθηκε σαν οχιά, σβέλτος και θανατηφόρος, με το μαύρο σπαθί του ταχύ σαν αστραπή, όμως ο άλλος ήταν ο Νεαρός Ταύρος. Έτσι τον αποκαλούσαν οι λύκοι. Νεαρό Ταύρο, με ατσάλινα κέρατα, που τα κρατούσε στα χέρια του. Ο Πέριν ήταν ένα με τους λύκους. Ήταν λύκος και κάθε λύκος θα προτιμούσε να πεθάνει εκατό φορές, αν ήταν να σκοτωθεί ένας από τους Ουδεγέννητους. Ο Ξέθωρος υποχώρησε, η γοργή λεπίδα του τώρα προσπαθούσε να αποκρούσει τα χτυπήματα του Πέριν.
Από τους τένοντες των ποδιών και το λαιμό, έτσι σκότωναν οι λύκοι. Ξαφνικά, ο Νεαρός Ταύρος ρίχτηκε στο πλάι και στηρίχτηκε στο γόνατο. Το τσεκούρι του έκοψε το γόνατο του Ημιανθρώπου από πίσω. Ο Μυρντράαλ ούρλιαξε —ένας ήχος που τρύπωνε ως το κόκαλο, που άλλοτε θα είχε κάνει τις τρίχες του Πέριν να σηκωθούν όρθιες― κι έπεσε, σταματώντας την πτώση του με το χέρι. Ο Ημιάνθρωπος —ο Ουδεγέννητος― ακόμα έσφιγγε γερά το σπαθί του, αλλά πριν μπορέσει να ξανασηκωθεί, το τσεκούρι του Νεαρού Ταύρου ξαναχτύπησε. Μισοκομμένο, το κεφάλι του Μυρντράαλ γύρισε και κρεμάστηκε στην πλάτη του· ακόμα κι έτσι, όμως, όπως στηριζόταν στο ένα χέρι, ο Ουδεγέννητος κράδαινε στα τυφλά το σπαθί του. Οι Ουδεγέννητοι πάντα αργούσαν να πεθάνουν.
Τόσο από τους λύκους όσο και από τα μάτια του, ο Νεαρός Ταύρος δεχόταν εικόνες Τρόλοκ που σψάδαζαν στο χώμα, ουρλιάζοντας, χωρίς να έχουν αγγιχτεί από λύκο ή από άνθρωπο. Πρέπει να ήταν συνδεμένοι με τον Μυρντράαλ και θα πέθαιναν μαζί του ― αν δεν τους σκότωνε κάποιος πρώτα.
Είχε μέσα του έντονη την επιθυμία να χιμήξει στην πλαγιά και να βρεθεί κοντά στα αδέλφια του, να σκοτώσουν μαζί τους Στρεβλωμένους, να κυνηγήσουν τους Ουδεγέννητους που είχαν απομείνει, αλλά ένα θαμμένο κομμάτι, που ήταν ακόμα άνθρωπος, θυμήθηκε. Λέγια.
Πέταξε κάτω το τσεκούρι του και τη γύρισε απαλά. Αίμα σκέπαζε το πρόσωπό της και τα μάτια της τον κοίταζαν, γυάλινα στο θάνατο της. Του φαινόταν πως το βλέμμα της τον κατηγορούσε. «Προσπάθησα», της είπε. «Προσπάθησα να σε σώσω». Το βλέμμα της δεν άλλαξε. «Τι άλλο να έκανα; Θα σε σκότωνε, αν δεν τον είχα σκοτώσει!»
Έλα, Νεαρέ Ταύρε. Έλα να σκοτώσεις τους Στρεβλωμένους.
Ο λύκος τον πλάκωσε, τον κατάπιε. Ο Πέριν χαμήλωσε τη Λέγια στο χώμα και έπιασε το τσεκούρι του, με τη λεπίδα που έλαμπε υγρή. Τα μάτια του άστραφταν όπως κατέβαινε τρέχοντας τη βραχώδη πλαγιά. Ήταν ο Νεαρός Ταύρος.
Εδώ κι εκεί στο λάκκωμα υπήρχαν δέντρα που καίγονταν σαν πυρσοί· ένα ψηλό πεύκο λαμπάδιασε, καθώς ο Νεαρός Ταύρος έμπαινε στη μάχη. Ο αέρας της νύχτας άστραψε από γαλάζιες ακτίνες, όμοιες με κεραυνούς, καθώς ο Λαν πάλευε με άλλο ένα Μυρντράαλ και το αρχαίο ατσάλι, που είχαν φτιάξει οι Άες Σεντάι, αντάμωνε το μαύρο ατσάλι, που είχε σφυρηλατηθεί στο Θακαν’ντάρ, στη σκιά του Σάγιολ Γκουλ. Ο Λόιαλ κράδαινε ένα πολεμικό ραβδί μακρύ σαν δοκάρι από φράχτη και το περιστρεφόμενο όπλο σχημάτιζε ένα χώρο στον οποίο κανένας Τρόλοκ δεν έμπαινε χωρίς να σωριαστεί χάμω. Οι άνθρωποι μάχονταν απελπισμένα στις σκιές που τρεμόπαιζαν, αλλά ο Νεαρός Ταύρος —ο Πέριν― πρόσεξε, με έναν αποστασιοποιημένο τρόπο, ότι ήταν πολλοί οι δίποδοι από το Σίναρ που είχαν πέσει.
Οι αδελφοί και οι αδελφές πολεμούσαν σε μικρές ομάδες των τριών και των τεσσάρων, απέφευγαν σπαθιά όμοια με δρεπάνια και τσεκούρια με καρφιά, πλησίαζαν με γοργά δόντια για να κόψουν τένοντες, ορμούσαν για να δαγκώσουν λαιμούς, όταν η λεία τους έπεφτε κάτω. Δεν υπήρχε τιμή στον τρόπο που πολεμούσαν, ούτε δόξα, ούτε έλεος. Δεν είχαν έρθει για να πολεμήσουν, αλλά για να σκοτώσουν. Ο Νεαρός Ταύρος πήγε σε μια από τις μικρές ομάδες, έχοντας για δόντια τη λεπίδα του.
Δεν σκεφτόταν πια το σύνολο της μάχης. Το μόνο που υπήρχε ήταν ο Τρόλοκ, τον οποίο ο Πέριν και οι λύκοι —τα αδέλφια― είχαν αποκόψει από τους υπόλοιπους και τον είχαν ρίξει κάτω. Έπειτα θα ερχόταν ο επόμενος και μετά άλλος και ύστερα άλλος ένας, ώσπου δεν θα απέμενε κανείς. Ένιωθε την επιθυμία να πετάξει κατά μέρος το τσεκούρι και να χρησιμοποιήσει τα δόντια του, να τρέξει στα τέσσερα, όπως και τα αδέλφια του. Να τρέξει στα περάσματα των ψηλών βουνών. Να τρέξει κι ο κρύος άνεμος να του χαϊδεύει τη γούνα. Γρύλισε μαζί με τα αδέλφια του και οι Τρόλοκ ούρλιαξαν από φόβο μπροστά στο κίτρινο βλέμμα του, πιο δυνατά απ’ όσο μπροστά στους άλλους λύκους.
Ξαφνικά, κατάλαβε πως πουθενά στο λάκκωμα δεν είχαν απομείνει Τρόλοκ όρθιοι, αν και ένιωθε τα αδέλφια του να κυνηγούν μερικούς ακόμα, που το έσκαγαν. Μια ομάδα από επτά λύκους είχε αλλιώτικη λεία, κάπου στο σκοτάδι. Ένας από τους Ουδεγέννητους έτρεχε προς το τετράποδό του με τα σκληρά πόδια —το άλογό του, όπως είπε στο Νεαρό Ταύρο ένα μακρινό μέρος του εαυτού του — και τα αδέλφια του τον ακολούθησαν, έχοντας τη μύτη γεμάτη από την οσμή του, το απόσταγμα του θανάτου. Μέσα στο κεφάλι του, ο Νεαρός Ταύρος ήταν μαζί τους, έβλεπε με τα μάτια τους. Καθώς τον πλησίαζαν, ο Ουδεγέννητος γύρισε βρίζοντας, μαυροντυμένος και με μαύρη λεπίδα, σαν να αποτελούσε κομμάτι της νύχτας. Αλλά εκεί, στη νύχτα, κυνηγούσαν οι αδελφοί και οι αδελφές του.
Ο Νεαρός Ταύρος γρύλισε καθώς πέθαινε ο πρώτος αδελφός, νιώθοντας να τον λογχίζει ο πόνος του θανάτου· όμως οι άλλοι πλησίασαν και, παρ’ όλο που μερικά αδέλφια πέθαναν, τα δυνατά σαγόνια των υπόλοιπων έριξαν τον Ουδεγέννητο στο έδαφος. Αυτός τους πολέμησε με τα δικά του δόντια, ξέσχισε λαιμούς, έκοψε με τα νύχια του, που άνοιγαν το δέρμα και τη σάρκα σαν τα σκληρά γαμψώνυχα των δίποδων, αλλά τα αδέλφια τον ξεκοίλιαζαν ακόμα και τη στιγμή που πέθαιναν. Στο τέλος, μια αδελφή σηκώθηκε από το σωρό, που ακόμα σάλευε και έκανε τρεκλίζοντας λίγο στο πλάι. Πρωινή Ομίχλη, έτσι λεγόταν, αλλά, όπως συνέβαινε με όλα τα ονόματά τους, ήταν κάτι περισσότερο: ένα παγερό πρωινό, που ο αέρας ήδη έτσουζε από τα χιόνια που έμελλε να έρθουν και η ομίχλη κυμάτιζε πυκνή στην κοιλάδα, καθώς στροβιλιζόταν με το δριμύ αγέρι, που έφερνε την υπόσχεση ενός καλού κυνηγιού. Υψώνοντας το κεφάλι, η Πρωινή Ομίχλη ούρλιαξε προς το φεγγάρι, που κρυβόταν πίσω από τα σύννεφα, θρηνώντας τους νεκρούς της.
Ο Νεαρός Ταύρος έγειρε πίσω το κεφάλι του και ούρλιαξε μαζί της, θρηνώντας κι αυτός.
Όταν κατέβασε το κεφάλι, η Μιν τον κοίταζε. «Είσαι καλά, Πέριν;» τον ρώτησε διστάζοντας. Είχε μια μελανάδα στο μάγουλο και το μανίκι του πανωφοριού της ήταν μισοσχισμένο. Στο ένα χέρι κρατούσε στειλιάρι και στο άλλο μαχαίρι· αίμα και τρίχες κηλίδωναν και τα δύο.
Ο Πέριν είδε ότι όλοι τον κοίταζαν ― όσοι άντεχαν να στέκουν ακόμα όρθιοι. Ο Λόιαλ, που έγερνε κουρασμένος στο μακρύ πολεμικό ραβδί του. Σιναρανοί, που μετέφεραν τους πληγωμένους τους εκεί που ήταν η Μουαραίν, σκυμμένη πάνω από ένα δικό τους με τον Λαν όρθιο στο πλευρό της. Ακόμα και η Άες Σεντάι τον κοίταζε. Τα φλεγόμενα δέντρα, σαν πελώριοι πυρσοί, έριχναν ολόγυρα ένα τρεμουλιαστό φως. Παντού υπήρχαν σκοτωμένοι Τρόλοκ. Οι πεσμένοι Σιναρανοί ήταν περισσότεροι από τους όρθιους και τα πτώματα των αδελφών του ήταν σκορπισμένα ανάμεσά τους. Τόσο πολλά...
Ο Πέριν κατάλαβε ότι ήθελε να ουρλιάξει ξανά. Προσπάθησε ξέφρενα να αποκόψει τον εαυτό του από κάθε επαφή με τους λύκους. Κάποιες εικόνες και κάποια συναισθήματα τον κατέκλυσαν, καθώς προσπαθούσε να τα σταματήσει. Στο τέλος, όμως, δεν μπορούσε να τους νιώσει άλλο πια, να νιώσει τον πόνο τους, ούτε το θυμό τους, ούτε την επιθυμία να κυνηγήσουν τους Στρεβλωμένους, ή να τρέξουν... Τινάχτηκε. Η πληγή στη ράχη του έκαιγε σαν φωτιά και ο ξεσχισμένος ώμος του πονούσε, σαν να τον είχαν σφυρηλατήσει πάνω σε αμόνι. Τα γυμνά του πόδια, όλο γδαρσίματα και μώλωπες, έτρεμαν από τον πόνο. Παντού υπήρχε η οσμή του αίματος. Η οσμή των Τρόλοκ και του θανάτου.
«Είμαι... είμαι καλά, Μιν».
«Καλά πολέμησες, σιδερά», είπε ο Λαν. Ο Πρόμαχος ύψωσε το ακόμα ματωμένο σπαθί του πάνω από το κεφάλι του. «Γαίσαρ Μανέθερεν! Ταΐσαρ Άντορ!» Αληθινό Αίμα της Μανέθερεν. Αληθινό Αίμα του Άντορ.
Οι Σιναρανοί που ήταν ακόμα όρθιοι —πολύ λίγοι― σήκωσαν τις λεπίδες τους και τον μιμήθηκαν. «Ταΐσαρ Μανέθερεν! Ταΐσαρ Άντορ!»
Ο Λόιαλ ένευσε. «Τα’βίρεν», πρόσθεσε.
Ο Πέριν χαμήλωσε το βλέμμα του από ντροπή. Ο Λαν τον είχε σώσει από ερωτήσεις τις οποίες δεν ήθελε να απαντήσει, αλλά του είχε δώσει μια τιμή την οποία δεν άξιζε. Οι άλλοι δεν καταλάβαιναν. Αναρωτήθηκε τι θα έλεγαν, αν γνώριζαν την αλήθεια. Η Μιν πλησίασε πιο κοντά και ο Πέριν μουρμούρισε: «Η Λέγια σκοτώθηκε. Δεν μπόρεσα... λίγο ακόμα και θα την πρόφταινα».
«Δεν θα άλλαζε τίποτα», του είπε με απαλή φωνή, «Το ξέρεις». Έσκυψε να ρίξει μια ματιά στο χέρι του κι έκανε ένα μορφασμό πόνου. «Θα σου το κοιτάξει η Μουαραίν. Όσους μπορεί, τους Θεραπεύει».
Ο Πέριν ένευσε. Από τους ώμους ως τη μέση ένιωθε τη ράχη του να κολλά από το αίμα που στέγνωνε, αλλά, παρά τον πόνο, σχεδόν δεν το πρόσεχε. Φως μου, αυτή τη φορά λίγο έλειψε να μην ξαναγυρίσω. Δεν θα το αφήσω να ξαναγίνει, όχι. Ποτέ πια!
Όταν, όμως, βρισκόταν μαζί με τους λύκους, όλα ήταν πολύ διαφορετικά. Μαζί τους δεν είχε να νοιάζεται για τους ξένους, που θα τον φοβούνταν απλώς και μόνο επειδή ήταν μεγαλόσωμος. Κανένας δεν τον θεωρούσε αργόστροφο, απλώς και μόνο επειδή προσπαθούσε να φέρεται προσεκτικά στους άλλους. Οι λύκοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, ακόμα κι αν δεν είχαν συναντηθεί άλλη φορά και μαζί τους ήταν απλώς ένας ακόμα λύκος.
Όχι! Έσφιξε άθελα τα χέρια γύρω από τη λαβή του τσεκουριού του. Όχι! Τινάχτηκε όταν, ξαφνικά, μίλησε ο Μασέμα.
«Ήταν ένα σημάδι», είπε ο Σιναρανός, γυρνώντας από την άλλη για να απευθυνθεί σε όλους. Είχε αίμα στα μπράτσα και στο στήθος του —είχε πολεμήσει φορώντας το παντελόνι του και τίποτα άλλο― και βάδιζε κουτσαίνοντας, αλλά το φως στα μάτια του ήταν λαμπρό, όπως πάντα. Λαμπερότερο από άλλες φορές. «Ένα σημάδι για να επιβεβαιώσει την πίστη μας. Ακόμα και οι λύκοι ήρθαν να πολεμήσουν για τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Στην Τελευταία Μάχη, ο Άρχοντας Δράκοντας θα καλέσει ακόμα και τα θηρία του δάσους για να πολεμήσουν στο πλευρό μας. Είναι ένα σημάδι, που μας λέει να προχωρήσουμε. Μόνο οι Σκοτεινόφιλοι θα αρνηθούν να έρθουν μαζί μας». Δύο Σιναρανοί ένευσαν.
«Για κλείσε το βρωμόστομά σου, Μασέμα!» είπε κοφτά ο Ούνο. Δεν φαινόταν να είχε πάθει τίποτα, αλλά βέβαια πολεμούσε τους Τρόλοκ από πριν ακόμα γεννηθεί ο Πέριν. Όμως, φαινόταν κομμένος από την κούραση· μόνο το ζωγραφισμένο μάτι στο κάλυμμα του ματιού του φαινόταν ξεκούραστο. «Θα κινήσουμε μόνο όταν μας το πει ο Άρχοντας Δράκοντας, μα τις φλόγες, ούτε στιγμή νωρίτερα! Μην το ξεχνάτε αυτό, παλιοβοσκοί!» Ο μονόφθαλμος κοίταξε τους άντρες τους οποίους περιποιούνταν η Μουαραίν, σε μια σειρά που όλο μεγάλωνε —λίγοι ήταν εκείνοι που είχαν τη δύναμη έστω να ανακαθίσουν, ακόμα κι όταν είχε τελειώσει μαζί τους― και κούνησε το κεφάλι. «Τουλάχιστον θα έχουμε μπόλικα λυκοτόμαρα για να ζεσταθούν οι τραυματίες».
«Όχι!» Οι Σιναρανοί φάνηκαν να ξαφνιάζονται από τη φλόγα στη φωνή του Πέριν. «Πολέμησαν για μας και θα τους θάψουμε με τους νεκρούς μας».
Ο Ούνο συνοφρυώθηκε κι άνοιξε το στόμα, σαν να ήθελε να διαφωνήσει, αλλά ο Πέριν τον κάρφωσε με το αταλάντευτο, κίτρινο βλέμμα του. Πρώτος ο Σιναρανός κατέβασε το βλέμμα και συμφώνησε.
Ο Πέριν ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του, νιώθοντας πάλι αμηχανία καθώς ο Ούνο έδινε διαταγές, σ’ όσους Σιναρανούς άντεχαν ακόμα, να μαζέψουν τους νεκρούς λύκους. Η Μιν τον κοίταζε με στενεμένα μάτια, όπως έκανε όταν έβλεπε πράγματα. «Πού είναι ο Ραντ;» τη ρώτησε.
«Εκεί, στο σκοτάδι», του είπε, κάνοντας με το κεφάλι νόημα πιο ψηλά στην πλαγιά, δίχως να πάρει τη ματιά της από πάνω του. «Δεν μιλάει σε κανέναν. Μόνο κάθεται εκεί και τα βάζει με όποιον τον πλησιάζει».
«Σε μένα θα μιλήσει», είπε ο Πέριν. Εκείνη τον ακολούθησε, ενώ συνεχώς διαμαρτυρόταν ότι ο Πέριν έπρεπε να περιμένει να του φροντίσει πρώτα τις πληγές η Μουαραίν. Φως μου, άραγε τι βλέπει η Μιν όταν με κοιτάζει; Δεν θέλω να μάθω.
Ο Ραντ καθόταν στο χώμα, λίγο πιο πέρα από το φως των φλεγόμενων δένδρων, με τη ράχη στον κορμό μιας καμπουριασμένης βαλανιδιάς. Ατένιζε το κενό και είχε τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το σώμα του, με τις παλάμες κάτω από το κόκκινο πανωφόρι του, σαν να ένιωθε την παγωνιά. Δεν έδειξε να προσέχει τον ερχομό τους. Η Μιν κάθισε δίπλα του, αλλά αυτός δεν κουνήθηκε, ακόμα κι όταν αυτή ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του. Ακόμα κι εδώ ο Πέριν μύριζε αίμα — και όχι μόνο το δικό του.
«Ραντ», άρχισε να λέει ο Πέριν, αλλά ο Ραντ τον έκοψε.
«Ξέρεις τι έκανα όσο κρατούσε η μάχη;» Ατενίζοντας ακόμα τον ορίζοντα, ο Ραντ μίλησε προς τη νύχτα. «Τίποτα! Τίποτα χρήσιμο. Στην αρχή, όταν ανοίχτηκα στην Αληθινή Πηγή δεν μπορούσα να την αγγίξω, δεν μπορούσα να την πιάσω. Όλο μου γλιστρούσε και ξέφευγε. Μετά, όταν επιτέλους την έπιασα, θα τους έκαιγα όλους, θα έκαιγα όλους τους Τρόλοκ και τους Ξέθωρους. Και το μόνο που μπόρεσα να κάνω, ήταν να πυρπολήσω μερικά δέντρα». Σείστηκε από ένα βουβό γέλιο και ύστερα σταμάτησε με μια γκριμάτσα οδύνης. «Το σαϊντίν με γέμισε, ώσπου σκέφτηκα πως θα ανατιναζόμουν, σαν πυροτέχνημα. Κάπου έπρεπε να το διαβιβάσω, να το ξεφορτωθώ πριν με κάψει και μου ήρθε η σκέψη να σωριάσω κάτω το βουνό και να θάψω τους Τρόλοκ. Παραλίγο να το δοκίμαζα. Αυτός ήταν ο δικός μου αγώνας. Όχι ενάντια στους Τρόλοκ. Ενάντια στον εαυτό μου. Για να με εμποδίσω και να μη μας θάψω όλους κάτω από το βουνό».
Η Μιν κοίταξε με πόνο τον Πέριν, σαν να του ζητούσε βοήθεια.
«Τους... τακτοποιήσαμε, Ραντ», είπε ο Πέριν. Ανατρίχιασε καθώς σκεφτόταν όλους τους τραυματίες εκεί κάτω. Και τους νεκρούς. Καλύτερα αυτό, παρά να μας πλακώσει το βουνό. «Δεν σε χρειαστήκαμε».
Το κεφάλι του Ραντ έπεσε πίσω, στον κορμό του δέντρου και τα μάτια του έκλεισαν. «Τους ένιωσα να έρχονται», είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Δεν ήξερα όμως τι ήταν. Δίνουν μια αίσθηση σαν το μίασμα στο σαϊντίν. Και το σαϊντίν είναι πάντοτε εκεί, με καλεί, μου τραγουδά. Όταν κατάλαβα τη διαφορά, ο Λαν ήδη φώναζε για να μας προειδοποιήσει. Αν μπορούσα να το ελέγξω, θα έδινα προειδοποίηση πριν καν μας πλησιάσουν. Αλλά, συνήθως, όταν καταφέρνω και αγγίζω το σαϊντίν, δεν ξέρω καν τι κάνω. Η ροή του με παρασύρει. Όμως, θα μπορούσα να δώσω μια προειδοποίηση».
Ο Πέριν σάλεψε αμήχανα τα μωλωπισμένα πόδια του. «Είχαμε αρκετή προειδοποίηση». Ήξερε ότι ο τόνος του έδειχνε σαν να προσπαθούσε να πείσει τον ίδιο του τον εαυτό. Κι εγώ Θα μπορούσα να προειδοποιήσω τους άλλους, αν είχα μιλήσει με τους λύκους. Ήξεραν ότι στα βουνά υπήρχαν Τρόλοκ και Ξέθωροι. Προσπαθούσαν να μου το πουν. Αλλά αναρωτήθηκε: Αν δεν έδιωχνε τους λύκους από το μυαλό του, μήπως τώρα θα έτρεχε μαζί τους; Ήταν ένας άνθρωπος, κάποιος Ιλάυας Ματσίρα, που επίσης ήξερε να μιλά στους λύκους. Ο Ιλάυας όλη την ώρα έτρεχε με τους λύκους, αλλά, απ’ ό,τι φαινόταν, δεν ξεχνούσε πως ήταν άνθρωπος. Εντούτοις, δεν είχε πει ποτέ στον Πέριν πώς το έκανε αυτό και ο Πέριν είχε πολύ καιρό να τον δει.
Ο ήχος από μπότες, που έτριζαν πάνω στις πέτρες, ανακοίνωσε την άφιξη δύο ατόμων και ένα στροβίλισμα του ανέμου έφερε τις οσμές τους στον Πέριν. Πρόσεξε να μην πει ονόματα, όμως, παρά μόνο όταν ο Λαν και η Μουαραίν βρέθηκαν αρκετά κοντά για να τους διακρίνουν ακόμα και φυσιολογικά μάτια.
Ο Πρόμαχος είχε το χέρι κάτω από το μπράτσο της Άες Σεντάι, σαν να προσπαθούσε να τη στηρίξει, χωρίς εκείνη να το καταλάβει. Η Μουαραίν είχε καταβεβλημένο βλέμμα και στο ένα χέρι κρατούσε ένα μικρό, φιλντισένιο αγαλματίδιο που παρίστανε μια γυναίκα, μαυρισμένο από τα χρόνια. Ο Πέριν ήξερε ότι ήταν ένα ανγκριάλ, ένα απομεινάρι από την Εποχή των Θρύλων, το οποίο επέτρεπε σε μια Άες Σεντάι να διαβιβάσει με ασφάλεια περισσότερη Δύναμη απ’ όσο θα μπορούσε μόνη της. Το γεγονός ότι το χρησιμοποιούσε για να Θεραπεύσει, φανέρωνε την κούρασή της.
Η Μιν σηκώθηκε όρθια για να βοηθήσει τη Μουαραίν, αλλά η Λες Σεντάι της έκανε νόημα να παραμερίσει. «Όλους τους άλλους τους φρόντισα», είπε στη Μιν. «Όταν τελειώσω από δω, θα αναπαυθώ». Απομάκρυνε και τον Λαν επίσης και πήρε μια έκφραση αυτοσυγκέντρωσης, καθώς άγγιζε με το δροσερό χέρι της πρώτα τον ματωμένο ώμο του Πέριν κι έπειτα την πληγή στην πλάτη του. Το άγγιγμά της έκανε το δέρμα του να μυρμηγκιάσει. «Δεν είναι πολύ άσχημα», του είπε. «Ο ώμος σου είναι αρκετά χτυπημένος, αλλά τα κοψίματα δεν είναι βαθιά. Ετοιμάσου. Δεν θα πονέσεις, αλλά...»
Ποτέ δεν ένιωθε άνετα όταν ήταν κοντά σε κάποια που ήξερε ότι χειριζόταν τη Μία Δύναμη, πόσο μάλλον όταν αυτό αφορούσε τον ίδιο. Όμως, κάτι τέτοιο είχε συμβεί μια-δυο φορές και πίστευε πως ήξερε πάνω-κάτω τι ήταν αυτή η διαβίβαση, αλλά εκείνες οι Θεραπείες ήταν κάτι πιο ασήμαντο· η Μουαραίν τις είχε κάνει για να τον απαλλάξει από την εξάντληση, επειδή τον χρειαζόταν ξεκούραστο. Δεν είχαν καμία σχέση με αυτό.
Ξαφνικά, το βλέμμα της Άες Σεντάι φάνηκε να βρίσκεται μέσα του, να διαπερνά το σώμα του. Άφησε μια κοφτή κραυγή και παραλίγο να ρίξει κάτω το τσεκούρι. Ένιωθε ένα ρίγος στη ράχη του ― μύες που σπαρταρούσαν, καθώς πλέκονταν κι ενώνονταν ξανά. Ο ώμος του αφέθηκε σε ανεξέλεγκτους σπασμούς κι όλα θόλωσαν. Το κρύο τρύπωσε ως το μεδούλι του και ύστερα ακόμα πιο βαθιά. Είχε την εντύπωση πως έπεφτε, πως πετούσε· δεν καταλάβαινε τι από τα δύο, αλλά ένιωθε σαν να χιμούσε —κάπου, με κάποιον τρόπο — με μεγάλη ταχύτητα, για πάντα. Έπειτα από μια αιωνιότητα, ο κόσμος καθάρισε ξανά. Η Μουαραίν έκανε προς τα πίσω, σχεδόν σκοντάφτοντας κι ο Λαν την έπιασε από το μπράτσο.
Ο Πέριν, χάσκοντας, κοίταξε τον ώμο του. Τα κοψίματα και οι μελανάδες είχαν εξαφανιστεί· δεν είχε μείνει ούτε μια σουβλιά. Τεντώθηκε με προσοχή, αλλά είχε χαθεί επίσης και ο πόνος στην πλάτη του. Και τα πόδια του, επίσης, δεν τον πονούσαν πια· δεν χρειαζόταν να κοιτάξει για να καταλάβει ότι οι μώλωπες και τα γδαρσίματα είχαν χαθεί κι αυτά. Το στομάχι του γουργούρισε δυνατά.
«Πρέπει να φας το συντομότερο δυνατόν», του είπε η Μουαραίν. «Μεγάλο μέρος της δύναμης που χρειάστηκε γι’ αυτό, προήλθε από σένα. Πρέπει να την αντικαταστήσεις».
Η πείνα, καθώς και εικόνες φαγητού, ήδη γέμιζαν το μυαλό του Πέριν. Μοσχαρίσιο κρέας με το αίμα του και αρνάκι και... Με μια δυνατή προσπάθεια, ανάγκασε τον εαυτό του να σταματήσει να σκέφτεται το κρέας. Θα έβρισκε εκείνες τις ρίζες, που μύριζαν σαν γογγύλια όταν τις έψηνες. Το στομάχι του διαμαρτυρήθηκε.
«Σχεδόν ούτε ουλή δεν έμεινε, σιδερά», είπε ο Λαν από πίσω του.
«Οι περισσότεροι από τους λύκους που τραυματίστηκαν γύρισαν μόνοι τους στο δάσος», είπε η Μουαραίν και κράτησε τη μέση της από πίσω για να τεντωθεί. «Αλλά Θεράπευσα όσους μπόρεσα να βρω». Ο Πέριν της έριξε μια έντονη ματιά, όμως αυτή έμοιαζε απλώς να συζητά φιλικά. «Μπορεί να ήρθαν για δικούς τους λόγους, όμως είναι αρκετά πιθανό πως χωρίς αυτούς τώρα θα ήμασταν όλοι νεκροί». Ο Πέριν ανασάλεψε ταραγμένος και χαμήλωσε το βλέμμα.
Η Άες Σεντάι άπλωσε το χέρι στο μελανιασμένο μάγουλο της Μιν, αλλά εκείνη έκανε πίσω λέγοντας: «Δεν έπαθα τίποτα κι εσύ είσαι κουρασμένη. Έχω χτυπήσει και χειρότερα, σκοντάφτοντας μόνη μου».
Η Μουαραίν χαμογέλασε και κατέβασε νωθρά το χέρι. Ο Λαν την πήρε από το μπράτσο· εκείνη ταλαντεύτηκε μέσα στα χέρια του. «Πολύ καλά. Εσύ, Ραντ; Μήπως πληγώθηκες; Ακόμα και η γρατσουνιά από το σπαθί ενός Μυρντράαλ μπορεί να είναι θανατηφόρα και μερικές λεπίδες των Τρόλοκ είναι σχεδόν εξίσου επικίνδυνες».
Ο Πέριν, τότε, πρόσεξε κάτι. «Ραντ, το πανωφόρι σου είναι υγρό».
Ο Ραντ έβγαλε το δεξί του χέρι, που το είχε μέσα στο πανωφόρι κι ήταν γεμάτο αίμα. «Δεν ήταν Μυρντράαλ», είπε αφηρημένα, κοιτάζοντάς το χέρι του. «Ούτε καν Τρόλοκ. Άνοιξε η λαβωματιά που δέχτηκα στο Φάλμε».
Η Μουαραίν πήρε μια σφυριχτή ανάσα, τράβηξε το μπράτσο της από τον Λαν και γονάτισε, σχεδόν πέφτοντας, δίπλα στον Ραντ. Του παραμέρισε το πανωφόρι και εξέτασε την πληγή του. Ο Πέριν δεν μπορούσε να διακρίνει κάτι, επειδή τον εμπόδιζε το κεφάλι της, αλλά τώρα η οσμή του αίματος ήταν πιο δυνατή. Τα χέρια της Μουαραίν κουνήθηκαν και ο Ραντ έκανε μια γκριμάτσα πόνου. «“Το αίμα του Αναγεννημένου Δράκοντα στα βράχια του Σάγιολ Γκουλ θα ελευθερώσει την ανθρωπότητα από τη Σκιά”. Έτσι δεν λένε οι Προφητείες του Δράκοντα;»
«Ποιος σου το είπε αυτό;» είπε απότομα η Μουαραίν.
«Αν μπορούσες να με πας τώρα στο Σάγιολ Γκουλ», είπε νυσταγμένος ο Ραντ, «είτε με Πύλη, είτε με Διαβατική Πέτρα, ίσως τελείωναν όλα αυτά. Όχι άλλοι σκοτωμοί. Όχι άλλα όνειρα. Όχι άλλο».
«Αν ήταν τόσο απλό», είπε σκοτεινά η Μουαραίν, «θα το έκανα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μα δεν μπορείς να δέχεσαι κυριολεκτικά τα πάντα στον Κύκλο της Κάρεδον. Για κάθε τι που σου λέει ξεκάθαρα, υπάρχουν δέκα που μπορεί να σημαίνουν εκατό διαφορετικά πράγματα. Μη σου περνά από το νου ότι ξέρεις οτιδήποτε γι’ αυτό που πρέπει να γίνει, ακόμα κι αν σου είπε κάποιος όλες τις Προφητείες». Κοντοστάθηκε, σαν να ήθελε να ξαναβρεί τη δύναμή της. Έσφιξε το ανγκριάλ και το άλλο χέρι της ανεβοκατέβηκε στο πλευρό του Ραντ, σαν να μην ήταν γεμάτο αίματα. «Ετοιμάσου».
Ξαφνικά, τα μάτια του Ραντ άνοιξαν διάπλατα κι ανακάθισε με κομμένη την ανάσα, κοιτάζοντας το κενό και τρέμοντας. Ο Πέριν, όταν τον Θεράπευσε η Μουαραίν, είχε νομίσει ότι η Θεραπεία είχε κρατήσει αιώνες, αλλά τώρα έβλεπε την Άες Σεντάι, ύστερα από λίγες στιγμές, να βοηθά τον Ραντ να γείρει πάλι στη βαλανιδιά.
«Έκανα... ό,τι μπορώ», είπε η Μουαραίν ξεψυχισμένα. «Ό,τι μπορώ. Πρέπει να προσέχεις. Μπορεί να ξανανοίξει, αν...» Η φωνή της έσβησε και η Άες Σεντάι έπεσε.
Ο Ραντ την έπιασε, αλλά ο Λαν βρέθηκε την ίδια στιγμή εκεί και τη σήκωσε. Καθώς τη σήκωνε, μια φευγαλέα έκφραση ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του Προμάχου, μια έκφραση που έμοιαζε με τρυφερότητα, κάτι που ο Πέριν δεν περίμενε να δει ποτέ από τον Λαν.
«Είναι κατάκοπη», είπε ο Πρόμαχος. «Φρόντισε όλους τους άλλους, αλλά δεν υπάρχει κανείς για να πάρει τη δική της κούραση. Θα τη βάλω να ξαπλώσει».
«Υπάρχει ο Ραντ», είπε αργά η Μιν, αλλά ο Πρόμαχος κούνησε το κεφάλι.
«Όχι ότι δεν πρέπει να προσπαθήσεις, κατά τη γνώμη μου, βοσκέ», είπε, «αλλά ξέρεις τόσο λίγα, που αντί να τη γιατρέψεις, μπορεί να τη σκοτώσεις».
«Σωστά», είπε πικρά ο Ραντ. «Δεν είμαι για να με εμπιστεύεται κανείς. Ο Λουζ Θέριν ο Φονιάς σκότωσε όσους ήταν κοντά του. Μπορεί να κάνω κι εγώ τα ίδια πριν από το τέλος μου».
«Κοίτα να συνέρθεις, βοσκέ», είπε τραχιά ο Λαν. «Ολόκληρος ο κόσμος κρέμεται από σένα. Θυμήσου ότι είσαι άντρας και κάνε αυτό που πρέπει να γίνει».
Ο Ραντ κοίταξε τον Πρόμαχο και, κατά παράξενο τρόπο, όλη η πίκρα είχε χαθεί. «Θα πολεμήσω όσο καλύτερα μπορώ», είπε. «Επειδή δεν υπάρχει κανένας άλλος και επειδή πρέπει να γίνει. Το καθήκον είναι δικό μου. Θα πολεμήσω, αλλά δεν είμαι αναγκασμένος να μου αρέσει αυτό που έγινα». Έκλεισε τα μάτια, σαν να αποκοιμιόταν. «Θα πολεμήσω. Όνειρα...»
Ο Λαν τον περιεργάστηκε για μια στιγμή και ύστερα ένευσε. Σήκωσε το κεφάλι, για να κοιτάξει πάνω από τη Μουαραίν τον Πέριν και τη Μιν. «Πηγαίνετέ τον στο κρεβάτι του και προσπαθήστε να κοιμηθείτε λιγάκι κι εσείς. Πρέπει να καταστρώσουμε τα σχέδιά μας και μόνο το Φως ξέρει τι θα γίνει από δω και πέρα».