Η Έδρα της Άμερλιν δεν μίλησε αμέσως—πλησίασε τα ψηλά, αψιδωτά παράθυρα και κοίταξε πέρα από το μπαλκόνι, τον κήπο παρακάτω, με τα χέρια σφιγμένα πίσω της. Πέρασαν αρκετά λεπτά πριν μιλήσει, έχοντας ακόμα την πλάτη γυρισμένη στις δυο άλλες.
«Φρόντισα να μη μαθευτούν παραέξω τα χειρότερα, μα για πόσο ακόμα; Οι υπηρέτες δεν ξέρουν για τα κλεμμένα τερ’ανγκριάλ και δεν έχουν συνδέσει τους θανάτους με την αναχώρηση της Λίαντριν και των άλλων. Δεν ήταν εύκολο να καταφέρω κάτι τέτοιο, αφού είναι δεδομένο το κουτσομπολιό. Πιστεύουν ότι οι θάνατοι ήταν έργο Σκοτεινόφιλων. Κι αυτό είναι αλήθεια. Επίσης, οι φήμες έφτασαν ως την πόλη. Ότι οι Σκοτεινόφιλοι μπήκαν στον Πύργο, ότι έκαναν φονικό. Δεν υπήρχε τρόπος να το σταματήσω αυτό. Δεν βοηθά τη φήμη μας, όμως είναι καλύτερο από την αλήθεια. Τουλάχιστον, κανένας έξω από τον Πύργο και ελάχιστοι εδώ μέσα γνωρίζουν ότι σκοτώθηκαν Άες Σεντάι... Σκοτεινόφιλοι στο Λευκό Πύργο. Πα! Μια ολόκληρη ζωή το αρνιόμουν. Δεν θα τους επιτρέψω να μπουν. Θα τους αρπάξω με το άγκιστρο, θα τους ξεκοιλιάσω και θα τους κρεμάσω στον ήλιο να ξεραθούν».
Η Νυνάβε έριξε μια ματιά όλο αβεβαιότητα στην Εγκουέν —αλλά όχι τόση όση ένιωθε μέσα της η Εγκουέν― και μετά πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μητέρα, θα τιμωρηθούμε κι άλλο; Πέρα από τις τιμωρίες που μας επέβαλες ήδη;»
Η Άμερλιν τις κοίταξε πάνω από τον ώμο της. «Αν θα τιμωρηθείτε κι άλλο; Μπορείτε να το πείτε κι έτσι. Κάποιες θα πουν ότι σας έκανα ένα δώρο, που σας ανέβασα στις τάξεις των Αποδεχθεισών. Νιώστε τώρα για τα καλά το κέντρισμα των αγκαθιών αυτού του ρόδου». Πλησίασε με άκαμπτο βήμα την καρέκλα της, κάθισε και μετά φάνηκε να χάνει την έκφραση της βιασύνης. Ή να παίρνει την έκφραση της αβεβαιότητας.
Η Εγκουέν ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι βλέποντας το αβέβαιο ύφος της Άμερλιν. Η Έδρα της Άμερλιν ήταν πάντα σίγουρη, πάντα γαλήνια και προσηλωμένη στο δρόμο της. Η Άμερλιν ήταν η προσωποποίηση της δύναμης. Παρ’ όλο που η ίδια η Εγκουέν είχε τόση έμφυτη δύναμη μέσα της, η γυναίκα στην άλλη πλευρά του τραπεζιού είχε τη γνώση και την εμπειρία να την κάνει ό,τι ήθελε. Βλέποντας, ξαφνικά, την Άμερλιν να ταλαντεύεται —σαν κοριτσάκι, που ήξερε ότι έπρεπε να βουτήξει με το κεφάλι σε μια λίμνη δίχως να ξέρει πόσο βαθιά ήταν, αν υπήρχαν βράχια ή λάσπη στον πυθμένα― η Εγκουέν ένιωσε να παγώνει ως τα βάθη της ψυχής της. Τι εννοεί λέγοντας για το αληθινό τσίμπημα των αγκαθιών; Φως μου, τι έχει σκοπό να μας κάνει;
Η Άμερλιν, αγγίζοντας με το δάχτυλο ένα σκαλισμένο, μαύρο κουτί στο τραπέζι μπροστά της, το κοίταξε σαν να έβλεπε κάτι παραπάνω, «Το ερώτημα είναι ποια μπορώ να εμπιστευτώ», είπε απαλά. «Θα έπρεπε να μπορώ να εμπιστευτώ τουλάχιστον τη Ληάνε και τη Σέριαμ. Τολμώ, όμως; Τη Βέριν;» Οι ώμοι της τραντάχτηκαν από ένα γοργό, βουβό γέλιο. «Ήδη εμπιστεύομαι τη Βέριν με τη ζωή μου και περισσότερα ακόμα, αλλά ως πού μπορεί να φτάσει αυτή η εμπιστοσύνη; Τη Μουαραίν;» Έμεινε αμίλητη για ένα λεπτό, «Πάντα πίστευα ότι μπορώ να εμπιστεύομαι τη Μουαραίν».
Η Εγκουέν ανασάλεψε ανήσυχα. Πόσα ήξερε η Άμερλιν; Τούτο, όμως, δεν ήταν από τα πράγματα που μπορούσε να ρωτήσει την Έδρα της Άμερλιν. Ξέρεις ότι ένας νεαρός από το χωριό μου, ένας άντρας τον οποίο κάποτε νόμιζα πως μια μέρα θα παντρευόμουν, είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας; Ξέρεις ότι δύο από τις Άες Σεντάι σου τον βοηθούν; Τουλάχιστον, η Εγκουέν ήταν βέβαιη πως η Άμερλιν δεν ήξερε πως τον είχε ονειρευτεί χθες το βράδυ να τρέχει μακριά από τη Μουαραίν.
«Τι είναι αυτά που λες;» ζήτησε να μάθει η Νυνάβε. Η Άμερλιν σήκωσε το βλέμμα πάνω της και η Νυνάβε χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της, καθώς πρόσθετε: «Συγχώρεσέ με, Μητέρα, αλλά θα τιμωρηθούμε κι άλλο; Δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτά περί εμπιστοσύνης. Αν ζητάς τη γνώμη μου, τη Μουαραίν δεν είναι να την εμπιστεύεσαι».
«Αυτή, λοιπόν, είναι η γνώμη σου, έτσι δεν είναι;» είπε η Άμερλιν. «Ένα χρόνο έλειψες από το χωριό σου και νομίζεις ότι ξέρεις αρκετά για τον κόσμο, ώστε να διαλέξεις ποια Άες Σεντάι να εμπιστευτείς και ποια όχι; Ένας λοστρόμος που μόλις έμαθε να σηκώνει τα άρμενα!»
«Δεν εννοούσε κάτι τέτοιο, Μητέρα», είπε η Εγκουέν, μα ήξερα ότι η Νυνάβε εννοούσε ακριβώς αυτό που είχε πει. Έριξε μια προειδοποιητική ματιά στη Νυνάβε. Η Νυνάβε τράβηξε με δύναμη την πλεξούδα της, αλλά δεν άνοιξε το στόμα.
«Ποιος μπορεί να πει, άραγε», είπε συλλογισμένη η Άμερλιν. «Η εμπιστοσύνη είναι γλιστερή, σαν τελάρο με χέλια, μερικές φορές. Το θέμα είναι ότι για εργαλεία έχω εσάς τις δύο κι ας είστε σαν λεπτές καλαμιές».
Το στόμα της Νυνάβε σφίχτηκε, αν και η φωνή της έμεινε ήρεμη. «Λεπτές καλαμιές, Μητέρα;»
Η Άμερλιν συνέχισε, σαν να μην είχε μιλήσει. «Η Λίαντριν προσπάθησε να σας πνίξει στο ποτάμι και δεν αποκλείεται να έφυγε επειδή έμαθε ότι θα γυρνούσατε και θα μπορούσατε να την ξεσκεπάσετε, άρα πρέπει να πιστέψω ότι δεν είστε Μαύρο Άτζα. Θα προτιμούσα να τρώω λέπια και εντόσθια», μουρμούρισε, «αλλά μου φαίνεται ότι πρέπει να συνηθίσω να λέω αυτό το όνομα».
Η Εγκουέν την κοίταξε χάσκοντας από την κατάπληξη —Μαύρο Άτζα; Εμείς; Φως μου!― αλλά η Νυνάβε ξέσπασε: «Και βέβαια δεν είμαστε. Πώς τολμάς να λες τέτοιο πράγμα; Πώς τολμάς να το υπονοείς καν;»
«Αν με αμφισβητείς, τέκνο μου, εμπρός!» είπε με σκληρή φωνή η Άμερλιν. «Μπορεί, μερικές φορές, να έχεις τη δύναμη μιας Άες Σεντάι, αλλά δεν είσαι ακόμα Άες Σεντάι και απέχεις πολύ ακόμα. Λοιπόν; Μίλα, αν έχεις κι άλλα να πεις. Υπόσχομαι ότι θα σε κάνω να κλαις και να ικετεύεις να σε συγχωρέσω! “Λεπτές καλαμιές;” Θα σε σπάσω σαν καλάμι! Δεν μου έχει μείνει ίχνος υπομονής».
Το στόμα της Νυνάβε ανοιγόκλεινε. Στο τέλος, η Νυνάβε τίναξε το κεφάλι και πήρε μια ανάσα για να ηρεμήσει. Όταν μίλησε, η φωνή της είχε μόνο μια υποψία θυμού. «Συγχώρεσέ με, Μητέρα. Αλλά εσύ δεν έπρεπε να... Εμείς δεν είμαστε... Δεν θα κάναμε τέτοιο πράγμα».
Με ένα βεβιασμένο χαμόγελο, η Άμερλιν έγειρε πίσω στην καρέκλα της. «Άρα μπορείς και κρατάς τα νεύρα σου όταν το θέλεις. Ήθελα να το μάθω». Η Εγκουέν αναρωτήθηκε πόσα απ’ αυτά ήταν μια δοκιμασία· γύρω από τα μάτια της Άμερλιν το δέρμα ήταν τεντωμένο, κάτι που έδειχνε ότι ίσως να εξαντλούνταν η υπομονή της. «Μακάρι να έβρισκα τρόπο να σε φέρω στο επώμιο, Κόρη. Η Βέριν λέει ότι είσαι ήδη εξίσου ισχυρή με κάθε γυναίκα του Πύργου».
«Στο επώμιο!» Της Νυνάβε της κόπηκε η ανάσα. «Άες Σεντάι; Εγώ;»
Η Άμερλιν έκανε μια μικρή κίνηση, σαν να πετούσε κάτι παράμερα, αλλά με μια έκφραση λύπης που το έχανε. «Δεν έχει νόημα να ευχόμαστε κάτι που δεν μπορεί να γίνει. Δεν θα μπορούσα να σε κάνω πλήρη αδελφή και ταυτόχρονα να σε στείλω στη λάντζα. Κι επίσης, η Βέριν λέει ότι δεν μπορείς να διαβιβάσεις συνειδητά, παρά μόνο όταν είσαι έξω φρενών. Ήμουν έτοιμη να σε κόψω από την Αληθινή Πηγή, αν έδειχνες το παραμικρό σημάδι ότι ήσουν έτοιμη να αγκαλιάσεις το σαϊντάρ. Στις τελευταίες δοκιμασίες για το επώμιο απαιτείται από σένα να διαβιβάσεις, ενώ ταυτόχρονα διατηρείς τη γαλήνη σου υπό πίεση. Ακραία πίεση. Ακόμα κι εγώ δεν μπορώ —και δεν θα το έκανα― να αγνοήσω αυτή την προϋπόθεση».
Η Νυνάβε φαινόταν κατάπληκτη. Κοίταζε την Άμερλιν με το στόμα να χάσκει.
«Δεν καταλαβαίνω, Μητέρα», είπε η Εγκουέν έπειτα από μια στιγμή.
«Φαντάζομαι πως όχι. Είστε οι δύο μοναδικές στον Πύργο για τις οποίες μπορώ να είμαι απολύτως βέβαιη ότι δεν είναι Μαύρο Άτζα». Το στόμα της Αμερλιν ακόμα στράβωνε όταν πρόφερε αυτές τις λέξεις. «Η Λίαντριν και οι δώδεκα άλλες δεν είναι εδώ, αλλά έχουν φύγει όλες; Ή μήπως άφησαν μερικές πίσω, σαν κούτσουρο στο νερό, που δεν το βλέπεις παρά μόνο όταν έχει ανοίξει τρύπα στη βάρκα σου; Μπορεί να το μάθω μονάχα όταν θα είναι πολύ αργά, αλλά δεν θα επιτρέψω στη Λίαντριν και τις άλλες να γλιτώσουν από αυτό που έκαναν. Δεν θα περάσει έτσι η κλοπή και ειδικά οι φόνοι. Κανένας δεν πρόκειται να σκοτώσει δικούς μου ανθρώπους και να το σκάσει ατιμώρητος. Και δεν θα αφήσω δεκατρείς εκπαιδευμένες Άες Σεντάι να υπηρετήσουν τη Σκιά. Θέλω να τις βρω και να τις σιγανέψω!»
«Δεν καταλαβαίνω τι έχει να κάνει αυτό με εμάς», είπε αργά η Νυνάβε. Έδειχνε να μην της αρέσουν αυτά που σκεφτόταν.
«Αυτό μονάχα, τέκνο μου: εσείς οι δύο θα γίνετε τα λαγωνικά μου και θα κυνηγήσετε το Μαύρο Άτζα. Κανένας δεν θα πιστέψει τέτοιο πράγμα για εσάς, για δύο σχεδόν ανεκπαίδευτες Αποδεχθείσες, τις οποίες ταπείνωσα δημοσίως».
«Μα αυτό είναι τρελό!» Τα μάτια της Νυνάβε είχαν γουρλώσει τελείως όταν πια η Άμερλιν είχε φτάσει στις λέξεις «Μαύρο Άτζα» και τα δάχτυλά της είχαν ασπρίσει έτσι όπως έσφιγγε την πλεξούδα της. Ξεστόμισε τις λέξεις της σαν να τις έφτυνε: «Είναι όλες κανονικές Άες Σεντάι. Η Εγκουέν ακόμα δεν έχει γίνει Αποδεχθείσα και ξέρεις ότι δεν μπορώ να διαβιβάσω αρκετή Δύναμη ούτε για να ανάψω κερί, αν δεν είμαι θυμωμένη, αλλά σε καμία περίπτωση από δική μου βούληση. Τι ελπίδες έχουμε;»
Η Ηλαίην κατένευσε. Η γλώσσα της είχε κολλήσει στον ουρανίσκο της. Να κυνηγήσουμε το Μαύρο Άτζα; Θα προτιμούσα να κυνηγήσω αρκούδα με μόνο όπλο μια βίτσα! Απλώς προσπαθεί να μας τρομάξει, να μας τιμωρήσει κι άλλο. Αυτό πρέπει να είναι! Αν ήταν αυτό που προσπαθούσε να κάνει η Άμερλιν, τότε τα είχε καταφέρει μια χαρά.
Και η Άμερλιν, επίσης, κατένευε. «Κάθε λέξη σας είναι αλήθεια. Αλλά είστε ισάξιες και με το παραπάνω με τη Λίαντριν, αν μετρήσουμε την καθαρή δύναμη της καθεμιάς σας και η Λίαντριν είναι η δυνατότερη από αυτές. Αλλά είναι εκπαιδευμένες, ενώ εσείς όχι κι εσύ, Νυνάβε, έχεις ακόμα περιορισμούς. Αλλά, τέκνο μου, όταν δεν έχεις κουπί, τότε και μια σανίδα είναι καλή για να βγάλει τη βάρκα στη στεριά».
«Μα θα ήμουν άχρηστη», είπε η Εγκουέν. Η φωνή της βγήκε στριγκή, αλλά φοβόταν τόσο που δεν ένιωσε ντροπή. Το εννοεί! Ω Φως μου, το εννοεί! Η Λίαντριν με παρέδωσε στις Σωντσάν και τώρα αυτή εδώ θέλει να κυνηγήσω δεκατρείς σαν κι εκείνη; «Οι σπουδές μου, τα μαθήματά μου, η δουλειά στα μαγειρεία. Η Ανάγια Σεντάι σίγουρα θα θέλει να συνεχίσει να με δοκιμάζει για να δει αν είμαι Ονειρεύτρια, Καλά-καλά δεν προλαβαίνω να φάω και να κοιμηθώ. Πώς μπορώ να κυνηγήσω;»
«Θα πρέπει να βρεις χρόνο», είπε η Άμερλιν, ψύχραιμη και γαλήνια πάλι, λες και το να κυνηγά το Μαύρο Άτζα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από το να σφουγγαρίζει το πάτωμα. «Ως Αποδεχθείσα, επιλέγεις εσύ τα μαθήματά σου, μέσα σε ορισμένα πλαίσια, καθώς και τις ώρες τους. Και οι κανόνες είναι κάπως ευκολότεροι για τις Αποδεχθείσες. Κάπως ευκολότεροι. Πρέπει να τις βρούμε, τέκνο μου».
Η Εγκουέν κοίταξε τη Νυνάβε, αλλά το μοναδικό που είχε να πει η Νυνάβε ήταν «γιατί δεν είναι μέσα σε αυτό και η Ηλαίην; Δεν μπορεί να τη θεωρείς Μαύρο Άτζα. Το κάνεις επειδή είναι Κόρη-Διάδοχος του Άντορ;»
«Γέμισες το δίχτυ την πρώτη φορά που το έριξες, τέκνο μου. Θα την έκανα μια από εσάς, αν μπορούσα, αλλά προς το παρόν η Μοργκέις μου δημιουργεί αρκετά προβλήματα και χωρίς αυτό. Όταν τη λούσω, τη χτενίσω και την ξαναβάλω στο σωστό μονοπάτι, ίσως η Ηλαίην έρθει μαζί σας. Τότε, ίσως».
«Τότε άσε απ’ έξω και την Εγκουέν», είπε η Νυνάβε. «Μόλις που είναι αρκετά μεγάλη για να θεωρείται γυναίκα. Αν θέλεις κυνήγι, το αναλαμβάνω εγώ». Η Εγκουέν έκανε να διαμαρτυρηθεί -αφού είμαι γυναίκα!― αλλά η Άμερλιν την πρόλαβε.
«Δεν σε βάζω για δόλωμα, τέκνο μου. Αν είχα εκατό σαν και σένα και πάλι δεν θα ήμουν ευχαριστημένη, αλλά μόνο εσάς τις δύο έχω, οπότε μόνο εσάς τις δύο θα χρησιμοποιήσω».
«Νυνάβε», είπε η Εγκουέν, «δεν σε καταλαβαίνω. Εννοείς ότι θέλεις να το κάνεις αυτό;»
«Δεν είναι ότι θέλω», είπε η Νυνάβε με κουρασμένο ύφος, «αλλά προτιμώ να τις κυνηγήσω, παρά να κάθομαι και να σκέφτομαι μήπως η Άες Σεντάι που με διδάσκει είναι στην πραγματικότητα Σκοτεινόφιλη. Και ό,τι κι αν σκαρώνουν, δεν θέλω να περιμένω πότε θα είναι έτοιμες να το κάνουν για να μάθω τι είναι».
Η απόφαση στην οποία κατέληξε η Εγκουέν έκανε το στομάχι της να σφιχτεί. «Τότε κι εγώ είμαι μέσα. Ούτε κι εγώ θέλω να κάτσω και να περιμένω». Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα και η Εγκουέν ένιωσε μια αναλαμπή θυμού· ήταν μεγάλη ανακούφιση, ύστερα από το φόβο. «Και μην τολμήσεις να μου ξαναπείς ότι είμαι πολύ μικρή. Τουλάχιστον, εγώ μπορώ και διαβιβάζω όποτε θέλω. Συνήθως. Δεν είμαι πια κοριτσόπουλο, Νυνάβε».
Η Νυνάβε στεκόταν εκεί, τραβώντας την πλεξούδα της αμίλητη. Στο τέλος, η αλύγιστη στάση της χαλάρωσε. «Δεν είσαι, ε; Σκεφτόμουν ότι είσαι γυναίκα, αλλά μου φαίνεται ότι δεν το πίστευα μέσα μου. Κορίτσι, εγώ... Όχι, γυναίκα. Γυναίκα, ελπίζω να συνειδητοποιείς ότι μπήκες σε ένα τσουκάλι μαζί μου και μπορεί να έχουν ήδη ανάψει τη φωτιά».
«Το ξέρω». Η Εγκουέν ένιωσε περηφάνια που η φωνή της δεν έτρεμε σχεδόν καθόλου.
Η Αμερλιν χαμογέλασε σαν να ήταν ευχαριστημένη, αλλά κάτι στα γαλάζια μάτια της έκανε την Εγκουέν να υποψιαστεί ότι ήξερε εξαρχής ποια απόφαση θα έπαιρναν. Για μια στιγμή, ένιωσε πάλι τους σπάγκους της μαριονέτας στα χέρια και τα πόδια της.
«Η Βέριν...» Η Άμερλιν κοντοστάθηκε και ύστερα συνέχισε, μουρμουρίζοντας σαν να μονολογούσε. «Αν πρέπει να εμπιστευτώ κάποια, ας είναι αυτή. Ήδη ξέρει όσα εγώ, ίσως και περισσότερα». Η φωνή της δυνάμωσε. «Η Βέριν θα σας πει όσα είναι γνωστά για τη Λίαντριν και τις υπόλοιπες, καθώς επίσης θα σας δώσει κι έναν κατάλογο με τα τερ’ανγκριάλ που εκλάπησαν και το τι κάνουν. Γι’ αυτά που ξέρουμε, τουλάχιστον. Όσο για άλλες του Μαύρου Άτζα, που ίσως είναι ακόμα στον Πύργο... Ακούτε, παρατηρείτε και προσέχετε τι ερωτήσεις κάνετε. Να φέρεστε σαν ποντίκια. Αν έχετε την παραμικρή υποψία, να την αναφέρετε σε μένα. Θα έχω το νου μου σε εσάς. Κανένας δεν θα παραξενευτεί, με δεδομένο το λόγο για τον οποίο τιμωρείστε. Θα μπορείτε να μου δίνετε αναφορά όταν βρισκόμαστε. Μην ξεχνάτε ότι έχουν σκοτώσει στο παρελθόν. Εύκολα θα μπορούσαν να το ξανακάνουν».
«Ωραία και καλά όλα αυτά», είπε η Νυνάβε, «αλλά και πάλι θα είμαστε Αποδεχθείσες, κυνηγώντας Άες Σεντάι. Κάθε κανονική αδελφή μπορεί να μας διώξει από κάπου, να μας βάλει να κάνουμε την μπουγάδα της και εμείς δεν θα έχουμε άλλη επιλογή παρά να υπακούσουμε. Υπάρχουν μέρη που οι Αποδεχθείσες δεν μπορούν να πάνε, πράγματα που δεν πρέπει να ξέρουν. Φως μου, αν μια αδελφή είναι του Μαύρου Άτζα, θα μπορούσε να πει στους φρουρούς να μας κλειδώσουν στα δωμάτιά μας και να μας κρατήσουν εκεί ― κι αυτοί θα υπάκουγαν. Δεν θα δέχονταν το λόγο μιας Αποδεχθείσας εναντίον μιας Άες Σεντάι».
«Κατά κύριο λόγο», είπε η Άμερλιν, «θα πρέπει να εργαστείτε εντός των περιορισμών που έχουν οι Αποδεχθείσες. Η γενική ιδέα είναι να μη σας υποψιαστεί κανείς. Αλλά...» Άνοιξε το μαύρο κουτί στο τραπέζι, δίστασε, κοίταξε τις άλλες δύο γυναίκες σαν να μην ήταν ακόμη βέβαια αν ήθελε να το κάνει αυτό και μετά έβγαλε μερικά σκληρά, διπλωμένα χαρτιά. Τα ξεδιάλεξε προσεκτικά, δίστασε πάλι και μετά διάλεξε δύο. Τα υπόλοιπα τα έχωσε ξανά στο κουτί και έδωσε τα δύο στην Εγκουέν και τη Νυνάβε. «Κρατήστε τα καλά κρυμμένα. Είναι μόνο για στιγμές επείγουσας ανάγκης».
Η Εγκουέν ξεδίπλωσε το χοντρό χαρτί της. Είχε κάτι γραμμένο πάνω του με καθαρό, στρογγυλεμένο γραφικό χαρακτήρα και στο κάτω μέρος ήταν σφραγισμένο με τη Λευκή Φλόγα της Ταρ Βάλον.
Αυτό που κάνει ο κομιστής, το κάνει κατόπιν εντολής μου και με δική μου εξουσία. Υπάκουσε και σιώπησε, κατά διαταγή μου.
«Με αυτό θα μπορούσα να κάνω τα πάντα», είπε με έναν τόνο θαυμασμού η Νυνάβε. «Θα μπορούσα να διατάξω τους φρουρούς να εξορμήσουν. Να διοικήσω τους Προμάχους». Αφησε ένα γελάκι. «Με αυτό, θα μπορούσα να βάλω έναν Πρόμαχο να χορέψει».
«Μέχρι τη στιγμή που θα το μάθαινα», συμφώνησε ξερά η Άμερλιν. «Αν δεν είχες μια πολύ πειστική εξήγηση, θα σε έκανα να ευχηθείς να σε είχε πιάσει η Λίαντριν».
«Μα δεν σκόπευα να τα κάνω αυτά», έσπευσε να πει η Νυνάβε. «Απλώς εννοούσα ότι δίνει περισσότερη εξουσία απ’ όση είχα φανταστεί».
«Μπορεί να τη χρειαστείς όλη. Αλλά μην ξεχνάς, τέκνο μου, ότι οι Σκοτεινόφιλοι δεν θα δώσουν σημασία σε αυτό, όπως και οι Λευκομανδίτες. Πιθανότατα αμφότεροι θα σας σκότωναν επειδή θα το είχατε στην κατοχή σας. Αν αυτό το χαρτί είναι ασπίδα... ε, οι χάρτινες ασπίδες είναι ψιλές κι αυτή εδώ ίσως έχει πάνω της ζωγραφισμένο στόχο».
«Μάλιστα, Μητέρα», είπαν εν χορώ η Εγκουέν και η Νυνάβε. Η Εγκουέν δίπλωσε το χαρτί της και το έχωσε στο θύλακο της ζώνης της, παίρνοντας μέσα της την απόφαση να μην το ξαναβγάλει, αν δεν ήταν απόλυτη ανάγκη. Και πώς θα καταλάβω αν είναι;
«Τι γίνεται με τον Ματ;» ρώτησε η Νυνάβε. «Είναι πολύ άρρωστος, Μητέρα, και δεν του απομένει πολύς καιρός».
«Θα σας στείλω μήνυμα», είπε απότομα η Άμερλιν.
«Μα, Μητέρα —»
«Θα σας στείλω μήνυμα! Φύγετε, λοιπόν, τέκνα μου. Όλες οι ελπίδες του Πύργου βρίσκονται στα χέρια σας. Πηγαίνετε στα δωμάτιά σας και αναπαυθείτε λιγάκι. Μην ξεχνάτε ότι σας περιμένει η Σέριαμ και οι κατσαρόλες».